Μια «ιερή συμμαχία» για τον  κοινωνικό έλεγχο

(΄Η, ο σεβασμός και η κατοχύρωση των δικαιωμάτων ως αναπόσπαστο στοιχείο μιας Ψυχιατρικής που θέλει να λέγεται «θεραπευτική»)


Σκοπός του παρόντος είναι η ανάδειξη μιας σειράς από ζητήματα που αφορούν στο περιεχόμενο και στην εφαρμογή των νόμων που ρυθμίζουν (ή σχετίζονται με) τη λειτουργία της Ψυχιατρικής (όπως αυτά προκύπτουν στην καθημερινή λειτουργία των υπηρεσιών ψυχικής υγείας), καθώς και η διαπραγμάτευση ορισμένων προβληματισμών και προτάσεων για την αλλαγή, ή την εφαρμογή, αυτών των νόμων. Αυτοί οι προβληματισμοί και οι προτάσεις, στο μεγαλύτερό τους μέρος και με τη μια ή την άλλη μορφή, έχουν διατυπωθεί από πολλούς στο παρελθόν. Η αναπαραγωγή, ωστόσο, των συνθηκών που (πίσω από την πρόσοψη εικόνων «βελτίωσης») διαιωνίζουν, στο χώρο της ψυχικής υγείας, την απανθρωποποίηση και την αντιθεραπευτικότητα πρακτικών και διαδικασιών, θέτει επιτακτικά το αίτημα για το άνοιγμα μιας ουσιαστικής συζήτησης γύρο απ΄ αυτά τα ζητήματα. Μιας συζήτησης που δεν θα έχει ακαδημαϊκό χαρακτήρα, που δεν θα είναι ξεκομμένη από τη μίζερη, καθημερινή πραγματικότητα των υπηρεσιών, αλλά θ΄ αποτελεί στιγμή μιας διαδικασίας διεκδίκησης για όρους λειτουργίας που σέβονται ανάγκες και δικαιώματα (των ψυχικά πασχόντων), επαγγελματική αξιοπρέπεια και θεραπευτικό ρόλο (των λειτουργών).

Γιατί η σχέση της Ψυχιατρικής με το Δίκαιο δεν έχει το χαρακτήρα μιας εξωτερικής, απλώς, ρύθμισης, αλλά συγκροτείται ως συστατικό της στοιχείο – ένα στοιχείο που εκφράζει τη δομικού χαρακτήρα αντίφαση που τη διατρέχει και τη συνιστά.

«Θεραπευτική δραστηριότητα», από τη μια, «διασφάλιση της Δημόσιας Τάξης», από την άλλη : από τα πρώτα βήματα της συγκρότησής, η Ψυχιατρική, παρά τις μεγάλες αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών στις  επιστημολογικές, θεραπευτικές και θεσμικές της παραμέτρους και παρά την αμφισβήτηση που ορισμένα ρεύματά της (με ριζοσπαστικό προσανατολισμό ή με φιλοδοξίες «αμιγούς» θεραπευτικής λειτουργίας) έχουν εγείρει προς αυτή την ιστορικά εγκαθιδρυμένη ταυτότητά της, δεν έπαψε ποτέ να είναι φορέας μιας κοινωνικής «ανάθεσης» στο εσωτερικό του κοινωνικού συστήματος, του οποίου αποτελεί έκφραση – για τον έλεγχο της «κοινωνικής αταξίας», που αντιπροσωπεύει η τρέλα και γενικότερα, ο ψυχικός πόνος που εγγράφεται, μορφοποιείται, παράγεται, εκδηλώνεται μέσα στο δοσμένο σύστημα κοινωνικών σχέσεων.

Γνωρίζουμε ότι στη δημόσια (και την ιδρυματική, εν γένει) άσκηση της Ψυχιατρικής, η σχέση της θεραπευτικής ομάδας με τον εισαγγελέα είναι (δυστυχώς) πιο «στενή» και πιο συχνή απ΄ ό, τι, πχ, με το Γραφείο Προμηθειών ή με την Τεχνική Υπηρεσία. Αυτή η σχέση (ακούσιες νοσηλείες κλπ) διαπερνά, συνειδητά ή ασυνείδητα, το ίδιο το κλινικό/θεραπευτικό σκεπτικό των θεραπευτών, πολύ περισσότερο απ΄ ό, τι οι ανεπάρκειες των διοικητικού μηχανισμού (που, επίσης, έχουν πολύ σοβαρές επιπτώσεις στη θεραπευτική πρακτική).

Ενα τοπίο θολό, γεμάτο ασάφειες και αδιέξοδα : το σύγχρονο τοπίο της Ψυχικής Υγείας. Ασάφειες και αδιέξοδα που δεν έχουν να κάνουν με τις πολυσήμαντες, δαιδαλώδεις, βασανιστικές εκδηλώσεις του ψυχικού πόνου, αλλά με την λειτουργία και τις ανεπάρκειες των θεσμών, των συστημάτων και των υπηρεσιών που υπάρχουν με σκοπό την κατανόηση των αναγκών που εκφράζει αυτός ο πόνος και την απάντηση σ΄ αυτές. Μια βαθιά κρίση διατρέχει το σύστημα των υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας – μια κρίση «μετάβασης» (από το «παλιό» στο «καινούργιο»), μια κρίση, όμως, παρατεταμένη και παλίνδρομη, όπου το «παλιό» διαιωνίζεται φορώντας το «αδειανό πουκάμισο» της «μεταρρύθμισης» και όπου, την αρχική φάση, της αναγωγής του ουσιαστικού μετασχηματισμού σε «απλή διαχείριση», την έχει διαδεχτεί, νομοτελειακά, η σημερινή αποτελμάτωση (δηλαδή, η αδυναμία - και ανικανότητα - ακόμα και για «απλή διαχείριση»).

Η κρίση στην Ψυχική Υγεία συναντά αναπόφευκτα την βαθύτατη κρίση του όλου «συστήματος απονομής Δικαιοσύνης», η οποία (όπως μ΄ έναν εκρηκτικό τρόπο έχει ξεσπάσει ανοιχτά και εκτυλίσσεται ενώπιον όλων, το τελευταίο διάστημα) δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει την κρίση του Κράτους Πρόνοιας και της Ψυχιατρικής – και σε κάθε περίπτωση, του αφαιρεί το έδαφος και την αξιοπιστία ότι εκπροσωπεί την αδιαμφισβήτητη «κιβωτό των αρχών του Δικαίου» και τον αδέκαστο κριτή που επιβάλλει - στους «άλλους» - το «νόμο».

Σ΄ αυτή την πολύ δύσκολη περίοδο, η σχέση της Ψυχιατρικής με το Δίκαιο (με τις διάφορες νομοθεσίες που ρυθμίζουν ασφυκτικά διάφορες πλευρές της πρακτικής της), αντί να οδεύει (όπως ήταν η προσδοκία και η επιδίωξη πριν από χρόνια) προς έναν απεγκλωβισμό (σε μιαν επικέντρωση, δηλαδή, της παρέμβασής της στην προαγωγή της ψυχικής υγείας, αντί στην «επικινδυνότητα») και αντί η νομοθεσία - και η εφαρμογή της - να προσαρμόζεται και να συμβάλλει στην προαγωγή των θεραπευτικών διαδικασιών, τείνει, αντίθετα, να μετατρέπεται σε θηλιά που πνίγει την

όποια επιδίωξη και προσδοκία μιας αυθεντικής θεραπευτικής δραστηριότητας.

Ακούσιες νοσηλείες που εγγίζουν το 60-70% των εισαγωγών στα δημόσια ψυχιατρεία - ανεξέλεγκτη και διοικητικού τύπου διαχείριση των «ακαταλογίστων» ασθενών (άρθρο 69), τόσο από τη μεριά του Ποινικού συστήματος, όσο απ΄ αυτή των υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας : δυο παραδείγματα που εκφράζουν ανάγλυφα την κρίση και τα δραματικά αδιέξοδα, στα οποία έχει οδηγήσει ο απλός εξωραϊσμός του ιδρυματισμού εις βάρος μιας πραγματικά μεταρρυθμιστικής πολιτικής.

Οι πάσχοντες από σοβαρές ψυχικές διαταραχές, ανεξάρτητα από τις όποιες ρυθμίσεις και διακηρύξεις, δεν παύουν να τίθενται, στην πράξη, εκτός Δικαίου, με την ακύρωση όχι μόνο της νομικής διάστασης της υποκειμενικότητάς τους, αλλά του ίδιου του ανθρώπινου χαρακτήρα της. Μέσα στην καθημερινότητα των κοινωνικών συναλλαγών, στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, στην (όποια) άσκηση των κοινωνικών τους ρόλων, αλλά και στις διαδρομές που τους φέρνουν σε επαφή και υπό την εξάρτηση (έλεγχο) των διαφόρων κοινωνικών θεσμών και εξουσιών, οι ψυχικά ασθενείς απλώς «δεν υπάρχουν», «δεν υπολογίζονται», «δεν μετράνε» – η διαπραγματευτική τους ισχύς είναι εκ των προτέρων υπονομευμένη. Είναι ζήτημα λειτουργίας του κοινωνικού συστήματος, του εσωτερικού του μεταβολισμού, που οδηγεί στην απόρριψη και στην εκμηδένιση όλων όσων αδυνατούν να προσαρμοστούν στον δοσμένο καταμερισμό της εργασίας και στην επικρατούσα κανονικότητα.

Στην ιστορική διαδρομή των σχέσεων ανάμεσα στην Ψυχιατρική και το Δίκαιο είναι φυσικό ότι οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις αντανακλούν τον εκάστοτε τρόπο διαχείρισης των ατόμων με προβλήματα ψυχικής υγείας και τη σχετική μ΄ αυτόν κυρίαρχη κουλτούρα, παρόλο που, ενίοτε, συμβαίνει (όπως έχει παρατηρηθεί στην ελληνική περίπτωση) ορισμένες πτυχές της νομοθεσίας να είναι πιο «προχωρημένες» από το υλικό/κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο και διαμέσου του οποίου πρέπει να βρουν εφαρμογή (λόγω μεταφοράς των αντίστοιχων κωδίκων και ρυθμίσεων από τις πιο προηγμένες δυτικές χώρες) – με αποτέλεσμα, βέβαια, την ακύρωσή τους στην πράξη.

Η βαθιά, λοιπόν, κρίση του εγχειρήματος που ονομάστηκε «ψυχιατρική μεταρρύθμιση», έχει φέρει ξανά στο προσκήνιο τη δυσλειτουργική σχέση ανάμεσα στο ψυχιατρικό και το νομικό σύστημα. Οι δραματικές ανεπάρκειες, αλλά και οι αναντιστοιχίες ανάμεσα στο ένα πεδίο και στο άλλο, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα άλυτων αντιφάσεων που ναρκοθετεί τη λειτουργία των υπηρεσιών ψυχικής υγείας και διακωμωδεί κάθε έννοια δικαιωμάτων - σ΄ ένα σύστημα το οποίο, όπως επίσημα δηλώνεται, προορίζεται να λειτουργεί με μειωμένο το ρόλο των ψυχιατρείων (ή και χωρίς ψυχιατρεία) και, όπως διακηρύσσεται σε πανηγυρικούς και διατυπώνεται σε νομοθετήματα, με σεβασμό στα δικαιώματα των ψυχικά ασθενών.

Τόσο η νομοθεσία που αφορά την «ακούσια νοσηλεία», όσο και αυτή που αφορά τη «δικαιοπραξία», καθώς και το λεγόμενο «ακαταλόγιστο» πράξεων των ψυχικά ασθενών που άπτονται του Ποινικού Νόμου, χαρακτηρίζονται από ανακολουθίες και διατρέχονται από εσωτερικές αντιφάσεις, που έχουν επιπτώσεις τόσο στο καθαυτό πεδίο (το θεραπευτικό) της Ψυχιατρικής,  όσο και σ΄ αυτό, το ευρύτερο, των δικαιωμάτων. Στην  πρώτη περίπτωση, το αποτέλεσμα είναι η ακύρωση του «θεραπευτικού» από το «φυλακτικό». Στη δεύτερη, η ακύρωση, μέσω μιας βαθιά ριζωμένης κοινωνικής κουλτούρας (ενός πλέγματος, δηλαδή, στάσεων και προκαταλήψεων) και πρακτικής (που εκφράζεται ως «παραμέληση» και «αδιαφορία»), όχι μόνο της αναγνώρισης και για τους ψυχικά ασθενείς των δικαιωμάτων, που υποτίθεται ότι ισχύουν για όλους, αλλά ακόμα και των ειδικών ρυθμίσεων που κατά καιρούς θεσμοθετούνται για την εξασφάλιση της άσκησης απ΄ αυτούς των δικαιωμάτων αυτών και της πρόσβασής τους σ΄ αυτά.

Μια άλλη πλευρά των δικαιωμάτων των ψυχικά πασχόντων είναι αυτά που τους διασφαλίζουν (και πρέπει, επομένως, να τύχουν αναγνώρισης και στήριξης για την άσκησή τους) στη σχέση τους με τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας - όταν νοσηλεύονται, όταν φιλοξενούνται σε στεγαστικές δομές, όταν πρόκειται να υποβληθούν σε διάφορες θεραπείες ή περιορισμούς κλπ.

Είναι γνωστό ότι η εφαρμογή των διατάξεων για την «ακούσια νοσηλεία» γίνεται μ΄ ένα προσχηματικό τρόπο, συνήθως ερήμην του άμεσα ενδιαφερομένου, μέσω μιας «σιωπηρής συμφωνίας» της οικογένειας (ή, άλλου, «τρίτου» προσώπου), των αρμόδιων υπηρεσιών ψυχικής υγείας και των εισαγγελικών (απλώς να διεκπεραιώνουν) και δικαστικών αρχών (απλώς να επικυρώνουν την «εισαγγελική εντολή»).

Είναι, επίσης, γνωστό ότι, παρά το αυξημένο ενδιαφέρον, τα τελευταία χρόνια (σε σύγκριση με το παρελθόν), των επαγγελματιών ψυχικής υγείας για τη διασφάλιση των περιουσιακών και άλλων αστικών δικαιωμάτων και συμφερόντων των ατόμων με προβλήματα ψυχικής υγείας, η νομοθεσία η σχετική με τη «δικαιοπραξία» παραμένει, στις ουσιαστικές της παραμέτρους (παρά την πιο πρόσφατη θεσμοθέτηση της «δικαστικής συμπαράστασης»), όπως είχε διαμορφωθεί στο παρελθόν. Μια διαμόρφωση, δηλαδή, που πηγάζει και διατρέχεται από τις συνθήκες και την κουλτούρα που θέτουν τον ψυχικά πάσχοντα εκτός του κοινωνικού παιχνιδιού, με την ταύτιση, όχι μόνο στο συλλογικό φαντασιακό, αλλά και στις επικρατούσες παλιότερα «επιστημονικές προκαταλήψεις», της ψυχικής αρρώστιας με την οριστική απώλεια του «λογικού» (παλιότερα, επαρκή λόγο για να κλείνεται κανείς εφ΄ όρου ζωής στο άσυλο). Παρά τις βελτιώσεις που έχει επιφέρει ο νόμος 2447 (κεφ. 13, άρθρα 1666 έως 1694) για την «Δικαστική Συμπαράσταση», εξακολουθούν να διατηρούνται ορισμένες από τις ακαμψίες των παλαιότερων διατυπώσεων του Αστικού Κώδικα (περί Δικαστικής Απαγόρευσης και Αντίληψης, Κεφ. 16 και 17).

Είναι, ακόμα, γνωστό ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος των λεγόμενων «ακαταλογίστων», που, έχοντας διαπράξει μια αξιόποινη πράξη, εγκλείονται στο ψυχιατρείο βάσει των άρθρων 34 και 69, έχει απλώς «αναβληθεί» για το αόριστο μέλλον, όπως όλα τα ουσιώδη που θα έπρεπε να έχει αντιμετωπίσει η λεγόμενη «ψυχιατρική μεταρρύθμιση».

Εν προκειμένω, έχει σημασία να τύχει της δέουσας προσοχής το γεγονός ότι, αν και ανέκαθεν το ΨΝΑ και το ΨΝΘ ήταν οι κύριοι προορισμοί των καταδικασμένων με το άρθρο 69, τώρα, με το κλείσιμο των μικρότερων ψυχιατρείων, που έχει σχεδιαστεί, τα ψυχιατρεία αυτά, μαζί και το Δρομοκαίτειο, γίνονται οι αποκλειστικοί προορισμοί (με εναλλακτική «λύση» την παραμονή στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού). Καθώς, όπως συμβαίνει στο ΨΝΑ, δεν υπάρχει, πλέον (και καλώς), τμήμα «κρατουμένων», οι ασθενείς αυτοί «κρατούνται» (στη βάση ενός ασαφούς καθεστώτος «φύλαξης/θεραπείας») στα «τμήματα εισαγωγών» του ψυχιατρείου, με ό, τι αυτό σημαίνει για τη λειτουργία των τμημάτων αυτών - τις σημασιοδοτήσεις, τους συμβολισμούς, αλλά και τις λειτουργίες, που επιβάλλει ή ενισχύει (στην φυλακτική/ιδρυματική κατεύθυνση) στα τμήματα αυτά - που πιθανόν, ενίοτε, να φιλοδοξούν να λειτουργούν με τους κατά το δυνατό πιο «ανοικτούς» και, με την έννοια αυτή, πιο θεραπευτικούς όρους.*

Μέσα σ΄ αυτές τις συνθήκες, η «επικινδυνότητα» (ως έννοια και ως πλέγμα θεσμικών πρακτικών) όχι μόνο δεν «εξασθενεί» ως προς την τρέχουσα κοινωνική της σημασία και εφαρμογή, αλλά αντίθετα, παρόλη τη συσσωρευμένη γνώση για τον πολύπλοκο, σφαιρικό της χαρακτήρα και τη σχεσιακή / κοινωνική της διάσταση (αυτή, δηλαδή, που την συνιστά και την κάνει ν΄ αποκτά νόημα, ως προϊόντος αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο υποκείμενο και τις αντικειμενικές συνθήκες, στο εσωτερικό των οποίων αυτό σχετίζεται και αλληλεπιδρά με άλλα υποκείμενα), τείνει ν΄ αντιμετωπίζεται ως σύμφυτη ιδιότητα του υποκειμένου («επικίνδυνοι άνθρωποι», «επικίνδυνες ομάδες») και μάλιστα, βιολογικά προσδιορισμένη.

Η αντίληψη που κάθε φορά επικρατεί για την «επικινδυνότητα» είναι κοινωνικά και ιστορικά προσδιορισμένη. Συναρτάται με τις ανάγκες της εκάστοτε κρατούσας

* Το Δεκέμβριο του 2005, μόνο στο ΨΝΑ «νοσηλεύονταν» περίπου 80 ασθενείς με το άρθρο 69. Μια παρενέργεια του διαρκώς αυξανόμενου αριθμού αυτής της κατηγορίας ασθενών είναι ότι καταλαμβάνουν, για μεγάλη και απροσδιόριστη περίοδο χρόνου, κρεβάτια που θα έπρεπε να διατίθενται στις νέες εισαγωγές, συντελώντας, έτσι, στο συνωστισμό των τμημάτων αυτών και στο φαινόμενο των «ράντζων» (χωρίς, φυσικά, ν΄ αποτελούν τη μόνη ή την κύρια αιτία  τους).

εξουσίας να ορίζει τις ομάδες ή τα άτομα που συνιστούν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο απειλή, ή εν δυνάμει απειλή, για την κατεστημένη τάξη πραγμάτων και να παίρνει τα κατάλληλα μέτρα πρόληψης και ελέγχου για την διασφάλιση της Κοινωνικής Τάξης. Αυτή είναι η «μαγιά» ή το «καλούπι», στη βάση του οποίου συχνά συγκροτούνται (πλάθονται) ορισμένες έννοιες-κλειδιά κλάδων όπως η Ψυχιατρική - που έχουν να κάνουν, δηλαδή, με την κατανόηση και απάντηση ή, αντίθετα, τη διαχείριση και τον έλεγχο των ανθρώπινων αναγκών και όπου ο τρόπος που αντιμετωπίζονται οι   επιρροές από την εκάστοτε κυρίαρχη ιδεολογία, προσδιορίζει και την αντίστοιχη στάση απέναντι σ΄ αυτές τις ανάγκες.

Η αντίληψη, επομένως, όπως και η διαχείριση της «επικινδυνότητας» στο πεδίο της ψυχικής υγείας συναρτάται με τους μεταβαλλόμενους τρόπους φροντίδας («διαχείρισης») των ψυχικά πασχόντων. Μέσω της λεγόμενης «ψυχιατρικής μεταρρύθμισης» στη Ελλάδα, τα τελευταία είκοσι χρόνια, γίνεται προσπάθεια να εισαχθούν οι «νέοι τρόποι» φροντίδας των ψυχικά πασχόντων. Οι νέες νομοθεσίες, καθώς και η όποια εφαρμογή τους, σχετίζονται με την μορφή που πήρε η εισαγωγή στην Ελλάδα αυτών των «νέων τρόπων», με τα ποσοτικά και ποιοτικά τους στοιχεία - αναπόφευκτα, ωστόσο, στο έδαφος των αλλαγών που σηματοδοτούν η συρρίκνωση των κοινωνικών πολιτικών και οι συναρτημένες μ΄ αυτήν κατευθύνσεις της σύγχρονης βιο-εξουσίας.

Είναι γνωστό ότι, όσον αφορά στην «ακούσια νοσηλεία», ο ισχύων νόμος είναι ο 2071/92 (κεφ. ΣΤ, άρθρα 91 έως 101), που αντικατέστησε το νόμο 104/73, ο οποίος είχε συσταθεί στη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών.

Ο 104/73 ανταποκρινόταν σ΄ ένα ψυχιατρικό μοντέλο απομόνωσης και δια βίου εγκλεισμού του ψυχικά πάσχοντα, με άξονα μια σαφή αναφορά στην επικινδυνότητα. Η ψυχιατρική γνωμάτευση ήταν επαρκής όρος για την εισαγγελική απόφαση για εγκλεισμό – αλλά με το άρθρο 5 μπορούσε και αυτεπάγγελτα ο εισαγγελέας, γι΄ αυτόν που κρινόταν ως επικίνδυνος, να διατάξει τον εγκλεισμό του. Η απόλυσή του προβλεπόταν μόνο όταν ο ψυχίατρος γνωμάτευε ότι δεν ήταν πλέον επικίνδυνος. Ο ακούσιος εγκλεισμός είχε ένα διοικητικό χαρακτήρα και, επίσης, είχε, κυρίως, σχέση με την ασφάλεια «τρίτων», τη «δημόσια τάξη». Η φροντίδα για τον τρελό υπάκουε στην λογική της ιδρυματοποίησής του.

Ο νόμος αυτός εξέφραζε την υπεροχή της «φύλαξης» έναντι της θεραπευτικής λειτουργίας, που ήταν ακριβώς το πνεύμα, η αντίληψη της παραδοσιακής ψυχιατρικής, η οποία χαρακτηρίζεται από την πρωτοκαθεδρία της απλοποιητικής απάντησης του ασύλου στην πολυπλοκότητα της ψυχικής διαταραχής. Δεν χρειαζόταν δικαστική προστασία των δικαιωμάτων του ασθενή, δεν ετίθετο καν θέμα τέτοιων δικαιωμάτων, διότι ο ψυχικά πάσχων, ως μη δυνάμενος να κάνει χρήση της λογικής, δεν εθεωρείτο φορέας δικαιωμάτων, δεν εθεωρείτο «υποκείμενο δικαίου», πολύ περισσότερο «υποκείμενο ευθύνης».

Η αντίληψη αυτή για τον ψυχικά πάσχοντα, που, τουλάχιστον στα χαρτιά, στο νόμο 2071, φαίνεται να ξεπερνιέται, εξακολουθεί να ισχύει ανάγλυφη στον Ποινικό Κώδικα, στους νόμους 34, 69 και 70, όπου ο ασθενής, όπως θα δούμε παρακάτω, με τις διατάξεις για το  «ακαταλόγιστο», τοποθετείται εκτός του πεδίου του Δικαίου.

Ο 2071, συνδέεται, όπως αναφέρεται στην εισηγητική του έκθεση, «με την

υλοποίηση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στην χώρα μας… που οδηγεί σε νέες μορφές και μεθόδους παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας» και αναγνωρίζει ότι, ο τότε ισχύων 104/73, «αγνοεί τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου για σεβασμό της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας του».

Γιατί, εκτός από τα παραπάνω, ένα από τα βασικά προβλήματα του 104/73 ήταν ότι δεν αντιμετώπιζε το ζήτημα του εξιτηρίου του ψυχικά πάσχοντος από το ψυχιατρείο και άφηνε ανοιχτή την επ΄ αόριστο παραμονή του εκεί, με απλή απόφαση των ψυχιάτρων - πράγμα μη συμβατό με τα όσα διαλαμβάνονται σ΄ αυτό που ονομάζεται «ψυχιατρική μεταρρύθμιση», η οποία προβλέπει την κατάργηση του ασύλου ή την μετατόπιση του στην περιφέρεια του συστήματος ψυχικής υγείας και η οποία, στις μέρες μας, υλοποιείται με την αντικατάσταση της χρόνιας ιδρυματικής (ασυλικής/νοσοκομειακής) παραμονής με τη διαμονή σε εξωνοσοκομειακές στεγαστικές δομές και με την παράλληλη κατάργηση των μικρότερων και τη συρρίκνωση των μεγαλύτερων ψυχιατρείων.

Ο 2071 ανταποκρίνεται σ΄ ένα σύστημα ψυχικής υγείας, όπου η φύλαξη δεν είναι η κύρια ή αποκλειστική μορφή αντιμετώπισης του ψυχικά πάσχοντα. Γι΄ αυτό και τίθενται κανόνες που επιχειρούν να κάνουν πιο πολύπλοκη (και με συγκεκριμένες χρονικές οριοθετήσεις) τη διαδικασία της αναγκαστικής νοσηλείας, με την προϋπόθεση, φυσικά, ότι έχουν δημιουργηθεί νέες υπηρεσίες εκτός ασύλου, που θα μπορούσαν να δώσουν απαντήσεις διαφορετικές από το μονόδρομο του εγκλεισμού. Συνυφασμένη μ΄ αυτά είναι η αναγνώριση της ανάγκης για διεύρυνση των ατομικών δικαιωμάτων, τόσο στο εσωτερικό του ιδρύματος, όσο και στους κανόνες που διέπουν την αναγκαστική νοσηλεία.

Σύμφωνα με όσα προβλέπει ο νόμος, ο ψυχίατρος παύει να έχει, όπως πριν, την κύρια

ευθύνη και δικαιοδοσία (με την  γνωμάτευσή του) για τον εγκλεισμό. Τώρα, η γνωμάτευσή του πρέπει να έχει την δικαστική επικύρωση.

Αυτή η μετάβαση από ένα σύστημα, όπου κυριαρχούσε η ανεξέλεγκτη κρίση και εξουσία του ψυχιάτρου, σ΄ ένα περισσότερο δικαστικοκεντρικό σύστημα, με στόχο τον περιορισμό αυτής της «αυθαιρεσίας», εγείρει μια σειρά από προβληματισμούς, καθώς, όχι μόνο η λεγόμενη «δικαστική προστασία των ασθενών» αποδείχτηκε εικονική, αλλά και η όλη διαδικασία φορτώθηκε από μιαν άχρηστη γραφειοκρατία, που μόνο προβλήματα δημιούργησε.

Αλλά αυτό που, πρωτίστως, έπρεπε να θεωρείται ως το κεντρικό, εν προκειμένω, ζήτημα, εξακολουθεί να παραμένει αναπάντητο. Και το ζήτημα αυτό είναι : με ποιο τρόπο, δικαιώματα, όπως αυτό της υγείας (και, επομένως, η ανάγκη για θεραπεία) και αυτό της ελευθερίας και των ατομικών δικαιωμάτων, δεν θ΄ αντιμετωπίζονται το ένα ερήμην και εις βάρος του άλλου, αλλά θα τους εξασφαλίζεται μια τέτοια ποιότητα φροντίδας, μια τέτοια ανάπτυξη κοινωνικών δικαιωμάτων και κοινωνικής πολιτικής, μια τέτοιου τύπου ψυχιατρική πρακτική, που να μπορεί να «διαλεκτικοποιεί» τη αντίφασή τους, στις περιπτώσεις που έρχονται σε σύγκρουση, να τα κρατάει σε ενότητα και να νοιάζεται ώστε να μη θυσιάζεται το ένα χάριν, δήθεν, του άλλου, γιατί το ένα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο. Δηλαδή, η «μέριμνα για την υγεία» να μη μετατρέπεται σε εγκλεισμό και ακύρωση του υποκειμένου και η «μέριμνα για τα δικαιώματα» να μη μετατρέπεται (συχνά, ως άλλοθι και πρόσχημα) σε εγκατάλειψη.

Το ίδιο ισχύει και με τη λεγόμενη «προστασία των τρίτων» (οικογένειας, ευρύτερης κοινωνίας). Η πρωταρχικότητα του ψυχικά πάσχοντα, στην θεραπευτική μας πρακτική, (πρέπει να) βασίζεται πάντα στην προσέγγισή μας σ΄ αυτόν σε σχέση με το πλαίσιό του, στην αλληλοσχέση και αλληλεπίδρασή του μ΄ αυτό. Η ψυχιατρική δεν μπορεί να λειτουργεί άκριτα, είτε στη βάση της λογικής ότι ο πάσχων «έχει πάντα και σε όλα δίκιο», είτε, πολύ περισσότερο και συνηθέστερα, ως εντολοδόχος της προστασίας και των συμφερόντων των «τρίτων» για τον αποκλεισμό και τον εξοστρακισμό του.

Χρειάστηκε να περάσουν επτά χρόνια, από το 1992, που ψηφίστηκε ο 2071, μέχρι το 1999, που ψηφίστηκε ο νόμος 2716, για να θεσμοθετηθούν οι νέες ψυχιατρικές δομές, η Τομεοποίηση και άλλα που προβλέπονται στον 2071, ως η απαραίτητη θεσμική και υλικοτεχνική υποδομή, ώστε να έχουν νόημα και να μπορούν να λειτουργήσουν οι ρυθμίσεις του. Ωστόσο, παρόλο που κάποιες νέες δομές υπήρξαν (κυρίως στεγαστικές), δεν ήταν στην κατεύθυνση της δημιουργίας των προϋποθέσεων, που θα άλλαζαν την διαδρομή του ψυχικά πάσχοντα στο σύστημα των υπηρεσιών ψυχικής υγείας.

Εξη χρόνια μετά την ψήφιση του 2716 δεν έχουν καν αρχίσει να οικοδομούνται οι προϋποθέσεις που θα προσέφεραν λύσεις εναλλακτικές στη νοσοκομειακή νοσηλεία (είτε στο ψυχιατρείο είτε στο γενικό νοσοκομείο) και κατά συνέπεια, δεν υπάρχουν απαντήσεις και υπηρεσίες τέτοιες που θα έκαναν τη χρήση της διαδικασίας της «ακούσιας νοσηλείας» να είναι πραγματικά η «έσχατη λύση» - αφού θα είχε πριν δοκιμαστεί ένα φάσμα εναλλακτικών προσεγγίσεων. Η «ακούσια νοσηλεία» εξακολούθησε ν΄ αποτελεί την επικρατούσα διαδικασία νοσοκομειακής νοσηλείας (και μάλιστα, σε αυξανόμενους αριθμούς), καθώς δεν υπάρχει το δίκτυο των κοινοτικών υπηρεσιών, που θα παρείχε «ηθμούς» και «φίλτρα» και το οποίο θα λειτουργούσε, εν τέλει, εναλλακτικά στη νοσοκομειακή νοσηλεία και στον εγκλεισμό.

Καθώς, λοιπόν, πολλές από τις ρυθμίσεις του 2716/99 εξακολουθούν να μένουν στα χαρτιά (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο νόμος αυτός, όπως και ο 2071 ρυθμίζουν και μάλιστα με τον τρόπο που πρέπει, όσα πραγματικά είναι αναγκαία), ο 2071/92 εφαρμόζεται σ΄ ένα τοπίο υπηρεσιών ψυχικής υγείας, το οποίο, ως προς τη διαδρομή που διατρέχει και τις απαντήσεις που διατίθενται για τον ψυχικά πάσχοντα, που εισέρχεται στο ψυχιατρικό κύκλωμα («οξέα περιστατικά», καταστάσεις «κρίσης» κλπ), δεν διαφέρει αισθητά απ΄ αυτό στο οποίο έβρισκε εφαρμογή ο 104/73, τουλάχιστον ως προς την ουσία του και τις θεμελιώδεις παραμέτρους του : εγκλεισμός ή εγκατάλειψη (ή, πρώτα το ένα και μετά το άλλο) εξακολουθεί να είναι ο κανόνας και η θεραπεία το ζητούμενο.

Τα ψυχιατρεία, όπως πάντα, καθώς και τα γενικά νοσοκομεία δέχονται, κυρίως, «ακούσιες νοσηλείες», που είναι η κύρια και, ενίοτε η μόνη δυνατή, μορφή νοσηλείας – μορφή που παράγεται σε όλο και μεγαλύτερο ποσοστό από το ίδιο το ψυχιατρικό σύστημα.

Για αρκετά χρόνια, δικαστές και εισαγγελείς αρνήθηκαν να εφαρμόσουν τον 2071/92. Τον είδαν περισσότερο σαν επιπλέον φορτίο στο ήδη υπάρχον γραφειοκρατικό βάρος, που κατατρύχει το λεγόμενο «σύστημα απονομής δικαιοσύνης».

Όταν άρχισαν να τον εφαρμόζουν, οι χρονικές προθεσμίες των τριών ημερών για εισαγωγή, από τον εισαγγελέα, της υπόθεσης στο πολυμελές πλημμελειοδικείο και η εκδίκασή της από αυτό εντός δέκα ημερών, όπως προβλέπει ο νόμος, αποδείχτηκαν χίμαιρα. Ομοίως χίμαιρα αποδείχτηκε η εξασφάλιση της συμμετοχής του ασθενή και η δυνατότητά του να ασκήσει τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα - για τα οποία, αν και προβλέπονται ρητά από το νόμο, δεν ενημερώνεται (παρά μόνο τυπικά και προσχηματικά), όταν εισέρχεται στο νοσοκομείο (ενημέρωση για την οποία, μάλιστα,

προβλέπεται ότι συντάσσεται πρακτικό).

Ηταν επόμενο ότι, καθώς η λειτουργία του συστήματος, στην υλική του βάση, δεν άλλαξε, η ανάγκη αυτών των ρυθμίσεων δεν είχε έδαφος να ριζώσει. Ο ασθενής εξακολούθησε ν΄ αντιμετωπίζεται, στη  πράξη, πέρα από διακηρύξεις στα χαρτιά και πέρα από καλές προθέσεις λειτουργών, και πάλι ως άτομο για το οποίο, επειδή δεν μπορεί να κάνει χρήση του λογικού, η έννοια «άσκηση δικαιωμάτων» δεν έχει νόημα. Εξακολουθεί να μη του δίνεται χώρος διαπραγμάτευσης για την νοσηλεία/θεραπεία, στην οποία πρέπει να υποβληθεί – και την οποία θα πρέπει, απλώς, να υποστεί. (Μάλιστα, ορισμένοι ψυχίατροι θεωρούν ότι η παρουσία του ασθενή στο δικαστήριο και η αναμόχλευση εκεί των διωκτικών του ιδεών και παραληρημάτων μπορεί να είναι επιζήμια για την ψυχική του υγεία και τις σχέσεις του με την οικογένειά του, ή τον όποιο «ενδιαφερόμενο τρίτο» έχει κινήσει τη διαδικασία της «ακούσιας νοσηλείας»).

Ετσι, νοοτροπίες, συμπεριφορές και πρακτικές, που είχαν εγκατασταθεί και λειτουργούσαν στη βάση της εφαρμογής του προηγούμενου νόμου, του 104/73 (αλλά και ανέκαθεν, πριν απ΄ αυτόν) όχι μόνο δεν έτειναν, βαθμιαία, να εξαφανιστούν, αλλά διαιωνίστηκαν. Οι εισαγγελικές/δικαστικές αποφάσεις εξακολούθησαν να λαμβάνονται με άξονα την επικινδυνότητα, η οποία (αν και στον 2071, άρθρο 95, παρ. 2, ΙΙ, ανάγεται, υπό την διατύπωση της «αποτροπής πράξεων βίας κατά του ιδίου ή τρίτων», σε έναν από τους λόγους της προσφυγής στην «ακούσια νοσηλεία»), συνέχισε να κυριαρχεί στο σκεπτικό δικαστών και εισαγγελέων, όπου πρωτεύουσα θέση έχει, όχι η πρόθεση του νόμου για «παροχή δικαστικής προστασίας» στον ασθενή απέναντι στην πιθανολογούμενη κατάχρηση της ψυχιατρικής εξουσίας, αλλά η άκριτη, μονόπλευρη και αδιαπραγμάτευτη εγγύηση της «ασφάλειας» των «τρίτων» και της «δημόσιας τάξης». Βέβαια, ο 2071, στο άρθρο 95, παρ. 2, Ι, προβλέπει, επίσης, την προσφυγή στη διαδικασία της «ακούσιας νοσηλείας» με γνώμονα το συμφέρον της ψυχικής υγείας του ψυχικά πάσχοντος, για το οποίο, λόγω της κατάστασής του, θεωρείται ότι δεν είναι σε θέση να κρίνει ο ίδιος - εισάγει, δηλαδή, το κριτήριο της «προστασίας της υγείας» και όχι μόνο αυτό της «επικινδυνότητας». Στην πράξη, όμως, η «επικινδυνότητα» παραμένει πάντα το πραγματικό ενδεχόμενο, που διαπερνά την κρίση του δικαστή (αλλά, πολύ συχνά και του ψυχιάτρου), παραμερίζοντας κάθε άλλη παράμετρο, στη βάση της κλασσικής εξίσωσης, που τη θεωρεί συνυφασμένη με τη βεβαίωση της ύπαρξης ψυχικής διαταραχής.

Μια βασική ρύθμιση του 2071, αυτή που αφορά τα  εξιτήρια – η διασφάλιση, δηλαδή, ότι ο άρρωστος δεν θα ξεχνιέται μέσα στο άσυλο (η πρόβλεψη ότι η νοσηλεία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξη μήνες, ότι στους τρεις μήνες γίνεται σχετική έκθεση και ότι, παράταση πέραν των έξη μηνών, απαιτεί πιο πολύπλοκη διαδικασία κλπ) - λειτούργησε όχι τόσο λόγω εφαρμογής του νόμου, αλλά λόγω, αφενός, της αλλαγμένης νοοτροπίας και πρακτικής των ψυχιάτρων (εκτός των άλλων και για να εξασφαλίζουν ελεύθερο κρεβάτι - ή, έστω, «ελεύθερο ράντζο» - για την επόμενη εφημερία….) και αφετέρου, των επίσημων δεσμεύσεων  για τη συρρίκνωση των ψυχιατρείων, για την οποία έχουν εγκριθεί και υλοποιούνται τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα.

Ο ν. 2071/92 προβλέπει ότι η εισαγωγή για εκούσια ή ακούσια νοσηλεία γίνεται σε «κατάλληλη Μονάδα Ψυχικής Υγείας» (ΜΨΥ). Πουθενά, όμως, δεν αναφέρει τι εννοεί ως κατάλληλη ΜΨΥ. Είναι η εισαγωγή σ΄ ένα υποβαθμισμένο τμήμα χρονίων ασθενών «κατάλληλη ΜΨΥ» ; Είναι, άραγε, κατάλληλη ΜΨΥ (πληροί, δηλαδή την κατάλληλη συνθήκη νοσηλείας) αυτή που (αναγκάζεται να) νοσηλεύει το ένα τέταρτο, ή και το ένα τρίτο, των ασθενών σε  ράντζο ;

Υποτίθεται ότι «ψυχιατρική μεταρρύθμιση» θα σήμαινε την δημιουργία ενός τέτοιου πλέγματος εναλλακτικών απαντήσεων και πρόληψης της ψυχικής διαταραχής, ιδιαίτερα πρόληψης της υποτροπής, ή, έστω, πρόληψης των δραματικών μορφών υποτροπής, που θα μείωνε την ανάγκη χρήσης νοσοκομειακών κλινών – δεδομένου ότι άλλος είναι ο αριθμός κλινών που απαιτείται όταν δεν υπάρχει καμιά εναλλακτική απάντηση στην νοσοκομειακή νοσηλεία και άλλος όταν αναπτύσσεται ένα ολοκληρωμένο πλέγμα κοινοτικών υπηρεσιών, που παρέχουν ολόπλευρη και αναβαθμισμένη στήριξη και φροντίδα στον ψυχικά πάσχοντα. Τότε και μόνο τότε και στο βαθμό που αυτό αναπτύσσεται και λειτουργεί αποτελεσματικά, με την διοχέτευση των αναγκαίων πόρων και την ανάπτυξη της αντίστοιχης ψυχιατρικής κουλτούρας των λειτουργών, μόνο τότε μπορεί να γίνεται λόγος για αντίστοιχη μείωση των νοσοκομειακών κλινών.

Σχέδια επί χάρτου, που αγνοούν και δεν κάνουν τα αναγκαία, συγκεκριμένα, υλικά βήματα για την ανάπτυξη της κοινοτικής υποδομής, ενώ προχωρούν στην κατάργηση των νοσοκομειακών κλινών, δεν πρόκειται να κάνουν άλλο από το να μεταφέρουν την κρυμμένη αθλιότητα των ασύλων στο ανοιχτό και ορατό πεδίο της πόλης.

Αυτή τη στιγμή το πρόβλημα δεν είναι μόνο η κατάλληλη ΜΨΥ για τη νοσοκομειακή νοσηλεία, αλλά αυτή καθαυτή η ύπαρξη κλινών. Πράγμα που αποτελεί ένα καινούργιο πεδίο εμπλοκής / τριβής της Ψυχιατρικής με το Ποινικό/Δικαστικό σύστημα. Στο βαθμό που ο θεραπευτής θέλει να εφαρμόσει τη σύμφωνη με τις σύγχρονες επιστημονικές αρχές «καλή θεραπευτική πρακτική» και τους κανόνες της θεραπευτικής δεοντολογίας. Στο βαθμό που θέλει να σεβαστεί την πρόβλεψη του νόμου 2071, άρθρο 98, για τις «συνθήκες νοσηλείας, οι οποίες πρέπει να εξυπηρετούν τις ανάγκες θεραπείας…» (οι προϋποθέσεις και τρόπος εφαρμογής αυτών των  μέσων καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού, που ακόμη αναμένεται…)

…ότι «Σε κάθε περίπτωση και σ΄ όλη τη  διάρκεια της νοσηλείας πρέπει να επιδεικνύεται σεβασμός προς την προσωπικότητα του ασθενή»

…ότι «Οι περιορισμοί που επιβάλλονται στην ατομική ελευθερία του ασθενή προσδιορίζονται μόνο από τη κατάσταση της υγείας του και τις ανάγκες της νοσηλείας»

….όταν θέλει ο θεραπευτής να λειτουργήσει μ΄ αυτό τον τρόπο και δηλώνει ότι δεν υπάρχει κλίνη στο νοσοκομείο που να πληροί αυτές τις προϋποθέσεις, γιατί πρέπει να απειλείται από τον εισαγγελέα και από τον πρώτο τυχόντα αστυνομικό να τον συλλάβει;

Μέχρι τώρα, αν και υπήρξαν πολλές εισαγγελικές παρεμβάσεις για τον εξαναγκασμό γιατρών του ΕΣΥ να δεχτούν την «ακούσια νοσηλεία» ασθενών παρά την έλλειψη κλινών (όχι «κατάλληλων κλινών», αλλά, απλώς, «κλινών»…), δεν έγινε αντιληπτή καμιά αντίστοιχη παρέμβαση για τις «ακατάλληλες» συνθήκες νοσηλείας, τα ράντζα, το συνωστισμό, για την αθλιότητα, εν γένει, που επικρατεί στο σύστημα παροχής νοσοκομειακής περίθαλψης, η οποία είναι, ενίοτε, πολύ πιο επικίνδυνη από τη μη νοσηλεία ενός υπεράριθμου ασθενούς.

Είναι γιατί, προφανώς, στην κρίση δικαστών και εισαγγελέων κυριαρχεί η «επικινδυνότητα», αλλά και η αντίληψή τους για την Ψυχιατρική ως θεραπαινίδας της «δημόσιας τάξης» και όχι ως θεσμού θεραπευτικού και προαγωγής της ψυχικής υγείας.

Από την άλλη, τα αδιέξοδα που δημιούργησε ο ατελέσφορος τρόπος με τον οποίο έχει

προχωρήσει, μέχρι τώρα, η λεγόμενη «ψυχιατρική μεταρρύθμιση» και ο οποίος ευθύνεται πρωτίστως για το πρόβλημα των ράντζων και τη διαιώνιση του νοσοκομειοκεντρικού χαρακτήρα της ψυχιατρικής φροντίδας, χρησιμοποιείται ως δικαιολογία από όλους όσους, είτε ευθύνονται για το χαρακτήρα (στρεβλό και ασύμμετρο) που πήρε η «μεταρρύθμιση», είτε ήταν ανέκαθεν αντίθετοι σ΄ αυτήν, για να θέτουν αιτήματα προς την αντίθετη κατεύθυνση : διατήρηση των ψυχιατρείων και περισσότερα νοσοκομειακά κρεβάτια….

Στο βαθμό που «κατάλληλη μονάδα νοσηλείας» (ΜΨΥ) θα σήμαινε διασφάλιση των θεραπευτικών όρων και των δικαιωμάτων των ψυχικά πασχόντων, όταν έρχονται σε επαφή με (ή νοσηλεύονται σε) μια ΜΨΥ, ανοίγει ένα τεράστιο ζήτημα, που αφορά στο αυθαίρετο και κατασταλτικό καθεστώς που εξακολουθεί να επικρατεί (παρά τις όποιες διακηρύξεις) στις περισσότερες ΜΨΥ. Θα περιοριστούμε, εδώ, ν΄  αναρωτηθούμε : ψυχιατρική μεταρρύθμιση με μηχανικές καθηλώσεις και απομονώσεις – και μάλιστα, με το «παραμικρό» και με εντολή από τηλεφώνου, χωρίς παρουσία γιατρού; Ψυχιατρική μεταρρύθμιση με ασθενείς δεμένους στο κρεβάτι επί ημέρες ολόκληρες (ενίοτε και μήνες); Ψυχιατρική μεταρρύθμιση με κλειδωμένες πόρτες, με την απόλυτη αυθαιρεσία να κυριαρχεί ως προς το τι δικαιούται (και σε τι υποχρεούται) ένας ασθενής; Ψυχιατρική μεταρρύθμιση χωρίς μια σαφή διάκριση (και ταυτόχρονα ικανότητα για διάκριση από μεριάς των λειτουργών κάθε ειδικότητας) ανάμεσα στο τι κάποιος δικαιούται ως πολίτης, που είναι υπό την θεραπευτική φροντίδα μιας υπηρεσίας (ευγενική συμπεριφορά, διαθεσιμότητα, κατανόηση και κάλυψη των αναγκών του, διαπραγμάτευση αντί επιβολή κλπ) και ποιοι (και πώς) είναι οι περιορισμοί που είναι αυστηρώς προσδιορισμένοι από τις ανάγκες της θεραπείας; (η περαιτέρω διαπραγμάτευση των εξαιρετικά σημαντικών αυτών ζητημάτων, που ταλανίζουν όλες τις ΜΨΥ και η διαιώνισή τους διαψεύδει την όποια επίκληση για «ψυχιατρική μεταρρύθμιση» – γιατί, τι άλλο θα μεταρρύθμιζε η «μεταρρύθμιση» αν όχι ακριβώς αυτά – ξεφεύγει από τους στόχους του παρόντος).

Θα επικεντρωθούμε, τώρα, σε δύο ακόμα ζητήματα, στα οποία η Ψυχιατρική διασταυρώνεται, στην καθημερινή της πρακτική, με το Δίκαιο και τα οποία διέπονται από αντίστοιχες αντιφάσεις και αδιέξοδα.

Κατ΄ αρχήν, στις διατάξεις του Αστικού Κώδικα που προβλέπουν και ρυθμίζουν την άρση της «δικαιοπραξίας». Γνωρίζουμε ότι βάσει του νόμου 1447/96, άρθρο 13, περί «Δικαστικής Συμπαράστασης» (που αντικατέστησε τα προηγούμενες ρυθμίσεις του Α.Κ. για «δικαστική αντίληψη» και «απαγόρευση»), η δικαιοπραξία ενός ατόμου αίρεται (εν όλω ή εν μέρει, ή αναφορικά με ορισμένες δικαιοπραξίες) με δικαστική απόφαση, 1) όταν λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή λόγω σημαντικής αναπηρίας αδυνατεί εν όλω ή εν μέρει να φροντίζει μόνος του τις υποθέσεις του και 2) όταν λόγω ασωτίας, τοξικομανίας ή αλκοολισμού εκθέτει στον κίνδυνο της στέρησης τον εαυτό του, το σύζυγό του, τους κατιόντες ή τους ανιόντες του». Το γεγονός ότι ο νόμος αυτός δίνει τη δυνατότητα πιο ευέλικτων αποφάσεων, σε σχέση με προηγούμενα, έτσι ώστε να μπορούν να αρθούν, εν όλων ή εν μέρει, ορισμένες μόνο δικαιοπραξίες και μάλιστα, άλλες εν όλω και άλλες εν μέρει, θα μπορούσε ν΄ αποτελεί μια πρόοδο αν προβλέπονταν και οι μηχανισμοί για την ουσιαστικοποίηση και την υλοποίηση αυτών των ρυθμίσεων. Αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει, όπως δείχνει και το γεγονός της επιδερμικής, ή καθόλου, εφαρμογής της πρόβλεψης για την ανάγκη έκθεσης της κοινωνικής υπηρεσίας για την άρση ή μη της δικαιοπραξίας, αντί για την απλή ψυχιατρική γνωμάτευση που προβλεπόταν προηγούμενα. Αυτή η κατ΄ αρχήν θετικότερη, σε σχέση με το παρελθόν, πρόβλεψη ακυρώνεται στη πράξη και αποκτά προσχηματικό χαρακτήρα, μέσω της γνωστής (και από τον 2071) τακτικής να εφαρμόζεται, υπό το κάλυμμα  των νέων νομικών ρυθμίσεων, η παλιά πρακτική.

Μολονότι προβλέπεται ότι η «δικαστική συμπαράσταση» αίρεται όταν εκλείψουν οι λόγοι που την προκάλεσαν (αρ. 1685), στη πράξη αυτό σπάνια συμβαίνει. Ούτως ή άλλως, το άρθρο, αντί να παράσχει μιαν ουσιαστική ρύθμιση στο πιο κρίσιμο ζήτημα-  κρισιμότερο από την ίδια την άρση της δικαιοπραξίας, που είναι ακριβώς η «άρση της άρσης» - δηλώνει, απλώς, ότι «η δικαστική συμπαράσταση αίρεται με απόφαση του δικαστηρίου ύστερα από αίτηση των προσώπων που μπορούν να τη ζητήσουν ή και αυτεπαγγέλτως». Ποια είναι τα άτομα που μπορούν να τη ζητήσουν; Στην πραγματικότητα, η άρση της δικαιοπραξίας σηματοδοτεί, συνήθως, μια μόνιμη απώλειά της για τον ψυχικά πάσχοντα και είναι πολύ σπάνιο να βρεθούν άτομα που (είτε να «θέλουν», είτε να «μπορούν») «να τη ζητήσουν».

Παρόλο που με το νόμο για τη «Δικαστική Συμπαράσταση» προβλέπεται κάποιος ελεγκτικός μηχανισμός για την επίβλεψη της λειτουργίας των «συμπαραστατών», αποτελούμενος από ένα εποπτικό συμβούλιο τριών έως πέντε μελών (από συγγενείς ή φίλους του «συμπαραστατουμένου»), στην πράξη, η λειτουργία αυτών των ρυθμίσεων καθίσταται τελείως επιδερμική. Είναι γνωστή η «βιασύνη» (η ρουτίνα, η αδιαφορία, ο διεκπεραιωτικός τρόπος) με τον οποίο τα δικαστήρια εκδικάζουν τέτοια ζητήματα - χωρίς, δηλαδή, την εξασφάλιση μιας, όσο το δυνατό, πιο στενής (πολύπλευρης, βαθύτερης) σχέσης ανάμεσα στο δικαστή και στο υπό «δικαστική συμπαράσταση» (μερική ή ολική) υποκείμενο και τις ανάγκες του, μέσα από μια προσεκτική εξέταση της κατάλληλης, αληθινής και αυθεντικής πραγματογνωμοσύνης.

Εξαιτίας αυτού, αν και γίνεται αναφορά στο κείμενο του νόμου, στην πράξη δεν υπάρχει μέριμνα και διαδικασίες για την επιλογή των πιο κατάλληλων ατόμων για το ρόλο του «δικαστικού συμπαραστάτη» και δεν διασφαλίζεται το ζητούμενο, ότι, δηλαδή, αυτός θα λειτουργεί στην κατεύθυνση της κατανόησης και της εξυπηρέτησης των αναγκών του «συμπαραστατούμενου ατόμου». Το άρθρο 1684 αναφέρει, μεν, ότι «όλες οι πράξεις του «δικαστικού συμπαραστάτη», του εποπτικού συμβουλίου ή του δικαστηρίου πρέπει να αποβλέπουν στο συμφέρον του «συμπαραστατούμενου». Πριν από κάθε ενέργεια ή απόφαση, πρέπει να επιδιώκεται η προσωπική επικοινωνία με τον «συμπαραστατούμενο» και να συνεκτιμάται η γνώμη του», αλλά δεν προβλέπεται τίποτα το σαφές ως προς τα προσόντα που συγκροτούν την ικανότητα και την επάρκεια του «συμπαραστάτη» να κατανοεί τις ανάγκες του «συμπαραστατούμενου», καθώς και της ανταπόκρισής του στον εν λόγω ρόλο - ούτε ως προς την ακύρωση του διορισμού ενός ακατάλληλου «συμπαραστάτη».

Η ακύρωση του διορισμού ενός «συμπαραστάτη» θα έπρεπε να προβλέπεται όχι μόνο όταν διαπιστώνεται ανοιχτός σφετερισμός των περιουσιακών στοιχείων (ακόμα και σ΄ αυτή την περίπτωση, σπάνια γίνεται προσφυγή για ακύρωση), αλλά και όταν αυτός καθυστερεί, μέχρι ματαίωσης, την ικανοποίηση των αναγκών του «συμπαραστατούμενου» και του παρέχει, σε καθημερινή βάση, ένα επίπεδο ζωής πολύ κατώτερο, ή ποιοτικά διαφορετικό, απ΄ αυτό που δικαιολογεί η περιουσιακή κατάσταση του τελευταίου.

Από την άλλη, δεν υπάρχει καμιά ευελιξία για την αντιμετώπιση καταστάσεων ψυχικής υγείας «ενδιάμεσων»- δηλαδή, τέτοιων που κάνουν το άτομο, σταθερά και περιοδικά, να κυμαίνεται ανάμεσα σε καταστάσεις κρίσης (επιδείνωσης της ψυχικής του δυσφορίας, υποτροπών) και καταστάσεις που είναι καλά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι κρίσεις μανίας, αλλά και πολλές καταστάσεις ψυχωτικές, οριακές και άλλες. Πρόκειται, δηλαδή, για άτομα που οι νοητικές και βουλητικές τους λειτουργίες δεν επηρεάζονται τόσο πολύ ώστε να έχουν υποστεί στο παρελθόν ή να προβλέπεται ότι θα υποστούν στο μέλλον άρση της δικαιοπρακτικής τους ικανότητας. υπό τη μορφή της μερικής ή ολικής συμπαράστασης. Και όμως, τα άτομα αυτά δεν κινδυνεύουν μόνο από μια πιθανή ακύρωση της νομικής τους υπόστασης, αλλά και από μια άλλη μοίρα, αυτή της εγκατάλειψης. Χρειάζεται, επομένως, μια πρόβλεψη που θα μπορεί στη μεγαλύτερη διάρκεια του χρόνου να μένει ανενεργής, αλλά που, σε ορισμένες στιγμές, ή μικρές περιόδους, να δραστηριοποιείται (με ταχείες διαδικασίες) για ορισμένες ενέργειες που το άτομο δεν θα μπορεί να κάνει μόνο του, ή που θα τις κάνει με τρόπο που θα απειλείται ανεπανόρθωτη βλάβη των συμφερόντων του.

Η «επικινδυνότητα» κατέχει, προφανώς, την πρωτοκαθεδρία στον Ποινικό Νόμο, άρθρα 34, 69 και 70 του ΠΚ.  Εδώ, το δικαστικό σύστημα, που ρουτινιάρικα επικυρώνει και διεκπεραιώνει τους εγκλεισμούς του 2071, αποθεώνει την φυλακτική λογική εις βάρος της θεραπείας. Ενώ το άρθρο 34 ΠΚ χαρακτηρίζει τον ασθενή, που έχει διαπράξει αδίκημα, ως «ακαταλόγιστο» και τον απαλλάσσει, δηλαδή τον «αθωώνει» «λόγω  νοσηρής διατάραξης των πνευματικών του λειτουργιών», τα άρθρα 69 και 70 ΠΚ προβλέπουν ασφαλιστικά μέτρα, πρώτον, θεραπείας και δεύτερον, φύλαξης για ένα άτομο εν δυνάμει επικίνδυνο.

Θεραπεία και επικινδυνότητα σε αντίφαση μεταξύ τους, με την φύλαξη να πνίγει την θεραπεία, που, στη σύγχρονη ψυχιατρική, είναι αδιανόητη χωρίς εξόδους (μέσω αδειών, με συνοδεία κλπ) από το Ψυχιατρείο, χωρίς κοινωνικοποιητικές εν γένει δραστηριότητες. Αλλά ο νόμος ακυρώνει ακριβώς τις προϋποθέσεις της θεραπείας, απηχώντας τη θεραπευτική λογική της εποχής στην οποία θεσμοθετήθηκε : πρώτα θεραπεία και μετά έξοδος. Ο νόμος (και κατ΄ επέκτασιν ο δικαστής που τον εφαρμόζει) δεν ενδιαφέρεται για το γεγονός ότι το Ψυχιατρείο δεν μπορεί να επιτελέσει λειτουργίες φύλαξης παρά μόνο αν κλειδαμπαρωθεί, ότι η λειτουργία του είναι, εξ΄ αντικειμένου, αρκετά «χαλαρή» σε σχέση με τις οποιεσδήποτε απαιτήσεις μιας φυλακτικής λειτουργίας.

Την ίδια στιγμή, ωστόσο, το άρθρο 70 παρ. 2 τονίζει ότι «η φύλαξη συνεχίζεται για όσο χρόνο το επιβάλλει η δημόσια ασφάλεια». Ετσι, από «θεραπευτικό» μέτρο στην κατεύθυνση της φύλαξης, το ασφαλιστικό μέτρο του άρθρου 69 μετατρέπεται, ουσιαστικά, σε «ποινή» και μάλιστα τέτοια, ώστε το πότε θα λήξει, εξαρτάται, αφενός από τον ψυχίατρο (όταν, προφανώς, κρίνει ότι «έγινε καλά», ότι δεν είναι πια «επικίνδυνος») και, αφετέρου, από τον δικαστή, που όταν έρθει η ώρα να κρίνει την «απόλυση» ενός ασθενή, αυτό που θα βαρύνει, είναι η κοινωνική επικινδυνότητα, ενίοτε στην πιο κραυγαλέα (ανεύθυνη και ανερμάτιστη) μορφή της.

Οι «λύσεις» που «συζητούνται», είναι είτε η ίδρυση, γι΄ αυτούς τους ασθενείς, ενός ειδικού τμήματος μέσα στο ψυχιατρείο, ή η δημιουργία ειδικών ψυχιατρείων για την κράτησή τους, ανεξάρτητων από τα υπάρχοντα ψυχιατρεία. Ορισμένοι, μάλιστα, δεν θ΄ απέκλειαν και τη λύση του ψυχιατρείου των φυλακών Κορυδαλλού. Σε κάθε περίπτωση, θα πρόκειται για «λύση» διαχειριστικού χαρακτήρα, υπό το κράτος της συγκυριακής πίεσης (πιθανώς με τη συνήθη, σ΄ αυτές τις περιπτώσεις, προχειρότητα), αλλά ενταγμένη, ωστόσο, ως περιεχόμενο, στις ανάγκες και στις λογικές διαχείρισης και ελέγχου κάθε παράγοντα «κοινωνικής αταξίας», που διέπουν τη σύγχρονη βιο-πολιτική και τη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού.

Καθώς σήμερα, τα όρια ανάμεσα στον κοινωνικό αποκλεισμό και τον εγκλεισμό είναι πολύ λεπτά, όσο περισσότερο βαθαίνει ο αποκλεισμός, τόσο περισσότερο τα αποκλεισμένα άτομα κινδυνεύουν να καταλήγουν πιο συχνά (ή εκ νέου) στον εγκλεισμό. Οι επικρατούσες σήμερα επιλογές διεθνώς,  ιδιαίτερα των δυτικών χωρών που ηγούνται στη σημερινή φάση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, κυμαίνονται από την αναδιάταξη του αποκλεισμού και την εκ νέου οικοδόμηση αποθηκών και θυλάκων διαφόρων μορφών εγκλεισμού.

Καθώς, όπως γράφει ο Zygmunt Bauman, «οι θεσμοί του ‘κράτους πρόνοιας’ βαθμιαία αποδιαρθρώνονται και καταργούνται…οι προστατευτικές λειτουργίες του κράτους περιορίζονται πλέον σε μια μικρή μειονότητα αναπήρων και ανίκανων προς εργασία - παρότι και αυτή ακόμα η μειονότητα τείνει πλέον να κατηγοριοποιείται όχι υπό όρους κοινωνικής φροντίδας, αλλά υπό όρους νόμου και τάξης. Ετσι, η αδυναμία να συμμετέχει κανείς στο παιχνίδι της αγοράς τείνει ολοένα περισσότερο να θεωρείται έγκλημα».

Αυτή η κατάσταση έχει ως συνέπεια, το φάσμα των επίσημων επιλογών και για τους ψυχικά πάσχοντες που κρίνονται «επικίνδυνοι», να περιορίζεται αναπόφευκτα εντός των πλαισίων που καθορίζουν αυτές ακριβώς οι γενικότερες κατευθύνσεις των σύγχρονων εξουσιαστικών μηχανισμών, που διακατέχονται από την «εμμονή» και λειτουργούν με άξονα την «ασφάλεια» κατά των «εσωτερικών και εξωτερικών κινδύνων», με την όρθωση τειχών κατά του κάθε είδους «διαφορετικού», στην κατεύθυνση μιας διακυβέρνησης υπό καθεστώς «έκτακτης ανάγκης» και «μηδενικής ανοχής», με την κατασκευή και επιβολή ειδικών «τρομονόμων», που συνεπάγονται τη δραστική συρρίκνωση των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Οι μεταρρυθμίσεις των μεταπολεμικών χρόνων μεταστρέφονται, στη μια δυτική χώρα μετά την άλλη, σε αντιμεταρρυθμίσεις. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, η κυβέρνηση Μπλερ επιχειρεί να μεταρρυθμίσει τον βρετανικό νόμο για την ψυχική υγεία σε αντιδραστική κατεύθυνση, προβλέποντας, αφενός, υποχρεωτική θεραπεία των ασθενών, που διαμένουν στο σπίτι τους και αφετέρου, τον εγκλεισμό των ατόμων με ψυχοπαθητική προσωπικότητα στο ψυχιατρείο, ακόμα και όταν δεν έχουν διαπράξει κανένα αδίκημα, ακόμα και όταν, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των ατόμων αυτών, δεν αναμένεται βελτίωση της ψυχικής τους κατάστασης. Στις ΕΠΑ, (στα πλαίσια μιας γενικότερης σκλήρυνσης του Ποινικού Συστήματος, που, μεταξύ άλλων, «φιλοξενεί» στις φυλακές ένα μεγάλο αριθμό ψυχικά πασχόντων και φτωχών) η βαρβαρότητα της θανατικής ποινής δεν σταματά ούτε μπροστά στο πολύ νεαρό της ηλικίας, ούτε μπροστά στην ψυχική αρρώστια και στη νοητική καθυστέρηση (άτομα νοητικά καθυστερημένα στέλνονται, το ένα πίσω από το άλλο, στην ηλεκτρική καρέκλα).

Το πρόβλημα, ωστόσο, των ψυχικά πασχόντων, που διαπράττουν εγκληματικές πράξεις χρειάζεται απάντηση (όπως, άλλωστε, όλες οι ανάγκες τους) και όχι «διαχείριση» και «τακτοποίηση». Μπορεί ν΄ αρχίσει να γίνεται κατανοητό στις πραγματικές του διαστάσεις (χωρίς ποτέ να επιδέχεται εύκολες και μονόπλευρες λύσεις) μόνο αν επιχειρήσουμε να το αντιμετωπίσουμε στη ρίζα του, στο πώς, δηλαδή, βλέπουμε τον ψυχικά πάσχοντα : ως ανεύθυνο (με νομική υπόσταση υπό αίρεση ή πλήρως ακυρωμένη), ή ως «υποκείμενο ευθύνης», αν και άρρωστο – το οποίο η αρρώστια, ωστόσο, δεν ακυρώνει ως υποκείμενο ;

Η σχέση ανάμεσα στην υποκειμενικότητα και την ευθύνη, από τη μια και στην τρέλα,

από την άλλη, είναι μια σχέση αμοιβαίου, απόλυτου και παντοτινού αποκλεισμού, ή μια σχέση, της οποίας πρέπει να αναζητείται πάντα η ιδιαίτερη διαλεκτική, η ειδική συνάρθρωση των μερών της; Η τρέλα ακυρώνει πλήρως (έστω κι΄ αν, μερικές φορές, αναμφισβήτητα «θολώνει») το υποκείμενο (το πρόσωπο), ή είναι ένας τρόπος που αυτό «τίθεται απέναντι τον κόσμο και στους άλλους» (ένα τρόπος «δύσκολος» μεν, αλλά όχι «πέραν της δυνατότητας» για επικοινωνία και κατανόηση);

Περισσότερο από το να «προστατεύει» τον ασθενή, ο χαρακτηρισμός (και η αντίστοιχη θεσμική μεταχείριση) του «ακαταλόγιστου» συμβάλλει, αντίθετα, στην ακύρωση της υποκειμενικότητάς του και, έτσι, στην αδυναμία του ν΄ αναγνωρίσει το νόημα των πιο δραματικών και ζοφερών πτυχών, αλλά ίσως και των πιο «ιστορικών» («σημαδιακών») στιγμών της ίδιας της ύπαρξής του. Οσο πιο ανεύθυνο τον θεωρούμε, όσο λιγότερο του «καταλογίζουμε» την πράξη του, τόσο περισσότερο δυσκολεύουμε όχι μόνο την ανάληψη της ευθύνης γι΄ αυτήν, αλλά, ενίοτε, την ίδια την αναγνώριση της πράξης ως δικής του πράξης, της υπόστασης και του νοήματός της, καθώς και των προσωπικών, σχεσιακών, ηθικών και κοινωνικών της συνεπειών.

Αποτελεί μιαν εξαιρετικά απλοϊκή (γραμμική και μονόπλευρη) προσέγγιση η απόδοση της όποιας παραβατικής πράξης στην ψυχοπαθολογία και μόνο και στα «μυστήρια της ψύχωσης». Αντίθετα, αυτή είναι, συνήθως, προϊόν της αλληλεπίδρασης του πάσχοντος με το «πλαίσιό» του, αντίδραση ενός ατόμου - με νοσηρές οπωσδήποτε, σε άλλοτε άλλο βαθμό και σε άλλοτε άλλη ένταση, λειτουργίες - σε μιαν εξουσιαστική, καταπιεστική, πνιγηρή καθημερινότητα : μόνο στη βάση του «πλαισίου» μπορεί ν΄ αναδυθεί το νόημά της. Η απόδοση ευθύνης έχει ακριβώς να κάνει μ΄ αυτό το σχεσιακό χαρακτήρα της πράξης (την εκτύλιξη και την εξήγησή της στη βάση του «πλαισίου»), όπου ο ασθενής αναγνωρίζεται και λειτουργεί ως «κοινωνικό υποκείμενο», παρά τη νοσηρή του διαταραχή.

Η ταύτιση της τρέλας με το «ακαταλόγιστο» δεν κάνει άλλο από το να συμβάλλει στο μύθο της «ανευθυνότητας» και της «επικινδυνότητας» του τρελού – και όχι μόνο του τρελού που διαπράττει παραβατικές πράξεις. Ο κοινωνικός στιγματισμός και η κοινωνική περιθωριοποίηση, που αυτή η κοινωνική στάση και προκατάληψη έχουν ως συνέπεια, οδηγεί στον ασθενή να τείνει να συμπεριφέρεται σύμφωνα με την ετικέτα που του έχουν αποδώσει (labeling), δηλαδή, ως ανεύθυνος, αναξιόπιστος και, εν πάσει περιπτώσεις, ως κάποιος που οι παραβατικές/εγκληματικές του πράξεις δεν θα έχουν ποινικές συνέπειες

Το πρόβλημα των λεγόμενων «ακαταλογίστων» είναι, σε τελευταία ανάλυση, το πρόβλημα της τρέλας και, επομένως, στην καρδιά των προβλημάτων της Ψυχιατρικής. Είναι, εκτός από επιστημονικό, ένα, επίσης, βαθιά κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα – και η όποια συγκυριακή λύση δεν πρόκειται να κάνει άλλο από να το διαχειριστεί προσωρινά - από «υπουργείο σε υπουργείο», μέχρι και η νέα λύση να καταλήξει στα ίδια και χειρότερα αδιέξοδα. Αυτό που χρειάζεται δεν είναι να βρεθεί ο καταλληλότερος χώρος εγκλεισμού, αλλά η ριζική αλλαγή της αντιμετώπισης των ψυχικά πασχόντων παραβατών και της ποινικής τους μεταχείρισης.

Το άρθρο 36 του Π.Κ. προβλέπει τον «μερικό καταλογισμό». Αυτό δίνει τη δυνατότητα επεξεργασίας μια ποινικής αντιμετώπισης των ψυχικά πασχόντων η οποία, πλην σπανίων περιπτώσεων, δεν θ΄ απαλείφει πλήρως τον καταλογισμό, αλλά θα προβλέπει την επιβολή μιας ποινής, με άλλοτε άλλου βαθμού μειωμένο καταλογισμό και με σοβαρά ελαφρυντικά. Αυτή η ποινή δεν θα πρέπει επ΄ουδενί να εκτίεται στις φυλακές, ούτε, όμως, στο ψυχιατρείο.

Δεν θα πρέπει, επίσης, να προβλέπεται η έκτισή της σε «ειδικά καταστήματα» (εντός ή εκτός των ψυχιατρείων ή των φυλακών). Δεν είναι μόνο η θλιβερή εμπειρία της γνωστής λειτουργίας των τμημάτων «κρατουμένων» ή «ακαταλογίστων» (σε ΨΝΑ και ΨΝΘ) – είναι, πρωτίστως, η επιστημονική μας (πλέον) γνώση ότι ένα ψυχιατρικό τμήμα ή ένα ανεξάρτητο κλειστό ψυχιατρικό κατάστημα, που θα λειτουργεί στην φυλακτική λογική (με όσες ρητορικές διακηρύξεις περί εισαγωγής θεραπευτικών δεδομένων κι΄ αν ξεκινήσει η λειτουργία του), θα μετατραπεί νομοτελειακά, από την ίδια τη φύση του, σ΄ ένα σκληρό, αυταρχικό πλαίσιο, με πρώτο μέλημα την πειθαρχημένη διαβίωση ενός εκρηκτικού μείγματος εγκλείστων (πιθανώς, μάλιστα και συνεχώς αυξανόμενου σε αριθμό). Θα είναι ένα ολοπαγές ίδρυμα (total institution), στην κατεύθυνση, μάλιστα, της τυπολογίας της φυλακής μάλλον, παρά του ψυχιατρείου.

Θα μπορούσε, ωστόσο, να προβλεφθεί η θεσμοθέτηση εναλλακτικής ποινικής μεταχείρισης (εκτός φυλακής) τουλάχιστον των ατόμων με σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας (αλλά και άλλων κατηγοριών του πληθυσμού, σε μια λογική γενικότερου εξανθρωπισμού και εκδημοκρατισμού ενός βάρβαρου και απάνθρωπου σωφρονιστικού συστήματος).

Η εναλλακτική σωφρονιστική μεταχείριση θα πρέπει, απαραίτητα, να είναι συνδεδεμένη με την παροχή υπηρεσιών ψυχικής υγείας (με την ολόπλευρη κάλυψη από μια κοινοτική υπηρεσία ψυχικής υγείας) η οποία θα μπορεί να περιλαμβάνει και τη νοσηλεία (στο βαθμό που αυτή χρειάζεται και με τους ίδιους όρους, σκεπτικό και προϋποθέσεις, όπως ισχύει με κάθε άλλο ψυχικά πάσχοντα).

Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, ενώ η φυλάκιση δεν μπαίνει καν σε συζήτηση γιατί, μεταξύ άλλων, είναι μια συνθήκη ακραία επιβαρυντική για τη ψυχική υγεία (και όχι μόνο των ψυχικά πασχόντων), η πρόβλεψη, από την άλλη, από μια σειρά άρθρων (37-40) του Π.Κ, να επιβάλλονται ποινές φυλάκισης που εκτίονται στο ψυχιατρείο (μπορεί να φτάσουν μέχρι και τα 15 χρόνια), είναι, επίσης, μια απαράδεκτη διαδικασία η οποία (εκτός από το ό,τι προσφέρεται για παραπλανητική χρησιμοποίησή της για την αποφυγή της φυλακής απ΄ όσους έχουν τα «μέσα»), χρησιμοποιεί το ψυχιατρείο ανοιχτά ως φυλακή. Τέτοιες διατάξεις πρέπει, προφανώς, να καταργηθούν.

Συμπερασματικά, το ζήτημα δεν απλώς η ανεύρεση του καταλληλότερου τρόπου εγκλεισμού των παραβατών που πάσχουν από σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας, αλλά η ριζική μεταρρύθμιση του ίδιου του Ποινικού Κώδικα (άρθρα 34, 69, 70 κλπ) και η αλλαγή της κουλτούρας των επαγγελματιών ψυχικής υγείας (και πρώτων των ψυχιάτρων) και των δικαστών και εισαγγελέων, ως προς την ευκολία ν΄ ακυρώνουν την υποκειμενικότητα και ν΄ ανευθυνοποιούν τους ψυχικά πάσχοντες, μέσα από αποφάσεις, γνωματεύσεις και πραγματογνωμοσύνες.

Μέσα στις συνθήκες της πρωτοφανούς κρίσης που διαπερνά το Δικαστικό  Σύστημα και της αποτελμάτωσης στο χώρο της Ψυχικής Υγείας, θα υπέθετε κανείς ότι η παραδοσιακά «ασθενής» επικοινωνία ανάμεσά τους δεν έχει και πολλές ελπίδες να καρποφορήσει σήμερα, που ο καθένας έχει πολλά να τακτοποιήσει στα του οίκου του… Κι΄ όταν λέμε επικοινωνία, εννοούμε ουσιαστικό διάλογο και όχι την (κάτω από νέους «επικοινωνιακούς» όρους) ανανέωση της πατροπαράδοτης «ιερής συμμαχίας» μεταξύ τους για μια διαχειριστικού τύπου αναδιευθέτηση της «τοποθέτησης» των ψυχικά πασχόντων του άρθρου 69.

Προσπάθειες διαλόγου έχουν γίνει στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν, αλλά είτε απέτυχαν, είτε εκτονώθηκαν σε ρητορείες. Ζητούμενο ήταν ανέκαθεν πώς θα μπορούσε να υπάρξει μια πραγματική γέφυρα ανάμεσα σε χώρους που εκκινούν από διαφορετικές αφετηρίες, μολονότι οι πρακτικές τους διασταυρώνονται στη ρύθμιση της διαδρομής (και της μοίρας) ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων μέσα στο ψυχιατρικό και στο ποινικό σύστημα. Οι μεν επικαλούνται ότι προασπίζουν δικαιώματα, οι δε την υγεία. Οι πρώτοι επιρρίπτουν στους άλλους ότι οι ορισμοί τους για την ψυχική αρρώστια και την επικινδυνότητα είναι αόριστοι και ασαφείς, ενώ οι δεύτεροι επιρρίπτουν στους πρώτους ότι οι δικοί τους ορισμοί διέπονται από μια ακαμψία, που ακυρώνει την πολυπλοκότητα της ψυχικής διαταραχής.

Το σίγουρο είναι ότι, ανεξάρτητα από τις όποιες ρητορείες, η μοίρα των ψυχικά πασχόντων (ιδιαίτερα αυτών που ανήκουν στα πιο φτωχά στρώματα )  είναι πέραν των ορισμών  και των διατάξεων, πέραν των νόμων, παλιών ή καινούργιων. Επείγει, λοιπόν, το άνοιγμα μιας σοβαρής συζήτησης για το ζήτημα των δικαιωμάτων και των σχέσεων Ψυχιατρικής και Ποινικού/δικαστικού Συστήματος, όχι τόσο (και οπωσδήποτε όχι μόνο) ανάμεσα στα εκατέρωθεν «επίσημα σώματα», αλλά, πρωτίστως, ανάμεσα στους λειτουργούς που είναι στην πρώτη γραμμή και από τις δύο πλευρές : ανάμεσα σε λειτουργούς ψυχικής υγείας, προοδευτικούς και ευαισθητοποιημένους νομικούς, συλλόγους οικογενειών και «χρηστών», φορείς που παλεύουν για δικαιώματα και κατά των κάθε είδους διακρίσεων, συνδικάτα και άλλους. Μια τέτοια συζήτηση θα έπρεπε ν΄ αναδείξει τη σημασία της συγκρότησης εκείνου του συλλογικού υποκειμένου το οποίο (όπως αναφέρθηκε στη αρχή) ως κίνημα, θα διεκδικήσει αναγνώριση και διεύρυνση των δικαιωμάτων των ασθενών, αξιοπρέπεια και όρους ποιοτικής προσφοράς των λειτουργών, αλλά και τους υλικούς όρους που θα έκαναν δυνατή την εφαρμογή τους.

Βιβλιογραφικές αναφορές

1.«Τετράδια Ψυχιατρικής» Νο 46 (αφιέρωμα Ψυχική Υγεία – Νομικό πλαίσιο), 1994

2.«Τετράδια Ψυχιατρικής» Νο 60 (αφιέρωμα Ψυχική Υγεία και Δικαιώματα), 1997

3. Μίλτου Λειβαδίτη : «Ψυχιατρική και Δίκαιο», εκδ. Παπαζήση, 1994.

4. Paolo Cendon : “Una terapia per il dirito”, στη συλλογική έκδοση (πρακτικά συνεδρίου) “La pratica terapeutica tra modello clinico e riproduzione sociale”, Centro di documentazione di Pistoia Editrice, 1987.

5. Zygmunt Bauman : « Σπαταλημένες ζωές - οι απόβλητοι της νεωτερικότητας», εκδ.

Κατάρτι, 2005.

Θ. ΜΕΓΑΛΟΟΙΚΟΝΌΜΟΥ

 


Νέα του Blog

Το αδύνατο που έγινε δυνατό

20.02.2017 | Slider
Εμφανίσεις: 4126