ΑΠΟ ΤΟ ΦΟΒΟ, ΤΟ ΜΟΥΔΙΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ‘ΠΑΘΗΤΙΚΟΤΗΤΑ’
ΣΤΗΝ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Μια από τις πιο επίκαιρες συζητήσεις εδώ και τρεις μήνες περίπου, από τη μέρα που εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το Διευθυντήριο ΕΕ/ΔΝΤ, είναι οι επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των μέτρων που άρχισαν να ανακοινώνονται, να παίρνουν σάρκα και οστά και να εφαρμόζονται, διαρκώς κλιμακούμενα σε έκταση και μέγεθος καταστροφής του βιοτικού επιπέδου και της ίδιας της ζωής των πλατειών λαϊκών μαζών, καθώς και σε σχέση με το βάθος χρόνου ως προς την διάρκεια εφαρμογής τους.
Είναι προφανές ότι οι συνέπειες στην ψυχολογία των ανθρώπων είναι ορατές, αν και όχι με τρόπο, ακόμα, που να δημιουργήσει μια ‘ουρά’ στα ιατρεία (στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα) των ψυχιάτρων και των ψυχολόγων. Κι ούτε, άλλωστε, οι μορφές και οι τρόποι έκφρασης που θα πάρει η ψυχική οδύνη και το αίσθημα του αδιεξόδου εξαιτίας της κρίσης, θα πάρουν αναπόφευκτα το δρόμο του αιτήματος για ψυχολογική βοήθεια.
Η κρίση και οι συνέπειές της στη ζωή των ανθρώπων σέρνονται εδώ και πολλά χρόνια. Η προϊούσα εξαθλίωση των λαϊκών μαζών δεν είναι κάτι που γεννήθηκε με την έλευση του ΔΝΤ. Η ταυτόχρονη κατάρρευση ‘εργασίας’ και ‘κράτους πρόνοιας’, με τη μετατροπή όλο και μεγαλύτερων στρωμάτων (πρώην) εργαζομένων σε ‘πλεονάζοντες’ και ‘κοινωνικά απόβλητα’ και την προϊούσα αντικατάσταση του ‘κράτους πρόνοιας’, σ΄ όλες τις καπιταλιστικές χώρες, από το ‘κράτος ασφάλειας’ και την ποινικοποίηση της φτώχειας, έχουν διαπιστωθεί και αναλυθεί εδώ και αρκετά χρόνια.
Η διαφορά είναι ότι, σ΄ όλη την προηγούμενη περίοδο, παρά την απελπισία που γεννούσε η πραγματικότητα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού στην καθημερινή ζωή του καθενός, υπήρχε η δυνατότητα για τον καθένα και το ψυχικό απόθεμα να ψάξει και να βρει, όταν απολυόταν, μια άλλη δουλειά, έστω επισφαλή, να τα βολέψει κάπως. Το μέλλον φαινόταν (και γινόταν όλο και πιο) δύσκολο, αλλά παρέμενε, τουλάχιστον ως βίωμα και προσδοκία, ανοιχτό.
Το καινούργιο στη σημερινή ‘εποχή του ΔΝΤ’, είναι η αίσθηση απουσίας του όποιου μέλλοντος.
Είναι ακριβώς η στιγμή που το πιο ‘εξωπραγματικό και τρομακτικό παραλήρημα’ βρίσκει την υλική του υπόσταση μέσα στην (και το ξεπέρασμά του από την) ίδια την πραγματικότητα. Γι΄ αυτό δεν είναι χωρίς σημασία η παρατήρηση, που έχει γίνει, ότι στις συνθήκες βαθύτατης κοινωνικής κρίσης (πολέμου, πείνας, τρόμου, όπως διαπιστώθηκε, πχ, στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου), η ανάγκη να δίνει το υποκείμενο καθημερινά απάντηση σε ζωτικά προβλήματα για την επιβίωση, αναζωπύρωσε τη ‘λειτουργία του πραγματικού’ σε πολλά άτομα με ψύχωση.
Απουσία του όποιου μέλλοντος. Αυτό είναι που τρομάζει και που σ΄ ένα βαθμό «μουδιάζει», κινητοποιώντας ατομικές ενοχές και άμυνες, ότι, δηλαδή, «δεν είναι δυνατό, θα είναι πρόσκαιρο», «δεν είναι δυνατό όλη η υπόλοιπη ζωή μας να είναι όπως επιτάσσουν αυτά τα μέτρα», «δυο - τρία χρόνια θα κρατήσει και μετά τα πράγματα θα είναι καλλίτερα». Κανείς δεν μπορεί να δεχτεί εύκολα ότι «δεν υπάρχει μέλλον». Πολύς θυμός, αλλά και μούδιασμα και σύγχυση (που καλλιεργείται από τους κυβερνώντες, τα ΜΜΕ και την συνδικαλιστική γραφειοκρατία).
Δύσκολο να δεχτεί κανείς ότι ένας ολόκληρος τρόπος ύπαρξης, κοινωνικός και ατομικός, που οικοδομήθηκε μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (σε
ορισμένες πτυχές των μέτρων, και από καταβολής του ελληνικού κράτους), καταρρέει στα εξ’ ων συνετέθη. Ότι, πχ, το Δημόσιο, με ό, τι αυτό σήμαινε για το σύστημα των προσδοκιών, αλλά και των αξιών, χιλιάδων οικογενειών από τα φτωχότερα και μεσαία κοινωνικά στρώματα, για την εξασφάλιση του εργασιακού μέλλοντος της νέας γενιάς (με όλο το πλέγμα των πελατειακών σχέσεων κλπ), έχει τελειώσει. Ότι δεν θα υπάρχει παρά μια μικρή σύνταξη σε πολύ προχωρημένη ηλικία, που ακόμα κι΄ αυτή δεν είναι σίγουρο ότι θα υπάρχουν οι προϋποθέσεις να δοθεί. Ότι η αγορά εργασίας ανατρέπεται εκ θεμελίων, μέσα σε μια νύχτα, με μια απλή ψηφοφορία στη Βουλή των ανδρεικέλων του ΔΝΤ, μετατρεπόμενη στο βασίλειο της θεσμοθετημένης, πλέον, ελαστικότητας, της αβεβαιότητας και της επισφάλειας, με την ανεργία να καλπάζει σε πρωτοφανή ύψη και τους λίγους που θα διατηρήσουν μια θέση εργασίας, έρμαια στις αδηφάγες ορέξεις των εργοδοτών για μείωση του κόστους εργασίας, ν΄ αποτελούν την τάξη των ‘φτωχών εργαζόμενων’, που το εισόδημά τους δεν θα φτάνει ούτε για να πληρώσουν το νοίκι. Οτι θα πρέπει να πληρώνουν για να εξεταστούν στα («πρώην»;) δημόσια νοσοκομεία κοκ.
Είναι πράγματι ‘σοκ και δέος’, είναι ‘τρόμος’, το ότι μέσα σε λίγους μήνες δημιουργείται το νομοθετικό και θεσμικό πλαίσιο ώστε τίποτα στην Ελλάδα των επόμενων δεκαετιών να μη θυμίζει αυτό που η σημερινή γενιά, οι προηγούμενες από αυτή, αλλά και η νέα γενιά, που ήδη ήταν αντιμέτωπη με ένα θολό μέλλον, γνώρισαν, βίωσαν, πάλεψαν, απελπίστηκαν, έλπισαν: το ‘θολό’ μετατρέπεται σε ‘μαύρο’ και οι δύσβατες διαδρομές του σήμερα βλέπουν να ορθώνεται ένα αδιαπέραστο τείχος. Οπως στην Ευρώπη του 18ου αιώνα, όλο και πιο πλατειά λαϊκά στρώματα οδηγούνται, κατά την έκφραση εκείνης της εποχής, να ζουν «μέρα με τη μέρα».
Η οικονομική κρίση γίνεται έτσι κρίση προοπτικών, που βιώνουν πρωτίστως οι νέοι - ακουμπάει την ίδια την έννοια της νοήματος της ζωής. Αυξάνεται η αίσθηση ότι δεν μπορεί κανείς να παραμείνει στις απαιτήσεις του επικρατούντος μέχρι τώρα κοινωνικού ‘μοντέλου’ που εκθειάζει την ‘αυτάρκεια’, μέσα σε συνθήκες που την υπονομεύουν. Οι νέοι αποτελούν τα κύρια θύματα αυτού του βραχυκυκλώματος. Και η οικογένεια, στην οποία κανείς επιστρέφει διωγμένος από της αγορά εργασίας, δεν είναι η ‘παλιά’ οικογένεια που κρατούσε και υποστήριζε τα μέλη της μέχρι και σε μεγάλη ηλικία. Είναι μια οικογένεια σε κρίση, οδύνη, κατακερματισμό, διάλυση. Από την άλλη, η αποσυλλογικοποίηση και η εξατομίκευση των σχέσεων εργασίας, που αποτέλεσαν στοιχείο του μετασχηματισμού τους τις τελευταίες δεκαετίες, σχέσεων που βασίζονταν στην αντιπαράθεση ανταγωνιζόμενων ατομικοτήτων, φέρνει πολλούς σε μια δύσκολη θέση ως προς την ανάγκη, που βρίσκεται σε ημερήσια διάταξη, για συλλογική δράση.
Η απουσία διεξόδου προς την κοινωνική δράση λειτουργεί με τρόπο, ώστε πολλή ψυχική δυσφορία ν΄ απορροφάται και να υποβόσκει πίσω από μια, εξωτερικά, ‘παθητική’ στάση. Προκαλεί πόνο, στρες και θάνατο, στις περιπτώσεις, όχι πια σπάνιες, των εργαζομένων που αυτοκτονούν – αλλά και οφειλετών σε απόγνωση που, αν δεν εξοντώσουν τον εαυτό τους, μπορεί να εξοντώσουν άλλους….
Αγχος, αγωνία, αδιέξοδο, απελπισία, κατάθλιψη : θα υπάρξουν άραγε «ειδικοί» που θα σπεύσουν να πουν στον αγχωμένο και καταθλιπτικό λόγω αυτής της κατάστασης, «αν αισθάνεσαι άσχημα, είναι δικό σου, ατομικό πρόβλημα, πάρε τα φάρμακά σου και κοίτα να τραβηχτείς έξω απ΄ όσα σε στενοχωρούν»;
Ο τρόμος που προκαλούν τα μέτρα και οι πρώτες εφαρμογές τους, αυτή η αίσθηση ότι ‘δεν υπάρχει μέλλον’, περιέχει, εν δυνάμει, μια στάση ζωής που υποκύπτει και προσαρμόζεται παθητικά στην ανάδυση των καθημερινών αναγκών της επιβίωσης ως του ορίζοντα της δράσης του υποκειμένου, με την εμφάνιση εγωιστικών/ατομικιστικών συμπεριφορών, μια στάση που μπορεί να οδηγήσει στην
απώλεια ‘των ποικίλων κατακτήσεων και των απείρων προσδιορισμών που περικλείνονται στην έννοια του ανθρώπινου’.
Αυτή η στάση συνδέεται, επομένως, με την παθητική αποδοχή της πραγματικότητας, ως μιας κατάστασης στην οποία ο καθένας είναι μόνος και δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να την αλλάξει. Πρέπει να βρει μόνος πώς θα πορευτεί και θα επιβιώσει μέσα σ΄ αυτήν. Υπάρχει εδώ η αποδοχή της πραγματικότητας μέσα στην οποία, όμως, βουλιάζει κανείς και την υφίσταται ως ‘αντικείμενο’ – πονάει, υποφέρει, θυμώνει μ΄ αυτήν, αλλά δεν στέκεται απέναντί της και δεν την αντιμετωπίζει ως υποκείμενο.
Εκτός, όμως, από αυτή τη διαδικασία παλινδρόμησης του υποκειμένου, είναι σύμφυτη σ΄ αυτό και μια άλλη δυνατότητα, σε αντίθετη κατεύθυνση, στη βάση της οποίας ο άνθρωπος αντιμετωπίζει την πραγματικότητα και τις αντιφάσεις της ως ενεργό υποκείμενο, σε μια προσπάθεια να κυριαρχήσει πάνω της, πάνω σ΄ αυτό που θεωρείται «μοίρα», «αναπόφευκτο», σ΄ αυτό που σήμερα πλασάρεται με τη φράση «δεν υπάρχει άλλη λύση» - και όχι να κυριαρχηθεί από αυτήν.
Πάνω σ΄ αυτήν είναι που βασίζεται αυτό που είχε αποκληθεί ‘ψυχολογία της αντίστασης’ (βλ. Φ. Σκούρα, Α. Χατζηδήμου, Α. Καλούτση, Γ. Παπαδημητρίου «Η ψυχοπαθολογία της πείνας, του φόβου και του άγχους», 1947. Εκδ. Οδυσσέας 1991), με την ένταξη στην ‘ψυχολογία της ομάδας’ που μάχεται για να επιβιώσει μπροστά στο κίνδυνο του αφανισμού και που, σε αντίθεση με την παλινδρομική πορεία της απώλειας του ‘ανθρώπινου στον άνθρωπο’, αποτελεί την πεμπτουσία της ‘ανθρωποποίησης του ανθρώπου’, αυτή που τον κάνει δημιουργό και όχι υποχείριο της μοίρας του, ικανό ν΄ αντιμετωπίζει, να κυριαρχεί και να ξεπερνά τις αντιφάσεις που τον απανθρωποποιούν και τον εξοντώνουν. Αυτό που βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη της συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής είναι, ακριβώς, η ευόδωση των όρων για την ανάπτυξη αυτής της ψυχολογίας, μέσα από τη συλλογική δράση, την ένταξη σε ομάδες και μαχόμενες συλλογικότητες για την αντιμετώπιση μιας ‘ειμαρμένης’, την οποία έχει γεννήσει μια ορισμένη ‘κοινωνική τάξη πραγμάτων’, αυτή του ‘καπιταλισμού στην θανάσιμη αγωνία του’, η επιβίωση του οποίου είναι, ακριβώς λόγω αυτής της ‘θανάσιμης αγωνίας του’, συνυφασμένη με την εξαθλίωση, την εξόντωση και των θάνατο των πολλών μέσα σ΄ αυτή την κοινωνία.
Είναι οι συνέπειες αυτού του συστήματος κοινωνικών σχέσεων που παρουσιάζονται ως ‘απουσία μέλλοντος’, είναι η απουσία μέλλοντος μέσα στις συγκεκριμένες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες (και όχι η απουσία μέλλοντος του ανθρώπου), όπως εμφανίζεται και βιώνεται στην αυθόρμητη συνείδηση εκατομμυρίων αυτή τη στιγμή. Μάλιστα, όπως έχει παρατηρηθεί σε αντίστοιχες ιστορικές καταστάσεις βαθύτατης κοινωνικής κρίσης, τρόμου, πείνας και καταπίεσης, είναι περισσότερο ο φόβος, ή μάλλον, το ‘άγχος του άγνωστου ακόμα’ (πχ, σήμερα, της αναγγελίας, αλλά μη πλήρους ακόμα εφαρμογής, των μέτρων), ο φόβος ως μια τρομοκρατία της οποίας οι υλικές συνέπειες δεν έχουν γίνει ακόμα πλατειά αισθητές, που είναι πιο αποτελεσματικός στο να μουδιάζει ή και να παραλύει τις λαϊκές μάζες, παρά η ίδια η εφαρμογή των μέτρων, όσο κτηνώδης βάρβαρη και δολοφονική κι΄ αν είναι. Όπως επισημαίνουν οι Φ. Σκούρας κα (οππ) για τις συνθήκες της κατοχής, «η τρομοκρατία ήταν πολύ πιο αισθητή το 1942, παρά το 1944, αν και τότε σημειώθηκε το ρεκόρ των ομαδικών σφαγών και εκτελέσεων. Αποτελεσματικότερη είναι η τρομοκρατία που δεν γνωστοποιεί τα μέσα της, από την προσπάθεια τρομοκράτησης με καθημερινές ανακοινώσεις ομαδικών σφαγών και τουφεκισμών». Και ήταν τότε, το 1944, που η αντίσταση ήταν στο πιο υψηλό της σημείο, σε σχέση με την ανάπτυξη του κινήματος το 1942.
‘Ψυχολογία της αντίστασης’ σημαίνει μιαν εγνωσμένη αποδοχή (και όχι, ποικίλων μορφών, άρνηση) της συγκεκριμένης πραγματικότητας, όχι για να υποταχτεί κανείς
σ΄ αυτήν και να την υποστεί (με όλες τις συνέπειες στο πεδίο των αναγκών και στην ψυχική σφαίρα του υποκειμένου), αλλά για να συγκρουστεί μαζί της και να την ανατρέψει.
Το ‘νόημα’ και το ’μέλλον’ μπορεί πια να υπάρξει μόνο στην ενεργητική συμμετοχή στις διαδικασίες που ανατρέπουν την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, η συνέχιση της ύπαρξης της οποίας είναι συνυφασμένη με την καταστροφή κάθε ‘νοήματος’ και κάθε ‘μέλλοντος’. Κι αυτοί που, πρωτίστως, είναι στερημένοι από κάθε μέλλον, από κάθε έννοια ζωής με νόημα μέσα στις υπάρχουσες συνθήκες, δηλαδή η νέα γενιά, έχουν τον πρώτο λόγο – όπως, άλλωστε, έδειξε και ο προπέρσινος Δεκέμβρης…
9 Ιουλίου 2010
Θ. Μεγαλοοικονόμου