(Μερικές επισημάνσεις για την πορεία της «ψυχιατρικής μεταρρύθμισης»)
Η κρίση που έχει ξεσπάσει με αφορμή την δραστική μείωση και την ασυνέχεια της χρηματοδότησης των ΝΠΙΔ, που έχουν ιδρύσει και λειτουργούν οικοτροφεία και άλλες δομές ψυχικής υγείας, έχει, όπως είναι αναμενόμενο, σοβαρές συνέπειες προς τρεις κατευθύνσεις :
-στην ποιότητα της φροντίδα των ενοίκων,
-στην κανονική καταβολή της αμοιβής, αλλά και της ασφάλειας των θέσεων εργασίας των εργαζομένων σ΄ αυτές,
-στη βιωσιμότητα των δομών αυτών, αλλά και στο χαρακτήρα και στους στόχους του εγχειρήματος που ονομάστηκε «ψυχιατρική μεταρρύθμιση» και το οποίο, σε μεγάλο βαθμό, επιχειρήθηκε διαμέσου των μη κερδοσκοπικών εταιρειών (που μερικοί από τους άμεσα ενδιαφερόμενους χαρακτηρίζουν ως «μη κυβερνητικές οργανώσεις»).
Η κρίση αυτή, ως μείωση, πιθανώς και ως ασυνέχεια, της χρηματοδότησης (σε σχέση με τα επίπεδα της περιόδου που ξεκίνησε η υλοποίηση της κάθε δομής, στη βάση της συγχρηματοδότησης), πρόκειται να συνεχιστεί.
Ηδη, πολλές από τις δομές που έχουν συμπληρώσει το αρχικό 18μηνο της συγχρηματοδότησης, δεν είναι σε θέση να καλύψουν τα κενά που έχουν με νέους ενοίκους, ενώ έχουν αρχίσει οι συγχωνεύσεις δομών και προσωπικού με ταυτόχρονη αύξηση του αριθμού των ενοίκων και μείωση του προσωπικού ανά δομή.
Τόσο οι ένοικοι, όσο και οι εργαζόμενοι των ΝΠΙΔ έχουν γίνει θύματα μιας ιδιότυπης ομηρίας, που τείνει να εγκλωβίζει το δίκαιο αίτημα για κανονική καταβολή των μισθών και των χρηματικών μέσων για την, κατά το δυνατόν, πιο ποιοτική φροντίδα, σε μια διεκδίκηση για συνέχιση της χρηματοδότησης των ΝΠΙΔ για τη στήριξή τους ως φορέων παροχή φροντίδας. Για την παγίωση, δηλαδή, ενός πεδίου παροχής υπηρεσιών με όρους και κανόνες «ιδιωτικής πρωτοβουλίας», συνυφασμένου με την επισφαλή φροντίδα των μεν και την εργασιακή ανασφάλεια των δε. Γιατί αυτό που, για τη μια πλευρά, αποτελεί επιδίωξη αυτοσυντήρησης και αναπαραγωγής των ΝΠΙΔ ως τέτοιων, είναι, για την άλλη πλευρά (ενοίκων και εργαζομένων), συνυφασμένο με τη διαιώνιση και αναπαραγωγή των συνθηκών ομηρίας.
Αν μια ορισμένη πολιτική, μια κίνηση προς την «ήπια» (soft) ιδιωτικοποίηση, οδηγείται σε μια (προαναγγελθείσα) αποτυχία, το ερώτημα και η αγωνία δεν μπορεί επ΄ ουδενί να είναι πώς θα διασωθεί αυτή η πολιτική, αλλά τι γίνεται με τους ενοίκους και τι γίνεται με τους εργαζόμενους : αυτό είναι το μόνο που έχει σημασία ν΄ απαντηθεί. Και για να γίνει αυτό δυνατό, προκειμένου, δηλαδή, να γίνει σαφές ποιο πρέπει να είναι το κεντρικό αίτημα για την ταυτόχρονη διασφάλιση, αφενός των δικαιωμάτων και της ποιότητας των φροντίδας των ενοίκων και αφετέρου, των θέσεων εργασίας και της αξιοπρεπούς και σταθερά καταβαλλόμενης αμοιβής των εργαζομένων, πρέπει να εξετασθεί το πρόβλημα, που έχει προκύψει, στην ολότητά του, στο σύνολο, δηλαδή, των σχέσεών του
-με τις πολιτικές που ακολουθούνται στη λεγόμενη «ψυχιατρική μεταρρύθμιση» (τι πραγματικά, δηλαδή, επιδιώκεται μέσω αυτής και όχι τι δηλώνεται ότι επιδιώκεται),
-με τις κατευθυντήριες πολιτικές ως προς το λεγόμενο «κοινωνικό κράτος» και
-με τις προωθούμενες πολιτικές δραστικής συρρίκνωσης του δημόσιου τομέα,
ραγδαίων ιδιωτικοποιήσεων, ανατροπής των εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων.
Αυτό είναι τόσο περισσότερο αναγκαίο, όσο, από διάφορες πλευρές (εκπροσώπους των ΝΠΙΔ, της ΜΥΠ κλπ), γίνεται προσπάθεια να κατασκευαστεί, με στατιστικά στοιχεία (περιορισμένης εμβέλειας, αφενός και με μονόπλευρη παρουσίασή τους, αφετέρου), μια «ανωτερότητα» του ιδιωτικού τομέα και των δομών που αυτός λειτουργεί, σε σχέση με αυτές του δημόσιου τομέα – ότι, μάλιστα, είναι «πιο αποδοτικές συγκριτικά με παρόμοιες δομές του δημοσίου».
Αυτή η προσπάθεια δεν είναι κάτι καινούργιο ως προς τον γενικό της χαρακτήρα: όλοι οι νεο (σοσιαλ) φιλελεύθεροι με τον ίδιο τρόπο διαφημίζουν την «ανωτερότητα» του ιδιωτικού σε σχέση με το δημόσιο. Είναι πιο «αποδοτικό» – πιο ευέλικτο, λιγότερο γραφειοκρατικό, πιο φτηνό, πιο κερδοφόρο. Απέναντι σ΄ αυτή την ανωτερότητα των ΝΠΙΔ (ενίοτε υπό την πιο ρομαντική και «κοινωνική» αμφίεση του όρου «ΜΚΟ» - «μη κυβερνητικές οργανώσεις») κατασκευάζεται ένα φάσμα «εχθρικών δυνάμεων» («εχθρών της προόδου»), ταιριαστό ως κατασκευή στους σκοπούς των οπαδών της ιδιωτικοποίησης («ήπιας» ή «άγριας»), που εκτείνεται από τους δογματικούς «κρατιστές», μέχρι τους άκρατους νεοφιλελεύθερους, αυτούς που υιοθετούν «πλήρως» τα κριτήρια της αγοράς, «ανεξαρτήτως από την υιοθέτηση κριτηρίων και προτύπων φροντίδας».
Δεν υπάρχει τίποτα το πρωτότυπο στη δοκιμασμένη, βολική και πονηρή χρησιμοποίηση, και σ΄ αυτή την περίπτωση, της ταμπέλας του «κρατιστή», όπου τσουβαλιάζονται (με καθόλου επιστημονικά «κριτήρια και πρότυπα») κοινωνικές ομάδες και συμφέροντα, συνδικαλιστικές πρακτικές και πολιτικές ιδεολογίες με, συχνά, άκρως διαφορετικές αφετηρίες και επιδιώξεις (από την μάζα των δημοσίων υπαλλήλων, που υπερασπίζεται το καθεστώς εργασιακής μονιμότητας και τις πολιτικές τάσεις, ομάδες και οργανώσεις που μάχονται κατά των ιδιωτικοποιήσεων στη βάση ενός σοσιαλιστικού προτάγματος, μέχρι τις συντεχνιακές κάστες που συγκροτούνται στη βάση της νομής προνομίων, που (συν)διαχειρίζεται η συνδικαλιστική γραφειοκρατία με την εξουσία και μέχρι τις ομάδες των κρατικοδίαιτων προμηθευτών), με σκοπό τη συσκότιση του καίριου ζητήματος που είναι, ακριβώς, η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών. Ως «κρατιστές» υπονοούνται, προφανώς, όλοι όσοι αντιτάσσονται στην μετατροπή της (ψυχικής) υγείας σε εμπόρευμα και στην άμεση υπαγωγή της στην αγορά (μέσω και των ΝΠΙΔ)
Το ερώτημα είναι, τι ακριβώς είναι πιο αποδοτικό (πιο φτηνό κλπ) και για ποιόν; Για τις ανάγκες της δημοσιονομικής λιτότητας και της κερδοφορίας τω ιδιωτών ή τις ανάγκες των ανθρώπων; Αυτό που είναι «αποδοτικό» (efficient) υπό την έννοια των κανόνων της αγοράς, είναι πιο αποδοτικό και υπό την έννοια της κάλυψης των ανθρώπινων αναγκών, ισότιμα, δωρεάν και στο ανώτερο ποιοτικό επίπεδο;
Ας πούμε, κατ΄ αρχήν, ότι τα ΝΠΙΔ στα οποία ανατέθηκε ένα όχι ευκαταφρόνητο κομμάτι της αποασυλοποίησης των ασθενών χρόνιας παραμονής των δημόσιων ψυχιατρείων (αλλά, βαθμιαία και άλλες υπηρεσίες ψυχικής υγείας), δεν έχουν σε τίποτα να κάνουν με τις λεγόμενες «μη κυβερνητικές οργανώσεις» - χωρίς αυτό να σημαίνει ότι, αν ήταν, αυτό θ΄ αποτελούσε μια θετική εξέλιξη.
Μια σφαιρική και ενδελεχής διαπραγμάτευση για τη φύση και το ρόλο των ΜΚΟ και
του λεγόμενου «μη κερδοσκοπικού», ή, κατ΄ άλλους, «κοινωνικού» τομέα της οικονομίας, ξεφεύγει από τους στόχους του παρόντος. Μπορούμε, όμως, να πούμε για πολλές από τις ελληνικές μη κερδοσκοπικές εταιρίες, ιδιαίτερα αυτές που έχουν αναλάβει εργολαβικά μεγάλους τομείς της ψυχικής υγείας, ότι μπορούν να οριστούν καλλίτερα όχι ως «μη κυβερνητικές», αλλά ως «παρα-κυβερνητικές», ως κρατικά κατασκευάσματα (εργαλεία), ενταγμένα στις επίσημες επιλογές για συρρίκνωση και απεξάρθρωση του «κοινωνικού κράτους» και ευρύτερα, του δημόσιου τομέα.
Εύκολα μπορεί να δει κανείς ότι οι εν λόγω μη κερδοσκοπικές εταιρείες δεν είχαν ποτέ μιαν αυτοδύναμη βάση («ίδιους πόρους», που να αντλούνται από την «κοινωνική» τους βάση και δραστηριότητα), γιατί δεν είχαν, ούτε έχουν, καμιά κοινωνική υπόσταση (όπως, πχ, ο φιλανθρωπικός, μη κερδοσκοπικός τομέας στη Βρετανία, ή οι κοινωνικοί συνεταιρισμοί στη Ιταλία κλπ), δεν εκφράζουν κανένα κοινωνικό κίνημα, ούτε καν «υπόλειμμα» κοινωνικού κινήματος, όπως ορισμένες από τις ΜΚΟ σε ευρωπαϊκές χώρες, με εναλλακτικές (ρεφορμιστικού χαρακτήρα) πρακτικές, απότοκες κινηματικών δραστηριοτήτων - πολλές εκ των οποίων μεταλλάχθηκαν περαιτέρω, τις τελευταίες δεκαετίες, σε «μη κυβερνητικά» εξαρτήματα και άλλοθι των επίσημων κυβερνητικών πολιτικών σε πλείστους όσους τομείς της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών.
Πού στηρίζεται, πχ, η «μη κυβερνητική» δραστηριότητα των ΜΚΟ (ανάμεσά τους και κάποιων ελληνικών) στο Ιράκ ή στο Αφγανιστάν, αν όχι στην ανοχή και στις «λόγχες» των κατακτητών, αν όχι στην ένταξη της παρουσίας τους στους σχεδιασμούς και στους στόχους των στρατευμάτων κατοχής;
Τα ΝΠΙΔ, που έχουν αναλάβει δομές και υπηρεσίες ψυχικής υγείας στην Ελλάδα, δεν αποτελούν παρά μορφή ιδιωτικοοικονομικής μετάλλαξης και απεξάρθρωσης του δημόσιου τομέα, ο οποίος, στα πλαίσια των στρατηγικών προσανατολισμών και της εφαρμογής των σχετικών πολιτικών αποφάσεων και «οδηγιών» της ΕΕ, απεκδύεται κάθε ευθύνης για τη λειτουργία και διαχείριση βασικών κλάδων της οικονομίας (επιχειρήσεις «Κοινής Ωφέλειας»-ΔΕΚΟ-τράπεζες κλπ), καθώς και υπηρεσιών και δραστηριοτήτων «κοινωνικής» πολιτικής και προστασίας (Παιδείας, Υγείας, Πρόνοιας), τις οποίες μεταβιβάζει συστηματικά, με ολοένα επιταγχυνόμενους ρυθμούς, σε ιδιωτικούς φορείς. Και εκεί όπου δεν υπάρχουν, όπως στην Ψυχική Υγεία, τους κατασκευάζει.
Βέβαια, υπήρξαν και αξιόλογες (παρά τις αντιφάσεις τους) εμπειρίες, που υλοποιήθηκαν από μη κερδοσκοπικές εταιρείες, όπως, πχ, η Κινητή Μονάδα στη Φωκίδα (που ξεκίνησε σε μια περίοδο που η συντριπτική πλειοψηφία των επαγγελματιών ψυχικής υγείας ήταν τελείως «ανυποψίαστη» για την κοινοτική ψυχιατρική) και ιδιαίτερα αυτή στην Αλεξανδρούπολη. Ισως και μερικές ακόμη.[1] Αυτό δεν σημαίνει ότι η όποια «καινοτομία» μπορεί να δικαιολογεί ούτε την επισφαλή και απλήρωτη εργασία, ούτε την «πώληση» υπηρεσιών. Γενικά, θα
μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι ένα ΝΠΙΔ, που λειτουργεί σε μια πραγματικά μη κερδοσκοπική βάση, με μια πραγματικά καινοτόμο δράση, που δεν εμπλέκεται σε παιχνίδια εξουσίας και αναπαραγωγής ιδιαίτερων συμφερόντων, που δεν είναι κρατικοδίαιτο, θα μπορούσε να έχει και λόγο ύπαρξης και θετική συμβολή, στο βαθμό που δεν γίνεται όχημα για τη μεταφορά των ευθυνών του κράτους για κοινωνική προστασία, δημόσια και δωρεάν υγεία, σε ιδιωτικά συμφέροντα. Σε κάθε περίπτωση, δεν συνιστά «κοινωνική», «μη κερδοσκοπική» δραστηριότητα ούτε η χρησιμοποίηση «εθελοντικής» (μη πληρωμένης εργασίας), ως υποκατάστατο κανονικών θέσεων εργασίας, ούτε η «πώληση» (σε αδρά και ουδόλως «συμβολική» τιμή) ιατρικών, συνοδευτικών και ψυχοθεραπευτικών υπηρεσιών.
Η ιδιωτικοποίηση στην Ψυχική Υγεία (όχι με την μορφή των ιδιωτικών κλινικών, που προϋπήρχαν, αλλά με την απόφαση της ανάθεσης μεγάλου μέρους του προγράμματος «Ψυχαργώς» σε ιδιώτες) αποκτά σάρκα και οστά με την ψήφιση του νόμου 2716/9, που προβλέπει τη δυνατότητα ανάπτυξης δραστηριοτήτων ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης και στεγαστικών δομών (ξενώνων, οικοτροφείων κλπ) από κερδοσκοπικούς και μη κερδοσκοπικούς φορείς. Προβλέπει, επίσης, τη δυνατότητα ανάπτυξης Κινητών Μονάδων Ψυχική Υγείας, μονάδων, δηλαδή, για παροχή υπηρεσιών ψυχικής υγείας σε πρωτοβάθμιο και κοινοτικό επίπεδο, από μη κερδοσκοπικούς φορείς.
Τα εν λόγω ΝΠΙΔ δεν είναι παρά κρατικοδίαιτοι φορείς, που λειτουργούν στην ίδια λογική των φορέων που αναλαμβάνουν διαφόρων ειδών κρατικές εργολαβίες και οι οποίοι, για να συνεχίσουν να λειτουργούν, έχουν ανάγκη από συνεχή κρατική επιδότηση. Είναι μια μορφή «σύμπραξης δημόσιου με ιδιωτικό», στη λογική των ΣΔΙΤ (Συμπράξεων Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα), με τη διαφορά ότι, στις δραστηριότητες τύπου ΣΔΙΤ το κράτος παραχωρεί στον ιδιώτη τη χρήση (για εξαιρετικά μεγάλη περίοδο χρόνου) της μονάδας που αυτός, με «ίδιους πόρους» κατασκεύασε και στον οποίο πληρώνει ενοίκιο. Στην περίπτωση των ΝΠΙΔ, το κράτος καλύπτει πλήρως και απευθείας όλα τα λειτουργικά τους έξοδα, μισθούς κλπ, τα οποία, εν συνεχεία, έχει σχεδιαστεί να περάσουν σε χρηματοδότηση από τα ασφαλιστικά ταμεία, τα οποία, σύμφωνα με την Υπουργική απόφαση αρ. Υ5β/Γ.Ποικ. 35724, που θέτει σε εφαρμογή το άρθρο 13 του ν. 2716/99 περί «ειδικού ενοποιημένου (κλειστού) νοσηλείου», θα καταβάλλουν στα ΝΠΙΔ (όπως, αντίστοιχα και στο δημόσιο) το «ειδικό νοσήλειο», ενώ υποτίθεται ότι, στο βαθμό που προκύπτει ανάγκη, αυτή θα καλύπτεται με επιπλέον κρατική επιχορήγηση. Το «ειδικό νοσήλειο» ανέρχεται σε 18 ευρώ ημερησίως κατ΄ άτομο στο προστατευόμενο διαμέρισμα, σε 35 ευρώ για διαμονή σε οικοτροφείο και φτάνει μέχρι τα 47 ευρώ για διαμονή, το πολύ μέχρι 20 μήνες, σε ξενώνα. Εύλογη είναι η πρόβλεψη ότι, στο βαθμό που συνεχίζεται η σφιχτή εισοδηματική πολιτική και οι περικοπές των κοινωνικών δαπανών, η τάση θα είναι για συμπίεση της λειτουργίας των δομών αυτών, συμπεριλαμβανομένων των μισθών και του αριθμού του προσωπικού, στο επίπεδο που θα καλύπτει το «ειδικό νοσήλειο» και για περιορισμό της επιπλέον επιχορήγησης στο ελάχιστο δυνατό. Δεν υπάρχει τίποτα στην τρέχουσα οικονομική πολιτική των περικοπών και της απορύθμισης και στις μεσο-μακροπρόθεσμες προοπτικές της, που να επιχειρηματολογεί πειστικά υπέρ του αντιθέτου.
Υπάρχουν τρία σημεία σχετικώς με το ρόλο των ΝΠΙΔ στην ψυχική υγεία που θεωρούμε ότι χρειάζεται να τύχουν μιας, κατά το δυνατό, διεξοδικής διαπραγμάτευσης, προκειμένου να γίνει κατανοητό πώς ο ρόλος και η λειτουργία τους εντάσσεται στη διαδικασία «απορύθμισης», ή «αντιμεταρρύθμισης», που μετά από μια περίοδο μεταρρυθμιστικών διακηρύξεων, έχει, πλέον, παγιωθεί στο χώρο της ψυχικής υγείας.
Το πρώτο αφορά τον ισχυρισμό (από εκπροσώπους των ΝΠΙΔ και από τα νομοθετικά κείμενα και τις πρακτικές των διαδοχικών κυβερνήσεων της «δικομματικής διακυβέρνησης» των τελευταίων δεκαετιών) ότι η παροχή υπηρεσιών Υγείας από ιδιωτικούς φορείς, συμπεριλαμβανομένων των ΝΠΙΔ, δεν επηρεάζει το δημόσιο χαρακτήρα της. Ισχυρίζονται, δηλαδή, ότι ένα «δημόσιο αγαθό» μπορεί εξίσου να υπηρετείται από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, χωρίς, το ιδιοκτησιακό καθεστώς που διέπει το «σύστημα παραγωγής» και παροχής της υπηρεσίας, να αλλοιώνει το δημόσιο χαρακτήρα του.
Οι διατάξεις του νόμου για την «Οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών της Δημόσιας Υγείας»[2] (που ψηφίστηκε από την παρούσα κυβέρνηση της ΝΔ, στο πνεύμα και στην κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων που ξεκίνησαν επί ΠΑΣΟΚ), προβλέπουν τη συμμετοχή στην παροχή της όλων των φορέων, δημόσιων και ιδιωτικών, μέσω των διαφόρων συμπράξεων και συνεργασιών. Η δυνατότητα των συμπράξεων θεσμοθετήθηκε με την ψήφιση του νόμου για τις ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα), ενώ στο νόμο 3329/2005 για τις ΔΥΠΕ, άρθρο 17, θεσμοθετούνται οι «Προγραμματικές Συμβάσεις», που προβλέπουν τη συνεργασία των ΝΠΔΔ μεταξύ τους και με ιδιωτικούς φορείς ή «μη κυβερνητικές» οργανώσεις, με χρηματοδότηση «από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, από τον Τακτικό Προϋπολογισμό και από τους προϋπολογισμούς των ΝΠΔΔ») κλπ.
Πρόκειται για έναν ορισμό της Υγείας ως «δημόσιου αγαθού» που, όπως θα επιχειρήσουμε ν΄ αναλύσουμε παρακάτω, δεν είναι παρά το «φύλλο συκής» της προϊούσας ιδιωτικοποίησης των φορέων που την παρέχουν, όχι μόνο μέσω της επέκτασης και μεγέθυνσης των αμιγώς ιδιωτικών φορέων, αλλά και της ραγδαίας αλληλοδιείσδυσης δημόσιου και ιδιωτικού, με τρόπο ώστε η λειτουργία του δημόσιου να είναι, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, φορέας ιδιωτικών συμφερόντων κάθε είδους. Ένα παράδειγμα, αρκετά κραυγαλέο, αυτής της αλληλοδιείσδυσης είναι η ίδρυση και λειτουργία μη κερδοσκοπικών εταιρειών, που συνδέονται «έμμεσα», μέσω των γνωστών παραθύρων του νόμου, με επαγγελματίες ψυχικής υγείας του ΕΣΥ, οι οποίες ιδρύουν οικοτροφεία και άλλες μονάδες, όπου μεταφέρουν ασθενείς από το ψυχιατρείο όπου οι επαγγελματίες αυτοί εργάζονται ως μόνιμοι υπάλληλοι. Θα ήταν δυνατό αυτό χωρίς να είναι εν γνώσει και με τις ευλογίες των ιεραρχικά ανώτερων εξουσιών;
Το δεύτερο σημείο αφορά το ρόλο των ΝΠΙΔ στην κατάργηση της μονιμότητας και στη δημιουργία επισφαλών σχέσεων εργασίας, σε συνάρτηση με το κόστος συντήρησης των οικοτροφείων και τα προβλήματα «επιβίωσης» των δομών που ανέπτυξαν τα ΝΠΙΔ στα πλαίσια του συστήματος υπηρεσιών ψυχικής υγείας, όπως αυτό διαμορφώθηκε από την «ψυχιατρική μεταρρύθμιση».
Το τρίτο σημείο αφορά το ρόλο των ΝΠΙΔ στην «ψυχιατρική μεταρρύθμιση», σε ποιο βαθμό, δηλαδή, ήταν φορείς «καινοτομίας», με «αποτελεσματικότητα μεγαλύτερη από αυτήν του δημόσιου τομέα», αν και πώς συνετέλεσαν σε μια διαδικασία μετασχηματισμού και αποϊδρυματοποίησης, ή, αντίθετα, απονοσοκομειοποίησης και «μεταστέγασης» σε άλλο ίδρυμα (transinstitutionalization).
Ως προς το πρώτο σημείο, «δημόσια αγαθά», ή «κοινωνικά αγαθά», θεωρείται ότι είναι, κατ΄ αρχήν, τα «φυσικά αγαθά», που είναι συνυφασμένα με την ίδια τη ζωή, όπως νερό, αέρας, γη κλπ, που έχουν μιαν αυτονόητα παγκόσμια σημασία, κοινή για όλους τους ανθρώπους. Δημόσια αγαθά είναι, επίσης, τα «πολιτιστικά αγαθά» (η πολιτιστική κληρονομιά τη ανθρωπότητας, το σώμα της ανθρώπινης γνώσης, η επιστήμη, η τέχνη κλπ), αλλά και οι δημόσιες υπηρεσίες, όπως τα συστήματα εκπαίδευσης και υγειονομικής περίθαλψης και άλλες δημόσιες επιχειρήσεις και λειτουργίες, που παράγονται ή παρέχονται στο πλαίσιο της υλικής υποδομής της παραγωγής (αυτό που ο Μαρξ ονόμασε «γενικές συνθήκες παραγωγής»). Αυτοί οι ορισμοί προϋποθέτουν μια διάκριση μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών αγαθών, αυτών, δηλαδή, που ανταλλάσσονται στην αγορά αντί χρήματος.
Σ΄ ένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα βασισμένο στην παραγωγή ανταλλακτικής αξίας, που πρέπει να πραγματώνεται στη αγορά, δεν μπορεί να υπάρχει κανένα εμπόδιο για την, εν τέλει, μετατροπή όλων των αγαθών σε ιδιωτικά αγαθά, δηλαδή, σε εμπορεύματα για ανταλλαγή στην αγορά έναντι χρήματος. Δημόσια, όπως και ιδιωτικά αγαθά, είναι στοιχεία του «συστήματος αναγκών» των χρηστών (αυτών που τα καταναλώνουν), που συναρτώνται με το «σύστημα εργασίας» των παραγωγών (αυτών που τα παράγουν ή τα παρέχουν).
Σύμφωνα με τον Adam Smith, τον πατέρα της αστικής πολιτικής οικονομίας, ενώ για την παραγωγή/ παροχή ιδιωτικών αγαθών, το κριτήριο είναι το κέρδος που αυτά μπορούν να αποφέρουν, για όσα αγαθά η παραγωγή δεν αποφέρει κέρδος, αλλά που είναι, ωστόσο, εξαιρετικής σημασίας για την κοινωνία, η παροχή τους μπορεί να είναι υπό τη μορφή «δημόσιων αγαθών». Ο Adam Smith ονομάζει τις δαπάνες για τα «δημόσια αγαθά», «κόστη της κυριαρχίας» (δαπάνες για άμυνα, δικαστικό σύστημα, εκπαίδευση, θρησκευτική καθοδήγηση, δημόσια έργα και κρατικά ιδρύματα), τα οποία, τονίζει, πρέπει να υπηρετούν «την διευκόλυνση του εμπορίου». Και αναφέρει το εξής προφητικό παράδειγμα «συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα» : σε σχέση με τα επωφελή για το εμπόριο δημόσια έργα, όπως δρόμους, λιμάνια, γέφυρες, πλωτά κανάλια κλπ, λέει ότι, ενώ οι δαπάνες για τη χρηματοδότησή τους πρέπει να καταβάλλονται από τα δημόσια έσοδα, θα πρέπει να λειτουργούν σε ιδιωτική βάση, με την εκχώρηση, πχ, των δικαιωμάτων για τα διόδια σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, των οποίων το συμφέρον θα πρέπει να είναι η διατήρηση της λειτουργίας των καναλιών.
Για τον Μαρξ, τα δημόσια αγαθά είναι οι «γενικές συνθήκες παραγωγής», που τις ορίζει ως τις συνθήκες για την ομαλή διατήρηση της διαδικασίας της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Ο Μαρξ τονίζει ότι «το κεφάλαιο αναλαμβάνει μόνο θετικές πρωτοβουλίες, θετικές σύμφωνα με τη δική του λογική». Η χρηματοδότηση των έργων που είναι απαραίτητα για την απρόσκοπτη αναπαραγωγική του λειτουργία, αλλά τα οποία δεν είναι κερδοφόρα για το κεφάλαιο, αναλαμβάνεται από το δημόσιο ταμείο, από τα «έσοδα της χώρας» και οι εργάτες που τα παράγουν «δεν εμφανίζονται σαν παραγωγικοί εργάτες, αν και αυξάνουν την παραγωγική δύναμη της χώρας».
Μόνο ο «συλλογικός καπιταλιστής», το κράτος, μπορεί ν΄ ασχοληθεί με τα δημόσια έργα, για τη δημιουργία των «γενικών συνθηκών παραγωγής». Η εργασία που απαιτείται γι΄ αυτό το σκοπό, ενώ αυξάνει την παραγωγικότητα του συνολικού κεφαλαίου, υπό την έννοια της παραγωγής υπεραξίας από τον ατομικό καπιταλιστή, είναι αντιπαραγωγική. Η κυρίαρχη, ωστόσο, τάση του καπιταλισμού είναι η μετατροπή ολόκληρης της εργασίας σε παραγωγική εργασία που αυξάνει την υπεραξία.
Ο Μαρξ είχε προβλέψει ότι, σε συνθήκες ανεπτυγμένου καπιταλισμού, οι «γενικές συνθήκες παραγωγής» μπορούν να παραχθούν σε ιδιωτική βάση.[3] Αυτό μπορεί να γίνει στο βαθμό που έχει συσσωρευτεί μια μεγάλη μάζα κεφαλαίου (πλασματικού κεφαλαίου), το οποίο αποβλέπει όχι στην άμεση εξαγωγή κέρδους από παραγωγικές επενδύσεις, αλλά στην πληρωμή τόκων και ομολόγων, ποντάρει στις συγκριτικές αποδόσεις των αγορών κλπ και είναι σε θέση να εισάγει τα δημόσια αγαθά στην αγορά γιατί του έχει παραχωρηθεί τα ιδιοκτησιακό δικαίωμα.
Η εποχή που γίνεται αυτό, είναι η εποχή της ανάπτυξης του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, αυτού που αποτελεί την πεμπτουσία της σημερινής φάσης της παγκοσμιοποίησης, που, στην απεγνωσμένη αναζήτησή του για κερδοφόρες επενδύσεις, απαιτεί, μέσω της συρρίκνωσης της δημόσιας σφαίρας της οικονομίας και της ιδιωτικοποίησης των δημόσιων αγαθών, τη μετατροπή τους σε πεδίο για κερδοφόρες επενδύσεις.
Επομένως, τι είναι δημόσιο και τι ιδιωτικό εξαρτάται όχι από αφηρημένους ορισμούς, αλλά από την ιστορική φάση της εξέλιξης και της κρίσης του καπιταλισμού, που, όσο περισσότερο βαθαίνει, τόσο περισσότερο προωθεί την εμπορευματοποίηση κάθε πτυχής της ανθρώπινης ύπαρξης, από την πιο μακροσκοπική μέχρι την ίδια την βιολογική/γονιαδιακή υπόσταση του ανθρώπου και των πλέον στοιχειωδών φυσικών αγαθών, όπως το νερό, ο αέρας κλπ.
Η ιδιωτικοποίηση έχει σημαντικές επιπτώσεις και στον τρόπο που παρέχονται τα δημόσια αγαθά και στον τρόπο που μπορούν να καταναλωθούν. Η πρόσβαση σ΄ αυτά μετατρέπεται σε προνόμιο όσων έχουν να πληρώσουν. Όταν μιλάμε για ιδιωτικοποίηση, αναφερόμαστε τόσο σε περιπτώσεις μεταβίβασης στην ιδιωτική ιδιοκτησία αγαθών που πριν προσφέρονταν από το κράτος, όσο και περιπτώσεις εκχώρησης της διαχείρισης της παροχής τους σε ιδιώτες - είτε πρόκειται για ιδιωτικές, κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, είτε ΜΚΟ και ΝΠΙΔ.
Με την ιδιωτικοποίηση, η ποιότητα, η ποσότητα και η αποτελεσματικότητα όχι μόνο δεν βελτιώνονται, αλλά επιδεινώνονται και απορυθμίζονται, ενώ, παράλληλα, αποκτούν μια χωρίς προηγούμενο ταξική διάσταση: όσοι έχουν να πληρώσουν, «αγοράζουν» καλές υπηρεσίες (εκπαίδευσης, υγείας κλπ) στην αγορά. Οσοι δεν έχουν να πληρώσουν, είτε δεν έχουν καμιά πρόσβαση σε οποιαδήποτε υπηρεσία, ή, όταν έχουν, αυτή είναι υποβαθμισμένης ποιότητας και απροσπέλαστη από κάθε είδους «κριτήρια και πρότυπα φροντίδας».
Αν υποθέσουμε ότι το «κοινωνικό κράτος» (social state) της προηγούμενης περιόδου, προϊόν ενός ταξικού συσχετισμού, ο οποίος επέβαλε τη θεσμοθέτηση εργατικών κατακτήσεων που εκφράστηκαν στον λεγόμενο «κοινωνικό μισθό» (εκπαίδευση, υγεία, συντάξεις, προστασία σε περιόδους ανεργίας κλπ), αποτελούσε μιαν εξασφάλιση απέναντι στην ανασφάλεια που παράγει η αγορά (συντελώντας σ΄ αυτό που ο Z. Bauman ονόμασε «επανεμπορευματοποίηση της εργασίας», τη διατήρηση, δηλαδή, του «εφεδρικού βιομηχανικού στρατού» σε κατάσταση σταθερής ετοιμότητας για ενεργό υπηρεσία), σήμερα είμαστε μάρτυρες του μετασχηματισμού του σε «κράτος ασφαλείας» (security state): ένα κράτος που επιχειρεί να μετατοπίζει το άγχος που προκαλεί η απορύθμιση των βασικών συνθηκών της ζωής, η εξατομίκευση των κινδύνων και η απόσυρση των ασφαλιστικών δικλείδων προστασίας, προς την κατεύθυνση της προσωπικής ασφάλειας: τους φόβους που πηγάζουν από μιαν απειλή στα ανθρώπινα σώματα, από παραβάτες, μετανάστες και πρόσφυγες κλπ. Τα πιο φτωχά στρώματα, για τα οποία δεν έχει παραμείνει παρά ένα αραιό και αχνό «δίχτυ προστασίας», υπάρχει η τάση να επαναταξινομούνται στη βάση μια οπτικής που αφορά όχι ένα ζήτημα «κοινωνικής φροντίδας», αλλά ένα ζήτημα «νόμου και τάξης», καθώς η ανικανότητα των πιο στερημένων για συμμετοχή στο παιχνίδι της αγοράς τείνει όλο και περισσότερο να ποινικοποιείται. Η ευάλωτη συνθήκη και η ανασφάλεια που προκαλεί η ελεύθερη αγορά, επαναπροσδιορίζεται, πλέον, ως ένα ατομικό πρόβλημα, ένα ζήτημα με το οποίο πρέπει ο καθένας να καταπιαστεί ατομικά, με ό,τι πόρους έχει στην διάθεσή του.
Γνωρίζουμε ότι στην Ελλάδα, το κοινωνικό κράτος, που ήταν ανέκαθεν ατροφικό, υποκαθίστατο, κατά κάποιον τρόπο, από την «προστασία» που παρείχε ένας υπερτροφικός δημόσιος τομέας, μέσω της μονιμότητας της σχέσης εργασίας και όσων συνδέονταν με αυτήν, για κοινωνική ανέλιξη και εξασφάλιση των γηρατειών. Αν και κακοπληρωμένες, οι θέσεις εργασίας στο δημόσιο είχαν τουλάχιστον την ασφάλεια της σταθερότητας σ΄ αυτές. Αυτός είναι ο λόγος που ο διορισμός στο δημόσιο διατηρεί ακόμα, παρά τον ολοένα αυξανόμενο περιορισμό των ευκαιριών και των δυνατοτήτων για πρόσβαση σ΄ αυτό, μια πρωτεύουσα θέση μέσα στο φαντασιακό των οικογενειών από τα φτωχά και μεσαία στρώματα, για την κοινωνική ανέλιξη, αλλά προπαντός, την εξασφάλιση μιας ασφαλούς εργασιακής σταδιοδρομίας.
Γι΄ αυτό και η κριτική στο λεγόμενο «δημόσιο» πρέπει να επικεντρώνεται σ΄ αυτές τις πλευρές του που το συναρτούν με τις επιδιώξεις της κερδοφορίας του κεφαλαίου, αυτές που το κάνουν όργανο πελατειακών σχέσεων και κλικών (το έδαφος πάνω στο οποίο ανθίζει η διαφθορά, η αδράνεια, η σπατάλη, η αναποτελεσματικότητα) και όχι (όπως κάνουν τα κάθε είδους, άμεσα ή έμμεσα φερέφωνα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου), στα στοιχεία που ενσαρκώνουν «κεκτημένα», τόσο από την «πλευρά των παραγωγών» (αυτών που παρέχουν τις υπηρεσίες), όπως αυτό της μονιμότητας, όσο και από την «πλευρά των χρηστών», που θα έπρεπε να έχουν μιαν αυξανόμενη – αντί για συρρικνούμενη, όπως συμβαίνει σήμερα - και στο ανώτερο δυνατό ποιοτικό επίπεδο πρόσβαση σε όλα τα «δημόσια αγαθά», τα οποία πρέπει να παρέχονται ισότιμα, δωρεάν και ανάλογα με τις ανάγκες. «Οσο μεγαλύτερες οι ανάγκες, τόσο μεγαλύτερες οι (δωρεάν) παροχές» - και όχι, «όσο μεγαλύτερο εισόδημα έχει κάποιος, τόσο περισσότερες υπηρεσίες να μπορεί ν΄ αγοράσει».
Ποιότητα και αποτελεσματικότητα υπηρεσιών, ασφάλεια «παραγωγών» και «χρηστών», δεν επιτυγχάνονται με τη μετατροπή των «χρηστών» σε καταναλωτές, που πρέπει να αγοράζουν το μέχρι χθες «δημόσιο αγαθό», ούτε με την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των «παραγωγών», αλλά με τον εργατικό και κοινωνικό έλεγχο των υπηρεσιών και των επιχειρήσεων του δημοσίου από «παραγωγούς» και «χρήστες», στα πλαίσια μιας προοπτικής κοινωνικοποίησης και όχι ιδιωτικοποίησης της παραγωγής.
Ας δούμε, τώρα, την επίπτωση της «απορύθμισης» στο χώρο της ψυχικής υγείας, στην οποία αναφερθήκαμε, στις εργασιακές σχέσεις του «συστήματος των παραγωγών» (ή παροχής) του δημόσιου αγαθού «ψυχική υγεία» και στα μέχρι τώρα αποτελέσματα της «ψυχιατρικής μεταρρύθμισης».
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Μονάδας Υποστήριξης και Παρακολούθησης «Ψυχαργώς-Β΄ φάση» (ΜΥΠ), το 2005, επί 383 (απογράφηκαν 377) στεγαστικών μονάδων (ξενώνων, οικοτροφείων, προστατευόμενων διαμερισμάτων), οι 269, ή ποσοστό 69.76%, ανήκαν στο δημόσιο και οι 114, ή ποσοστό 30.24%, στα ΝΠΙΔ.
Για τη λειτουργία αυτών των μονάδων απασχολούνται, στο δημόσιο, 1525 εργαζόμενοι και στα ΝΠΙΔ 1536 εργαζόμενοι. Αν είχε αναλάβει το δημόσιο την υλοποίηση των προγραμμάτων μετάβασης σε ξενώνες και οικοτροφεία, που με ραγδαίους ρυθμούς υλοποιήθηκε στο διάστημα 2000-5 (αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΜΥΠ, από το 1988-99 ιδρύθηκαν 106 στεγαστικές μονάδες, ενώ από το 2000-5, ιδρύθηκαν 277 μονάδες), τότε, δεδομένου ότι η αποασυλοποίηση αφορούσε ασθενείς νοσηλευόμενους σε κρατικά ψυχιατρεία, θα έπρεπε να είχαν προσληφθεί αυτοί οι 1536 εργαζόμενοι στο δημόσιο.
Αντί για μόνιμες θέσεις στο δημόσιο, επιλέχθηκε να δημιουργηθούν οι θέσεις αυτές στον ιδιωτικό τομέα. Με αμοιβές πιο χαμηλές και προπαντός, με τον επισφαλή χαρακτήρα που έχει μια θέση εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Αυτός ο επισφαλής χαρακτήρας αξιοποιείται τώρα που περιστέλλεται η χρηματοδότηση, με αποτέλεσμα, πάλι σύμφωνα με στοιχεία της ΜΥΠ για το 2005, να έχουν «παραιτηθεί», από τις στεγαστικές δομές των ΝΠΙΔ, 208 εργαζόμενοι και άλλοι 58 να έχουν απολυθεί, μέσα σ΄ ένα χρόνο. Πρόκειται για παραιτήσεις και απολύσεις σε πρωτοφανώς μαζική κλίμακα, στο χώρο της ψυχικής υγείας, που έγιναν, προφανώς, όχι για άλλο λόγο, αλλά εξαιτίας της μη καταβολής των δεδουλευμένων μισθών και στα πλαίσια των διεκδικήσεων των εργαζομένων για τα πιο θεμελιακά και αναφαίρετα δικαιώματά τους.
Οι συνέπειες στη λειτουργία των θεραπευτικών ομάδων και στα θεραπευτικά προγράμματα των ασθενών (στο βαθμό που αυτά ισχύουν και γίνονται σεβαστά ως αρχές λειτουργίας και ως διαδικασίες) είναι ανυπολόγιστες και υποθέτουμε ότι θα πρέπει να έχουν αντιμετωπιστεί και αξιολογηθεί ως τέτοιες.
Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δυνατό στο δημόσιο, όπου η είσοδος ή η αποχώρηση από τη θεραπευτική ομάδα (Θ.Ο.) μια δομής, για όποιον λόγο και αν γίνεται (στην καλλίτερη των περιπτώσεων έχει να κάνει με τη συγκρότηση και τη λειτουργικότητα, θεραπευτική/ιδεολογική, της Θ.Ο), δεν συνεπάγεται την μη καταβολή του μισθού και/ή την απώλεια της θέσης εργασίας – επομένως, βασικά δικαιώματα, εν προκειμένω, δεν προσφέρονται για άσκηση εκβιασμών, ομηρίας, πολιτικών περιστολής των χρηματοδοτήσεων.
Αλλωστε, αυτό είναι που το κράτος θέλει ν΄ αποφύγει με την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων, τουλάχιστον ως προς το σκέλος του προσωπικού : τις διασφαλίσεις που δίνει η μονιμότητα. Τα ΝΠΙΔ στην Ψυχική Υγεία προσφέρονται ως ένα πεδίο δοκιμασίας, εφαρμογής και εξάπλωσης πολιτικών κατάργησης της προστασίας και ανατροπής των εργασιακών σχέσεων, στο εσωτερικό του ίδιου του δημόσιου- συντελούν, ως καταλύτες, στην μετάλλαξη του δημόσιου σε ιδιωτικό.
Επομένως, η επιλογή της ανάθεσης στα ΝΠΙΔ ενός μεγάλου μέρους των στεγαστικών μονάδων δεν είχε να κάνει μόνο με την ταχύτερη απορροφητικότητα (που μάλλον δεν επιβεβαιώθηκε, τουλάχιστον στο βαθμό που αναμενόταν), αλλά, κυρίως, με τη μόνη σταθερή, αν και μη δεδηλωμένη, πολιτική κατεύθυνση για την ψυχική υγεία (αυτή που τείνει διαρκώς να επιβεβαιώνεται στην πράξη, πίσω από τις όποιες διακηρύξεις), που αφορά στην επίτευξη του χαμηλότερου κόστους, μεταξύ άλλων και με τη δημιουργία ενός εργατικού δυναμικού αναλώσιμου με την πρώτη ευκαιρία –και αυτή η ευκαιρία ήταν προδιαγεγραμμένο ότι θα ερχόταν πολύ σύντομα.
Ηδη, από τον περασμένο Νοέμβριο, ΓΓ του Υπουργείου Υγείας είχε μιλήσει για υπερβολικό αριθμό προσωπικού στις στεγαστικές δομές των ΝΠΙΔ, ο οποίος θα έπρεπε να μειωθεί. Το βέβαιο είναι ότι, αν και όταν αποκατασταθεί μια ομαλή ροή της χρηματοδότησης στα ΝΠΙΔ, αυτή δεν πρόκειται ποτέ πια να είναι στο ύψος που ήταν στο πρώτο 18μηνο της λειτουργίας των δομών και το βάρος των περικοπών (στον ενιαίο και σφαιρικό προϋπολογισμό των ΝΠΙΔ για κάθε οικοτροφείο) θα πέσει ταυτόχρονα στις αμοιβές και στον αριθμό του προσωπικού και στο επίπεδο φροντίδας των ενοίκων.
Οπως είχε προβλεφθεί από την αρχή και παρά τις επισημάνσεις και τις προειδοποιήσεις που έγιναν από πολλές πλευρές, η συγκρότηση των προγραμμάτων των ΝΠΙΔ για στεγαστικά προγράμματα (όπως και των αντίστοιχων προγραμμάτων του δημοσίου), ήταν επικεντρωμένη, πρωτίστως, στην απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων (το ενδιαφέρον περιοριζόταν στη φάση της «συγχρηματοδότησης») και όχι στην επεξεργασία μιας πολιτικής για την ψυχική υγεία. Στον ισχυρισμό ότι με την κατάρτιση του «Ψυχαργώς» μια τέτοια πολιτική πράγματι υπήρξε, θα απαντούσαμε ότι αυτή η πολιτική, πέρα από μια διακήρυξη γενικών αρχών (από 1999-2000 και ύστερα) για το κλείσιμο των ψυχιατρείων, δεν προχώρησε ποτέ στην συγκρότηση ενός συγκεκριμένου σχεδιασμού για την υλοποίηση μιας διαδικασίας υπέρβασης του ψυχιατρείου, έτσι ώστε οι στεγαστικές δομές να εντάσσονται σ΄ ένα τομεοποιημένο δίκτυο κοινοτικών υπηρεσιών ψυχικής υγείας και να μη λειτουργούν (ιδιαίτερα αυτές του ιδιωτικού τομέα) ξεκομμένα και αυτοαναφορικά, όπως τώρα, αλλά ν΄ αποτελούν μέρος ενός συστήματος υπηρεσιών.
Αν υπήρχε μια σοβαρή επιλογή για το κλείσιμο των ψυχιατρείων, τότε θα έπρεπε να είχε μελετηθεί η διαδικασία μετάβασης και η συναρτημένη μ΄ αυτήν μεταφορά πόρων από το ιδρυματικό σύστημα στο κοινοτικό, έτσι ώστε να μη παράγονται και λειτουργούν οι νέες δομές συμπληρωματικά προς το παραδοσιακό ψυχιατρικό κύκλωμα, αλλά εναλλακτικά προς αυτό, δηλαδή, να το υποκαθιστούν ολοκληρωτικά Τέτοιο σχέδιο δεν υπήρξε. Μεταφορά των πόρων δεν σημαίνει εγκατάλειψη των παλιών δομών και υπηρεσιών (ψυχιατρείων) προς όφελος αυτοαναφορικών νέων δομών, αλλά το ριζικό μετασχηματισμό του ψυχιατρείου και των πρακτικών που συνδέονται με αυτό και έτσι, την ανάδυση μιας νέας ψυχιατρικής κουλτούρας και πρακτικής, που φορέας της θα ήταν, κατ΄ αρχήν, οι λειτουργοί όλων των κλάδων (που μέχρι τώρα διαχειρίζονταν τον εγκλεισμό στο ψυχιατρείο), με τη βαθμιαία μετάβασή τους σ΄ ένα ριζικά νέο πλαίσιο λειτουργίας και αλληλεπίδρασης, όπου οι ίδιοι άνθρωποι, οι ίδιοι οικονομικοί πόροι, «παράγουν υγεία» και συνοδεύουν τους ψυχικά πάσχοντες σε μια διαδικασία χειραφέτησης.
Φυσικά, οι υπάρχοντες πόροι, αυτοί που τώρα διατίθενται για τη νοσοκομειοκεντρική λειτουργία του ψυχιατρικού κυκλώματος, επ΄ ουδενί δεν θα επαρκούσαν για ένα πανεθνικά οργανωμένο, ολοκληρωμένο δίκτυο τομεοποιημένων κοινοτικών υπηρεσιών, με λειτουργία ριζικά εναλλακτική σ΄ αυτή του εγκλεισμού. Η στήριξη των ψυχικά πασχόντων στον «τόπο κατοικίας», στην κοινωνική ενσωμάτωση και στην αξιοπρεπή διαβίωση απαιτεί μια γενναία αύξηση της χρηματοδότησης για την Ψυχική Υγεία. Χρηματοδότηση ανάλογη με τις πολύπλοκες ανάγκες των ψυχικά πασχόντων, βασισμένη στον εθνικό προϋπολογισμό και όχι σε βραχύβια κοινοτικά προγράμματα : αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι σ΄ ένα μεγάλο μέρος της χώρας δεν υπάρχει ίχνος υπηρεσίας ψυχικής υγείας και σ΄ ένα άλλο, εξίσου μεγάλο, υπάρχουν εξαιρετικά ανεπαρκείς υπηρεσίες που αδυνατούν να παράσχουν μια πραγματική στήριξη. Οι κάτοικοι αυτών των περιοχών οδηγούνται συχνά στα ψυχιατρεία του κέντρου, ακόμα κι΄ όταν υπάρχουν στην περιοχή ψυχιατρικές υπηρεσίες (Ηπειρος, Στερεά-Εύβοια, αλλά και Πελοπόννησος κλπ). Η ύπαρξη ενός «ξεκομμένου» οικοτροφείου, δημόσιου ή ιδιωτικού, σ΄ ένα νομό, ή σε μια περιοχή, με τον τρόπο, μάλιστα, της μεταστέγασης από τα ψυχιατρεία, που δημιουργήθηκαν αυτές οι δομές, δεν είναι υπηρεσία ψυχικής υγείας για τον πληθυσμό της περιοχής όπου στεγάζεται η υπηρεσία. Ο ισχυρισμός για το αντίθετο δεν αποτελεί παρά βολικό άλλοθι για την ταυτόχρονη διεκδίκηση χρηματοδότησης (από τους ιδιώτες) και εγκατάλειψη των περιοχών αυτών (από το κράτος).
Η ετεροβαρής δραστηριοποίηση στη μονομερή υλοποίηση προγραμμάτων στεγαστικών δομών ήταν βολική για όλους και για έναν επιπλέον λόγο : δεν προκαλεί, δεν αμφισβητεί το παραδοσιακό ψυχιατρικό παράδειγμα, την κουλτούρα των λειτουργών και όλων των εμπλεκομένων. Όταν φτάνει ο ξενώνας, ή το οικοτροφείο, να θεωρείται και να λειτουργεί ως προέκταση της νοσοκομειακής νοσηλείας, τότε η ίδια η παραδοσιακή κουλτούρα μπορεί, εξωραϊζόμενη, να αγκαλιάσει και τις στεγαστικές δομές – όχι ως αμφισβήτηση του ψυχιατρείου, αλλά ως προέκταση και ως συμπλήρωμά του. Αντίθετα με τις αρχικές τους υποσχέσεις και την αυτοπαρουσίασή τους ως φορέων «καινοτομίας», οι μη κερδοσκοπικές εταιρείες (όπως θα αναλύσουμε περισσότερο παρακάτω), ήταν οι κύριοι φορείς, οι αναντίρρητα διαθέσιμοι στην υλοποίηση αυτών των «μετα-στεγαστικών» (transinstitutionalization) προγραμμάτων του κράτους («εργο-λάβοι»), χωρίς κριτική του υπάρχοντος, χωρίς η παρουσία τους και η πρακτική τους να έχει ένα μετασχηματιστικό χαρακτήρα.
Είναι χαρακτηριστικό της «μεταστεγαστικής» φρενίτιδας που επικράτησε τα τελευταία χρόνια, με την μαζική είσοδο των ΝΠΙΔ στο χώρο τη ψυχικής υγείας, ότι, στη Β΄ φάση «Ψυχαργώς», μέσα σε δύο χρόνια (2003-4), εκ των 25 συνολικά ΝΠΙΔ που εμπλέκονται στη ψυχική υγεία, τα 20 ανέλαβαν την ίδρυση και λειτουργία 51 οικοτροφείων, δηλαδή του 45% του συνόλου των δομών που ίδρυσαν τα ΝΠΙΔ (σ΄ όλη τη διάρκεια της περιόδου, από το 1984 που εκτυλίσσεται η «ψυχιατρική μεταρρύθμιση»), με περίπου 765 ενοίκους (θεωρώντας ότι κάθε οικοτροφείο έχει 15 ενοίκους), επί συνολικής δυναμικότητας 1.183 κλινών, που διαθέτουν όλες οι στεγαστικές δομές των ΝΠΙΔ (στοιχεία ΜΥΠ) – δηλαδή, το 65% των ασθενών, που φιλοξενούνται σε στεγαστικές δομές των ΝΠΙΔ, έχουν μεταβεί σ΄ αυτές (σε οικοτροφεία) τα τελευταία δύο χρόνια. (Από το υπόλοιπο 55%, δηλαδή, 63 δομές, με το 35% των φιλοξενουμένων, οι 19 είναι προστατευόμενα διαμερίσματα που ιδρύθηκαν μια εταιρεία, ενώ άλλα 10 ιδρύθηκαν από μια άλλη).
Την ίδια περίοδο (2003-4), 34 φορείς ΝΠΔΔ (ψυχιατρεία και γενικά νοσοκομεία) ίδρυσαν και λειτούργησαν 69 δομές, που αφορούσαν, αντίθετα με ό,τι έγινε με τα ΝΠΙΔ, σε όλο το φάσμα των στεγαστικών δομών (ξενώνες, οικοτροφεία, προστατευόμενα διαμερίσματα), ενώ, αν ληφθεί υπόψιν η περίοδος από το 2000 (Α΄ φάση «Ψυχαργώς»), ο συνολικός αριθμός των δομών, που ιδρύθηκαν από ΝΠΔΔ, ανέρχεται στις 125. Παρόλο που ο αριθμός των δομών που ίδρυσαν τα ΝΠΔΔ είναι αισθητά μεγαλύτερος από αυτόν των ΝΠΙΔ (και επομένως, σε πρώτη ματιά, θα φαινόταν ότι τα ΝΠΙΔ παίζουν ένα συμπληρωματικό ρόλο σ΄ ένα εγχείρημα που έχει πρωτίστως ανατεθεί στο δημόσιο) έχει σημασία να προσεχτούν τα εξής στοιχεία.
Πρώτον, ο ρυθμός και τα ποσοστά των αναθέσεων στα ΝΠΙΔ αυξάνονται και μάλιστα με ταχύτερους ρυθμούς - καθώς τα ίδια τα ΝΠΙΔ αυξάνονται διαρκώς σε αριθμό και νέοι «παίκτες» μπαίνουν στο παιχνίδι, μέσα από τους δρόμους που άνοιξαν οι παλαιότεροι «παίκτες».
Δεύτερον, σε αρκετά ΝΠΔΔ και συγκεκριμένα στα μικρότερα ψυχιατρεία που ήδη έκλεισαν, ή πρόκειται σύντομα να κλείσουν, οι νέες δομές δεν απαίτησαν παρά, συγκριτικά, πολύ λίγες νέες προσλήψεις (μικροί σχετικά αριθμοί και μόνο στη πρώτη φάση του «Ψυχαργώς»), καθώς στελεχώθηκαν κυρίως από το μόνιμο προσωπικό που εξ ολοκλήρου μετακινήθηκε από το ψυχιατρείο στις δομές (εδώ υπήρξε μια «μεταφορά πόρων», αν και κυρίως, προς στεγαστικές δομές).
Συγκεκριμένα, στην περίπτωση των δύο ψυχιατρείων που έκλεισαν, στο μεν ΨΝΠΟ (Πέτρας Ολύμπου), προσλήψεις (αορίστου χρόνου) έγιναν (πολύ λίγες) μόνο στην Α΄ φάση του «Ψυχαργώς», ενώ αντίστοιχες προσλήψεις αορίστου χρόνου έγιναν και σε ορισμένα γενικά νοσοκομεία που ανέπτυξαν ξενώνες για φιλοξενία ασθενών από το ΨΝΠΟ. Στην Β΄ φάση του «Ψυχαργώς» προσλήψεις έγιναν μόνο για τη στελέχωση των οικοτροφείων των ΝΠΙΔ, ενώ οι δομές του ΨΝΠΟ λειτούργησαν με μετακίνηση των προσωπικού του ψυχιατρείου. Με στοιχεία κατά προσέγγιση, στο διάστημα 2000-5, περίπου 120 νοσηλευόμενοι μετακινήθηκαν σε δομές του ΨΝΠΟ και γενικών νοσοκομείων και 80 σε δομές των ΝΠΙΔ.
Στο ψυχιατρείο Χανίων, προσλήψεις, και εδώ πολύ λίγες, έγιναν μόνο στην περίοδο της Α΄ φάσης του «Ψυχαργώς», ενώ στη Β΄ φάση (κι΄ αυτό είναι αξιοσημείωτο) μετακινήσεις ασθενών έγιναν μόνο προς δομές του δημοσίου, χωρίς καμιά συμμετοχή των ΝΠΙΔ στο όλο εγχείρημα..
Τρίτον, τα ΝΠΔΔ (ψυχιατρεία, γενικά νοσοκομεία κλπ) δημιούργησαν όχι μόνο οικοτροφεία, αλλά και ξενώνες και προστατευόμενα διαμερίσματα, όπου το προσωπικό είναι συγκριτικά λιγότερο έως ανεπαρκές (τα διαμερίσματα, μάλιστα, καλύπτονται, συνήθως, από το προσωπικό του ξενώνα που τα στηρίζει), ενώ για τα ΝΠΙΔ, που έκαναν κυρίως οικοτροφεία με ενοίκους τρίτης ηλικίας, με προβλήματα νοητικής καθυστέρησης και με σοβαρά, εν γένει, λειτουργικά προβλήματα (στο βαθμό, βέβαια, που λειτούργησε η δέσμευση που είχε αναληφθεί για φιλοξενία σ΄ αυτές τις δομές αυτών ακριβώς των περιστατικών), χρειαζόταν πολύ περισσότερο προσωπικό σε σχέση με αυτό που υπήρχε στα ψυχιατρικά τμήματα χρόνιας παραμονής, όπου στοιβάζονταν αυτοί οι ασθενείς (των οποίων η πολυπλοκότητα των αναγκών απαιτεί, για απροσδιόριστη περίοδο χρόνου, αναλογίες θεραπευτών προς ενοίκους 1:2 ή και 1:3). Επομένως, θα καθίστατο αναγκαία η πρόσληψη πολύ περισσότερου προσωπικού στη βάση της δημοσιοϋπαλληλικής μονιμότητας απ΄ όσο τελικά χρειάστηκε για τις αποκαταστασιακές δραστηριότητες του δημόσιου, αν αυτό δεν «ξεφορτωνόταν» προς τον ιδιωτικό τομέα τα πιο βαριά περιστατικά – με την προοπτική, φυσικά, που ζούμε σήμερα, της περιστολής της χρηματοδότησης για την φροντίδα τους, πράγμα που θα ήταν δύσκολο να γίνει αν το έργο αυτό είχε αναληφθεί από το δημόσιο. Αντίθετα, με το είδος των εργασιακών σχέσεων που διέπει τα ΝΠΙΔ, ο στόχος της μείωσης του κόστους και της περιστολής των δαπανών θα ήταν εφικτός.
Υπάρχει και ένα τέταρτο σημείο, που αφορά την προνομιακή ανάθεση, όλο και περισσότερο, μονάδων πρωτοβάθμιας και κοινοτικής φροντίδας (Κινητές Μονάδες) στα ΝΠΙΔ – ένα ζήτημα στο οποίο θ΄ αναφερθούμε παρακάτω.
Για μιαν ακόμη φορά, όπως συνέβη και στην περίπτωση της Λέρου (βλ. παρακάτω), τα ΝΠΙΔ χρησιμοποιήθηκαν (ανεξάρτητα από τις όποιες προθέσεις από την όποια πλευρά), όχι ως φορείς «καινοτομίας», αλλά για την ταχεία αποσυμφόρηση των ψυχιατρείων, για τη μείωση των κλινών και το κλείσιμό τους με το, κατά το δυνατόν, πιο χαμηλό κόστος. Η συνέχεια έχει, ήδη, προετοιμαστεί με τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, που προαναφέρθηκαν.
Η κυβέρνηση και οι αρμόδιοι για την εφαρμογή της γενικής πολιτικής της στην ψυχική υγεία βρίσκονται μπροστά σ΄ ένα «μεταρρυθμιστικό κατασκεύασμα» (μπροστά σ΄ ένα artefact), που τους φαίνεται μάλλον πολύ «ακριβό» για να το συντηρήσουν - κάτι σαν τις Ολυμπιακές εγκαταστάσεις, που αποσυντίθενται και σκουριάζουν, μόνο που τώρα πρόκειται για τη ζωή ανθρωπίνων υπάρξεων, των οποίων η αξιοπρεπής φροντίδα αποδείχτηκε πολύ ακριβή για τις προτεραιότητες των νεο (σοσιαλ) φιλελεύθερεων πολιτικών, μέσω των οποίων λειτουργεί η θριαμβεύουσα «οικονομία της αγοράς».
Συμπερασματικά, η ελληνική «ψυχιατρική μεταρρύθμιση», στο δημόσιο και στον
ιδιωτικό τομέα, εξαντλείται στη «μεταστέγαση» των ασθενών από τα άσυλα σε μικρές δομές μέσα στην κοινότητα. Οι κλίνες εντός, μεταφέρθηκαν εκτός. Υπηρεσίες που να μειώνουν την ανάγκη διάθεσης κλινών στο σύστημα, δεν δημιουργήθηκαν. Όχι, επομένως, αποιδρυματοποίηση (όχι μετασχηματισμός, όχι υπέρβαση του παλιού), αλλά απονοσοκομειοποίηση («εξιτήρια»). Μια ιδιότυπη απονοσοκομειοποίηση, όπου τα «εξιτήρια» είναι «εισαγωγές» σε νέες κλίνες (των στεγαστικών δομών), οι οποίες συστήνονται εν δυνάμει και εν τέλει καταλήγουν, περίπου, νοσοκομειακές κλίνες. Ενας αστερισμός διάσπαρτων δομών (όπου βρισκόταν κτίριο για ενοικίαση, όπου βόλευε, χωρίς σχέδιο, χωρίς σκέψη για Τομέα, χωρίς, χωρίς…).
Παρά τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης (χωρίς αυτό να είναι απόλυτο σε κάθε περίπτωση, ούτε εγγυημένο σε μακροπρόθεσμη βάση), η λογική της ιδρυματικής διαβίωσης (της παροχής φροντίδας μέσα σε «κλειστούς χώρους») των ασθενών ήταν αυτή που κυριάρχησε. Η πρωτοκαθεδρία της «κλίνης», ενάντια στην «ολοκληρωμένη παροχή υπηρεσιών και στήριξη» στον τόπο κατοικίας, σε συνθήκες κατά δυνατόν μεγαλύτερης και υποστηριζόμενης (υλικά, θεραπευτικά, σχεσιακά, κοινωνικά) αυτονομίας, διατηρείται και αναπαράγεται μέσα ακριβώς από το νεοϊδρυματικό μοντέλο που κυριάρχησε σ΄ αυτή την «αλλαγή χωρίς αλλαγή» στο χώρο της ψυχικής
υγείας στην Ελλάδα.
Πρακτικά, για τους διαχειριστές του συστήματος, αυτό σημαίνει ότι, μια οικονομική πολιτική που λειτουργεί αναγκαστικά στη λογική της δραστικής συρρίκνωσης των κοινωνικών παροχών, βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη, όχι μόνο με την ανάγκη συντήρησης των 383 δημόσιων και ιδιωτικών στεγαστικών δομών (νοίκια, λειτουργικά έξοδα, προσωπικό κλπ), αλλά και με το διαρκώς αυξανόμενο αίτημα για όλο και περισσότερες στεγαστικές δομές, για τις ανάγκες χιλιάδων ασθενών, που εισέρχονται στο ψυχιατρικό κύκλωμα από εδώ και πέρα, οι οποίες μένουν αναπάντητες και στις οποίες το σύστημα δεν μπορεί να δώσει άλλη λύση από τη διαχείρισή τους σε «χώρους εγκλεισμού» (κατ΄ ευφημισμόν κατοικίας και θεραπείας). Εξ’ ου και η συζήτηση για τμήματα «μέσης νοσηλείας» στα εναπομένοντα ψυχιατρεία, που θα καταλήξουν, αναπόφευκτα, τμήματα «μακράς νοσηλείας», δημιουργώντας ένα χωρίς προηγούμενο φαύλο κύκλο – να κλείνουν αυτό που θέλουν να μείνει ανοιχτό και ν΄ ανοίγουν αυτό που έχουν δεσμευθεί να κλείσουν.
Για μιαν ακόμη φορά, όσο δεν αναπτύσσεται ένα ολοκληρωμένο και τομεοποιημένο δίκτυο παροχής υπηρεσιών στην κοινότητα, ριζικά εναλλακτικό στο ψυχιατρείο, που να σχετικοποιεί την ανάγκη νοσοκομειακής νοσηλείας (σε γενικό νοσοκομείο, ή ΚΨΥ) και να δίνει κυριαρχική προτεραιότητα στην ολόπλευρη στήριξη τη ζωής των ανθρώπων μέσα στον κοινωνικό ιστό, το αποτέλεσμα θα είναι η παραγωγή και αναπαραγωγή της χρονιότητας και το αίτημα δεν θα είναι για στήριξη μιας κοινωνικής ζωής με πλήρη δικαιώματα, αλλά θα διοχετεύεται στην αναζήτηση κλίνης, σε μια κατάσταση όπου, επί ελλείψεώς της, το μόνο που θα διατίθεται θα είναι οι δημόσιοι χώροι της πόλης.
Αυτό το κουβάρι αντιφάσεων (μια στρεβλή, νεοϊδρυματική μεταρρύθμιση, που αντί για ένα πιο φτηνό, που επιθυμούσαν, παρήγαγε ένα σύστημα πιο ακριβό απ΄ αυτό που επέβαλλαν οι δεσμεύσεις των νεοφιλελεύθερων επιλογών και των Κοινοτικών «οδηγιών»), δημιουργεί μιαν εκρηκτική κατάσταση, μέρος της οποίας είναι η κρίση που μαστίζει το οικοδόμημα των ΝΠΙΔ. Η ανάδειξη των κινητήριων δυνάμεων πίσω από αυτή την κρίση, δίνει τη δυνατότητα όχι μόνο να κατανοηθούν οι κλυδωνισμοί των ΝΠΙΔ, αλλά, επίσης, το γεγονός ότι, ύστερα απ΄ αυτά, δεν θ΄ αργήσει η κρίση αυτή να εκδηλωθεί μέσα στον ίδιο τον δημόσιο τομέα της ψυχικής υγείας.
Το σταυροδρόμι στο οποίο βρίσκονται τώρα τα ΝΠΙΔ (στο βαθμό που η κρατική επιχορήγηση, τώρα, ή στο προσεχές μέλλον, δεν θα είναι επαρκής) είναι, από τη μια, να εγκαταλείψουν την προσπάθεια (όπως έχει ήδη επιχειρηθεί από ορισμένες πλευρές), να συρρικνώσουν δραστικά το επίπεδο της φροντίδας που παρέχουν, ή να τους επιτραπεί να εξοικονομούν έσοδα μέσα από μια πιο κερδοφόρα και «προς την αγορά» στραμμένη λειτουργία.
Σ΄ αυτό το τελευταίο είναι πιθανό ότι ελπίζουν πολλοί από τους συμμετέχοντες σ΄ αυτή την «περιπετειώδη» επιχείρηση, προκειμένου ν΄ αντέξουν την ασφυκτική πίεση που τους ασκείται αυτή την περίοδο. Ολοι γνωρίζουν
-ότι ο μη κερδοσκοπικός τομέας είναι αυτός που, κατ΄ εξοχήν, έχει αναλάβει, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, τη στέγαση αυτών που πήραν εξιτήριο από τα ψυχιατρεία. Αρα πρόκειται για μια ευρωπαϊκή τάση και πρακτική και, επομένως, «έχει μέλλον».
-ότι αυτή η κρίση (όχι για τη μια, ή την άλλη επιμέρους εταιρεία, αλλά για τον ιδιωτικό, μη κερδοσκοπικό, ή κερδοσκοπικό τομέα ως επιλογή και ως εργαλείο του κράτους για την ιδιωτικοποίηση των οικονομικών του λειτουργιών και των προνοιακών του δραστηριοτήτων), θα είναι «περαστική» – στα πλαίσια της συντεταγμένης και αμετάστρεπτης πορείας προς την ιδιωτικοποίηση των πάντων. Μια ισορροπία, με πιο περιορισμένη χρηματοδότηση, αργά ή γρήγορα, θα βρεθεί.
-ότι σε πολλές χώρες του «Τρίτου Κόσμου», οι στεγαστικές δομές, κερδοσκοπικές και μη κερδοσκοπικές, είναι χώροι («αποθήκες») για την εναπόθεση μελών οικογενειών της μεσαίας τάξης.
Είναι πιθανό και εδώ, αφού επιτελεστεί το έργο της «μεταστέγασης» των ασθενών από τα άσυλα, ν΄ ανοίξει μελλοντικά ο δρόμος για πιο εμπορικές και «αγοραίες» διαδικασίες, τουλάχιστον για ορισμένους από τους «παίχτες» και οι υπηρεσίες, πλέον, να «πωλούνται και να αγοράζονται» με τους τυπικούς τρόπους της αγοράς…
Αν η σχέση ανάμεσα στο κράτος και στις εταιρείες, στη «μεταρρυθμιζόμενη» ψυχική υγεία, παίρνει αυτές τις παλινδρομικού τύπου μορφές (που, όπως προσπαθήσαμε ν΄ αναλύσουμε παραπάνω, δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικές), είναι
-γιατί η σχέση αυτή συνδέεται με συμφέροντα που δεν είναι (και γίνονται όλο και λιγότερο) αξιόπιστα (ιδιαίτερα όσον αφορά τα νεοεισερχόμενα ΝΠΙΔ),
-γιατί, ως επί το πλείστον, αυτή η σύμπραξη (απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί «συνέργια») χαρακτηρίζεται από αμοιβαία αποϋπευθυνοποίηση ως προς την ποιότητα των παροχών και την συνάρθρωση των δομών αυτών σε κάποιο δίκτυο υπηρεσιών,
-γιατί συγκροτούνται, εν τέλει, από συμπλεύσεις εξουσιών, ένθεν κακείθεν, που δεν έχουν ως στόχο την χειραφέτηση των υποκειμένων και
-γιατί ο ρόλος που επέλεξαν οι εταιρείες να παίξουν στο σύστημα των ψυχιατρικών υπηρεσιών (που επιτείνεται από την ψυχρολουσία των περικοπών), τις οδηγεί σε πρακτικές επιβίωσης και όχι υπέρβασης.
Το τρίτο σημείο αφορά τη συμβολή των ΝΠΙΔ στο μετασχηματισμό του ψυχιατρικού συστήματος. Αυτό που παρατηρούμε, είναι ότι τα ΝΠΙΔ που δραστηριοποιούνται στο χώρο της ψυχικής υγείας, ακόμα και τα παλαιότερα, δεν έβγαλαν τα αναγκαία μαθήματα από μια κομβική εμπειρία μετασχηματισμού ψυχιατρείου στην Ελλάδα, που ήταν αυτή της Λέρου. Εκεί είχαμε μια παρέμβαση των ΝΠΙΔ (1991-92) διάρκειας δύο μηνών για την επιλογή των πιο λειτουργικών ασθενών (cream off the best, όπως έγραψε σε έκθεσή της, το 1991, η επιτροπή εμπειρογνωμόνων της τότε ΕΟΚ, για την εφαρμογή του καν. 815/84 στη Λέρο).
Τι θα είχε αλλάξει στο Κρατικό Θεραπευτήριο Λέρου, αν δεν είχε ακολουθήσει η παρέμβαση στο εσωτερικό του ψυχιατρείου από δεκάδες και εκατοντάδες επαγγελματίες ψυχικής υγείας, εθελοντές και νέους του νησιού, που, αν και ατελής και ημιτελής (διακόπηκε το 1995, με τον τερματισμό του καν. 815/84), ήταν, ωστόσο, αυτή που μεταμόρφωσε το ψυχιατρείο;
Η Λέρος ήταν η πρώτη ευκαιρία για να εμφανιστούν στο προσκήνιο πρακτικές των ΝΠΙΔ που αξιοποιούν μιαν «από τα έξω» και βραχύτατη επαφή με το ψυχιατρικό ίδρυμα, όχι για να το μετασχηματίσουν (πράγμα αδύνατο υπ΄ αυτούς τούς όρους), αλλά για να επωφεληθούν στην οικοδόμηση υπηρεσιών και δομών, προορισμένων σε μια ξεκομμένη, αυτοαναφορική ύπαρξη, που δεν έχουν καμιά σχέση με τον αρχικά επιδιωκόμενο στόχο, στον οποίο ενεπλάκησαν, με σκοπό την αναπαραγωγή του «sratus» και της «επιφάνειας» της εταιρείας (πχ, επωφελούμαι από τα προγράμματα επανένταξης των ασθενών της Λέρου για να φτιάξω «κάτι» αλλού). Αυτό καλλιεργεί μια κουλτούρα, ένα τύπο σχέσης με το συνολικό σύστημα των υπηρεσιών, που δεν αναλαμβάνει δεσμεύσεις και υπευθυνότητες, που αδυνατεί να οικοδομήσει και να ενταχθεί σε δίκτυα υπηρεσιών (δίκτυα πραγματικά και όχι των στεγαστικών δομών των ΝΠΙΔ μεταξύ τους).
Στη Λέρο δοκιμάστηκε η αυθεντικότητα, η ανεξάρτητη και μη υποταγμένη στις εξουσίες στάση, η έμπρακτη αμφισβήτηση του ψυχιατρείου και η πραγματική «καινοτομία». Ηταν εδώ που, για πρώτη φορά, προγράμματα μη κερδοσκοπικών εταιρειών, διαφοροποιημένα μεταξύ τους (ως προς τη φιλοσοφία, τον τύπο και τους χρόνους της παρέμβασης κλπ), που είχαν υποβληθεί για «παρέμβαση» στο ΚΘΛέρου, έγινε αποδεκτό, από τους εισηγητές τους, να ομογενοποιηθούν και να αναχθούν σ΄ αυτή την ισχνή, δίμηνη παρουσία (προορισμένη να κατασκευάσει την «εικόνα της υποδοχής», το 1991, στον Πειραιά, των πρώτων εγκλείστων που εγκατέλειπαν το κακόφημο, τότε, ψυχιατρείο), για να μη μείνουν «έξω από το τρένο» της εσπευσμένης προγραμματικής επιχείρησης του κράτους.
Εν συνεχεία, έγιναν (την περίοδο 1993-94) κυρίως επιλογές ασθενών από άλλα ψυχιατρεία και όχι από τη Λέρο (ασθενών πιο «λειτουργικών»), μεταξύ άλλων (αλλά όχι μόνο) για να παρακαμφθούν οι αντιστάσεις στο νησί - ενώ η χρηματοδότηση των ΝΠΙΔ ήταν για την «αποσυμφόρηση» του ΚΘΛέρου. Σύντομα, με τον τερματισμό του καν. ΕΟΚ 815/84, έκλεισε η στρόφιγγα της χρηματοδότησης για μεγάλο χρονικό διάστημα και οι δομές πέρασαν δύσκολες στιγμές, μέρος του προσωπικού αποχώρησε κλπ. Επομένως, οι παλιότερες (και επιστημονικά πιο «έγκυρες») εταιρείες έχουν ξαναζήσει την «κρίση του 2005-6» και πριν μερικά χρόνια και δεν μπορούν να πουν ότι «δεν ήξεραν..»…
Αντίθετα, μαζί με τα καινούργια ΝΠΙΔ, που προστέθηκαν τα επόμενα χρόνια, ο μη
κερδοσκοπικός τομέας της ψυχικής υγείας συνέχισε και τράβηξε στα άκρα αυτή τη μονόπλευρη, εξωτερική και «μη μετασχηματιστική» σχέση με το ίδρυμα (και το σύστημα της ψυχιατρικής φροντίδας γενικότερα), που ξεκίνησε στη Λέρο και συνεχίζεται τώρα στα υπόλοιπα ψυχιατρεία. Ανεξάρτητα αν ορισμένοι σέβονται περισσότερο και άλλοι λιγότερο μια στοιχειωδώς θεραπευτική / αποκαταστασιακή διαδικασία, αυτό που πρέπει να επισημανθεί, είναι ότι η παρέμβαση των ΝΠΙΔ αποσυμφορεί, συρρικνώνει, αλλά δεν μετασχηματίζει. Όπως έχει συμβεί και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, στο βαθμό που ο ιδιωτικός τομέας καταλαμβάνει ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του θεσμικού/ιδρυματικού πεδίου, κάνει αυτό το πεδίο αδιαπέραστο στις μετασχηματιστικές πρακτικές, στο βαθμό που παγιώνονται διαδικασίες που αγκυροβολούν σε συμφέροντα ξένα προς ένα πραγματικό μετασχηματισμό.
Στη βάση των ανωτέρω, η παραχώρηση στα ΝΠΙΔ ενός ολοένα και μεγαλύτερου αριθμού μονάδων κοινοτικής παρέμβασης (όπως είναι οι Κινητές Μονάδες και τα Κέντρα Ημέρας), εκφράζει μια περαιτέρω στροφή στην ιδιωτικοποίηση, αυτή τη φορά στον χώρο της πρωτοβάθμιας κοινοτικής φροντίδας.
Αυτό που αποτελεί διαφαινόμενο κίνδυνο, εν προκειμένω, είναι, εκτός από την ιδιωτικοποίηση και η αδυναμία μιας πραγματικής (πλήρους, σε ολοκληρωμένη βάση, με πραγματική συνέχεια στο χώρο και στο χρόνο) κάλυψης των αναγκών.
Αφήσαμε εκτός, για ανάπτυξη σε άλλη ευκαιρία, το σημαντικό ζήτημα των κερδοσκοπικών φορέων και των ιδιωτικών κλινικών. Σημαντικό,
Πρώτον, λόγω της ακραίας αυθαιρεσίας και της σοβαρής υποβάθμισης των διαδικασιών, των όρων και των συνθηκών φροντίδας και θεραπείας. που επικρατεί σ΄ αυτές.
Δεύτερον, λόγω του γεγονότος ότι ο νόμος 2716/99 προβλέπει τη δυνατότητα για ανάθεση ξενώνων και οικοτροφείων και σε κερδοσκοπικούς φορείς,
Τρίτον, επειδή ορισμένοι εχθροί του κλεισίματος των ψυχιατρείων επωφελούνται από τα φαινόμενα άνθισης της ζήτησης για νοσηλεία και διαμονή σε ιδιωτικές ψυχιατρικές κλινικές ορισμένων περιοχών, όπου έχουν κλείσει ή συρρικνωθεί τα ψυχιατρεία (λόγω της έλλειψης κοινοτικών υπηρεσιών που θα υποκαθιστούσαν τα ψυχιατρεία) και σπεύδουν να στιγματίσουν ως μέγα λάθος(!) το κλείσιμο των ψυχιατρείων - γιατί η Ψυχιατρική τους είναι αδιανόητη χωρίς «κλειστά ιδρύματα», που ρυθμίζουν την εναλλαγή αποκλεισμού και εγκλεισμού. Ο λαϊκισμός και η δημαγωγία ποτέ δε περίσσεψαν από όσους ανέκαθεν υποστήριζαν τις συντηρητικότερες των λύσεων. Ένα επιχείρημα - άλλοθι όσων δεν έπαψαν ποτέ να επιζητούν την διατήρηση του υπάρχοντος ψυχιατρικού συστήματος.
Σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω, οι δομές του δημοσίου διατρέχουν, επίσης, βίο παράλληλο με αυτόν των ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών φορέων και οι ασφαλιστικές δικλείδες, που λειτουργούν τώρα στο δημόσιο, δεν θα λειτουργούν επ΄ άπειρο.
Γι΄ αυτό:
-Θα χρειαστεί η σφυρηλάτηση μιας συμμαχίας και κοινών αγώνων ανάμεσα στους εργαζόμενους στο δημόσιο και στον ιδιωτικό μη κερδοσκοπικό τομέα.
-Το κύμα των ιδιωτικοποιήσεων (ανάθεση στις εταιρείες) στην ψυχική υγεία πρέπει ν΄ ανακοπεί.
-Ολες οι δομές των ΝΠΙΔ μπορεί και πρέπει να δημοσιοποιηθούν άμεσα, το προσωπικό τους ν΄ αποχτήσει μονιμότητα, οι ένοικοι των δομών ασφαλή και ποιοτική φροντίδα και πλήρη δικαιώματα.
-Να διεκδικηθούν δραστικά αυξημένοι πόροι για την Ψυχική Υγεία από τον εθνικό προϋπολογισμό.
-Να γίνουν άμεσα βήματα για την οργάνωση τομεοποιημένων κοινοτικών υπηρεσιών, εναλλακτικών στη νοσοκομειακή νοσηλεία. Τα ψυχιατρεία να κλείσουν και οι κλίνες τους να μεταφερθούν στα γενικά νοσοκομεία.
Βιβλιογραφικές αναφορές:
1. «Απογραφή Μονάδων Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης». Πανελλήνια μελέτη, προκαταρκτικά αποτελέσματα. (ΜΥΠ, Δεκέμβρης 2005).
2. «Προβλήματα στην υποστήριξη και παρακολούθηση της λειτουργίας των νέων δομών» (ημερομηνία αναφοράς 31/12/05). Νίκος Γκιωνάκης, Μονάδα Υποστήριξης και παρακολούθησης «Ψυχαργώς»- Β΄ φάση».
3. Στ. Στυλιανίδης, Π.Χ. Χονδρός: «Ποιότητα φροντίδας, ψυχοκοινωνική αποκατάσταση και ψυχιατρική μεταρρύθμιση: Κρίσιμα και επίκαιρα ερωτήματα», Τετράδια Ψυχιατρικής Νο 93, 2006.
4. Εφημερίδα Κυβερνήσεως, αρ. Φύλλου 81, 4/4/05, νόμος 3329/05 (Για τις ΔΥΠΕ κλπ).
5. Εφημερίδα Κυβερνήσεως, αρ. Φύλλου 485, 19/5/02. Αποφάσεις. «Ορισμός του κατά το άρθρο 13 του Ν. 2716/99 ειδικού ενοποιημένου (κλειστού) νοσηλείου…»
6. «Σε Κίνδυνο οι Δομές της Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης» (Ανακοίνωση της Πανελλαδικής Συσπείρωσης για την Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση-«Τετράδια Ψυχιατρικής») ΤΨ Νο 90.
7. Elmar Altvater : «Παγκοσμιοποίηση, Ιδιωτικοποιήσεις και Δημόσια Αγαθά», Monthly Review Imprint, 2006.
8. Adam Smith : «Μια Ερευνα για τη Φύση και τις Αιτίες του Πλούτου των Εθνών», 1776.
9. Καρλ Μαρξ : «Grundrisse der Kritik der politischen Okonomie». Εκδ.Pelican, 1973.
10. Zygmunt Bauman : “Europe. An Unfinished Adventure”. Polity, 2004.
11. Forum Salute Mentale : Εισήγηση στη σύνοδο της Ρώμης, 16 Οκτώβρη 2003.
Θ. Μεγαλοοικονόμου
[1] Στις εξαιρέσεις θα μπορούσε να συμπεριληφθεί και η νομική μορφή των «ΚΟΙΣΠΕ», που, όμως, είναι διαφορετικής φύσης από τα υπό συζήτηση ΝΠΙΔ και ίσως εξαιτίας αυτής της διαφορετικής μορφής και των σκοπών της (η οποία δυσκολεύει τη χρησιμοποίησή της όπως των ΝΠΙΔ) την έχουν αφήσει να καρκινοβατεί.
[2] «Ως δημόσια υγεία ορίζεται το σύνολο των οργανωμένων δραστηριοτήτων της πολιτείας και της κοινωνίας, που είναι επιστημονικά τεκμηριωμένες και αποβλέπουν στην πρόληψη των νοσημάτων, στην προστασία και στην προαγωγή της υγείας του πληθυσμού, στην αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης και στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής…Η δημόσια υγεία είναι, πρωτίστως άσκηση δημόσιας πολιτικής και γίνεται με την ευθύνη του κράτους» (Από το κείμενο του νόμου για την «Οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, που ψηφίστηκε στις 27/6/2005, η υπογρ. δική μας). Ο νόμος αναφέρεται σε «δραστηριότητες του κράτους και της κοινωνίας» Στον καπιταλισμό, όμως, το «κοινωνικό» δεν είναι κοινωνικοποιημένο, δεν είναι κοινωνική ιδιοκτησία, αλλά ιδιωτικό (κερδοσκοπικό ή «μη κερδοσκοπικό»). Είναι ατομική ιδιοκτησία υπό τις διάφορες νομικές της μορφές.
[3] «Η μεγαλύτερη ανάπτυξη του κεφαλαίου, λέει ο Μαρξ, λαμβάνει χώρα όταν οι «γενικές συνθήκες της διαδικασίας της κοινωνικής παραγωγής» δεν καλύπτονται από την κρατική φορολογία… αλλά μάλλον από το κεφάλαιο ως κεφάλαιο. Αυτό δείχνει, αφενός, το βαθμό στον οποίο το κεφάλαιο έχει καθυποτάξει όλες τις συνθήκες της κοινωνικής παραγωγής. Και αφετέρου, φαίνεται ο βαθμός στον οποίο ο κοινωνικός αναπαραγωγικός πλούτος έχει κεφαλαιοποιηθεί και όλες οι ανάγκες ικανοποιούνται μέσω μορφών ανταλλαγής, καθώς και ως πιο σημείο οι κοινωνικά προσδιορισμένες ανάγκες του ατόμου, δηλαδή, εκείνες τις οποίες καταναλώνει και αισθάνεται όχι ως μεμονωμένο άτομο, αλλά μαζί με άλλους - και των οποίων η κατανάλωση είναι κοινωνική από τη φύση του αντικειμένου-όχι μόνο καταναλώνονται, αλλά παράγονται μέσω της ανταλλαγής, της ανεξάρτητης ανταλλαγής».