Edwin Lemert
Μια από τις λίγες γενικεύσεις πάνω στην ψυχωτική συμπεριφορά που κατάφεραν να διατυπώσουν οι κοινωνιολόγοι με σχετική συναίνεση και με μιαν ορισμένη βεβαιότητα, είναι ότι μια τέτοια συμπεριφορά θεωρείται το αποτέλεσμα ή η εκδήλωση μιας αταξίας ανάμεσα στο άτομο και στην κοινωνία. Η γενίκευση είναι, φυσικά, ευρεία και, παρόλο που μπορεί εύκολα να δειχθεί με παραδείγματα από τους κλινικούς φακέλους, είναι αναγκαίο να εμβαθύνουμε στην έννοια και να περιγράψουμε τη διαδικασία διαμέσου της οποίας - στη δυναμική των ψυχικών διαταραχών - διαπιστώνεται αυτή η ρήξη της επικοινωνίας. Ανάμεσα στους διάφορους τρόπους αντιμετώπισης του προβλήματος, η διατύπωση του Cameron για την ψευδοπαρανοειδή κοινότητα είναι η πιο σοβαρή[1].
Στην ουσία της, η ιδέα της ψευδοπαρανοειδούς κοινότητας μπορεί να οριστεί ως εξής[2]:
«Παρανοϊκός είναι εκείνος που, σε καταστάσεις ασυνήθους στρες, ωθείται - λόγω της δικής του ανεπαρκούς ικανότητας κοινωνικής μάθησης - σε ακατάλληλες κοινωνικές αντιδράσεις. Από κομμάτια της κοινωνικής συμπεριφοράς των άλλων, ο παρανοϊκός οργανώνει συμβολικά μια ψευδοκοινότητα, τις λειτουργίες της οποίας αντιλαμβάνεται ότι εστιάζονται πάνω του. Οι αντιδράσεις του σ’ αυτή τη φανταστική κοινότητα που βλέπει γεμάτη από απειλές, τον ωθούν σε μιαν ανοιχτή σύγκρουση με την πραγματική κοινότητα, εξαναγκάζοντας την σε μια παροδική ή διαρκέστερη απομόνωση από όσα τον αφορούν. Η «πραγματική» κοινότητα, που είναι ανίκανη να πάρει θέση στις στάσεις και στις αντιδράσεις του, μπαίνει σε δράση διαμέσου ενός ενεργητικού ελέγχου, ή ως απάντηση-ανταπόδοση, μετά την έκρηξη του παρανοϊκού «με ενέργειες αμυντικές ή διεκδικητικές»[3].
Το γεγονός ότι η κοινότητα στην οποία αντιδρά ο παρανοϊκός είναι μια «ψευδοκοινότητα» ή μια κοινότητα που στερείται πραγματικής ύπαρξης, φαίνεται καθαρά όταν ο Cameron υποστηρίζει ότι:
«Όταν αυτός (ο παρανοϊκός) αρχίζει να αποδίδει στους άλλους τις συμπεριφορές που έχει ενάντια στον εαυτό του, βρίσκεται στην ανάγκη να τις οργανώσει, χωρίς τη θέλησή του, σε μια κοινότητα λειτουργική, μια ομάδα ενωμένη γύρω από τις υποτιθέμενες αντιδράσεις, συμπεριφορές και σχέδια απέναντί του. Μ’ αυτό τον τρόπο οργανώνει τα άτομα, μερικά εκ των οποίων είναι άτομα πραγματικά, άλλα μόνο υποτιθέμενα ή φανταστικά, σ’ ένα ενιαίο σύνολο που ικανοποιεί προς στιγμήν την άμεση ανάγκη του για ξεκαθάρισμα, αλλά δεν του δίνει την παραμικρή ασφάλεια και συμβάλει συνήθως στην αύξηση της έντασης στην οποία βρίσκεται. Η κοινότητα που αυτός κατασκευάζει, όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται σε κανένα τύπο οργάνωσης στην οποία συμμετέχουν και άλλοι, αλλά, στην πράξη, βρίσκεται σε καθαρή αντίθεση με οποιονδήποτε τύπο γενικής συναίνεσης. Επιπλέον, οι ενέργειες που αυτός αποδίδει στην ομάδα δεν είναι στην πραγματικότητα πράγματα που αυτοί έχουν πει ή κάνει. Η ομάδα δεν προκύπτει ότι είναι ενωμένη στη βάση οποιασδήποτε κοινής επιχείρησης εναντίον του»[4].
Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί τον γενικό διαισθητικό χαρακτήρα της ανάλυσης του Cameron και η χρησιμότητα ορισμένων από τις ιδέες του είναι πράγματι αναγνωρισμένη. Παρόλα αυτά, πρέπει να εγείρουμε μιαν ένσταση, βασισμένη πάνω σ’ ένα εμπειρικό ερώτημα, δηλαδή αν, στην πράξη, ο επίβουλος χαρακτήρας της κοινότητας, με την οποία αλληλεπιδρά ο παρανοϊκός, είναι μια ψευδοπραγματικότητα ή μια συμβολική κατασκευή. Θα υπήρχε τότε μια άλλη σκοπιά, που είναι το θέμα αυτού του άρθρου, δηλαδή ότι, ενώ ο παρανοϊκός αντιδρά με τρόπο διαφορετικό στο κοινωνικό πλαίσιο που τον περιβάλλει, είναι, επίσης, αλήθεια ότι «οι άλλοι» αντιδρούν με τρόπο διαφορετικό απέναντί του και αυτή η αντίδραση, συνήθως αν όχι πάντα, συνεπάγεται μια δράση μυστικά οργανωμένη και μια συμπεριφορά συνωμοτική με μια έννοια τελείως συγκεκριμένη. Μια περαιτέρω προέκταση της θέσης μας είναι ότι, αυτές οι διαφοροποιημένες αντιδράσεις προκύπτουν αμοιβαία η μια από τη άλλη, δεδομένου ότι είναι συνδεδεμένες και συνυφασμένες σε κάθε φάση της διαδικασίας αποκλεισμού, που γεννιέται σ’ ένα ιδιαίτερο τύπο σχέσης. Το παραλήρημα και η συμπεριφορά που συνδέεται με αυτό, πρέπει να κατανοηθούν σ’ ένα πλαίσιο αποκλεισμού που μειώνει τη σχέση και σπάζει την επικοινωνία.
Μετακινώντας, μ’ αυτό τον τρόπο, την κλινική προσοχή από το άτομο στη σχέση και στη διαδικασία, κάνουμε μιαν ανοιχτή ρήξη με την έννοια της παράνοιας ως διαταραχής, κατάστασης, συνθήκης ή συνδρόμου που συνίσταται από συμπτώματα. Επιπλέον, δεν καθίσταται αναγκαίο να ενοχοποιήσουμε ένα τραύμα της πρώιμης παιδικής ηλικίας, ή μια αναστολή της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης, ως υπευθύνων για τα κύρια χαρακτηριστικά της παράνοιας - παρόλο που γνωρίζουμε ότι αυτοί και άλλοι παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν τον τρόπο της εκδήλωσής της.
Η έννοια της παράνοιας δεν είναι ούτε μια απλή a priori θεωρία, ούτε ένα προϊόν αποκλειστικής αρμοδιότητας της κοινωνιολογίας. Ένα σύνολο αξιόλογων εργασιών και εμπειρικών ερευνών στο πεδίο της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας θέτει σε αμφισβήτηση το γεγονός ότι το άτομο μπορεί να είναι ένα επαρκές δεδομένο για την μελέτη της παράνοιας. Ο Tyhurst, για παράδειγμα, καταλήγει την έρευνά του πάνω στη φιλολογία επί του προκειμένου υποστηρίζοντας ότι η πίστη στους ενδοψυχικούς μηχανισμούς και στον «μεμονωμένο οργανισμό» υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για την επίτευξη χρήσιμων ανακαλύψεων γι’ αυτό τον τύπο διαταραχής[5]. Πράγματι, όπως παρατηρεί ο Milner, όσο πιο ολοκληρωμένη είναι η έρευνα των περιπτώσεων, τόσο πιο συχνά παρουσιάζονται εξωτερικές περιστάσεις που το άτομο δεν μπορεί ν΄ αντέξει[6]. Πιο συγκεκριμένα, πολλές μελέτες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι εξωτερικές περιστάσεις - αλλαγές στις νόρμες και στις αξίες, μετακινήσεις, ξένα περιβάλλοντα, γλωσσικές απομονώσεις και διαχωρισμοί - μπορούν να δημιουργήσουν μια παρανοειδή διάθεση, ακόμα και όταν απουσιάζει οποιαδήποτε ιδιαίτερη δομή του χαρακτήρα[7].
Η εμφάνιση παρανοειδών αντιδράσεων σε άτομα τρίτης ηλικίας, αλκοολικούς και κωφούς προσθέτει δεδομένα που επιβεβαιώνουν τη θέση μας. Το γεγονός με το οποίο ερχόμαστε αντιμέτωποι, ότι πρόσφυγες, που έχουν υποστεί ένα υψηλό βαθμό στρες στη διάρκεια του πολέμου και της αιχμαλωσίας, ανέπτυξαν στη συνέχεια παρανοειδείς αντιδράσεις όταν βρίσκονταν απομονωμένοι σε ξένα περιβάλλοντα, απαιτεί να στρέψουμε την προσοχή μας σε δεδομένα που απαιτούν εξηγήσεις με όρους διαφορετικούς από τους οργανιστικούς ή τους ψυχοδυναμικούς[8].
Απ’ ότι έχει λεχθεί μέχρι τώρα, θα έπρεπε να έχει γίνει σαφές ότι η δική μας διατύπωση και η δική μας ανάλυση θέλει πάνω απ’ όλα να αντιμετωπίσει αυτό που ο Tyhurst[9] αποκαλεί το σχήμα της παρανοειδούς συμπεριφοράς μάλλον, παρά μια κλινική οντότητα με την έννοια του κλασικού κρεπελινισμού. Οι παρανοειδείς αντιδράσεις, οι παρανοειδείς καταστάσεις, οι παρανοειδείς διαταραχές της προσωπικότητας, καθώς και αυτή που σπάνια διαγιγνώσκεται ως «πραγματική παράνοια», τις οποίες βρίσκουμε είτε να καλύπτονται, είτε να συνδέονται με μια μεγάλη ποικιλία ατομικών συμπεριφορών ή «συμπτωμάτων», παρέχουν ένα σώμα δεδομένων για μελέτη, στο βαθμό που αυτές αποκτούν μια προτεραιότητα πάνω σε άλλες συμπεριφορές σε μια σημαντική κοινωνική αλληλεπίδραση. Τα στοιχεία της συμπεριφοράς πάνω στην οποία βασίζονται οι διαγνώσεις της παράνοιας - παραληρήματα, εχθρότητα, επιθετικότητα, καχυποψία, φθόνος, ισχυρογνωμοσύνη, ζήλεια και ιδέες αναφοράς - γίνονται εύκολα αντιληπτά και σ’ ένα ορισμένο μέτρο τονίζονται από τους άλλους ως κοινωνικές αντιδράσεις, σε αντίθεση με την αλλόκοτη και επιτηδευμένη συμπεριφορά του σχιζοφρενούς ή τις κυκλικές και συναισθηματικές μεταπτώσεις που διακρίνονται στη διάγνωση της μανιοκατάθλιψης. Γι’ αυτό το λόγο, η παράνοια υποβάλλει, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη μορφή ψυχικής διαταραχής, τη δυνατότητα μιας χρήσιμης κοινωνιολογικής ανάλυσης.
Δεδομένα και διαδικασίες.
Τα πρώτα πειραματικά συμπεράσματα, που παρουσιάζονται εδώ, προέχονται από μια μελέτη πάνω στους παράγοντες που παίζουν ρόλο στην απόφαση για νοσηλεία των ψυχικά πασχόντων στο νοσοκομείο, μελέτη που ξεκίνησε το 1952 με τη συνεργασία του County Department of Health (Επαρχιακού Τομέα Υγείας) του Los Angeles. Αυτή η έρευνα περιλάμβανε συνεντεύξεις μέσω ερωτηματολογίων που υποβλήθηκαν στα μέλη σαραντατεσσάρων οικογενειών της επαρχίας του Los Angeles, τα οποία προέκυπτε ότι είχαν ενεργητικά ζητήσει διαδικασίες νοσηλείας και τη μελέτη τριανταπέντε περιπτώσεων ανάθεσης σε λειτουργούς της δημόσιας υγείας. Σε δεκαέξι περιπτώσεις της πρώτης ομάδας και σε επτά της δεύτερης ήταν εμφανή παρανοειδή συμπτώματα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις τα μέλη της οικογένειας και άλλοι είχαν απλώς αποδεχθεί ή «ομαλοποιήσει» την παρανοειδή συμπεριφορά, σε μερικές, μάλιστα, για αρκετό χρονικό διάστημα, μέχρις ότου άλλα στοιχεία στη συμπεριφορά ή άλλες περιστάσεις οδηγούσαν σε μια κρίσιμη απόφαση ότι «υπήρχε κάτι που δεν πήγαινε άλλο» στο εν λόγω πρόσωπο και ακολούθως ότι ήταν αναγκαίο να νοσηλευθεί. Επιπλέον, αυτές οι κρίσιμες αποφάσεις φαινόταν να σηματοδοτούν μιαν αλλαγή στους τρόπους και στη συμπεριφορά της οικογένειας απέναντι στο διαταραγμένο πρόσωπο, που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ότι είχε μια περαιτέρω συμβολή, σύμφωνα με διαφορετικούς τρόπους, στη μορφή και στην ένταση των παρανοειδών συμπτωμάτων.
Το 1958 έγινε μια μελέτη σε μεγαλύτερο βάθος και προσανατολισμένη σύμφωνα με αυτή την υπόθεση, σε οκτώ περιπτώσεις προσώπων που παρουσίαζαν αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά και παρανοειδούς τύπου. Τέσσερα από αυτά είχαν νοσηλευθεί στο ψυχιατρικό νοσοκομείο της Napa στην Καλιφόρνια, όπου τους τέθηκε η διάγνωση της παρανοϊκής σχιζοφρένειας. Άλλες δύο περιπτώσεις αναγνωρίσθηκαν και μελετήθηκαν με τη βοήθεια του περιφερειακού εισαγγελέα της πόλης Martinez στην Καλιφόρνια. Ένα από αυτά τα άτομα είχε προηγούμενα νοσηλευθεί σε ψυχιατρικό νοσοκομείο της Καλιφόρνια. Το άλλο, κρατούμενο για ψυχική βλάβη, είχε αφεθεί ελεύθερο ύστερα από δίκη σε ορκωτό δικαστήριο. Πέρα από αυτές, υπήρχε η λεγόμενη περίπτωση του «Λευκού Οίκου», που εκτόξευε απειλές ενάντια στον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, με συνέπεια τη νοσηλεία του ατόμου στο νοσοκομείο St. Elizabeth της περιφέρειας της Ουάσιγκτον. Τέλος, υπήρχε η περίπτωση ενός επαγγελματία, με ιστορικό μακρόχρονων δυσκολιών στην εργασία, ο οποίος είχε οριστεί και θεωρούνταν από τους συναδέλφους του ως «υπερενθουσιώδης», «ομοφυλόφιλος», «ευερέθιστος», «υπερκριτικός» και «βαθύτατα δυσάρεστος».
Μπορούμε να πούμε με τρόπο αρκετά σχηματικό ότι οι περιπτώσεις συνιστούσαν ένα συνεχές, που ξεκινούσε από καταστάσεις χαρακτηριζόμενες από πολύ επεξεργασμένα παραληρήματα και έφτανε σε άλλες όπου τα γεγονότα δύσκολα μπορούσαν να διαχωριστούν από μια διαταραχή στην ερμηνεία, μέχρι την τελευταία περίπτωση που περισσότερο από τις άλλες πλησίαζε αυτό που θα μπορούσε να οριστεί ως παρανοειδής διαταραχή της προσωπικότητας. Μια από τις προϋποθέσεις της επιλογής των περιπτώσεων ήταν ότι δεν υπήρχε κανένα ιστορικό ή ένδειξη ψευδαισθήσεων και ότι τα άτομα ήταν διανοητικά διαυγή. Επτά από τις περιπτώσεις ήταν άνδρες, από τους οποίους οι πέντε είχαν ηλικία πάνω από σαράντα ετών. Τρεις είχαν εμπλακεί σε πολυάριθμες δίκες. Ένας είχε δημοσιεύσει μια μικρή εργασία, με δικά του έξοδα, καταγγέλλοντας την ψυχιατρική και τα ψυχιατρικά νοσοκομεία. Μεταξύ των ανδρών, οι πέντε είχαν συμμετάσχει στο παρελθόν ή ήταν ακόμα σε οργανώσεις όπως: το λύκειο μιας μικρής πόλης, ένα γραφείο κυβερνητικών ερευνών, μια ένωση αγροτικών παραγωγών, ένα πανεπιστήμιο και μια εμπορική εταιρεία.
Η έρευνα των περιπτώσεων υπήρξε όσο πιο εξαντλητική γινόταν, εμπλέκοντας συγγενείς, συναδέλφους στην εργασία, εργοδότες, εισαγγελείς, αστυνομία, γιατρούς, δημόσιους αξιωματούχους και οποιονδήποτε είχε παίξει ένα σημαντικό ρόλο στη ζωή των υπό εξέταση προσώπων. Για μερικές από τις περιπτώσεις χρειάστηκαν διακόσιες ώρες για την συλλογή των δεδομένων. Πέρα από τα δεδομένα που συλλέχθηκαν μέσω των συνεντεύξεων, μελετήθηκαν γραπτά υλικά, νόμιμα έγγραφα, δημοσιεύσεις και ψυχιατρικοί φάκελοι. Η πορεία που ακολουθήσαμε συνίστατο, γενικά, στην υιοθέτηση μιας προοπτικής αλληλοδραστικού χαρακτήρα, που μας ευαισθητοποίησε απέναντι στη συμπεριφορά που εκφράζεται στις κοινωνικές σχέσεις, η οποία βρίσκεται πίσω, ή συνδέεται με τα πλαίσια εκείνα που είναι πιο εμφανή και τυπικά της ψυχικής διαταραχής. Ενδιαφερθήκαμε ιδιαίτερα να εγκαθιδρύσουμε την τάξη βάσει της οποίας πιστοποιούνται τα παραληρήματα και ο κοινωνικός αποκλεισμός και να προσδιορίσουμε αν ο αποκλεισμός αποκτά μορφή συνωμοτική.
Η ιδιάζουσα συμπεριφορά
Σε μιαν άλλη εργασία[10] δείξαμε ότι τα ψυχωτικά συμπτώματα, όπως περιγράφηκαν από την ακαδημαϊκή ψυχιατρική, δεν αποτελούν βάση από την οποία μπορούμε να προβλέψουμε μεταβολές στην κοινωνική κατάσταση ή στο βαθμό κοινωνικής συμμετοχής των ατόμων στα οποία εκδηλώνονται. Η απάθεια, οι ψευδαισθήσεις, η υπερδραστηριότητα, οι διακυμάνσεις του θυμικού, τα τικ, ο τρόμος, οι λειτουργικές παραλύσεις ή η ταχυκαρδία δεν έχουν ένα σύμφυτο κοινωνικό νόημα. Με τον ίδιο τρόπο, δεν το έχουν (ενν. το σύμφυτο κοινωνικό νόημα) χαρακτηριστικά που αποδίδονται σ’ αυτά, όπως «έλλειψη εναισθησίας», «κοινωνική ανικανότητα», ή «ανικανότητα ανάληψης ενός ρόλου», που μερικοί κοινωνιολόγοι θεωρούν ότι είναι σημεία εκκίνησης για μιαν ανάλυση των ψυχικών διαταραχών. Είναι μάλλον η συμπεριφορά που, φορτώνοντας με ένταση τις κοινωνικές σχέσεις, προκαλεί αλλαγή στην κοινωνική θέση (status): δηλαδή, ο επίσημος ή ανεπίσημος αποκλεισμός από τις ομάδες, ο χαρακτηρισμός «του ‘χει στρίψει», ή του τρελού και ο εγκλεισμός σ’ ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο[11]. Αυτό διαπιστώνεται ακόμα και όταν υπάρχουν θορυβώδη ή αλλόκοτα παρανοϊκά παραληρήματα. Ο προσδιορισμός των κοινωνικά στρεσσογόνων πλευρών της διαταραχής αυτού του τύπου αποτελεί το ελάχιστο που είναι απαραίτητο, αν πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τη συχνότητά της μέσα στην κοινωνία με μορφή μερικώς αντισταθμισμένη, ή ήπια, όπως, επίσης, την πιο έκδηλη παρουσία της στο βαθμό που αποτελεί ένα επίσημο ψυχιατρικό πρόβλημα σ’ ένα νοσοκομειακό περιβάλλον.
Παρόλα αυτά, είναι αναγκαίο να πάμε πέρα από αυτές τις στοιχειώδεις παρατηρήσεις για να κάνουμε πάνω απ’ όλα καθαρό ότι η ένταση είναι το προϊόν που αναδύεται από μια σχέση στην οποία η συμπεριφορά δύο ή περισσότερων προσώπων είναι παράγοντες σημαντικοί και όπου η ένταση βιώνεται και από το εγώ και από τον άλλο ή τους άλλους. Η παρανοειδής σχέση περιλαμβάνει εναλλακτικές συμπεριφορές, που συνοδεύονται από συγκινήσεις και σημασίες, οι οποίες, για να κατανοηθούν πλήρως, πρέπει να περιγραφούν σφαιρικά, από δύο τουλάχιστον πλευρές τους. Από τη μια, η συμπεριφορά του ατόμου πρέπει να ιδωθεί από την πλευρά των άλλων ή της ομάδας και, από την άλλη, η συμπεριφορά των άλλων πρέπει να ιδωθεί από την πλευρά του εν λόγω ατόμου.
Στην παρανοειδή σχέση, το άτομο, απέναντι στους άλλους, δείχνει:
1. Υποτίμηση των αξιών και των νορμών της πρωτογενούς ομάδας που αποκαλύπτεται από το ότι δίνει προτεραιότητα σε αξίες που ορίζονται λεκτικά σε σχέση με αυτές που υπονοούνται ως αυτονόητες. Έλλειψη αξιοπιστίας ως απάντηση στην επίδειξη εμπιστοσύνης, τάση για θυματοποίηση ή εκφοβισμό των προσώπων που είναι σε θέση αδυναμίας.
2. Υποτίμηση της «σιωπηρά συμπεφωνημένης» δομής των ομάδων, που αποκαλύπτεται από το ότι επωφελείται από προνόμια που δεν του έχουν παραχωρηθεί και από την απειλή για, ή και την πραγματική προσφυγή σε ενέργειες ώστε ν’ αποκτήσει αυτό που θέλει.
Όσον αφορά στην ανάλυση του αποκλεισμού, το δεύτερο σημείο έχει μεγαλύτερη σημασία από το πρώτο. Πιο απλά, σημαίνει ότι, για την ομάδα, το άτομο γίνεται μια μορφή διφορούμενη, της οποίας η συμπεριφορά είναι αβέβαιη και πάνω στην αξιοπιστία της οποίας δεν μπορεί κανείς να υπολογίζει Με λίγα λόγια, είναι ένα άτομο στο οποίο δεν μπορεί κανείς να έχει εμπιστοσύνη γιατί απειλεί να ξεσκεπάσει μη ομαλές δομές της εξουσίας. Αυτή νομίζουμε ότι είναι η ουσιαστική εξήγηση για το γεγονός ότι συχνά υποστηρίζεται πως ο παρανοϊκός είναι «επικίνδυνος»[12].
Αν υιοθετήσουμε το αντιληπτικό σύνολο του εγώ και δούμε τους άλλους ή τις ομάδες με τα δικά του μάτια, αποκτούν σπουδαιότητα οι ακόλουθες πλευρές της συμπεριφοράς τους :
1. O νοθευμένος (ψεύτικος) χαρακτήρας της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στους άλλους και στο άτομο, ή ανάμεσα στους άλλους μεταξύ τους καθώς αλληλεπιδρούν παρουσία του.
2. O ανοιχτός τρόπος με τον οποίο οι άλλοι τον αποφεύγουν.
3. O δομημένος αποκλεισμός του ατόμου από οποιαδήποτε αμοιβαία δράση.
Τα σημεία που περιγράφτηκαν μέχρι τώρα - η ανεύθυνη συμπεριφορά του ατόμου απέναντι στις αξίες της πρωτογενούς ομάδας και ο αποκλεισμός του από οποιαδήποτε δυνατότητα αμοιβαίας δράσης - δεν παράγουν ούτε διατηρούν από μόνα τους την παράνοια. Είναι ακόμα αναγκαίο αυτά να προκύψουν σε μια σχέση αλληλεξάρτησης που απαιτεί εμπιστοσύνη προκειμένου να πραγματοποιηθεί Σχέση σημαίνει ότι οι σκοποί του ατόμου μπορούν να επιτευχθούν μόνο με τη συνεργασία με συγκεκριμένα άλλα πρόσωπα και ότι οι στόχοι που επιτυγχάνονται από τους άλλους, είναι πραγματοποιήσιμοι αν υπάρχει μια συνεργασία από τη μεριά του εγώ. Αυτό συνάγεται από τη γενική υπόθεση σύμφωνα με την οποία η συνεργασία στηρίζεται πάνω σε μια εμπιστοσύνη που γίνεται αντιληπτή και η οποία, με τη σειρά της, είναι μια λειτουργία της επικοινωνίας[13]. Όταν η επικοινωνία διακόπτεται από τον αποκλεισμό, υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης που γίνεται αντιληπτή αμοιβαία και η σχέση καταστρέφεται ή γίνεται παρανοειδής. Τώρα θα εξετάσουμε την διαδικασία του αποκλεισμού, διαμέσου της οποίας αναπτύσσεται αυτός ο τύπος σχέσης.
Η γενική διαδικασία του αποκλεισμού
Η παρανοειδής διαδικασία ξεκινά με επίμονες διαπροσωπικές δυσκολίες ανάμεσα στο άτομο και στην οικογένεια, ή τους συναδέλφους και τους ανωτέρους στο χώρο εργασίας, ή τους γείτονες, ή άλλα πρόσωπα στην κοινότητα. Αυτές οι δυσκολίες, συνήθως αν όχι πάντα, γεννώνται από την καλή πίστη ή από το γεγονός ότι ανακινείται, διαμέσου μερικών σημείων αναγνωρίσιμων, μια πραγματική ή απειλούμενη απώλεια της κοινωνικής θέσης (status) του ατόμου. Αυτό μπορεί να επαληθευθεί σε περιπτώσεις όπως ο θάνατος των γονιών, απώλεια μιας ορισμένης θέσης, απώλεια του επαγγελματικού τίτλου, αποτυχία στην προαγωγή, μεταβολές της ηλικίας ή του φυσιολογικού κύκλου, ακρωτηριασμοί και αλλαγές στην οικογενειακή και συζυγική σχέση. Οι αλλαγές στην κοινωνική θέση διακρίνονται από το γεγονός ότι αυτές δεν αφήνουν καμιά εναλλακτική λύση αποδεκτή από το άτομο, απ’ όπου προκύπτει η «ανυπόφορη», ή «αβάσταχτη» φύση τους. Για παράδειγμα: γι’ αυτόν που έχει σπουδάσει για να γίνει καθηγητής, η αδυναμία να πάρει πτυχίο σημαίνει ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να διδάξει. Ή ο πενηντάχρονος που αντιμετωπίζει την αποτυχία για προαγωγή, η οποία είναι η κανονική τάξη ανοδικής προόδου στην υπηρεσία του και καταλαβαίνει ότι δεν θα μπορέσει «να κάνει καριέρα». Ή η σύζυγος που έχει υποστεί υστερεκτομή και πλάθει από αυτή την εμπειρία μιαν εικόνα του εαυτού ως γυναίκας ακρωτηριασμένης.
Σε περιπτώσεις που δεν μπορούν να διαπιστωθούν δραματικές απώλειες της κοινωνικής θέσης, συχνά συναντά κανείς μια σειρά αποτυχιών που μπορεί να είχαν γίνει αποδεκτές, ή στις οποίες μπορεί να υπήρξε μια ορισμένη προσαρμογή, αλλά με μιαν ορισμένη ένταση, μεγαλύτερη κάθε φορά, που ξεκινούσε η διαδικασία μιας καινούργιας κοινωνικής θέσης. Ο ανυπόφορος χαρακτήρας της απώλειας της τρέχουσας κοινωνικής θέσης, που θα μπορούσε να φανεί μικρής σημασίας στα μάτια των άλλων, είναι έκφραση μιας πιο έντονης δέσμευσης, που γεννήθηκε σε ορισμένες περιπτώσεις από τη συνείδηση ότι στην κοινωνία μας τις πληρώνει κανείς τις αποτυχίες. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτού του είδους η αποτυχία ακολούθησε κατά πόδας το άτομο και τη φήμη του «δύσκολου ανθρώπου» που το συνόδευε. Αυτό σημαίνει ότι το άτομο βρίσκεται συχνά στην κατάσταση ενός ξένου υπό δοκιμήν σε κάθε νέα ομάδα που εισέρχεται και ότι οι ομάδες και οι οργανώσεις, που είναι διατεθειμένες να διατρέξουν ένα κίνδυνο γι’ αυτόν, είναι λίγες, όσον αφορά την ανοχή που θα χρειαστεί να δείξουν στις ενέργειές του.
Η συμπεριφορά του ατόμου - υπεροψία, ύβρεις, τάση να επωφελείται προνομίων και να εκμεταλλεύεται την αδυναμία των άλλων - έχει αρχικά μια δομή αποσπασματική και ποικιλόμορφη, με την έννοια ότι περιορίζεται στην αλληλεπίδραση κοινωνικών status που επιβάλλουν υποχρεώσεις και καθήκοντα. Πέρα από αυτό, η συμπεριφορά του ατόμου θα μπορούσε να είναι απολύτως αποδεκτή - φιλόφρων, σεβάσμια, ευγενική, μέχρι και συγκαταβατική. Με τον ίδιο τρόπο, τα άλλα πρόσωπα και τα μέλη των ομάδων εμφανίζουν σημαντική ποικιλία στο βαθμό της ανοχής απέναντι στην εν λόγω συμπεριφορά, σύμφωνα με το μέτρο στο οποίο απειλεί τις αξίες των ατόμων και της οργάνωσης, εμποδίζει τις λειτουργίες τους, ή θέτει σε κίνηση κοινωνικές ενέργειες με ενοχλητικές συνέπειες. Στην πρώτη γενική περίοδο, η ανοχή από την πλευρά των άλλων απέναντι στην επιθετική συμπεριφορά του ατόμου, γενικώς, είναι ευρεία και έχει πολλές πιθανότητες, η συμπεριφορά αυτή, να ερμηνευθεί ως μια ποικιλία της κανονικής συμπεριφοράς, ιδιαίτερα όταν απουσιάζουν δεδομένα για τη βιογραφία του ατόμου. Το περισσότερο που οι άλλοι παρατηρούν είναι ότι «κάτι δεν πάει καλά σ’ αυτήν», ή «πρέπει
να είναι άσχημα», ή «είναι ιδιότροπος» ή «εγώ αυτόν δεν τον καταλαβαίνω»[14].
Σε κάποιο σημείο της αλυσίδας των αλληλεπιδράσεων διαπιστώνεται μια νέα διαμόρφωση στις αντιλήψεις που οι άλλοι έχουν για το άτομο, με μεταβολές στη σχέση μορφή - πλαίσιο. Το άτομο, όπως ήδη αναφέραμε, είναι μια μορφή διφορούμενη, που μπορεί να συγκριθεί με τις κλίμακες ή τους κύβους που έχουν στερεωθεί και που ανατρέπονται αν τοποθετηθούν επισφαλώς. Από την πλευρά του «κανονικού», το άτομο μεταμορφώνεται σε «κάποιον πάνω στο οποίο δεν μπορεί κανείς να υπολογίζει», «ένας στον οποίο δεν μπορεί να έχει κανείς εμπιστοσύνη», ή κάποιος με τον οποίο οι άλλοι «δεν θέλουν να έχουν σχέση». Ένα καθαρό παράδειγμα επί του προκειμένου προέκυψε από τη σχέση του επικεφαλής ενός τμήματος μουσικής σ’ ένα πανεπιστήμιο, όταν δέχτηκε να μιλήσει με κάποιον που είχε εργασθεί για χρόνια πάνω σε μια θεωρία για σύνθεση μουσικής βασισμένη στα μαθηματικά:
«Όταν ζήτησε να γίνει δεκτός στο προσωπικό με τρόπο ώστε να μπορεί να χρησιμοποιεί τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές του πανεπιστήμιου, έγινα δέκτης μιας νέας συμπεριφοράς… όταν έκανα μια παρατήρηση πάνω στη θεωρία του, αυτός ταράχτηκε και έτσι άλλαξα την αντίδρασή μου σε «ναι και όχι».
Όπως προκύπτει από αυτό το παράδειγμα, όταν διαπιστώνεται ένας νέος αντιληπτικός προσανατολισμός, είτε ως συνέπεια μιας σχέσης που συνεχίζεται, είτε λόγω της επακόλουθης γνώσης βιογραφικών πληροφοριών, η σχέση αλλάζει σε ποιότητα. Στη γλώσσα μας, αυτός γίνεται ψεύτικος (νόθος), δηλαδή χαρακτηρίζεται από μια συζήτηση προστατευτικού χαρακτήρα, ασαφή, «υποβοηθούμενη», καθοδηγούμενη προς επιχειρήματα προκαθορισμένα, υπόγεια αντίδραση και σιωπή, και όλο αυτό υπολογισμένο με τρόπο είτε να εμποδίζει μιαν έντονη αλληλεπίδραση, είτε να προστατεύει τις αξίες του ατόμου και της ομάδας περιορίζοντας τη δυνατότητα πρόσβασης σ΄ αυτές. Όταν η αλληλεπίδραση γίνεται ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα παρουσία του εν λόγω ατόμου, αυτή συνοδεύεται από ένα ολόκληρο ρεπερτόριο μυστηριωδών εκφραστικών σημείων που έχουν σημασία μόνο γι’ αυτούς.
Τα αποτελέσματα της ψεύτικης (νόθας) σχέσης είναι:
1. Να σταματά την ροή των πληροφοριών για το εγώ.
2. Να δημιουργεί μιαν αντίφαση ανάμεσα στις ιδέες που εκφράζονται και να υποκρίνεται μπροστά στους άλλους με τους σχετίζεται.
3. Να τείνει η κατάσταση ή η εικόνα της ομάδας να γίνει τόσο πιο διφορούμενη για το εγώ όσο είναι και για τους άλλους.
Είναι περιττό να πούμε ότι αυτός ο τύπος της ψεύτικης (νόθας) σχέσης είναι ένας από τους πιο δύσκολους να αντιμετωπίσουμε σε ένα ενήλικα μέσα στην κοινωνία μας, γιατί αυτός ο χαρακτήρας τους τις κάνει περίπλοκες, ή κάνει αδύνατη κάθε απόφαση και επίσης γιατί είναι ηθικά μισητός[15].
Η διαδικασία από την ενσωμάτωση στον αποκλεισμό δεν είναι σε καμιά περίπτωση ομοιόμορφη. Και τα δύο μέρη, το άτομο και τα μέλη της ομάδας, μεταβάλλουν τις αντιλήψεις τους και τις αντιδράσεις τους και η αβεβαιότητα είναι κοινή, δεδομένου ότι εξαρτάται από το αμοιβαίο παιχνίδι των αξιών, από το άγχος και από την ενοχή και των δύο μερών. Τα μέλη μιας ομάδας που αποκλείει, μπορούν να αποφασίσουν ότι υπήρξαν άδικοι και να προσπαθήσουν να ξαναδώσουν την εμπιστοσύνη τους στον αποκλεισμένο. Αυτό το άνοιγμα θα μπορούσε να απορριφθεί ή να χρησιμοποιηθεί από το εγώ ως μέσο για μια περαιτέρω επίθεση. Έχουμε επίσης διαπιστώσει ότι το εγώ θα μπορούσε να υποχωρήσει μπροστά στους άλλους, μερικές φορές με τρόπο ταπεινό και να επιδιώξει να ξαναμπεί στην ομάδα, μόνο για να απορριφθεί εκ νέου. Σε μερικές περιπτώσεις επιτυγχάνει ένα συμβιβασμό και αποκτά μια μερική επανενσωμάτωση του εγώ στις άτυπες κοινωνικές σχέσεις. Η κατεύθυνση που λαμβάνεται από τον άτυπο αποκλεισμό εξαρτάται από τις αντιδράσεις του εγώ, από το βαθμό επικοινωνίας ανάμεσα σ’ αυτούς που αλληλεπιδρούν, από τη σύνθεση και τη δομή των άτυπων ομάδων και από τις αντιλήψεις των «άλλων προσώπων κλειδιών», που είναι παρόντα στα σημεία της αλληλεπίδρασης, που μπορούν να επιδράσουν άμεσα στην κοινωνική θέση του εγώ.
Κρίση στην οργάνωση και επίσημος αποκλεισμός
Μέχρι τώρα συζητήσαμε τον αποκλεισμό ως άτυπη διαδικασία. Ο άτυπος αποκλεισμός θα μπορούσε να υπάρξει αφήνοντας άθικτη την επίσημη (τυπική) κοινωνική θέση (status) του εγώ σε μιαν οργάνωση. Στο μέτρο που αυτή η κοινωνική θέση διατηρείται και οι αντισταθμίσεις είναι επαρκείς για να την καθιστούν ισχυρή με τους δικούς της όρους, μπορεί να διατηρηθεί μια ανήσυχη ειρήνη ανάμεσα στο άτομο και στους άλλους. Αλλά η κοινωνική απομόνωση του εγώ και οι ισχυροί περιορισμοί στους οποίους υπόκειται, το καθιστούν ένα παράγοντα απρόβλεπτο. Επιπλέον, οι αλλαγές και η εσωτερική διαπάλη για εξουσία, ειδικά όταν πρόκειται για μεγάλες και πολύπλοκες οργανώσεις, σημαίνουν ότι οι συνθήκες που θα μπορούσαν να εγγυηθούν μιαν ορισμένη σταθερότητα είναι δυνατό να έχουν μικρή διάρκεια.
Οι κρίσεις που συμβαίνουν σε μιαν οργάνωση, οι οποίες εμπλέκουν μια παρανοειδή σχέση, μπορούν να κλιμακωθούν με διάφορους τρόπους. Το άτομο μπορεί να ενεργήσει με τρόπο που να προκαλεί στους άλλους ανυπόφορο άγχος, τόσο ώστε αυτοί να απαιτούν «να γίνει κάτι». Επιπλέον, το ίδιο το γεγονός ότι απευθύνεται στις ανώτερες αρχές, ή που εξαπολύει εκκλήσεις εκτός της οργάνωσης, μπορεί να θέσει σε κίνηση διαδικασίες που δεν επιτρέπουν σε εκείνον που έχει την εξουσία άλλες επιλογές από το να παρέμβει. Σε μερικές καταστάσεις το εγώ διατηρείται σχετικά ήσυχο και δεν επιτίθεται ανοιχτά στην οργάνωση. Η δράση απέναντί του τίθεται σε κίνηση από το άγχος που διαρκώς αυξάνει, ή από υπολογισμό των συναδέλφων - σε μερικές περιπτώσεις των άμεσων προϊσταμένων του. Τελικά, η κρίση μπορεί να ξεσπάσει ύστερα από κανονικές διαδικασίες της οργάνωσης που έχουν σχέση με προαγωγές, συνταξιοδότηση ή μεταθέσεις.
Θεωρώντας ότι υπάρχει μια κρίσιμη κατάσταση, στην οποία η σύγκρουση ανάμεσα στο άτομο και τα μέλη της οργάνωσης ωθεί προς μια δράση για τυπικό (επίσημο) αποκλεισμό του πρώτου, μπορούν να υπάρξουν διάφορες δυνατότητες. Μια είναι η μεταφορά του εγώ από ένα τμήμα, τομέα, γραφείο της οργάνωσης σ’ ένα άλλο, μέτρο που συχνά υιοθετείται στις στρατιωτικές υπηρεσίες ή στις μεγάλες επιχειρήσεις. Αυτό απαιτεί το άτομο να δεχτεί τη μετάθεση και ότι υπάρχει ένα τμήμα διατεθειμένο να δεχτεί το άτομο. Αν και το πράγμα εφαρμόζεται με διάφορους τρόπους, υπάρχουν εμφανώς, μεταξύ των μέσων που χρησιμοποιούνται για να έλθει σε πέρας η μετάθεση, τεχνάσματα, πληροφορίες που δεν δίνονται, δωροδοκίες ή απειλές που επιδέξια αποκρύπτονται. Είναι περιττό να λεχθεί ότι υπάρχει ένα όριο στη χρήση των μεταθέσεων ως λύσης του προβλήματος, όριο που βασίζεται στην οντότητα της οργάνωσης και στην προηγούμενη διάχυση ειδήσεων γύρω από το υπό μετάθεση άτομο.
Η δεύτερη λύση, που εμείς την ορίζουμε ως εγκύστωση, τείνει, εν συντομία, να αναδιοργανώσει και να επανακαθορίσει την θέση (status) του εγώ. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την απομόνωσή του στην οργάνωση και την άμεση υπαγωγή του σε ένα ή δύο προϊσταμένους, οι οποίοι ενεργούν ως οι ενδιάμεσοί του. Η μετάθεση γίνεται συχνά πιο αποδεκτή διαμέσου της αύξησης ορισμένων υλικών αποζημιώσεων. Το εν λόγω άτομο θα μπορούσε να λάβει και μιαν ονομαστική προαγωγή, ή να «σπρωχτεί προς τα πάνω»· μπορεί να του δοθεί ένα πιο μεγάλο γραφείο, μια προσωπική γραμματέας, ή μπορεί να απαλλαχθεί από σοβαρές υπευθυνότητες. Μερικές φορές, δημιουργείται γι’ αυτόν ένα ειδικό status.
Αυτό το είδος λύσης πετυχαίνει συχνά, γιατί αφορά ένα είδος επίσημης αναγνώρισης, από τη μεριά της οργάνωσης, του έντονου καταναγκασμού που υφίσταται το εγώ στη θέση (status) του και εν μέρει, μια νίκη απέναντι στους εχθρούς του. Το όλο πράγμα τον φέρνει σε θέση να τους παρακάμψει, βάζοντάς τον σε άμεση επικοινωνία με την υπερκείμενη εξουσία, που μπορεί να έχει σχέσεις μ’ αυτόν χωρίς ενδιαμέσους. Επιπλέον, ένα τέτοιο μέτρο απαλλάσσει τους συναδέλφους από την περαιτέρω ανάγκη να συνωμοτούν εναντίον του. Αυτό το είδος λύσης χρησιμοποιείται μερικές φορές για να απαλλαγεί κανείς από κάποιο ενοχλητικό υπάλληλο επιχείρησης, υψηλόβαθμους αξιωματούχους, ή από άτομα μη επιθυμητά (personae non gratae) στα πανεπιστήμια.
Ένας τρίτος τύπος λύσης στο πρόβλημα της παράνοιας σε μια οργάνωση είναι η άμεση απόλυση, η αναγκαστική παραίτηση, ή η μη ανανέωση της σύμβασης. Τελικά, μπορεί να οργανωθεί μια διαδικασία στη βάση της οποίας το άτομο που υποφέρει από μια παρανοειδή σχέση τίθεται σε αναρρωτική άδεια, ή εξαναγκάζεται να υποστεί μια ψυχιατρική θεραπεία. Η ακραία λύση είναι η πίεση (που γίνεται, επίσης, προς την οικογένεια), ή οι άμεσες ενέργειες, για να νοσηλευθεί το άτομο σε ψυχιατρικό νοσοκομείο.
Η σειρά των λύσεων, που αναφέρθηκαν ανωτέρω, στο πρόβλημα του παρανοϊκού αντανακλά κατά προσέγγισιν την ύπαρξη των κινδύνων που συνδέονται με τις δεδομένες εναλλακτικές λύσεις, ως προς τις πιθανότητες αποτυχίας και ως προς τις επιζήμιες συνέπειες για την οργάνωση. Γενικά, οι οργανώσεις φαίνεται να δείχνουν μιαν αξιόλογη αντίσταση να πάρουν ή να θέσουν σε ενέργεια αποφάσεις που απαιτούν την εκδίωξη του ατόμου, ή τη βίαια νοσηλεία του, χωρίς να υπολογίζουν την ψυχική του κατάσταση. Μια εξήγηση γι’ αυτό είναι ότι το εν λόγω άτομο θα μπορούσε να έχει μιαν ορισμένη εξουσία μέσα στην οργάνωση, εξουσία θεμελιωμένη πάνω στη θέση του ή πάνω στις ικανότητές του και στις πληροφορίες που μόνο αυτό διαθέτει[16], και, σ’ αυτή την περίπτωση - εκτός αν υπάρχει μια ισχυρή συμμαχία εναντίον του - ο γενικός συντηρητισμός που χαρακτηρίζει τις διοικητικές αποφάσεις, μπορεί να λειτουργήσει προς όφελός του. Το μυθιστόρημα του Herman Wouk “The Caine Mutiny” («Η Ανταρσία του Κέϊν») δείχνει με δραματικό τρόπο ένα πρόσωπο με θέση εξουσίας σε μια στρατιωτική οργάνωση κατ’ εξοχήν συντηρητική. Ένα ακραίο παράδειγμα αυτού του συντηρητισμού φαίνεται στην περίπτωση ενός τμηματάρχη που διατηρούνταν στη θέση του, παρόλο που ήταν γεμάτος ψευδαισθήσεις και εξέφραζε παρανοειδή παραληρήματα[17]. Ένας άλλος παράγοντας που ενεργεί προς όφελος του ατόμου είναι ότι η απόλυση ενός προσώπου σε θέση εξουσίας λειτουργεί δυσμενώς εναντίον εκείνων που τον τοποθέτησαν στη θέση αυτή. Είναι δυνατό να παρεισφρήσει η αλληλεγγύη της ομάδας των διοικούντων και η αντίθεση στο άτομο να δημιουργήσει συμπάθεια γι’ αυτό σε πιο υψηλά επίπεδα.
Ακόμα κι όταν ένα άτομο είναι σχεδόν ολοκληρωτικά αποκλεισμένο και εκ των πραγμάτων απομονωμένο μέσα στην οργάνωση, μπορεί να έχει μιαν ορισμένη εξουσία απ’ έξω. Όταν μπορεί - με κάποιο τρόπο - να επικαλεστεί την εξωτερική εξουσία, το πράγμα έχει ένα ορισμένο βάρος. Ή όταν μια καταγγελία θα μπορούσε να εγείρει αυτόματα αμφιβολίες πάνω στην εσωτερική λειτουργία της οργάνωσης. Αυτό αγγίζει ένα κίνητρο πιο σημαντικό, λόγω του οποίου είναι απρόθυμοι να διώξουν ένα άτομο που είναι εκδικητικό και που δεν συνεργάζεται, παρόλο που είναι σχετικά μικρής σημασίας στην οργάνωση. Αναφερόμαστε εδώ σ’ ένα ορισμένο είδος αρνητικής εξουσίας που πηγάζει από τον ευάλωτο χαρακτήρα των οργανώσεων στην δυσμενή προπαγάνδα και στη δημόσια έκθεση της ιδιωτικής τους ζωής. Πράγμα το οποίο πιθανόν συμβαίνει όταν η κρίση αναγνωρίζεται επίσημα ή φτάνει σε μιαν αναθεώρηση της περίπτωσης ή σε νομικές διαδικασίες. Αυτό μπορεί να διαπιστωθεί όπου υπάρχουν περιπτώσεις παράνοιας. Αν επιχειρηθεί νοσηλεία, υπάρχει η δυνατότητα να επιδιωχθεί μια δίκη σε λαϊκό ορκωτό δικαστήριο, που θα αναγκάσει τους επικεφαλής της οργάνωσης να υπερασπίσουν τις ενέργειές τους. Αν η κρίση πάρει τη μορφή μιας νομικής αντιδικίας αυτού του είδους, είναι δύσκολο να αποδειχθεί η ψυχική διαταραχή και είναι πιθανό να υπάρξουν αγωγές για αποζημίωση λόγω βλάβης. Παρόλο που μπορεί να υπάρχουν σοβαρά γεγονότα που υποστηρίζουν τη θέση των καταγγελλόντων, μια παρόμοια αντιδικία μπορεί μόνο να ρίξει ένα αρνητικό φως πάνω στην οργάνωση.
Η συνωμοτική φύση του αποκλεισμού
Ένα συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από τα όσα έχουν αναφερθεί μέχρι τώρα είναι ότι ο ευάλωτος χαρακτήρας της οργάνωσης, καθώς και η απειλή αντεκδικήσεων από τη μεριά του παρανοειδούς ατόμου, συνιστούν μια λειτουργική βάση συνωμοσίας γι’ αυτούς που επιδιώκουν να τον καταστείλουν, ή να του στερήσουν τη θέση του. Υπάρχουν πολλές πιθανότητες να εμφανιστεί μέσα στην οργάνωση μια συμμαχία στη βάση μιας κοινής δέσμευσης ν’ αντιταχθούν στον παρανοειδή. Η ομάδα που αποκλείει ζητάει από τα μέλη της νομιμοφροσύνη, αλληλεγγύη και μυστικότητα. Αυτό λειτουργεί σύμφωνα μ’ ένα κοινό σχήμα και χρησιμοποιεί, σε διαφορετικό, κάθε φορά, βαθμό, τις τεχνικές της χειραγώγησης και της παραποίησης.
Στον άτυπο αποκλεισμό είναι δυνατό να αποκαλυφθούν συνωμοσίες σε στοιχειώδη μορφή, ξέχωρα από την κρίση της οργάνωσης. Αυτό φάνηκε στην ομάδα έρευνας ενός γραφείου, όπου τα μέλη του προσωπικού μαζευόντουσαν γύρω από ένα ψυγείο για να συζητήσουν για έναν ανεπιθύμητο συνάδελφο. Χρησιμοποιούσαν, επιπλέον, το τηλέφωνο για να οργανώσουν μικρά διαλείμματα όπου έπιναν τον καφέ χωρίς αυτόν και, όταν ήταν παρών, χρησιμοποιούσαν συμβολικές εκφράσεις, όπως το να τραγουδούν το σκοπό του τραγουδιού του Dragnet όταν αυτός πλησίαζε. Μπήκε σε εφαρμογή, με τη συνενοχή των ανωτέρων, ένας κανονισμός του γραφείου που απαγόρευε τη συζήτηση με ξένους, ένας κανονισμός που φαινομενικά έγινε για όλους, αλλά στην πραγματικότητα, είχε σκοπό να περιορίσει το πεδίο δράσης του απομονωμένου συναδέλφου. Σε μιαν άλλη περίπτωση, ένα σχέδιο συνέντευξης που προετοιμάστηκε από έναν ερευνητή, αντικαταστάθηκε στη διάρκεια μιας συγκέντρωσης που συμφωνήθηκε πίσω από την πλάτη του. Όταν αυτός ζήτησε εξηγήσεις στην επόμενη συνάντηση, οι συνάδελφοι προσποιήθηκαν ότι δεν ήξεραν τίποτα για τις αλλαγές.
Η συνωμοτική συμπεριφορά εισέρχεται στην πιο οξεία φάση στη διάρκεια των κρίσεων της οργάνωσης, κατά τις οποίες οι αποκλείοντες, που αρχίζουν την ενέργεια, συνιστούν μια ομάδα έτοιμη για μάχη. Πρόκειται εδώ για μια προσπάθεια επικεντρωμένη στο σκοπό να επιτευχθεί η συναίνεση πάνω στην άποψη που έχει σχηματισθεί, να ενισχυθεί η ομάδα και να αποφευχθεί η διατήρηση στενών σχέσεων με εκείνους που δεν θέλουν να προσχωρήσουν πλήρως στη συμμαχία. Γίνονται επίσης προσπάθειες ουδετεροποίησης εκείνων που μένουν απ’ έξω, αλλά που δεν μπορούν να κρατηθούν σε πλήρη άγνοια των σχεδίων που έχουν τεθεί σε εφαρμογή. Έτσι, εξωτερικά, προκύπτει μια φαινομενική ομοψυχία παρόλο που αυτή δεν υπάρχει.
Ένα μέρος της συμπεριφοράς της ομάδας, σ’ αυτό το σημείο, είναι στρατηγικής φύσης, με καλώς προσδιορισμένους υπολογισμούς, όπως «τι θα κάνουμε αν αυτός κάνει έτσι κι έτσι». Σε μια από τις περιπτώσεις μας, ένα μέλος διοικητικού συμβουλίου είπε ότι «παιζόταν ένα παιχνίδι» με το πρόσωπο που ήταν σε διαφωνία με την ομάδα. Η δράση που σχεδιάζεται μπορεί να φτάσει μέχρι το σημείο να υπάρξει συμφωνία πάνω στα ακριβή λόγια που θα χρησιμοποιούνται στην περίπτωση που το παρανοειδές άτομο αντιμετωπίζει ή προκαλεί την ομάδα. Πάνω απ’ όλα, υπάρχει μια συνεχής και ακριβής επικοινωνία ανάμεσα στους αποκλείοντες, που εκφράστηκε, σε μια περίπτωση, στην αμοιβαία ανταλλαγή αντιγράφων όλων των επιστολών που στάλθηκαν ή παραλήφθηκαν από το εν λόγω άτομο.
Η μέριμνα για μυστικότητα μέσα σ’ αυτές τις ομάδες αποκαλύπτεται από γεγονότα όπως το να κλείνουν προσεχτικά την πόρτα, να χαμηλώνουν την φωνή όταν μιλούν για το άτομο. Ο χώρος και ο χρόνος των συναντήσεων αλλάζουν σε σχέση με το σύνηθες. Τα έγγραφα είναι δυνατό να αρχειοθετούνται σε διαφορετικά σημεία και μερικά τηλέφωνα δεν χρησιμοποιούνται κατά την διάρκεια μιας παρανοειδούς κρίσης.
Η εκδήλωση της συμπεριφοράς του εν λόγω ατόμου, σ’ όλη αυτή την περίοδο, μεγεθύνεται υπέρμετρα. Συχνά αυτός γίνεται το κύριο αντικείμενο των συζητήσεων ανάμεσα στους αποκλείοντες ενώ η ηχώ αυτών των προβλημάτων επεκτείνεται και σε άλλες ομάδες, που, σε ορισμένες περιπτώσεις, έλκονται στην αντιδικία. Σ’ ένα ορισμένο σημείο λαμβάνονται μερικές προφυλάξεις για να συνεχίσουν τα μέλη της σχηματισμένης ομάδας να είναι συνεχώς πληροφορημένα για τις κινήσεις του προσώπου και, αν είναι δυνατό, των σχεδίων του. Στην πραγματικότητα, αν και όχι μ’ έναν επίσημο τρόπο, αυτό σημαίνει κατασκοπεία. Τα μέλη μιας συντεταγμένης ομάδας, για παράδειγμα, επιφόρτισαν κάποιον που δεν είχε σχέση με την οργάνωση και άγνωστο στο άτομο που τους κατηγορούσε, να κρατήσει σημειώσεις στη διάρκεια μιας συζήτησης που έγινε με σκοπό την επίτευξη υποστήριξης στο πρόσωπο του από έναν οργανισμό της κοινότητας. Σε μιαν άλλη περίπτωση, ένα πρόσωπο του οποίου το γραφείο επικοινωνούσε μ’ εκείνο του επικεφαλή του τμήματος, πιέστηκε να λειτουργήσει ως πληροφοριοδότης για την ομάδα, που ενεργούσε για την καθαίρεση του επικεφαλής από την θέση εξουσίας που κατείχε. Μάλιστα, αυτή η ομάδα συζητούσε σοβαρά να βάλει μια νυχτερινή φρουρά μπροστά στο σπίτι του υποτιθέμενου εχθρού τους.
Ταυτόχρονα με τη μεγέθυνση των εκδηλώσεων του παρανοειδούς διαπιστώνονται διαστρεβλώσεις της εικόνας του, που κυρίως διατυπώνονται στις πιο στενές «μαζώξεις» των αποκλειόντων. Ανάστημα, φυσική δύναμη, πονηριά, ανέκδοτα για τις επιθέσεις που έκανε, υπερβάλλονται με μια θεματική έμφαση επικεντρωμένη στο γεγονός ότι πρόκειται για ένα άτομο επικίνδυνο. Μερικά άτομα, αντίθετα από άλλα, παρέχουν την δυνατότητα γι’ αυτές τις κρίσεις, δεδομένου ότι στο παρελθόν δέχτηκαν βίαιες επιθέσεις ή απειλές. Στις συνεντεύξεις συναντιούνται, σ’ αυτό το σημείο, τυπικές αντιφάσεις, όπως «όχι, δεν χτύπησε ποτέ κανένα εδώ κοντά. Έχει μόνο να κάνει με τον αστυνομικό του κυβερνείου», ή, «όχι, εγώ δεν τον φοβάμαι καθόλου, αλλά μια από αυτές τις μέρες θα εκραγεί».
Μπορούμε να πούμε, παρενθετικά, ότι η αναφερόμενη επικινδυνότητα του παρανοειδούς, που περιγράφεται στα μυθιστορήματα και στο θέατρο, ποτέ δεν αποδείχτηκε μ’ ένα συστηματικό τρόπο. Στην πραγματικότητα, το μόνο συγκεκριμένο, επί του προκειμένου, στοιχείο, που προέκυψε από εισαγωγές που έγιναν με καθυστέρηση, ως επί το πλείστον με παρανοειδή διαταραχή, σ’ ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο στη Νορβηγία, δείχνει ότι «ούτε οι παρανοϊκοί, ούτε αυτοί με παρανοειδή διαταραχή ήταν επικίνδυνοι και, ως επί το πλείστον, ούτε ιδιαίτερα ενοχλητικοί»[18]. Η δική μας ερμηνεία γι’ αυτό το γεγονός, όπως ήδη αναφέραμε, είναι ότι η υποτιθέμενη επικινδυνότητα του παρανοειδούς, δεν προέρχεται από ένα φυσικό φόβο, αλλά από την απειλή που αυτός αντιπροσωπεύει για την οργάνωση και από την ανάγκη να δικαιολογηθεί μια συλλογική δράση που έχει αναληφθεί εναντίον του[19].
Ωστόσο, δεν πρόκειται για μια συμπεριφορά εντελώς τακτικής φύσης - όπως φαίνεται από το άγχος και τις εντάσεις που αναδύονται ανάμεσα στα μέλη της συμμαχίας, στη διάρκεια των πιο κρίσιμων φάσεων της αλληλεπίδρασης. Εκείνοι που συμμετέχουν σ’ αυτήν μπορεί να αναπτύξουν φόβους ολωσδιόλου ανάλογους με αυτούς που διαπιστώνονται ανάμεσα στους κλασσικούς συνωμότες. Ο ηγέτης μιας από αυτές τις ομάδες μίλησε για την περίοδο μιας κρίσης του παρανοειδούς ατόμου ως «μιας εβδομάδας τρόμου», στη διάρκεια της οποίας αυτός ήταν διαλυμένος από την αϋπνία και «έπρεπε να παίρνει χάπια για το στομάχι». Το γεγονός αποκαλύφθηκε από ένα διοικητικό ο οποίος, κατά τη διάρκεια μιας κρίσης στο σχολείο, που προκλήθηκε από την απομάκρυνση ενός επιθετικού καθηγητή, είχε δηλώσει ότι αυτός «παρατηρούσε τις σκιές» και «αναρωτιόταν αν όλα θα πήγαιναν καλά όταν θα γυρνούσε στο σπίτι το βράδυ». Αυτές οι καταστάσεις έντασης που λειτουργούσαν από κοινού προς ένα είδος κλεισίματος της επικοινωνίας μέσα στην ομάδα, είναι τόσο αιτία όσο και αποτέλεσμα της διογκωμένης αλληλεπίδρασης της ομάδας, η οποία αλλάζει ή επανακατασκευάζει συμβολικά την εικόνα αυτού ενάντια στον οποίο λειτουργεί.
Άπαξ και κερδηθεί η μάχη μια φορά, η εκδοχή που δίνεται από τους αποκλείοντες γύρω από την επικινδυνότητα του εν λόγω προσώπου, γίνεται ο πραγματικός λόγος που αποκρυσταλλώνεται σε κάθε επίσημη ενέργεια. Σε αυτό το σημείο, η ψευδής αναπαράσταση καταλήγει να γίνεται μέρος μιας πιο εσκεμμένης χειραγώγησης του εγώ. Δηλώσεις χονδροειδώς ανακριβείς, πιο συχνά οριζόμενες ως «προφάσεις», γίνονται μέσα που δικαιολογούνται για την επίτευξη της συνεργασίας του ατόμου, για παράδειγμα, για να το πείσουν να δεχτεί μια ψυχιατρική εξέταση ή μια περίοδο παρατήρησης σε ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο. Αυτή η πλευρά της διαδικασίας έχει περιγραφεί με επάρκεια από τον Goffman με την .έννοια του της «δίνης των δόλων», διαμέσου της οποίας ο ασθενής μπαίνει στο νοσοκομείο[20]. Δεν συντρέχει λόγος ανάλυσης πέραν αυτής της έννοιας, αρκεί να βεβαιώσουμε την παρουσία της στη διαδικασία του αποκλεισμού, που περιπλέκεται, στις δικές μας περιπτώσεις, από νομικούς καταναγκασμούς και από τον κίνδυνο, που είναι πάντα παρών, των δικαστικών διενέξεων.
Η ανάπτυξη του παραληρήματος
Η γενική ιδέα, σύμφωνα με την οποία το παρανοειδές άτομο κατασκευάζει συμβολικά τη συνωμοσία ενάντια στις βλάβες που προκαλεί, είναι - σύμφωνα με τη δική μας ερμηνεία - ανακριβής και ατελής. Κι ούτε μπορούμε να πούμε ότι του λείπει η εναισθησία (insight), όπως συχνά λέγεται. Αντίθετα, πολλά παρανοειδή άτομα συνειδητοποιούν πολύ καλά ότι είναι απομονωμένα και αποκλεισμένα διαμέσου ενός είδους προσυνεννοημένης αλληλεπίδρασης, ή ότι χειραγωγούνται. Παρόλα αυτά, είναι μπερδεμένα ως προς την ακριβή ή ρεαλιστική αξιολόγηση των διαστάσεων και της μορφής της συμμαχίας που έχει οργανωθεί εναντίον τους.
Δεδομένου ότι οι δίαυλοι της επικοινωνίας είναι κλειστοί στο παρανοειδές άτομο, αυτό δεν έχει τρόπο να εισπράττει το feedback των συνεπειών της συμπεριφοράς του, feedback που θα ήταν ουσιαστικό για να διορθώσει τις ερμηνείες του των σχέσεων και της κοινωνικής οργάνωσης, πάνω στη οποία πρέπει να βασιστεί για να ορίσει την κοινωνική του θέση (status) και να αποκτήσει ταυτότητα. Μπορεί να δει μόνο τη φανερή συμπεριφορά, χωρίς το μη επίσημο πλαίσιο. Μολονότι είναι σε θέση να συμπεράνει με ακρίβεια ότι οι άνθρωποι είναι οργανωμένοι εναντίον του, για να προσπαθήσει να το αποδείξει, μπορεί να καταφύγει μόνο στην αντιπαράθεση ή σε επίσημες εξεταστικές διαδικασίες. Για να έχει έναν οποιοδήποτε τύπο επικοινωνίας με τους άλλους, το παρανοειδές άτομο πρέπει να προκαλέσει ισχυρές αντιδράσεις - και από εδώ προκύπτουν οι κατηγορίες του, το θράσος του, οι ύβρεις του. Συνήθως αυτή η συμπεριφορά δεν είναι εσκεμμένη. Παρόλα αυτά, σε μια περίπτωση μάλλον πολύπλοκη, εξακριβώσαμε ότι το άτομο προκαλούσε συνειδητά συζητήσεις για να ακούσει τις ερμηνείες των άλλων για την συμπεριφορά του. «Μερικοί θα μπορούσαν να με περιγράψουν κατανοήσιμο, άλλοι ως πολύ ακατανόητο».
Η ανάγκη για επικοινωνία και ταυτότητα, που προκύπτει από αυτήν, βοηθά στην εξήγηση της προτίμησης του παρανοειδούς ατόμου για γραπτή επικοινωνία, επίσημη, σύμφωνη με το νόμο και τη λεπτολογία με την οποία πολλοί από αυτούς γράφουν τα έγγραφα των συμβολαίων που συνάπτουν με άλλους. Με μιαν ορισμένη έννοια, η καταφυγή στις δικαστικές διαμάχες εννοείται πιο σωστά ως η προσπάθεια του ατόμου να αναγκάσει άλλους, που έχουν επιλεγεί από αυτόν, να έχουν σχέσεις ως ίσος προς ίσον και να οικοδομήσει καταστάσεις από τις οποίες δεν θα είναι δυνατόν για κάποιον να υπεκφύγει. Το γεγονός ότι το άτομο σπάνια ικανοποιείται από τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται από τις επιστολές του, τις αιτήσεις του, τα παράπονα και τα κείμενά του δείχνει ότι η λειτουργία τους χρησιμεύει στην εγκαθίδρυση μιας σχέσης και μιας αλληλεπίδρασης με τους άλλους, όπως, επίσης, στο «να βάλει τα πράγματα στη θέση τους». Η ευρεία επαγγελματική ανοχή των δικηγόρων απέναντι στην επιθετική συμπεριφορά στο δικαστήριο και η φύση των αγγλοσαξονικών νομικών θεσμών, που γεννήθηκαν από μιαν εξέγερση ενάντια σ’ έναν ορισμένο τύπο δικαιοσύνης με χαρακτήρα συνωμοτικό ή μυστικού συμβουλίου, εγγυάται ότι θα δοθεί δυνατότητα ακρόασης ακόμα και του παρανοειδούς ατόμου. Επιπλέον, πρέπει να λάβει απάντηση στις κατηγορίες του, διαφορετικά θα βρεθεί να κερδίζει την υπόθεση λόγω έλλειψης επαρκούς δικαστικής παράστασης. Μερικές φορές, το παρανοειδές άτομο επιτυγχάνει μικρές νίκες, παρόλο που χάνει τις μεγάλες μάχες. Μπορεί να εισπράξει σεβασμό ανάμεικτο με φθόνο, στο βαθμό που είναι αντίπαλος και μερικές φορές καταφέρνει να μοιραστεί με τους άλλους, στο δικαστήριο, ένα είδος νομικής συντροφικότητας. Το παρανοειδές άτομο κατακτά, επομένως, μια ταυτότητα μέσα από το να γίνεται γνωστό.
Ενίσχυση του παραληρήματος
Η ψυχιατρική άποψη που είναι γενικά δεκτή, είναι ότι η πρόγνωση της παράνοιας είναι φειδωλή, ότι η ανάρρωση από τις μορφές της «πραγματικής παράνοιας» είναι σπάνια και υπονοείται ότι τα παραληρήματα εκφράζουν μια, κατά το μάλλον ή ήττον, αμετάστρεπτη παθολογική κατάσταση. Δεδομένου ότι οι ανάγκες του ατόμου, οι διαθέσεις και η απομόνωση την οποία επιβάλλει στον εαυτό του, είναι καθοριστικοί παράγοντες στη διαιώνιση των παραληρηματικών του αντιδράσεων, υπάρχει παρόλα αυτά ένα αξιοσημείωτο κοινωνικό πλαίσιο, διαμέσου του οποίου τα παραληρήματα παγιώνονται και ενισχύονται. Αυτό το πλαίσιο είναι εύκολα αναγνωρίσιμο στις σταθερές ιδέες και στις θεσμοποιημένες διαδικασίες των οργανισμών προστασίας, φύλαξης και θεραπείας μέσα στην κοινωνία μας. Αυτές εκδηλώνονται κυρίως στις περιπτώσεις στις οποίες τα παρανοειδή άτομα έρχονται σε επαφή με τις υπηρεσίες ασφάλειας ή νοσηλεύονται. Η σωρευτική και αθροιστική απωθητική ενέργεια αυτών των υπηρεσιών λειτουργεί ισχυρά στην κατεύθυνση της αύξησης και της ενίσχυσης μιας αίσθησης τεράστιας αδικίας και της ανάγκης για ταυτότητα, που βρίσκεται πίσω από το παραλήρημα και την επιθετική συμπεριφορά του παρανοειδούς ατόμου.
Η αστυνομία, στο μεγαλύτερο μέρος των κοινοτήτων, έχει μια πλήρως καθορισμένη αντίληψη γι’ αυτούς τους «απροσάρμοστους», όπως τους ονομάζουν, παρόλο που τα κριτήρια, στη βάση των οποίων κρίνονται αυτά τα άτομα, δεν είναι σαφή. Η υπομονή των αστυνομικών απέναντι σ’ αυτά τα άτομα είναι πολύ μειωμένη: σε μερικές περιπτώσεις ερευνούν την προέλευση των διεκδικήσεών τους και, αν συμπεράνουν ότι το εν λόγω άτομο είναι απροσάρμοστο, τείνουν, μετά από αυτό, να το αγνοούν. Οι επιστολές του μπορεί να πεταχτούν χωρίς καν να ανοιχτούν, μπορεί να του απαντούν στο τηλέφωνο μ’ ένα προστατευτικό κα καθησυχαστικό ύφος ή με αόριστες υποσχέσεις ότι θα παρθούν μέτρα που δεν θα παρθούν ποτέ.
Όπως η αστυνομία, οι λειτουργοί της εισαγγελίας είναι συχνά αναγκασμένοι να έχουν να κάνουν με άτομα που ορίζουν ως απροσάρμοστα ή διαταραγμένα. Μερικά γραφεία αναθέτουν σ’ ένα ιδιαίτερο υπάλληλο να ασχολείται με αυτές τις περιπτώσεις, άτομο που γραφικά αποκαλείται στο χώρο εργασίας ως «ο επιφορτισμένος με τους τρελούς». Μερικοί από αυτούς τους υπαλλήλους υποστηρίζουν ότι είναι σε θέση να αναγνωρίζουν αμέσως τις επιστολές των απροσάρμοστων, πράγμα που σημαίνει ότι αυτές, ή μένουν αδιάβαστες ή πετιούνται. Ωστόσο, διενέξεις στην οικογένεια ή με τους γείτονες παρουσιάζουν δυσκολίες ως επί το πλείστον δυσεπίλυτες, δεδομένου ότι συχνά είναι αδύνατο να καθοριστεί ποιο εκ των μερών παραληρεί. Σ’ ένα γραφείο, μερικοί αντίδικοι αποκαλούνται «50-50», πράγμα που σημαίνει - στην καθημερινή γλώσσα - ότι είναι αδύνατο να πει κανείς αν αυτοί μπορούν να θεωρηθούν ψυχικά υγιείς. Αν κάποιος φαίνεται ότι κάνει συνεχώς φασαρίες, οι εντεταλμένοι υπάλληλοι απειλούν μερικές φορές ότι θα κάνουν ανακρίσεις, που ωστόσο, σπάνια γίνονται.
Τόσο το προσωπικό της αστυνομίας, όσο και αυτό των εισαγγελικών αρχών λειτουργούν συνεχώς σε καταστάσεις στις οποίες οι ενέργειές τους μπορούν να έχουν επιζήμιες νομικές ή πολιτικές επιπτώσεις. Το προσωπικό αυτό έχει την τάση να λειτουργεί σε στενή διασύνδεση μεταξύ του και η αρχική του αντίδραση απέναντι σε ξένους ή αλλοδαπούς είναι η υποψία ή η έλλειψη εμπιστοσύνης, όσο δεν αποδεικνύεται ότι είναι αβλαβείς ή φίλοι. Αυτό αντανακλάται σε πολλές από τις επίσημες διαδικασίες και στις γενικές συμπεριφορές - όπως, για παράδειγμα, να σημειώνονται με ακρίβεια σ’ ένα βιβλίο καταγραφής συμβάντων τα ονόματα, η ώρα και ο σκοπός των αιτήσεων αυτού που ζητάει επίσημη συνέντευξη. Σε μερικές περιπτώσεις, στην πραγματικότητα, αρχίζουν την έρευνα πάνω στον διαμαρτυρόμενο πριν ακόμα ασχοληθούν μαζί του για οποιοδήποτε ζήτημα.
Όταν το παρανοειδές άτομο πάει πέρα από την τοπική αστυνομία και τα δικαστήρια, για να ζητήσει αποζημίωση από τις τοπικές ή εθνικές αρχές, μπορεί να συναντήσει ευγενικές συμπεριφορές υπεκφυγής, μιαν επιφανειακή ενασχόληση με την υπόθεση, ή μιαν έλλειψη εμπιστοσύνης που γίνεται πλέον επίσημη. Επιστολές που απευθύνονται σε διοικητικούς λειτουργούς μπορούν να τύχουν απαντήσεων μέχρις ενός ορισμένου σημείου, αλλά, από ένα ορισμένο σημείο και πέρα, αγνοούνται. Αν οι επιστολές σ’ ένα πρόσωπο που βρίσκεται υψηλά στην εξουσία περιέχουν απειλές, μπορεί να προκαλέσουν ανακρίσεις από μέρους των υπηρεσιών ασφαλείας, που έχουν ως αφορμή το γεγονός ότι οι δολοφονικές απόπειρες δεν είναι άγνωστες στην αμερικανική ζωή. Ενίοτε, οι αποζημιώσεις επιδιώκονται στο νομοθετικό σώμα, όπου μπορεί να εισαχθούν προτάσεις για νόμους προσωπικού χαρακτήρα, που, από την ίδια τους τη φύση, δεν είναι παρά μάταιες κινήσεις.
Γενικά, οι επαφές που το πρόσωπο που παραληρεί έχει με τις επίσημες οργανώσεις, προκαλούν συχνά τις ίδιες επιπόλαιες απαντήσεις, παραπλανητικές ή δύσπιστες, που έχουν παίξει ένα καθοριστικό ρόλο στη εν γένει διαδικασία του αποκλεισμού. Αυτές οι απαντήσεις γίνονται μέρος ενός σχήματος αλληλεπίδρασης επιλεκτικού ή επιλεγμένου, που δημιουργεί, για το άτομο, ένα κοινωνικό περιβάλλον αβέβαιο και διφορούμενο. Κάνουν πολύ λίγα για να διορθώσουν και πάρα πολλά για να επιβεβαιώσουν τις υποψίες του, τη δυσπιστία του και τους παραληρηματικούς του τρόπους ερμηνείας. Ακόμα περισσότερο, το ίδιο το προσωπικό των νοσοκομειακών υπηρεσιών μπορεί να συμβάλλει στην πρόοδο ενός παρανοειδούς παραληρήματος, όπως έδειξαν οι Stanton και Schwartz στην ανάλυσή τους της επικοινωνίας στο εσωτερικό ενός ψυχιατρικού νοσοκομείου. Αυτοί μιλούν καθαρά για μια «παθολογία της επικοινωνίας», που προκαλείται από τη συνήθεια του προσωπικού να αγνοεί τις ρητές σημασίες στις βεβαιώσεις ή στις ενέργειες των ασθενών και να απαντά, αντίθετα, σε σημασίες που συνάγονται ή υποτίθενται, έτσι ώστε να δημιουργείται ένας τύπος περιβάλλοντος μέσα στο οποίο «το παρανοειδές άτομο βρίσκεται στο στοιχείο του»[21].
Μερικά παρανοειδή ή περίπου παρανοειδή άτομα γίνονται γνωστά σε μερικές οργανώσεις στην περιοχή τους και σε ευρείες ζώνες της κοινότητας. Υπάρχουν στην κοινότητα άτομα και ομάδες που παίρνουν μια στάση χαρακτηριστική απέναντι σ’ αυτό το είδος των ατόμων, μια στάση αναμονής και προετοιμασίας. Σε μια από αυτές τις περιπτώσεις, η αστυνομία ασκούσε διαρκή έλεγχο στους χώρους όπου σύχναζε το άτομο και, όταν ο κυβερνήτης ερχόταν να μιλήσει στη σκάλα του δικαστηρίου, δύο αστυνομικοί αναλάμβαναν την ειδική αρμοδιότητα να το επιβλέπουν, αν βρισκόταν ανάμεσα στο πλήθος. Αργότερα, κάθε φορά που πήγαινε στο κυβερνείο, ένας ορισμένος αριθμός αστυνομικών επιφορτιζόταν να το συνοδεύει όταν κατευθυνόταν στην αίθουσα ακροάσεων της επιτροπής, ή όταν ζητούσε να συναντήσει έναν υπάλληλο[22]. Η φήμη που αυτός ο άνθρωπος είχε αποκτήσει εξαιτίας της γνωστής εξαιρετικής δύναμής του να ρίχνει κάτω τους αστυνομικούς σαν τραπουλόχαρτα, ήταν γι’ αυτόν μια προφανής πηγή ευχαρίστησης, παρ’ όλη την καχυποψία που υπονοούσε η παρουσία τους.
Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, για τα παρανοϊκά άτομα, το να αντιπροσωπεύουν το πρόσωπο που κινεί υποψίες, γίνεται ένας τρόπος ζωής, δεδομένου ότι αυτό τους παρέχει μια ταυτότητα που διαφορετικά δεν μπορούν να αποκτήσουν. Οι ιδιότροπες διαμάχες με τους δημόσιους λειτουργούς, η δημοσίευση κειμένων, μικρών βιβλίων, καταγγελιών με το όνομά τους, η τάση να αμφισβητούν πράγματα που οι άλλοι παραβλέπουν ως μικρής σημασίας ή σαν «μπελάδες», γίνονται το πρωταρχικό θέμα της ζωής τους, χωρίς το οποίο η κατάστασή τους εύκολα θα χειροτέρευε.
Αν για κάποιον η παράνοια γίνεται ένας τρόπος ζωής, είναι, επίσης, αλήθεια ότι το δύσκολο άτομο, με ιδέες μεγαλείου ή δίωξης, μπορεί να φέρνει σε πέρας μερικές λειτουργίες περιθωριακού χαρακτήρα μέσα στις οργανώσεις και μέσα στην κοινότητα. Μια από αυτές είναι η λειτουργία του αποδιοπομπαίου τράγου, από τη στιγμή που το παρανοειδές άτομο γίνεται αντικείμενο κωμικών σκηνών ή εικασιών και κουτσομπολιών όταν ο κόσμος αναρωτιέται τι ετοιμάζει ακόμα. Σ’ αυτό το ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου, το παρανοειδές άτομο μπορεί να βοηθήσει τις πρωτογενείς ομάδες να ολοκληρωθούν προς πλέον ευρείες οργανώσεις, γιατί, κατευθύνοντας την επιθετικότητα και τη μομφή προς τον εαυτό του, ενισχύονται το αίσθημα της ομοιογένειας και η συναίνεση μεταξύ των μελών της ομάδας.
Υπάρχουν, επίσης, παραδείγματα στα οποία οι επιθέσεις και οι γενικές κατηγορίες και οι μύδροι του παρανοειδούς ατόμου χρησιμεύουν στην έκφραση της δυσαρέσκειας αυτών που φοβούνται να κριτικάρουν ανοιχτά την κατεύθυνση που υπάρχει στην κοινότητα, στη οργάνωση ή στο Κράτος, ή των άτυπων δομών εξουσίας στο εσωτερικό τους. Μερικές φορές τα παρανοειδή άτομα είναι τα μόνα που αγκαλιάζουν ανοιχτά τις ιδέες των στρωμάτων του πληθυσμού που δεν είναι εκφρασμένες και δεν αντιπροσωπεύονται πολιτικά[23]. Τα «επιχειρήματα» που ελκύουν την προσοχή του παρανοειδούς ατόμου - το ντόπιγκ στους αθλητικούς αγώνες, ο διεθνής κομμουνισμός, τα μονοπωλιακά «συμφέροντα», ο παπισμός, ο εβραϊσμός ή οι «ψυχοπολιτικοί» - συχνά αντανακλούν τους αόριστους και άμορφους φόβους και τις ανησυχίες των περιφερειακών ομάδων, που τείνουν να επικυρώνουν το ρόλο του «προστάτη» που έχει επιλέξει το παρανοειδές άτομο. Μερικές φορές, στα παιχνίδια εξουσίας στο εσωτερικό του οργανισμού και στις κοινοτικές συγκρούσεις, ο δικός του ρόλος χρησιμοποιείται δολίως από τις πιο αντιπροσωπευτικές ομάδες, ως εργαλείο για να βάλουν σε δύσκολη θέση τους αντιπάλους τους.
Το ευρύτερο κοινωνικο-πολιτιστικό πλαίσιο
Οι παρατηρήσεις μας κλείνουν με τον ίδιο πολεμικό τόνο που άρχισαν, δηλαδή, υποστηρίζοντας ότι τα μέλη των κοινοτήτων ή των οργανώσεων ενώνονται σε μια κοινή προσπάθεια απέναντι στις βλάβες που προξενεί το παρανοειδές άτομο, πριν ακόμα ή ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εκδικητική συμπεριφορά από τη μεριά του. Η παρανοειδής κοινότητα είναι πραγματική μάλλον παρά ψεύτικη, εξαιτίας του γεγονότος ότι συνίσταται από αμοιβαίες σχέσεις και από διαδικασίες των οποίων τα ακριβή αποτελέσματα είναι ο ημιεπίσημος και επίσημος αποκλεισμός και μια περιορισμένη επικοινωνία.
Η δυναμική του αποκλεισμού του παρανοειδούς ατόμου γίνεται κατανοητή, σε μια πιο ευρεία προοπτική, αν αναγνωριστεί ότι στην αμερικάνικη κοινωνική οργάνωση οι αποφάσεις παίρνονται στις μικρές άτυπες ομάδες διαμέσου αλληλεπιδράσεων ανδρικών, τυχαίων και συχνά λεπτεπίλεπτων. Η πρόσβαση σ’ αυτές τις ομάδες συνήθως θεωρείται περισσότερο ένα προνόμιο παρά ένα δικαίωμα, προνόμιο που τείνει να περιφρουρείται ζηλόφθονα. Οι κρίσιμες αποφάσεις, συμπεριλαμβανομένων αυτών της αποβολής κάποιου ή της αναδιοργάνωσης της κοινωνικής του θέσης (status) σε πιο μεγάλες επίσημες οργανώσεις, λαμβάνονται μυστικά. Η νομική έννοια της «προνομιακής επικοινωνίας» είναι, εν μέρει, η επίσημη αναγνώριση της ανάγκης να παίρνονται μυστικές αποφάσεις στο εσωτερικό των οργανώσεων.
Επιπλέον, μέσα στην κοινωνία μας, που βασίζεται πάνω στη οργάνωση, υπάρχει έμφαση στην συμμόρφωση και η διαρκώς αυξανόμενη τάση των ελίτ των οργανώσεων να στηρίζονται, για τους σκοπούς τους, στη άμεση εξουσία. Αυτή ασκείται συχνά με σκοπό την απομόνωση και την εξουδετέρωση των ομάδων και των ατόμων που αντιτίθενται στην καθοδήγησή τους, τόσο μέσα, όσο και έξω από την οργάνωση. Οι επίσημες δομές μπορεί να χειραγωγούνται ή εσκεμμένα να αναδιοργανώνονται με τρόπο ώστε οι ομάδες και τα άτομα που προβάλουν αντίσταση, να απομακρύνονται, ή να τους εμποδίζεται η πρόσβαση στην εξουσία ή στα διαθέσιμα μέσα που ευνοούν την επιδίωξη σκοπών και αξιών που παρεκκλίνουν. Ένας από τους πιο άμεσα αποτελεσματικούς τρόπους για να επιτευχθεί αυτό είναι η διακοπή, η επιβράδυνση ή το μπλοκάρισμα της ροής της πληροφορίας.
Η ανάγκη για εξορθολογισμό και δικαίωση αυτών των διαδικασιών πάνω σε μια δημοκρατική βάση, ωθεί στην απόκρυψη ορισμένων πράξεων, στην αλλοίωση της κρυμμένης σημασίας, μέχρι και στην καταφυγή σε μέσα ανήθικα ή παράνομα. Η δυσκολία να έχουμε μια κοινωνιολογική γνώση αυτών των τεχνικών, που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «έλεγχοι πίσω από τους ελέγχους» και η άρνηση από μέρους εκείνων που τις χρησιμοποιούν, να αναγνωρίσουν ότι αυτές υπάρχουν, είναι λογική συνέπεια της ορατής απειλής, που μια τέτοια γνώση και αποδοχή μπορεί να αντιπροσωπεύει για τις δομές της άτυπης εξουσίας. Το επιφαινόμενο της εξουσίας γίνεται, έτσι, ένα είδος ασαφούς κόσμου του πολιτισμού μας, που καλεί σε συμπεράσματα και καταδίκες.
Συμπεράσματα
Αναλύσαμε την διαδικασία του κοινωνικού αποκλεισμού και τους τρόπους με τους οποίους αυτή συμβάλλει στην ανάπτυξη του σχήματος της παρανοειδούς συμπεριφοράς. Ενώ οι προκείμενες θέτουν τον τόνο πάνω στις οργανωτικές μορφές του αποκλεισμού, πιστεύουμε, ωστόσο, ότι αυτές είναι έκφραση μιας γενικής διαδικασίας της οποίας οι όροι συσχετισμού θα αναδυθούν από τη μελέτη της παράνοιας στην οικογένεια και σ’ άλλες ομάδες. Οι διαφοροποιημένες αντιδράσεις του ατόμου στις περιστάσεις του οργανωμένου αποκλεισμού είναι σημαντικές στην ανάπτυξη των παρανοειδών αντιδράσεων, μόνο στο βαθμό που αυτές προσδιορίζουν μερικά τον «ανυπόφορο» και «αβάσταχτο» χαρακτήρα των αλλαγών του status που πρέπει να αντιμετωπίσει. Μπορεί να διαπλέκονται ιδιοσυγκρασιακοί παράγοντες της ιστορίας της ζωής, του είδους που εμφανίζεται στις πιο συμβατικές ψυχιατρικές αναλύσεις, αλλά, κατά την άποψή μας, είναι εξίσου σημαντικές εκείνες που είναι σύμφυτες στις αληθινές και καθαυτό αλλαγές του status - και η ηλικία είναι μια από τις προεξάρχουσες μεταξύ αυτών. Και στις δυο περιπτώσεις, άπαξ και εμφανιστεί μια καταστασιακή δυσανεκτικότητα, το πεδίο είναι έτοιμο για την αλληλεπιδραστική διαδικασία που περιγράφτηκε ανωτέρω.
Θα παρατηρηθεί ότι, όλες οι περιπτώσεις που εξετάσαμε, αφορούσαν πρόσωπα που παρέμεναν χωρίς επιδείνωση, που διατηρούσαν επαφή με τους άλλους και επαναλάμβαναν μαχητικές δραστηριότητες που απευθύνονταν σε κοινωνικά αποδεκτές αξίες και θεσμούς. Στις δικές τους εμπειρίες απουσίαζαν γενικευμένες υποψίες σε δημόσιους χώρους και απρόκλητες επιθέσεις απέναντι σε αγνώστους. Αυτά τα γεγονότα, πέρα από τη σχετική απουσία της «αληθινής παράνοιας» από τον πληθυσμό των ψυχιατρικών νοσοκομείων, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η «ψευδοκοινότητα», συνδεδεμένη με μιαν αδιάκριτη επιθετικότητα (με την έννοια του Cameron) είναι περισσότερο συνέπεια παρά ένα συστατικό μέρος των παρανοειδών σχημάτων. Αυτά είναι πιθανώς αποτελέσματα μιας επιδείνωσης και ενός κατακερματισμού της προσωπικότητας που εμφανίζονται, όταν εμφανίζονται, στο παρανοειδές άτομο ύστερα από μακρές και έντονες περιόδους στρες και ολοκληρωτικής κοινωνικής απομόνωσης.
(Μετάφραση Θ. Μεγαλοοικονόμου)
[1] Cameron, Ν. (1943) Η παρανοειδής ψευδοκοινότητα. American Journal of Sociology, 46: 33 - 38.
[2] Σε ένα κατοπινό άρθρο, ο Cameron τροποποίησε την αρχική του ιδέα, αλλά όχι από τη σκοπιά των κοινωνικών όψεων της παράνοιας, που κυρίως μας ενδιαφέρουν. Cameron, N (1959) Η επανεξέταση της ψευδοκοινότητας. American Journal of Sociology, 65: 52 - 58.
[3] Cameron, N: Η παρανοειδής ψευδοκοινότητα, ο.π.π.
[4] Ο.π.π.
[5] Tyhurst, J. (1957): Paranoid Patterns. In: A. H. Leighton, J. A. Clausen & R. N. Wilson (Eds.), Exploration in Social Psychiatry. New York: Basic Books.
[6] Milner, K. O. (1949) Το περιβάλλον ως ένας παράγων στην αιτιολογία της εγκληματικής παράνοιας. Journal of Mental Science, 95: 124 - 132.
[7] Pederson, F. A. (1949): Ψυχολογικές αντιδράσεις στην ακραία κοινωνική εκτόπιση (Νευρώσεις των προσφύγων). Psychoanalytic Review, 36: 344 - 354.
[8] Kine, F. F. (1951): Aliens’ Paranoid Reactions. Journal of Mental Science, 98: 589 -594.
Listivan, (1956) Paranoid states: Social and Cultural Aspects. Medical Journal of Australia, : 776 - 778.
[9] Tyhurst, J: Paranoid Patterns, ο.π.π.
[10] Lemert, E. M. (1946): Legal Commitment and Social Control. Sociology and Social Research, 30: 370 - 378.
[11] Ο.π.π.
[12] Detler R. A. & Erikson, K. T. (1959): The function of deviance in Groups. Social Problems, 7: 102.
[13] Loomis, J. L. (1959): Communications, the Development of Trust and Cooperative Behavior. Human Relations, 12: 305 - 315.
[14] Cumming, E. & Cumming, J. (1957) Closed Ranks. Cambridge: Harvard University Press, κεφ. VI.
[15] Η αλληλεπίδραση, από ορισμένες απόψεις, είναι η ίδια που χρησιμοποιείται με τα παιδιά, ιδιαίτερα με το enfant terrible. Η λειτουργία της γλώσσας σε μια τέτοια αλληλεπίδραση μελετήθηκε από τον Sapir πριν από πολλά χρόνια. [Sapir, E. (1915) Abnormal Types of Speech in Nootka. Geological Survey Memoir 62, Anthropological Series. Ottawa: Canada Department of Mines.]
[16] Για μια συστηματική ανάλυση των οργανωτικών δυσκολιών κατά την απομάκρυνση ενός «μη προαγώγιμου» ατόμου από τη θέση του, βλέπε Levinson, B. (1961) Bureaucratic Succession. In: A. Etzioni (ed.), Complex Organizations. New York: Holt. Reinhart & Wilson, σελ. 362 - 395.
[17] Μια από τις περιπτώσεις της πρώτης μελέτης.
[18] O. Odegard (1959) : A Clinical Study of Delayed Admissions to a Mental Hospital. Mental Hygiene, 42: 66 - 77.
[19] Βλέπε παραπάνω.
[20] Goffman, E. (1959) The Moral Career of the Mental Patient. Psychiatry, 22: 127.
[21] Stanton, A. H. & Schwartz. M. S. (1954) The Mental Hospital. New York: Basic Books, σελ. 200 - 210.
[22] Αυτή η τεχνική, σε μορφή ακόμα πιο συστηματική, χρησιμοποιείται μερικές φορές για την προστασία του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών στις «περιπτώσεις του Λευκού Οίκου».
[23] Marmor, J. (1958) Science, Health and Group Opposition. Κείμενο που διανεμήθηκε στη σχολή Κοινωνικών Λειτουργών του UCLA.