Η «κόπωση» των λειτουργών είναι ένα συχνό βίωμα στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Ως «κόπωση» περιγράφεται τόσο η «έλειψη ικανοποίησης» και η «ψυχική κούραση» στο χώρο εργασίας, όσο και η «ψυχική εξάντληση» και η «παραίτηση» από προσπάθειες για μεταρρύθμιση του ψυχιατρικού θεσμού.
Πολλοί λειτουργοί ψυχικής υγείας μπορεί να αιστανθούν, αργά ή γρήγορα, σαν «τη φλόγα που χορεύει, δίνει ζεστασιά, ενέργεια και φώς και, τελικά, σβήνει όταν τελειώσει η πηγή της ενέργειάς της καί μένει μόνο ο εσωτερικός πυρήνας - από στάχτη και θάνατο, αδυνατώντας πιά νά δώσει ζεστασιά, ενέργεια ή φώς» (Prophit, 1981).
Μια άλλη αναλογία που χρησιμοποιείται, είναι αυτή του "σβησμένου σπίρτου", για την περιγραφή μιας "κατάστασης φυσικής, συναισθηματικής και νοητικής εξάντλησης, που μπορεί να συμβεί σαν αποτέλεσμα της μακροχρόνης δουλειάς με ανθρώπους, σε καταστάσεις που είναι συναισθηματικά απαιτητικές" (Pines, 1980).
Στη διεθνή βιβλιογραφία το «burnout» θεωρείται ένας πιθανός κίνδυνος των επαγγελμάτων ψυχικής υγείας, που μπορεί ν΄ αναπτυχθεί με αυξημένη συχνότητα σ΄ αυτά, λόγω της «φύσης του αντικειμένου της εργασίας», που αφορά την ενασχόληση με ανθρώπους με σοβαρά ψυχικά προβλήματα, αποσυρμένους, με συχνές υποτροπές και ψυχοκοινωνικά μειονεκτούντες.
Ως συμπτώματα του «συνδρόμου» θεωρούνται, κατ΄ αρχήν, η βαθμιαία έλειψη ενθουσιασμού. Σιγά-σιγά, γίνεται κανείς όλο και λιγότερο διαθέσιμος, είτε για να εργασθεί, είτε για συζήτηση. Αποφεύγει τους άλλους - πρώτα ορισμένους, αργότερα ίσως όλους. Βρίσκει όλο και δυσκολώτερο να αφιερώσει το χρόνο που πριν αφιέρωνε στους ασθενείς. Αν ήταν συνεπής στα ραντεβού του και τις συναντήσεις, τώρα αρχίζει να γίνεται ασυνεπής. Από ανοιχτός, πριν, στο καινούργιο, στην επινόηση, στην πρωτοβουλία, αποχτάει μιαν αμυντική στάση, προσπαθώντας να είναι, στην καλλίτερη περίπτωση, τυπικός στα καθήκοντά του. Αρχίζει, συχνά χωρίς να το καταλαβαίνει, να είναι αντίθετος στην αλλαγή. Αισθάνεται όλο και περισσότερο δυστυχής και ότι χάνει το χρόνο του στη δουλειά του, αν όχι τη ζωή του την ίδια. Μειώνει τη φροντίδα και το ενδιαφέρον, αυξάνει τις ενέργειες ελέγχου, αισθάνεται απόμακρος. Γίνεται ευερέθιστος, απαισιόδοξος, ενώ, συχνά, μπορεί να καλύπτει την κόπωση με μια φυγή στον ακτιβισμό - τουλάχιστον σε μια πρώτη φάση.
Όλα αυτά έχουν περιγραφεί και με ένα πιο στενά κλινικό τρόπο, που έχει οδηγήσει στην κατασκευή του «burnout» ως μιας νοσολογικής οντότητας, η οποία θεωρείται ότι αποτελείται από μια τριάδα μετρήσιμων συμπτωμάτων:
1. Συναισθηματική εξουθένωση, κατά την οποία τα συναισθηματικά αποθέματα του εργζόμενου εξαντλούνται.
2. Απροσωποποίηση, κατά την οποία εκφράζονται αρνητικές έως απάνθρωπες στάσεις προς τους ασθενείς, οι οποίοι θεωρούνται ότι «αξίζουν» τα προβλήματά τους.
3. Η μειωμένη προσωπική ικανοποίηση, κατά την οποία γίνεται αρνητική αξιολόγηση του εαυτού μέσα στην εργασία.
Το άτομο αναφέρει:
-σωματική εξάντληση,
-αϋπνία,
-παρατεταμένη χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών,
-προβλήματα με την οικογένεια και τους φίλους,
-μόνιμες αναφορές σε εργασιακές πιέσεις.
Υπάρχει και ένα ερωτηματολόγιο (ΜΒΙ-Maslach Burnout Inventory) το οποίο μετρά την υψηλή, μέση, ή χαμηλή εργασιακή εξουθένωση.
-Η υψηλού βαθμού εργασιακή εξουθένωση παρουσιάζει ένα συνδυασμό υψηλής βαθμολόγησης στις κλίμακες της συναισθηματικής εξουθένωσης και της απροσωποποίησης, με χαμηλή βαθμολόγηση στην κλίμακα της προσωπικής ικανοποίησης.
-Η μετρίου βαθμού εργασιακή εξουθένωση παρουσιάζεται με μέτριες βαθμολογήσεις και στις τρεις κλίμακες.
-Η χαμηλού βαθμού εργασιακή εξουθένωση συνδέεται με χαμηλή βαθμολόγηση στη συνασθηματική εξουθένωση και στην απροσωποποίηση και με υψηλή βαθμολόγηση στην προσωπική ικανοποίηση.
Oi συνήθεις συμβουλές για την αντιμετώπιση τού burnout είναι:
- η εξασφάλιση μιας ποικιλίας στη δουλειά του ατόμου κάθε μέρα,
- να αποσπάται από το χώρο εργασίας,
-να ενθαρρύνεται η υπευθυνότητα και ο έλεγχος που ασκεί στη δουλειά του,
-να εγκαθιδρύεται ένας μηχανισμός διαρκούς αλληλοτροφοδότησης και
στήριξης.
Συνιστάται ακόμα,
- να "κλείνει τους διακόπτες" ανάμεσα στο σπίτι και τη δουλειά,
- να οργανώνει την ανάπαυσή του,
- να μην παίρνει δουλειά στο σπίτι και
- να εναλλάσσει εργασία με σχόλη.
Επίσης,
- η από κοινού ψυχαγωγία της ομάδας,
- οι συναντήσεις ευαισθησίας,
- η ύπαρξη εξωτερικού επόπτη.
Αυτές οι οδηγίες και οι τεχνικές που τις συνοδεύουν, βασίζονται σε μιαν οπτική που βλέπει το εργασιακό πλαίσιο μάλλον ως δεδομένο, αμετάβλητο και αδιαπραγμάτευτο ως προς τις βασικές του παραμέτρους και επικεντρώνουν στην αλλαγή και προσαρμογή του ατόμου στο πλαίσιο αυτό.
Η έλειψη ικανοποίησης από την εργασία, η ψυχική και σωματική κόπωση, το «burnout», δεν αποτελούν, ωστόσο, μιαν ιδιαιτερότητα του χώρου της ψυχικής υγείας, όπου ένα σύνολο από τεχνικές και τακτικές θα μπορούσε να κάνει τον εργαζόμενο πιο αποδοτικό στη δουλειά του.
Θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλλίτερα την "κόπωση", αν τη δούμε ως
εκδήλωση - αντίδραση των εργαζομένων μέσα σ΄ ένα παραγωγικό σύστημα, που διέπεται από μια τέτοια οργάνωση της εργασίας, που αναπόφευκτα παράγει έλλειψη ικανοποίησης και δυσαρέσκεια, που φτάνει μέχρι και το μίσος για την εργασία. Αν στραφούμε, για μια στιγμή, στη φύση της εργασίας στις κατεστημένες οικονομικές και παραγωγικές σχέσεις, βλέπουμε ότι ο εργαζόμενος, που δεν ελέγχει το προιόν, τους όρους και τη διαδικασία της εργασίας του, που δεν αισθάνεται ότι μέσα σ΄ αυτήν εκφράζει τον αυθεντικό εαυτό του, την δημιουργική/παραγωγική του δραστηριότητα ως ανθρώπινου όντος, αντιμετωπίζει αυτή την εργασία του μόνο ως βιοποριστικό μέσο, ως αναπόφευκτη ανάγκη για ν΄ αναπαράγει τη βιολογική του ύπαρξη. Αυτή είναι η γνωστή «αλλοτριωμένη φύση τής εργασίας», κάτω από τις δεδομένες καπιταλιστικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και σχέσεις, όπου ο εργαζόμενος αποξενώνεται από το προιόν, τη δραστηριότητα και τον εαυτό του τον ίδιο (τον αυθεντικό του εαυτό του).
Προκειμένου ν΄ αντιμετωπιστούν οι συνέπειες στην παραγωγικότητα από τη δυσαρέσκεια και την έλλειψη ικανοποίησης των εργαζομένων, αναπτύχθηκαν διάφορες τεχνικές, με τη συνδρομή της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας, με στόχο ν΄ αυξήσουν το αίσθημα ικανοποίησης από την εργασία και την ενεργητικώτερη εμπλοκή των εργαζομένων στην αύξηση της παραγωγικότητας, χωρίς, φυσικά, η εργασιακή οργάνωση ν΄ αλλάζει στις ουσιαστικές, αλλοτριωτικές της παραμέτρους. Αντίθετα, οι τεχνικές αυτές αυξάνουν και βαθαίνουν, μάλλον, παρά καταπολεμούν την αλλοτρίωση.
Υπάρχει, φυσικά, μια ιδιαιτερότητα σε επαγγέλματα όπως αυτά της ψυχικής υγείας, όπου το «αντικείμενο» της εργασίας δεν είναι ένα αντικείμενο, ένα «πράγμα» (το προϊόν ενός εργοστασίου), αλλά ένα άλλο υποκείμενο – είναι η κατανόηση της ανθρώπινης οδύνης και των (αναπάντητων) αναγκών που αυτή εκφράζει - και η απάντηση σ΄ αυτές.
Αν δούμε το φαινόμενο της «κόπωσης» στη βάση της αλληλεπίδρασης των εργαζομένων με το εργασιακό τους πλαίσιο, τότε αυτό δεν είναι παρά μια περίπτωση ανικανότητας (disability) για εργασία, που προέρχεται από παράγοντες που σχετίζονται με αυτή την αλληλεπίδραση (work related disability). Για να γίνει κατανοητή η εργασιακή «κόπωση» απαιτείται μια συστημικού χαρακτήρα πολυπαραγοντική προσέγγιση (πολιτιστικοί, κοινωνικοί, βιολογικοί καί κοινωνικοί παράγοντες) για να εξηγηθεί, πχ, η σχέση με την εργασία μιας σειράς ατόμων που, χωρίς να έχουν αποφασίσει (συνειδητα ή ασυνείδητα) να σταματήσουν να εργάζονται και χωρίς να έχουν μια προφανή φυσική ή ψυχική διαταραχή, οδηγούνται στην απομάκρυνση από την εργασία, εξαιτίας μιας σειράς παραγόντων, που λειτουργούν σ΄ ένα σύστημα αλληλεπίδρασης ανάμεσα στον εργαζόμενο και το φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον.
Πρέπει να μελετήσει κανείς, κατ΄ αρχήν, την «εργασιακή κουλτούρα», δεδομένου ότι διαφορετική κουλτούρα της εργασίας υπάρχει σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους και στην ίδια ιστορική περίοδο, ανάλογα με την κοινωνική τάξη, τα διάφορα στρώματα της ίδιας τάξης, την ιστορία και τις εμπειρίες τους (πχ, πουριτανική εργασιακή ηθική, κουλτούρα της «σχόλης» κλπ). Εκπαίδευση, φύλλο και κοινωνικοοικονομική κατάσταση παίζουν το ρόλο τους στην ανάπτυξη μιας
συγκεκριμμένη «εργασιακής κουλτούρας».
Πρέπει, επιπλέον, να μελετήσει την κουλτούρα της συγκεκριμμένης εργασιακής οργάνωσης (πχ, ψυχιατρείο, γραμμή συναρμολόγησης στο εργοστάσιο κλπ) και την ειδική θέση του ατομικού εργαζόμενου μέσα σ΄ αυτή την κουλτούρα, για να κατανοήσει, αφενός, την επίπτωση της διαταραχής σ΄ αυτούς που εργάζονται στη συγκεκριμμένη εργασιακή οργάνωση και, αφετέρου, τις διαφορετικές αντιδράσεις του κάθε εργαζόμενου μέσα στην ίδια εργασιακή κουλτούρα.
Μια σειρά από προσωπικούς παράγοντες συντελεί στην έλλειψη ικανοποίησης και την απομάκρυνση από μιαν εργασία. Ορισμένοι ανθρωπολόγοι αναφέρονται στην έννοια του "πολιτιστικού shock" για να περιγράψουν την επίδραση μιας ορισμένης κουλτούρας εργασίας σε κάποιον που για πρώτη φορά έρχεται σ΄ επαφή μ΄ αυτήν.
-Αυτό μπορεί να συμβεί σε κάποιον, για οποιαδήποτε εργασία, αν δεν είχε ποτέ στο παρελθόν προετοιμαστεί για να δουλέψει.
-Το ίδιο ισχύει για άτομα ευαίσθητα, που δυσκολεύονται να προσαρμοστούν σ΄ ένα άκαμπτο και ανταγωνιστικό εργασιακό πλαίσιο - ένα πλαίσιο, δηλαδή, όπου η επιδίωξη της μεγαλύτερης δυνατής παραγωγικότητας και αποτελεσματικότητας είναι βασικά στοιχεία για την επίτευξη του μέγιστου δυνατού κέρδους.
-Αλλά μια δουλειά μπορεί να είναι shock για κάποιον με μιαν άλλην έννοια, όταν, δηλαδή, οι ατομικές προσδοκίες από μιαν ορισμένη καρριέρα ή οργάνωση είχαν εσφαλμένως υπολογισθεί (λειτουργία, αξίες και status του εργασιακού πλαισίου, ευκαιρίες για εκπαίδευση και /ή προαγωγή κλπ).
Συχνά, το εργασιακό πλαίσιο είναι τέτοιο που απορρίπτει αμέσως έναν εργαζόμενο που, πιθανώς, έχει ιδιοσυγκρασιακά προβλήματα προσαρμογής στο πλαίσιο αυτό. Το εργασιακό πλαίσιο, που επικρατεί σήμερα, απαιτεί μιαν απεριόριστη προσαρμοστική ικανότητα του εργαζόμενου στις μεταβαλλόμενες συνθήκες (τεχνολογικές, αγοράς, ανταγωνισμού, εργασιακού κόστους).
Σύμφωνα με τον Carroll Brodsky, το “burnout” εμφανίζεται συχνά στα προνοιακά επαγγέλματα (helping professions), σε άτομα ευαίσθητα, στρατευμένα και με έντονα ιδεολογικά στοιχεία στη δουλειά τους, που βρίσκουν προσωπική πλήρωση στην προσφορά στούς άλλους. Τα άτομα αυτά φτάνουν σε απόγνωση όταν βλέπουν ότι δεν μπορούν ν΄ αλλάξουν τα πράγματα, ότι τους στερείται η αυτονομία στη δουλειά τους και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και αισθάνονται ότι το "σύστημα τους πνίγει". Το «burnout» μπορεί να εμφανιστεί «στη στιγμή», απότομα, όταν υπάρχει μια δραματική ασυμφωνία ανάμεσα στις προσδοκίες ενός άπειρου επαγγελματία ψυχικής υγείας, πχ, που έρχεται να δουλέψει σ΄ ένα εξαιρετικά στρεσσογόνο περιβάλλον, πχ, ένα ψυχιατρείο, όπου υπάρχουν
-κακές συνθήκες διαβίωσης των ασθενών,
-ελάχιστα μέσα για δουλειά και μια
-εχθρική σε κάθε αλλαγή διοίκηση.
Συνήθως, όμως, η διαδικασία είναι βαθμιαία και κάποιος καταλήγει στο «burnout» μετά από επανειλλημμένες απογοητεύσεις.
Ορισμένοι θεωρούν το “burnout” χαρακτηριστικό των επαγγελμάτων που έχουν να
κάνουν με "κοινωνική ανάσχεση" (buffer occupations), δηλαδή καταστολή, κοινωνικό έλεγχο, διαχείριση συγκρούσεων με κοινωνικές ομάδες και άτομα, όπως το αστυνομικό και σωφρονιστικό σώμα, οι διδάσκοντες, οι κοινωνικοί λειτουργοί, τα επαγγέλματα ψυχικής υγείας.
Οι σχετιζόμενοι με την εργασία παράγοντες, που, συνήθως, υπάρχουν όταν αναπτύσσεται αποξένωση από την εργασία και όταν μια ανικανότητα μετά από ατύχημα, ή αρρώστια, φαίνεται υπερβολική ή παρατεταμένη, είναι:
Ως πρός τό φυσικό περιβάλλον :
-η πληκτική, επαναληπτική εργασία με συνεχή επιτακτικότητα για αυξημένη παραγωγή,
-η βαρειά εργασία, που απαιτεί μεγάλη φυσική δύναμη,
-η επικίνδυνη εργασία,
-το δυσάρεστο και ανθυγιεινό περιβάλλον.
Ως πρός την εργασιακή οργάνωση:
-η χαμηλή αμοιβή (η επισφαλής εργασία, η ασυνέχεια στην αμοιβή κλπ),
-η ανισότητα στην αμοιβή και στην προαγωγική διαδικασία.
-ο αυταρχικός τρόπος επιτήρησης,
-η έλειψη επικοινωνίας ανάμεσα στους εργαζόμενους και τη διεύθυνση,
-η έλλειψη αυτονομίας
-η επικράτηση ευνοιοκρατίας στο σύστημα προαγωγών και αμοιβών,
-η ανοχή, ή και ευόδωση, από τη διεύθυνση σεξιστικών ή κοινωνικών διακρίσεων,
-οι συχνές αλλαγές στην εργασιακή οργάνωση, και
-όπου η λειτουργία της εργασιακής οργάνωσης είναι ν΄ αποτελεί, όπως αναφέραμε παραπάνω, ένα είδος "κοινωνικού αναχώματος” ανάμεσα στην κοινωνία και τους αποκλεισμένους της (ψυχιατρεία, φυλακές, ιδρύματα που προσφέρουν υπηρεσίες στις λεγόμενες "δύσκολες ομάδες").
Ειδικώτερα στον τομέα της ψυχικής υγείας, το «burnout» αφορά τόσο τους λεγόμενους επαγγελματίες του χώρου (ψυχίατρο, ψυχολόγο, κοινωνικό λειτουργό, νοσηλευτή, εργοθεραπευτή, λειτουργούς της αποκατάστασης κλπ) όσο και το παλιό, φυλακτικό και άλλο, προσωπικό των ψυχιατρείων και άλλων παρεμφερών ιδρυμάτων.
Οταν γίνεται αναφορά στόν όρο επαγγελματίας (ή λειτουργός) ψυχικής υγείας, συνήθως υπονοείται η ύπαρξη
-μιας ορισμένης επαγγελματικής, εξειδικευμένης γνώσης και
-ενός ήθους του επαγγέλματος,
που και τα δυο μαζί αποτελούν συστατικά ενός τρόπου εργασίας. Η κοινωνική επένδυση στην προετοιμασία ανθρώπων για επαγγελματική δραστηριότητα βασίζεται πάνω στην πεποίθηση ότι υπάρχει πράγματι επαγγελματική γνώση. Η ηθική πλευρά της επαγγελματικής δραστηριότητας είναι εξίσου σημαντική δεδομένου ότι το αντικείμενο της δραστηριότητας είναι άνθρωποι σε μιαν ευάλωτη και εξαρτημένη θέση.
Η άσκηση αυτής της λειτουργίας συνεπάγεται την επιδίωξη μιας αξιοσέβαστης θέσης, μιας έκδηλης κοινωνικής εκτίμησης και μιας αντίστοιχα αξιόλογης αμοιβής.
Η περιγραφή αυτή του «επαγγελματία», ως ενός «καλοπροαίρετου εργαλείου» για προσφορά στην κοινωνία, έχει υποστεί κριτική στο παρελθόν,
-πρώτον, γιατί δεν λαμβάνει υπόψιν την εξουσία του επαγγελματία, τόσο ατομικά, πάνω στο χρήστη, όσο και ως επαγγελματικού σώματος.
-δεύτερον, βλέπει το ρόλο του ως ενός ουδέτερου παράγοντα μέσα στην κοινωνική καί επαγγελματική διαδικασία, ενώ, στην πραγματικότητα, υπηρετεί μιαν ορισμένη τάξη πραγμάτων (ή την αλλαγή μιας ορισμένης τάξης πραγμάτων), επιτελώντας λειτουργίες τόσο κοινωνικού ελέγχου όσο καί φροντίδας. Εκτός από φορέας μιας «ειδικής γνώσης» είναι και φορέας μιας «κοινωνικής εντολής» για την αντιμετώπιση κρίσιμων καταστάσεων και για την ανάληψη των κινδύνων για πρόβλεψη και παρέμβαση, πράγμα που κάνει τη δράση του να κυμαίνεται από τη θεραπεία μέχρι τον κοινωνικό έλεγχο (συχνά, τον δεύτερο στο όνομα της πρώτης), δημιουργώντας ένα πεδίο αντιφάσεων και αμφισημίας.
-τρίτον, σύμφωνα μέ τόν Ivan Illich, μπορεί η δράση του επαγγελματία να έχει και μιαν απευθείας επιζήμια επίδραση στους ανθρώπους, στερώντας τους τη δυνατότητα αυτοβοήθειας και αμοιβαίας βοήθειας, την προσωπική πρωτοβουλία, υπαγορεύοντάς τους έναν ιδιαίτερο τρόπο κατανόησης και αντιμετώπισης των δυσκολιών τους και των αναγκών τους, απαλλοτριώνοντάς τους από την εξουσία πάνω στον εαυτό τους.
-τέταρτον, η ειδική επαγγελματική γνώση μπορεί να δημιουργήσει μιαν ιατρογενή παθολογία, η οποία, στο χώρο της ψυχικής υγείας, εκτός από τις παρενέργειες των σωματικών θεραπειών, είναι, κυρίως, γνωστή σαν ιδρυματισμός καί σαν «νέα χρονιότητα» ή νεοιδρυματισμός.
Οι επαγγελματίες (είτε έχουν, είτε δεν έχουν συνείδηση των περιορισμών και των αντιφάσεων του ρόλου και του επαγγέλματός τους) εισέρχονται στο χώρο της ψυχικής υγείας με ορισμένα κίνητρα, που εκτείνονται από την επιθυμία
-να βοηθήσουν τούς άλλους,
-ν΄ αποχτήσουν μια κοινωνική θέση και καταξίωση,
-να κερδίσουν χρήματα, αλλά καί, γιατί όχι,
-να γνωρίσουν τα μυστήρια της ζωής, τις αιτίες και τους μηχανισμούς της ψυχικής οδύνης
και φτάνουν μέχρι την επιθυμία μιας ευρύτερης πολιτικής, κοινωνικής και επιστημονικής παρέμβασης για τον εξανθρωπισμό της φροντίδας και το μετασχηματισμό των υπηρεσιών, με τρόπο που ν΄ανταποκρίνονται στις ανάγκες των πασχόντων για διατήρηση ή επαναπόχτηση της κοινωνικής τους ύπαρξης με πλήρη δικαιώματα.
Ορισμένοι δίνουν ιδιαίτερη σημασία στον "επανορθωτικό" χαρακτήρα του προσανατολισμού στα επαγγέλματα της ψυχικής υγείας, θεωρώντας ότι αφορά μιάν απάντηση σέ μιά ψυχική δυσφορία, είτε του εαυτού μας, είτε συγγενών ή φίλων.
Είναι γνωστό ότι η δουλειά με τους ψυχωσικούς και φτωχούς ανθρώπους, που ζουν μέσα στο άσυλο, είτε στα κράσπεδα του κοινωνικού ιστού, μέσα σ΄ ένα αποδιοργανωμένο κοινωνικό και οικογενειακό δίκτυο, χωρίς υποστηρικτικά συστήματα, είναι γεμάτη ματαιώσεις καί σισύφειες εκστρατείες. Ο επαγγελματίας βιώνει καθημερινά :
- συχνές αποτυχίες να βοηθήσει τους ανθρώπους και να αποκαταστήσει την υγεία
τους, παρόλη την προσπάθεια και την εξάντληση των επαγγελματικών του δυνατοτήτων.
- ζει καθημερινά με την ψυχική οδύνη και την υπαρξιακή και κοινωνική εκμηδένιση και καταστροφή.
- αντιμετωπίζει καθημερινά παγίδες, εναντίωση και αντίσταση από ένα παρασιτικό γραφειοκρατικό σύστημα που αντιστρατεύεται την αυτόνομη δράση και πρωτοβουλία, την εξατομικευμένη θεραπευτική σχέση, την απάντηση στις ανάγκες των πασχόντων.
Τα τρία αυτά στοιχεία λειτουργούν ταυτόχρονα και σε αλληλεπίδραση μεταξύ τους.
Συχνά, ένας καλοπροαίρετος επαγγελματίας βιώνει μιάν οξεία διάσταση αναμέσα σ΄αυτό που είχε το κίνητρο να κάνει και αυτό που υποχρεώνεται να κάνει στην καθημερινή πράξη.
Σε μιαν έρευνα πού έκανε η Isabel Menzies - Lyth, το 1988, σε μεγάλο γενικό νοσοκομείο της Βρετανίας, με αντικείμενο τους λόγους που οι σπουδάστριες νοσηλεύτριες εγκατέλειπαν σε μεγάλο ποσοστό τις σπουδές τους, βρήκε ότι αυτή η οξεία διάσταση οδηγούσε στην αποχώρηση τις πιο ικανές και ώριμες σπουδάστριες. Αυτό που τους εζητείτο να κάνουν ήταν προιόν της επίδρασης των αμυντικών ιδρυματικών μηχανισμών ενάντια στο άγχος πού γεννιέται από το να ζει κανείς μαζί με την οδύνη και απο τις συχνές περιπτώσεις αποτυχίας να την εξαλείψει. Με την σειρά τους, αυτοί οι μηχανισμοί δημιουργούν μιαν αμυντική κουλτούρα που διαπερνάει το ίδρυμα και αντιστρατεύεται το να είναι κανείς καλός στη δουλειά του, αναγκάζοντας, σχεδόν, τα άτομα να προσφέρουν μιαν απρόσωπη υπηρεσία, που δημιουργεί δυσφορία στους νοσηλευτές και έλλειψη ικανοποίησης στους ασθενείς.
Μερικοί από τους αμυντικούς αυτούς μηχανισμούς είναι :
-η ρήξη της εξατομικευμένης σχέσης με τον ασθενή.
-η απροσωποποίηση,
-η κατηγοριοποίηση και η άρνηση της σημασίας της ατομικότητας,
-η αποστασιοποίηση και η άρνηση τών προσωπικών αισθημάτων.
-η μείωση έως εξάλειψη της υπευθυνότητας και της συμμετοχής στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, προς όφελος τελετουργικών καθηκόντων (στρώσιμο κρεββατιών) και με επιβολή συνεχών ελέγχων.
-η μετάθεση των ευθυνών στους ιεραρχικά ανώτερους,
-η υποτίμηση των δυνατοτήτων προσωπικής ανάπτυξης ("η καλή νοσηλεύτρια γεννιέται, δεν γίνεται")
-υποκειμενικοί χαρακτηρισμοί και ανακατανομή του τι είναι «υπεύθυνο» και τι «ανεύθυνο» από τους έχοντες τήν εξουσία (Menzies - Lyth).
Γίνεται, συχνά, προσπάθεια νά αναχθούν οι αμυντικοί ιδρυματικοί μηχανισμοί σε ασυνείδητες διεργασίες, που έχουν μακρυνή καταγωγή στην ιστορία του προσώπου, σε μιαν ασυνείδητη ενοχή και παιδικές φαντασιώσεις. Δεν νομίζουμε, όμως, ότι χρειάζεται η καταφυγή σε υποθέσεις για το ασυνείδητο τη στιγμή που πρόκειται για κατανοητές και φυσιολογικές αντιδράσεις σε μιαν "αφύσικη" και "μη κανονική" κατάσταση. Εστω καί αν δεν είναι οι μόνες φυσιολογικές αντιδράσεις.
Είναι βέβαιο ότι το εργασιακό και υποστηρικτικό πλαίσιο παίζει μεγάλο ρόλο στην αντιμετώπιση των ιδρυματικών αμυντικών μηχανισμών και των κινδύνων του «burnout», ή, τουλάχιστον, στην περιορισμένη επίδρασή του και την ταχεία έξοδο από αυτό. Είναι διαπιστωμένο ότι οι παραπάνω μηχανισμοί αφορούν κυρίως ένα κλειστό
ιδρυματικό πλαίσιο, ή μια νεοιδρυματική δομή, που αναπαράγει στην κοινότητα τις
ιεραρχίες καί τη φιλοσοφία του ιδρύματος
Είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε, ωστόσο, κάτι που έχει επιβεβαιωθεί και σε έρευνες αλλού, ότι έντονο στρές δεν σημαίνει αυτόματα «burnout» καί έλλειψη ικανοποίησης. Πρέπει να δούμε την πηγή του στρές, που μπορεί να είναι ένα αυξημένο αίσθημα ευθύνης, βασισμένο πάνω σε μιαν υψηλή αυτοεκτίμηση και ικανοποίηση για τον αυτόνομο και καταξιωμένο ρόλο που ασκεί ο λειτουργός. Φυσικά, και αυτό το στρές πρέπει ν΄ αντιμετωπίζεται, γιατί, βέβαια, τα ψυχικά αποθέματα των ανθρώπων δεν είναι ανεξάντλητα.
Είναι διαπιστωμένο ότι, όσο λιγότερο η ομάδα καί η ηγεσία της, για λόγους αντικειμενικούς ή υποκειμενικούς, εξασφαλίζει τη στήριξη των μελών, τόσο περισσότερο η κόπωση αναπτύσσεται ταχύτερα καί επανέρχεται συχνώτερα.
Γιατί η κόπωση, όταν πρόκειται για διαδικασίες δομικών μετασχηματισμών, δεν μπορεί ούτε να εξορκιστεί, ούτε τελείως ν΄ αποφευχθεί. Πρέπει να έχει τους τρόπους να ξεπερνιέται. Τα προβλήματα δεν έχουν να κάνουν μόνο με τις αντιφάσεις μέσα στο ίδρυμα, αλλά με το σύνολο των κοινωνικών αντιφάσεων της δοσμένης κοινωνίας και με την επικρατούσα πολιτική στο χώρο της υγείας - και της ψυχικής υγείας ειδικώτερα.
Στις περιπτώσεις εμπλοκής των λειτουργών και γενικότερα των εργαζομένων, σε διαδικασίες μετασχηματισμού του θεσμού, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι το σύστημα προσπαθεί συνήθως ν΄ αφομοιώνει αυτό, το οποίο, παρά την προσπάθειά του να πνίξει αρχικά, κατάφερε να επιβιώσει και ν΄αναπτυχθεί.
Αφομοίωση από το σύστημα σημαίνει ότι η αντίφαση που ήρθε στην επιφάνεια αμφισβητώντας την κατεστημένη τάξη πραγμάτων (η ανθρώπινη αντίφαση της πάσχουσας ύπαρξης - που είναι το κεντρικό αφετηριακό σημείο για την εκτύλιξη της αντιφατικής/ανατρεπτικής διαδικασίας τής αποιδρυματοποίησης) ομαλοποιείται, αμβλύνεται - δημιουργούνται νέοι θεσμοί, νέες ακαμψίες καί αγκυλώσεις, ένα νέο έδαφος, πιο αποδεκτό, πιο συναινετικό, για τη διαχείριση του ψυχικού πόνου και του κοινωνικού αποκλεισμού. Ετσι, μια δράση για την αμφισβήτηση των κατεστημένων ιεραρχιών και εξουσιών στον ψυχιατρικό θεσμό, μπορεί να καταλήξει στην εγκαθίδρυση νέων ιεραρχιών, νέων εξουσιών, νέων κατεστημένων συμφερόντων, που πηγάζουν ακριβώς από το μετασχηματισμένο έδαφος. Αυτό είναι, φυσικά, η «ιδρυματοποίηση του καινούργιου», που, όμως, αναπόφευκτα δημιουργεί μια νέα αντίφαση.
Από την άλλη, βέβαια, συζητώντας για το «burnout», στις εκσυγχρονισμένες ψυχιατρικές υπηρεσίες, θα έπρεπε ν΄ αναρωτηθούμε περισσότερο γύρω από τον επαγγελματία που "καίγεται" και από τι, στην κάθε περίπτωση.
Εδώ πρέπει νά θυμηθούμε την αναφορά μας, στην αρχή, στις έρευνες γύρω από την επίδραση της κουλτούρας εργασίας στα φαινόμενα της «κόπωσης».
Είναι κοινή διαπίστωση ότι οι περισσότεροι επαγγελματίες ψυχικής υγείας σήμερα, στην Ελλάδα καί διεθνώς, αν αφεθούν να επιλέξουν, θα προτιμήσουν να δουλέψουν με ασθενείς που δεν απαιτούν μακροχρόνια φροντίδα και παρουσιάζουν ελαφρότερες διαταραχές και υψηλώτερα επίπεδα ψυχοκοινωνικής λειτουργικότητας (L. Bachrach, 1983). Σύμφωνα με έρευνες που έχουν γίνει, αυτό συμβαίνει γιατί ο λειτουργός κρίνει ότι με τις ελαφρότερες διαταραχές έχει θετικώτερη έκβαση. Μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις, όπου επαγγελματίες συμμετείχαν σε προγράμματα εναλλακτικής, ας το πούμε, κατεύθυνσης, έκφρασαν ενθουσιασμό από την ενασχόλησή τους με βαριά περιστατικά, αποτιμώντας περισσότερο την πρόκληση του σοβαρού περιστατικού από το απομονωμένο γεγονός της "θετικής έκβασης".
Συνήθως, ο επαγγελματίας που επιλέγει να ασχολείται με τις ελαφρότερες περιπτώσεις, δεν θέτει σε αμφισβήτηση το ρόλο του και την κοινωνική εντολή που έχει ταχθεί να υπηρετεί. Αντιμετωπίζει τη λειτουργία των νέων ψυχιατρικών υπηρεσιών σαν μια απλή μετατόπιση από το άσυλο στην κοινότητα. Επωφελείται της ευκαιρίας ν΄ απαλλαγεί, επιτέλους, από τους «αποκαρδιωτικούς ανίατους», από όλα αυτά τα περιστατικά που κάνουν την ψυχιατρική να αισθάνεται ανίσχυρη, να μη νοιώθει σαν «επιστήμη», όπως όλες οι άλλες. Του δίνεται, επιτέλους, η ευκαιρία να πετυχαίνει «ιάσεις των πελατών», ή, τουλάχιστον, σημαντικές βελτιώσεις. Για να επιτελέσει αυτή την πρακτική της επιλογής και του αποκλεισμού, χρειάζεται οπωσδήποτε το ψυχιατρικό ίδρυμα, όπου ο ίδιος θα παραπέμπει όλους αυτούς που δεν εμπίπτουν στην κατηγορία του "εύκολου" περιστατικού. Συνήθως, αυτός ο επαγγελματίας είναι «κατά του ασύλου», με την έννοια ότι πρέπει να συρρικνωθεί μεν, αλλά να εξακολουθήσει να υπάρχει.
Ενώ τις προηγούμενες δεκαετίες έγινε μεγάλη συζήτηση για την εξουσία του ψυχιάτρου και τον αμφίσημο ρόλο της Ψυχιατρικής (ανάμεσα στη θεραπεία και τον κοινωνικό ελεγχο), τώρα φαίνεται δεδομένη και αποδεκτή η αναπαραγωγή των κατεστημένων επαγγελματικών ρόλων και των κάθετων ιεραρχιών στις νέες δομές. Και αυτές, στην πλειοψηφία τους, αντί να γίνουν ενσαρκώσεις της κεντρικότητας του πάσχοντος υποκειμένου, παράγονται και αναπαράγονται περισσότερο για τον εαυτό τους, ως υπηρεσίες, παρά για τους χρήστες.
Το νέο σύστημα των υπηρεσιών, ασύνδετο και αποσπασματικό, όπως είναι, διαχειρίζεται, πλέον, τον ψυχικά πάσχοντα μέσα από ένα πολυπλόκαμο δίκτυο παραπομπών και μεταθέσεων. Η κύρια ένδειξη της αναποτελεσματικότητας του νέου συστήματος είναι ότι, οι κυρίως διατιθέμενες απαντήσεις, εξακολουθούν να είναι η εναλλαγή του εγκλεισμού με την εγκατάλειψη. Είναι φυσικό, ένα τέτοιο σύστημα, έντονα φορτισμένο από τις οξυνόμενες κοινωνικές αντιφάσεις και τις εντεινόμενες διαδικασίες του κοινωνικού αποκλεισμού, να παθαίνει πολλά βραχυκυκλώματα. Η "ψυχική εξουθένωση» του επαγγελματία είναι ένα από αυτά.
Μέσα σ΄ ένα τέτοιο σύστημα εργασίας, που μέρος του αποτελεί η κουλτούρα των επαγγελματιών, που το λειτουργούν, είναι μάταιο και εν πολλοίς αναποτελεσματικό, να αρκείται κανείς στην ψυχοθεραπεία των επαγγελματιών, στις διάφορες τεχνικές καταπολέμησης του «burnout», στην παροδική απομάκρυνση από την εργασία και την πηγή του στρές, στις διάφορες «τεχνικές συμφιλίωσης» με τους συνεργάτες κλπ. Είναι σίγουρο ότι μερικά από αυτά είναι αναγκαία στην καθημερινή πρακτική. Αλλά αυτό που απαιτείται είναι η επερώτηση του όλου συστήματος. Είναι η αλλαγή των όρων μέσα στους οποίους δουλεύουμε και η διαδικασία γι΄ αυτή την αλλαγή, που αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για να τεθεί το πρόβλημα της «κόπωσης» και της ουσιαστικής
αντιμετώπισής του στις πραγματικές του διαστάσεις.
Στον αντίποδα μιας αντίδρασης, που οδηγεί στην οχύρωση και, εν τέλει, στην παγίδευση σε αμυντικές τακτικές συντεχνιακού τύπου, χρειάζεται ν΄ αντιμετωπίσουμε μια σειρά κεντρικής σημασίας ζητήματα με διαφορετικό τρόπο :
1. Το αίσθημα της δυσφορίας μπορεί να έχει μια θετική, αντί μόνο αρνητική, σημασία, στο βαθμό που βοηθάει ν΄ αποχτούμε εγρήγορση απέναντι στο ρόλο που μας εκπαίδευσαν, ή μας ανέθεσαν να ασκήσουμε.
2. Η θεωρία και η πράξη μας, στο θεραπευτικό και θεσμικό πεδίο, συνδέεται (και υπερπροσδιορίζεται) με τις διαδικασίες στο κοινωνικό γίγνεσθαι και η εγκαθίδρυση αυτής της σύνδεσης συντελεί, μεταξύ άλλων, στην αποφυγή του εγκλωβισμού στα προσωπικά και διαπροσωπικά αδιέξοδα και στην ίδια την άνοδο του θεραπευτικού μας δυναμικού.
3. Αφετηριακό σημείο πρέπει ν΄ αποτελεί η ριζική αμφισβήτηση του κλασσικού παραδείγματος, βασiσμένη στο φαινομενικά απλό πρόταγμα : να ξεκινάμε και να επικεντρώνουμε «όχι στα συμπτώματα και στην αρρώστια, αλλά στον άρρωστο άνθρωπο».
4. Θα χρειαστεί «κριτική και αυτοκριτική», σ΄ ένα έδαφος γεμάτο αμφισημίες και παγίδες, όπου οι θεραπευτικές μας προσπάθειες συγχέονται με λειτουργίες κοινωνικού ελέγχου.
5. Θα χρειαστεί εμβάθυνση στα επιστημολογικά και μεθοδολογικά θεμέλια της Ψυχιατρικής για να γίνει δυνατό να ξανα - ανακαλυφθεί η διαπροσωπική μας συγγένεια με τους χρήστες ως ανθρώπινα όντα, όχι αφηρημένα ανθρώπινα όντα, αλλά συγκεκριμμένα κοινωνικά ανθρώπινα όντα, στα οποία, πριν τα θεραπεύσουμε και ενώ τα θεραπεύουμε, οφείλουμε να αποδώσουμε υποκειμενικότητα, αξιοπρέπεια και δικαιώματα. Να δούμε, δηλαδή, ξανά, τη σχέση ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία και να αναρωτηθούμε μήπως, υγεία και αρρώστια δέν είναι δύο απόλυτα και αποκλειόμενα αντίθετα (θετικό το ένα και αρνητικό το άλλο), αλλά ανθρώπινες καταστάσεις και αντιφάσεις (με το θετικό μέσα στο αρνητικό και το αρνητικό μέσα στο θετικό).
Πρέπει, τέλος, να δούμε πώς αυτή η αντίφαση αμφισβητεί τα ιδεολογήματα της καθημερινής ψυχιατρικής πρακτικής και της κατεστημένης κοινωνικής και πολιτικής ζωής και πώς, το να κρατούμε ζωντανή την αντίφαση, το να μάθουμε, σαν άτομα και σαν ομάδες, να ζούμε μ΄αυτήν, όσο και αν αυτό προκαλεί συχνά άγχος και ένταση, αποτελεί το μόνο τρόπο για να κρατηθεί κανείς ζωντανός σε μια δύσκολη κοινωνικοπολιτική συγκυρία, όπου η εκσυγχρονιστική διαχειριστική «τακτοποίηση» μοιάζει να έχει επικρατήσει, αλλά, όπως το βλέπουμε παντού γύρω μας, το σύστημα είναι σε αδιέξοδο και βραχυκυκλωμένο και, πίσω από τα ιδεολογήματα και τις μορφές, με τις οποίες επιχειρήθηκε αυτή η «τακτοποίηση», νέες αντιφάσεις κουφοβράζουν και αναζητούν έκφραση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
1. Prophit P. : “Burnout - the cost of involvement, of being human in helping
professions”. Proceedings on nursing research conference. Edimburg University, 1981.
2. Pines A. : «Characteristics of stuff burnout». Schiller Park MT Teleprograms.
3. Menzies-Lyth I. : “ The functioning of social systems as a defence against anxiety. A report on a study of the nursing service of a general hospital”. The Tavistock Institute of human relations, London, 1970.
4. Menzies - Lyth I. : “Containing anxiety in institutions”. Free Associations. London, 1988.
5. Ramon Shulamit : “The perspective of professional workers : living with ambiguity, ambivalence and challenge”, in “Psychiatric Hospital Closures”, 1992.
6. Illich Ivan : “Diasabling professions”. Marton Boyars, London, 1968.
7. Cooper J.E. : “Professional Obstacles to Implementation and Diffusion of Innovative Approaches to Mental Health Care”, in Marks and Scott (Eds) : “Mental Health Care Delivery: Innovations, Impediments and Implementation”, Cambridge University Press, 1990.
8. De Nicola P. : “Changing professional roles in the Italian Psychiatric System”, in Sh. Ramon (ed) “Psychiatry in Transition”, Pluto Press, London, 1990.
9. Χαρίτου Φατούρου Μ.- Huggins Martha : «Το σύνδρομο της εργασιακής εξουθένωσης σε αστυνομικούς, βασανιστές και δολοφόνους», στο Κλ. Ναυρίδης (επιμ.) «Εξουσία, Βία, Πόνος», (τομ Α, Βία και Εξουσία), εκδ. Καστανιώτη, 2002.
10. Brodsky M. Carroll : “The Psychiatric Evaluation in Workers’ Compensation”, in “Psychiatric Disability: Clinical, Legal and Administrative Dimensions”, ed. Arthur T. Meyerson & Theodora Fine, “American Psychiatric Press Inc” 1987.
11. Basaglia F. : “ Breaking the circuit of control”, in D. Ingleby (ed.) “Critical Psychiatry. The Politics of Mental Health”, Penguin, 1981.
Θ. Μεγαλοοικονόμου