H Λέρος, ένα νησί στο βόρειο τμήμα της Δωδεκανήσου, χρησιμοποιήθηκε, σ΄ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, όπως πολλές άλλες στην Ελλάδα περιοχές, σαν χώρος ανάσχεσης και αντιρρόπησης των εσωτερικών ταξικών αντιφάσεων της ελληνικής κοινωνίας, ή, άλλως, σαν ένας τόπος εξορίας και συγκέντρωσης των «κοινωνικών αποβλήτων» κάθε είδους. Οι αντιφάσεις αυτές εκδηλώνονται μέσα στην καθημερινή λειτουργία ενός πολύπλοκου και ανταγωνιστικού κοινωνικού συστήματος – που διαρκώς, από την ίδια του τη φύση, παράγει και αναπαράγει διάφορες ομάδες αποκλεισμένων, παριών και απόκληρων, επιτελώντας εναντίον τους αυτό που ο Franco Basaglia ονόμασε “εγκλήματα σε καιρό ειρήνης” (crimini di pace). Ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσιμων ιστορικών καμπών, οι αντιφάσεις αυτές φτάνουν στο σημείο της έκρηξης, όταν η κατεστημένη κοινωνικοοικονομική και πολιτική εξουσία υπερασπίζεται τις βάσεις της αναπαραγωγής της χρησιμοποιώντας κάθε είδους βία απέναντι στον «εσωτερικό εχθρό» – ανάγοντάς τον σε «εξωτερικό», τόσο ως προς τον κοινωνικό ιστό, όσο και σε σχέση με τα ίδια τα εθνικά σύνορα, κι ακόμα, σε κίνδυνο, «μίασμα» και πηγή μόλυνσης του «υγιούς κοινωνικού και εθνικού σώματος».
Μια παράδοση, που χάνεται στην ιστορία και τους αιώνες, θέλει πολλά από τα ελληνικά νησιά να είναι οι τόποι επιλογής για την εξορία («εξοστρακισμό» στην αρχαία Ελλάδα) των πολιτικών αντιπάλων, αλλά, στον 20ό αιώνα, και των λεπρών και των τρελών. Μικρά, συνήθως άγονα, πετρώδη και απόμακρα νησιά, προσφέρονται για τον στρατωνισμό και την ασφαλή απομάκρυνση των κάθε είδους αποβλήτων από το οργανωμένο και ελεγχόμενο κοινωνικό σώμα. Τα κλειστά όρια του νησιού, η θάλασσα που παρεμβάλλεται, η ερημιά και η έλλειψη κατοίκων σε ορισμένα από αυτά, η έλλειψη κάθε επικοινωνίας πέρα από αυτή που ελέγχουν απόλυτα οι φύλακες του στρατοπέδου, είναι τα ιδεώδη στοιχεία για την ασφαλή απομόνωση του κινδύνου, για τα σπάσιμο των αντιφρονούντων, την καθυπόταξη και εξουδετέρωση του ψυχικού και ιδεολογικού σθένους και αντίστασης – είναι ο αποτελεσματικός φράκτης και η άμυνα κατά του Αλλου, σαν αλλότριου ή ξένου. Το αφορισμένο από τη θάλασσα νησί είναι πέρα από τα όρια της κατεστημένης κοινωνίας, όχι απλά στην περιφέρεια της πόλης, στις απομονωμένες ζώνες των ορίων μιας κοινωνίας κυριαρχούμενης από την κατεστημένη κανονικότητα, αλλά πολύ πιο μακριά, πέρα από κάθε δυνατότητα πρόσβασης εκατέρωθεν. Υπάρχουν ονόματα με τεράστιο ιστορικό φορτίο, που καμιά μεταμοντέρνα θεώρηση δεν μπορεί ν΄ αποφορτίσει : Ανάφη, Φολέγανδρος, Μακρόνησος, Αη Στράτης, Κύθηρα, Τζιά, Ικαρία, Γυάρος, Λέρος ….Μερικά από αυτά είναι άνυδρες και έρημες πετρώδεις εκτάσεις (Μακρόνησος, Γυάρος) όπου μπορούν να εφαρμοστούν πιο σκληρά «προγράμματα» απομόνωσης, βασανιστηρίων, δολοφονιών κλπ . Σε άλλα υπάρχει κοινωνικός ιστός, υποτυπώδης ή και οργανωμένος ( Ικαρία, Λέρος), όπου οι εξόριστοι είναι είτε φυλακισμένοι σε στρατόπεδο είτε, ανάλογα με την πορεία του γενικού πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων, μπορούν να έχουν κάποιες συναλλαγές με την ντόπια κοινωνία.
Εχουμε μπει σε μια περίοδο, όπου μια αδυσώπητη διαλεκτική έκανε έτσι ώστε, η «πτώση του τείχους», το 1989, να είναι η αφετηρία όχι της κατεδάφισης και άλλων, αλλά, αντίθετα, ύψωσης νέων πιο βάρβαρων τειχών, νέων στρατοπέδων συγκέντρωσης και σφαγών μέσα, μάλιστα, στην καρδιά της ίδια της Ευρώπης, μαζικού ξεριζωμού και μετανάστευσης εκατομμυρίων εξαθλιωμένων και λιμοκτονούντων ανθρώπων, μαζικής ανεργίας και εντεινόμενου κοινωνικού αποκλεισμού, καταπίεσης, ρατσισμού, νεοναζισμού και αναγεννημένου δολοφονικού εθνικισμού. Μερικοί σπεύδουν εύκολα να χαρακτηρίσουν τις αλληλοσπαρασσόμενες εθνικές ομάδες σαν τους κύριους υπεύθυνους, σαν τους θύτες. Ν΄ αποδώσουν τις ευθύνες της βίας στους βίαια αποκλεισμένους και πεινασμένους, στις κάθε λογής μειονότητες και μειοψηφίες, στους απόκληρους των νέων γκέτο των μεγαλουπόλεων, στις ρατσιστικά διαχωρισμένες ομάδες κάθε είδους, με τον ίδιο τρόπο που η οργανωμένη κοινωνία κάνει τους τρελούς να πληρώνουν για την τρέλα τους, αποκλείοντάς τους από το κοινωνικό σώμα και καταδικάζοντάς τους στον εγκλεισμό ή στην εγκατάλειψη.
Είναι, ωστόσο, φανερό ότι, όπως στην αρχή του και σ΄ όλη τη διάρκειά του, έτσι και στο τέλος του, ο 20ος αιώνας διέπεται από τις εκδηλώσεις της διαρκούς κρίσης ενός συστήματος, που ήδη από τη γέννησή του έθετε συγκεκριμένες μορφές οριοθέτησης, αλλοτρίωσης, αντικειμενοποίησης και πραγμοποίησης του ανθρώπου, μορφές που στην εποχή μας απέκτησαν ένα διαδοχικά όλο και πιο καταστροφικό και θηριώδη χαρακτήρα, φτάνοντας μέχρι την οργανωμένη μαζική εξόντωση και την γενοκτονία. Πρόκειται για μια ανταγωνιστικά διαρθρωμένη κοινωνική οργάνωση, που, αν και πέρασε από διάφορες φάσεις εξέλιξης, δεν έπαψε ποτέ να θεωρεί την ελευθερία, όπως έγραψε ο Καρλ Μάρξ στο «Εβραϊκό ζήτημα» (1843), σαν … «το δικαίωμα να κάνει κανείς οτιδήποτε δεν βλάπτει τον άλλο. Τα όρια μέσα στα οποία μπορεί κανείς να κινηθεί, δίχως να βλάψει τον άλλο, είναι καθορισμένα από το νόμο, όπως ακριβώς τα όρια δύο στρατοπέδων προσδιορίζονται από έναν πασσαλίσκο. Πρόκειται για την ελευθερία του ανθρώπου σαν απομονωμένης μονάδας, κλεισμένης στον εαυτό της….Το δικαίωμα του ανθρώπου, η ελευθερία, δεν επαφίεται στις σχέσεις του με τον άνθρωπο, αλλά μάλλον στον χωρισμό του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Είναι το δικαίωμα αυτού του χωρισμού, το δικαίωμα του ανθρώπου που αρκείται στον εαυτό του». Και παρακάτω : «Η πρακτική εφαρμογή του δικαιώματος της ελευθερίας είναι το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας»…που «είναι το δικαίωμα του εγωισμού. Αυτή η ατομική ελευθερία, με την εφαρμογή της, αποτελεί την βάση της αστικής κοινωνίας. Κάνει τον άνθρωπο να βλέπει στον άνθρωπο όχι την πραγματοποίηση, αλλά μάλλον τον περιορισμό της ελευθερίας του»(οππ).
Αυτός ο «χωρισμός» των ανθρώπων, σαν απομονωμένων μονάδων, που οριοθετούν τον ατομικό τους χώρο με τον «πασσαλίσκο», είναι η ρίζα του αποκλεισμού και του ρατσισμού, μέσα σ΄ ένα ιστορικά συγκεκριμένο κοινωνικό σύστημα, που βλέπει το «δικαίωμα της ελευθερίας» ταυτισμένο με την ατομική ιδιοκτησία (των μέσων παραγωγής). Αυτός ο θεωρητικός πυρήνας μπορεί ν΄ αποτελέσει μια πολύτιμη αφετηρία για μια προσέγγιση στο ζήτημα που μας απασχολεί.
Πρέπει να προσθέσουμε, σ΄ αυτό το σημείο, ότι οι πρακτικές, στις οποίες θ΄ αναφερθούμε, αφορούν αυτό που ο Gilles Deleuze, ακολουθώντας τον Michel Foulkault, ονόμασε “πειθαρχικές κοινωνίες”, μορφές κοινωνικής οργάνωσης που διαδέχθηκαν, το 18ο-19ο αιώνα, τις “κοινωνίες της κυριαρχίας” και που, στις μέρες μας, δίνουν τη θέση τους στις “κοινωνίες του ελέγχου”. Οι “πειθαρχικές κοινωνίες” οργάνωσαν τους μεγάλους χώρους του εγκλεισμού, όπου το άτομο δεν σταματά να περνά από τον ένα κλειστό χώρο στον άλλο, που καθένας τους είναι εφοδιασμένος με τους δικούς του κανόνες και νόμους : οικογένεια, σχολείο, στρατός, εργοστάσιο, νοσοκομείο/ψυχιατρείο, φυλακή. Σ΄ αυτή την οπτική, στο εργοστάσιο φαίνεται καλλίτερα, σύμφωνα με τον Foucault, το ιδανικό πρότυπο του χώρου του εγκλεισμού: συγκέντρωση, καταμερισμός στο χώρο, οργάνωση του χρόνου, συγκρότηση, μέσα στο χώρο και το χρόνο, μιας παραγωγικής δύναμης, της οποίας το συνολικό αποτέλεσμα πρέπει να υπερτερεί των επιμέρους δυνάμεων. Αλλά, όπως σημειώνει ο Deleuze, βρισκόμαστε, από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σε μια γενικευμένη κρίση των πειθαρχικών κοινωνιών, σε μια κρίση όλων των χώρων εγκλεισμού. Ολες οι εξαγγελίες αναμόρφωσής τους δεν είναι παρά «διαχείριση των αγωνιών τους και διατήρηση απασχολημένου του πλήθους μέχρι την εγκατάσταση των νέων δυνάμεων που κρούουν τη θύρα». Είναι οι «κοινωνίες του ελέγχου» που έρχονται ν΄ αντικαταστήσουν τις «πειθαρχικές κοινωνίες», με τις υπερταχείες μορφές ελέγχου στον ανοιχτό χώρο, που αναπληρώνουν τις παλιές πειθαρχικές λειτουργίες σ΄ ένα κλειστό σύστημα. Η κρίση του ασύλου ως χώρου εγκλεισμού έχει δώσει γέννηση στις κοινοτικές και τομεοποιημένες υπηρεσίες, σε διάφορες μορφές μερικής νοσηλείας ή νοσηλείας κατ΄ οίκον, χωρίς να είναι πάντα σίγουρο ότι, εκ προοιμίου και εξ ορισμού, αυτές οι μορφές σηματοδοτούν ένα βήμα μπροστά στην ελευθερία και δεν μπορούν, αντίθετα, κάτω από ορισμένες συνθήκες και τρόπους διαχείρισης, ν΄ αποτελέσουν μηχανισμούς ελέγχου εξίσου σκληρούς με αυτούς του εγκλεισμού. Δεν πρόκειται, φυσικά, για μιαν αυτόματη μετάβαση από τη μια μορφή στην άλλη. Προς το παρόν το σύστημα φαίνεται ότι χρησιμοποιεί, ως αλληλοσυμπληρούμενες, μεθόδους και από τις δύο ιστορικές μορφές χειραγώγησης – και πειθαρχικές μορφές εγκλεισμού και ανοιχτές μορφές κοινωνικού ελέγχου. Το ψυχιατρείο, ο εγκλεισμός και η εξορία εξακολουθούν ν΄ αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των πρακτικών της εξουσίας για χειραγώγηση της υποκειμενικότητας. Γι΄ αυτό και η αναφορά στην ιστορία της εξορίας και εγκλεισμού των ψυχικά πασχόντων στην Ελλάδα τις προηγούμενες δεκαετίες και ειδικότερα στη νήσο Λέρο, από το 1958 έως το 1982, εξακολουθεί να έχει επίκαιρη σημασία, κυρίως για την εξαγωγή συμπερασμάτων για την ουσία των ψυχιατρικών πρακτικών, που εξακολουθούν, κατά την γνώμη μας, να ασκούνται, διεθνώς, ακόμη και σήμερα, με παρόμοιες ή με διαφορετικές και πιο καμουφλαρισμένες μορφές.
Επιπλέον, η ιστορία της Λέρου και των ιδρυμάτων της είναι μια ευκαιρία να παρατηρήσει κανείς την κοινή μοίρα της εξορίας του αποκλεισμένου και έγκλειστου ψυχασθενή και του φυλακισμένου και έγκλειστου πολιτικού κρατούμενου. Οι διαφορές ανάμεσα στις δύο ομάδες είναι, βέβαια, μεγάλες και ως εκ τούτου κάθε απλοποιητική προσέγγιση εξαιρετικά επικίνδυνη. Γιατί, ενώ ο πολιτικός κρατούμενος ορθώνει μιαν ενεργητική αντίσταση και πάλη και έχει συνείδηση της θέσης και του ρόλου του στην σύγκρουση με την κατεστημένη εξουσία, που τον αποκλείει και τον καταδιώκει ( και αυτή η συνειδητοποίηση και ενεργητική αντίσταση συμβαίνει βαθμιαία με όλες τις καταπιεσμένες και αποκλεισμένες ομάδες ), ο μόνος που δεν είναι, συνήθως, σε θέση, όπως έγραψε ο Franco Basaglia («Ένα πρόβλημα της ιδρυματικής ψυχιατρικής. Ο αποκλεισμός ως έννοια κοινωνικο-ψυχιατρική»), ν΄ αντιληφθεί, λόγω της κατάστασης που βρίσκεται, σε ποιο βαθμό ευθύνεται, για τον αποκλεισμό του, η αρρώστια και σε ποιο βαθμό η περιθωριοποίηση που του επέβαλλε η κοινωνία, είναι ο ψυχασθενής. Στην αδυναμία του να μάθει μέχρι που φτάνει η αρρώστια του βρίσκεται όλο το κοινωνικό δράμα της οδύνης του ψυχικά πάσχοντα. Ο ψυχασθενής βιώνει ένα διπλό αποκλεισμό - που βρίσκεται στη βάση της ψύχωσής του - αφενός από την πραγματικότητα και αφετέρου από την κοινωνία. Η «εξέγερσή» του, στο βαθμό που συμβαίνει απέναντι στην καταθλιπτική εξουσία των διαπλεκόμενων θεσμών, εκφράζεται με την οδύνη τη «αρρώστιας», αντιμετωπίζεται, από την κρατούσα εξουσία και τον κρατούντα Λόγο, σαν αρρώστια και βιώνεται σαν ήττα και συντριβή.
Υπάρχουν, ωστόσο, μερικές διαδικασίες, ορισμένοι συμβολισμοί και συχνά η μεταχείριση, που παρουσιάζουν εκπληκτική αναλογία ή και ομοιότητα ανάμεσα στις δύο αυτές αποκλειόμενες, συχνά καταδιωκόμενες και έγκλειστες ομάδες.
Για να γίνει αυτό κατανοητό, πρέπει να δούμε τις ανθρωπολογικές και κοινωνικές ρίζες του αποκλεισμού και της εξορίας. Η διαδικασία της «εξορίας» ξεκινάει τη στιγμή που ο άνθρωπος αντικειμενοποιεί ένα κομμάτι του εαυτού του, που δεν μπορεί να ελέγξει, που το φοβάται και που το αποδίδει (προβάλλει) στον «Αλλο», τον οποίο, επίσης, αντικειμενοποιεί και εξορίζει (είναι η σχέση των ανθρώπων που περιγράφεται παραπάνω, σαν εγωιστικών μονάδων, κλεισμένων στον εαυτό τους ). Ο «Αλλος» μπορεί να είναι ένα άτομο, μία ομάδα, μια μειονότητα, μια μειοψηφία. Η διαδικασία του αποκλεισμού έχει την πηγή της στις διεργασίες που εκτυλίσσονται όταν εκδηλώνεται η αδυναμία ή η άρνηση του ανθρώπου ν΄ αναλάβει τις ευθύνες της αυθεντικής ελευθερίας του σαν κοινωνικού ανθρώπου, μέσα σ΄ ολόκληρη την ιστορική διαδρομή των ταξικών κοινωνιών και πάνω στη βάση των προσδιορισμών που ασκεί η συγκεκριμένη κάθε φορά κοινωνική διάρθρωση. Ο αποκλεισμός λαμβάνει νέες πρωτοφανείς μορφές μέσα σ΄ ένα αλλοτριωμένο και αλλοτριωτικό σύστημα κοινωνικών σχέσεων, όπως είναι το καπιταλιστικό σύστημα. Οσο περισσότερο οι αλλοτριωτικές αυτές σχέσεις κατακτούν την κοινωνία και τον κόσμο, μέσω της «παγκοσμιοποίησης» του κεφαλαίου και της αγοράς, τόσο περισσότερο εντείνονται και πολλαπλασιάζονται οι αντιφάσεις και οι κοινωνικές και υπαρξιακές συνέπειές τους, ο αποκλεισμός στις διάφορες μορφές του. Ο αποκλεισμός, δηλαδή, του εαυτού από τον εαυτό και ο αποκλεισμός του «άλλου», προσδιορίζεται, αλληλεπιδρά και αγκυροβολεί σ΄ ένα σύστημα κοινωνικών σχέσεων, που δομικά στηρίζεται στο διαχωρισμό και τον αποκλεισμό κοινωνικών ομάδων και τάξεων. Δηλαδή, ένα σύστημα που μπορεί ν΄ αναπαράγεται σαν τέτοιο μόνο στο βαθμό που αναπαράγει το διαχωρισμό, τη διάκριση, τον αποκλεισμό σε διαρκώς διευρυνόμενη κλίμακα.
Η κλασσική ψυχιατρική, που γεννήθηκε το 19ο αιώνα, παράλληλα με τις θεραπευτικές της επιδιώξεις και σε διαρκή σύγκρουση με αυτές, προσφέρθηκε ν΄ αποτελεί μηχανισμό κοινωνικής πειθάρχισης, στην υπηρεσία των κρατικών μηχανισμών που πρόκυψαν από τις αστικές επαναστάσεις στην Ευρώπη. Η ψυχιατρική που βασίζεται στο θετικιστικό ιατρικό μοντέλο για την αρρώστια, εμβολιάστηκε για την οικοδόμηση των εννοιών και των κατηγοριών της και στην άσκηση των πρακτικών της, από τις θεωρίες της εποχής, της «αρρώστιας ως εκφυλισμού» καθώς και του «κοινωνικού δαρβινισμού», που έπαιξαν κεντρικό ρόλο στην θεώρησή της για τον ψυχικά πάσχοντα ως μιας κατώτερης, επικίνδυνης και εκφυλισμένης εκδοχής της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτές οι θεωρίες, αναγεννημένες και στηριζόμενες σε μια μονόπλευρη και αναγωγιστική εκδοχή της σύγχρονης βιολογικής και γονιδιακής έρευνας, εξακολουθούν να μπολιάζουν την ψυχιατρική και στην σημερινή νεοθετικιστική της εκδοχή, ανανεώνοντας την χρησιμότητά τους στην άσκηση της κοινωνικής πειθάρχισης και ελέγχου : με τον εγκλεισμό αυτών που καταστρέφονται και απορρίπτονται από τον παραγωγικό κύκλο, με τις θεωρίες του «ανίατου» και την θεραπευτική εγκατάλειψη, με την υπεράσπιση του Νόμου και της Τάξης, της κατεστημένης Κανονικότητας και του κυριαρχούντος Λόγου, όπως αυτός ορίζεται και επιβάλλεται από τις κυρίαρχες κοινωνικές τάξεις. Υπάρχει μια λεπτή κλωστή, λοιπόν, που, ξεκινώντας από τις κοινωνικές και ανθρωπολογικές ρίζες του αποκλεισμού του «Αλλου» και με την μεσολάβηση των θεωριών του οργανικού εκφυλισμού και της συνεπαγόμενης κατωτερότητας και των διαχωριστικών πρακτικών, καταλήγει σε πρακτικές που κυμαίνονται από τον εγκλεισμό στην θεραπευτική και κοινωνική εγκατάλειψη και από τις πρακτικές της πειθάρχισης και της συμμόρφωσης, στη στείρωση, στην ευθανασία και στην μαζική εξόντωση των ναζιστικών στρατοπέδων.
Η επικρατούσα βιολογική ψυχιατρική, αλλά και κάθε προσέγγιση, ψυχολογική ή άλλη, που βασίζεται σε μιαν αντίληψη της ψυχικής αρρώστιας σαν οντότητας απομονωμένης από την ύπαρξη του ανθρώπου και την κοινωνία, δεν μπορεί ν΄ αποφύγει να διεκπεραιώνει ένα, ακόμα, διπλό αποκλεισμό : από τη μια αποκλείει τον ψυχικά πάσχοντα από οποιαδήποτε δυνατότητα κατανοησιμότητας της τρυκιμισμένης ύπαρξής του και των βιωμάτων του, με την αναγωγή της οδύνης του σε συμπτώματα, που αντιστοιχούν σε «οντοποιημένες» ομαδοποιήσεις συμπτωμάτων, βάσει των κριτηρίων των ταξινομικών συστημάτων. Από την άλλη, επικυρώνει την απομάκρυνσή του από την κοινωνία.
Με τις διωκτικές αρχές του κράτους, που καταδιώκουν τον πολιτικά μαχόμενο, η ψυχιατρική αυτή μοιράζεται : την ανάλογη επιδίωξη της κοινωνικής προστασίας και της διατήρησης του νόμου και της τάξης από κάθε επιβουλή, παρέκκλιση, μη κανονική ή αντικανονική συμπεριφορά, κίνδυνο στην ατομική ιδιοκτησία, προσβολή στα ήθη, ανατρεπτική προβολή της διαφορετικότητας – είτε σαν ατομικής εκκεντρικής συμπεριφοράς, είτε σαν προβολή ενός εναλλακτικού και οργανωμένου μοντέλου αναδιοργάνωσης της κοινωνίας κλπ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην δεκαετία του 50 και του 60, στην Ελλάδα, οι αριστεροί και οι κομμουνιστές ονομάζονταν από το τότε επίσημο κράτος «μιάσματα», δηλαδή άνθρωποι και ιδέες που μολύνουν, επικίνδυνες, που έπρεπε ν΄ αποκλειστούν από τον κοινωνικό ιστό και το κράτος και να παραμείνουν στα μετεμφυλιοπολεμικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και τόπους εξορίας. Οι χαρακτηρισμοί αυτοί κάνουν επίκληση σ΄ όλους τους πρωτόγονους φόβους, δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις σχετικά με το «άλλο» σαν «ξένο», αλλότριο, επικίνδυνο και δαιμονικό.
Ηταν η περίοδος μετά τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα (1944-1949), που αποτέλεσε συνέχεια του επαναστατικού αγώνα της αντίστασης κατά της φασιστικής και ναζιστικής κατοχής. Σ΄ αυτό τον εμφύλιο πόλεμο, το κομμουνιστικό κίνημα οδηγήθηκε στην ήττα που είχε σαν συνέπεια την επιβολή της θηριώδους διακυβέρνησης των νικητών.
Χιλιάδες αντάρτες κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και βασανίστηκαν μέχρι θανάτου. Σε άλλους επιβλήθηκε μια σκληρή πολιτική ταπείνωσης και ηθικής και πολιτικής εξόντωσης, μέσα από τον εγκλεισμό, της «εθνικής αποκατάστασης» της προσωπικότητάς τους και των πεποιθήσεών τους, με βάση τις αξίες της πατρίδας, της οικογένειας, της θρησκείας και της ατομικής ιδιοκτησίας. Στο ξερονήσι της Μακρονήσου επιτελέστηκε, από το 1947 και για πολλά χρόνια, ένα μοναδικό στα χρονικά πείραμα «εθνικής μεταμόρφωσης», μέσω εκτελέσεων και πρωτοφανών βασανιστηρίων, ατομικών και ομαδικών, σωματικών και ψυχολογικών, με στόχο την μεταμέλεια, την υπογραφή δήλωσης αποκήρυξης των κομμουνιστικών ιδεών και εν συνεχεία την μετατροπή του «μεταμεληθέντος» σε όργανο επιβολής βασανιστηρίων και καταπίεσης στους πρώην συντρόφους του, που δεν είχαν ακόμη υποκύψει. Η πραγματική «εθνική αναμόρφωση» του εγκλείστου δεν αρκούνταν σε ένα από τα παραπάνω. Τα απαιτούσε όλα.
Η Λέρος, τότε, είχε μόλις (1947) ενωθεί με την Ελλάδα, στα πλαίσια της ενσωμάτωσης της Δωδεκανήσου, μετά από 50, περίπου, χρόνια ιταλικής κατοχής. Για πολλά χρόνια πριν το 1947, η Λέρος είχε χρησιμοποιηθεί από το φασιστικό ιταλικό καθεστώς σαν μια μεγάλη ναυτική βάση (λόγω των σημαντικών φυσικών λιμανιών που διαθέτει), όπου διατηρούνταν μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις (πάνω από 7000 στρατός). Ο στρατός αυτός κατοχής και οι ανάγκες του έδωσαν μεγάλη ώθηση σε μιαν οικονομία εξαρτημένη από τις δραστηριότητες και την ζωή των καταχτητών στο νησί ( κυρίως εμπορικές δραστηριότητες και οικοδομικές εργασίες).
Το 1949, σε τμήμα των εγκαταλελειμμένων ιταλικών στρατώνων, ιδρύονται οι λεγόμενες «βασιλικές τεχνικές σχολές», που ήταν κέντρο εθνικής διαπαιδαγώγησης νεαρών ανταρτών και παιδιών που, για ποικίλους λόγους, βρέθηκαν, μέσα στον εμφύλιο πόλεμο, χωρίς οικογένεια.
Εκτός από την εκμάθηση κάποιας τέχνης για μελλοντική επαγγελματική απασχόληση, γινόταν κυρίως προσπάθεια ιδεολογικής και πολιτικής προσαρμογής στο όνομα του τότε επίσημου δόγματος, που ήταν ο αντικομμουνισμός. Περίπου 5000 νέοι πέρασαν από τις σχολές αυτές της Λέρου, ζώντας σε συνθήκες στρατοπεδικές, ενώ 200 περίπου άτομα από τον ντόπιο πληθυσμό εργάζονταν σαν εκπαιδευτές στις διάφορες τέχνες και για τη συντήρηση των σχολών. Η λειτουργία τους κράτησε, με φθίνουσα πορεία, μέχρι το 1960 – λέγεται ότι ανάμεσα στους ανταρτόπαιδες είχαν μεταφερθεί και μερικοί ποινικοί κρατούμενοι για «ειδική μεταχείριση».
Καθώς η οικονομία του νησιού είχε μπει σε κρίση μετά την Ενωση με την Ελλάδα και καθώς σε όλη τη χώρα υπήρχε οικονομική δυσπραγία και έλειψη επενδύσεων, έγινε προσπάθεια από πολιτικούς που εκλέγονταν βουλευτές στην περιφέρεια της Δωδεκανήσου (κυρίως ο Π. Κωτιάδης, υπουργός, τότε, Εμπορικής Ναυτιλίας στην κυβέρνηση της ΕΡΕ) να αδραχτεί η ευκαιρία, που πρόκυπτε εκείνη την περίοδο από την ανάγκη του ψυχιατρικού συστήματος (υπουργός Υγείας ο Κ. Ψαρέας) να αποσυμφορήσει τα υπάρχοντα ψυχιατρεία. Το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου και του εμφυλίου πολέμου που τον ακολούθησε στην Ελλάδα, βρήκε τα ψυχιατρεία μ΄ ένα εξαιρετικά πλεονάζοντα αριθμό εγκλείστων (Δαφνί, Δρομοκαϊτειο, ψυχιατρείο Θεσσαλονίκης, κλπ), όπου συνωστίζονταν 3-4 έγκλειστοι πάνω σ΄ ένα κρεβάτι σε ορισμένες περιπτώσεις. Στην πραγματικότητα, η αθλιότητα του ασύλου της Λέρου, που δημιούργησαν, δεν ήταν παρά εξαγωγή της αθλιότητας που υπήρχε σε όλα τα υπόλοιπα ψυχιατρεία.
Όπως γινόταν με τους πολιτικούς κρατούμενους, που φυλακίζονταν σε διάφορα νησιά, είχε ήδη αρχίσει η πρακτική δημιουργίας μικρών αποικιών, όπως ονομάζονταν, ψυχασθενών, που χρησίμευαν για αποσυμφόρηση των υπαρχόντων ψυχιατρείων. Γενικώς, την περίοδο αυτή παρατηρείται μια αυξημένη τάση για ένα τύπο «μεταγωγικής» ( μέσω μεταφορών από το ένα μέρος στο άλλο) διευθέτησης των αδιέξοδων και των αθλιοτήτων της ελληνικής ιδρυματικής ψυχιατρικής. Το 1953 ιδρύεται μια αποικία ψυχοπαθών στον Αγιο Γεώργιο στο Πέραμα της Αττικής, για την αποσυμφόρηση του ψυχιατρείου στο Δαφνί. Την ίδια περίοδο ιδρύεται το Δημόσιο Παιδιατρικό Νευροψυχιατρικό Νοσοκομείο Νταού Πεντέλης (ΔΠΝΝ) και το 1963 το ΠΙΚΠΑ (ΚΕΠΕΠ, τότε) Λέρου, για την αποσυμφόριση του ΔΠΝΝ. Το 1972 ιδρύεται ως αποικία ψυχοπαθών, το νοσοκομείο Πέτρας Ολύμπου για την αποσυμφόρηση του ψυχιατρείου Θεσσαλονίκης. Το 1958 κλείνει η προαναφερθείσα αποικία του Αγίου Γεωργίου και όλοι οι έγκλειστοι μεταφέρονται στην νεοϊδρυθείσα «αποικία της Λέρου». Την ίδια χρονιά κλείνουν μερικά μικρά περιφερειακά άσυλα, όπως το Βέγειο ψυχιατρείο της Κεφαλονιάς, το Σκυλίτσειο Χίου και το άσυλο της Ερμούπολης Σύρου. Οι τρόφιμοί τους πρέπει να μεταφέρθηκαν στην Λέρο.
Μπροστά στο πρόβλημα της αθλιότητας της ιδρυματικής ψυχιατρικής στην Ελλάδα μεταπολεμικά, η απάντηση κρατούσας ψυχιατρικής και Κράτους φαίνεται ότι ανάγεται σε μια διοικητική διευθέτηση, ύστερα από διαχωρισμό της μάζας των τροφίμων βάσει κριτηρίων (βλέπε παρακάτω) και απομάκρυνση αυτών που δεν τα πληρούν, με απλή μεταγωγή σε νέο πιο απομονωμένο τόπο εγκλεισμού. Αυτή η κρατική, διοικητική διευθέτηση αρέσκεται να πιστεύει ότι αντιγράφει την παράδοση των αγροτικών αποικιών στη Γερμανία (Η. Simon), ενώ πιο άμεση για την δημιουργία του ψυχιατρείου της Λέρου, φαίνεται ότι ήταν η επιρροή του Ελβετού ψυχιάτρου Repond, που διηύθυνε ο ίδιος μιαν αγροτική αποικία. Η επίκληση της δημιουργίας αγροτικής αποικίας (ανεξάρτητα από την ορθότητά της ακόμα και αν παρθεί “τοις μετρητοίς”) δεν ήταν παρά το “φύλλο συκής” της πιο γιγάντιας μεταφοράς, στην πιο ακραία εξορία, πάνω από 4000 ψυχικά πασχόντων και ατόμων με διανοητική καθυστέρηση, από όλα τα ψυχιατρεία της χώρας, με βασικά κριτήρια το “ανίατο” και την έλειψη επισκεπτηρίου για δύο αρχικά και για ένο χρόνο στην συνέχεια της επιχείρησης.
Η ίδρυση της Αποικίας Ψυχοπαθών στην Λέρο ήταν μια φτηνή λύση για το κράτος και τους ψυχιατρικούς του συμβούλους γιατί είχαν στην διάθεσή τους τους εγκαταλελειμμένους ιταλικούς στρατώνες, άσχετα αν οι εγκαταστάσεις ήταν ακατάλληλες ακόμα και για ζώα. Δεν χρειάστηκαν παρά οι υπογραφές των υπεύθυνων ψυχιάτρων-θεραπόντων στα διάφορα ψυχιατρεία της χώρας και το στρίμωγμα εκατοντάδων, κάθε φορά, ανίδεων εγκλείστων, μέσα σε αρματαγωγά του πολεμικού ναυτικού, με ένα αριθμό πάνω στο στήθος - που ανταποκρινόταν σ΄ ένα όνομα πάνω σ΄ ένα χαρτί – και το ξεφόρτωμα σε μια Λέρο, που στην αρχή είχε ετοιμάσει υποδοχή, αλλά εξακολουθούσε να είναι αμήχανη και ανίδεη για τι το επρόκειτο ν΄ ακολουθήσει, όσον αφορά την εξάρτηση του νησιού από το ίδρυμα, που έμελλε να πάρει γιγαντιαίες διαστάσεις. Γιατί εκτός από μια φτηνή λύση για τις ανάγκες των πειθαρχικών πρακτικών του κράτους, ήταν και μια εύκολη απάντηση στο ζήτημα της απασχόλησης των κατοίκων.
Μερικοί από τους καρφιτσωμένους αριθμούς στο στήθος των μεταφερομένων χάθηκαν στο δρόμο και μέχρι σήμερα μερικοί στο ψυχιατρείο της Λέρου δεν έχουν όνομα. Είναι η πορεία από τον αρχικό αποκλεισμό του ψυχικά πάσχοντα και την αντικειμενοποίησή του σε μιαν αφηρημένη αρρώστια, αποκομμένη από την κοινωνική του ύπαρξη, που διαμέσου της ιδρυματικής εκμηδένισης και απανθρωποποίησής του καταλήγει στον ουσιαστικό ψυχικό, υπαρξιακό και κοινωνικό του θάνατο, μέσα σε μια ζωώδη κατάσταση και μεταχείριση. Εχοντας την ευκαιρία να δουλεύουμε όλα αυτά τα χρόνια για το μετασχηματισμό του ψυχιατρείου (αρχικά μέσα από την υλοποίηση των συγχρηματοδοτούμενων από την ΕΕ προγραμμάτων μεταρρύθμισης του ψυχιατρείου) ήταν εκπληκτικό να διαπιστώνουμε, μέρα με τη μέρα, την προσωπική δύναμη και αντίσταση και τα ανθρώπινα αποθέματα, που κράτησε ο καθένας από τους εγκλείστους βαθειά μέσα του, παρ΄ όλη την ιδρυματική βία που υπέστη και που έγινε δυνατό να εκφραστούν, όταν τους δόθηκε η ευκαιρία και η ελευθερία.
Δεν υπάρχει, ίσως, πιο απλός και καθαρός χαρακτηρισμός για το τι ήταν στο βάθος η επιχείρηση μεταφοράς χιλιάδων ασθενών στη Λέρο, από την δήλωση, πριν από χρόνια, ψυχιάτρου, που εργαζόταν στο ψυχιατρείο : “ Εμείς τους αγαπήσαμε και τους περιθάλψαμε τους ασθενείς. Επί Χίτλερ θα τους είχαν κάνει σαπούνι…”. Ηταν, πράγματι, αυτή η μαζική εξορία αντίστοιχη με την αντιμετώπιση αυτών που αποκλήθηκαν “ζωές ανάξιες να ζουν” και οδηγήθηκαν στα χιτλερικά στρατόπεδα και στη μαζική εξόντωση στους θαλάμους των αερίων.
Η δικτατορία των συνταγματαρχών, το 1967, είναι μια απεγνωσμένη προσπάθεια για την διατήρηση και ισχυροποίηση του μετεμφυλιοπολεμικού κράτους, απέναντι σ΄ ένα λαϊκό κίνημα που είχε, από τα μέσα της δεκαετίας του 60, αρχίσει να ξεπερνάει τις συνέπειες της ήττας Εκφράζει την βαθειά κρίση αυτού του κράτους, αποτελεί σ΄ όλη τη διάρκειά της, παρά τον τυραννικό της χαρακτήρα, ένα καθεστώς κρίσης, κι΄ αυτό φαίνεται με την κατάρρευσή της, το 1974, που συνοδεύεται με την κατεδάφιση του μετεμφυλιοπολεμικού κράτους και την κατάκτηση σημαντικών, αν και επισφαλών, δημοκρατικών ελευθεριών.
Στην διάρκεια της δικτατορίας, από τον Απρίλιο του 1967 έως τον Ιούλιο του 1974, η Λέρος, μετά την Γυάρο, γίνεται ξανά ένας τόπος στρατοπέδων συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων, αντίπαλων της δικτατορίας, κυρίως αριστερών. Περίπου 4000 πολιτικοί κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στην Λέρο (κυρίως από την Γυάρο) από τον Σεπτέμβριο του 1967. Εζησαν εκεί για τέσερα περίπου χρόνια, μέχρι το 1971, μέσα σε δύο στρατόπεδα, στο Λακκί και στο Παρθένι. Το στρατόπεδο του Λακκίου στεγάστηκε σε δύο μεγάλα μισογκρεμισμένα κτίρια, στην περιοχή του Αγίου Γεωργίου Λεπίδων, όπου παλιά είχαν λειτουργήσει οι βασιλικές τεχνικές σχολές. Σ΄ ένα από αυτά τα κτίρια στεγάστηκε, αργότερα, το 1985, το περίπτερο 16 του ψυχιατρείου, το γνωστό σαν το περίπτερο των “γυμνών”, που αποτέλεσε και την πέτρα του σκανδάλου, που ξέσπασε και δημιούργησε την αντίστροφη μέτρηση για την δημιουργία των συνθηκών για την παρέμβαση για την ριζική αλλαγή που ακολούθησε μετά το 1990.
Αυτή τη φορά, πολιτικοί κρατούμενοι και έγκλειστοι ψυχασθενείς κατοικούν σε γειτονικούς χώρους στα Λέπιδα (παραπλεύρως στο Λακκί). Τους χωρίζει ένα συρματόπλεγμα. Πίσω από κάθε πλευρά του, οι δύο ομάδες ασφυκτιούν φυλακισμένες.
Υπάρχει μια μικρή, αλλά χαρακτηριστική αναφορά στο αφήγημα ενός πολιτικού κρατούμενου στο στρατόπεδο Λακκίου ( από τις σπάνιες, δυστυχώς, που υπάρχουν σε παρόμοια αφηγήματα πολιτικών εξορίστων για την “κοινή εξορία”), που εκφράζει τις εντυπώσεις από τη γειτονία:
“…Στη συνέχεια πετύχαμε πρωινό μπάνιο στη θάλασσα, υπό φρούρηση χωροφυλάκων, ολόγυρα με πολυβόλα και αυτόματα. Το μπάνιο γινόταν κοντά στο “κέντρο ανιάτων ψυχοπαθών Λέρου”. Τα κτίρια των τραγικών αυτών ανθρώπων, οι οποίοι ανέχονταν στους χίλιους, ήταν περιφραγμένα με γερά συρματοπλέγματα. Σαν περνούσαμε από δίπλα τους με συνοδεία, τρέχαν μερικοί στο σύρμα και ζητούσαν τσιγάρα.. Αλλοι πάλι έβριζαν τους χωροφύλακες. Ορισμένοι εξόριστοι αναγνώρισαν συμπατριώτες τους, παλιούς πολιτικούς κρατούμενους, οι οποίοι στο παρελθόν βασανίστηκαν και τρελάθηκαν. Μήπως και τώρα δεν μας απειλούν τα πορωμένα όργανα της χούντας ότι θα έχουμε την ίδια τύχη με τους διπλανούς; ( εννοώντας τους δυστυχισμένους ψυχοπαθείς)”.(Κώστας Παπανικολάου «Με τις λόγχες στα πλευρά»)
Πράγματι, οι περισσότεροι από τους εγκλείστους ψυχοπαθείς στην Λέρο είχαν αρρωστήσει για πρώτη φορά την δεκαετία του 40, μια δεκαετία που ξεκίνησε με τον ελληνοιταλικό πόλεμο στην Αλβανία, συνεχίστηκε με την γερμανική κατοχή και τέλειωσε με τον εμφύλιο πόλεμο, που ακολουθήθηκε με εκτελέσεις, δολοφονίες, στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ένα άλλο σημαντικό κεφάλαιο, που αποτελεί παρενέργεια των επιλογών της κεντρικής εξουσίας για χρήση της Λέρου σαν τόπο εξορίας και ιδρυμάτων, είναι η ανάπτυξη της “ιδρυματικής οικονομίας.” Τα οικονομικά συμφέροντα που δημιουργούνται, πρώτα μέσα από την ανάληψη των προμηθειών του ψυχιατρείου και εν συνεχεία της τροφοδοσίας του στρατοπέδου των πολιτικών κρατουμένων για τέσσερα χρόνια, οδήγησαν στην δημιουργία μιας τέτοιας κατάστασης, που έκανε ικανούς ορισμένους κύκλους μεγάλων συμφερόντων του νησιού να διαμαρτυρηθούν, όταν η στρατιωτική δικτατορία έδωσε μερική αμνηστεία το 1971 και διέλυσε το στρατόπεδο της Λέρου ( απελευθερώνοντας ορισμένους, δίνοντας σε άλλους το καθεστώς της ελεύθερης διαμονής στο νησί υπό περιορισμό, όμως, σ΄ αυτό, και μεταφέροντας άλλους σε άλλα στρατόπεδα ). Οι κύκλοι αυτοί ζήτησαν επίσημα να μείνουν οι πολιτικοί κρατούμενοι στη Λέρο…
Η εξάρτηση της οικονομίας του νησιού από τα ιδρύματα – και σήμερα από το ψυχιατρείο – είχε σημαντικές συνέπειες όχι μόνο στην κοινωνικοοικονομική ζωή και την απασχόληση στο νησί, αλλά και στην διαμόρφωση της κουλτούρας και της ταυτότητας των κατοίκων. Δεκαετίες απασχόλησης στην υπηρεσία των “ιδρυμάτων της βίας”, δεν ήταν δυνατόν να μην επηρεάσουν βαθειά την νοοτροπία και τις προσδοκίες των κατοίκων. Είναι οι σύνθετες διαδικασίες του κοινωνικού αποκλεισμού στο επίπεδο όλης της ελληνικής κοινωνίας, ένας ορισμένος τρόπος άσκησης της ψυχιατρικής ( το παράδειγμα της θετικιστικής, ταξινομητικής ψυχιατρικής) και ένας τρόπος άσκησης της πολιτικής εξουσίας, που τα αποτελέσματά τους φορτώθηκαν πάνω στη νησιώτικη τοπική κοινωνία. Οι πολύπλευρες δυνατότητες και παραδόσεις ενός όμορφου νησιού ακρωτηριάστηκαν για πολλές δεκαετίες.
Από το 1989 μέχρι το 1995 έγιναν σοβαρές παρεμβάσεις και υλοποιήθηκαν στο ψυχιατρείο της Λέρου προγράμματα χρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Ενωση, που άλλαξαν ριζικά την κατάσταση και την ζωή των εγκλείστων. Πάνω από εκατό “ασθενείς” ζουν τώρα σε κανονικά διαμερίσματα μέσα στην κοινότητα της Λέρου και πολλοί άλλοι σε ξενώνες και διαμερίσματα σε διάφορες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας. Το περίπτερο των “γυμνών”, το γνωστό “16”, έχει κλείσει από το 1994 και πολλοί από αυτούς ζουν τώρα σε εξωνοσοκομειακά διαμερίσματα. Το 1996 έκλεισε το περίπτερο 11, το μεγαλύτερο απ΄ όλα, ύστερα από μια βαθμιαία διαδικασία που κράτησε έξη χρόνια. Ολοι οι τρόφιμοι του 11ου ζουν τώρα σε εξωνοσοκομειακά διαμερίσματα ή μικρές ενδονοσοκομειακές κατοικίες. Συνολικά, σε όλο το ΚΘΛ, εκτός από τα εξωνοσοκομειακά διαμερίσματα, η μεγάλη πλειονότητα των ασθενών ζει τώρα σε μικρές δομές- κατοικίες στο χώρο ιδιοκτησίας του ψυχιατρείου. Η έννοια και η πρακτική των δικαιωμάτων των ασθενών ή πρώην ασθενών, ως πολιτών, ήρθε για πρώτη φορά στο προσκήνιο. Βέβαια και ο επανενταγμένος ένοικος του ομαδικού διαμερίσματος παραμένει ένας φτωχός πολίτης, που δεν έχει ακόμα κατοχυρωμένα όλα τα δικαιώματα του πολίτη, για τον οποίο γίνεται προσπάθεια να ενσωματωθεί πραγματικά μέσα στην σημερινή κοινωνία – μια κοινωνία που, όσο και αν έχει αλλάξει, παραμένει η ίδια και μάλλον έχει επιδεινωθεί, στις βασικές της παραμέτρους: τις ταξικές, ανταγωνιστικές σχέσεις, τις ρατσιστικές διακρίσεις, τις αέναες διαδικασίες του κοινωνικού αποκλεισμού ολοένα και περισσότερων ομάδων, τη φτώχια και την ανεργία. Η μεταρρύθμιση κινδυνεύει να μετατραπεί σε απλή εικόνα, πίσω από την οποία δίνεται η δυνατότητα ν΄ αναπαράγονται οι παλιές πρακτικές και με τις νέες δομές να μη μπορούν να ξεπεράσουν την λειτουργία τους σαν εξαρτημάτων του ιδρυματικού μηχανισμού, χωρίς ουσιαστική αυτονομία, αποκέντρωση, προσωπικές παροχές και αξιοπρεπές εισόδημα στους ενοίκους για να ξεπεράσουν την κατάσταση (status) του “τρόφιμου μέσα στην κοινότητα”.
Είναι σίγουρο, παρ΄ όλα αυτά, ότι η ζωή των ανθρώπων έχει αλλάξει. Δεν είναι, όμως, εξίσου, σίγουρο, ότι το έγκλημα που διαπράχτηκε τα προηγούμενα χρόνια κατά χιλιάδων ανθρώπων, έχει πραγματικά κατανοηθεί και ότι έχουν βγει τα αναγκαία μαθήματα. Ιδιαίτερα όσον αφορά την ψυχιατρική: το επικρατούν επιστημολογικό της παράδειγμα και τη συμμετοχή της σε πρακτικές πειθάρχισης και κοινωνικού ελέγχου. Πάνω απ΄όλα, οι ίδιοι οι έγκλειστοι δεν είναι πρόθυμοι να ξεχάσουν. Αντίθετα, η επαφή τους με την κοινωνία, με το δίκτυο των κοινωνικών συναλλαγών, δραστηριοποιεί τη μνήμη. Τους κάνει να θυμούνται. Να θυμούνται και να νοσταλγούν. Να νοσταλγούν και να επιθυμούν. Να επιθυμούν και να είναι ανικανοποίητοι.
Πολλοί αισθάνονται ότι και στο διαμέρισμα είναι εξόριστοι. Θυμούνται το σπίτι τους, θυμούνται τη ζωή που έχασαν. Η έξοδος από το ψυχιατρείο δεν δραστηριοποιεί απλώς τη μνήμη, αλλά, συχνά, μιαν οδυνηρή μνήμη. Από τον εγκλεισμό και τον ψυχικό και υπαρξιακό θάνατο, από την έλλειψη κάθε ελπίδας, στην ελευθερία, την αναγέννηση της ελπίδας, στη νοσταλγία, στην επιθυμία, στη βίωση των αφόρητων κοινωνικών αντιφάσεων (που για δεκαετίες είχαν “λυθεί” με την ισοπεδωτική δράση της ταφόπετρας του ασύλου). Το αίσθημα του “εξόριστου”, αυτού που ζει “ελεύθερος” πάνω σ΄ ένα νησί, από το οποίο επιθυμεί, αλλά δεν μπορεί να φύγει, κυρίως γιατί δεν έχει που να πάει, αυτό το αίσθημα του “ξεριζωμένου”, θέτει υπό αμφισβήτηση την ίδια την νεοαποχτημένη ελευθερία. Ανάλογη είναι η εξορία αυτού που φυτοζωεί στα κράσπεδα του οργανωμένου κοινωνικού ιστού. Που και πότε τελειώνει η εξορία; Η “φυλακή” που βιώνει κανείς μέσα στην κοινωνία μπορεί, μερικές φορές, να είναι πιο οδυνηρή και πιο ασφυκτική. Ωστόσο, ο βαθμός συνειδητοποίησης των κοινωνικών αντιφάσεων και της θέσης του καθενός μέσα σ΄ αυτές είναι, έστω και με ένα οδυνηρό τρόπο, πιο υψηλός.
Το ζήτημα που θέτουν, εξ αντικειμένου, οι έγκλειστοι και οι πρώην έγκλειστοι της Λέρου (πρώην έγκλειστοι κάθε είδους) είναι πώς ξεπερνιέται η εξορία. Πως αναλαμβάνει κανείς τις ευθύνες του και την ελευθερία του, σαν υποκείμενο, ατομικό και συλλογικό, στην διαδικασία ενός κοινωνικού μετασχηματισμού, που δεν θα έχει, πλέον, ανάγκη από στρατόπεδα “κοινωνικών αποβλήτων”. Πώς οικοδομούνται οι όροι για μια μετάβαση πέρα από την κοινωνική οργάνωση και αντίληψη που βλέπει την ελευθερία του ενός να τελειώνει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου και να πραγματώνεται εγωϊστικά, εις βάρος της ελευθερίας του άλλου (απαιτώντας, για την κοινωνική συμβίωση, τον διαχωριστικό “πασσαλίσκο” – πάντα τοποθετημένο όπου συμφέρει τους ισχυρούς), Τι χρειάζεται να γίνει για το πέρασμα σε κοινωνικούς όρους όπου, αντίθετα, η πραγμάτωση της ελευθερία του καθενός θα αποτελεί προϋπόθεση της πραγμάτωσης της ελευθερίας καθενός άλλου. Κατά την γνώμη μας, μόνο μια τέτοια δομή του Κοινωνικού Είναι, που του επιτρέπει να έχει αυτή την αντίληψη σαν κανονιστική του αρχή, μπορεί ν΄ ακυρώσει και να ξεπεράσει τις διαδικασίες του αποκλεισμού και της εξορίας.
Αναφορές
1. Κ. Μαρξ : «Το εβραϊκό ζήτημα», εκδ. Progress Publishers, Μόσχα, 1975.
2. Franco Basaglia : «Ενα πρόβλημα της ιδρυματικής ψυχιατρικής. Ο αποκλεισμός ως έννοια κοινωνικο-ψυχιατρική».Scritti, vol. I.
3. Αννα Εμμανουηλίδου : «Το ψυχιατρείο της Λέρου. Οι εργαζόμενοι στη διαδικασία του μετασχηματισμού». Θεσσαλονίκη 1995.
4. Θ. Μεγαλοοικονόμου : « Η Λέρος ως ζωντανή αμφισβήτηση της κλασσικής ψυχιατρικής». Τετράδια Ψυχιατρικής, Νο 28-29.
5. Κώστας Παπανικολάου : « Με τα λόγχες στα πλευρά. Γυάρος-Λέρος 1967-71. Εκδ. σύγχρονη εποχή, 1980.
6. Μαρία Μητροσύλλη : «Νομική και Κοινωνική θέση των ασθενών στο ΚΘ Λέρου». Ερευνα που χρηματοδοτήθηκε από τη ΕΕ, 1995.
7. Κώστας Μπαϊρακτάρης : «Ψυχική υγεία και Κοινωνική Παρέμβαση». Εναλλακτικές εκδόσεις, 1994.
8. G. Deleuse : «Η κοινωνία του ελέγχου». Εκδ. Ελευθεριακή Κουλτούρα.
1996
Θ. Μεγαλοοικονόμου