Αν και στα λόγια, όλοι όσοι εμπλέκονται στην «ψυχιατρική μεταρρύθμιση» συμφωνούν ότι δεν πρέπει να υπάρξει κανένας συμβιβασμός με το ρατσιστικό φαινόμενο και ότι το δικαίωμα της κοινωνικής επανένταξης των ψυχικά πασχόντων είναι αδιαπραγμάτευτο, αυτό που παρατηρούμε είναι ότι, όπως πάντα, τα λόγια και οι διακηρύξεις δεν φτάνουν και ότι, παρά τις λεγόμενες «εκστρατείες κατά του στίγματος», η πολιτική που ακολουθούν το Υπουργείο Υγείας και οι τεχνοκράτες που σχεδιάζουν και υλοποιούν τα σχετικά προγράμματα, όχι μόνο δεν συμβάλλει στην αντιμετώπιση του φαινομένου, αλλά μάλλον το πυροδοτεί και το αναπαράγει.
Παρόλο που είναι φανερό ότι οι αντιδράσεις ενάντια στην εγκατάσταση, σε διάφορες περιοχές, ξενώνων και οικοτροφείων έχουν κοινωνικές, πολιτιστικές και πολιτικές ρίζες, η εκστρατεία για την «καταπολέμηση του στίγματος» και για την «ευαισθητοποίηση» της «κοινής γνώμης» εξακολουθεί να περιορίζεται
- σε συμβολικές εκδηλώσεις, που παίρνουν τη μορφή πολυδάπανων «γκαλά» όπου, εν απουσία, ή με περιθωριακή / προσχηματική παρουσία, των ίδιων των ενδιαφερομένων, διάφοροι οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες επιδίδονται στη φιλανθρωπία, την ίδια στιγμή που, με την πολιτική, την ψηφοθηρική και την οικονομική τους δραστηριότητα, αναπαράγουν τους όρους του κοινωνικού αποκλεισμού
- σε κάποιες ενημερωτικές ομιλίες και άλλες «διαφωτιστικού» περιεχομένου δραστηριότητες, που, παρά τη χρησιμότητά τους ως επικουρικού μέσου, δεν εντάσσονται παρά στο απλοϊκό μοντέλο μεταβολής της συμπεριφοράς, που θεωρεί σαν δεδομένο ότι, «αν πληροφορήσεις τους ανθρώπους, αυτοί θα ενεργήσουν σύμφωνα με αυτές τις πληροφορίες».(1) Ένα τέτοιο μοντέλο αποτυγχάνει να ενσωματώσει την καθοριστική δομική παράμετρο της κοινωνικής δράσης - είναι ατομικιστικό (απευθύνεται στον πληθυσμό ως άτομα) και ιδεολογικά προσαρμοσμένο στην ίδια την κοινωνική (ταξική, ανταγωνιστική) βάση από την οποία πηγάζει το φαινόμενο, που υποτίθεται ότι θέλει να καταπολεμήσει.(2)
Οι αντιδράσεις ενάντια στην εγκατάσταση των ξενώνων έχουν το ίδιο περιεχόμενο με τις ρατσιστικές διακρίσεις κατά των μεταναστών και άλλων ομάδων. Εχει, ωστόσο, σημασία να γίνεται η διάκριση ανάμεσα στο φόβο και την άγνοια, που υπάρχουν σε πλατειά φτωχά στρώματα (πιεσμένα από την ανεργία, την ανέχεια και την υποβάθμιση) και στην επεξεργασία / εκμετάλλευση αυτών των φόβων και της άγνοιας από διάφορες ελίτ με συγκεκριμένα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα (ας μην ξεχνάμε ότι, σε πολλές περιπτώσεις, δημοτικές παρατάξεις ολόκληρου του πολιτικού φάσματος, της καθεστωτικής αριστεράς συμπεριλαμβανομένης, ψήφισαν κατά της ίδρυσης στεγαστικών δομών στην επικράτεια του Δήμου τους).
Το φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού και των ρατσιστικών διακρίσεων κατά των ψυχικά πασχόντων δεν είναι καινούργιο : αυτό ήταν η πηγή του μακρόχρονου εγκλεισμού των «μη παραγωγικών» πολιτών στο ψυχιατρικό άσυλο, με τη μεσολάβηση μιας ψυχιατρικής πρακτικής, που λειτουργεί για τον έλεγχο των ανεπιθύμητων συμπεριφορών και των ποικίλων απειλών για την κοινωνική Τάξη.
Η Ψυχιατρική, όπως βαθμιαία συγκροτείται από τις αρχές του 19ου αιώνα, σύντομα «μολύνεται», στις έννοιες και στις πρακτικές της, από ρατσιστικές προκαταλήψεις - που πηγάζουν από ένα σύστημα κοινωνικών σχέσεων ταξικό, ανταγωνιστικό και εκμεταλλευτικό και διαποτίζουν τη βιολογία και τις κοινωνικές επιστήμες (κοινωνικός δαρβινισμός κλπ) - ανάμεσα στις οποίες προεξάρχουσα είναι η αντίληψη της ψυχικής αρρώστιας ως «κατωτερότητας» (αντίληψη που προήλθε από τις θεωρίες περί «εκφυλισμού» του 19ου αιώνα) και της «διαφορετικότητας» ως μιας αρνητικής ιδιότητας.
Όπως όλα τα κοινωνικά στρώματα που ορίστηκαν ως «παρεκκλίνοντα» (όλοι αυτοί που αδυνατούν ή αρνούνται να προσαρμοστούν στον εκάστοτε, ιστορικά δοσμένο, καταμερισμό της εργασίας), έτσι και ο ψυχικά πάσχων, ο τρελός (ως μια από τις κατ΄ εξοχήν εκφράσεις του ευρέως φάσματος των παρεκκλινόντων) αντιμετωπίστηκε, από παλιά, με δύο, συμπληρωματικούς μεταξύ τους, τρόπους: η θεραπεία, από τη μια, η εκμηδένιση, από την άλλη.
Θεραπεία, υπό μιαν ευρεία, κοινωνιολογική έννοια, είναι η εφαρμογή ενός συστήματος εννοιών και πρακτικών που εξασφαλίζει ότι οι πραγματικοί (ή, οι εν δυνάμει) παρεκκλίνοντες θα παραμένουν εντός των λεγόμενων «θεσμοποιημένων ορισμών της πραγματικότητας»,(3) της «κανονικότητας» που αποδέχεται και επιβάλει η εκάστοτε επικρατούσα κοινωνική Τάξη (ορισμών, ερμηνειών και μηχανισμών που δεν επιβάλλονται μόνο, αλλά και εσωτερικεύονται μέσα από την διαδικασία της κοινωνικοποίησης του ατόμου από την παιδική του ηλικία). Σ΄ αυτό τον ορισμό είναι προεξάρχουσα η παράμετρος της «συμμόρφωσης», που, στο πεδίο της Ψυχιατρικής, αποτελεί, διαχρονικά, βασική συνιστώσα, ενίοτε μοναδική, της θεραπευτικής της πρακτικής. Γι΄ αυτό χρειάζεται να υπάρχει κριτική στάση, εγρήγορση και ανίχνευση των εκάστοτε «νομιμοποητικών», κανονιστικών μηχανισμών, στο εσωτερικό των ασκούμενων θεραπευτικών πρακτικών και της λειτουργίας των υπηρεσιών ψυχικής υγείας - μηχανισμών, οι οποίοι δρουν «ομαλοποιητικά», ως προσαρμογή στο εκάστοτε δοσμένο σύστημα κοινωνικών σχέσεων, στο εσωτερικό των αντιφάσεων του οποίου αναδύεται ο ψυχικός πόνος («Επανορθωτική» Ψυχιατρική και ΨΚΑ).
Αλλά, ενώ η θεραπεία χρησιμεύει για να κρατάει τους πάντες μέσα στην επικρατούσα κοινωνική Τάξη και στους ορισμούς που αυτή δίνει για τα πραγματικό και το κανονικό, η εκμηδένιση αποκοπεί στη εξολόθρευση οποιουδήποτε είναι (ή ωθείται) εκτός αυτής της Τάξης.(4) Η εκμηδένιση αρνείται την πραγματικότητα κάθε φαινομένου και κάθε ερμηνείας που δεν ταιριάζει την επικρατούσα κοινωνική Τάξη. Αποδίδει στον παρεκκλίνοντα μιαν αρνητική ιδιότητα και χρησιμοποιείται εκεί όπου κρίνεται άσκοπη (ή, μη επιθυμητή, πλέον) η, υπό την ευρεία έννοια, θεραπευτική αντιμετώπιση (ξένοι, ψυχασθενείς κλπ). Μ΄ αυτό τον τρόπο, η απειλή εξουδετερώνεται με την απόδοση ενός κατώτερου οντολογικού καθεστώτος σε κάθε τι που υπάρχει έξω, ή που αμφισβητεί την επικρατούσα Τάξη πραγμάτων και τους ορισμούς της για το «κανονικό».(5) Οι άνθρωποι αυτοί ορίζονται ως μετέχοντες λιγότερο στο «ανθρώπινο».
Η κίνηση από την εκμηδένιση στη θεραπεία, ή, αντίθετα, το προχώρημα στη φυσική εξόντωση, όπως έχουμε δει μέσα στην ιστορία, δεν είναι παρά ένα πρακτικό ζήτημα πολιτικής και συγκυρίας.
Είναι, επομένως, σημαντικό να μπορέσουμε, ενάντια στην κρατούσα λογική, να δούμε τον ψυχικά πάσχοντα πέρα από διαγνωστικές ετικέτες, ως μια ανθρώπινη ύπαρξη, που μετέχει στον ίδιο κόσμο στον οποίο μετέχει και ο «υγιής». Και είναι, επίσης, σημαντικό να δούμε ότι η ταυτότητα του «υγιή», αυτού που αποκλείει, είναι μια αντιφατική ταυτότητα. Είναι, δηλαδή, μια «επισφαλής» ταυτότητα (της αποδεκτής «υγείας», όπως της θρησκείας, του έθνους, της φυλής, του σεξουαλικού προσανατολισμού κλπ) που κάνει ν΄ αναδυθεί η επιθυμία της «καθαρότητας»,(6) η ανάγκη απομάκρυνσης εκείνου του κομματιού του εαυτού που προκαλεί φόβο, δεν ξέρουμε πώς να το ελέγξουμε και που οδηγεί στην προβολή του στον «άλλο». Μέσα σε μια κοινωνία που βασίζεται στον ταξικό ανταγωνισμό, κατασκευάζονται πάντα περιοχές για τον έλεγχο των εσωτερικών της αντιφάσεων - στρατόπεδα συγκέντρωσης, ψυχιατρεία, διάφορα απαρτχάϊντ και γκέτο, αλλά και πιο αφανείς μορφές διακρίσεων - όπου υλοποιείται ο αποκλεισμός του «άλλου».(7) Η «επισφαλής ταυτότητα» πηγάζει από ιστορικά προσδιορισμένες «επισφαλείς κοινωνικές συνθήκες» (επισφαλής εργασία, ανεργία, μετανάστευση, εθνικές διαιρέσεις, πόλεμος και καταστολή, κατάρρευση των παραδοσιακών συλλογικοτήτων κλπ). Η «καταπολέμηση του στίγματος» δεν είναι, επομένως, ένα ζήτημα «πειστικής επιχειρηματολογίας»: το πρόβλημα πρέπει ν΄ αντιμετωπιστεί στην πηγή του.
Με την Αποϊδρυματοποίηση, ο χρόνιος έγκλειστος του ασύλου εντάσσεται σε μια κοινωνία όπου λειτουργούν οι ίδιοι νόμοι της κερδοφόρας αναπαραγωγής του κεφαλαίου, οι ίδιες αλλοτριωμένες και αλλοτριωτικές σχέσεις, οι ίδιες διαδικασίες του κοινωνικού αποκλεισμού, που βρίσκονταν και πίσω από το γεγονός του εγκλεισμού - και μάλιστα, στις συνθήκες, πλέον, της όψιμης παγκοσμιοποίησης του καπιταλισμού, στο πλαίσιο της οποίας εκδηλώνονται με πρωτοφανώς βάρβαρες μορφές.
Αυτό σημαίνει ότι, όπως η πρακτική του μακρόχρονου εγκλεισμού των ψυχικά πασχόντων δεν ήταν μόνο ένα επιστημονικό / τεχνικό ζήτημα, αλλά, επίσης, μια κοινωνική πρακτική (ένα ζήτημα νομικό, πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό), έτσι και η κοινωνική τους αναπαραγωγή δεν μπορεί να αναχθεί σε μια μονοδιάστατη τεχνική / θεραπευτική διαδικασία. Είναι συνυφασμένη με μια βαθιά κοινωνική μεταρρύθμιση όπου, ο άνθρωπος που υποφέρει ψυχικά, βρίσκει «χώρο» για να βιώσει την οδύνη του και τη «διαφορετικότητά» του χωρίς τον κίνδυνο του εξοστρακισμού από το κοινωνικό σώμα - χωρίς, δηλαδή, αυτή η οδύνη να γίνεται αφορμή για να χάσει τα δικαιώματά του και την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του.
Αυτό, όμως, που βλέπουμε να πλασάρεται ως «ψυχιατρική μεταρρύθμιση», είναι η μεταφορά μοντέλων μιας εκσυγχρονιστικής διαχείρισης της ψυχικής υγείας, που αποβλέπει στη μείωση του κόστους, στην εμπορευματοποίηση και στην ιδιωτικοποίηση, με την προώθηση της «ψυχο-επιχειρηματικότητας» - με όλη αυτή την πληθώρα ιδιωτικών («μη κερδοσκοπικών») εταιρειών, που τροφοδοτούνται από τα κοινοτικά κονδύλια.
Δεν είναι, επομένως, τυχαίο ότι, ενώ μιλάμε για «κοινωνική επανένταξη», η κοινωνία παραμερίζεται πλήρως (όπως και η Τοπική Αυτοδιοίκηση). Καμιά ουσιαστική ενημέρωση, καμιά προσπάθεια ν΄ «ανοίξει» το ζήτημα της ψυχικής υγείας στις τοπικές κοινωνίες, που κρύβουν στους κόλπους τους τεράστια προβλήματα ψυχικού πόνου. Είναι τελείως έξω από τη φύση και τις επιδιώξεις της επικρατούσας διαχειριστικής πολιτικής να γίνει το ζήτημα της ψυχικής υγείας υπόθεση των κοινωνικών υποκειμένων, έτσι ώστε οι πολίτες να έχουν λόγο και να κινητοποιούνται για ν΄ αλλάξουν τους κοινωνικούς όρους της ζωής τους (στη γειτονιά, στο χώρο εργασίας, στο κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον κλπ) - όρους που παράγουν αρρώστια, υλική και πνευματική φτώχια, κοινωνική απομόνωση και περιθωριοποίηση, αλλά και καταφυγή στο ψυχοφάρμακο και την άνθηση της μικροαστικής «ψ» κουλτούρας. Η Κοινωνική Ψυχιατρική θα μπορούσε ν΄ αποχτήσει σάρκα και οστά μόνο ως επερώτηση, όχι απλώς θεωρητική, αλλά και πρακτική, των μικρο και μακρο-κοινωνικών όρων, μέσα στους οποίους αναδύεται ο ψυχικός πόνος.
Αντίθετα, το υπό διαμόρφωση νέο τοπίο της ψυχικής υγείας συνίσταται σε μια μονόπλευρη προώθηση της «αποασυλοποίησης», που τείνει να πραγματοποιείται ως κατακερματισμός και διασπορά του ασύλου στην κοινότητα, με φιλοξενούμενους χωρίς αναγνωρισμένα κοινωνικά δικαιώματα, χωρίς προοπτικές και ευκαιρίες να προχωρήσουν πέρα από το χώρο του κοινωνικού περιθωρίου. Ετσι, από τη μια, ξεφυτρώνουν δεκάδες ξενώνες και οικοτροφεία, χωρίς διασύνδεση μ΄ ένα (ούτως ή άλλως, ανύπαρκτο) δίκτυο υπηρεσιών ψυχικής υγείας μιας ορισμένης περιοχής. Στεγαστικές δομές ευμεγέθεις και διάσπαρτες σε περιοχές όπου «έτυχε» να βρεθεί κτίριο, συχνά στις λεγόμενες «υποβαθμισμένες» περιοχές (πχ, υπερσυγκέντρωση στεγαστικών δομών στα πέριξ της πλατείας Βάθης) ή «στη μέση του πουθενά». Μ΄ αυτό τον τρόπο, αντί για αποστιγματισμό, έχουμε την αναπαραγωγή του στιγματισμού, καθώς, μάλιστα, η «κοινωνική» πολιτική που ακολουθείται (συνδυασμός συρρίκνωσης των κοινωνικών δικαιωμάτων για όλους και «επιλεκτικών πολιτικών» για τους «πιο αδύναμους»), όχι μόνο δεν προάγει την «κοινωνική συνοχή», αλλά καλλιεργεί τη γκετοποίηση και τις διακρίσεις.
Από την άλλη, παραμένει σταθερά παρωχημένο, αρχαϊκό (φυλακτικό, ασυλικό), το πιο σημαντικό, το σκέλος, δηλαδή, που αφορά τους ψυχικά πάσχοντες που, από εδώ και πέρα, έρχονται σε επαφή με το ψυχιατρικό σύστημα : δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα (δίκτυο πρόληψης, εναλλακτική φροντίδα) ανάμεσα στον άνθρωπο που πάσχει από μια σοβαρή ψυχική διαταραχή και στον εγκλεισμό, ή την εγκατάλειψη.
Είναι επόμενο ότι οι τοπικές κοινωνίες, που αντιδρούν στην εγκατάσταση των ψυχικά πασχόντων, δεν είχαν ευκαιρίες για οποιουδήποτε τύπου αλληλεπίδραση με υπηρεσίες ψυχικής υγείας, ώστε να επωφεληθούν από αυτές για την αντιμετώπιση της πληθώρας των προβλημάτων, που υπάρχουν στους κόλπους τους. Αυτό θα συντελούσε στην απομυθοποίηση της ψυχικής αρρώστιας και του φαντασιακού της, καθώς η υπηρεσία θα είχε τη δυνατότητα να διαμεσολαβεί τις εμπειρίες και τα βιώματα των πολιτών, έτσι ώστε οι δεσμοί ανάμεσα στην υγεία την αρρώστια να μη διαρρηγνύονται, αλλά να επαναβεβαιώνονται και να στηρίζονται.
Συμπερασματικά, ο δρόμος πέρα από τα αδιέξοδα, στα οποία έχει οδηγηθεί η «ψυχιατρική μεταρρύθμιση», είναι ο ίδιος στον οποίο καλείται να βαδίσει και η «καταπολέμηση του στίγματος» : η κινητοποίηση της κοινωνίας - το κοινωνικό κίνημα για την διεύρυνση των δικαιωμάτων και την κοινωνική χειραφέτηση.
Βιβλιογραφικές αναφορές:
1.Sarah Nettleton : «Κοινωνιολογία της Υγείας και της Ασθένειας», εκδ. Δαρδανος».
2.οππ.
3.Peter L. Berger & Thomas Luckmann : «Η Κοινωνική Κατασκευή της Πραγματικότητας», εκδ. «νήσος».
4.οππ.
5.οππ.
6.Richard Sennett : «Οι Χρήσεις της Αταξίας», εκδ. «τροπή».
7.Franco Basaglia : «Un problema della psichiatria istituzionale : l΄ escluzione come categoria socio-psichiatrica», Scritti Vol I, εκδ. Einaudi.