...Η ΑΝΑΓΚΗ (ΚΑΙ) ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Είναι γνωστό ότι σ΄ αυτή την εποχή της όψιμης παγκοσμιοποίησης του καπιταλισμού, ορισμένες από τις πιο ισχυρές πολυεθνικές, που κυριαρχούν στο διεθνές οικονομικό στερέωμα, είναι αυτές που λειτουργούν στην εξαιρετικά κερδοφόρα αλυσίδα του βιο- φαρμακο - βιομηχανικού συμπλέγματος. Αυτές, δηλαδή, που εκμεταλλεύονται τα επιτεύγματα της βιοτεχνολογίας (έχοντας κατοχυρώσει δικαιώματα εκμετάλλευσης – «πατέντα» - του γενετικού υλικού φυτικών και ζωικών ειδών, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπινου γονιδιώματος) και εμπλέκονται στη παραγωγή και διακίνηση του φάρμακου.
Ειδικότερα ως προς το φάρμακο (στη περίπτωσή μας, το ψυχοφάρμακο), οι αποκαλύψεις που, η μια πίσω από τη άλλη, γίνονται διεθνώς, δεν μπορούν ν΄ αφήσουν κανένα επαγγελματία ψυχικής υγείας να εφησυχάζει και χωρίς διαρκώς να επαγρυπνεί και ν΄ αναρωτιέται για το τι ξέρουμε και τι μας κρύβουν για τα ψυχοφάρμακα (κυρίως τις παρενέργειές τους) κι΄ ακόμα περισσότερο, για ποια Ψυχιατρική, ποια εκπαίδευση και ποια θεραπευτική πρακτική μιλάμε. Μια κακοήθης διαπλοκή, με βαθιές ρίζες, απλώνεται σε πλανητικό επίπεδο, ανάμεσα σε πολυεθνικές του φάρμακου, πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα και λειτουργούς, κάτω από τη σημαία της Βιολογικής Ψυχιατρικής, αυτής που κυριαρχείται από το «βιολογικό» και, κατ΄ επέκτασιν, το «φαρμακευτικό» μοντέλο – ένα μοντέλο που, πέρα απ΄ όλα τα άλλα, είναι το πιο ταιριαστό και ενσωματωμένο στην επιδίωξη των φαρμακευτικών εταιρειών ν΄ αυξάνουν με κάθε τρόπο τις πωλήσεις και τα κέρδη τους.
Αυτή η πλανητική κυριαρχία του βιο-φαρμακο–βιομηχανικού συμπλέγματος, δεν περιορίζεται, ούτε ανάγεται, απλώς, στην επιδίωξη των πολυεθνικών του φάρμακου να χειραγωγούν (εκμαυλίζοντας) θεσμούς, φορείς και πρόσωπα (πράγμα που, ούτως ή άλλως, κάνουν), αλλά είναι σε θέση να επικαθορίζει βαθύτερα τις κατευθύνσεις στο χώρο της Ψυχιατρικής και της ψυχικής υγείας γενικότερα, επηρεάζοντας την ίδια την ψυχιατρική κουλτούρα – επηρεάζοντας, δηλαδή, το ίδιο το διαγνωστικό/ νοσολογικό σύστημα στη συγκρότησή του, και καναλιζάροντάς το προς την κερδοφόρα χορήγηση του «κατάλληλου φάρμακου», για ν΄ αντιμετωπιστούν οι διαγνώσεις με τις οποίες ετικετάρεται ο ψυχικός πόνος.
Από τη στιγμή που το φάρμακο είναι εμπόρευμα, φορέας, δηλαδή, όχι μόνο «αξίας χρήσης», αλλά και «ανταλλακτικής αξίας», δεν μπορεί να ξεφύγει από τους νόμους της καπιταλιστικής αγοράς, τους νόμους που διέπουν την κερδοφόρα παραγωγή του προϊόντος, τους τρόπους προώθησης και της εν τέλει πώλησής του στον τελικό αποδέκτη – με απαραίτητο, στην περίπτωσή μας, ενδιάμεσο («μεσάζοντα») το γιατρό.
Γνωρίζουμε, βέβαια, ότι η έρευνα στο χώρο των νευροεπιστημών ήταν τα
τελευταία χρόνια τόσο εκρηκτική που, σε συνδυασμό με τη «χαρτογράφηση του ανθρώπινου γονιδιώματος», οδήγησε στο χαρακτηρισμό της τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα, ως «Δεκαετίας του Εγκεφάλου» (“Decade of the Brain”).
Το αποτέλεσμα ήταν ότι, η διαπίστωση, αφενός, της (υπαρκτής) θεραπευτικής επίδρασης των ψυχοφαρμάκων και η ανάπτυξη, αφετέρου, των τεχνικών λειτουργικής απεικόνισης του εγκεφάλου (μαγνητική απεικόνιση, τομογραφία ποζιτρονίου, τομογραφία μέσω υπολογιστή με ταχεία έγχυση σκιαγραφικής ουσίας), που έδωσε θεαματικά ευρήματα, οδήγησαν στην ισχυροποίηση της Βιολογικής Ψυχιατρικής, σε σημείο που αυτή να γίνει βαθμιαία δυνατό να παρουσιάσει τον εαυτό της ως τον αντιπρόσωπο των νευροεπιστημών στην Ψυχιατρική.
Ψυχικές ασθένειες, όπως η σχιζοφρένεια και η μανιοκαταθλιπτική ψύχωση, χαρακτηρίζονται, πλέον, ανοιχτά «ασθένειες του εγκεφάλου» (brain diseases), με «αναγνωρίσιμες αλλαγές στην εγκεφαλική δομή και λειτουργία».
Σε ποιο, όμως, βαθμό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ο ισχυρισμός της Βιολογικής Ψυχιατρικής ότι είναι ο αντιπρόσωπος των νευροεπιστημών στην Ψυχιατρική και στην ψυχική υγεία γενικότερα ;
Η ανάπτυξη των γνώσεών μας για τον ανθρώπινο εγκέφαλο δίνει πράγματι το «χρίσμα» στη Βιολογική Ψυχιατρική, στις θεωρίες της για την ψυχική διαταραχή και στις θεραπευτικές μεθόδους που ακολουθεί;
Οι τωρινές, πιο ακριβείς γνώσεις μας για τους νευρώνες, τους χημικούς νευρομεταβιβαστές και τα εγκεφαλικά κυκλώματα, επιτρέπουν πράγματι εκφράσεις (ή και θέσφατα) του τύπου «οι γενετικές αιτίες της κατάθλιψης», ή «οι ανωμαλίες των εγκεφάλων των σχιζοφρενών»;
Οι ίδιοι οι νευροεπιστήμονες είναι, συνήθως, πολύ πιο προσεχτικοί και μετρημένοι στις δηλώσεις τους από τους βιοψυχίατρους, που βιάζονται, κάνοντας τεράστια λογικά άλματα, να διακηρύξουν «αιτίες», εκεί που οι πιο σοβαροί εκ των νευροεπιστημόνων βλέπουν μόνο ενδείξεις, αμφισημίες και αντιφάσεις.
Μάλιστα, στην ανάγνωση που γίνεται, συνήθως, του λεγόμενου «βιο-ψυχο-κοινωνικού μοντέλου», η ψυχολογική και η κοινωνική παράμετρος ρυθμίζουν, στην καλλίτερη περίπτωση, απλώς το χρόνο, την ένταση και τη συχνότητα εκδήλωσης μιας προδιαγεγραμμένης, προϋπάρχουσας οντότητας, βιολογικής αρχής, που περιέχει, στο επίπεδο αυτό, όλα τα ουσιώδη - εξήγηση, αιτία και νόημα - ενώ τα άλλα επίπεδα δεν ρυθμίζουν παρά δευτερεύουσες πτυχές της ασθένειας. Υπ΄ αυτή τη μορφή, το «βιο-ψυχο-κοινωνικό μοντέλο» δεν λειτουργεί παρά ως μανδύας του «βιολογικού/οργανικού μοντέλου».
Για μια ακόμα φορά επιβεβαιώνεται ότι η Ψυχιατρική αποτελεί «ένα προβληματικό κόμβο ιστορικών (και πολιτιστικών) αντινομιών και αντιφάσεων, που έχει πάντα την τάση να καταβροχθίζεται από το κυρίαρχο ιδεολογικό σύστημα» (Eugenio Borgna).
Ο ορίζοντας της σύγχρονης Βιοψυχιατρικής συμπίπτει με αυτό που θα αποκαλούσαμε «νεοκρεπελινισμό».
Αυτό φαίνεται και από τον τρόπο που η Βιοψυχιατρική επιχειρεί ν΄ απαντήσει σ΄ ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα της Ψυχιατρικής – αυτό, δηλαδή, που εκφράζεται με το «σχίσμα», που ενυπάρχει σ΄ αυτήν, ανάμεσα στην αιτιολογία και τη νοσολογία. Γνωρίζουμε ότι, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στην υπόλοιπη ιατρική, η Ψυχιατρική αισθάνθηκε αναγκασμένη να παράγει μια νοσολογία (πάνω σε μια περιγραφική, ταξινομητική βάση) όλο και πιο αποσυνδεδεμένη από την αιτιολογία (που ανάγεται στη εμπειρική, συνήθως εγκεφαλική, έρευνα). Αυτό το «σχίσμα» επιχειρεί στις μέρες μας να γεφυρώσει η Βιοψυχιατρική, απλοποιώντας στο έπακρο ένα εξαιρετικά σύνθετο και πολύπλοκο φαινόμενο, όπως είναι αυτό του ανθρώπινου ψυχισμού.
Παρόλο που τα ευρήματα των νευροφυσιολογικών ερευνών δεν συνιστούν παρά «ενδείξεις» για μιαν ορισμένη γενετική «προδιάθεση», για μιαν ορισμένη «κατάσταση» της δομής του εγκεφάλου και για τη «συμπεριφορά» ορισμένων νευρομεταβιβαστών, πχ, στα άτομα με σχιζοφρένεια - ενδείξεις που επιδέχονται πολλαπλές αναγνώσεις και οπωσδήποτε, πολύ απέχουν από το να είναι σε θέση να αναβαθμιστούν σε «αιτίες» - θεωρήθηκε ότι υπάρχουν, πλέον, οι όροι, για την «επιστημονική» εγκαθίδρυση αυτού που, ανεπιτυχώς, είχε επιδιώξει ο Κρέπελιν - της αντιστοίχησης, δηλαδή, του νοσολογικού ταξινομικού συστήματος (σήμερα του DSM IV) μ΄ ένα συγκεκριμένο οργανικό/βιολογικό υπόστρωμα της ψυχικής διαταραχής, σε μια σχέση αιτίας (το δεύτερο) κα αποτελέσματος (το πρώτο).
Γιατί, όμως, οι αλλοιώσεις, που ανευρίσκονται στους εγκεφάλους σχιζοφρενών, μέσω νεκροτομικών ευρημάτων, να είναι «αιτία» και όχι «αποτέλεσμα» – γιατί να μην οφείλονται, δηλαδή, σε μιαν επίδραση στον εγκέφαλο της προσωπικής ιστορίας του ατόμου, της «καριέρας» του ως ψυχασθενή. Γιατί η συσσώρευση περιβαλλοντικών αιτιών (συχνά ιατρογενών) δεν θα έπρεπε να παράγει αποτελέσματα στον εγκέφαλο, υπό μορφήν αλλοιώσεων, που αποκαλύπτονται εκ των υστέρων, μέσω του ΒΙ (ενίοτε και μετά θάνατον) και που ταυτολογικά επιβεβαιώνουν την ιατρική διαγνωστική ετικέτα;
Αλλωστε, σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις και δηλώσεις κατ΄ εξοχήν ειδικών της νευρο-απεικόνισης (ΒΙ) (που δημοσιεύουν οι New York Times, 18-10-05), αναγνωρίζεται ότι «η επιστημονική κοινότητα ήταν υπερβολικά αισιόδοξη σχετικά με το πόσο γρήγορα η ΒΙ θα είχε επίδραση στην Ψυχιατρική» και ότι «διαφορές που παρατηρούνται στη δομή του εγκεφάλου, άλλοτε είναι στα πλαίσια της ποικιλίας που υπάρχει στον γενικό πληθυσμό (αυτό που είναι «θερμή κηλίδα» σ΄ έναν εγκέφαλο είναι κανονική δραστηριότητα σ΄ έναν άλλο) και άλλοτε πρόκειται για στοιχεία αντιφατικά, ασαφή και αυτοαναιρούμενα». «Στον ενθουσιασμό τους, οι άνθρωποι ξέχασαν ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι το πιο πολύπλοκο αντικείμενο στην ιστορία των ερευνών για τον άνθρωπο και δεν είναι καθόλου εύκολο να δούμε τι δεν πηγαίνει καλά», δηλώνει ο Steven Hayman, καθηγητής της Νευροβιολογίας στο Harvard και πρώην διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας (NAMI) στις ΕΠΑ. Το συμπέρασμα είναι ότι, ύστερα από 30 χρόνια νευροαπεικονιστικών ερευνών, δεν έχει αναπτυχθεί κανένα τυποποιημένο εργαλείο για τη διάγνωση ή τη θεραπεία των ψυχιατρικών διαταραχών, βασισμένο πάνω στις απεικονιστικές μελέτες.
Από την άλλη, οι λεγόμενες «βιοχημικές θεωρίες» για τις ψυχικές διαταραχές έχουν καθηλωθεί σε αρχαϊκά επεξηγηματικά μοντέλα. Όπως τονίζει ο Elliot S. Valenstein, (1998), «εάν εξετάσει κανείς όλα αυτά που έχουμε μάθει για τα ψυχοφάρμακα, είναι εκπληκτικό πόσο λίγο έχουν αλλάξει, στη διάρκεια μισού αιώνα, οι βιοχημικές θεωρίες των ψυχικών διαταραχών. Αν κρίνουμε και από τα νεότερα αντιψυχωσικά φάρμακα, που έχουν βγει στην αγορά, βλέπουμε ότι τον πρωταρχικό ρόλο για την σχιζοφρένεια εξακολουθεί να τον κατέχει η ντοπαμίνη. Από τι άραγε εξαρτάται αυτός ο συντηρητισμός; Είναι άραγε το αποτέλεσμα μιας τύχης, ήδη από την αρχή, που μας έδωσε τη σωστή θεωρία; Αυτό που συμβαίνει είναι ότι ο συντηρητισμός αυτός αντανακλά δύο γεγονότα. Το πρώτο είναι ότι θεωρείται προτιμότερο να διατηρούμε μιαν εσφαλμένη θεωρία, αντί να παραδεχτούμε την άγνοιά μας.. Τα δεύτερο είναι η τάση των φαρμακευτικών εταιρειών να παράγουν φάρμακα, που είναι παρόμοια με αυτά που έχουν ήδη πουληθεί με επιτυχία, πράγμα που δίνει μια φαινομενική υποστήριξη στις υπάρχουσες θεωρίες, χωρίς ποτέ να τις βάζει σε δοκιμασία».
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ήταν η ανακάλυψη, στη δεκαετία του 50, των σύγχρονων ψυχοφαρμάκων και η σχετική επιτυχία που είχαν στον έλεγχο των συμπτωμάτων των σοβαρών ψυχικών διαταραχών, που έθρεψε την πίστη και αύξησε το κύρος της Βιολογικής Ψυχιατρικής. Η ίδια σχετική επιτυχία έθρεψε και τη λογική της «θεραπείας συντήρησης» (maintenance), ως παθητικής παραμονής του ασθενή σε μια κατάσταση ελλειμματική, με την προσδοκία πιο αποτελεσματικών μέσων θεραπείας – ίσως του τέλειου φάρμακου, που θα θεραπεύει πλήρως την ψυχική διαταραχή. Κι΄ αυτό, παρόλο που δεν υπάρχει παρά μια εξαιρετικά ισχνή εμπειρική βάση απ΄ όπου αντλείται και όπου στηρίζεται η πίστη στην πανάκεια των ψυχοφαρμάκων : δεν είναι παρά το εμπειρικό γεγονός ότι το φάρμακο «λειτουργεί»…Είναι αυτό που καλλιεργεί ένα είδος θεωρητικής προκατάληψης, που οδηγεί σε ανεξέλεγκτα συμπεράσματα για αιτίες και διαγνωστικές ετικέτες.
Στην πρακτική των υπηρεσιών ψυχικής υγείας, η χρήση των ψυχοφαρμάκων, από βοήθεια στη θεραπεία, μετατρέπεται σε πρωταρχική παρέμβαση, που υποβαθμίζει όλα τα υπόλοιπα σε μια καθαρά δορυφορική παρέμβαση, σε πρακτικές στήριξης των φαρμακολογικών θεραπειών. Μπροστά στην «αποτελεσματικότητα» του φαρμάκου, στην ικανότητά του, δηλαδή, να δίνει ταχείες απαντήσεις οι ψυχιατρικοί λειτουργοί, μη γιατροί, περιθωριοποιούνται σ΄ ένα συμπληρωματικό ρόλο. Στην ίδια λογική, όλο και περισσότεροι γιατροί αποποιούνται την εφαρμογή συνθετικά αρθρωμένων διαδικασιών θεραπείας, υιοθετώντας το ρόλο του «ειδικού στο φάρμακο», ως την κύρια ιδιότητα του ψυχιάτρου που τον διαχωρίζει από τις άλλες ειδικότητες.
Το πιο πρόσφατο επιχείρημα των φαρμακευτικών πολυεθνικών για την προώθηση των ψυχοφαρμάκων στην αγορά είναι ότι αυτά θα έπρεπε να είναι όλο και «πιο ειδικά». Μ΄ αυτό εννοούν την αύξηση της ειδικότητας της δράσης των φαρμάκων με τη φαρμακολογική έννοια και όχι με τη λειτουργική. Παράγονται φάρμακα ικανά να συνδέονται επιλεκτικά με ιδιαίτερους τύπους υποδοχέων στις συνάψεις. Αυτή η αύξηση της «ειδικότητας» «προς τα κάτω», προς το νευρο-βιο-χημικό επίπεδο, δεν σημαίνει ότι το φάρμακο είναι «πιο ειδικό» στο επίπεδο των συμπτωμάτων, των διαταραχών, των ψυχικών φαινομένων. Το μάρκετινγκ, όμως, που γίνεται για την προώθησή τους στην αγορά, τα παρουσιάζει ως «εξόχως ειδικά» και ικανά να χτυπούν επιλεκτικά και να εξουδετερώνουν τις χημικές εστίες (σε επίπεδο, μάλιστα, κάτω από τους υποδοχείς των συνάψεων, που εμπλέκονται σε κάθε ψυχική διαταραχή, στο μόριο).
Ο Valenstein ξεκαθαρίζει ότι, αντίθετα, «η αυξανόμενη «ειδικότητα» «προς τα κάτω» μεταφράζεται σε «μη ειδικότητα» «προς τα πάνω» Ετσι, το Prozac και άλλα φάρμακα SSRI’s (επιλεκτικοί αναστολείς επαναρρόφησης σεροτονίνης), που αρχικά παρουσιάστηκαν ως ειδικά για την «κατάθλιψη», αργότερα άρχισαν να συνταγογραφούνται για την «ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή», για την «διαταραχή πανικού», για διάφορα προβλήματα σχετικά με την «πρόσληψη της τροφής» (και ανορεξία και βουλιμία), για το «σύνδρομο προεμμηνορυσιακής δυσφορίας», για το «σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας», για την εξάρτηση από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, για την «κοινωνική φοβία», για τις ημικρανίες, την αρθρίτιδα, τον αυτισμό, για προβλήματα συμπεριφορικά, συναισθηματικά και άλλα». Είναι αυτός ακριβώς χαρακτήρας της «μη ειδικότητας» (όχι μόνο στη δράση των ψυχοφαρμάκων, αλλά και άλλων παραμέτρων που εμπλέκονται στην θεωρούμενη ως παθολογική συμπεριφορά - όπως η «υψηλή» και «χαμηλή έκφραση» του συναισθήματος κλπ) που θα άξιζε να τύχει ιδιαίτερης προσοχής και έρευνας, αλλά, προφανώς, αυτό δεν εμπίπτει στα πεδία του ενδιαφέροντος; των πολυεθνικών εταιρειών, που είναι οι κύριοι χρηματοδότες της έρευνας σ΄ αυτό τον τομέα.
Από την ανακάλυψη της δομής του DNA, το 1953 και με την άνθηση της μοριακής βιολογίας από την δεκαετία του 60, η αναγωγιστική προσέγγιση ταυτίστηκε, στη βιολογία, με την αναγωγή στα μόρια, αποκτώντας, πλέον, με την διαδοχική, σε ευθεία γραμμή, επέκταση της εφαρμογής της (στην Ψυχιατρική, στην Ψυχολογία, στην Κοινωνιολογία κλπ), τον χαρακτήρα, όχι, όπως παλιότερα, ενός «επιστημονικού προγράμματος», αλλά ενός τρόπου σκέψης, μιας νοοτροπίας χυδαιο-υλιστικής κατεύθυνσης.
Φαινόμενα όπως η ομοφυλοφιλία, ή η βία στα γκέτο των πόλεων συνοδεύονται από «δείκτες πρόβλεψης» σε «μοριακό επίπεδο» (που δίνουν, δηλαδή, μια «μοριακή εξήγηση»). Πρώτα με την «πραγμοποίηση» (την μεταμόρφωση μιας διαδικασίας αλληλεπίδρασης, μιας σχέσης κοινωνικής/διϋποκειμενικής, σε σταθερό «χαρακτηριστικό», όπως, για παράδειγμα, «επιθετικότητα», «ευφυία», «αλτρουϊσμός» κλπ), έπειτα με την αυθαίρετη «ποσοτικοποίηση» (μια «ιδιότητα», που προκύπτει αφού πραγμοποιηθεί ένα «χαρακτηριστικό», στην οποία αποδίδεται μια αριθμητική αξία - πχ το IQ - η οποία, με τη σειρά της, γίνεται αντικειμενική μέτρηση της συμπεριφοράς), κατόπιν η «βιολογικοποίηση» μιας «στατιστικής κανονικότητας» και τέλος, η αιτιώδης εξήγηση μιας «ανώμαλης» συμπεριφοράς,
Μ΄ αυτή τη διαδικασία «μείωσης και πτώχευσης ενός υψηλού επιπέδου προς ένα κατώτερο», αυτό που αναπαράγεται είναι, μεταξύ άλλων, η κλασσική αντίληψη για το «ακατανόητο» της ψύχωσης, που διατύπωσε ο Jaspers στο έργο του «Γενική Ψυχοπαθολογία»*. Η σύμπτωση της κλασσικής Ψυχιατρικής με τη βιολογική / μοριακή εξήγηση του ψυχικού πόνου γίνεται ακριβώς στο πεδίο που αφορά τον αποκλεισμό του ψυχωτικού ασθενή από το νόημα του περιεχομένου της εμπειρίας του, η οποία θεωρείται ότι στερείται «προθετικότητας».
Ο Basaglia (1966) θεωρούσε ως άμυνα της «κακής συνείδησης» της Ψυχιατρικής, την απόδοση της ψυχικής διαταραχής σε βιολογικά αίτια, καθώς, μπροστά στην ανικανότητά της ν΄ αποδεχτεί ένα σοβαρό διάλογο με τη «γλώσσα» της ψυχικής οδύνης, καταφεύγει στο «ακατανόητο» και εν συνεχεία ψάχνει για ένα βιολογικό άλλοθι, που μετατρέπει την επικοινωνιακή της ανικανότητα σε επιστημονική «ρητορική». Μιας Ψυχιατρικής, που, ακόμα κι΄ όταν (ή, όσο περισσότερο) δεν μπορεί να κατανοήσει, πρέπει οπωσδήποτε να ελέγξει (να εγκλείσει, να περιορίσει).
* Ο Jaspers θεωρούσε ότι το σχιζοφρενικό σύμπτωμα είναι κάτι με το οποίο ο θεραπευτής δεν μπορεί να νοιώσει «εμπάθεια» (empathy). «Η έρευνα των βασικών βιολογικών γεγονότων και η πλήρους νοήματος εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας αποκορυφώνεται σε μια διαφοροποίηση των ειδών της ανθρώπινης ζωής : την ενιαία ανάπτυξη της προσωπικότητας (βασισμένη πάνω σε μια κανονική βιολογική πορεία, διαμέσου των διαφόρων ηλικιακών περιόδων και των αντίστοιχων φάσεων) και την διάρρηξη της ζωής που σπάζει στα δύο και καταρρέει επειδή, σε μια δεδομένη στιγμή, ένα προτσές παρενέβη στα βιολογικά γεγονότα και άλλαξε αμετάστρεπτα και ανίατα την ψυχική ζωή, διακόπτοντας την πορεία των βιολογικών γεγονότων» («Γενική Ψυχοπαθολογία»). Και σ΄ ένα άλλο σημείο: «Ανεξάρτητα από τις δυσκολίες της ατομικής περίπτωσης, θα πρέπει να αποφύγουμε να επεκτείνουμε την κατανόηση πέρα από το πεδίο του κατανοήσιμου….Συνδεδεμένη με τις προσπάθειες για κατανόηση της σχιζοφρένειας, βρίσκουμε την τάση να αρνηθούμε τα γεγονότα του προτσές στην ιδιαιτερότητά τους» (οππ).
Είναι προφανές ότι είναι άλλοι οι προσανατολισμοί και οι προτεραιότητες, οι μέθοδοι, οι ερμηνείες και οι αξιολογήσεις των ευρημάτων από μια έρευνα κατευθυνόμενη από τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις του κρατούντος συστήματος της βιοεξουσίας και άλλοι οι προσανατολισμοί, οι μέθοδοι, οι ερμηνείες και οι αξιολογήσεις των ευρημάτων από τη σκοπιά της κοινωνικής χειραφέτησης. Ο αναγωγισμός των βιοψυχιάτρων δεν είναι απλώς μια «λανθασμένη» μέθοδος για την επιστημονική έρευνα. Είναι, επίσης, ένα ιδεολογικό εργαλείο ενσωματωμένο στην δραστηριότητα ενός ευρέως στρώματος βιοτεχνικών, στο οποίο έχει ανατεθεί η επεξεργασία εκλεπτυσμένων μορφών κοινωνικού ελέγχου για την αναπαραγωγή του δεδομένου συστήματος κοινωνικών σχέσεων και εξουσίας.
Ακόμα περισσότερο: αυτή η αναγωγιστική, χυδαιο/υλιστική κουλτούρα, εκτός από «λανθασμένη μέθοδος» και εκτός από ιδεολογία, είναι ταυτόχρονα, διαμέσου ακριβώς αυτών των χαρακτηριστικών της, το όχημα μέσω του οποίου αγκυροβολεί μια ορισμένου τύπου επαγγελματική νοοτροπία (που θεωρεί ότι κατέχει τα κλειδιά για τη γνώση του οργάνου και τον τρόπο με τον οποίο θα το «επισκευάσει») στην κερδοφορία των πολυεθνικών. Εγκαθιδρύεται έτσι η σχέση διαπλοκής, στην οποία αναφερθήκαμε στην αρχή, η οποία συγκροτεί, κάνει συνεκτική και εν τέλει κυριαρχούσα αυτή τη νοοτροπία, που στο θεραπευτικό πεδίο λειτουργεί στη λογική του «περιμένοντας να δράσει το φάρμακο».
Από το 1990 και ύστερα παρατηρείται μια διαρκώς αυξανόμενη χρήση των αντιψυχωτικών φαρμάκων, που ανταποκρίνεται στην εισαγωγή των πανάκριβων άτυπων αντιψυχωτικών και των νεώτερων αντικαταθλιπτικών (SSRI’s και SNRI’s), των οποίων η προώθηση στην αγορά γίνεται με τους πιο αδίστακτους και ανάλγητους τρόπους. Αυτή η διαδικασία προώθησής τους έχει θέσει ως κεντρικό της στόχο την με κάθε τρόπο εξάπλωση της χρήσης τους στα παιδιά, παρόλο που, ούτε η ασφάλεια, ούτε η αποτελεσματικότητά τους δεν έχει επιβεβαιωθεί σ΄ αυτά. Είναι γνωστές οι προσπάθειες των πολυεθνικών, όπως της Eli Lilly, της Glaxosmithkline, της Janssen, της Pfizer και άλλων (δεν υπάρχουν εξαιρέσεις) να αποκρύψουν τις επικίνδυνες παρενέργειες των προϊόντων τους, όπως του Risperdal, του Prozac (Ladose), του Seroxat, του Zoloft, του Effexor και άλλων
Η “Janssen” (της “Johnson and Johnson”), στην οποία το Risperdal αποφέρει 2.1 δις δολ. το χρόνο, μόλις τον Ιούλιο του 2004 αναγκάστηκε να παραδεχτεί, κάτω από τη πίεση του FDA (Food & Drugs Administration – υπηρεσία στις ΕΠΑ που δίνει άδεια κυκλοφορίας και ενδείξεις για τη χρήση των φαρμάκων), ότι το φάρμακο αυτό έχει δυνητικά (και ανεξαρτήτως συχνότητας εμφάνισής τους) μερικές πολύ σοβαρές ή και θανατηφόρες παρενέργειες, όπως καρδιακά επεισόδια, διαβήτη κλπ., για τις οποίες η Janssen έδινε (με το έντυπο υλικό της για την προώθηση του φαρμάκου), παραπλανητικές πληροφορίες – παρόλο που το Risperdal κυκλοφορεί από το 1996.
Στις 19 Αυγούστου 2005, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε μιαν ανακοίνωση με τις πιο έντονες, μέχρι σήμερα, προειδοποιήσεις ενάντια στη χρήση των αντικαταθλιπτικών στα παιδιά, βασισμένη σε τεκμηριωμένες έρευνες ευρωπαϊκών ιατρικών οργανισμών, ότι τα φάρμακα αυτά προκαλούν, σε παιδιά και εφήβους, αυτοκτονική συμπεριφορά, καθώς και επιθετικότητα και εχθρότητα. Η σύσταση της Επιτροπής είναι να μη συνταγογραφούνται τα φάρμακα αυτά σε παιδιά κάτω των 18 ετών. Φυσικά, οι ίδιες παρενέργειες έχουν παρατηρηθεί και σε ενήλικες.
Ο Tim Kendall, υποδιευθυντής του Royal College of Psychiatrists Research Unit έκανε μια έρευνα για τους SSRI’ s προκειμένου πάνω σ΄ αυτή να βασιστούν οι άξονες μιας πολιτικής της βρετανικής κυβέρνησης γι΄ αυτό το ζήτημα. «Τα δεδομένα, λέει, επιβεβαιώνουν αυτό που βρήκαμε και στους ενήλικες με ήπια ή μετρίου βαθμού κατάθλιψη. Οι SSRI’ s είναι δεν καλλίτεροι από το placebo και δεν υπάρχει κανένα νόημα να χρησιμοποιούμε κάτι που αυξάνει τον κίνδυνο της αυτοκτονίας» (υπογράμμιση δική μας). Η έρευνα του Kendall έγινε μετά από τις πρόσφατες αποκαλύψεις ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες έχουν αποκρύψει ερευνητικά δεδομένα δυσμενή για τα φάρμακά τους. Όταν ο Kendall κατάφερε να βρει κάποια από τα αδημοσίευτα δεδομένα (όχι πάντως από τις εταιρείες, οι οποίες, όλες, αρνήθηκαν να του παραχωρήσουν τα αδημοσίευτα πορίσματα ερευνών) και τα σύγκρινε με τα δημοσιευμένα δεδομένα, είδε, όπως είπε στο «New Scientist», ότι «κάτι έγινε. Αντί για ασφαλή και αποτελεσματικά, η σχέση κινδύνου-οφέλους αντιστράφηκε». Η έρευνα του Kendall, που κατέληξε σε οδηγία της βρετανικής κυβέρνησης, συμπεραίνει ότι, από όλους τους SSRI’s, που εξετάστηκαν (φλουοξετίνη, παροξετίνη, σερτραλίνη, σιταλοπράμη και βενλαφαξίνη, μόνο η φλουοξετίνη προσφέρει περισσότερα οφέλη απ΄ ό, τι κινδύνους στα παιδιά, ενώ και αυτή μοιράζεται, εξίσου με όλους τους άλλους, τις προαναφερθείσες εξαιρετικά σοβαρές παρενέργειες στα παιδιά. Αδημοσίευτες μελέτες, πχ για την βενλαφαξίνη, δείχνουν ότι αυτό το φάρμακο, στα παιδιά, αυξάνει τον αυτοκτονικό ιδεασμό και τις απόπειρες κατά 14 φορές σε σχέση με το placebo.
«Το ζήτημα, ρωτούσε ο Kendall, είναι αν μπορούμε να εμπιστευθούμε τα ευρήματα που δημοσιεύονται»; Το editorial του «Lancet», που δημοσιεύει την έρευνα του Κendall, λέει ότι η απάντηση είναι «όχι». Η έρευνα για τους SSRI’s στα παιδιά, γράφει το «Lancet», «διακρίνεται από σύγχυση, χειραγώγηση κα θεσμική αποτυχία».
Το άρθρο του «Lancet» σημειώνει, επίσης, ότι η GlaxoSmithkline εισέπραξε, το 2003, 5 δις. δολ. από τις πωλήσεις του Seroxat. Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου έγινε γνωστό ότι το Seroxat αυξάνει τον αυτοκτονικό ιδεασμό και την αυτοκτονική συμπεριφορά στα παιδιά 3 φορές περισσότερο απ΄ ό,τι το placebo. Η GlaxoSmithKline, ωστόσο, επέμενε τον επόμενο Μάρτιο να θεωρεί, σε υπόμνημά της για την επίδραση του φαρμάκου στα παιδιά, ότι «ήταν απαράδεκτο να ενσωματωθεί προειδοποίηση ότι η αποτελεσματικότητα του φαρμάκου δεν έχει αποδειχτεί, γιατί αυτό θα υπέσκαπτε το προφίλ της παροξετίνης».
Οσο για την συστηματική απόκρυψη από την Eli Lilly των σοβαρών παρενεργειών του Prosac, όπως η εξαιρετικά βίαιη επιθετικότητα και η αυτοκτονικότητα, χρειάστηκε ο εξαναγκασμός της από δικαστήριο στις ΕΠΑ για να προσκομίσει την «εσωτερική» της αλληλογραφία, όπου φαίνεται καθαρά ότι, συστηματικά και για πολλά χρόνια, απέκρυπτε, με πλήρη επίγνωση των πιθανών συνεπειών, τις σοβαρότατες αυτές παρενέργειες της φλουοξετίνης*.
Μια πρόσφατη έρευνα ενός κέντρου στη Βερόνα, συνεργάτη του ΠΟΥ, σχετικά με τις πωλήσεις των ψυχοφαρμάκων στην Ιταλία, την περίοδο 1995-2003, φαίνεται να είναι αρκετά αντιπροσωπευτική για το τι συμβαίνει σήμερα διεθνώς ως προς την κυκλοφορία και την συνταγογράφηση των ψυχοφαρμάκων Η έρευνα αυτή έδειξε ότι υπάρχει μια μεγάλη αύξηση των πωλήσεων αντιψυχωτικών φαρμάκων. Το γεγονός, ωστόσο, ότι, όπως σημειώνουν οι ερευνητές, αυξάνεται η κατανάλωση των αντιψυχωτικών, χωρίς να αυξάνονται οι περιπτώσεις της ψυχοπαθολογίας για την οποία συνταγογραφούνται, δείχνει ότι, όλο και πιο συχνά, τα φάρμακα αυτά χορηγούνται πέραν των ενδείξεων για τις οποίες έχουν εγκριθεί. Αυτό σημαίνει ότι χορηγούνται σε άτομα τρίτης ηλικίας και εφήβους, όπου υπάρχει αυξημένη πιθανότητα παρενεργειών, ενώ τα ευεργετικά τους αποτελέσματα σ΄ αυτές τις ηλικίες δεν έχουν επιβεβαιωθεί. Η ίδια έρευνα έδειξε αυξημένη χρήση και των νεώτερων αντικαταθλιπτικών, λόγω, πιθανώς, της μεγαλύτερης ανεκτικότητας που παρουσιάζουν και της μεγαλύτερης ασφάλειας ως προς την τοξικότητα και την υπερβολική δόση, σε σχέση με τα παλιότερα. Ένα εύρημα, ωστόσο, είναι ότι, αν και θα έπρεπε να έχουν επηρεάσει το ποσοστό των αυτοκτονιών ατόμων που πάσχουν από κατάθλιψη, δεν παρατηρήθηκε καμιά επίδραση πάνω στο ποσοστό αυτό.
Τα συμπεράσματα της έρευνας είναι ότι πρέπει να μπαίνουν στην αγορά μόνο
*Είναι χαρακτηριστικό για την ασφυκτική επιρροή και χειραγώγηση που ασκούν στην έρευνα και στα πανεπιστήμια οι πολυεθνικές του φαρμάκου, αυτό που συνέβη, πριν από λίγα χρόνια, στον καθηγητή D. Healy (ιστορικό και ερευνητή της ψυχοφαρμακολογίας, γνωστό για τις κριτικές του απόψεις πάνω στη χρήση, την κατάχρηση και τις παρενέργειες των σύγχρονων αντικαταθλιπτικών). Μια διάλεξη που έδωσε στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο του Καναδά για τις παρενέργειες του Prosac, καθώς και για την πέραν των συγκεκριμένων ενδείξεων ευρεία χρήση του, του στοίχισε την απώλεια μιας θέσης καθηγητή σ΄ ένα κέντρο του Τορόντο για τη «διάθεση και το άγχος», λίγο πριν μπουν οι τελικές υπογραφές για την ανάληψη των καθηκόντων του - ίσως γιατί δεν έλαβε σοβαρά υπόψη του ότι το κέντρο, όπου θα προσλαμβανόταν, είχε πάρει, τα τελευταία χρόνια, 1.5 εκ. δολ. ως επιχορήγηση
από την Eli Lilly.
τα φάρμακα που έχουν μια πραγματικά μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, ή γίνονται καλλίτερα ανεκτά, σε σχέση με τα ήδη κυκλοφορούντα. Και ότι οι γιατροί θα πρέπει να έχουν μια πιο κριτική στάση απέναντι σε ό, τι πλασάρεται ως καινούργιο.
Από αυτή την άποψη, έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να δει κανείς πώς οι πολυεθνικές του φαρμάκου επηρεάζουν, αφενός το ίδιο το διαγνωστικό σύστημα και αφετέρου, την προβολή μιας διαταραχής (για την οποία θέλουν να προωθήσουν ένα φάρμακο), ως αυτής που υπάρχει, υποτίθεται, σε μεγάλη συχνότητα μέσα στην κοινωνία και επείγει η αντιμετώπισή της.
Αν και είναι ευρέως αποδεκτό ότι οι SSRI’s είχαν μια σημαντική συμβολή στην θεραπεία της ψυχικής διαταραχής, όσο περνάει ο χρόνος, δυναμώνουν οι κριτικές φωνές που υπογραμμίζουν την τεράστια έκταση που έχουν πάρει οι εκστρατείες των φαρμακευτικών εταιρειών με στόχο να ορίσουν αυτές τι συνιστά μια ψυχική διαταραχή και ποιος πρέπει να παίρνει φάρμακα.
Προς αυτή την κατεύθυνση λειτουργούν όλες αυτές οι υπόγειες σχέσεις (συγκοινωνούντα δοχεία) μεταξύ εταιρειών, ερευνητών, πανεπιστημίων, μελών των επιτροπών που συγκροτούν τα διαδοχικά DSM, ψυχιάτρων. Συχνά πρόκειται για τα ίδια πρόσωπα που, μάλιστα, κατέχουν ηγετική θέση στο όλο κύκλωμα.
Ο Loren Mosher, ψυχίατρος στο San Diego των ΕΠΑ, γνωστός για τις εναλλακτικές, αντιιδρυματικές και κοινοτικές του αντιλήψεις και πρακτικές, λέει ότι, για την προώθηση ενός καινούργιου φαρμάκου, ή μιας καινούργιας ένδειξης ενός παλιότερου, «οι πολυεθνικές έχουν αναπτύξει μια περίπου αυτοματοποιημένη στρατηγική». Ξεκινά μια «disease awareness campaign», που επικεντρώνεται σε μιαν ήπια διαταραχή, που έχει μιαν ευρεία δεξαμενή δυνητικά πασχόντων. Χρηματοδοτούνται έρευνες που επιβεβαιώνουν την καταλληλότητα του φαρμάκου για την αντιμετώπιση της διαταραχής, δίδεται, ακολούθως, η ένδειξη από το FDA. Τότε αρχίζει μια εκστρατεία με γνωστούς γιατρούς, εταιρείες δημοσίων σχέσεων κοκ, που προσπαθούν να πείσουν, με στατιστικές κλπ, πόσο συχνή είναι η αρρώστια και πόσο αποτελεσματικό είναι το φάρμακο που μόλις έχει κυκλοφορήσει. Για τις φαρμακευτικές εταιρείες, η προώθηση των υπαρχόντων φαρμάκων για νέες χρήσεις είναι εξαιρετικά σημαντική : μια νέα ένδειξη μπορεί να αποχτηθεί μέσα σε 18μηνες, ενώ ένα νέο φάρμακο, για να βγει από το εργαστήριο στα φαρμακεία, χρειάζεται 8 χρόνια.
Όταν κυκλοφόρησε, το 1993, η παροξετίνη (το γνωστό Seroxat, που κυκλοφορεί ως Paxil στις ΕΠΑ), η «αγορά της κατάθλιψης» ήταν, ήδη, «κορεσμένη», πράγμα που δεν επέτρεπε στην GlaxoSmithKline να εξάγει τα αναμενόμενα, απ΄ αυτήν, κέρδη (υπήρχαν, ήδη, ισχυροί ανταγωνιστές στο παιχνίδι, όπως το Prosac, Zoloft κλπ). Αναζήτησε, τότε, η εταιρεία την τύχη της στην είσοδο της παροξετίνης στην «αγορά του άγχους», επιζητώντας και
επιτυγχάνοντας να πάρει ένδειξη για την «διαταραχή πανικού» και την«ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή».
Αργότερα, το 1998, ήρθε η σειρά της «διαταραχής κοινωνικού άγχους» (SAD). Αυτή χαρακτηρίζονταν από το DSM ως εξαιρετικά σπάνια, μέχρις ότου η GlaxoSmithKline πήρε την ένδειξη για την παροξετίνη. Ξεκίνησε, τότε, μέσω εταιρειών που δεν φαινόταν να έχουν καμιά άμεση σχέση με αυτήν, μια διαφημιστική εκστρατεία προβολής της διαταραχής αυτής σε όλη τη χώρα. «Φαντάσου ότι είσαι αλλεργικός στους ανθρώπους», έβλεπες παντού γραμμένο. Στους δημοσιογράφους δίδονταν προς δημοσίευση ποσοστά για την επικράτηση της «διαταραχής κοινωνικού άγχους», που άγγιζαν το 13% του πληθυσμού, τη στιγμή που τα ταξινομικά εγχειρίδια αναφέρουν ποσοστό μόλις 2%, στο οποίο μπορεί να μπει πραγματικά η διάγνωση της «κοινωνικής φοβίας» (ενώ έδιναν ποσοστά μέχρι 13% για περιπτώσεις που ανθρώπων που σε κάποια στιγμή της ζωής τους θα μπορούσαν να εμφανίσουν τα προαναφερόμενα συμπτώματα, όχι, όμως μια συγκροτημένη διαταραχή). Τηλεόραση, εφημερίδες και περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας αναφέρονταν στην «κοινωνική φοβία». Στα τέλη του 2001, το Paxil υποσκέλισε το Zoloft και έφτασε να πουλάει όσο περίπου και το Prosac. Η εταιρεία που ανέλαβε, για λογαριασμό της Glaxosmithkline, την εκστρατεία την ευαισθητοποίηση της SAD, ήταν η «Cohn & Wolfe», για τη δουλειά της οποίας η πρώτη πήρε τα εύσημα ότι πράγματι «δημιούργησε μια ισχυρή θέση στη ‘αγορά κατά του άγχους’». Επενδυτικές εταιρείες (πχ, η «Decision Resources») υπολόγιζαν ότι αυτή η «αυξανόμενη δημόσια ενημέρωση για την SAD και άλλες αγχώδεις διαταραχές», θα οδηγούσε στην διεύρυνση της «αγοράς του άγχους» κατά 3 δις. δολ. μέχρι το 2009.
Ηταν την ίδια περίοδο (2001) που η GlaxoSmithKLine πήρε ένδειξη του Seroxat και για τη «γενικευμένη αγχώδη διαταραχή». Μέχρι τότε, αυτή η διαταραχή αναφέρονταν, στα εγχειρίδια, ότι άγγιζε το 1.2% του πληθυσμού. Ξεκίνησε τότε μια ολόκληρη εκστρατεία για την «βελτίωση του προφίλ» της «γενικευμένης αγχώδους διαταραχής» στο κοινό και κατ΄ επέκτασιν στην αγορά. Η προσπάθεια αποσκοπούσε να πείσουν τον κόσμο ότι το σύνδρομο ήταν πολύ πιο συχνό, ότι περίπου «δέκα εκατομμύρια αμερικανοί» υπέφεραν από το ξέσπασμα μιας «κρυμμένης και ξεχασμένης επιδημίας». Σε εκπομπές στην τηλεόραση και σε άρθρα στις εφημερίδες περιγράφονταν με δραματικό τρόπο συμπτώματα όπως, ανησυχία, κούραση, ευερεθιστότητα, μυϊκή τάση, ναυτία, διάρροια, εφίδρωση και άλλα – συμπτώματα που ο καθένας, μέσα σ΄ αυτό το διαφημιστικό ορυμαγδό, αναγνώρισε στον εαυτό του, καλλιεργώντας την προσδοκία (που σύντομα, όπως, φυσικά, ήταν προσχεδιασμένο, επρόκειτο ν΄ απαντηθεί), για το κατάλληλο φάρμακο, που θα εξαφάνιζε αυτούς τους παράλογους φόβους και τη δυσφορία. Όπως κάθε φορά, μετά από λίγο, ήρθε η «είδηση» ότι υπήρχε «νέο φάρμακο» που τα καταπολεμούσε όλα αυτά…
Αντίστοιχα έπραξε η Pfizer για την προώθηση του Zoloft, ως «του φάρμακου» για την PTSD (Διαταραχή Μετατραυματικού Στρές»). Από εκεί που η PTSD είχε συνδεθεί σχεδόν αποκλειστικά με τους βετεράνους του Βιετνάμ και τα θύματα βίαιων εγκλημάτων, η Pfizer ξεκίνησε μια εκστρατεία με στόχο να πείσει τους Αμερικανούς (και κατ΄ επέκτασιν, όλο τον κόσμο) ότι η PTSD μπορούσε, στην πραγματικότητα, να πλήξει τον καθένα. Χρηματοδότησε την «Συμμαχία για την PTSD», μια ομάδα που στελεχώθηκε κυρίως από υπαλλήλους της εταιρεία δημοσίων σχέσεων της Pfizer στη Νέα Υόρκη, την «Chandler Chicco Agency» και είχε ως κύριο στόχο τη διασύνδεση με δημοσιογράφους και γενικότερα τα ΜΜΕ, καθώς και με «ειδικούς επί του PTSD», όπως η Jerilyn Ross, επικεφαλής (CEO) της Anxiety Disorders Association of America, που χρηματοδοτείται με μεγάλα πόσά από την Pfizer, καθώς και από την Glaxosmithkline, την Eli Lilly και άλλες φαρμακευτικές πολυεθνικές. Μέσα σε λίγους μήνες από την έναρξη της εκστρατείας της Pfizer, τα ΜΜΕ ήταν γεμάτα αναφορές στην PTSD. Μόλις λίγες εβδομάδες μετά την έναρξη της εκστρατείας της «Συμμαχίας για την PTSD» (το 2000), οι New York Times είχαν ένα ρεπορτάζ που παρέθετε στατιστικές που προήρχοντο από την Pfizer, σύμφωνα με τις οποίες ένα (1) στα έξη (6) παιδιά που είχε εμπειρία «ενός ξαφνικού θανάτου φίλου ή συγγενή», θα αναπτύξει τη διαταραχή. Αλλα ρεπορτάζ έδιναν έμφαση σε μελέτες που προωθούσε η ως άνω «Συμμαχία», σύμφωνα με τα οποία, ένας (1) στους δεκατρείς (13) Αμερικανούς θα υποφέρει από PTSD σε κάποια στιγμή της ζωής του.
Εντυπωσιακά στοιχεία αυτού του τύπου είναι απαραίτητα για τις «εκστρατείες μάρκετινγκ των ασθενειών» (disease marketing campaigns), παρόλο που η ποιότητα των δεδομένων είναι, συνήθως, αμφίβολη. Μια έκθεση που δημοσιεύτηκε στο «Archives of General Psychiatry», τον Φεβρουάριο του 2002, προειδοποιούσε για το γεγονός ότι οι υψηλές εκτιμήσεις για τον αριθμό των ανθρώπων που πάσχουν από διάφορες καταστάσεις ψυχικών διαταραχών, συμπεριλαμβάνουν ανθρώπους που τα συμπτώματα τους είναι τόσο ήπια που δεν απαιτούν θεραπεία. Όπως δήλωσε ο επικεφαλής αυτής της μελέτης, William E. Narrow, «όταν οι άνθρωποι βλέπουν τους αριθμούς που λένε ότι σχεδόν το 30% των Αμερικανών έχουν ψυχική διαταραχή και γι΄ αυτό χρειάζονται θεραπεία, οι περισσότεροι θα πουν ότι, αυτό το ποσοστό είναι αφύσικα υψηλό».
Πολλές από αυτές τις στατιστικές προέρχονται από περιοδικά χαμηλής ποιότητας, που χρηματοδοτούνται απευθείας από τις ίδιες της εταιρείες. (Ένα από αυτά είναι το «Journal of Clinical Psychiatry», που οι κύριοι χορηγοί του είναι η GlaxoSmithKline και η Eli Lilly).
Επίσης, οι φαρμακευτικές εταιρείες είναι πολύ πρόθυμες να βοηθήσουν τους γιατρούς να ταυτοποιούν διαταραχές που μπορούν να θεραπευθούν με τα φάρμακά τους. Η GlaxoSmith Kline κατασκεύασε ένα διαγνωστικό εργαλείο, που συνίσταται σ΄ ένα 15λεπτο τεστ, το οποίο υπόσχεται ότι ανιχνεύει 17 διαφορετικές διαταραχές, χρησιμοποιώντας .ένα ειδικό πρόγραμμα υπολογιστή. Η Pfizer χρηματοδότησε ένα τεστ που βοηθάει μαιευτήρες και γυναικολόγους να ταυτοποιούν γυναίκες με προβλήματα ψυχικής υγείας. Σύμφωνα με μια μελέτη του 2000, που χρηματοδότησε η Pfizer και δημοσιεύτηκε στο «American Journal of Obstetrics», το 20% των γυναικών με γυναικολογικά-μαιευτικά προβλήματα θα χρειαστούν ψυχιατρική θεραπεία για ένα ευρύ φάσμα διαταραχών, από κατάθλιψη και άγχος, μέχρι διαταραχές λήψης τροφής.
Ηταν αναμενόμενο ότι όλες αυτές οι εταιρείες δεν θα άφηναν καθόλου ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία που τους έδωσε η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους και τις ψυχολογικές επιπτώσεις που είχε σε πολύ κόσμο….
Στην αναζήτησή τους για νέους χρήστες, οι κατασκευαστές των SSRI; s επιχειρούν την εξάπλωση της χρήσης τους και σε πεδία πέραν αυτών των καθαυτό ψυχολογικών συμπτωμάτων. Το Μάρτιο του 2002, το «Journal of Clinical Oncology» δημοσίευσε μια έρευνα προερχόμενη από ερευνητές της Mayo Clinic και χρηματοδοτημένη από την Eli Lilly, σύμφωνα με την οποία, το Prosac «είναι μια ρεαλιστική εναλλακτική λύση στην θεραπεία με οιστρογόνα για την μείωση των εξάψεων σε γυναίκες στην περίοδο της εμμηνόπαυσης!!!….». Μια άλλη μελέτη από το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, που χρηματοδότησε η Aventis και η Novartis συμπέραιναν ότι «οι SSRI’ s μπορούν να ελαττώσουν τον κίνδυνο καρδιακών επεισοδίων σε καπνιστές!!!….».
Ωστόσο, η πλέον αμφισβητούμενη προσθήκη στις ενδείξεις των SSRI’ s είναι η «Διαταραχή Προεμμηνορυσιακής Δυσφορίας» (PMDD), μια διαγνωστική ετικέτα που είναι, καθεαυτή, από τις πλέον αμφισβητούμενες και η οποία, λόγω ακριβώς των έντονων αμφισβητήσεων που ξεσήκωσε η κατασκευή της, μπήκε μόνο σε παράρτημα του DSM IV. Οι εισηγητές για την ένταξή της στο ταξινομικό σύστημα υποστήριζαν μάλιστα ότι η διαταραχή αγκαλιάζει το 3-5% των γυναικών που έχουν περίοδο, δηλαδή, περίπου μισό εκατομμύριο Αμερικανίδων. Παρόλο που η PMDD δεν έχει καταχωρηθεί παρά μόνο σε παράρτημα του ταξινομικού συστήματος, αυτό δεν εμπόδισε την ένταξη αυτή ν΄ αποτελέσει ένα θεόσταλτο δώρο για την Eli Lilly, που πήρε, το 2000, ένδειξη από το FDA για το Prosac (κάτω από μια νέα συσκευασία με την ονομασία Sarafem) ως θεραπείας της PMDD.
Και το κυνήγι για νέες ενδείξεις για τους SSRI’ s συνεχίζεται. Το 2001, στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικάνικης Ψυχιατρικής Εταιρείας, παρουσιάστηκε μια μεγάλη μελέτη για μια νέα «κρυμμένη επιδημία», το «compulsive shopping». Καλοθελητές ψυχίατροι το εκλαϊκευσαν στην τηλεόραση, υπολογίζοντας ότι περίπου 20 εκατομμύρια Αμερικανοί, εκ των οποίων το 90% γυναίκες, πάσχουν από την διαταραχή αυτή !!!…Και οι SSRI’ s παρουσιάστηκαν ως η πρώτη προσδοκία για την θεραπεία αυτής της «αρρώστιας».
Μόνο εν συντομία θ΄ αναφερθούμε εδώ στην μεγάλη διεθνή συζήτηση και διαμάχη, (που διεξάγεται σε πολλές χώρες, εκτός από την Ελλάδα) για την χρήση της ριταλίνης σε εκατομμύρια παιδιά για την καταπολέμηση του ADHD. Ακόμα και η Επιτροπή του ΟΗΕ για τα δικαιώματα του παιδιού εξέδωσε πέρσι μια έντονη ανακοίνωση ενάντια στην υπερβολική χρήση της διάγνωσης της «Διαταραχής Ελλείμματος Προσοχής και Υπερκινητικότητας» (ADHD) καθώς και στην αλόγιστη χρήση των σχετικών φαρμάκων, όπως η ριταλίνη, που έχει σοβαρότατες παρενέργειες.
Στη χώρα μας αυτά τα ζητήματα δεν τυγχάνουν προσοχής. Κι΄ όμως, όλοι ξέρουμε όχι μόνο πώς λειτουργεί η σχέση ανάμεσα σε εταιρείες-ερευνητικά κέντρα- πανεπιστήμια-λειτουργούς, αλλά και το γεγονός ότι τα ερευνητικά δεδομένα που μας πλασάρουν για τις ενέργειες και παρενέργειες των φαρμάκων, είναι από ερευνητικές διαδικασίες ελεγχόμενες και χρηματοδοτούμενες από τις ίδιες τις εταιρείες.
Γνωρίζουμε το διεθνές φαινόμενο των ghost writers (συγγραφέων – φαντασμάτων) και των «εταιρειών συγγραφής» επιστημονικών εργασιών, που ανακοινώνονται σε συνέδρια, δημοσιεύονται και διανέμονται, χρηματοδοτούμενες και κατευθυνόμενες από τις φαρμακευτικές εταιρείες και στις οποίες βάζουν τα ονόματα τους με το αζημίωτο, γνωστοί επιστήμονες, πανεπιστημιακοί και άλλοι. Όλα αυτά είναι γνωστά και μάλιστα αποκαλύφθηκαν με πολλές λεπτομέρειες, μεταξύ άλλων και από τον έγκυρο Observer (άρθρο της 7 Δεκέμβρη 2003), ενώ και ο εκδότης του «British Medical Journal» δήλωνε ότι «το πρόβλημα των ghost writers είναι τεράστιο».
Κατόπιν όλων αυτών δεν μπορεί παρά να γεννώνται μερικά εύλογα ερωτήματα:
-Γιατί χρειάζεται το φάρμακο να πλασάρεται μέσα από την άμεση επαφή γιατρών και αντιπροσώπων των εταιρειών;
-Γιατί δεν θ΄ αρκούσε στους γιατρούς η αποστολή ενός ενημερωτικού φυλλαδίου με ό, τι η εταιρεία θα ήθελε να γνωστοποιήσει για το φάρμακό της;
-Γιατί επιτρέπουμε (μπροστά στην απουσία ενός σοβαρού θεσμικά οργανωμένου εκπαιδευτικού προγράμματος), ακόμα και η εκπαίδευση των ειδικευομένων να περνάει στα χέρια των φαρμακευτικών εταιρειών, που επιχειρούν, έτσι, να πλάθουν, ήδη από την αρχή, την κουλτούρα, τη νοοτροπία και το προφίλ του «βιο-φαρμακο-ψυχίατρου» (ή του κρυφο «βιο-φαρμακο-ψυχίατρου», αυτού με τις ψυχο-τεχνικές στα «εύκολα» και το ψυχοφάρμακο και τον εγκλεισμό στα «δύσκολα»), που υποθέτουν ότι θα βγει «έτοιμος», κομμένος και ραμμένος στα μέτρα των αναγκών προώθησης των προϊόντων τους.
-Γιατί να μη βασιζόμαστε για τις ενέργειες, παρενέργειες και τη χορήγηση των φαρμάκων, σε εθνικές κατευθυντήριες αρχές ενός, ας πούμε, ουσιαστικά λειτουργούντος ΕΟΦ, που θα έπρεπε να είναι πιο εμπεριστατωμένες, επίκαιρες κα συγκροτημένες από σώματα επιστημονικώς αξιόπιστα και ανεξάρτητα από την επιρροή των εταιρειών;
Μήπως γιατί αυτά αντιβαίνουν στην ίδια της ουσία της παγκοσμιοποίησης – είναι αντίθετα στην ίδια την αδυσώπητη συστημική λειτουργία της, στο
εσωτερικό της οποίας λειτουργούμε και η οποία συνίσταται στην υποταγή των πάντων στην ανεξέλεγκτη κερδοφορία των πολυεθνικών;
Είναι σαφές ότι, αν, όπως έχει λεχθεί, δεν αντιμετωπίσουμε αυτή την κατάσταση ως υποκείμενα, ως κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα, θα την υποστούμε ως αντικείμενα. Είναι, επίσης, σαφές ότι, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο προϊόν, το φάρμακο (όπως και η αξιοποίηση των δυνατοτήτων της βιοτεχνολογίας) δεν μπορεί να είναι εμπόρευμα με σκοπό το κέρδος – γιατί τότε, όπως συμβαίνει σήμερα, δεν μπορεί να είναι μια αξιόπιστη «αξία χρήσης» για την προστασία της υγείας και του ανθρώπου γενικότερα. Μόνο ο άμεσος κοινωνικός έλεγχος, στα πλαίσια μιας κοινωνικοποιημένης διαδικασίας παραγωγής του, μπορεί να εξασφαλίσει τα εχέγγυα για την ασφαλή και αξιόπιστη χρήση του.
Από την άλλη, με δεδομένο ότι η αντιμετώπιση του επελαύνοντος αποικισμού της Ψυχιατρικής από το βιο-φαρμακο-βιομηχανικό σύμπλεγμα είναι αναπόσπαστο στοιχείο μιας Ψυχιατρικής που θέλει να λέγεται θεραπευτική, στο πλαίσιο της οποίας θα μπορεί να διασφαλίζεται η αξιοπρέπεια θεραπευτών και θεραπευομένων, είναι, νομίζουμε, σημαντικό να δούμε πώς η ηθική, η δεοντολογία και η πολιτική μπορούν και πρέπει ν΄ αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία μιας σφαιρικής (και όχι απλοποιητικής και μονόπλευρης) θεραπευτικής προσέγγισης - τόσο για την κατανόηση, όσο και για την αντιμετώπιση του ψυχικού πόνου και των αιτιών του.
Αναφορές:
1.Furio Di Paola : “L’ istituzione del male mentale. Critica dei fondamenti scientifici della psichiatria biologica”, ed. “manifesto libri”, Roma, 2000.
2.E. S. Valenstein : “Blaming the Brain. The truth about Drugs and Mental Health”, Free Press, New York, 1998.
3.E. S. Valenstein : “Commenti sulle attuali teorie biochimiche dei disturbi mentali”, Fogli di Informazione, No 202, Atti del Convegno Internazionale : “Psicopharmaci e malattia mentale”, Roma 14-5-2004.
4.Θ. Μεγαλοοικονόμου : «Φαρμακευτικές Εταιρείες, Κράτος και Ψυχιατρική. Οι επικίνδυνες παρενέργειες της σύγχρονης έρευνας, παραγωγής και διάθεσης των ψυχοφαρμάκων», Τετράδια Ψυχιατρικής, Νο 89.
5.Brendan I. Koerner : “The myth of Psychiatry and Pharmaceutical Drugs”, in Mother Jones, July- August, 2002. (www.La Leva Di Archimede).
6.The New York Times Science section pulls the rug out from yet another of Psychiatry’ s Myth”, Ocrober 18, 2005 (www. La Leva Di Archimede).
7.www. Forum Salute Mentale.
8.“Prozac: Bitter pill for David Healy: Academia under pharma influence”, May 21, 2002 (www La Leva Di Archimede).
9.“Antidepressant (SSRI’ s): Unpublished data reverses risk-benefit of drugs”. New Scientist, April 23, 2004.
10.Peter R. Breggin : Suicidality, violence and mania caused by selective serotonin reuptake inhibitors (SSRI’s): A review and analysis”. (www.breggin.com) 2003.
11.“Suppressed Paxil Suicide Data Released”, February 27, 2006, Ithaca, New York, (www.breggin.com).
12.”United Nations Warns Against Psychiatric Labelling And Drugging – Health Canada and FDA order warnings on ADHD-prescribed drugs”, by Brian Beaumont, October 8, 2005.
13.“Schizophrenia maker Janssen Pharmaceutica admits making misleading claims regarding Risperdal’ s risks”, July 25 2004, Medical News Today.
14.Θ. Μεγαλοοικονόμου : «Εγκέφαλος, Νευροεπιστήμες και Ψυχική διαταραχή», περιοδικό ΟΥΤΟΠΙΑ Νο 69.
Θ. Μεγαλοοικονόμου