ΟΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ, ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΘΕΣΗΣ ΤΩΝ ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΩΝ
Η ανάγκη για το άνοιγμα μιας σοβαρής συζήτησης για το ζήτημα των ψυχοφαρμάκων ξεπερνά τα όρια της ψυχιατρικής. Aφορά την κοινωνία στο σύνολό της. Μια κοινωνία που καθοδηγείται και χειραγωγείται με τρόπο ώστε να πνίγει και να ναρκώνει την δυσφορία και τον πόνο που αναβλύζει στα σπλάγχνα της, μεταξύ άλλων και με ηρεμιστικά, αντικαταθλιπτικά και κάθε είδους «νόμιμες» φαρμακευτικές ουσίες.
Το κοινωνικό πρόβλημα από την τρέχουσα χρήση του ψυχοφάρμακου είναι διττό : αφορά, αφενός, τα οικονομικά συμφέροντα και την κερδοφορία των γιγάντιων φαρμακευτικών εταιρειών και αφετέρου, τη χρήση του ψυχοφάρμακου ως ενός εργαλείου κοινωνικού ελέγχου. Το πρόβλημα αυτό και στις δύο του διαστάσεις, αντανακλάται και επικαθορίζει το ίδιο το θεραπευτικό πεδίο.
Το γεγονός ότι τα ψυχοφάρμακα είναι ένα σημαντικό εργαλείο για την θεραπευτική αντιμετώπιση της ψυχικής διαταραχής είναι πέραν πάσης αμφισβήτησης - αρκεί να είναι σαφές ότι είναι ένα εργαλείο ανάμεσα σε άλλα (που βοηθάει, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο) και όχι η μόνη απάντηση στο πρόβλημα της ψυχικής διαταραχής.
Το πρόβλημα αρχίζει από το σημείο που εγκαθιδρύεται και κυριαρχεί μια κακοήθης διαπλοκή ανάμεσα στην συγκρότηση και επικράτηση ενός «βιολογικού μοντέλου» στην ψυχιατρική (που μεταφράζεται, στο θεραπευτικό πεδίο, ως ένα «φαρμακευτικό μοντέλο») και στην επιδίωξη των φαρμακευτικών εταιρειών να αυξήσουν όσο γίνεται περισσότερο τις πωλήσεις και τα κέρδη τους από την με κάθε τρόπο προώθηση των προϊόντων τους.
ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΟ ΩΣ ΠΡΟΪΟΝ ΠΟΥ ΑΠΟΦΕΡΕΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΚΕΡΔΟΣ
Είναι γνωστό ότι η έρευνα των δραστικών/θεραπευτικών ουσιών, η παραγωγή και η εμπορική τους διάθεση δεν ήταν ποτέ στα χέρια του κράτους, ούτε (η έρευνα) στα χέρια των πανεπιστημίων ως ανεξάρτητων φορέων. Γινόταν, πάντα, από ιδιωτικές επιχειρήσεις (σήμερα μερικές από αυτές είναι από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές παγκοσμίως) με κίνητρο το κέρδος.
Οπως έγραψε ο Irvin Cohen, που πρώτος έθεσε σε δοκιμή το Librium, “η ιστορία των βενζοδιαζεπινών (Valium κλπ) αποτελεί, βασικά, ένα μοντέλο του πώς ένας θεραπευτικός παράγοντας επινοείται και προωθείται από ένα φαρμακοβιομήχανο, που απλώς αναζητάει ένα φάρμακο ανώτερο από άλλα που είναι ήδη στην αγορά” (1). Η έρευνα των πανεπιστημιακών επιστημόνων ήταν πάντα, στον ένα στον άλλο βαθμό, χρηματοδοτημένη από τις εταιρείες, σε μια σχέση αμοιβαίου οφέλους.
Μόνο όποιος εθελοτυφλεί, δεν μπορεί να δει τον καθοριστικό ρόλο που παίζει η νομοτελειακή ανάγκη της εταιρείας να προωθήσει το προϊόν της και να κερδίσει από αυτή την προώθηση. Και όχι απλώς να κερδίσει, αλλά και να εξάγει ένα αυξημένο ποσοστό κέρδους σε σχέση με το κεφάλαιο που έχει επενδύσει. Είναι επόμενο ότι, όπως συμβαίνει σε κάθε καπιταλιστική εταιρεία, θα γίνει η κάθε δυνατή προσπάθεια να πεισθεί ο καταναλωτής για την ποιότητα του προϊόντος και ότι θα χρησιμοποιηθεί κάθε δυνατό μέσο επηρεασμού της «επιλογής» του, θεμιτό και αθέμιτο.
Το γεγονός ότι μεσολαβούν ελεγκτικοί μηχανισμοί για την καταλληλότητα του φαρμάκου, τις παρενέργειές του και τους κινδύνους από τη χρήση του (έτσι ώστε να δοθεί ή όχι άδεια κυκλοφορίας με συγκεκριμένες, κάθε φορά, ενδείξεις), δεν αποτελεί ασφάλεια για τον καταναλωτή, δεδομένου ότι η φαρμακευτική εταιρεία έχει τα μέσα να επηρεάζει όχι μόνο την έρευνα και την παραγωγή επιστημονικών εργασιών, που επιβεβαιώνουν την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου, ελαχιστοποιώντας ή και αποκρύπτοντας τις παρενέργειες και τους κινδύνους, αλλά και τους ίδιους τους ελεγκτικούς / αδειοδοτικούς μηχανισμούς, μέσα από ένα πολυδαίδαλο δίκτυο διαπλοκής και διαφθοράς, που υφαίνεται γύρο από τα τεράστια κονδύλια των εταιρειών για δωροδοκία και εξαγορά όλων των κομβικών σημείων στην διακίνηση και προώθηση του φαρμάκου – με πρώτους, μια μεγάλη μερίδα γιατρών.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΧΥΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΩΝ
Δεν είναι μόνο ότι οι πολυεθνικές του φάρμακου έχουν συμβάλλει στην πρωτοκαθεδρία, στις μέρες μας, της βιολογικής κατεύθυνσης στην ψυχιατρική, αλλά έχουν, επίσης, συμβάλλει και στον αποικισμό της ίδιας της λεγόμενης «κοινωνικής» ψυχιατρικής από την πρωτοκαθεδρία του φάρμακου. Η πλειοψηφία των ψυχιάτρων, αλλά και των γιατρών άλλων ειδικοτήτων, είναι πεπεισμένη (και εκπαιδεύεται να είναι πεπεισμένη) για την μονοδιάστατη βιολογική βάση της ψυχικής δυσφορίας / αρρώστιας / διαταραχής, ως δυσλειτουργίας του εγκεφάλου, την οποία μπορεί κανείς να επιδιορθώσει διαμέσου του φάρμακου. Αυτή η «προδιάθεση» (που στην ακραία, δογματική εκδοχή της, ισοδυναμεί με καθαρή δειδαιμονία και προκατάληψη) παγιώνεται από τη δράση των εταιρειών και των τεράστιων κονδυλίων που διαθέτουν για τον επηρεασμό των γιατρών.
Το αποτέλεσμα είναι ότι, στις μέρες μας, αυτά τα ψυχοφάρμακα έχουν τέτοια πέραση, που η πλειοψηφία των ασθενών βλέπει τους γιατρούς κυρίως ως «ενδιάμεσους» διαρκώς νεώτερων προϊόντων με μαγικές δυνατότητες, παρά ως θεραπευτές, ικανούς να χρησιμοποιήσουν την ίδια τη σχέση γιατρού - ασθενή θεραπευτικά.
Σκοπός των εταιρειών δεν είναι, φυσικά, απλώς η μονοπώληση, από το φάρμακο, της θεραπείας των επίσημα διαγνωσμένων ως πασχόντων από μια ψυχική διαταραχή, αλλά η διάχυση του φαρμάκου στον γενικό πληθυσμό, διαμέσου όλων των ιατρικών ειδικοτήτων και ιδιαίτερα αυτών που εμπλέκονται στην πρωτοβάθμια υγεία και στη λειτουργία των εξωτερικών ιατρείων. Ένα μεγάλο μέρος της λεγόμενης «κοινωνικής ψυχιατρικής» δεν ανάγεται σε τίποτα περισσότερο «από την αδιαφοροποίητη και εκτεταμένη συνταγογράφηση των ψυχοφαρμάκων στον πληθυσμό», (2) μέσα από τις ίδιες τις κοινοτικές υπηρεσίες, που υποτίθεται ότι θα αναδείκνυαν, στην αντίληψη και στην πρακτική τους, τον πολυδιάστατο χαρακτήρα του ψυχικού πόνου (ενάντια στην αναγωγική/απλοποιητική προσέγγιση της ιδρυματικής - νοσοκομειακής ψυχιατρικής).
ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ-ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΜΠΟΥΣ
Η επιδίωξη των φαρμακευτικών εταιρειών να διαδώσουν όσο γίνεται περισσότερο και να κάνουν απαραίτητο για τον καθένα, το κάθε είδους «χάπι της ευτυχίας», συμπίπτει με τις κεντρικές κατευθύνσεις της σύγχρονης βιοπολιτικής, για τον έλεγχο του πληθυσμού. Μέσα στον ορυμαγδό των διεθνών οικονομικών και κοινωνικοπολιτικών γεγονότων της φετεινής χρονιάς, δεν έγιναν όσο έπρεπε αντιληπτές μερικές εξαιρετικά επικίνδυνες εξελίξεις, που έχουν σχέση με την επιδίωξη της περαιτέρω ενδυνάμωσης της παντοκρατορίας των πολυεθνικών του φαρμάκου, διαμέσου της διαπλοκής τους με μια από τις πιο αντιδραστικές κυβερνήσεις στην ιστορία του καπιταλισμού, την κυβέρνηση Μπους.
Ηδη πριν από τις πρόσφατες εκλογές στις ΕΠΑ, η κυβέρνηση Μπους ανακοίνωσε ότι προωθεί ένα υποχρεωτικό πρόγραμμα «ψυχικής υγείας», που αφορά τον έλεγχο όλου του πληθυσμού των ΕΠΑ, συμπεριλαμβανόμενων όλων των παιδιών - και αυτών της προσχολικής ηλικίας - για την πιθανότητα «ψυχικών διαταραχών», ήδη παρόντων, ή με προδιάθεση ν΄ αναπτυχθούν στο μέλλον, έτσι ώστε τα παιδιά αυτά να κάνουν «έγκαιρη θεραπεία» με ψυχοφάρμακα, αντιψυχωσικά και αντικαταθλιπτικά.(3)
Όπως αποκάλυψε το περιοδικό “British Medical Journal”(BMJ), στις 19 Ιουνίου, η κυβέρνηση Μπους είχε ορίσει, τον Απρίλιο του 2002, μια Επιτροπή, με το όνομα «Πρωτοβουλία Νέας Ελευθερίας» (New Freedom Initiative) με σκοπό να κάνει μια πλήρη μελέτη του συστήματος παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας των ΕΠΑ. Η Επιτροπή εξέδωσε τις συστάσεις της, τον Ιούλιο του 2003 και η κυβέρνηση Μπους έδωσε οδηγίες σε περισσότερους από 25 ομοσπονδιακούς φορείς ν΄ αναπτύξουν ένα σχέδιο εφαρμογής βασισμένο πάνω σ΄ αυτές τις συστάσεις. (4)
Οι προτάσεις της Επιτροπής συνοψίζονται στον ολοκληρωτικό έλεγχο (screening), από πλευράς ψυχικής υγείας, των «καταναλωτών όλων των ηλικιών». Σύμφωνα με την Επιτροπή, αυτό είναι αναγκαίο γιατί «παρά την συχνότητά τους, οι ψυχικά διαταραχές συχνά δεν διαγιγνώσκονται». (5)
Ο πρόεδρος της Επιτροπής, ψυχίατρος Graham Emslie, δήλωσε ότι «κάθε χρόνο μικρά παιδιά διώχνονται από το νηπιαγωγείο και τους παιδικούς σταθμούς λόγω εξαιρετικά διαταρακτικών συμπεριφορών και συναισθηματικών διαταραχών». «Υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία ότι αν ταυτοποιήσεις, σ΄ ένα πρώιμο στάδιο, τα παιδιά που είναι επιθετικά, μπορείς να παρέμβεις… και ν΄ αλλάξεις την διαδρομή της ζωής τους». (6)
ΤΟ “TEXAS PROJECT”
Ο Gr. Eslie είναι αυτός που είχε επιμεληθεί της ανάπτυξης του γνωστού ως «πιλοτικού προγράμματος του Τέξας», πάνω στο οποίο βασίζεται το σχέδιο της κυβέρνησης Μπους.(7) Το πιλοτικό αυτό πρόγραμμα είναι γνωστό ως “Texas Medication Algorithm” (TMAP) και είχε εφαρμοστεί από τον Μπους, όταν ήταν κυβερνήτης του Τέξας, στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας και στο σωφρονιστικό σύστημα (φυλακές) της πολιτείας αυτής, με την χρηματοδότηση, μεταξύ άλλων και αρκετών μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών και με τη θερμή υποστήριξη της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας (ΑΡΑ), που είχε καλέσει για την αύξηση της χρηματοδότησης για την εφαρμογή του σχεδίου αυτού. Οπως δήλωσε ο διευθυντής του τομέα έρευνας της ΑΡΑ, «αυτό που είναι καλό με το ΤΜΑΡ, είναι ότι αποτελεί ένα λογικό σχέδιο βασισμένο πάνω σε στοιχεία για την αποτελεσματικότητα από κλινικές δοκιμές».
Το ΤΜΑΡ προωθεί τη χρήση των νέων και πανάκριβων αντιψυψωσικών και αντικαταθλιπτικών για την θεραπεία, μεταξύ άλλων, των παιδιών σχολικής ηλικίας, στα οποία έχει τεθεί η διάγνωση «προβλήματα συμπεριφοράς».
Οπως έγραψε το British Medical Journal, το σχέδιο που προτείνει η Επιτροπή που όρισε ο Μπους, ξεκινά με μια μεγαλόστομη διακήρυξη υπέρ της «πλήρους ενσωμάτωσης των ψυχικά πασχόντων στην κοινότητα, με την παροχή υπηρεσιών στην κοινότητα, παρά σε ιδρύματα» («Progress Report” της “New Freedom Initiative”, Μαρτίου 2004).(8) Και προχωρά να εξηγήσει τι εννοεί με αυτό.
Προτείνει την «σύνδεση του ελέγχου (screening) με θεραπεία και υποστηρικτικά συστήματα”, μεταξύ άλλων και “legge artis θεραπείες”, που χρησιμοποιούν «ειδικά φάρμακα για ειδικές συνθήκες». Η Επιτροπή συστήνει το ΤΜΑΡ, ως ένα μοντέλο σχεδίου φαρμακευτικής θεραπείας, που δείχνει μια «βασισμένη στη εμπειρία πρακτική (evidence based practice) που οδηγεί σε καλλίτερα αποτελέσματα στους
καταναλωτές».(9)
ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ
Ωστόσο, το Texas project ήρθε μ΄ ένα εκκωφαντικό τρόπο στο προσκήνιο της δημοσιότητας στις ΕΠΑ όταν φέτος, στις 15 Μαϊου, ο Allen Jones, ένας αξιωματούχος του Γραφείου του Γενικού Επιθεωρητή (Inspector General) στην Πενσυλβάνια, που συμμετείχε στην εφαρμογή, σ΄ αυτή την πολιτεία, μιας εκδοχής αυτού του προγράμματος, αποκάλυψε ότι «ανώτεροι υπάλληλοι σε κρίσιμα πόστα για την υλοποίηση του σχεδίου χορήγησης των φαρμάκων, έλαβαν χρήματα και δώρα από τις φαρμακευτικές εταιρείες που ενδιαφέρονται για τον φαρμακευτικό αλγόριθμο». (10) O Jones απολύθηκε, γι΄αυτές τις αποκαλύψεις του, στα μέσα του Ιουνίου.
Ο Jones είχε δηλώσει, τότε, ότι «η ίδια πολιτικο-φαρμακευτική συμμαχία, που βρίσκονταν πίσω από το ΤΜΑΡ, χρησιμοποιούσε την «New Freedom Commission», για να ενισχύσει το ΤΜΑΡ ώστε να γίνει ολοκληρωμένη εθνική πολιτική για την θεραπεία των ψυχικών διαταραχών με ακριβά και πατενταρισμένα φάρμακα, που έχουν αμφίβολα αποτελέσματα και θανάσιμες παρενέργειες και να αναγκάσει τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες να πληρώνουν αυτά τα φάρμακα».
Η ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΕΡΔΗ
Για να καταλάβει κανείς τι διακυβεύεται στο ζήτημα της φρενήρους προσπάθειας των φαρμακευτικών εταιρειών για την αύξηση της διάδοσης των νεώτερων ψυχοφαρμάκων, αρκεί να συγκρίνει το κόστος της θεραπείας με ένα παλιό αντιψυχωτικό (το Aloperidin), με αυτό των νεώτερων, λεγόμενων «άτυπων» αντιψυχωτικών, τα οποία, ενώ δεν έχουν μεγαλύτερη (αντίθετα, συνήθως, ίση ή μικρότερη) αποτελεσματικότητα από το Aloperidin (το οποίο χρησιμομοιούν πάντα ως σημείο αναφοράς και μέτρο σύγκρισης), παρουσιάζουν το πλεονέκτημα ότι δεν έχουν, ή έχουν σε μικρό βαθμό, τις πολύ ενοχλητικές παρενέργειες του πρώτου, ιδιαίτερα αυτές που προέρχονται από το εξωπυραμιδικό σύστημα (τρόμος, ακαθησία, δυστονία κλπ, αλλά και την εξαιρετικά σοβαρή όψιμη δυσκινησία) και έτσι γίνονται περισσότερο ανεκτά από τους ασθενείς (χωρίς αυτό, φυσικά, να είναι πάντα ο κανόνας, δεδομένου ότι και αυτά έχουν παρενέργειες και, εν πάσει περιπτώσει, ακόμα και γι΄ αυτά τα «άτυπα», που κυκλοφορούν αρκετά χρόνια τώρα, χρειάζεται περισσότερος χρόνος για να διαπιστωθεί πραγματικά η τυχόν δυσμενής επίδρασή τους). Υπολογίζοντας την αντιστοιχία της δοσολογίας ανάμεσα στα διαφορετικά φάρμακα, με ισοδύναμη δοσολογία, η μηνιαία θεραπεία με Aloperidin στοιχίζει 5 Ε,
ενώ με τα νεώτερα Risperdal και Zyprexa στοιχίζει 189 και 330 Ε αντίστοιχα.
Για να δώσουμε ένα παράδειγμα, η ολανζαπίνη (Zyprexa), που φιγουράρει ως πρώτης γραμμής φάρμακο στο ΤΜΑΡ, είχε έσοδα από τις παγκόσμιες πωλήσεις της, το 2003, 4.28 δισ. δολλάρια, αποτελώντας το πρώτο σε πωλήσεις φάρμακο της Elli Lilly. Τα έσοδα από την ολανζαπίνη ανήλθαν σε περισσότερο από το ένα τρίτο των εσόδων από τις συνολικές πωλήσεις της Lilly. Σύμφωνα με τους New York Times (περσινό άρθρο του Gardiner Harris), 2.63 δισ. δολλάρια ήταν τα έσοδα από τις πωλήσεις της ολανζαπίνης στις ΕΠΑ, εκ των οποίων, το 70% πληρώνεται από κρατικές υπηρεσίες (Medicare, Medicaid). (11)
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ
Κύκλοι μέσα από το ίδιο το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (γύρο από τον γερουσιαστή Ron Paul), δήλωναν, το Σεπτέμβρη, ευθαρσώς ότι «η φαρμακευτική βιομηχανία έπεισε τον πρόεδρο Μπους να υποστηρίξει τον υποχρεωτικό έλεγχο της κατάστασης ψυχικής υγείας κάθε παιδιού στις ΕΠΑ, συμπεριλαμβανόμενων αυτών της προσχολικής ηλικίας και συνεχίζει τώρα τις προσπάθειές της για να πείσει το Κογκρέσσο...Το σχέδιο αυτό δεν είναι παρά μια δυσκόλως υποκρυπτόμενη προσπάθεια των φαρμακευτικών εταιρειών να επιτύχουν μιαν ευρύτερη αγορά για τα πανάκριβα αντικαταθλιπτικά και αντιψυχωτικά τους φάρμακα, βάζοντας την κυβέρνηση σε περιοχές της ζωής των Αμερικανών που μέχρι τώρα δεν της ανήκαν...Το πραγματικό όφελος για τις φαρμακευτικές εταιρείες θα είναι η αναγκαστική χορήγηση φαρμάκων στα παιδιά, την οποία θα έχει ως αποτέλεσμα – όπως μάθαμε μ΄ ένα τραγικό τρόπο με τη Ritalin – ακόμα και όταν οι γονείς αρνούνται» (Kent Snyder, εκ μέρους της Liberty Committee, που ίδρυσε ο Paul).(12) Μάλιστα ο Paul επρόκειτο να καταθέσει μια τροπολογία ενάντια στην συμπερίληψη στον σχετικό οικονομικό προϋπολογισμό για το 2005, του σχεδίου για τον υποχρεωτικό έλεγχο και χορήγηση ψυχοφαρμάκων στα παιδιά. (για την ριταλίνη βλέπε παρακάτω, με αφορμή την επαναφορά της στη θεραπευτική πρακτική στην Ιταλία).
Γενικά, τα σχέδια του Μπους έχουν ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων από όλο το πολιτικό φάσμα. Χαρακτηρίστηκαν ως η πιο ολοκληρωτικού χαρακτήρα προσπάθεια για να αναχθεί η διαφωνία, ή η «παρέκκλιση», σε παθολογία (σε ψυχική διαταραχή) –δεδομένου ότι, όπως υπολογίζει η επιτροπή, που συγκρότησε την πρόταση, διαμέσου των σχολείων και μόνο, θα μπορούν να ελέγξουν 52 εκατομμύρια μαθητές και 6 εκατομμύρια ενήλικες που δουλεύουν στα σχολεία. (13) Αλλοι τόνισαν ότι «αμφισβητούνται τα γονικά δικαιώματα πάνω στα παιδιά», ότι «επιβάλλεται ένας ”πολιτικά σωστός”, αντι-αμερικανικός τρόπος ζωής» κλπ (14)
Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ . ΠΡΩΤΟ ΜΕΤΡΟ, Η ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΠΟΥΣ
Καταλαβαίνει κανείς ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες, όπως θα φανεί παρακάτω, θα χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε μέσο στη διάθεσή τους, από τη μια, για νά μεγαλοποιήσουν τη δραστικότητα και να πολλαπλασιάσουν τις ενδείξεις χρήσης του φαρμακευτικού τους προϊόντος και από την άλλη, για να μειώσουν ή και να εξαφανίσουν τη δημοσιοποίηση των κινδύνων από τη χρήση του.
Ο Jones δεν είχε παραλείψει να σημειώσει ότι οι εταιρείες που συμμετείχαν στο ξεκίνημα του “Texas project” ήταν και οι μεγάλοι χηματοδότες της προεκλογικής εκστρατείας του Μπους – την ίδια στιγμή που μέλη της παραπάνω αναφερθείσας New Freedom Commission είχαν χρηματίσει μέλη συμβουλευτικών επιτροπών των ίδιων αυτών εταιρειών και άλλα είχαν άμεση σχέση με το ΤΜΑΡ.(15)
Είναι γνωστό ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες συνεισέφεραν στην προεκλογική εκστρατεία του Μπους τρεις φορές περισσότερα χρήματα απ΄ ό, τι σ΄ αυτήν του Κέρι. Από τα 1.6 δισ. δολλάρια των εισφορών της Eli Lilly στα πολιτικά κόμματα, το έτος 2000, το 82% πήγε στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και στον Μπους. Ηταν τότε που ο Μπους, στην προεκλογική του εκστρατεία, υποστήριζε ανοιχτά το Texas project και, επίσης, το γεγονός ότι η νομοθεσία που είχε περάσει, επεξέτεινε την κάλυψη των ψυχοφαρμάκων από το ομοσπονδιακό πρόγραμμα Medicaid.
Αλλά και άλλες φαρμακευτικές εταιρείες, που βρίσκονται πίσω από το Texas project, χρηματοδοτούσαν γενναία (και εξακολούθησαν και το 2004) την προεκλογική εκστρατεία του Μπους (είχαν δώσει, μέχρι τον Απρίλη φέτος, 764.274 δολ. στον Μπους και μόλις 149.400 δολ. στον Κέρι).
ELI LILLY ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΠΟΥΣ : ΜΙΑ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΗ ΣΧΕΣΗ ΑΓΑΠΗΣ
Ειδικώτερα, για τις σχέσεις της Eli Lilly με την οικογένεια Μπους, πολλοί μιλούν για
δεσμούς που ισοδυναμούν με ένα Lillygate (τα στοιχεία από το άρθρο του Bruce Levine).
Για να γίνει ανάγλυφα κατανοητό πώς ασκούνται οι επηρεασμοί και τι πραγματικά είναι η περίφημη «διαπλοκή», αρκεί να δει κανείς ποιοί βρίσκονται ή βρίσκονταν στις μισθοδοτικές καταστάσεις της Eli Lilly:
- ο πατήρ Μπους, πρώην πρόεδρος των ΕΠΑ, πρώην αρχηγός τηςCIA, πρώην μέλος του συμβουλίου των διευθυντών (Board of Directors) της Lilly.
- ο Sidney Taurel, γενικός διευθυντής (chief executive officer-CEO) της Lilly, που διορίστηκε από τον πρόεδρο Μπους το νεώτερο, μέλος του Homeland Security Council (Υπηρεσία Εσωτερικής Ασφάλειας).
- ο Ken Lay, πρώην CEO της Enron και πρώην μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Lilly.
- ο Mitch Daniels, πρώην διευθυντής Διαχείρισης και προϋπολογισμού του Μπους και πρώην αντιπρόεδρος της Lilly.
- η Εθνική Συμμαχία για τοους Ψυχικά Ασθενείς (Νational Alliance for the Mentally Ill - NAMI). (16)
Επιπλέον, μερικά από τα μέλη της New Freedom Commission, ήταν μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιρειών αυτών, ενώ άλλα είχαν άμεσους δεσμούς με το ΤΜΑΡ.
Για να επανέλθουμε στο παράδειγμα της ολανζαπίνης (Zyprexa), η σημασία της είναι ζωτική για την Lilly, δεδομένου ότι το πλέον φημισμένο προϊόν της, το Prozac, έχει πάρει την κατιούσα στις πωλήσεις, μετά την απώλεια της προστασίας της ευρεσιτεχνίας (patent) και από 2 δισ. δολ. ετήσια έσοδα κάποτε, έπεσε, το 2003, στα 645.1 εκατ. δολάρια. Οι προειδοποιήσεις ότι η ολανζαπίνη μπορεί να προκαλεί διαβήτη (αρχικά από βρετανικές και ιαπωνικές υπηρεσίες και το 2003 και από το Food and Drug Admonistration-FDA- των ΕΠΑ) δεν την εμπόδισε να παρουσιάζει αύξηση κατά 16% στις πωλήσεις της, το 2002, ενώ την ίδια στιγμή που η Lilly προωθούσε τις πωλήσεις των αντιδιαβητικών της φαρμάκων (Actos, Humulin, Humalog), που απέφεραν 2.51 δισ. δολάρια το 2003, προκαλώντας εύλογα σχόλια (με το ένα φάρμακο προκαλούμε διαβήτη και με το άλλο τον θεραπεύουμε).
Θα αναφέρουμε μερικά συγκεκριμένα παραδείγματα για το πώς η Εli Lilly αξιοποιεί και χρησιμοποιεί τις σχέσεις διαπλοκής.
Οταν το 2002 ο Μπους υπέγραψε την Homeland Security Act για να «θωρακίσει», υποτίθεται, την χώρα απέναντι στη «τρομοκρατία» (μετά την 11η Σεπτέμβρη 2001), δεν παρέλειψε, όπως αποκάλυψαν οι New York Times, στις 25 Νοέμβρη 2002, να περάσει, την τελευταία στιγμή, με τον γνωστό τρόπο που περνούν οι τροπολογίες και στην ελληνική Βουλή, ένα πρωτοφανές άρθρο, θαμμένο μέσα στον όγκο του νομοσχεδίου, που προστατεύει την Eli Lilly και μερικές άλλες γιγάντιες φαρμακευτικές εταιρείες από μηνύσεις γονέων, που θεωρούν ότι τα παιδιά τους είχαν βλαφθεί από το thimerosal. Το thimerosal είναι ένα συντηρητικό που περιέχει υδράργυρο και χρησιμοποιούνταν από την Eli Lilly και άλλες εταιρείες στην Παρασκευή εμβολίων. Το 1999, η Αμερικάνικη Ακαδημία Παιδιάτρων και η Υπηρεσία Δημόσιας Υγείας ζήτησαν από τους κατασκευαστές εμβολίων να πάψουν να χρησιμοποιούν συντηρητικά που περιέχουν υδράργυρο. Και ενώ, ήδη το 2002, υπήρχαν μια σειρά από μηνύσεις που έσυραν την Lilly στα δικαστήρια, ο πρόεδρος Μπους διόρισε τον γενικό διευθυντή της Sidney Taurel, ως μέλος της Homeland Security Advisory Council (17)
Ενα άλλο παράδειγμα είναι το πώς η Lilly προσπάθησε να πλασάρει το Prosac Weekly, όταν το κλασσικό της Prosac άρχισε, για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, να πέφτει σε πωλήσεις. Οι αντιπρόσωποι της Lilly στην Φλόριντα κατάφεραν ν΄ αποκτήσουν πρόσβαση σε φακέλους ασθενών που, προφανώς, περιείχαν εμπιστευτικές πληροφορίες γι΄ αυτούς και, χωρίς καμιά άδεια, ταχυδρόμησαν σ΄ αυτούς τους ασθενείς δείγματα του Prosac Weekly. Πώς η Lilly βρήκε αυτούς τους φακέλους και τα στοιχεία τους; Είναι απλό : η κυβέρνηση Μπους έβαλε σε εφαρμογή ρυθμίσεις που είχε ετοιμάσει ως πρόταση η κυβέρνηση Κλίντον (για να επιβεβαιωθεί η ανυπαρξία διαφορών μεταξύ των δύο κομμάτων σε όλα τα βασικά ζητήματα) ότι αυτοί που παρέχουν υπηρεσίες υγείας και φροντίδας έχουν το δικαίωμα να πωλούν εμπιστευτικές ιατρικές πληροφορίες σε εμπορικές φίρμες και σε φαρμακευτικές εταιρείες.(18)
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΜΗ ΚΕΔΡΟΣΚΟΠΙΚΗΣ «ΝΑΜΙ»
Σε μιαν άλλη περίπτωση, όταν η πολιτεία του Κεντάκυ προσπάθησε να κόψει το Zyprexa (ολανζαπίνη) από την λίστα των προτιμώμενων φαρμάκων (αφού το πρόγραμμα Medicaid της πολιτείας είχε έλλειμα, το 2002, 230 εκ. δολλάρια και δαπάνες μόνο για το Zyprexa, 36 εκ. δολλάρια). Τότε, η μη κερδοσκοπική ΝΑΜΙ (Εθνική Συμμαχία για τους Ψυχικά Ασθενείς) έκανε μια τεράστια εκστρατεία κατά της περικοπής με έξοδα πληρωμένα από την Eli Lilly.
Η ΝΑΜΙ πήρε, στο διάστημα 1996-99 συνολικά 11.7 εκ. δολλάρια από φαρμακευτικές εταιρείες, μεταξύ των οποίων και από τη Lilly, η συνεισφορά της οποίας έφτασε τα 2.87 εκ δολλάρια. Στη χρηματοδότηση της Lilly περιλαμβανόταν και ένας δικός της διοικητικός, που εργαζόταν στα γραφεία της ΝΑΜΙ, αλλά έπαιρνε το μισθό του από την Lilly (αναφέρεται στο άρθρο του Ken Silverstein στο περιοδικό Mother Jones, 1999). H NAMΙ είναι μια μεγάλη μη κερδοσκοπική εταιρεία που περιλαμβάνει ψυχικά ασθενείς (χρήστες) και θεωρείται ότι αγωνίζεται για τα δικαιώματά τους.(19)
Η ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
Ενα παράδειγμα του τρόπου που οι γιγάντιες φαρμακευτικές εταιρείες χειραγωγούν τα δικαστήρια είναι ο τρόπος που η Lilly χειρίστηκε στα δικαστήρια την μήνυση που της έκαναν τα θύματα του Josheph Wesbecker, που, το 1989, μετά από λήψη γα ένα μήνα Prosac, τράβηξε το όπλο του, σκότωσε 8 άτομα και τραυμάτισε 12 πριν αυτοκτονήσει. Οπως είναι γνωστό, υπήρξε και εξακολουθεί να υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση για την πιθανότητα το αντικαταθλιπτικό Prosac (φλουοξετίνη) να προκαλεί έκρηξη βίας κατά του εαυτού και άλλων. Πάνω από 150 μηνύσεις για το Prosac είχαν τεθεί στο αρχείο ήδη μέχρι το 1994. Η Lilly θεωρούσε βέβαιη τη νίκη της και αυτή τη φορά. Ηδη από το 1991 όταν μια επιτροπή του FDA (του Φορέα που δίνει την άδεια κυκλοφορίας και τις ενδείξεις, προειδοποιήσεις κλπ για τα φάρμακα στις ΕΠΑ) που ερευνούσε την πιθανή σχέση μεταξύ Prosac και βίας είχε αποφασίσει ότι δεν χρειάζεται για το Prosac να έχει επιγραφή που να προειδοποιεί για πιθανότητα πρόκλησης βίας. Αλλά το 1994 φημολογούνταν ότι πέντε από τα εννέα μέλη της επιτροπής του FDA είχαν δεσμούς με τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες, δύο, δε, εξ αυτών ήταν ερευνητές για μελέτη του Prosac, χρηματοδοτούμενη από τη Lilly. Οταν στη διαδικασία της δίκης η Lilly τα βρήκε κάποια στιγμή “σκούρα”, πλήρωσε μάρτυρες για να μην εμφανιστούν στο δικαστήριο, κάτι που, όταν ερευνήθηκε σε βάθος, μετέτρεψε την αναμενόμενη νίκη σε “συμβιβασμό” (20).
Μονολότι η Eli Lilly δεν έχει καταδικαστεί, μέχρι τώρα, στις δίκες στις οποίες σύρθηκε, με την κατηγορία ότι το Prosac ενοχοποιείται για περιστατικά βίαιης και αυτοκτονικής συμπεριφοράς από άτομα που το ελάμβαναν ως αντικαταθλιπτική αγωγή, μερικά δικαστήρια πήραν αποφάσεις που ενοχοποιούσαν την λήψη, από δράστες βίαιων εγκλημάτων, του Zoloft (Αυστραλία) και του Paxil της GlaxoSmithKline (παροξετίνη, στην Ελλάδα εμπορική ονομασία Seroxat) στο Γουαϊόμινγκ των ΕΠΑ. Οπως το Prosac, ανήκουν και αυτά στους SSRI (αναστολείς της επαναρρόφησης της σεροτονίνης).
Ηδη το 1999, είχαν αναφερθεί στη FDA 2000 αυτοκτονίες από χρήστες Prosac, από τις οποίες, τουλάχιστον το ένα τέταρτο, φαινόταν να οφείλεται σε ακαθησία και διέγερση. Αν, όπως αναφέρει η FDA, μόνο το ένα εκατοστό των σοβαρών παρενεργειών αναφέρεται σ΄ αυτήν, τότε υπολογίζεται ότι, μέχρι το 1999, είχαν υπάρξει 50.000 αυτοκτονίες σχετιζόμενες με την ακαθησία. Για το σύνολο των SSRI’ s ο αριθμός είναι πολύ μεγαλύτερος.
ΚΑΙ ΕΠΑΦΕΣ “ΤΡΙΤΟΥ ΤΥΠΟΥ”
Στο διεθνή Τύπο μπορεί να βρει κανείς πλήθος πληροφοριών για τις σχέσεις των πολυεθνικών του φάρμακου με το κράτος για την κοινή και με αμοιβαίο όφελος συνεργασία τους – όπως πχ η προμήθεια, το 1953, της CIA από την Eli Lilly με LSD προκειμένου η πρώτη να κάνει πειράματα πλύσης εγκεφάλου (John Marks : The search for the “Manchurian Candidate”: the CIA and the mind control-the secret history of the behavioral sciences, 1979, Washington Post, 1985, New York Times, 1988). (21)
ΠΩΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΤΑΙ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΕΝΟΣ ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΟΥ
Μια άλλη πτυχή του σκανδαλώδους τρόπου με τον οποίο πλαστογραφούνται και πλασάρονται τα ερευνητικά δεδομένα για τις ενέργειες και τις παρενέργιες των ψυχιφαρμάκων είναι η αποκάλυψη, πριν ένα χρόνο (7 Δεκέμβρη 2003) του βρετανικού «Observer» για την απάτη, που συχνά κρύβεται, πίσω από επιστημονικά, υποτίθεται, άρθρα για τη δράση και τα οφέλη των φαρμάκων, που δημοσιεύονται σε γνωστά ιατρικά περιοδικά και υπογράφονται από γνωστούς επιστήμονες, γιατρούς και μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, ενώ έχουν γραφτεί από «συγγραφείς –φαντάσματα», που πληρώνονται από φαρμακευτικές εταιρείες.(22)
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, τα μισά από τα άρθρα που δημοσιεύονται στα επιστημονικά ιατρικά περιοδικά είναι γραμμένα από «συγγραφείς- φαντάσματα». Γνωστοί γιατροί βάζουν το όνομά τους κάτω από το άρθρο και πληρώνονται αδρά γι΄ αυτό, ενώ οι πραγματικοί συγγραφείς παραμένουν άγνωστοι. Αυτά τα άρθρα, γράφει ο «Observer», αναφερόμενος στην εμπειρία της Βρετανίας, παρελαύνουν μπροστά από τους γενικούς γιατρούς (GP-general practitioners) για τους πείσουν να συνταγογραφήσουν τα παρουσιαζόμενα φάρμακα.
Οπως ανέφερε μια υπάλληλος του εκδοτικού μηχανισμού μιας εταιρείας που ειδικεύεται στην συγγραφή ιατρικών άρθρων (που εν συνεχεία υποβάλλει για δημοσίευση σε ιατρικά περιοδικά) «αυτό που έκανε ο βοηθός σύνταξης – δηλ. η ίδια- ήταν, πριν υποβληθεί ένα άρθρο σ΄ ένα περιοδικό ηλεκτρονικά ή σε δισκέτα, ν΄ ανοίγει τις «ιδιότητες φακέλου» (file properties) στον υπολογιστή και να σβήνει τα ονόματα των “συγγραφέων – φαντάσματα” ή της εταιρεία συγγραφής ιατρικών άρθρων και να τα αντικαθιστά με το όνομα ενός προσώπου, που είχε πρσκληθεί από μια φαρμακευτική εταιρεία να μπει ως συγγραφέας, αλλά ο οποίος δεν είχε καμμιά πραγματική συνεισφορά στο κείμενο» (επιστολή της Susanna Rees, British Medical Journal website).
Το άρθρο του «Observer» αποκαλύπτει περιπτώσεις από όλο το φάσμα των ιατρικών επιστημονικών δημοσιεύσεων, αλλά αυτό που τονίζει, είναι ότι το πρόβλημα έχει γίνει τεράστιο στον τομέα της ψυχιατρικής. Αναφέρει το παράδειγμα ενός ψυχιάτρου, του David Healy, στο πανεπιστήμιο της Ουαλλίας που έκανε έρευνα για τους πιθανούς κινδύνους των αντικαταθλιπτικών, όταν πήρε ένα e-mail από μια φαρμακευτική εταιρεία, που του έστελνε ένα 12σέλιδο κείμενο «βασισμένο σε ό, τι έχετε δημοσιεύσει, για να ελαφρύνουμε το φορτίο της δουλειάς σας».
Στο κείμενο, που επρόκειτο να παρουσιαστεί σ΄ ένα επικείμενο συνέδριο, εμφανιζόταν το όνομα του ως άνω ψυχιάτρου ως μόνου συγγραφέα. Οταν αυτός, επειδή θεώρησε ότι η παρουσίαση του συγκεκριμένου φαρμάκου ήταν υπέρ το δέον ευνοϊκή, πρότεινε μερικές αλλαγές, η εταιρεία απάντησε λέγοντας ότι «παρέλειπε μερικά σημαντικά από εμπειρική άποψη σημεία». Τελικά, το ίδιο αυτό κείμενο, εμφανίστηκε, στη αρχική του μορφή, στο συνέδριο και εν συνεχεία δημοσιεύτηκε σ΄ ένα ψυχιατρικό περιοδικό με το όνομα άλλου συγγραφέα. (23)
Ο ίδιος ο Healy δήλωσε εν συνεχεία ότι, κατά τη γνώμη του, “ένα μεγάλο μέρος των άρθρων που δημοσιεύονται σε περιοδικά, όπως το New England Journal of Medecin, το British Medical Journal και το Lancet, συγγράφονται από εταιρείες συγγραφής ιατρικών άρθρων”.
Ο ίδιος ο εκδότης του British Medical Journal, Richard Smith, παραδέχεται ότι τα άρθρα από «συγγραφείς-φαντάσματα» (ghostwriting) είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα...Πολιορκούμαστε από τις φαρμακευτικές εταιρείας. Τα άρθρα έρχονται με τα ονόματα γιατρών και συχνά βρίσκουμε ότι δεν έχουν ιδέα τι έχουν γράψει. Οταν το ανακαλύπτουμε, απορρίπτουμε το άρθρο, αλλά είναι πολύ δύσκολο. Εχουμε ζητήσει, όταν υπάρχει εμπλοκή μιας εταιρείας, αυτό να αναφέρεται. Αλλά έχουν βρει τρόπους να το παρακάμπτουν και να λειτουργούν συγκαλυμμένα”. (24)
Τέλος, στις ΕΠΑ, όταν σε μια δίκη κατά της Pfizer, η εταιρεία αναγκάστηκε να παρουσιάσει εσωτερικά της έγγραφα, φάνηκε ότι χρησιμοποιούσε εταιρείες συγγραφής ιατρικών άρθρων. Ενα από τα ντοκουμέντα αναλύει άρθρα για το αντικαταθλιπτικό Zoloft. Αλλά από μερικά από τα άρθρα έλειπε το όνομα το συγγραφέα. Στο περιθώριο υπήρχαν τα αρχικά «ΤBD”, που εικάζεται ότι σήμαινε “To Be Determined” (δηλαδή, πρέπει να καθοριστεί). (25)
ΟΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΤΗΣ ΠΡΟΩΘΗΣΗΣ ΤΩΝ ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΩΝ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Η σημασία των παραπάνω αποχτά την πραγματική της διάσταση στο φως της προσπάθειας των εταιρειών να αντιμετωπίσουν τις αυξανόμενες ενδείξεις (που διαρκώς νέες κλινικές έρευνες φέρνουν στην επιφάνεια) για την περιορισμένη αποτελεσματικότητα και τους μεγαλύτερους κινδύνους, απ΄ ό, τι αρχικά νομιζόταν, των νέων προϊόντων τους, αντιψυχωτικών και αντικαταθλιπτικών, ιδιαίτερα σε σχέση με τα τεράστια κόστη τους. Η προσπάθεια των εταιρειών είναι να πάρουν ένδειξη για την χορήγησή τους στα παιδιά, παρά τα ερευνητικά δεδομένα ότι η χρήση τους στις μικρές ηλικίες είναι επικίνδυνη, ή, πάντως, αδιευκρίνιστης επικινδυνότητας και επομένως τυχοδιωκτική και άρα ..επικίνδυνη. Γίνεται, έτσι, φανερή η σημασία που αποκτά και το σχέδιο Μπους για μαζική χορήγηση αυτών των φαρμάκων σε όλο τον πληθυσμό, που “συλλαμβάνεται” από τα τεστ να έχει “πρόβλημα” ήδη από την προσχολική ηλικία....
Τον περασμένο Μάρτιο, το FDA στις ΕΠΑ συνέστησε να μπει εμφανής προειδοποίηση ότι η χρήση των νεώτερων αντικαταθλιπτικών (SSRI’s) στα παιδιά «μπορεί» να εντείνει την αυτοκτονική συμπεριφορά σε παιδιά και εφήβους, ύστερα από μια δημόσια ακροαματική διαδικασία, όπου πολλά μέλη οικογενειών και παθόντες έδωσαν μαρτυρίες για αυτοκτονική και βίαιη συμπεριφορά από άτομα που έπαιρναν αυτά φάρμακα. Η προειδοποίηση αφορά φάρμακα όπως το Prosac, το Remeron, το Zoloft, το Effexor, το Paxil, το Celexa, το Luvox κλπ. Σύμφωνα με μια επιπρόσθετη προειδοποίηση του FDA, “ορισμένες συμπεριφορές είναι γνωστό ότι συνδέονται με αυτά τα φάρμακα, συμπεριλαβανόμενου του άγχους, της διέγερσης, των κρίσεων πανικού, της αϋπνίας, της εχθρότητας, της παρορμητικότητας, της ευερεθιστότητας, της ακαθησίας, της υπομανίας και της μανίας”.Τα ερευνητικά δεδομένα, ωστόσο, που είχε το FDA στη διάθεσή του, επέβαλλαν μια πιο απαγορευτική απόφαση. (26)
Σύμφωνα με μια έρευνα (2003) του Andrew D. Mosholder, επιδημιολόγου του FDA, 22 μελέτες έδειχναν ότι παιδιά που παίρνουν αντικαταθλιπτικά γίνονται δυό φορές πιο αυτοκτονικά απ΄ αυτά που παίρνουν placebo (αδρανής ουσία). Αυτή η έρευνα δεν άρεσε στους επικεφαλής του FDA (με τις προαναφερθείσες διασυνδέσεις με τις εταιρείες) και γι΄ αυτό την απέκρυψαν. Εν συνεχεία, ανέθεσαν στο πανεπιστήμιο του Κολούμπια να αναλύσει εκ νέου τα δεδομένα που είχε χρησιμοποιήσει ο Mosholder.(27)
Οι ερευνητές του Κολούμπια έφτασαν στα ίδια συμπεράσματα. Το Paxil (Seroxat στη Ελλάδα) της GlaxoSmithKline και το Effexor της Wyeth βρήκαν ότι μπορεί να κάνουν τα παιδιά ακόμα περισσότερο αυτοκτονικά απ΄ ό, τι βρήκε η έρευνα του Mosholder. (28)
Με αυτά τα δεδομένα, η μεσοβέζικη (στη ουσία επιτρεπτική) στάση του FDA απέναντι στη χορήγηση των αντικαταθλιπτικών στα παιδιά, είναι σε αντίθετη κατεύθυνση με την απόφαση της βρετανικής κυβέρνησης, πέρσυ, να απαγορεύσει την χρήση όλων των αντικαταθλιπτικών στα παιδιά, εκτός από το Prosac.
Υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι τα φάρμακα αυτά προκαλούν απρόβλεπτες αντιδράσεις διαμέσου της σεροτονίνης, ενός νευρομεταβιβαστή, την δράση, ακριβώς, του οποίου επηρεάζουν προκειμένου να επιτύχουν το αντικαταθλιπτικό αποτέλεσμα που επικαλούνται. Ολες οι παρενέργειες που επικαλείται το FDA, από τη διέγερση και την εχθρότητα μέχρι την παρορμητικότητα και την μανία, είναι ταυτόσημες με τις ενέργειες του PCP, της μεθαμφεταμίνης και της κοκαϊνης, που είναι γνωστό ότι προκαλούν επιθετικότητα και βία. Τόσο τα παλιότερα διεγερτικά, όπως και τα νεώτερα αντικαταθλιπτικά προκαλούν παρόμοια αποτέλεσματα ως αποτέλεσμα της επίδρασής τους στην σεροτονίνη. (29)
Αν και είναι δύσκολο να καθοριστεί το ποσοστό που τα νεώτερα αντικαταθλιτικά προκαλούν δραματικά γεγονότα, όπως αυτοκτονία και βία, είναι γνωστό το προκαλούν διεγερτικά αποτελέσματα, όπως ευερεθιστότητα και ανησυχία σε πάνω από το ένα τρίτο των ασθενών που τα λαμβάνουν. Μερικές φορές οι γιατροί που δεν αναγνωρίζουν τα συμπτώματα αυτά ως αποτέλεσμα του αντικαταθλιπτικού τείνουν ν΄ ανεβάσουν τη δόση του αντικαταθλιπτικού, επιδεινώνοντας την κατάσταση. Αλλά ακόμη και η διακοπή της λήψης των νεώτερων αντικαταθλιπτικών χρειάζεται προσοχή, δεδομένου ότι μπορεί να εμφανιστεί “σύνδρομο απόσυρσης”, προκαλώντας κατάθλιψη, αυτοκτονική διάθεση και βία. (30)
Η ΕΠΑΝΑΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΡΙΤΑΛΙΝΗΣ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ
Στην Ιταλία έχει ξεσπάσει ένας μεγάλος αγώνας από επαγγελματίες ψυχικής υγείας ενάντια στην επάνοδο στην κυκλοφορία της ριταλίνης, που αποφασίστηκε από το Μάρτιο του 2003, αλλάζοντας τον χαρακτηρισμό της, από διεγερτικό (είναι ένα παράγωγο της αμφεταμίνης) σε ψυχοφάρμακο. Η ένδειξή της είναι η θεραπεία της “διαταραχής της ελλειματικής προσοχής με υπερκινητικότητα” (Αdhd), από την παιδική ηλικία μέχρι την εφηβία – μια διάγνωση της σύγχρονης ψυχιατρικής που αμφισβητείται από πολλούς. Μάλιστα, στα ιταλικά σχολεία έχει δοθεί ένα ερωτηματολόγιο για να ταυτοποιηθούν τα παιδιά που πάσχουν από το σύνδρομο Adhd, έτσι ώστε, στη βάση των αποτελεσμάτων, να χορηγείται το φάρμακο.
Στις ΕΠΑ η ριταλίνη έχει χαρακτηριστεί “κοκαϊνη των μωρών” και χοργηγείται στα σχολεία σε εκατομμύρια παιδιών, πολλά από τα οποία ανέπτυξαν εξάρτηση από φάρμακο. Εχει σοβαρές παρενέργειες, από την αρτηριακή πίεση, την καρδιά και την απώλεια βάρους, έως την τοξική ψύχωση, την βαριά κατάθλιψη, την χρόνια υπερκινητικότητα και κίνδυνο αυτοκτονίας στη φάση της στέρησης.
Παρόλα αυτά, η χορήγηση συνεχίζεται γιατί ανταποκρίνεται σε μιαν ορισμένη πολιτική και κουλτούρα ελέγχου της συμπεριφοράς των παδιών και αντίληψης για τις αιτίες των “δυσπροσαρμοστικών” και “παρεκκλινότων” συμπεριφορών τους. Οπως έχει επισημανθεί από κινήσεις γονέων που αντιδρούν στη ριταλίνη,(31) “στην υγεία, όπως και στην εκπαίδευση και στις κοινωνικές υπηρεσίες, η πολιτική της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι είναι να μειώσει τα κόστη καταστρέφοντας τις υπηρεσίες. Και στον τομέα της ψυχικής υγείας, προωθείται προνομικά το φαρμακολογικό μοντέλο ενάντια σε παρεμβάσεις πιο πολύπλοκες, που θέτουν στο κέντρο το παιδί και τις ανάγκες του. Ζούμε σε μια κοινωνία που έχει κάνει δύσκολο να διατηρηθεί μια ισορροπία όπου τα παιδιά έχουν αναγνωρισμένους τους χώρους τους και τις δραστηριότητές τους, και, ως εκ τούτου, φαίνεται πιο εύκολο να καταστείλουμε (με φάρμακα) αυτά τα αιτήματα, βάζοντας διαγνώσεις αμφισβητούμενες και χρήσιμες μόνο στις λογικές του σχολείου-εταιρεία και του κοινωνικού κομφορμισμού”.
Για μια ακόμη φορά, το φάρμακο προωθείται ως η απάντηση σ΄ ένα πολύπλοκο πρόβλημα. Μετατρέπεται, έτσι, το φάρμακο σε εργαλείο ανάγνωσης της πραγματικότητας, περιορίζοντας το φάσμα των παρεμβάσεων, σ΄ ένα τύπο μονοδιάστατων και απλοποιητικών απαντήσεων. Οσο περισσότερο δίνεται ως απάντηση στην πολυπλοκότητα και το πολυδιάστατο της ύπαρξης, των αισθημάτων, των ατομικών επιλογών, που πηγάζουν μέσα από το ιδιαίτερο πλαίσιο στο οποίο ζει και την ανεπανάληπτη χρονικότητα που βιώνει το υποκείμενο, τόσο περισσότερο επηρεάζει τις σχέσεις ανάμεσα στα άτομα, την ανάπτυξη των υπηρεσιών, τις οργανωτικές επιλογές, τα θεραπευτικά προγράμματα.(32) Τα φτωχαίνει, υλικά και πνευματικά.
Ετσι και η ριταλίνη χορηγείται ως η γρήγορη απάντηση, που σιωπηλά και αποτελεσματικά θα λύσει το πρόβλημα του τι σημαίνει να είναι ένα παιδί ανήσυχο στην τάξη, να μην προσέχει το μάθημα, να μην υπακούει, να μην ακολουθεί τις οδηγίες που του δίνονται, ή να φέρει σε πέρας αυτό που του αναθέτουν, που είναι απρόθυμο, που χάνει τα πράγματά του, είναι παρορμητικό, άτακτο, ενοχλητικό, που μιλάει πολύ, που διακόπτει τους άλλους, που ανακατεύεται στα των άλλων. Ολα αυτά, όπως τονίζεται στον έντονο διάλογο που έχει ανοίξει στη Ιταλία, δεν είναι παρά χαρακτηριστικά της σχολικής τάξης, αλλά θα μπορούσαν ν΄ αποτελούν πιο ανεκτές συμπεριφορές σε ανοιχτό χώρο, όπως πχ στο παιχνίδι σε μια πλατεία ή το καλοκαίρι στη θάλασσα.
Το ταξινομικό σύστημα της αμερικάνικης ψυχιατρικής εταιρείας, το γνωστό DSM – IV, βάσει του οποίου τίθεται η διάγνωση του Adhd, δείχνει πώς είναι δύσκολο να τεθεί αυτή η διάγνωση κάτω από την ηλικία των 4-5 ετών, δεδομένου ότι, μέχρι τότε, τα συμπτώματα αυτά αποτελούν συχνό χαρακτηριστικό των παδιών. Αυτό, αντίθετα, που πρέπει να μπει σε ερωτηματικό είναι το πώς το σχολικό σύστημα της συγκεκριμένης κοινωνίας αντιλαμβάνεται και δίνει υπερβολική έμφαση σε μια πραγματικότητα που δεν είναι πάντα παθολογική. Τα αποτελέσματα της αμφεταμίνης μπορεί ν΄ ανταποκρίνονται στο όνειρο ενός δασκάλου να έχει παιδιά με επάρκεια, εύστροφα, προσεχτικά. Αυτό που χρειάζεται, επομένως, είναι ν΄ αναρωτηθεί κανείς - και όχι μόνο στην Ιταλία - είναι πώς λειτουργεί το σχολείο, τα επίπεδα της ανεκτικότητας του, οι ακαμψίες του, έτσι ώστε να μπορεί πραγματικά.ν΄ αναγνωριστεί ο πληθυσμός που έχει πραγματικά παθολογικό πρόβλημα, στο οποίο, εν πάσει περιπτώσει, δεν μπορεί να είναι η ριταλίνη η πρώτη επιλογή, αλλά ούτε και η τελευταία (ψυχολογικές και οικογενειακές θεραπείες φαίνεται να έχουν καλλίτερα αποτελέσματα, ιδιαίτερα στην παιδική ηλικία).
Αλλά, προφανώς και στην Ιταλία η επανείσοδος της ριταλίνης στην κυκλοφορία δεν είναι, όπως φαίνεται, παρά η αρχή. Οι φαρμακευτικές εταιρείες, σε συνεργασία με πανεπιστημιακές κλινικές, έχουν ήδη αρχίσει εκστρατεία για την δοκιμασία της χρήσης των αντιψυχωτικών και των αντικαταθλιπτικών στα παιδιά και στους εφήβους, όπως αναφέρει το ντοκουμέντο του Οκτώβρη 2003 του Forum Salute Mentale, μιας πανιταλικής συσπείρωσης επαγγελματιών ψυχικής υγείας, που προέρχονται από το κίνημα της Δημοκρατικής Ψυχιατρικής, που ιδρύθηκε την εποχή του Franco Basaglia στη δεκαετία του 70.
«Το “φαρμακολογικό μοντέλο”, λέει το ντοκουμέντο, έχει καταντίσει κάθε άλλη θεραπευτική παρέμβαση απλή γαρνιτούρα στο «κύριο πιάτο» που είναι το φάρμακο. Μερικοί γιατροί έχουν αρνηθεί να εφαρμόζουν πιο συνθετικές θεραπείες, με αντάλλαγμα μια, πέραν αμφισβήτησης, πρωτοκαθεδρία του φαρμάκου μέσα στις υπηρεσίες και μια νέα επαγγελματική εικόνα «λευκής μπλούζας» και «ειδικού του εγκεφάλου». Επιπρόσθετα, πέραν αυτών, οι πολυεθνικές του φάρμακου, χρηματοδοτώντας πανεπιστημιακές έρευνες, παρεμβαίνουν ακόμα και στα στατιστικο-διαγνωστικά εγχειρίδια». (33)
ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΚΑΙ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΕΣ ΔΙΑΓΝΩΣΕΙΣ
Αυτό το τελευταίο είναι εξαρετικά σημαντικό γιατί δείχνει πώς οι πολυεθνικές του φάρμακου επηρεάζουν και διαμορφώνουν την ίδια την σύγχρονη ψυχιατρική νοσολογία, τον τρόπο που αρθρώνεται σε νοσολογική οντότητα ο ανθρώπινος ψυχικός πόνος, έτσι ώστε να ταιριάζει στα επενδυτικά τους σχέδια και στην κερδοφορία των επιχειρήσεών τους. Δείχνει πώς οι φαρμακευτικές εταιρείες συμμετέχουν στην διαμόρφωση της τρέχουσας κουλτούρας, όχι μόνο των ψυχιάτρων, αλλά και του τρόπου (μονοδιάστατου και απλοποιητικού) που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την ίδια τους τη δυσφορία και τον ψυχικό τους πόνο : ως αντικείμενο και όχι ως αντίφαση της ύπαρξης.
Η μεπροβαμάτη (Miltown της Wallace, Equanil της Wyeth) πρώτα, στη δεκαετία του 50 και το Valium (της Hoffmann-La Roche) και οι αδελφές του βενζοδιαζεπίνες, στη δεκαετία του 60, είχαν προκαλέσει, στην εποχή τους, μια φρενίτιδα για το “μαγικό χάπι” που αντιμετωπίζει το άγχος και “ηρεμεί”. Μια φρενίτιδα που, ωστόσο, σε τίποτα δεν συγκρίνεται με την εποχή του Prosac (Ladose).(34)
Εκείνη την εποχή, η ένδειξη για τις βενζοδιαζεπίνες ήταν το άγχος και η ήπια κατάθλιψη. Ενώ, όμως, η δημοτικότητα του Valium είχε φτάσει στα ύψη (παρά τις παρενέργειες των βενζοδιαζεπινών, που, στο μεταξύ, ήρθαν στη επιφάνεια – κυριότερη, ανάμεσά τους, ο εξαρτησιογόνος χαρακτήρας τους) οι φαρμακοβιομήχανοι άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι “εδώ” ήταν οι αγορές του μέλλοντος. Καθώς γινόταν φανερό ότι είχε ανοίξει μια χρυσοφόρα εποχή για τις πολυεθνικές του φάρμακου, που στρέφονται, πλέον, όλο και περισσότερο στα ψυχοφάρμακα, άρχισαν, παράλληλα, να παρεμβαίνουν και να διαστρέφουν το ίδιο το διαγνωστικό σύστημα της ψυχιατρικής. Στην προσπάθειά τους ν΄ ανοίξουν χώρους στην αγορά, οι φαρμακευτικές εταιρείες άρχισαν να φουσκώνουν κάποιες διαγνωστικές κατηγορίες. Μια ορισμένη διαταραχή θα μπορούσε να έχει παρατηρηθεί σπάνια, μέχρις ότου μια φαρμακοβιομηχανία ανακοινώνει ότι κατέχει το φάρμακο για την θεραπεία της, μετά το οποίο, η διαταραχή γίνεται ξαφνικά επιδημία. Οπως έχει γράψει ο βρετανός David Healy : ”Οπως συχνά συμβαίνει στην ιατρική, η διαθεσιμότητα μιας θεραπείας, οδηγεί στην αύξηση της αναγνώρισης της διαταραχής, που θα μπορούσε να ευεργετηθεί από αυτή τη θεραπεία”. (35)
Eίναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της “διαταραχής πανικού”, όπως το αφηγείται ο ο E. Shorter. (36) Παραδοσιακά η ψυχιατρική θεωρούσε τον πανικό μέρος της “αγχώδους νεύρωσης” (χαρακτηριζόμενης ως υπερβολικό άγχος, που μπορεί να φτάσει μέχρι τον πανικό και συνδεόμενης, συχνά, με σωματικά συμπτώματα), σύμφωνα, τουλάχιστον, με το ταξινομικό σύστημα DSM II (1968). Το 1964, μια εργασία ενός αμερικάνου πανεπιστημιακού ερευνητή, του Donald Klein, που χρηματοδότησαν η Geigy και η SmithKline & French, συμπέρανε ότι ο πανικός είναι μια διαφορετική νοσολογική οντότητα από το άγχος και ότι θα μπορούσε να προλάβει κανείς τις κρίσεις, αν συνέχιζε να παίρνει φαρμακευτική αγωγή. Ο Klein ήταν μέλος της ομάδας εργασίας για την συγκρότηση του DSM III, που δημοσιεύτηκε το 1980 και στο οποίο κατάφερε να περάσει την “διαταραχή πανικού” ως ξεχωριστή νοσολογική οντότητα, χαρακτηριζόμενη από “αιφνίδια έναρξη έντονου τρόμου, με φυσικά σημεία, όπως εφίδρωση και λιποθυμία”.
Τον επόμενο χρόνο, η Upjohn Company του Michigan έρριξε στην αγορά μια νέα βενζοδιαζεπίνη, την αλπραζολάμη (Xanax), και καθώς η αγορά των βενζοδιαζεπινών βούλιαζε, εκείνη τη περίοδο, η Upjohn παρουσίασε την δική της βενζοδιαζεπίνη ως ειδική για την «διαταραχή του πανικού». Στην δεκαετία του 80, η Upjohn χρηματοδότησε εκτεταμένες έρευνες για να εγκαθιδρύσει την “διαταραχή πανικού” ως πραγματικά ανεξάρτητη διαταραχή, για την οποία η αλπραζολάμη έκανε θαύματα – χωρίς, ωστόσο, τα αποτελέσματα των ερευνών να είναι και πολύ πειστικά. Στην δεκαετία του 90, το Xanax ήταν ένα από τα πιο χρησιμποιούμενα φάρμακα στις ΕΠΑ και οι ψυχίατροι το χορηγούσαν πιστεύοντας ότι ενεργούν επιστημονικά και ότι το Xanax έδινε την μοναδική ελπίδα στην επιδημία “διαταραχής πανικού”, που είχε, “σαρώσει” τις ΕΠΑ. Πολλοί ονόμασαν, τότε, τον πανικό “νόσο της Upjohn”.(37)
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΟ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΟ
Καθώς η ψυχιατρική διάγνωση χειραγωγούνταν, όλο και περισσότερο, από τις φαρμακευτικές εταιρείες, ήρθε το Prosac, που έμελλε να γίνει το φάρμακο που δεν έλειπε από κανένα νοικοκυριό – αφού, μεταξύ άλλων, αδυνατίζει (και μάλιστα διαφημίστηκε ως τέτοιο). (38) Οταν κυκλοφόρησε το Valium, τόσο οι ασθενείς, όσο και οι γιατροί τους ήταν πρόθυμοι ν΄ αναγνωρίσουν τη δυσφορία τους ως άγχος, αφού υπήρχε ένα αποτελεσματικό φάρμακο να το καταπολεμά. Οταν έφτασε στο προσκήνιο το Prosac, ένα φάρμακο για την κατάθλιψη, η έμφαση έπεσε στην κατάθλιψη ως την κύρια μορφή δυσφορίας. Με το Prosac, τον πρώτο από τους SSRI’s, είναι που η χημεία της σεροτονίνης έρχεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος των εταιρειών (αν και η σημασία της για την ψυχιατρική διαπιστώνεται από το 1953 και ψυχοφάρμακα, που επιδρούν σ΄ αυτήν, κυκλοφορούν, ήδη, από την δεκαετία του 50, πχ το αντιψυχωτικό ρεζερπίνη κλπ). Τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία του Prosac, δημοσιεύονται εργασίες που το βρίσκουν αποτελεσματικό σε μια σειρά διαταραχές, όπως “διαταραχή πανικού”, “καταπληξία” (drop attac). Αφού όλα αυτά απαντούν στο Prosac, πρέπει να έχουν κάτι κοινό, ίσως ν΄ αποτελούν μέρος μιας “Διαταραχής του Συναισθηματικού Φάσματος” (Affective Spectrum Disorder –ASD).(39)
Αυτό που ακολούθησε ήταν μια ενορχηστρωμένη, από τα ΜΜΕ, εκστρατεία, ότι το Prosac ήταν η πανάκεια για την αντιμετώπιση όλων των προβλημάτων ζωής, ακόμα και με απουσία ψυχικής αρρώστιας. Η περίπτωση του Prosac και όλων των SSRI’s δείχνει πώς ένα φάρμακο, που μπορεί να είχε προσόντα σε σχέση με τα προηγούμενα (κυρίως όσον αφορά τις παρενέργειες), μπορεί να μετατραπεί στο μαγικό χάπι που θεραπεύει κάθε αρρώστια και κάθε ανθρώπινη οδύνη. (40) Αυτό δεν θα ήταν δυνατό χωρίς την ενσωμάτωση της κλινικής ψυχιατρικής στην εταιρική κουλτούρα των φαρμακοβιομηχανιών, με συνέπεια ν΄ αποτελεί (η ψυχιατρική) τον κύριο προαγωγό της κουλτούρας του φαρμακολογικού ηδονισμού, που είναι μια μορφή κοινωνικού ελέγχου- καθώς εκατομμύρια άνθρωποι, που δεν είχαν καμιά επίσημη ψυχιατρική διαταραχή, εκλιπαρούσαν για την νέα ουσία γιατί ελάφρυνε το βάρος της αυτοσυνείδησης και της προσωπικής τους ευθύνης, ενώ, ταυτόχρονα, τους επέτρεπε ν΄ αδυνατίσουν....
Οπως αναφέραμε παραπάνω, ο “μήνας του μέλιτος” των SSRI’s φτάνει στο τέλος του: άρχισαν να έρχονται στο κέντρο της προσοχής οι επικίνδυνες παρενέργειές τους, εξ ού και ο αγώνας τους ν΄ αυξήσουν τα μερίδιά τους στην αγορά με νέα, εξίσου αβέβαια (πέραν πάσης δυνατότητας για μια πραγματικά ασφαλή και αδέκαστη επιστημονική τεκμηρίωση) σκευάσματα, με την φρενήρη είσοδο στην αγορά ολοένα καινούργιων αντιψυχωτικών (με δραστικότητα πολύ κατώτερη των προσδοκιών) και με την κρατική ενίσχυση (σχέδιο ΤΜΑΡ του Μπους) για την περαιτέρω προώθηση των πωλήσεών τους σε ολοένα ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού.
....ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Στην Ελλάδα λείπει, δυστυχώς, ο ευρύτερος και πολυεπίπεδος προβληματισμός γύρο από το ψυχοφάρμακο, όπως και γύρο από πολλά άλλα. Παρά τις εξαιρέσεις, η πλειοψηφία του ψυχιατρικού νοσοκομειακού και εξωνοσκομειακού συστήματος (δημόσιου και ιδιωτικού) λειτουργεί διαμέσου του ψυχοφαρμάκου ως του «κύριου (και συχνά, μόνου) πιάτου».
Εκτός από μεμονωμένες φωνές, το πράγμα λειτουργεί χωρίς θεαματικές καταστάσεις, με το πανεπιστήμιο να προβάλλει μονόπλευρα τα «νέα ατράνταχτα δεδομένα» της βιολογίας και τις φοβερές ιδιότητες του τάδε νέου ψυχοφάρμακου (που, φυσικά, σπανίως έχει και κάποια παρενέργεια), με το σύνηθες πλέγμα για τον επηρεασμό των ψυχιάτρων (του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα) από τις εταιρείες, με τα δωράκια, τα ταξιδάκια, την ψευδοεπιστημονική ενημέρωση μετά γευμάτων σε κοσμικά εστιατόρια, με τα πρωτόκολλα δοκιμής των νέων (ή και λίγο παλιότερων) φαρμάκων στους ασθενείς (με την παρότρυνση να διακοπεί το φάρμακο που έπαιρναν έως τώρα για να δοκιμαστεί το καινούργιο), ενίοτε και με «άλλα»….
ΤΟ ΣΥΝΤΟΜΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Οσο το φάρμακο παραμένει μια καπιταλιστική επιχείριση με σκοπό το κέρδος και όσο δεν αναπτύσσεται μια αντίσταση των επαγγελματιών ψυχικής υγείας και της ευρύτερης κοινωνίας, η κατάσταση αυτή όχι μόνο δεν πρόκειται ν΄ αλλάξει, αλλά, αντίθετα, θα επιδεινωθεί - με σοβαρές συνέπειες για την σύγχρονη ψυχιατρική, τον κοινωνικό της ρόλο και το πραγματικό θεραπευτικό της δυναμικό, αλλά και για την κοινωνία ολόκληρη.
ΥΓ. Στις 15 Φεβρουαρίου 2005 η «Ελευθεροτυπία» δημοσίευσε την είδηση της κυκλοφορίας και στην Ελλάδα, μετά από έγκριση του ΕΟΦ, της μορφής της ριταλίνης που χορηγείται μια φορά την ημέρα (Μεθυλφαινιδάτη OROS), σε παιδιά 6 έως 12 ετών και εφήβους, όπου τίθεται η διάγνωση της «Διαταραχής Ελλειματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας» (Adhd). Yπολογίζεται ότι το 3-7% του μαθητικού πληθυσμού πάσχει από Adhd – δηλαδή ένας στους είκοσι μαθητές πρέπει να πάρει το φάρμακο (!!!), «διαφορετικά θα έχουν επιπτώσεις στην μετέπειτα ενήλικη ζωή τους»….
ΠΗΓΕΣ :
1. Irvin M. Cohen,”The benzodiazepines”, in Ayd “Discoveries in Biological Psychiatry”, σελ 130.
2. Εισήγηση στην πρώτη σύνοδο του Forum Salute Mentale, 16 Οκτώβρη 2003, στη Ρώμη.
3. Jeanne Lenzer, “Bush plans to screen whole US population for mental illness”, British Medical Journal, 19 Ιουνίου 2004, 328:1458.
4. oππ
5. oππ
6. The New American “ No child left unmedicated?”, 12 Ιουλίου 2004.
7. Jeanne Lenzer, BMJ, oππ
8. oππ
9. oππ
10. The Allen Jones whistleblower report, 20 Γενάρη 2004 & ΒΜJ, οππ
11. Βruce Levine “Eli Lilly and the Bush family – the deseasing of our malaise” στην ιστοσελίδα La leva Di Archimede.
12. Ron Strom, “Forced mental screening hits roadblock in House”, 9 Σεπτέμβρη 2004, WorldNetDaily.com.
13. οππ
14. οππ και Τhe New American”, οππ
15. Bruce Levine, οππ
16. οππ
17. οππ
18. οππ
19. οππ
20. οππ
21. οππ
22. Antony Barnett, “Revealed : how drug firms “hoodwink” medical journals / Pharmaceutical giants hire ghostwriters to produce articles-then put doctors’ names on them”, The Observer, 7 Δεκέμβρη 2003.
23. οππ
24. οππ
25. οππ
26. FDA talk paper, 22 Μάρτη 2004, “FDA issues Public Health Advisory on Cautions for the use of Antidepressants in Adults and Children”.
27. Marilyn Elias, USA TODAY, 18 Οκτώβρη 2004.
28. Gardiner Harris, “Antiderpessant study seen to back Expert”, New York Times,20 Αυγούστου 2004.
29. Peter R. Breggin : Suicidality, violence and mania caused by serotonin reuptake inhibitors (SSRI’s) : a review and analysis”.
30. Peter R. Breggin : “The proven dangers of antidepressants”, στην ιστοσελίδα “La Leva Di Archimede”.
31. Coordinamento Genitori Democratici e Psichiatria Democratica. Ανακοίνωση Τύπου, 22 Οκτώβρη 2004, Ρώμη : « Οχι ναρκωτικά στα παιδιά, όχι στην κατάχρηση των ψυχοφαρμάκων».
32. Eισήγηση στη πρώτη σύνοδο του Forum Salute Mentale, οππ
33. Gli argomenti del Secondo Forum Per La salute Mentale, στην ιστοσελίδα www.Forum Salute Mentale.it
34. Edward Shorter : “A History οf Psychiatry”, ed. John Wiley & Sons, Inc. 1997.
35. David Healy : “The History of British Psychopharmacology”, in Hugh Freeman and German E. Berrios, eds, “150 Years Of British Psychiatry”, Vol II, The Aftermath (London, Athlon, 1996).
36. Ed. Shorter, οππ
37. οππ
38. οππ
39. οππ
40. οππ
Θ. Μεγαλοοικονόμου
κι ακόμη....
υπαρχει δεοντολογία στις όποιες ψυχοθεραπευτικές τεχνικές;
(Aναδημοσίευση από Stat bank)
"
"Μία ξεχωριστή ημερίδα που επιθυμεί να αναλύσει σε βάθος τα συναισθήματα, τους φόβους, τις ανησυχίες των στελεχών που έρχονται αντιμέτωποι με μία τέτοια εταιρική απόφαση ή εκείνων που βιώνουν την πιθανότητα της.
Μία ημερίδα που επιδιώκει να φωτίσει ακόμη, τους προβληματισμούς, τις ανησυχίες και το άγχος των στελεχών που είναι αναγκασμένοι να την ανακοινώσουν...
Μία ημερίδα από ανθρώπους του HR για ανθρώπους του HR...
Μία συνάντηση όπου η ψυχολογία, το συναίσθημα και ο τρόπος χειρισμού του έχουν τον πρώτο ρόλο!
•Μάθετε πως να επικοινωνείτε αποτελεσματικά ένα τέτοιο μήνυμα
•Μάθετε πως να χειρίζεστε τα συναισθήματα των στελεχών σας
•Μάθετε πως να χειρίζεστε τα δικά σας συναισθήματα κάνοντας μία τέτοια ανακοίνωση
•Κάντε αποτελεσματική διαχείριση της κρίσης που μία τέτοια ανακοίνωση μπορεί να επιφέρει
•Ακούστε και συζητήστε με τους ειδικούς της αγοράς, τους τρόπους και τις μεθόδους αντιμετώπισης μιας τέτοιας απόφασης
Ομιλητές:
Γενικός Διευθυντής του Σ.Ε.Λ.Π.Ε – Ζαϊρης Αντώνης
Διευθύντρια Ανθρώπινου Δυναμικού Ελλάδας Coca-Cola 3E – Μπουζούκη Βίκυ
Διευθυντής Ελληνικού Ινστιτούτου Διαπραγματεύσεων – Παπακωνσταντίνου Δημοσθένης
Καθηγήτρια Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών – Παπαλεξανδρή Νάνσυ
Διευθύντρια ΑΤΕ Bank – Σύμβουλος Διοίκησης – Σαριδάκη Μαρία
Κοινωνιολόγος - Ψυχολόγος, Συστημικός Θεραπευτής , Πρόεδρος Ελληνικού Ινστιτούτου Συστημικής Αναπαράστασης - Σταυρόπουλος Δημήτρης
Edwin Lemert
Μια από τις λίγες γενικεύσεις πάνω στην ψυχωτική συμπεριφορά που κατάφεραν να διατυπώσουν οι κοινωνιολόγοι με σχετική συναίνεση και με μιαν ορισμένη βεβαιότητα, είναι ότι μια τέτοια συμπεριφορά θεωρείται το αποτέλεσμα ή η εκδήλωση μιας αταξίας ανάμεσα στο άτομο και στην κοινωνία. Η γενίκευση είναι, φυσικά, ευρεία και, παρόλο που μπορεί εύκολα να δειχθεί με παραδείγματα από τους κλινικούς φακέλους, είναι αναγκαίο να εμβαθύνουμε στην έννοια και να περιγράψουμε τη διαδικασία διαμέσου της οποίας - στη δυναμική των ψυχικών διαταραχών - διαπιστώνεται αυτή η ρήξη της επικοινωνίας. Ανάμεσα στους διάφορους τρόπους αντιμετώπισης του προβλήματος, η διατύπωση του Cameron για την ψευδοπαρανοειδή κοινότητα είναι η πιο σοβαρή[1].
Στην ουσία της, η ιδέα της ψευδοπαρανοειδούς κοινότητας μπορεί να οριστεί ως εξής[2]:
«Παρανοϊκός είναι εκείνος που, σε καταστάσεις ασυνήθους στρες, ωθείται - λόγω της δικής του ανεπαρκούς ικανότητας κοινωνικής μάθησης - σε ακατάλληλες κοινωνικές αντιδράσεις. Από κομμάτια της κοινωνικής συμπεριφοράς των άλλων, ο παρανοϊκός οργανώνει συμβολικά μια ψευδοκοινότητα, τις λειτουργίες της οποίας αντιλαμβάνεται ότι εστιάζονται πάνω του. Οι αντιδράσεις του σ’ αυτή τη φανταστική κοινότητα που βλέπει γεμάτη από απειλές, τον ωθούν σε μιαν ανοιχτή σύγκρουση με την πραγματική κοινότητα, εξαναγκάζοντας την σε μια παροδική ή διαρκέστερη απομόνωση από όσα τον αφορούν. Η «πραγματική» κοινότητα, που είναι ανίκανη να πάρει θέση στις στάσεις και στις αντιδράσεις του, μπαίνει σε δράση διαμέσου ενός ενεργητικού ελέγχου, ή ως απάντηση-ανταπόδοση, μετά την έκρηξη του παρανοϊκού «με ενέργειες αμυντικές ή διεκδικητικές»[3].
Το γεγονός ότι η κοινότητα στην οποία αντιδρά ο παρανοϊκός είναι μια «ψευδοκοινότητα» ή μια κοινότητα που στερείται πραγματικής ύπαρξης, φαίνεται καθαρά όταν ο Cameron υποστηρίζει ότι:
«Όταν αυτός (ο παρανοϊκός) αρχίζει να αποδίδει στους άλλους τις συμπεριφορές που έχει ενάντια στον εαυτό του, βρίσκεται στην ανάγκη να τις οργανώσει, χωρίς τη θέλησή του, σε μια κοινότητα λειτουργική, μια ομάδα ενωμένη γύρω από τις υποτιθέμενες αντιδράσεις, συμπεριφορές και σχέδια απέναντί του. Μ’ αυτό τον τρόπο οργανώνει τα άτομα, μερικά εκ των οποίων είναι άτομα πραγματικά, άλλα μόνο υποτιθέμενα ή φανταστικά, σ’ ένα ενιαίο σύνολο που ικανοποιεί προς στιγμήν την άμεση ανάγκη του για ξεκαθάρισμα, αλλά δεν του δίνει την παραμικρή ασφάλεια και συμβάλει συνήθως στην αύξηση της έντασης στην οποία βρίσκεται. Η κοινότητα που αυτός κατασκευάζει, όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται σε κανένα τύπο οργάνωσης στην οποία συμμετέχουν και άλλοι, αλλά, στην πράξη, βρίσκεται σε καθαρή αντίθεση με οποιονδήποτε τύπο γενικής συναίνεσης. Επιπλέον, οι ενέργειες που αυτός αποδίδει στην ομάδα δεν είναι στην πραγματικότητα πράγματα που αυτοί έχουν πει ή κάνει. Η ομάδα δεν προκύπτει ότι είναι ενωμένη στη βάση οποιασδήποτε κοινής επιχείρησης εναντίον του»[4].
Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί τον γενικό διαισθητικό χαρακτήρα της ανάλυσης του Cameron και η χρησιμότητα ορισμένων από τις ιδέες του είναι πράγματι αναγνωρισμένη. Παρόλα αυτά, πρέπει να εγείρουμε μιαν ένσταση, βασισμένη πάνω σ’ ένα εμπειρικό ερώτημα, δηλαδή αν, στην πράξη, ο επίβουλος χαρακτήρας της κοινότητας, με την οποία αλληλεπιδρά ο παρανοϊκός, είναι μια ψευδοπραγματικότητα ή μια συμβολική κατασκευή. Θα υπήρχε τότε μια άλλη σκοπιά, που είναι το θέμα αυτού του άρθρου, δηλαδή ότι, ενώ ο παρανοϊκός αντιδρά με τρόπο διαφορετικό στο κοινωνικό πλαίσιο που τον περιβάλλει, είναι, επίσης, αλήθεια ότι «οι άλλοι» αντιδρούν με τρόπο διαφορετικό απέναντί του και αυτή η αντίδραση, συνήθως αν όχι πάντα, συνεπάγεται μια δράση μυστικά οργανωμένη και μια συμπεριφορά συνωμοτική με μια έννοια τελείως συγκεκριμένη. Μια περαιτέρω προέκταση της θέσης μας είναι ότι, αυτές οι διαφοροποιημένες αντιδράσεις προκύπτουν αμοιβαία η μια από τη άλλη, δεδομένου ότι είναι συνδεδεμένες και συνυφασμένες σε κάθε φάση της διαδικασίας αποκλεισμού, που γεννιέται σ’ ένα ιδιαίτερο τύπο σχέσης. Το παραλήρημα και η συμπεριφορά που συνδέεται με αυτό, πρέπει να κατανοηθούν σ’ ένα πλαίσιο αποκλεισμού που μειώνει τη σχέση και σπάζει την επικοινωνία.
Μετακινώντας, μ’ αυτό τον τρόπο, την κλινική προσοχή από το άτομο στη σχέση και στη διαδικασία, κάνουμε μιαν ανοιχτή ρήξη με την έννοια της παράνοιας ως διαταραχής, κατάστασης, συνθήκης ή συνδρόμου που συνίσταται από συμπτώματα. Επιπλέον, δεν καθίσταται αναγκαίο να ενοχοποιήσουμε ένα τραύμα της πρώιμης παιδικής ηλικίας, ή μια αναστολή της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης, ως υπευθύνων για τα κύρια χαρακτηριστικά της παράνοιας - παρόλο που γνωρίζουμε ότι αυτοί και άλλοι παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν τον τρόπο της εκδήλωσής της.
Η έννοια της παράνοιας δεν είναι ούτε μια απλή a priori θεωρία, ούτε ένα προϊόν αποκλειστικής αρμοδιότητας της κοινωνιολογίας. Ένα σύνολο αξιόλογων εργασιών και εμπειρικών ερευνών στο πεδίο της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας θέτει σε αμφισβήτηση το γεγονός ότι το άτομο μπορεί να είναι ένα επαρκές δεδομένο για την μελέτη της παράνοιας. Ο Tyhurst, για παράδειγμα, καταλήγει την έρευνά του πάνω στη φιλολογία επί του προκειμένου υποστηρίζοντας ότι η πίστη στους ενδοψυχικούς μηχανισμούς και στον «μεμονωμένο οργανισμό» υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για την επίτευξη χρήσιμων ανακαλύψεων γι’ αυτό τον τύπο διαταραχής[5]. Πράγματι, όπως παρατηρεί ο Milner, όσο πιο ολοκληρωμένη είναι η έρευνα των περιπτώσεων, τόσο πιο συχνά παρουσιάζονται εξωτερικές περιστάσεις που το άτομο δεν μπορεί ν΄ αντέξει[6]. Πιο συγκεκριμένα, πολλές μελέτες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι εξωτερικές περιστάσεις - αλλαγές στις νόρμες και στις αξίες, μετακινήσεις, ξένα περιβάλλοντα, γλωσσικές απομονώσεις και διαχωρισμοί - μπορούν να δημιουργήσουν μια παρανοειδή διάθεση, ακόμα και όταν απουσιάζει οποιαδήποτε ιδιαίτερη δομή του χαρακτήρα[7].
Η εμφάνιση παρανοειδών αντιδράσεων σε άτομα τρίτης ηλικίας, αλκοολικούς και κωφούς προσθέτει δεδομένα που επιβεβαιώνουν τη θέση μας. Το γεγονός με το οποίο ερχόμαστε αντιμέτωποι, ότι πρόσφυγες, που έχουν υποστεί ένα υψηλό βαθμό στρες στη διάρκεια του πολέμου και της αιχμαλωσίας, ανέπτυξαν στη συνέχεια παρανοειδείς αντιδράσεις όταν βρίσκονταν απομονωμένοι σε ξένα περιβάλλοντα, απαιτεί να στρέψουμε την προσοχή μας σε δεδομένα που απαιτούν εξηγήσεις με όρους διαφορετικούς από τους οργανιστικούς ή τους ψυχοδυναμικούς[8].
Απ’ ότι έχει λεχθεί μέχρι τώρα, θα έπρεπε να έχει γίνει σαφές ότι η δική μας διατύπωση και η δική μας ανάλυση θέλει πάνω απ’ όλα να αντιμετωπίσει αυτό που ο Tyhurst[9] αποκαλεί το σχήμα της παρανοειδούς συμπεριφοράς μάλλον, παρά μια κλινική οντότητα με την έννοια του κλασικού κρεπελινισμού. Οι παρανοειδείς αντιδράσεις, οι παρανοειδείς καταστάσεις, οι παρανοειδείς διαταραχές της προσωπικότητας, καθώς και αυτή που σπάνια διαγιγνώσκεται ως «πραγματική παράνοια», τις οποίες βρίσκουμε είτε να καλύπτονται, είτε να συνδέονται με μια μεγάλη ποικιλία ατομικών συμπεριφορών ή «συμπτωμάτων», παρέχουν ένα σώμα δεδομένων για μελέτη, στο βαθμό που αυτές αποκτούν μια προτεραιότητα πάνω σε άλλες συμπεριφορές σε μια σημαντική κοινωνική αλληλεπίδραση. Τα στοιχεία της συμπεριφοράς πάνω στην οποία βασίζονται οι διαγνώσεις της παράνοιας - παραληρήματα, εχθρότητα, επιθετικότητα, καχυποψία, φθόνος, ισχυρογνωμοσύνη, ζήλεια και ιδέες αναφοράς - γίνονται εύκολα αντιληπτά και σ’ ένα ορισμένο μέτρο τονίζονται από τους άλλους ως κοινωνικές αντιδράσεις, σε αντίθεση με την αλλόκοτη και επιτηδευμένη συμπεριφορά του σχιζοφρενούς ή τις κυκλικές και συναισθηματικές μεταπτώσεις που διακρίνονται στη διάγνωση της μανιοκατάθλιψης. Γι’ αυτό το λόγο, η παράνοια υποβάλλει, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη μορφή ψυχικής διαταραχής, τη δυνατότητα μιας χρήσιμης κοινωνιολογικής ανάλυσης.
Δεδομένα και διαδικασίες.
Τα πρώτα πειραματικά συμπεράσματα, που παρουσιάζονται εδώ, προέχονται από μια μελέτη πάνω στους παράγοντες που παίζουν ρόλο στην απόφαση για νοσηλεία των ψυχικά πασχόντων στο νοσοκομείο, μελέτη που ξεκίνησε το 1952 με τη συνεργασία του County Department of Health (Επαρχιακού Τομέα Υγείας) του Los Angeles. Αυτή η έρευνα περιλάμβανε συνεντεύξεις μέσω ερωτηματολογίων που υποβλήθηκαν στα μέλη σαραντατεσσάρων οικογενειών της επαρχίας του Los Angeles, τα οποία προέκυπτε ότι είχαν ενεργητικά ζητήσει διαδικασίες νοσηλείας και τη μελέτη τριανταπέντε περιπτώσεων ανάθεσης σε λειτουργούς της δημόσιας υγείας. Σε δεκαέξι περιπτώσεις της πρώτης ομάδας και σε επτά της δεύτερης ήταν εμφανή παρανοειδή συμπτώματα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις τα μέλη της οικογένειας και άλλοι είχαν απλώς αποδεχθεί ή «ομαλοποιήσει» την παρανοειδή συμπεριφορά, σε μερικές, μάλιστα, για αρκετό χρονικό διάστημα, μέχρις ότου άλλα στοιχεία στη συμπεριφορά ή άλλες περιστάσεις οδηγούσαν σε μια κρίσιμη απόφαση ότι «υπήρχε κάτι που δεν πήγαινε άλλο» στο εν λόγω πρόσωπο και ακολούθως ότι ήταν αναγκαίο να νοσηλευθεί. Επιπλέον, αυτές οι κρίσιμες αποφάσεις φαινόταν να σηματοδοτούν μιαν αλλαγή στους τρόπους και στη συμπεριφορά της οικογένειας απέναντι στο διαταραγμένο πρόσωπο, που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ότι είχε μια περαιτέρω συμβολή, σύμφωνα με διαφορετικούς τρόπους, στη μορφή και στην ένταση των παρανοειδών συμπτωμάτων.
Το 1958 έγινε μια μελέτη σε μεγαλύτερο βάθος και προσανατολισμένη σύμφωνα με αυτή την υπόθεση, σε οκτώ περιπτώσεις προσώπων που παρουσίαζαν αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά και παρανοειδούς τύπου. Τέσσερα από αυτά είχαν νοσηλευθεί στο ψυχιατρικό νοσοκομείο της Napa στην Καλιφόρνια, όπου τους τέθηκε η διάγνωση της παρανοϊκής σχιζοφρένειας. Άλλες δύο περιπτώσεις αναγνωρίσθηκαν και μελετήθηκαν με τη βοήθεια του περιφερειακού εισαγγελέα της πόλης Martinez στην Καλιφόρνια. Ένα από αυτά τα άτομα είχε προηγούμενα νοσηλευθεί σε ψυχιατρικό νοσοκομείο της Καλιφόρνια. Το άλλο, κρατούμενο για ψυχική βλάβη, είχε αφεθεί ελεύθερο ύστερα από δίκη σε ορκωτό δικαστήριο. Πέρα από αυτές, υπήρχε η λεγόμενη περίπτωση του «Λευκού Οίκου», που εκτόξευε απειλές ενάντια στον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, με συνέπεια τη νοσηλεία του ατόμου στο νοσοκομείο St. Elizabeth της περιφέρειας της Ουάσιγκτον. Τέλος, υπήρχε η περίπτωση ενός επαγγελματία, με ιστορικό μακρόχρονων δυσκολιών στην εργασία, ο οποίος είχε οριστεί και θεωρούνταν από τους συναδέλφους του ως «υπερενθουσιώδης», «ομοφυλόφιλος», «ευερέθιστος», «υπερκριτικός» και «βαθύτατα δυσάρεστος».
Μπορούμε να πούμε με τρόπο αρκετά σχηματικό ότι οι περιπτώσεις συνιστούσαν ένα συνεχές, που ξεκινούσε από καταστάσεις χαρακτηριζόμενες από πολύ επεξεργασμένα παραληρήματα και έφτανε σε άλλες όπου τα γεγονότα δύσκολα μπορούσαν να διαχωριστούν από μια διαταραχή στην ερμηνεία, μέχρι την τελευταία περίπτωση που περισσότερο από τις άλλες πλησίαζε αυτό που θα μπορούσε να οριστεί ως παρανοειδής διαταραχή της προσωπικότητας. Μια από τις προϋποθέσεις της επιλογής των περιπτώσεων ήταν ότι δεν υπήρχε κανένα ιστορικό ή ένδειξη ψευδαισθήσεων και ότι τα άτομα ήταν διανοητικά διαυγή. Επτά από τις περιπτώσεις ήταν άνδρες, από τους οποίους οι πέντε είχαν ηλικία πάνω από σαράντα ετών. Τρεις είχαν εμπλακεί σε πολυάριθμες δίκες. Ένας είχε δημοσιεύσει μια μικρή εργασία, με δικά του έξοδα, καταγγέλλοντας την ψυχιατρική και τα ψυχιατρικά νοσοκομεία. Μεταξύ των ανδρών, οι πέντε είχαν συμμετάσχει στο παρελθόν ή ήταν ακόμα σε οργανώσεις όπως: το λύκειο μιας μικρής πόλης, ένα γραφείο κυβερνητικών ερευνών, μια ένωση αγροτικών παραγωγών, ένα πανεπιστήμιο και μια εμπορική εταιρεία.
Η έρευνα των περιπτώσεων υπήρξε όσο πιο εξαντλητική γινόταν, εμπλέκοντας συγγενείς, συναδέλφους στην εργασία, εργοδότες, εισαγγελείς, αστυνομία, γιατρούς, δημόσιους αξιωματούχους και οποιονδήποτε είχε παίξει ένα σημαντικό ρόλο στη ζωή των υπό εξέταση προσώπων. Για μερικές από τις περιπτώσεις χρειάστηκαν διακόσιες ώρες για την συλλογή των δεδομένων. Πέρα από τα δεδομένα που συλλέχθηκαν μέσω των συνεντεύξεων, μελετήθηκαν γραπτά υλικά, νόμιμα έγγραφα, δημοσιεύσεις και ψυχιατρικοί φάκελοι. Η πορεία που ακολουθήσαμε συνίστατο, γενικά, στην υιοθέτηση μιας προοπτικής αλληλοδραστικού χαρακτήρα, που μας ευαισθητοποίησε απέναντι στη συμπεριφορά που εκφράζεται στις κοινωνικές σχέσεις, η οποία βρίσκεται πίσω, ή συνδέεται με τα πλαίσια εκείνα που είναι πιο εμφανή και τυπικά της ψυχικής διαταραχής. Ενδιαφερθήκαμε ιδιαίτερα να εγκαθιδρύσουμε την τάξη βάσει της οποίας πιστοποιούνται τα παραληρήματα και ο κοινωνικός αποκλεισμός και να προσδιορίσουμε αν ο αποκλεισμός αποκτά μορφή συνωμοτική.
Η ιδιάζουσα συμπεριφορά
Σε μιαν άλλη εργασία[10] δείξαμε ότι τα ψυχωτικά συμπτώματα, όπως περιγράφηκαν από την ακαδημαϊκή ψυχιατρική, δεν αποτελούν βάση από την οποία μπορούμε να προβλέψουμε μεταβολές στην κοινωνική κατάσταση ή στο βαθμό κοινωνικής συμμετοχής των ατόμων στα οποία εκδηλώνονται. Η απάθεια, οι ψευδαισθήσεις, η υπερδραστηριότητα, οι διακυμάνσεις του θυμικού, τα τικ, ο τρόμος, οι λειτουργικές παραλύσεις ή η ταχυκαρδία δεν έχουν ένα σύμφυτο κοινωνικό νόημα. Με τον ίδιο τρόπο, δεν το έχουν (ενν. το σύμφυτο κοινωνικό νόημα) χαρακτηριστικά που αποδίδονται σ’ αυτά, όπως «έλλειψη εναισθησίας», «κοινωνική ανικανότητα», ή «ανικανότητα ανάληψης ενός ρόλου», που μερικοί κοινωνιολόγοι θεωρούν ότι είναι σημεία εκκίνησης για μιαν ανάλυση των ψυχικών διαταραχών. Είναι μάλλον η συμπεριφορά που, φορτώνοντας με ένταση τις κοινωνικές σχέσεις, προκαλεί αλλαγή στην κοινωνική θέση (status): δηλαδή, ο επίσημος ή ανεπίσημος αποκλεισμός από τις ομάδες, ο χαρακτηρισμός «του ‘χει στρίψει», ή του τρελού και ο εγκλεισμός σ’ ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο[11]. Αυτό διαπιστώνεται ακόμα και όταν υπάρχουν θορυβώδη ή αλλόκοτα παρανοϊκά παραληρήματα. Ο προσδιορισμός των κοινωνικά στρεσσογόνων πλευρών της διαταραχής αυτού του τύπου αποτελεί το ελάχιστο που είναι απαραίτητο, αν πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τη συχνότητά της μέσα στην κοινωνία με μορφή μερικώς αντισταθμισμένη, ή ήπια, όπως, επίσης, την πιο έκδηλη παρουσία της στο βαθμό που αποτελεί ένα επίσημο ψυχιατρικό πρόβλημα σ’ ένα νοσοκομειακό περιβάλλον.
Παρόλα αυτά, είναι αναγκαίο να πάμε πέρα από αυτές τις στοιχειώδεις παρατηρήσεις για να κάνουμε πάνω απ’ όλα καθαρό ότι η ένταση είναι το προϊόν που αναδύεται από μια σχέση στην οποία η συμπεριφορά δύο ή περισσότερων προσώπων είναι παράγοντες σημαντικοί και όπου η ένταση βιώνεται και από το εγώ και από τον άλλο ή τους άλλους. Η παρανοειδής σχέση περιλαμβάνει εναλλακτικές συμπεριφορές, που συνοδεύονται από συγκινήσεις και σημασίες, οι οποίες, για να κατανοηθούν πλήρως, πρέπει να περιγραφούν σφαιρικά, από δύο τουλάχιστον πλευρές τους. Από τη μια, η συμπεριφορά του ατόμου πρέπει να ιδωθεί από την πλευρά των άλλων ή της ομάδας και, από την άλλη, η συμπεριφορά των άλλων πρέπει να ιδωθεί από την πλευρά του εν λόγω ατόμου.
Στην παρανοειδή σχέση, το άτομο, απέναντι στους άλλους, δείχνει:
1. Υποτίμηση των αξιών και των νορμών της πρωτογενούς ομάδας που αποκαλύπτεται από το ότι δίνει προτεραιότητα σε αξίες που ορίζονται λεκτικά σε σχέση με αυτές που υπονοούνται ως αυτονόητες. Έλλειψη αξιοπιστίας ως απάντηση στην επίδειξη εμπιστοσύνης, τάση για θυματοποίηση ή εκφοβισμό των προσώπων που είναι σε θέση αδυναμίας.
2. Υποτίμηση της «σιωπηρά συμπεφωνημένης» δομής των ομάδων, που αποκαλύπτεται από το ότι επωφελείται από προνόμια που δεν του έχουν παραχωρηθεί και από την απειλή για, ή και την πραγματική προσφυγή σε ενέργειες ώστε ν’ αποκτήσει αυτό που θέλει.
Όσον αφορά στην ανάλυση του αποκλεισμού, το δεύτερο σημείο έχει μεγαλύτερη σημασία από το πρώτο. Πιο απλά, σημαίνει ότι, για την ομάδα, το άτομο γίνεται μια μορφή διφορούμενη, της οποίας η συμπεριφορά είναι αβέβαιη και πάνω στην αξιοπιστία της οποίας δεν μπορεί κανείς να υπολογίζει Με λίγα λόγια, είναι ένα άτομο στο οποίο δεν μπορεί κανείς να έχει εμπιστοσύνη γιατί απειλεί να ξεσκεπάσει μη ομαλές δομές της εξουσίας. Αυτή νομίζουμε ότι είναι η ουσιαστική εξήγηση για το γεγονός ότι συχνά υποστηρίζεται πως ο παρανοϊκός είναι «επικίνδυνος»[12].
Αν υιοθετήσουμε το αντιληπτικό σύνολο του εγώ και δούμε τους άλλους ή τις ομάδες με τα δικά του μάτια, αποκτούν σπουδαιότητα οι ακόλουθες πλευρές της συμπεριφοράς τους :
1. O νοθευμένος (ψεύτικος) χαρακτήρας της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στους άλλους και στο άτομο, ή ανάμεσα στους άλλους μεταξύ τους καθώς αλληλεπιδρούν παρουσία του.
2. O ανοιχτός τρόπος με τον οποίο οι άλλοι τον αποφεύγουν.
3. O δομημένος αποκλεισμός του ατόμου από οποιαδήποτε αμοιβαία δράση.
Τα σημεία που περιγράφτηκαν μέχρι τώρα - η ανεύθυνη συμπεριφορά του ατόμου απέναντι στις αξίες της πρωτογενούς ομάδας και ο αποκλεισμός του από οποιαδήποτε δυνατότητα αμοιβαίας δράσης - δεν παράγουν ούτε διατηρούν από μόνα τους την παράνοια. Είναι ακόμα αναγκαίο αυτά να προκύψουν σε μια σχέση αλληλεξάρτησης που απαιτεί εμπιστοσύνη προκειμένου να πραγματοποιηθεί Σχέση σημαίνει ότι οι σκοποί του ατόμου μπορούν να επιτευχθούν μόνο με τη συνεργασία με συγκεκριμένα άλλα πρόσωπα και ότι οι στόχοι που επιτυγχάνονται από τους άλλους, είναι πραγματοποιήσιμοι αν υπάρχει μια συνεργασία από τη μεριά του εγώ. Αυτό συνάγεται από τη γενική υπόθεση σύμφωνα με την οποία η συνεργασία στηρίζεται πάνω σε μια εμπιστοσύνη που γίνεται αντιληπτή και η οποία, με τη σειρά της, είναι μια λειτουργία της επικοινωνίας[13]. Όταν η επικοινωνία διακόπτεται από τον αποκλεισμό, υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης που γίνεται αντιληπτή αμοιβαία και η σχέση καταστρέφεται ή γίνεται παρανοειδής. Τώρα θα εξετάσουμε την διαδικασία του αποκλεισμού, διαμέσου της οποίας αναπτύσσεται αυτός ο τύπος σχέσης.
Η γενική διαδικασία του αποκλεισμού
Η παρανοειδής διαδικασία ξεκινά με επίμονες διαπροσωπικές δυσκολίες ανάμεσα στο άτομο και στην οικογένεια, ή τους συναδέλφους και τους ανωτέρους στο χώρο εργασίας, ή τους γείτονες, ή άλλα πρόσωπα στην κοινότητα. Αυτές οι δυσκολίες, συνήθως αν όχι πάντα, γεννώνται από την καλή πίστη ή από το γεγονός ότι ανακινείται, διαμέσου μερικών σημείων αναγνωρίσιμων, μια πραγματική ή απειλούμενη απώλεια της κοινωνικής θέσης (status) του ατόμου. Αυτό μπορεί να επαληθευθεί σε περιπτώσεις όπως ο θάνατος των γονιών, απώλεια μιας ορισμένης θέσης, απώλεια του επαγγελματικού τίτλου, αποτυχία στην προαγωγή, μεταβολές της ηλικίας ή του φυσιολογικού κύκλου, ακρωτηριασμοί και αλλαγές στην οικογενειακή και συζυγική σχέση. Οι αλλαγές στην κοινωνική θέση διακρίνονται από το γεγονός ότι αυτές δεν αφήνουν καμιά εναλλακτική λύση αποδεκτή από το άτομο, απ’ όπου προκύπτει η «ανυπόφορη», ή «αβάσταχτη» φύση τους. Για παράδειγμα: γι’ αυτόν που έχει σπουδάσει για να γίνει καθηγητής, η αδυναμία να πάρει πτυχίο σημαίνει ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να διδάξει. Ή ο πενηντάχρονος που αντιμετωπίζει την αποτυχία για προαγωγή, η οποία είναι η κανονική τάξη ανοδικής προόδου στην υπηρεσία του και καταλαβαίνει ότι δεν θα μπορέσει «να κάνει καριέρα». Ή η σύζυγος που έχει υποστεί υστερεκτομή και πλάθει από αυτή την εμπειρία μιαν εικόνα του εαυτού ως γυναίκας ακρωτηριασμένης.
Σε περιπτώσεις που δεν μπορούν να διαπιστωθούν δραματικές απώλειες της κοινωνικής θέσης, συχνά συναντά κανείς μια σειρά αποτυχιών που μπορεί να είχαν γίνει αποδεκτές, ή στις οποίες μπορεί να υπήρξε μια ορισμένη προσαρμογή, αλλά με μιαν ορισμένη ένταση, μεγαλύτερη κάθε φορά, που ξεκινούσε η διαδικασία μιας καινούργιας κοινωνικής θέσης. Ο ανυπόφορος χαρακτήρας της απώλειας της τρέχουσας κοινωνικής θέσης, που θα μπορούσε να φανεί μικρής σημασίας στα μάτια των άλλων, είναι έκφραση μιας πιο έντονης δέσμευσης, που γεννήθηκε σε ορισμένες περιπτώσεις από τη συνείδηση ότι στην κοινωνία μας τις πληρώνει κανείς τις αποτυχίες. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτού του είδους η αποτυχία ακολούθησε κατά πόδας το άτομο και τη φήμη του «δύσκολου ανθρώπου» που το συνόδευε. Αυτό σημαίνει ότι το άτομο βρίσκεται συχνά στην κατάσταση ενός ξένου υπό δοκιμήν σε κάθε νέα ομάδα που εισέρχεται και ότι οι ομάδες και οι οργανώσεις, που είναι διατεθειμένες να διατρέξουν ένα κίνδυνο γι’ αυτόν, είναι λίγες, όσον αφορά την ανοχή που θα χρειαστεί να δείξουν στις ενέργειές του.
Η συμπεριφορά του ατόμου - υπεροψία, ύβρεις, τάση να επωφελείται προνομίων και να εκμεταλλεύεται την αδυναμία των άλλων - έχει αρχικά μια δομή αποσπασματική και ποικιλόμορφη, με την έννοια ότι περιορίζεται στην αλληλεπίδραση κοινωνικών status που επιβάλλουν υποχρεώσεις και καθήκοντα. Πέρα από αυτό, η συμπεριφορά του ατόμου θα μπορούσε να είναι απολύτως αποδεκτή - φιλόφρων, σεβάσμια, ευγενική, μέχρι και συγκαταβατική. Με τον ίδιο τρόπο, τα άλλα πρόσωπα και τα μέλη των ομάδων εμφανίζουν σημαντική ποικιλία στο βαθμό της ανοχής απέναντι στην εν λόγω συμπεριφορά, σύμφωνα με το μέτρο στο οποίο απειλεί τις αξίες των ατόμων και της οργάνωσης, εμποδίζει τις λειτουργίες τους, ή θέτει σε κίνηση κοινωνικές ενέργειες με ενοχλητικές συνέπειες. Στην πρώτη γενική περίοδο, η ανοχή από την πλευρά των άλλων απέναντι στην επιθετική συμπεριφορά του ατόμου, γενικώς, είναι ευρεία και έχει πολλές πιθανότητες, η συμπεριφορά αυτή, να ερμηνευθεί ως μια ποικιλία της κανονικής συμπεριφοράς, ιδιαίτερα όταν απουσιάζουν δεδομένα για τη βιογραφία του ατόμου. Το περισσότερο που οι άλλοι παρατηρούν είναι ότι «κάτι δεν πάει καλά σ’ αυτήν», ή «πρέπει
να είναι άσχημα», ή «είναι ιδιότροπος» ή «εγώ αυτόν δεν τον καταλαβαίνω»[14].
Σε κάποιο σημείο της αλυσίδας των αλληλεπιδράσεων διαπιστώνεται μια νέα διαμόρφωση στις αντιλήψεις που οι άλλοι έχουν για το άτομο, με μεταβολές στη σχέση μορφή - πλαίσιο. Το άτομο, όπως ήδη αναφέραμε, είναι μια μορφή διφορούμενη, που μπορεί να συγκριθεί με τις κλίμακες ή τους κύβους που έχουν στερεωθεί και που ανατρέπονται αν τοποθετηθούν επισφαλώς. Από την πλευρά του «κανονικού», το άτομο μεταμορφώνεται σε «κάποιον πάνω στο οποίο δεν μπορεί κανείς να υπολογίζει», «ένας στον οποίο δεν μπορεί να έχει κανείς εμπιστοσύνη», ή κάποιος με τον οποίο οι άλλοι «δεν θέλουν να έχουν σχέση». Ένα καθαρό παράδειγμα επί του προκειμένου προέκυψε από τη σχέση του επικεφαλής ενός τμήματος μουσικής σ’ ένα πανεπιστήμιο, όταν δέχτηκε να μιλήσει με κάποιον που είχε εργασθεί για χρόνια πάνω σε μια θεωρία για σύνθεση μουσικής βασισμένη στα μαθηματικά:
«Όταν ζήτησε να γίνει δεκτός στο προσωπικό με τρόπο ώστε να μπορεί να χρησιμοποιεί τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές του πανεπιστήμιου, έγινα δέκτης μιας νέας συμπεριφοράς… όταν έκανα μια παρατήρηση πάνω στη θεωρία του, αυτός ταράχτηκε και έτσι άλλαξα την αντίδρασή μου σε «ναι και όχι».
Όπως προκύπτει από αυτό το παράδειγμα, όταν διαπιστώνεται ένας νέος αντιληπτικός προσανατολισμός, είτε ως συνέπεια μιας σχέσης που συνεχίζεται, είτε λόγω της επακόλουθης γνώσης βιογραφικών πληροφοριών, η σχέση αλλάζει σε ποιότητα. Στη γλώσσα μας, αυτός γίνεται ψεύτικος (νόθος), δηλαδή χαρακτηρίζεται από μια συζήτηση προστατευτικού χαρακτήρα, ασαφή, «υποβοηθούμενη», καθοδηγούμενη προς επιχειρήματα προκαθορισμένα, υπόγεια αντίδραση και σιωπή, και όλο αυτό υπολογισμένο με τρόπο είτε να εμποδίζει μιαν έντονη αλληλεπίδραση, είτε να προστατεύει τις αξίες του ατόμου και της ομάδας περιορίζοντας τη δυνατότητα πρόσβασης σ΄ αυτές. Όταν η αλληλεπίδραση γίνεται ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα παρουσία του εν λόγω ατόμου, αυτή συνοδεύεται από ένα ολόκληρο ρεπερτόριο μυστηριωδών εκφραστικών σημείων που έχουν σημασία μόνο γι’ αυτούς.
Τα αποτελέσματα της ψεύτικης (νόθας) σχέσης είναι:
1. Να σταματά την ροή των πληροφοριών για το εγώ.
2. Να δημιουργεί μιαν αντίφαση ανάμεσα στις ιδέες που εκφράζονται και να υποκρίνεται μπροστά στους άλλους με τους σχετίζεται.
3. Να τείνει η κατάσταση ή η εικόνα της ομάδας να γίνει τόσο πιο διφορούμενη για το εγώ όσο είναι και για τους άλλους.
Είναι περιττό να πούμε ότι αυτός ο τύπος της ψεύτικης (νόθας) σχέσης είναι ένας από τους πιο δύσκολους να αντιμετωπίσουμε σε ένα ενήλικα μέσα στην κοινωνία μας, γιατί αυτός ο χαρακτήρας τους τις κάνει περίπλοκες, ή κάνει αδύνατη κάθε απόφαση και επίσης γιατί είναι ηθικά μισητός[15].
Η διαδικασία από την ενσωμάτωση στον αποκλεισμό δεν είναι σε καμιά περίπτωση ομοιόμορφη. Και τα δύο μέρη, το άτομο και τα μέλη της ομάδας, μεταβάλλουν τις αντιλήψεις τους και τις αντιδράσεις τους και η αβεβαιότητα είναι κοινή, δεδομένου ότι εξαρτάται από το αμοιβαίο παιχνίδι των αξιών, από το άγχος και από την ενοχή και των δύο μερών. Τα μέλη μιας ομάδας που αποκλείει, μπορούν να αποφασίσουν ότι υπήρξαν άδικοι και να προσπαθήσουν να ξαναδώσουν την εμπιστοσύνη τους στον αποκλεισμένο. Αυτό το άνοιγμα θα μπορούσε να απορριφθεί ή να χρησιμοποιηθεί από το εγώ ως μέσο για μια περαιτέρω επίθεση. Έχουμε επίσης διαπιστώσει ότι το εγώ θα μπορούσε να υποχωρήσει μπροστά στους άλλους, μερικές φορές με τρόπο ταπεινό και να επιδιώξει να ξαναμπεί στην ομάδα, μόνο για να απορριφθεί εκ νέου. Σε μερικές περιπτώσεις επιτυγχάνει ένα συμβιβασμό και αποκτά μια μερική επανενσωμάτωση του εγώ στις άτυπες κοινωνικές σχέσεις. Η κατεύθυνση που λαμβάνεται από τον άτυπο αποκλεισμό εξαρτάται από τις αντιδράσεις του εγώ, από το βαθμό επικοινωνίας ανάμεσα σ’ αυτούς που αλληλεπιδρούν, από τη σύνθεση και τη δομή των άτυπων ομάδων και από τις αντιλήψεις των «άλλων προσώπων κλειδιών», που είναι παρόντα στα σημεία της αλληλεπίδρασης, που μπορούν να επιδράσουν άμεσα στην κοινωνική θέση του εγώ.
Κρίση στην οργάνωση και επίσημος αποκλεισμός
Μέχρι τώρα συζητήσαμε τον αποκλεισμό ως άτυπη διαδικασία. Ο άτυπος αποκλεισμός θα μπορούσε να υπάρξει αφήνοντας άθικτη την επίσημη (τυπική) κοινωνική θέση (status) του εγώ σε μιαν οργάνωση. Στο μέτρο που αυτή η κοινωνική θέση διατηρείται και οι αντισταθμίσεις είναι επαρκείς για να την καθιστούν ισχυρή με τους δικούς της όρους, μπορεί να διατηρηθεί μια ανήσυχη ειρήνη ανάμεσα στο άτομο και στους άλλους. Αλλά η κοινωνική απομόνωση του εγώ και οι ισχυροί περιορισμοί στους οποίους υπόκειται, το καθιστούν ένα παράγοντα απρόβλεπτο. Επιπλέον, οι αλλαγές και η εσωτερική διαπάλη για εξουσία, ειδικά όταν πρόκειται για μεγάλες και πολύπλοκες οργανώσεις, σημαίνουν ότι οι συνθήκες που θα μπορούσαν να εγγυηθούν μιαν ορισμένη σταθερότητα είναι δυνατό να έχουν μικρή διάρκεια.
Οι κρίσεις που συμβαίνουν σε μιαν οργάνωση, οι οποίες εμπλέκουν μια παρανοειδή σχέση, μπορούν να κλιμακωθούν με διάφορους τρόπους. Το άτομο μπορεί να ενεργήσει με τρόπο που να προκαλεί στους άλλους ανυπόφορο άγχος, τόσο ώστε αυτοί να απαιτούν «να γίνει κάτι». Επιπλέον, το ίδιο το γεγονός ότι απευθύνεται στις ανώτερες αρχές, ή που εξαπολύει εκκλήσεις εκτός της οργάνωσης, μπορεί να θέσει σε κίνηση διαδικασίες που δεν επιτρέπουν σε εκείνον που έχει την εξουσία άλλες επιλογές από το να παρέμβει. Σε μερικές καταστάσεις το εγώ διατηρείται σχετικά ήσυχο και δεν επιτίθεται ανοιχτά στην οργάνωση. Η δράση απέναντί του τίθεται σε κίνηση από το άγχος που διαρκώς αυξάνει, ή από υπολογισμό των συναδέλφων - σε μερικές περιπτώσεις των άμεσων προϊσταμένων του. Τελικά, η κρίση μπορεί να ξεσπάσει ύστερα από κανονικές διαδικασίες της οργάνωσης που έχουν σχέση με προαγωγές, συνταξιοδότηση ή μεταθέσεις.
Θεωρώντας ότι υπάρχει μια κρίσιμη κατάσταση, στην οποία η σύγκρουση ανάμεσα στο άτομο και τα μέλη της οργάνωσης ωθεί προς μια δράση για τυπικό (επίσημο) αποκλεισμό του πρώτου, μπορούν να υπάρξουν διάφορες δυνατότητες. Μια είναι η μεταφορά του εγώ από ένα τμήμα, τομέα, γραφείο της οργάνωσης σ’ ένα άλλο, μέτρο που συχνά υιοθετείται στις στρατιωτικές υπηρεσίες ή στις μεγάλες επιχειρήσεις. Αυτό απαιτεί το άτομο να δεχτεί τη μετάθεση και ότι υπάρχει ένα τμήμα διατεθειμένο να δεχτεί το άτομο. Αν και το πράγμα εφαρμόζεται με διάφορους τρόπους, υπάρχουν εμφανώς, μεταξύ των μέσων που χρησιμοποιούνται για να έλθει σε πέρας η μετάθεση, τεχνάσματα, πληροφορίες που δεν δίνονται, δωροδοκίες ή απειλές που επιδέξια αποκρύπτονται. Είναι περιττό να λεχθεί ότι υπάρχει ένα όριο στη χρήση των μεταθέσεων ως λύσης του προβλήματος, όριο που βασίζεται στην οντότητα της οργάνωσης και στην προηγούμενη διάχυση ειδήσεων γύρω από το υπό μετάθεση άτομο.
Η δεύτερη λύση, που εμείς την ορίζουμε ως εγκύστωση, τείνει, εν συντομία, να αναδιοργανώσει και να επανακαθορίσει την θέση (status) του εγώ. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την απομόνωσή του στην οργάνωση και την άμεση υπαγωγή του σε ένα ή δύο προϊσταμένους, οι οποίοι ενεργούν ως οι ενδιάμεσοί του. Η μετάθεση γίνεται συχνά πιο αποδεκτή διαμέσου της αύξησης ορισμένων υλικών αποζημιώσεων. Το εν λόγω άτομο θα μπορούσε να λάβει και μιαν ονομαστική προαγωγή, ή να «σπρωχτεί προς τα πάνω»· μπορεί να του δοθεί ένα πιο μεγάλο γραφείο, μια προσωπική γραμματέας, ή μπορεί να απαλλαχθεί από σοβαρές υπευθυνότητες. Μερικές φορές, δημιουργείται γι’ αυτόν ένα ειδικό status.
Αυτό το είδος λύσης πετυχαίνει συχνά, γιατί αφορά ένα είδος επίσημης αναγνώρισης, από τη μεριά της οργάνωσης, του έντονου καταναγκασμού που υφίσταται το εγώ στη θέση (status) του και εν μέρει, μια νίκη απέναντι στους εχθρούς του. Το όλο πράγμα τον φέρνει σε θέση να τους παρακάμψει, βάζοντάς τον σε άμεση επικοινωνία με την υπερκείμενη εξουσία, που μπορεί να έχει σχέσεις μ’ αυτόν χωρίς ενδιαμέσους. Επιπλέον, ένα τέτοιο μέτρο απαλλάσσει τους συναδέλφους από την περαιτέρω ανάγκη να συνωμοτούν εναντίον του. Αυτό το είδος λύσης χρησιμοποιείται μερικές φορές για να απαλλαγεί κανείς από κάποιο ενοχλητικό υπάλληλο επιχείρησης, υψηλόβαθμους αξιωματούχους, ή από άτομα μη επιθυμητά (personae non gratae) στα πανεπιστήμια.
Ένας τρίτος τύπος λύσης στο πρόβλημα της παράνοιας σε μια οργάνωση είναι η άμεση απόλυση, η αναγκαστική παραίτηση, ή η μη ανανέωση της σύμβασης. Τελικά, μπορεί να οργανωθεί μια διαδικασία στη βάση της οποίας το άτομο που υποφέρει από μια παρανοειδή σχέση τίθεται σε αναρρωτική άδεια, ή εξαναγκάζεται να υποστεί μια ψυχιατρική θεραπεία. Η ακραία λύση είναι η πίεση (που γίνεται, επίσης, προς την οικογένεια), ή οι άμεσες ενέργειες, για να νοσηλευθεί το άτομο σε ψυχιατρικό νοσοκομείο.
Η σειρά των λύσεων, που αναφέρθηκαν ανωτέρω, στο πρόβλημα του παρανοϊκού αντανακλά κατά προσέγγισιν την ύπαρξη των κινδύνων που συνδέονται με τις δεδομένες εναλλακτικές λύσεις, ως προς τις πιθανότητες αποτυχίας και ως προς τις επιζήμιες συνέπειες για την οργάνωση. Γενικά, οι οργανώσεις φαίνεται να δείχνουν μιαν αξιόλογη αντίσταση να πάρουν ή να θέσουν σε ενέργεια αποφάσεις που απαιτούν την εκδίωξη του ατόμου, ή τη βίαια νοσηλεία του, χωρίς να υπολογίζουν την ψυχική του κατάσταση. Μια εξήγηση γι’ αυτό είναι ότι το εν λόγω άτομο θα μπορούσε να έχει μιαν ορισμένη εξουσία μέσα στην οργάνωση, εξουσία θεμελιωμένη πάνω στη θέση του ή πάνω στις ικανότητές του και στις πληροφορίες που μόνο αυτό διαθέτει[16], και, σ’ αυτή την περίπτωση - εκτός αν υπάρχει μια ισχυρή συμμαχία εναντίον του - ο γενικός συντηρητισμός που χαρακτηρίζει τις διοικητικές αποφάσεις, μπορεί να λειτουργήσει προς όφελός του. Το μυθιστόρημα του Herman Wouk “The Caine Mutiny” («Η Ανταρσία του Κέϊν») δείχνει με δραματικό τρόπο ένα πρόσωπο με θέση εξουσίας σε μια στρατιωτική οργάνωση κατ’ εξοχήν συντηρητική. Ένα ακραίο παράδειγμα αυτού του συντηρητισμού φαίνεται στην περίπτωση ενός τμηματάρχη που διατηρούνταν στη θέση του, παρόλο που ήταν γεμάτος ψευδαισθήσεις και εξέφραζε παρανοειδή παραληρήματα[17]. Ένας άλλος παράγοντας που ενεργεί προς όφελος του ατόμου είναι ότι η απόλυση ενός προσώπου σε θέση εξουσίας λειτουργεί δυσμενώς εναντίον εκείνων που τον τοποθέτησαν στη θέση αυτή. Είναι δυνατό να παρεισφρήσει η αλληλεγγύη της ομάδας των διοικούντων και η αντίθεση στο άτομο να δημιουργήσει συμπάθεια γι’ αυτό σε πιο υψηλά επίπεδα.
Ακόμα κι όταν ένα άτομο είναι σχεδόν ολοκληρωτικά αποκλεισμένο και εκ των πραγμάτων απομονωμένο μέσα στην οργάνωση, μπορεί να έχει μιαν ορισμένη εξουσία απ’ έξω. Όταν μπορεί - με κάποιο τρόπο - να επικαλεστεί την εξωτερική εξουσία, το πράγμα έχει ένα ορισμένο βάρος. Ή όταν μια καταγγελία θα μπορούσε να εγείρει αυτόματα αμφιβολίες πάνω στην εσωτερική λειτουργία της οργάνωσης. Αυτό αγγίζει ένα κίνητρο πιο σημαντικό, λόγω του οποίου είναι απρόθυμοι να διώξουν ένα άτομο που είναι εκδικητικό και που δεν συνεργάζεται, παρόλο που είναι σχετικά μικρής σημασίας στην οργάνωση. Αναφερόμαστε εδώ σ’ ένα ορισμένο είδος αρνητικής εξουσίας που πηγάζει από τον ευάλωτο χαρακτήρα των οργανώσεων στην δυσμενή προπαγάνδα και στη δημόσια έκθεση της ιδιωτικής τους ζωής. Πράγμα το οποίο πιθανόν συμβαίνει όταν η κρίση αναγνωρίζεται επίσημα ή φτάνει σε μιαν αναθεώρηση της περίπτωσης ή σε νομικές διαδικασίες. Αυτό μπορεί να διαπιστωθεί όπου υπάρχουν περιπτώσεις παράνοιας. Αν επιχειρηθεί νοσηλεία, υπάρχει η δυνατότητα να επιδιωχθεί μια δίκη σε λαϊκό ορκωτό δικαστήριο, που θα αναγκάσει τους επικεφαλής της οργάνωσης να υπερασπίσουν τις ενέργειές τους. Αν η κρίση πάρει τη μορφή μιας νομικής αντιδικίας αυτού του είδους, είναι δύσκολο να αποδειχθεί η ψυχική διαταραχή και είναι πιθανό να υπάρξουν αγωγές για αποζημίωση λόγω βλάβης. Παρόλο που μπορεί να υπάρχουν σοβαρά γεγονότα που υποστηρίζουν τη θέση των καταγγελλόντων, μια παρόμοια αντιδικία μπορεί μόνο να ρίξει ένα αρνητικό φως πάνω στην οργάνωση.
Η συνωμοτική φύση του αποκλεισμού
Ένα συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από τα όσα έχουν αναφερθεί μέχρι τώρα είναι ότι ο ευάλωτος χαρακτήρας της οργάνωσης, καθώς και η απειλή αντεκδικήσεων από τη μεριά του παρανοειδούς ατόμου, συνιστούν μια λειτουργική βάση συνωμοσίας γι’ αυτούς που επιδιώκουν να τον καταστείλουν, ή να του στερήσουν τη θέση του. Υπάρχουν πολλές πιθανότητες να εμφανιστεί μέσα στην οργάνωση μια συμμαχία στη βάση μιας κοινής δέσμευσης ν’ αντιταχθούν στον παρανοειδή. Η ομάδα που αποκλείει ζητάει από τα μέλη της νομιμοφροσύνη, αλληλεγγύη και μυστικότητα. Αυτό λειτουργεί σύμφωνα μ’ ένα κοινό σχήμα και χρησιμοποιεί, σε διαφορετικό, κάθε φορά, βαθμό, τις τεχνικές της χειραγώγησης και της παραποίησης.
Στον άτυπο αποκλεισμό είναι δυνατό να αποκαλυφθούν συνωμοσίες σε στοιχειώδη μορφή, ξέχωρα από την κρίση της οργάνωσης. Αυτό φάνηκε στην ομάδα έρευνας ενός γραφείου, όπου τα μέλη του προσωπικού μαζευόντουσαν γύρω από ένα ψυγείο για να συζητήσουν για έναν ανεπιθύμητο συνάδελφο. Χρησιμοποιούσαν, επιπλέον, το τηλέφωνο για να οργανώσουν μικρά διαλείμματα όπου έπιναν τον καφέ χωρίς αυτόν και, όταν ήταν παρών, χρησιμοποιούσαν συμβολικές εκφράσεις, όπως το να τραγουδούν το σκοπό του τραγουδιού του Dragnet όταν αυτός πλησίαζε. Μπήκε σε εφαρμογή, με τη συνενοχή των ανωτέρων, ένας κανονισμός του γραφείου που απαγόρευε τη συζήτηση με ξένους, ένας κανονισμός που φαινομενικά έγινε για όλους, αλλά στην πραγματικότητα, είχε σκοπό να περιορίσει το πεδίο δράσης του απομονωμένου συναδέλφου. Σε μιαν άλλη περίπτωση, ένα σχέδιο συνέντευξης που προετοιμάστηκε από έναν ερευνητή, αντικαταστάθηκε στη διάρκεια μιας συγκέντρωσης που συμφωνήθηκε πίσω από την πλάτη του. Όταν αυτός ζήτησε εξηγήσεις στην επόμενη συνάντηση, οι συνάδελφοι προσποιήθηκαν ότι δεν ήξεραν τίποτα για τις αλλαγές.
Η συνωμοτική συμπεριφορά εισέρχεται στην πιο οξεία φάση στη διάρκεια των κρίσεων της οργάνωσης, κατά τις οποίες οι αποκλείοντες, που αρχίζουν την ενέργεια, συνιστούν μια ομάδα έτοιμη για μάχη. Πρόκειται εδώ για μια προσπάθεια επικεντρωμένη στο σκοπό να επιτευχθεί η συναίνεση πάνω στην άποψη που έχει σχηματισθεί, να ενισχυθεί η ομάδα και να αποφευχθεί η διατήρηση στενών σχέσεων με εκείνους που δεν θέλουν να προσχωρήσουν πλήρως στη συμμαχία. Γίνονται επίσης προσπάθειες ουδετεροποίησης εκείνων που μένουν απ’ έξω, αλλά που δεν μπορούν να κρατηθούν σε πλήρη άγνοια των σχεδίων που έχουν τεθεί σε εφαρμογή. Έτσι, εξωτερικά, προκύπτει μια φαινομενική ομοψυχία παρόλο που αυτή δεν υπάρχει.
Ένα μέρος της συμπεριφοράς της ομάδας, σ’ αυτό το σημείο, είναι στρατηγικής φύσης, με καλώς προσδιορισμένους υπολογισμούς, όπως «τι θα κάνουμε αν αυτός κάνει έτσι κι έτσι». Σε μια από τις περιπτώσεις μας, ένα μέλος διοικητικού συμβουλίου είπε ότι «παιζόταν ένα παιχνίδι» με το πρόσωπο που ήταν σε διαφωνία με την ομάδα. Η δράση που σχεδιάζεται μπορεί να φτάσει μέχρι το σημείο να υπάρξει συμφωνία πάνω στα ακριβή λόγια που θα χρησιμοποιούνται στην περίπτωση που το παρανοειδές άτομο αντιμετωπίζει ή προκαλεί την ομάδα. Πάνω απ’ όλα, υπάρχει μια συνεχής και ακριβής επικοινωνία ανάμεσα στους αποκλείοντες, που εκφράστηκε, σε μια περίπτωση, στην αμοιβαία ανταλλαγή αντιγράφων όλων των επιστολών που στάλθηκαν ή παραλήφθηκαν από το εν λόγω άτομο.
Η μέριμνα για μυστικότητα μέσα σ’ αυτές τις ομάδες αποκαλύπτεται από γεγονότα όπως το να κλείνουν προσεχτικά την πόρτα, να χαμηλώνουν την φωνή όταν μιλούν για το άτομο. Ο χώρος και ο χρόνος των συναντήσεων αλλάζουν σε σχέση με το σύνηθες. Τα έγγραφα είναι δυνατό να αρχειοθετούνται σε διαφορετικά σημεία και μερικά τηλέφωνα δεν χρησιμοποιούνται κατά την διάρκεια μιας παρανοειδούς κρίσης.
Η εκδήλωση της συμπεριφοράς του εν λόγω ατόμου, σ’ όλη αυτή την περίοδο, μεγεθύνεται υπέρμετρα. Συχνά αυτός γίνεται το κύριο αντικείμενο των συζητήσεων ανάμεσα στους αποκλείοντες ενώ η ηχώ αυτών των προβλημάτων επεκτείνεται και σε άλλες ομάδες, που, σε ορισμένες περιπτώσεις, έλκονται στην αντιδικία. Σ’ ένα ορισμένο σημείο λαμβάνονται μερικές προφυλάξεις για να συνεχίσουν τα μέλη της σχηματισμένης ομάδας να είναι συνεχώς πληροφορημένα για τις κινήσεις του προσώπου και, αν είναι δυνατό, των σχεδίων του. Στην πραγματικότητα, αν και όχι μ’ έναν επίσημο τρόπο, αυτό σημαίνει κατασκοπεία. Τα μέλη μιας συντεταγμένης ομάδας, για παράδειγμα, επιφόρτισαν κάποιον που δεν είχε σχέση με την οργάνωση και άγνωστο στο άτομο που τους κατηγορούσε, να κρατήσει σημειώσεις στη διάρκεια μιας συζήτησης που έγινε με σκοπό την επίτευξη υποστήριξης στο πρόσωπο του από έναν οργανισμό της κοινότητας. Σε μιαν άλλη περίπτωση, ένα πρόσωπο του οποίου το γραφείο επικοινωνούσε μ’ εκείνο του επικεφαλή του τμήματος, πιέστηκε να λειτουργήσει ως πληροφοριοδότης για την ομάδα, που ενεργούσε για την καθαίρεση του επικεφαλής από την θέση εξουσίας που κατείχε. Μάλιστα, αυτή η ομάδα συζητούσε σοβαρά να βάλει μια νυχτερινή φρουρά μπροστά στο σπίτι του υποτιθέμενου εχθρού τους.
Ταυτόχρονα με τη μεγέθυνση των εκδηλώσεων του παρανοειδούς διαπιστώνονται διαστρεβλώσεις της εικόνας του, που κυρίως διατυπώνονται στις πιο στενές «μαζώξεις» των αποκλειόντων. Ανάστημα, φυσική δύναμη, πονηριά, ανέκδοτα για τις επιθέσεις που έκανε, υπερβάλλονται με μια θεματική έμφαση επικεντρωμένη στο γεγονός ότι πρόκειται για ένα άτομο επικίνδυνο. Μερικά άτομα, αντίθετα από άλλα, παρέχουν την δυνατότητα γι’ αυτές τις κρίσεις, δεδομένου ότι στο παρελθόν δέχτηκαν βίαιες επιθέσεις ή απειλές. Στις συνεντεύξεις συναντιούνται, σ’ αυτό το σημείο, τυπικές αντιφάσεις, όπως «όχι, δεν χτύπησε ποτέ κανένα εδώ κοντά. Έχει μόνο να κάνει με τον αστυνομικό του κυβερνείου», ή, «όχι, εγώ δεν τον φοβάμαι καθόλου, αλλά μια από αυτές τις μέρες θα εκραγεί».
Μπορούμε να πούμε, παρενθετικά, ότι η αναφερόμενη επικινδυνότητα του παρανοειδούς, που περιγράφεται στα μυθιστορήματα και στο θέατρο, ποτέ δεν αποδείχτηκε μ’ ένα συστηματικό τρόπο. Στην πραγματικότητα, το μόνο συγκεκριμένο, επί του προκειμένου, στοιχείο, που προέκυψε από εισαγωγές που έγιναν με καθυστέρηση, ως επί το πλείστον με παρανοειδή διαταραχή, σ’ ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο στη Νορβηγία, δείχνει ότι «ούτε οι παρανοϊκοί, ούτε αυτοί με παρανοειδή διαταραχή ήταν επικίνδυνοι και, ως επί το πλείστον, ούτε ιδιαίτερα ενοχλητικοί»[18]. Η δική μας ερμηνεία γι’ αυτό το γεγονός, όπως ήδη αναφέραμε, είναι ότι η υποτιθέμενη επικινδυνότητα του παρανοειδούς, δεν προέρχεται από ένα φυσικό φόβο, αλλά από την απειλή που αυτός αντιπροσωπεύει για την οργάνωση και από την ανάγκη να δικαιολογηθεί μια συλλογική δράση που έχει αναληφθεί εναντίον του[19].
Ωστόσο, δεν πρόκειται για μια συμπεριφορά εντελώς τακτικής φύσης - όπως φαίνεται από το άγχος και τις εντάσεις που αναδύονται ανάμεσα στα μέλη της συμμαχίας, στη διάρκεια των πιο κρίσιμων φάσεων της αλληλεπίδρασης. Εκείνοι που συμμετέχουν σ’ αυτήν μπορεί να αναπτύξουν φόβους ολωσδιόλου ανάλογους με αυτούς που διαπιστώνονται ανάμεσα στους κλασσικούς συνωμότες. Ο ηγέτης μιας από αυτές τις ομάδες μίλησε για την περίοδο μιας κρίσης του παρανοειδούς ατόμου ως «μιας εβδομάδας τρόμου», στη διάρκεια της οποίας αυτός ήταν διαλυμένος από την αϋπνία και «έπρεπε να παίρνει χάπια για το στομάχι». Το γεγονός αποκαλύφθηκε από ένα διοικητικό ο οποίος, κατά τη διάρκεια μιας κρίσης στο σχολείο, που προκλήθηκε από την απομάκρυνση ενός επιθετικού καθηγητή, είχε δηλώσει ότι αυτός «παρατηρούσε τις σκιές» και «αναρωτιόταν αν όλα θα πήγαιναν καλά όταν θα γυρνούσε στο σπίτι το βράδυ». Αυτές οι καταστάσεις έντασης που λειτουργούσαν από κοινού προς ένα είδος κλεισίματος της επικοινωνίας μέσα στην ομάδα, είναι τόσο αιτία όσο και αποτέλεσμα της διογκωμένης αλληλεπίδρασης της ομάδας, η οποία αλλάζει ή επανακατασκευάζει συμβολικά την εικόνα αυτού ενάντια στον οποίο λειτουργεί.
Άπαξ και κερδηθεί η μάχη μια φορά, η εκδοχή που δίνεται από τους αποκλείοντες γύρω από την επικινδυνότητα του εν λόγω προσώπου, γίνεται ο πραγματικός λόγος που αποκρυσταλλώνεται σε κάθε επίσημη ενέργεια. Σε αυτό το σημείο, η ψευδής αναπαράσταση καταλήγει να γίνεται μέρος μιας πιο εσκεμμένης χειραγώγησης του εγώ. Δηλώσεις χονδροειδώς ανακριβείς, πιο συχνά οριζόμενες ως «προφάσεις», γίνονται μέσα που δικαιολογούνται για την επίτευξη της συνεργασίας του ατόμου, για παράδειγμα, για να το πείσουν να δεχτεί μια ψυχιατρική εξέταση ή μια περίοδο παρατήρησης σε ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο. Αυτή η πλευρά της διαδικασίας έχει περιγραφεί με επάρκεια από τον Goffman με την .έννοια του της «δίνης των δόλων», διαμέσου της οποίας ο ασθενής μπαίνει στο νοσοκομείο[20]. Δεν συντρέχει λόγος ανάλυσης πέραν αυτής της έννοιας, αρκεί να βεβαιώσουμε την παρουσία της στη διαδικασία του αποκλεισμού, που περιπλέκεται, στις δικές μας περιπτώσεις, από νομικούς καταναγκασμούς και από τον κίνδυνο, που είναι πάντα παρών, των δικαστικών διενέξεων.
Η ανάπτυξη του παραληρήματος
Η γενική ιδέα, σύμφωνα με την οποία το παρανοειδές άτομο κατασκευάζει συμβολικά τη συνωμοσία ενάντια στις βλάβες που προκαλεί, είναι - σύμφωνα με τη δική μας ερμηνεία - ανακριβής και ατελής. Κι ούτε μπορούμε να πούμε ότι του λείπει η εναισθησία (insight), όπως συχνά λέγεται. Αντίθετα, πολλά παρανοειδή άτομα συνειδητοποιούν πολύ καλά ότι είναι απομονωμένα και αποκλεισμένα διαμέσου ενός είδους προσυνεννοημένης αλληλεπίδρασης, ή ότι χειραγωγούνται. Παρόλα αυτά, είναι μπερδεμένα ως προς την ακριβή ή ρεαλιστική αξιολόγηση των διαστάσεων και της μορφής της συμμαχίας που έχει οργανωθεί εναντίον τους.
Δεδομένου ότι οι δίαυλοι της επικοινωνίας είναι κλειστοί στο παρανοειδές άτομο, αυτό δεν έχει τρόπο να εισπράττει το feedback των συνεπειών της συμπεριφοράς του, feedback που θα ήταν ουσιαστικό για να διορθώσει τις ερμηνείες του των σχέσεων και της κοινωνικής οργάνωσης, πάνω στη οποία πρέπει να βασιστεί για να ορίσει την κοινωνική του θέση (status) και να αποκτήσει ταυτότητα. Μπορεί να δει μόνο τη φανερή συμπεριφορά, χωρίς το μη επίσημο πλαίσιο. Μολονότι είναι σε θέση να συμπεράνει με ακρίβεια ότι οι άνθρωποι είναι οργανωμένοι εναντίον του, για να προσπαθήσει να το αποδείξει, μπορεί να καταφύγει μόνο στην αντιπαράθεση ή σε επίσημες εξεταστικές διαδικασίες. Για να έχει έναν οποιοδήποτε τύπο επικοινωνίας με τους άλλους, το παρανοειδές άτομο πρέπει να προκαλέσει ισχυρές αντιδράσεις - και από εδώ προκύπτουν οι κατηγορίες του, το θράσος του, οι ύβρεις του. Συνήθως αυτή η συμπεριφορά δεν είναι εσκεμμένη. Παρόλα αυτά, σε μια περίπτωση μάλλον πολύπλοκη, εξακριβώσαμε ότι το άτομο προκαλούσε συνειδητά συζητήσεις για να ακούσει τις ερμηνείες των άλλων για την συμπεριφορά του. «Μερικοί θα μπορούσαν να με περιγράψουν κατανοήσιμο, άλλοι ως πολύ ακατανόητο».
Η ανάγκη για επικοινωνία και ταυτότητα, που προκύπτει από αυτήν, βοηθά στην εξήγηση της προτίμησης του παρανοειδούς ατόμου για γραπτή επικοινωνία, επίσημη, σύμφωνη με το νόμο και τη λεπτολογία με την οποία πολλοί από αυτούς γράφουν τα έγγραφα των συμβολαίων που συνάπτουν με άλλους. Με μιαν ορισμένη έννοια, η καταφυγή στις δικαστικές διαμάχες εννοείται πιο σωστά ως η προσπάθεια του ατόμου να αναγκάσει άλλους, που έχουν επιλεγεί από αυτόν, να έχουν σχέσεις ως ίσος προς ίσον και να οικοδομήσει καταστάσεις από τις οποίες δεν θα είναι δυνατόν για κάποιον να υπεκφύγει. Το γεγονός ότι το άτομο σπάνια ικανοποιείται από τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται από τις επιστολές του, τις αιτήσεις του, τα παράπονα και τα κείμενά του δείχνει ότι η λειτουργία τους χρησιμεύει στην εγκαθίδρυση μιας σχέσης και μιας αλληλεπίδρασης με τους άλλους, όπως, επίσης, στο «να βάλει τα πράγματα στη θέση τους». Η ευρεία επαγγελματική ανοχή των δικηγόρων απέναντι στην επιθετική συμπεριφορά στο δικαστήριο και η φύση των αγγλοσαξονικών νομικών θεσμών, που γεννήθηκαν από μιαν εξέγερση ενάντια σ’ έναν ορισμένο τύπο δικαιοσύνης με χαρακτήρα συνωμοτικό ή μυστικού συμβουλίου, εγγυάται ότι θα δοθεί δυνατότητα ακρόασης ακόμα και του παρανοειδούς ατόμου. Επιπλέον, πρέπει να λάβει απάντηση στις κατηγορίες του, διαφορετικά θα βρεθεί να κερδίζει την υπόθεση λόγω έλλειψης επαρκούς δικαστικής παράστασης. Μερικές φορές, το παρανοειδές άτομο επιτυγχάνει μικρές νίκες, παρόλο που χάνει τις μεγάλες μάχες. Μπορεί να εισπράξει σεβασμό ανάμεικτο με φθόνο, στο βαθμό που είναι αντίπαλος και μερικές φορές καταφέρνει να μοιραστεί με τους άλλους, στο δικαστήριο, ένα είδος νομικής συντροφικότητας. Το παρανοειδές άτομο κατακτά, επομένως, μια ταυτότητα μέσα από το να γίνεται γνωστό.
Ενίσχυση του παραληρήματος
Η ψυχιατρική άποψη που είναι γενικά δεκτή, είναι ότι η πρόγνωση της παράνοιας είναι φειδωλή, ότι η ανάρρωση από τις μορφές της «πραγματικής παράνοιας» είναι σπάνια και υπονοείται ότι τα παραληρήματα εκφράζουν μια, κατά το μάλλον ή ήττον, αμετάστρεπτη παθολογική κατάσταση. Δεδομένου ότι οι ανάγκες του ατόμου, οι διαθέσεις και η απομόνωση την οποία επιβάλλει στον εαυτό του, είναι καθοριστικοί παράγοντες στη διαιώνιση των παραληρηματικών του αντιδράσεων, υπάρχει παρόλα αυτά ένα αξιοσημείωτο κοινωνικό πλαίσιο, διαμέσου του οποίου τα παραληρήματα παγιώνονται και ενισχύονται. Αυτό το πλαίσιο είναι εύκολα αναγνωρίσιμο στις σταθερές ιδέες και στις θεσμοποιημένες διαδικασίες των οργανισμών προστασίας, φύλαξης και θεραπείας μέσα στην κοινωνία μας. Αυτές εκδηλώνονται κυρίως στις περιπτώσεις στις οποίες τα παρανοειδή άτομα έρχονται σε επαφή με τις υπηρεσίες ασφάλειας ή νοσηλεύονται. Η σωρευτική και αθροιστική απωθητική ενέργεια αυτών των υπηρεσιών λειτουργεί ισχυρά στην κατεύθυνση της αύξησης και της ενίσχυσης μιας αίσθησης τεράστιας αδικίας και της ανάγκης για ταυτότητα, που βρίσκεται πίσω από το παραλήρημα και την επιθετική συμπεριφορά του παρανοειδούς ατόμου.
Η αστυνομία, στο μεγαλύτερο μέρος των κοινοτήτων, έχει μια πλήρως καθορισμένη αντίληψη γι’ αυτούς τους «απροσάρμοστους», όπως τους ονομάζουν, παρόλο που τα κριτήρια, στη βάση των οποίων κρίνονται αυτά τα άτομα, δεν είναι σαφή. Η υπομονή των αστυνομικών απέναντι σ’ αυτά τα άτομα είναι πολύ μειωμένη: σε μερικές περιπτώσεις ερευνούν την προέλευση των διεκδικήσεών τους και, αν συμπεράνουν ότι το εν λόγω άτομο είναι απροσάρμοστο, τείνουν, μετά από αυτό, να το αγνοούν. Οι επιστολές του μπορεί να πεταχτούν χωρίς καν να ανοιχτούν, μπορεί να του απαντούν στο τηλέφωνο μ’ ένα προστατευτικό κα καθησυχαστικό ύφος ή με αόριστες υποσχέσεις ότι θα παρθούν μέτρα που δεν θα παρθούν ποτέ.
Όπως η αστυνομία, οι λειτουργοί της εισαγγελίας είναι συχνά αναγκασμένοι να έχουν να κάνουν με άτομα που ορίζουν ως απροσάρμοστα ή διαταραγμένα. Μερικά γραφεία αναθέτουν σ’ ένα ιδιαίτερο υπάλληλο να ασχολείται με αυτές τις περιπτώσεις, άτομο που γραφικά αποκαλείται στο χώρο εργασίας ως «ο επιφορτισμένος με τους τρελούς». Μερικοί από αυτούς τους υπαλλήλους υποστηρίζουν ότι είναι σε θέση να αναγνωρίζουν αμέσως τις επιστολές των απροσάρμοστων, πράγμα που σημαίνει ότι αυτές, ή μένουν αδιάβαστες ή πετιούνται. Ωστόσο, διενέξεις στην οικογένεια ή με τους γείτονες παρουσιάζουν δυσκολίες ως επί το πλείστον δυσεπίλυτες, δεδομένου ότι συχνά είναι αδύνατο να καθοριστεί ποιο εκ των μερών παραληρεί. Σ’ ένα γραφείο, μερικοί αντίδικοι αποκαλούνται «50-50», πράγμα που σημαίνει - στην καθημερινή γλώσσα - ότι είναι αδύνατο να πει κανείς αν αυτοί μπορούν να θεωρηθούν ψυχικά υγιείς. Αν κάποιος φαίνεται ότι κάνει συνεχώς φασαρίες, οι εντεταλμένοι υπάλληλοι απειλούν μερικές φορές ότι θα κάνουν ανακρίσεις, που ωστόσο, σπάνια γίνονται.
Τόσο το προσωπικό της αστυνομίας, όσο και αυτό των εισαγγελικών αρχών λειτουργούν συνεχώς σε καταστάσεις στις οποίες οι ενέργειές τους μπορούν να έχουν επιζήμιες νομικές ή πολιτικές επιπτώσεις. Το προσωπικό αυτό έχει την τάση να λειτουργεί σε στενή διασύνδεση μεταξύ του και η αρχική του αντίδραση απέναντι σε ξένους ή αλλοδαπούς είναι η υποψία ή η έλλειψη εμπιστοσύνης, όσο δεν αποδεικνύεται ότι είναι αβλαβείς ή φίλοι. Αυτό αντανακλάται σε πολλές από τις επίσημες διαδικασίες και στις γενικές συμπεριφορές - όπως, για παράδειγμα, να σημειώνονται με ακρίβεια σ’ ένα βιβλίο καταγραφής συμβάντων τα ονόματα, η ώρα και ο σκοπός των αιτήσεων αυτού που ζητάει επίσημη συνέντευξη. Σε μερικές περιπτώσεις, στην πραγματικότητα, αρχίζουν την έρευνα πάνω στον διαμαρτυρόμενο πριν ακόμα ασχοληθούν μαζί του για οποιοδήποτε ζήτημα.
Όταν το παρανοειδές άτομο πάει πέρα από την τοπική αστυνομία και τα δικαστήρια, για να ζητήσει αποζημίωση από τις τοπικές ή εθνικές αρχές, μπορεί να συναντήσει ευγενικές συμπεριφορές υπεκφυγής, μιαν επιφανειακή ενασχόληση με την υπόθεση, ή μιαν έλλειψη εμπιστοσύνης που γίνεται πλέον επίσημη. Επιστολές που απευθύνονται σε διοικητικούς λειτουργούς μπορούν να τύχουν απαντήσεων μέχρις ενός ορισμένου σημείου, αλλά, από ένα ορισμένο σημείο και πέρα, αγνοούνται. Αν οι επιστολές σ’ ένα πρόσωπο που βρίσκεται υψηλά στην εξουσία περιέχουν απειλές, μπορεί να προκαλέσουν ανακρίσεις από μέρους των υπηρεσιών ασφαλείας, που έχουν ως αφορμή το γεγονός ότι οι δολοφονικές απόπειρες δεν είναι άγνωστες στην αμερικανική ζωή. Ενίοτε, οι αποζημιώσεις επιδιώκονται στο νομοθετικό σώμα, όπου μπορεί να εισαχθούν προτάσεις για νόμους προσωπικού χαρακτήρα, που, από την ίδια τους τη φύση, δεν είναι παρά μάταιες κινήσεις.
Γενικά, οι επαφές που το πρόσωπο που παραληρεί έχει με τις επίσημες οργανώσεις, προκαλούν συχνά τις ίδιες επιπόλαιες απαντήσεις, παραπλανητικές ή δύσπιστες, που έχουν παίξει ένα καθοριστικό ρόλο στη εν γένει διαδικασία του αποκλεισμού. Αυτές οι απαντήσεις γίνονται μέρος ενός σχήματος αλληλεπίδρασης επιλεκτικού ή επιλεγμένου, που δημιουργεί, για το άτομο, ένα κοινωνικό περιβάλλον αβέβαιο και διφορούμενο. Κάνουν πολύ λίγα για να διορθώσουν και πάρα πολλά για να επιβεβαιώσουν τις υποψίες του, τη δυσπιστία του και τους παραληρηματικούς του τρόπους ερμηνείας. Ακόμα περισσότερο, το ίδιο το προσωπικό των νοσοκομειακών υπηρεσιών μπορεί να συμβάλλει στην πρόοδο ενός παρανοειδούς παραληρήματος, όπως έδειξαν οι Stanton και Schwartz στην ανάλυσή τους της επικοινωνίας στο εσωτερικό ενός ψυχιατρικού νοσοκομείου. Αυτοί μιλούν καθαρά για μια «παθολογία της επικοινωνίας», που προκαλείται από τη συνήθεια του προσωπικού να αγνοεί τις ρητές σημασίες στις βεβαιώσεις ή στις ενέργειες των ασθενών και να απαντά, αντίθετα, σε σημασίες που συνάγονται ή υποτίθενται, έτσι ώστε να δημιουργείται ένας τύπος περιβάλλοντος μέσα στο οποίο «το παρανοειδές άτομο βρίσκεται στο στοιχείο του»[21].
Μερικά παρανοειδή ή περίπου παρανοειδή άτομα γίνονται γνωστά σε μερικές οργανώσεις στην περιοχή τους και σε ευρείες ζώνες της κοινότητας. Υπάρχουν στην κοινότητα άτομα και ομάδες που παίρνουν μια στάση χαρακτηριστική απέναντι σ’ αυτό το είδος των ατόμων, μια στάση αναμονής και προετοιμασίας. Σε μια από αυτές τις περιπτώσεις, η αστυνομία ασκούσε διαρκή έλεγχο στους χώρους όπου σύχναζε το άτομο και, όταν ο κυβερνήτης ερχόταν να μιλήσει στη σκάλα του δικαστηρίου, δύο αστυνομικοί αναλάμβαναν την ειδική αρμοδιότητα να το επιβλέπουν, αν βρισκόταν ανάμεσα στο πλήθος. Αργότερα, κάθε φορά που πήγαινε στο κυβερνείο, ένας ορισμένος αριθμός αστυνομικών επιφορτιζόταν να το συνοδεύει όταν κατευθυνόταν στην αίθουσα ακροάσεων της επιτροπής, ή όταν ζητούσε να συναντήσει έναν υπάλληλο[22]. Η φήμη που αυτός ο άνθρωπος είχε αποκτήσει εξαιτίας της γνωστής εξαιρετικής δύναμής του να ρίχνει κάτω τους αστυνομικούς σαν τραπουλόχαρτα, ήταν γι’ αυτόν μια προφανής πηγή ευχαρίστησης, παρ’ όλη την καχυποψία που υπονοούσε η παρουσία τους.
Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, για τα παρανοϊκά άτομα, το να αντιπροσωπεύουν το πρόσωπο που κινεί υποψίες, γίνεται ένας τρόπος ζωής, δεδομένου ότι αυτό τους παρέχει μια ταυτότητα που διαφορετικά δεν μπορούν να αποκτήσουν. Οι ιδιότροπες διαμάχες με τους δημόσιους λειτουργούς, η δημοσίευση κειμένων, μικρών βιβλίων, καταγγελιών με το όνομά τους, η τάση να αμφισβητούν πράγματα που οι άλλοι παραβλέπουν ως μικρής σημασίας ή σαν «μπελάδες», γίνονται το πρωταρχικό θέμα της ζωής τους, χωρίς το οποίο η κατάστασή τους εύκολα θα χειροτέρευε.
Αν για κάποιον η παράνοια γίνεται ένας τρόπος ζωής, είναι, επίσης, αλήθεια ότι το δύσκολο άτομο, με ιδέες μεγαλείου ή δίωξης, μπορεί να φέρνει σε πέρας μερικές λειτουργίες περιθωριακού χαρακτήρα μέσα στις οργανώσεις και μέσα στην κοινότητα. Μια από αυτές είναι η λειτουργία του αποδιοπομπαίου τράγου, από τη στιγμή που το παρανοειδές άτομο γίνεται αντικείμενο κωμικών σκηνών ή εικασιών και κουτσομπολιών όταν ο κόσμος αναρωτιέται τι ετοιμάζει ακόμα. Σ’ αυτό το ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου, το παρανοειδές άτομο μπορεί να βοηθήσει τις πρωτογενείς ομάδες να ολοκληρωθούν προς πλέον ευρείες οργανώσεις, γιατί, κατευθύνοντας την επιθετικότητα και τη μομφή προς τον εαυτό του, ενισχύονται το αίσθημα της ομοιογένειας και η συναίνεση μεταξύ των μελών της ομάδας.
Υπάρχουν, επίσης, παραδείγματα στα οποία οι επιθέσεις και οι γενικές κατηγορίες και οι μύδροι του παρανοειδούς ατόμου χρησιμεύουν στην έκφραση της δυσαρέσκειας αυτών που φοβούνται να κριτικάρουν ανοιχτά την κατεύθυνση που υπάρχει στην κοινότητα, στη οργάνωση ή στο Κράτος, ή των άτυπων δομών εξουσίας στο εσωτερικό τους. Μερικές φορές τα παρανοειδή άτομα είναι τα μόνα που αγκαλιάζουν ανοιχτά τις ιδέες των στρωμάτων του πληθυσμού που δεν είναι εκφρασμένες και δεν αντιπροσωπεύονται πολιτικά[23]. Τα «επιχειρήματα» που ελκύουν την προσοχή του παρανοειδούς ατόμου - το ντόπιγκ στους αθλητικούς αγώνες, ο διεθνής κομμουνισμός, τα μονοπωλιακά «συμφέροντα», ο παπισμός, ο εβραϊσμός ή οι «ψυχοπολιτικοί» - συχνά αντανακλούν τους αόριστους και άμορφους φόβους και τις ανησυχίες των περιφερειακών ομάδων, που τείνουν να επικυρώνουν το ρόλο του «προστάτη» που έχει επιλέξει το παρανοειδές άτομο. Μερικές φορές, στα παιχνίδια εξουσίας στο εσωτερικό του οργανισμού και στις κοινοτικές συγκρούσεις, ο δικός του ρόλος χρησιμοποιείται δολίως από τις πιο αντιπροσωπευτικές ομάδες, ως εργαλείο για να βάλουν σε δύσκολη θέση τους αντιπάλους τους.
Το ευρύτερο κοινωνικο-πολιτιστικό πλαίσιο
Οι παρατηρήσεις μας κλείνουν με τον ίδιο πολεμικό τόνο που άρχισαν, δηλαδή, υποστηρίζοντας ότι τα μέλη των κοινοτήτων ή των οργανώσεων ενώνονται σε μια κοινή προσπάθεια απέναντι στις βλάβες που προξενεί το παρανοειδές άτομο, πριν ακόμα ή ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εκδικητική συμπεριφορά από τη μεριά του. Η παρανοειδής κοινότητα είναι πραγματική μάλλον παρά ψεύτικη, εξαιτίας του γεγονότος ότι συνίσταται από αμοιβαίες σχέσεις και από διαδικασίες των οποίων τα ακριβή αποτελέσματα είναι ο ημιεπίσημος και επίσημος αποκλεισμός και μια περιορισμένη επικοινωνία.
Η δυναμική του αποκλεισμού του παρανοειδούς ατόμου γίνεται κατανοητή, σε μια πιο ευρεία προοπτική, αν αναγνωριστεί ότι στην αμερικάνικη κοινωνική οργάνωση οι αποφάσεις παίρνονται στις μικρές άτυπες ομάδες διαμέσου αλληλεπιδράσεων ανδρικών, τυχαίων και συχνά λεπτεπίλεπτων. Η πρόσβαση σ’ αυτές τις ομάδες συνήθως θεωρείται περισσότερο ένα προνόμιο παρά ένα δικαίωμα, προνόμιο που τείνει να περιφρουρείται ζηλόφθονα. Οι κρίσιμες αποφάσεις, συμπεριλαμβανομένων αυτών της αποβολής κάποιου ή της αναδιοργάνωσης της κοινωνικής του θέσης (status) σε πιο μεγάλες επίσημες οργανώσεις, λαμβάνονται μυστικά. Η νομική έννοια της «προνομιακής επικοινωνίας» είναι, εν μέρει, η επίσημη αναγνώριση της ανάγκης να παίρνονται μυστικές αποφάσεις στο εσωτερικό των οργανώσεων.
Επιπλέον, μέσα στην κοινωνία μας, που βασίζεται πάνω στη οργάνωση, υπάρχει έμφαση στην συμμόρφωση και η διαρκώς αυξανόμενη τάση των ελίτ των οργανώσεων να στηρίζονται, για τους σκοπούς τους, στη άμεση εξουσία. Αυτή ασκείται συχνά με σκοπό την απομόνωση και την εξουδετέρωση των ομάδων και των ατόμων που αντιτίθενται στην καθοδήγησή τους, τόσο μέσα, όσο και έξω από την οργάνωση. Οι επίσημες δομές μπορεί να χειραγωγούνται ή εσκεμμένα να αναδιοργανώνονται με τρόπο ώστε οι ομάδες και τα άτομα που προβάλουν αντίσταση, να απομακρύνονται, ή να τους εμποδίζεται η πρόσβαση στην εξουσία ή στα διαθέσιμα μέσα που ευνοούν την επιδίωξη σκοπών και αξιών που παρεκκλίνουν. Ένας από τους πιο άμεσα αποτελεσματικούς τρόπους για να επιτευχθεί αυτό είναι η διακοπή, η επιβράδυνση ή το μπλοκάρισμα της ροής της πληροφορίας.
Η ανάγκη για εξορθολογισμό και δικαίωση αυτών των διαδικασιών πάνω σε μια δημοκρατική βάση, ωθεί στην απόκρυψη ορισμένων πράξεων, στην αλλοίωση της κρυμμένης σημασίας, μέχρι και στην καταφυγή σε μέσα ανήθικα ή παράνομα. Η δυσκολία να έχουμε μια κοινωνιολογική γνώση αυτών των τεχνικών, που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «έλεγχοι πίσω από τους ελέγχους» και η άρνηση από μέρους εκείνων που τις χρησιμοποιούν, να αναγνωρίσουν ότι αυτές υπάρχουν, είναι λογική συνέπεια της ορατής απειλής, που μια τέτοια γνώση και αποδοχή μπορεί να αντιπροσωπεύει για τις δομές της άτυπης εξουσίας. Το επιφαινόμενο της εξουσίας γίνεται, έτσι, ένα είδος ασαφούς κόσμου του πολιτισμού μας, που καλεί σε συμπεράσματα και καταδίκες.
Συμπεράσματα
Αναλύσαμε την διαδικασία του κοινωνικού αποκλεισμού και τους τρόπους με τους οποίους αυτή συμβάλλει στην ανάπτυξη του σχήματος της παρανοειδούς συμπεριφοράς. Ενώ οι προκείμενες θέτουν τον τόνο πάνω στις οργανωτικές μορφές του αποκλεισμού, πιστεύουμε, ωστόσο, ότι αυτές είναι έκφραση μιας γενικής διαδικασίας της οποίας οι όροι συσχετισμού θα αναδυθούν από τη μελέτη της παράνοιας στην οικογένεια και σ’ άλλες ομάδες. Οι διαφοροποιημένες αντιδράσεις του ατόμου στις περιστάσεις του οργανωμένου αποκλεισμού είναι σημαντικές στην ανάπτυξη των παρανοειδών αντιδράσεων, μόνο στο βαθμό που αυτές προσδιορίζουν μερικά τον «ανυπόφορο» και «αβάσταχτο» χαρακτήρα των αλλαγών του status που πρέπει να αντιμετωπίσει. Μπορεί να διαπλέκονται ιδιοσυγκρασιακοί παράγοντες της ιστορίας της ζωής, του είδους που εμφανίζεται στις πιο συμβατικές ψυχιατρικές αναλύσεις, αλλά, κατά την άποψή μας, είναι εξίσου σημαντικές εκείνες που είναι σύμφυτες στις αληθινές και καθαυτό αλλαγές του status - και η ηλικία είναι μια από τις προεξάρχουσες μεταξύ αυτών. Και στις δυο περιπτώσεις, άπαξ και εμφανιστεί μια καταστασιακή δυσανεκτικότητα, το πεδίο είναι έτοιμο για την αλληλεπιδραστική διαδικασία που περιγράφτηκε ανωτέρω.
Θα παρατηρηθεί ότι, όλες οι περιπτώσεις που εξετάσαμε, αφορούσαν πρόσωπα που παρέμεναν χωρίς επιδείνωση, που διατηρούσαν επαφή με τους άλλους και επαναλάμβαναν μαχητικές δραστηριότητες που απευθύνονταν σε κοινωνικά αποδεκτές αξίες και θεσμούς. Στις δικές τους εμπειρίες απουσίαζαν γενικευμένες υποψίες σε δημόσιους χώρους και απρόκλητες επιθέσεις απέναντι σε αγνώστους. Αυτά τα γεγονότα, πέρα από τη σχετική απουσία της «αληθινής παράνοιας» από τον πληθυσμό των ψυχιατρικών νοσοκομείων, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η «ψευδοκοινότητα», συνδεδεμένη με μιαν αδιάκριτη επιθετικότητα (με την έννοια του Cameron) είναι περισσότερο συνέπεια παρά ένα συστατικό μέρος των παρανοειδών σχημάτων. Αυτά είναι πιθανώς αποτελέσματα μιας επιδείνωσης και ενός κατακερματισμού της προσωπικότητας που εμφανίζονται, όταν εμφανίζονται, στο παρανοειδές άτομο ύστερα από μακρές και έντονες περιόδους στρες και ολοκληρωτικής κοινωνικής απομόνωσης.
(Μετάφραση Θ. Μεγαλοοικονόμου)
[1] Cameron, Ν. (1943) Η παρανοειδής ψευδοκοινότητα. American Journal of Sociology, 46: 33 - 38.
[2] Σε ένα κατοπινό άρθρο, ο Cameron τροποποίησε την αρχική του ιδέα, αλλά όχι από τη σκοπιά των κοινωνικών όψεων της παράνοιας, που κυρίως μας ενδιαφέρουν. Cameron, N (1959) Η επανεξέταση της ψευδοκοινότητας. American Journal of Sociology, 65: 52 - 58.
[3] Cameron, N: Η παρανοειδής ψευδοκοινότητα, ο.π.π.
[4] Ο.π.π.
[5] Tyhurst, J. (1957): Paranoid Patterns. In: A. H. Leighton, J. A. Clausen & R. N. Wilson (Eds.), Exploration in Social Psychiatry. New York: Basic Books.
[6] Milner, K. O. (1949) Το περιβάλλον ως ένας παράγων στην αιτιολογία της εγκληματικής παράνοιας. Journal of Mental Science, 95: 124 - 132.
[7] Pederson, F. A. (1949): Ψυχολογικές αντιδράσεις στην ακραία κοινωνική εκτόπιση (Νευρώσεις των προσφύγων). Psychoanalytic Review, 36: 344 - 354.
[8] Kine, F. F. (1951): Aliens’ Paranoid Reactions. Journal of Mental Science, 98: 589 -594.
Listivan, (1956) Paranoid states: Social and Cultural Aspects. Medical Journal of Australia, : 776 - 778.
[9] Tyhurst, J: Paranoid Patterns, ο.π.π.
[10] Lemert, E. M. (1946): Legal Commitment and Social Control. Sociology and Social Research, 30: 370 - 378.
[11] Ο.π.π.
[12] Detler R. A. & Erikson, K. T. (1959): The function of deviance in Groups. Social Problems, 7: 102.
[13] Loomis, J. L. (1959): Communications, the Development of Trust and Cooperative Behavior. Human Relations, 12: 305 - 315.
[14] Cumming, E. & Cumming, J. (1957) Closed Ranks. Cambridge: Harvard University Press, κεφ. VI.
[15] Η αλληλεπίδραση, από ορισμένες απόψεις, είναι η ίδια που χρησιμοποιείται με τα παιδιά, ιδιαίτερα με το enfant terrible. Η λειτουργία της γλώσσας σε μια τέτοια αλληλεπίδραση μελετήθηκε από τον Sapir πριν από πολλά χρόνια. [Sapir, E. (1915) Abnormal Types of Speech in Nootka. Geological Survey Memoir 62, Anthropological Series. Ottawa: Canada Department of Mines.]
[16] Για μια συστηματική ανάλυση των οργανωτικών δυσκολιών κατά την απομάκρυνση ενός «μη προαγώγιμου» ατόμου από τη θέση του, βλέπε Levinson, B. (1961) Bureaucratic Succession. In: A. Etzioni (ed.), Complex Organizations. New York: Holt. Reinhart & Wilson, σελ. 362 - 395.
[17] Μια από τις περιπτώσεις της πρώτης μελέτης.
[18] O. Odegard (1959) : A Clinical Study of Delayed Admissions to a Mental Hospital. Mental Hygiene, 42: 66 - 77.
[19] Βλέπε παραπάνω.
[20] Goffman, E. (1959) The Moral Career of the Mental Patient. Psychiatry, 22: 127.
[21] Stanton, A. H. & Schwartz. M. S. (1954) The Mental Hospital. New York: Basic Books, σελ. 200 - 210.
[22] Αυτή η τεχνική, σε μορφή ακόμα πιο συστηματική, χρησιμοποιείται μερικές φορές για την προστασία του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών στις «περιπτώσεις του Λευκού Οίκου».
[23] Marmor, J. (1958) Science, Health and Group Opposition. Κείμενο που διανεμήθηκε στη σχολή Κοινωνικών Λειτουργών του UCLA.
Το 1996, στη διάρκεια μιας επίσκεψης του γράφοντος σ΄ ένα γερμανικό ψυχιατρείο, σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία έξω από τη Φρανγκφούρτη, στα πλαίσια ενός προγράμματος εκπαιδευτικών επισκέψεων, πληροφορηθήκαμε (όχι από εκπρόσωπο του ψυχιατρείου, αλλά από ένα γερμανό λειτουργό σε καίρια θέση, που ήταν σε θέση να γνωρίζει - και ν΄ αναγνωρίζει με ειλικρίνεια - την πραγματική κατάσταση στη Γερμανία) ότι η ευθανασία συνεχιζόταν στο εν λόγω ψυχιατρείο (όπως, πιθανώς, και σε διάφορα άλλα), με πρωτοβουλία ψυχιάτρων και νοσηλευτών, τουλάχιστον μέχρι το 1948, τρία, δηλαδή, χρόνια μετά την πτώση του χιτλερικού καθεστώτος και ενώ ήταν σε εξέλιξη οι δίκες της Νυρεμβέργης, που δίκαζαν αυτά ακριβώς τα εγκλήματα.
Το γεγονός αυτό είναι άκρως ενδεικτικό του ρόλου της Ψυχιατρικής στο ναζιστικό πρόγραμμα της οργανωμένης εξολόθρευσης όλων όσων θεωρούνταν απειλή για την «υγεία του κοινωνικού σώματος» και την «καθαρότητα της φυλής». Δείχνει ότι η εξόντωση της ζωής που θεωρούνταν «ανάξια να ζει» δεν ήταν μια «παρέκκλιση» της ψυχιατρικής πρακτικής στη διάρκεια του ναζιστικού καθεστώτος, αλλά αγκυροβολούσε σε μια βαθιά εδραιωμένη πεποίθηση, σε μια βαθιά ριζωμένη κουλτούρα ενός μεγάλου τμήματός της, ίσως πλειοψηφικού, που έβλεπε την ψυχική διαταραχή ως μια αμετάστρεπτη εγκεφαλική νόσο, ένα βιολογικό φαινόμενο και τη «διαφορετικότητα» ως εκφυλισμό και κατωτερότητα.
Στα παρακάτω, θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε τι συνιστά αυτή την ψυχιατρική, της οποίας τα προτάγματα μπορούν (τότε, όπως και τώρα), κάτω από ορισμένες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες όπως αυτές τής περιόδου του Τρίτου Ράϊχ, ν΄ αξιοποιηθούν (ν΄ αποτελέσουν τη γέφυρα και ν΄ αγκυροβολήσουν) στην ευρύτερη πολιτική επιδίωξη του κράτους για την εξόντωση διαφόρων ομάδων του πληθυσμού και πληθυσμών ολόκληρων. Θα εξετάσουμε, περαιτέρω, τη συνεργασία των γιατρών (ψυχιάτρων και άλλων) με τις φαρμακοβιομηχανίες και τον σημαντικό ρόλο αυτών των τελευταίων στο ναζιστικό πρόγραμμα εξόντωσης και στα πειράματα πάνω σε ανθρώπους.
Η φράση «ο εθνικοσοσιαλισμός είναι εφαρμοσμένη βιολογία» (ένα από τα συνθήματα της εποχής) συμπυκνώνει κατά τον καλλίτερο, αν και ανατριχιαστικό, τρόπο τις συνέπειες που είχε η ενσωμάτωση των ραγδαία αναπτυσσόμενων, αλλά απολύτως ανεπαρκών και ακατέργαστων ανακαλύψεων της βιολογίας και των νευροεπιστημών, στη διάρκεια του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου, σ΄ ένα πολιτικό πρόγραμμα και ένα τρόπο σκέψης που βλέπει τις ιστορικές και κοινωνικές διαδικασίες με όρους βιολογίας (1).
Ενα τρόπο σκέψης που καθίσταται δυνατός από τη μορφή που παίρνει η ανάπτυξη και ταυτόχρονα ο αλλοτριωμένος χαρακτήρας και η φετιχοποίηση του κεφαλαίου εκείνη την περίοδο, ως μια αποξενωμένη διαδικασία με οργανικό χαρακτήρα, που υπερβαίνει και ενσωματώνει τα μέρη της (ανθρώπους και υλικά παραγωγικά μέσα) στην παραγωγή ως αυτοσκοπό. Η εμφάνιση του κεφαλαίου ως «πράγματος», ως οργανικής διαδικασίας που υπερβαίνει και ενσωματώνει στους σκοπούς του τους ανθρώπους, έχει την πηγή της στο φετιχισμό του εμπορεύματος, ως έκφραση της κυριαρχίας της αφηρημένης εργασίας πάνω στη συγκεκριμένη εργασία - της αξίας, δηλαδή, που διαμεσολαβεί στις σχέσεις ανάμεσα σε ανθρώπους, μετατρέποντας και εμφανίζοντάς τις ως σχέσεις ανάμεσα σε πράγματα (2). Αυτή η πραγμοποίηση και αντικειμενοποίηση των ανθρώπινων σχέσεων, που πηγάζει από την υλική βάση της κοινωνίας, επηρεάζει και διαμορφώνει αποφασιστικά τις επιστήμες του ανθρώπου, την ιατρική και την ψυχιατρική ειδικότερα.
«Υπάρχουν όρια σ΄ αυτό που μπορεί να κάνουν σ΄ έναν έγκλειστο στη φυλακή,
αλλά δεν υπάρχουν όρια στη μεταχείριση που μπορεί να υποστεί ένας άρρωστος στο ψυχιατρείο», έλεγε ο Ronald Laing σε μια συνομιλία του με τον Franco Basaglia, (3) υπονοώντας μ΄ αυτό ότι η εντολή στον ψυχίατρο είναι ολοκληρωτική με την έννοια ότι αυτός ενσαρκώνει την επιστήμη, την ηθική και τον λεγόμενο πολιτισμό του κοινωνικού σώματος, εν ονόματι του οποίου λειτουργεί ως ο εντεταλμένος του αντιπρόσωπος.
Συγκρίνοντας αυτά τα δίδυμα ολοπαγή ιδρύματα, ο Laing δεν αναφερόταν, προφανώς, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, που τη θηριώδη, εκμηδενιστική και απανθρωποποιητική λειτουργία του αναδεικνύει, αντλώντας από την προσωπική του σκληρή εμπειρία, ο Primo Levi («Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος»), που μας έκανε ικανούς να δούμε τις πτυχές εκείνες που κάνουν το ψυχιατρείο να μοιάζει συχνά περισσότερο ως στρατόπεδο συγκέντρωσης παρά ως φυλακή.
Στην εξολόθρευση των ψυχικά πασχόντων και άλλων αναπήρων διασταυρώνονται το κοινωνικό και πολιτικό πρόγραμμα και η ιδεολογία του ναζισμού με μια ψυχιατρική, διαθέσιμη πάντα στην άσκηση της ιδρυματικής βίας. Είναι σαφές ότι ένα μεγάλο μέρος της γερμανικής ψυχιατρικής είδε, εκείνη την εποχή, στο ναζισμό την κοινωνικοπολιτική προέκταση της δικής της κουλτούρας και πρακτικής, ως μια ευκαιρία για την εφαρμογή (και επιβολή) στην κοινωνία ενός «επιστημονικού» προγράμματος (βασισμένου στην γενετική και την ευγονική), με τον ίδιο τρόπο που ο ναζισμός θεώρησε ότι βρήκε σ΄ αυτού του είδους την ψυχιατρική, την «επιστημονική» θεμελίωση των δικών του αντιλήψεων για το ρατσισμό της φυλής και του αίματος.
Η Ψυχιατρική διατρέχεται από τις βιο-πολιτικές πρακτικές που οικοδομούνται βαθμιαία, από τον 19ο αιώνα και επιβάλλουν θετικούς κανόνες και οδηγίες στην αστική κοινωνία (4). Πολύ σύντομα συγκροτείται σε συνάρτηση με ιατρο-νομικά κανονιστικά πρότυπα που παγιώνουν την πρωτοκαθεδρία της επικινδυνότητας και τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης σε σχέση με την θεραπεία της αρρώστιας που επικαλείται.
Ψυχίατροι και ψυχιατρική βρέθηκαν να δικαιολογούν με επιστημονικούς όρους μέτρα νομικού ενδιαφέροντος. Αν επομένως, ο ασθενής πάσχει αρχικά από μια απώλεια της ταυτότητας, το ίδρυμα και η ψυχιατρική του φτιάχνουν μια νέα διαμέσου της αντικειμενοποιητικής σχέσης που εγκαθιδρύουν μαζί του και των πολιτιστικών στερεότυπων με τα οποία τον περιβάλλουν (5).
Αν ο ασθενής εμφανίζεται ως ακατανόητος στη σχέση του με τον ψυχίατρο, θα έπρεπε, όπως λέει ο Basaglia, να τεθεί ερώτημα και για τους δύο - και για τον ασθενή που δεν γίνεται κατανοητός και για τον ψυχίατρο που δεν καταλαβαίνει. Αλλά οι ιδέες και οι αξίες του ψυχιάτρου αποτελούν το μέτρο σύγκρισης και είναι ο ψυχίατρος που ορίζει τη γλώσσα του ως τη μοναδικά ορθή, αποκλείοντας τον ασθενή στη σφαίρα του «ακατανόητου», διαμέσου μιας καταστρατήγησης, που δεν έχει κανένα θεραπευτικό στόχο (6).
Ο έγκλειστος γίνεται, εν τέλει, ένα σώμα ιδρυματοποιημένο πού ζει και βιώνει τον εαυτό του ως αντικείμενο, παρόλο που, ενίοτε, (μέσα από τα acting out) θα προσπαθήσει να διατηρήσει τα χαρακτηριστικά ενός δικού του σώματος, αρνούμενος την ταύτιση με το ίδρυμα.
Μπροστά σ΄ αυτή την κατάσταση ο ψυχίατρος ή αποδέχεται την κοινωνική εντολή να λειτουργήσει ως φύλακας εγκλείστων για τη διατήρηση της δημόσιας τάξης, ή αρνείται να παίξει αυτό το ρόλο αναγνωρίζοντας ότι «είναι τα βίαια συστήματα (θεραπευτικοί και κοινωνικοί θεσμοί) που προκαλούν τη βία των ασθενών» (7).
«Αύριο το πρωί, την ώρα της επίσκεψης, όταν χωρίς κανένα λεξικό θα προσπαθήσετε να επικοινωνήσετε με αυτούς τους ανθρώπους, θα μπορείτε να θυμάστε και ν΄ αναγνωρίσετε ότι, απέναντί τους, η ανωτερότητά σας είναι μόνο μία : η ισχύς». Ετσι τέλειωνε το περίφημο γράμμα που στάλθηκε από το κίνημα των υπερρεαλιστών, την δεκαετία του 20, στους διευθυντές των ψυχιατρείων (8).
«Τότε, για πρώτη φορά, συνειδητοποιήσαμε ότι η γλώσσα μας δεν έχει τις λέξεις για να εκφράσει αυτή την ύβρη, την εκμηδένιση του ανθρώπου… Τίποτα δεν μας ανήκει: μας στέρησαν τα ρούχα, τα παπούτσια, τα μαλλιά μας. Εάν μιλήσουμε δεν θα μας ακούσουν και εάν μας άκουγαν, δεν θα μας καταλάβαιναν. Θα μας στερήσουν και το όνομά μας: και αν θέλουμε να το κρατήσουμε, θα πρέπει να βρούμε τη δύναμη μέσα μας, τη δύναμη να το σώσουμε και μαζί μ΄ αυτό να σώσουμε κάτι από μας, απ΄ αυτό που υπήρξαμε.…Ας σκεφτούμε έναν άνθρωπο που του στερούν όχι μόνο τα αγαπημένα του πρόσωπα, αλλά και το σπίτι του, τις συνήθειές του, τα ρούχα του, κυριολεκτικά οτιδήποτε του ανήκει: θα είναι πλέον ένας άδειος άνθρωπος, θα οδηγηθεί στην ένδεια και στη θλίψη, θα χάσει την αξιοπρέπεια και τη λογική του, γιατί είναι εύκολο αν χάσεις τα πάντα, να χάσεις και τον ίδιο σου τον εαυτό. Και όταν βρεθεί σ΄ αυτή την κατάσταση άλλοι θα ορίζουν τη ζωή του και θ΄ αποφασίζουν για τον θάνατο του χωρίς κανένα αίσθημα ανθρωπισμού, ή, στην καλλίτερη περίπτωση, με μόνο κριτήριο το όφελος. Τότε θα γίνει κατανοητή η διπλή σημασία του όρου «στρατόπεδο εξόντωσης», θα γίνει κατανοητό τι θέλουμε να εκφράσουμε τη φράση: είμαστε στον πάτο». Είναι ο Primo Levi που μιλάει για την εμπειρία του εγκλεισμού του στο Auschwitz (9), αλλά θα μπορούσε, εξίσου, να είναι ένας έγκλειστος σε ψυχιατρείο – σ΄ ένα ψυχιατρείο όχι παλιά, αλλά σήμερα.
Σ΄ όλη τη διαδρομή των μεταρρυθμίσεων των ολοπαγών ιδρυμάτων μέχρι σήμερα, αυτές συνδέονται κυρίως με την ανάγκη για μια θεσμική προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες, χωρίς ν΄ αλλάζει τη φύση των ιδρυμάτων. Μετασχηματισμός, εξορθολογισμός, έλεγχος λειτουργούν στην ίδια λογική μιας διαδικασίας που διαιωνίζεται διαμέσου της συνεχούς τυπικής αλλαγής των πραγμάτων, χωρίς ν΄ αλλάζει η ουσία τους. Η ιδρυματική σχέση ήταν πάντα και εξακολουθεί να είναι μια σχέση εξουσίας που χρησιμεύει μόνο στη διαιώνιση της κυριαρχίας (10).
Η ψυχιατρική ως θεσμός, τόσο την περίοδο της πρωτοκαθεδρίας του ψυχιατρείου, όσο και σήμερα, είναι λειτουργικά συναρθρωμένη με το κοινωνικό σύστημα του οποίου αποτελεί εντολοδόχο.. Ηδη από την περίοδο του πρώιμου καπιταλισμού, όπου η νόρμα (και η υγεία) συμπίπτει με την ικανότητα για συμμετοχή στη δεδομένη παραγωγική διαδικασία, το οικονομικό σύστημα παράγει μια διαρκώς αυξανόμενη σε αριθμούς μάζα των ανθρώπων που καταδικάζει ως «άχρηστους», «πλεονάζοντες», «απόβλητους», τα «σκουπίδια της κοινωνίας». Τις «άδειες ανθρώπινες φλούδες», τη «σαβούρα», όπως χαρακτήρισαν πιο συγκεκριμένα τους ψυχασθενείς και τους πνευματικά ανάπηρους οι Hoche και Binding στο βιβλίο τους «Νομιμοποίηση της ζωής που δεν αξίζει να ζει». Ολους αυτούς, δηλαδή, των οποίων οι ανάγκες δεν παίρνουν την απάντηση που τους πρέπει, ως αυτές που είναι, στην αμεσότητά τους, αλλά γίνονται αντικείμενο διαχείρισης από μηχανισμούς ελέγχου στη βάση κανονιστικών προτύπων με τα οποία το σύστημα ταξινομεί και οριοθετεί ποιοι θα είναι ενσωματωμένοι και ποιοι αποκλεισμένοι σε χώρους εκτός της οργανωμένης κοινωνίας, σε χώρους εγκλεισμού ή του περιθωρίου.
Όπως λέει ο Basaglia, το πρόβλημα της τρέλας είναι πάντα η σχέση ανάμεσα στο άτομο και την οργάνωση. Είναι ένα πρόβλημα του χώρου-φυσικού και ψυχολογικού - που το άτομο βρίσκει μέσα στην ομάδα. Εάν το άτομο, λέει, συμμετέχει στον ορισμό της νόρμας ως έκφραση των δικών του αναγκών και των αναγκών των άλλων, η υποκειμενικότητά του θα περιορίζεται μόνο από την ύπαρξη του Αλλου, των άλλων υποκειμενικοτήτων. Αλλά αν η νόρμα είναι ένας κανόνας, που επιβάλλεται από την κυρίαρχη ομάδα προς το δικό της συμφέρον, τότε εμποδίζει, καταστρατηγεί και πνίγει την υποκειμενική έκφραση των κυριαρχούμενων, υποβιβάζοντας το άτομο σ΄ ένα υποταγμένο σώμα, ένα σώμα αλλοτριωμένο και εκμεταλλευόμενο, ένα σώμα αντικείμενο - αυτό με το οποίο ασχολείται η ιατρική και η ψυχιατρική, συνεχίζοντας, με την αντικειμενοποίηση της τρέλας από το λόγο, την ίδια διαδικασία που ξεκίνησε με την εκμετάλλευση του ανθρώπου από το σύστημα παραγωγής (11).
Από το σημείο αυτό μέχρι την εξολόθρευση της «ζωής που είναι ανάξια να ζει», η απόσταση εξαρτάται από την ύπαρξη των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών και συσχετισμών εκείνων, που όχι απλώς επιτρέπουν, αλλά επιβάλλουν την πραγματοποίησή της.
Σε σχέση με τα παραπάνω, θα κάνουμε τρεις επισημάνσεις, το περιεχόμενο των οποίων προκύπτει από το πλούσιο υλικό του αφιερώματος των «Τετραδίων Ψυχιατρικής», «Φασισμός και Ψυχιατρική», πριν 12 χρόνια.
Η πρώτη αφορά στην όλη τελετουργία της επιλογής των προς εξόντωση ασθενών: η κατάρτιση του ερωτηματολογίου από τους υπευθύνους των ιδρυμάτων και τους ψυχιάτρους, στη βάση των οποίων έπρεπε να καταγράψουν τους ασθενείς που δεν μπορούσαν να προσφέρουν καμιά εργασία μέσα στο ίδρυμα (τους «μη λειτουργικούς», ας πούμε) και αυτούς που μπορούσαν, όσους νοσηλεύονται για πάνω από πέντε χρόνια, όσους είχαν διαπράξει εγκληματική πράξη και όσους δεν είχαν γερμανική υπηκοότητα, ή συγγένεια αίματος με Γερμανό. Κι΄ έπειτα, η διαταγή να είναι έτοιμος ο ασθενής για μεταφορά μια καθορισμένη ημερομηνία (12).
Είναι (ή πρέπει να είναι) κοινώς αποδεκτό ότι ευθύνη για την εξολόθρευση των ψυχασθενών έχουν όχι μόνο όσοι διέταξαν την όλη διαδικασία, αλλά και αυτοί που συμπλήρωσαν, εν γνώσει τους, τους καταλόγους. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί εκ των υστέρων ότι «δεν ήξερε», δεδομένου μάλιστα ότι οι διαχωριστικές πρακτικές (επιλογή/αποκλεισμός) ήταν και παραμένουν κομβικής σημασίας στην ιδρυματική ψυχιατρική.
Αν τα πράγματα έχουν έτσι για την ναζιστική Γερμανία, τότε τι να πούμε για τη Λέρο, για τη συμπλήρωση αντίστοιχων ερωτηματολογίων από τους έλληνες ψυχιάτρους – όπου κατέγραφαν όσους δεν είχαν επαφή με συγγενή, αρχικά τουλάχιστον για δυο χρόνια, και αργότερα για ένα χρόνο;
Προφανώς στην επιλογή για μεταφορά στη Λέρο έπαιξαν ρόλο και οι άλλες παράμετροι, όπως, πχ, αν ο ασθενής είναι «καλός», «ήσυχος» και «υπάκουος», «δεν λερώνει» και «δουλεύει στο τμήμα». Κι΄ έπειτα, η ετοιμασία για τη μαζική αναχώρηση από τον Σκαραμαγκά, με εκατοντάδες στοιβαγμένους στο αρματαγωγό, ο καθένας μ΄ έναν αριθμό (την «ταυτότητά» του) καρφιτσωμένο στο πέτο…
Δεν ακούστηκε, όλα αυτά τα χρόνια, καμιά αυτοκριτική απ΄ όσους συμπλήρωσαν αυτούς τους καταλόγους μεταφοράς παιδιών και ενηλίκων ασθενών στη Λέρο. Φυσικά, η Λέρος δεν ήταν στρατόπεδο εξολόθρευσης όπως τα ναζιστικά. Ταίριαζε πιο πολύ με τις περιγραφές του Primo Levi.για τη ζωή στο στρατόπεδο πριν τον θάλαμο των αερίων.. Αλλωστε, μια ψυχίατρος που δούλεψε εκεί για τριάντα χρόνια, είχε εκφράσει, συνοπτικά και εύγλωττα, τι αντιπροσώπευε η μεταφορά στη Λέρο: «Εμείς τους υποδεχτήκαμε και τους περιθάλψαμε. Στη Γερμανία του Χίτλερ θα τους είχαν κάνει σαπούνι….»
Η ΙΑΤΡΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΞΟΝΤΩΣΗΣ
Η δεύτερη επισήμανση αφορά στην ιατρικοποίηση της όλης διαδικασίας της εξόντωσης (13), που εκφράστηκε με την επιμονή να χορηγείται από το γιατρό το θανατηφόρο φάρμακο, ως μέρος της «ιατρικής πράξης» : μιας ιατρικής πράξης διαστροφικής που, αφού είχε αντικειμενοποιήσει και πραγμοποιήσει τον ψυχικά πάσχοντα, θεωρώντας τον ανίκανο για συναισθήματα και πόνο, ολοκλήρωνε τα έργο της ψυχικής απονέκρωσης επιφέροντας τον φυσικό θάνατο στο όνομα της ζωής του «υγιούς κοινωνικού σώματος» - συμμετέχοντας, παράλληλα, στην απαλλαγή του προσανατολισμένου στον πόλεμο εθνικού προϋπολογισμού από το βάρος για την συντήρησή τους. Στη δεύτερη φάση του προγράμματος της ευθανασίας, όταν αυτή έπαψε να είναι ένα πρόγραμμα οργανωμένο κεντρικά από την ίδια την καγκελαρία και ανατέθηκε στις περιφερειακές ιατρικές υπηρεσίες (η φάση της άγριας ευθανασίας»), άνοιξε πλήρως το πεδίο για την πρωτοβουλία ψυχιάτρων και νοσηλευτών στα κατά τόπους ιδρύματα, που οργάνωναν και εκτελούσαν την ευθανασία ως μέρος της καθημερινής ρουτίνας της ιατρικής πράξης.
ΟΙ ΨΥΧΑΣΘΕΝΕΙΣ ΗΤΑΝ ΜΟΝΟ Η ΑΡΧΗ
Η τρίτη επισήμανση αφορά στο γεγονός ότι, κατά τα φαινόμενα, η εξόντωση των ψυχασθενών ήταν η πρώτη πράξη, που σύντομα επεκτάθηκε στους εβραίους, στους τσιγγάνους και στις άλλες ομάδες που θεωρούταν ότι μολύνουν την «καθαρότητα της φυλής» και το «υγιές κοινωνικό σώμα». Αυτό είναι εξαιρετικά διδακτικό και για τη σημερινή εποχή. Η μεταχείριση και η μοίρα των ψυχασθενών και των πιο αδύναμων είναι η ίδια που δυνητικά απειλεί ολόκληρη την κοινωνία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ψυχίατροι, που συμμετείχαν στην εξόντωση των ψυχασθενών, συνέχισαν τη δραστηριότητά τους και για την εξόντωση εβραίων και άλλων. Όχι μόνο το ιατρικό προσωπικό, αλλά και οι θάλαμοι των αερίων ήταν οι ίδιοι που λειτούργησαν αρχικά στα κέντρα ευθανασίας και εν συνέχεια αποσυναρμολογήθηκαν και μεταφέρθηκαν ανατολικότερα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το ίδιο έγινε και με τα μέλη των SS που είχαν από τη αρχή συμμετάσχει στις διαδικασίες του προγράμματος Τ4, της εξόντωσης δηλαδή, των ψυχασθενών : τώρα όλοι αυτοί είχαν επιστρατευθεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης λόγω προφανώς «κτηθείσης εμπειρίας».
Υπάρχει εδώ μια συνέχεια που θέτει την εξόντωση των εβραίων, των τσιγγάνων και όλων των άλλων στην ίδια γραμμή και στην ίδια προοπτική με αυτή της εξόντωσης των ψυχασθενών (14) (αν και η εξόντωση των εβραίων, με τα απόλυτα χαρακτηριστικά που πήρε – «να μη μείνει εβραίος πάνω σ΄ όλη την Ευρώπη» - έχει μια ιστορική μοναδικότητα) : ο «εθνικοσοσιαλισμός» είναι εφαρμοσμένη βιολογία, για την άμυνα απέναντι στο εκφυλισμό της άριας φυλής, για την καθαρότητα του αίματος - είναι η πρώτη «γονιδιακή θεραπεία» σε μαζική κλίμακα, που οδήγησε στην εξόντωση ολόκληρων πληθυσμών.
Μιλώντας για τη συνέχεια του συστήματος εξολόθρευσης, φτάνουμε αναπόφευκτα στο ρόλο των γερμανικών φαρμακοβιομηχανιών, όχι απλώς σε επικερδείς επιχειρήσεις από τη σύμπλευση με τους στόχους του ναζιστικού καθεστώτος, αλλά στην ενεργό συμμετοχή τους στο πρόγραμμα της εξολόθρευσης.
Είναι γνωστός ο ρόλος και η συνεργασία της IG Farben με το ναζιστικό καθεστώς. Αποτελώντας την αντίδραση της Γερμανίας στην ήττα της στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η IG Farben ιδρύθηκε σαν ένα καρτέλ της χημικής βιομηχανίας που είχε σχεδόν το μονοπώλιο της χημικής παραγωγής στη διάρκεια του ναζιστικού καθεστώτος, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής του παρασιτοκτόνου Zyklon B που χρησιμοποιήθηκε για την εξόντωση στους θαλάμους των αερίων (15).
Η. IG Farben αποτελούνταν από τις πιο μεγάλες γερμανικές εταιρείες, όπως η Bayer, η Hoechst, η Agfa, η Basf και άλλες. Τα κέρδη του συγκροτήματος προέρχονταν από την πώληση καυσίμων για αεροπλάνα και από τις δύο πλευρές των εμπολέμων, από τη βιομηχανοποίηση της μαζικής εξόντωσης στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, από τη μαζική χρησιμοποίηση, για να εργαστούν ως σκλάβοι, αιχμαλώτων πολέμου και «εχθρών του λαού» και από την αρπαγή των πόρων του εχθρού στις καταχτημένες περιοχές. Στη διάρκεια του σχεδιασμού της εισβολής στην Τσεχοσλοβακία και στην Πολωνία, για παράδειγμα, η IG Farben συνεργάστηκε στενά με τους ναζί αξιωματούχους δίνοντας οδηγίες ποια από τα χημικά εργοστάσια των χωρών που επρόκειτο να κατακτηθούν, θα έπρεπε να διασωθούν και να παραδοθούν σ΄ αυτήν (16).
Η IG Farben έχτισε ένα εργοστάσιο παραγωγής συνθετικού καυσίμου και ελαστικού στο Auschwitz. Στο αποκορύφωμα των δραστηριοτήτων του, αυτό το εργοστάσιο χρησιμοποιούσε 83.000 κρατούμενους του στρατοπέδου, με όρους καταναγκαστικής, δουλοκτητικής εργασίας. Περίπου 370.000 κρατούμενοι πέθαναν ως αποτέλεσμα των εργασιακών συνθηκών και του υποσιτισμού. Το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της IG Farben, Schneider, δήλωνε το 1943 : «.. να βγάλουμε όσο μπορούμε περισσότερη δουλειά από τους αιχμαλώτους πολέμου. Ολοι αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να τραφούν, να στεγαστούν και να φροντιστούν έτσι ώστε ν΄ αποσπάσουμε την κατά το δυνατόν περισσότερη δουλειά με το ελάχιστο δυνατό κόστος». Δεν είναι εκπλήσσει, επομένως, ότι, στο φως αυτής της δήλωσης, ότι ο μέσος όρος ζωής σ΄ αυτό το εργοστάσιο-lager ήταν 9 μήνες (17).
Στη δίκη της IG Farben, το 1947-48, στην οποία δικάστηκαν (στις μετά τη Νυρεμβέργη δίκες), από αμερικάνους δικαστές, 24 διευθυντικά της στελέχη, η κατηγορία για χρησιμοποίηση καταναγκαστικής εργασίας (slave labor) δεν έγινε δεκτή (λόγω της «κατάστασης ανάγκης»), παρά μόνο για την οφθαλμοφανέστατη περίπτωση του εργοστάσιου στο Auschwitz, που σκόπιμα η εταιρεία το έχτισε εκεί για να χρησιμοποιήσει την εργασία των εγκλείστων - παρόλο που η IG Farben χρησιμοποίησε καταναγκαστική εργασία σε πολύ περισσότερες περιπτώσεις. Από τους 24, καταδικάστηκαν σε μικρές ποινές οι 13 (ενάμιση έως 8 χρόνια) (18).
Εχει εξαιρετικό ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι αμερικάνοι ήταν πολύ προσεκτικοί, όταν βομβάρδιζαν τη Γερμανία, να μη πλήξουν υπέρμετρα τις εγκαταστάσεις της IG Farben, δεδομένου ότι ήταν γνωστό ότι προμήθευε και τις «Συμμαχικές δυνάμεις» με καύσιμο για αεροπλάνα διαμέσου του ομίλου Ροκφέλερ (Standard Oil). Μάλιστα, ο δικαστής Howard C. Peterson, που επελέγη για ν΄ ασκήσει την ποινική δίωξη κατά της IG Farben στη διάρκεια των δικών της Νυρεμβέργης, ήταν πρώην συνεργάτης της νεοϋρκέζικης νομικής εταιρείας που αντιπροσώπευε, μεταπολεμικά, τα συμφέροντα της IG Farben στις ΕΠΑ (19).
Είναι, επίσης, αξιοπρόσεκτη η μετέπειτα τύχη που είχαν οι εταιρείες που συγκροτούσαν το καρτέλ της IG Farben (στο οποίο επιβλήθηκε να διαλυθεί): από τις τέσσερις μεγαλύτερες, η Bayer, η Basf, και η Agfa, παραμένουν αυξάνοντας τα οικονομικά τους μεγέθη, ενώ η Hoechst συγχωνεύθηκε με τη γαλλική Rhone-Poulenc Rorer, για να συγκροτήσουν την Aventis.
Αξίζει, εν προκειμένω, ιδιαίτερης αναφοράς ο ρόλος της Bayer. Ηταν η εταιρεία του συγκροτήματος που διεξήγαγε πειράματα σε ανθρώπους. Ο διευθυντής του επιστημονικού της τμήματος Wilhelm Mann ήταν, επίσης, διευθυντής και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Degesch, της εταιρείας που είχε την πατέντα και τα πνευματικά δικαιώματα για την παραγωγή του Zyklon B. (Η IG Farben κατείχε το 42% της Degesch, ίδιο ποσοστό με αυτό που κατείχε σ΄ αυτήν μια άλλη χημική βιομηχανία, η Degussa) (20). Ο Mann ήταν υπεύθυνος για εξόντωση πολλών εβραίων και θεωρούσε ότι τα πειράματα σε ανθρώπους ήταν ένα δείγμα προόδου.
Ενας ερευνητής της Bayer, ο Gerhard Domagk, έκανε πειράματα σε ανθρώπους για μικροβιακό πόλεμο, με συμβόλαιο από τα SS. Αργότερα, αυτός ο άνθρωπος πήρε το βραβείο Nobel Ιατρικής για την ανακάλυψη της σουλφοναμίδης. Η σουλφοναμίδη δοκιμάστηκε πρώτα πάνω σε ανθρώπους που τους μόλυναν με γάγγραινα και τελικά πήραν ως θεραπεία τα αντιβιοτικά της Bayer (21).
ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΦΟΡΤΙΑ ΓΙΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ
Στην αλληλογραφία ανάμεσα στη Bayer και στη διοίκηση του Auschwitz φαίνεται καθαρά η εκτέλεση πειραμάτων σε ανθρώπους. Σ΄ ένα από τα έγγραφα της αλληλογραφίας, η Βayer κάνει αναφορά σε μια παραγγελία 150 γυναικών, αναγκαίων για τα πειράματα. Λέει ότι θεωρούνταν «επαρκείς», παρά «την άθλια κατάσταση της υγείας τους» μετά την «παράδοση». Και η επιστολή κατέληγε: «το πείραμα έγινε. Όλα τα αντικείμενα της δοκιμασίας πέθαναν. Θα θέλαμε να σας πληροφορήσουμε ότι θα χρειαστούμε μια νέα παράδοση σύντομα» (22).
Αναφερόμενος στα πειράματα σε ανθρώπους, ο Fritz Ter Meer, πρώην μέλος του διοικητικού συμβουλίου της IG Farben και από το 1956 πρόεδρος της Bayer, δήλωσε στις δίκες της Νυρεμβέργης ότι «οι φυλακισμένοι των στρατοπέδων συγκέντρωσης δεν υποβλήθηκαν σε υπερβάλλοντα πόνο δεδομένου επρόκειτο να σκοτωθούν ούτως ή άλλως» (23).
Όταν μιλάμε για θανατηφόρα πειράματα, που διεξήγαγαν φαρμακευτικές εταιρείες, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε τις δοκιμές του Zyklon B, που έγιναν κατ΄ αρχήν στο Μπούχεβαλντ, δολοφονώντας 250 τσιγγανάκια από το Μπρνο της Τσεχοσλοβακίας (1940) και εν συνεχεία, 600 Σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου και 250 ασθενείς Πολωνούς αιχμαλώτους στο Auschwitz Ι. (1941). Τα πειράματα διαρκούσαν περί τις 20 ώρες… Στο τέλος του πολέμου δύο από τους διευθυντές της Testa, μια από τις εταιρείες που συνεργάστηκαν την προώθηση στην αγορά αυτής της χημικής ουσίας, καταδικάστηκαν σε θάνατο από τους Βρετανούς (24). Εδώ θα πρέπει να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι η εξόντωση εκατοντάδων για την δοκιμή του Zyklon B ως θανατηφόρου αερίου δεν ήταν στο πλαίσιο της χρήσης του από τη ναζιστική μηχανή εξόντωσης, αλλά στο πλαίσιο της «επιστημονικής δοκιμής» από το επιστημονικό προσωπικό των εταιρειών για την αξιολόγηση της καταλληλότητάς του ως τέτοιου – δηλαδή, μια διαδικασία μαζικής εξόντωσης ως μέρος του «ερευνητικού πειραματισμού» της εταιρείας καθαυτής.
Το πρόβλημα των ιατρικών πειραμάτων σε ανθρώπους, η φρίκη του οποίου ήρθε στην επιφάνεια αρχικά στις δίκες της Νυρεμβέργης και εν συνεχεία στην έρευνα που ακολούθησε μετά από αυτές, διατηρεί πλήρως, μέχρι σήμερα, την επικαιρότητα του, καθώς τα πειράματα σε ανθρώπους συνεχίζονται. Οι ίδιες οι δίκες της Νυρεμβέργης προσπάθησαν απλώς να διατυπώσουν μια περιοριστική φόρμουλα, δίνοντας έμφαση στην έννοια της «πληροφορημένης συναίνεσης» (informed consent), αλλά αναγνώριζαν ταυτόχρονα ότι «η ιατρική επιστήμη, εκτός αν οδηγηθεί σε σημείο αποτελμάτωσης, δεν μπορεί να κάνει χωρίς την εφαρμογή σε κατάλληλες περιπτώσεις νέων φαρμάκων και διαδικασιών που δεν έχουν ακόμα πλήρως δοκιμαστεί. Ούτε μπορεί να κάνει τελείως χωρίς επιστημονικά πειράματα στα ίδια τα ανθρώπινα όντα» (25).
Την περίοδο των ιατρικών πειραμάτων σε ανθρώπους, η Γερμανία μοιράζονταν τους ίδιους κανόνες με τις ΕΠΑ και τη Βρετανία, που δεν καταδίκαζαν τα πειράματα σε ανθρώπους. Αυτό που καταδικάστηκε στη Γερμανία ήταν η πολιτική, η φυλετική και η υπερβολική χρήση των πειραμάτων και όχι ο πειραματισμός σε ανθρώπους καθεαυτός. Μάλιστα, η υπεράσπιση των κατηγορουμένων μπόρεσε να χρησιμοποιήσει στοιχεία που έδειχναν την τεχνητή μόλυνση 800 κρατουμένων σε αμερικανικές φυλακές με το μικρόβιο της ελονοσίας, καταδικασμένους σε θάνατο στην Τουρκία που μολύνθηκαν με το βακτηρίδιο του τύφου κλπ. (26)
ΒΙΟΗΘΙΚΗ
Μια σύντομη ματιά στην σχετική με τη Βιοηθική βιβλιογραφία (όπως, πχ, στην «Εγκυκλοπαίδεια της Βιοηθικής») δείχνει την ευρύτατη χρησιμοποίηση ανθρώπων από μειονότητες, καθώς και παιδιών για ιατρικά πειράματα. Τα δόγμα της «πληροφορημένης συναίνεσης» (informed consent) δεν είναι παρά ένα άλλοθι, ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιούνται άτομα που διαβιούν σε ολοπαγή ιδρύματα, καθώς και παιδιά, γιατί υπάρχει, αφενός, του στοιχείο του εκβιασμού, έμμεσου ή άμεσου, για συμμόρφωση έναντι ανταλλαγμάτων, ενώ, αφετέρου, είναι συχνά ο διευθυντής του ιδρύματος που είναι υπεύθυνος για την «πληροφορημένη συναίνεση» και συνήθως την δίνει. Η σπουδή για την ανάπτυξη της γενετικής ιατρικής έχει δημιουργήσει νέους πειρασμούς για πειράματα σε ανθρώπινα όντα (27).
Οι ερευνητές των ιατρικών κέντρων και των φαρμακοβιομηχανιών που κάνουν πειράματα σε ανθρώπους, γνωρίζουν πολύ καλά το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον αυτών που χρησιμοποιούν ως πειραματόζωα και την εξουσία, έως καταναγκασμό, που ασκούν πάνω τους. Κανείς τους, φυσικά, δεν θα δεχόταν την πρόταση του φιλόσοφου Hans Jonas, τα πειράματα σε ανθρώπους, στο βαθμό που κρίνονταν αναγκαία,. να μη γίνονται σε ανθρώπους χωρίς δικαιώματα, ευάλωτους στον εκβιασμό και στον καταναγκασμό, αλλά να τα κάνουν οι ερευνητές στον εαυτό τους (όπως γινόταν σποραδικά το 19ο αιώνα)(28). Όχι μόνο αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, αλλά, αντίθετα, το πρότυπο για τα πειράματα σε ανθρώπους είναι αυτό του πειραματισμού στα ζώα (ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο, που απαιτεί κριτική προσέγγιση), γιατί, αν οι φτωχοί, οι άστεγοι, οι φυλακισμένοι, οι διανοητικά καθυστερημένοι, τα ορφανά έχει αδύναμη φωνή, τα ζώα δεν έχουν καμιά φωνή και είναι ακριβώς η πλήρης έλλειψη φωνής και δικαιωμάτων που χρωματίζει
τη διαδικασία από το ζώο στο ορφανό, μέχρι τον διανοητικά καθυστερημένο (29).
Από αυτή την άποψη, όπως και από άλλες, η συζήτηση για το Auschwitz δεν έχει τελειώσει. Η σιωπή των ιατρικών κοινοτήτων στη Γερμανία και στις ΕΠΑ μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έδειξε την επιθυμία αυτών των ιατρικών κοινοτήτων ν΄ αποστασιοποιηθούν από τις θηριωδίες στο Auschwitz, μέσω της αποσιώπησης και της καλλιέργειας του μύθου ότι τα πειράματα στη ναζιστική Γερμανία ήταν δουλειά «τρελών επιστημόνων».
Στην Ανθολογία του “When Medicine Went Mad”, ο Arthur Caplan λέει: «Δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου συζήτηση στη βιοηθική φιλολογία, για το ρόλο που έπαιξε η ιατρική και η επιστήμη, την περίοδο των Ναζί. Αντί να δουν τη ναζιστική βιο-ιατρική ως ανήθικη, ο χώρος της βιοηθικής έχει γενικά αποδεχτεί τους μύθους ότι η ναζιστική ιατρική ήταν είτε ανόητη, είτε παράφρων, είτε εξαναγκασμένη. Υποστηρίζοντας αυτούς τους μύθους, η βιοηθική μπόρεσε να αποφύγει μιαν οδυνηρή αντιμετώπιση του γεγονότος ότι πολλοί από αυτούς που έκαναν τα εγκλήματα στο Ολοκαύτωμα ήταν ικανοί γιατροί και επαγγελματίες της υγείας που λειτουργούσαν στη βάση των ηθικών τους πεποιθήσεων. Μια ομίχλη δικαιολογιών, ψεμάτων και απενοχοποίησης έχει πέσει πάνω από τα κρεματόρια και τα εργαστήρια των στρατοπέδων συγκέντρωσης» (30).
Δεν πέρασε πολύς χρόνος μετά το τέλος του πολέμου και οι λεγόμενες «καλές πλευρές» των ευρημάτων από τα κτηνώδη πειράματα πέρασαν στον κύριο κορμό της ιατρικής των καπιταλιστικών χωρών τις επόμενες δεκαετίες. Το 1984 αποκαλύφθηκε ότι βρετανός ερευνητής χρησιμοποιούσε τις πληροφορίες από πειράματα των ναζί για την υποθερμία. Το 1996 αποκαλύφθηκε ότι η κατά τα άλλα αξιόπιστη «Τοπογραφική και Εφαρμοσμένη Ανατομία το Ανθρώπου» του Pernkopf περιείχε εικόνες που μάλλον προέρχονταν από πτώματα θυμάτων των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Τέλος, οι ΕΠΑ, που χρησιμοποίησαν στελέχη του ναζιστικού καθεστώτος από το χώρο της επιστήμης, της τεχνολογίας των κρατικών υπηρεσιών κλπ, είναι γνωστό ότι αποφάσισαν να μην ασκήσουν δίωξη τους Γιαπωνέζους για σχεδόν παρόμοια πειράματα σε περίπου τρεις χιλιάδες θύματα (πολλά από τα οποία ήταν αμερικανοί αιχμάλωτοι), με αντάλλαγμα τις πληροφορίες από αυτά τα πειράματα (31).
Αλλωστε, πειράματα εγκληματικού χαρακτήρα, ενάντια σε κάθε δεοντολογία διεξάγονται, σήμερα, όχι μόνο στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, αλλά μέσα στις ίδιες τις ΕΠΑ με ομάδες – στόχους άτομα από φτωχές οικογένειες, όπως για παράδειγμα, έγκυες γυναίκες - αργότερα και νοητικά καθυστερημένα παιδιά - στις οποίες χορηγούσαν ραδιενεργό σίδηρο (32).
ΖΟΦΕΡΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ: Η ΝΕΑ ΕΥΓΟΝΙΚΗ
Σ΄ ένα πρόσφατο αφιέρωμα της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», με τίτλο «γιατί
πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι», μεταξύ άλλων πολλών λόγων για τους οποίους θα έπρεπε να είμαστε «αισιόδοξοι για το μέλλον» είναι και το γεγονός ότι «θα βρεθεί το γονίδιο της ψυχικής ασθένειας» (33).
Το ερώτημα είναι πόσο πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι αν η αντίληψή μας για την ψυχική ασθένεια είναι τέτοια που ν΄ ανάγει τη λύση του προβλήματος στα γονίδια και στις παρεμβάσεις σ΄ αυτό το επίπεδο. Είναι εύλογο ν΄ αναρωτιώμαστε τι επιφυλάσσει η νέα περίοδος, όπου τα επιτεύγματα των νευροεπιστημών και της μοριακής βιολογίας («Δεκαετία του Εγκεφάλου» και «Πρόγραμμα του Ανθρώπινου Γονιδιώματος») έχουν μετατραπεί από πολλούς σε συνθήματα που έχουν προσλάβει, στο φαντασιακό επιστημόνων και απλών ανθρώπων, εσχατολογικές διαστάσεις, με την υπόσχεση ότι πλησιάζει η στιγμή που θα βρεθεί το «μυστικό της νόησης» και το «κλειδί του γενετικού προγράμματος», που θα δώσουν τη δυνατότητα, τα «σφάλματα της φυσικής επιλογής» να διορθωθούν με μιαν ανθρώπινη παρέμβαση. Με τη νέα ευγονική, που στη θέση των υποχρεωτικών στειρώσεων, της επιλεκτικής αναπαραγωγής και της γενοκτονίας του παρελθόντος (και χωρίς ν΄ αποκλείεται η, σε άλλοτε άλλη έκταση, επανάληψή τους), δημιουργεί τους όρους για τη χειραγώγηση, όλο και περισσότερο, της ίδιας της επιθυμίας για τη βελτιστοποίηση του εαυτού μέσω παρεμβάσεων στο γενετικό υλικό.
«ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΟ-ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ-ΒΙΟΛΟΓΙΚΟ»
Η βιολογικοποίηση των ψυχικών δυσκολιών (αυτών που είναι το πεδίο ενδιαφέροντος της ψυχιατρικής), πριν από μια υπόθεση που γεννιέται από εμπειρικές ενδείξεις, είναι ένα συμπέρασμα που εξάγεται από μια βαθύτερη εννοιολογική διαστρέβλωση. Υπάρχει εδώ μια αντιστροφή, που παρουσιάζει μιαν εκπληκτική επιμονή μέσα σ΄ ολόκληρη την ιστορική της διαδρομή: πρώτα η υιοθέτηση του «ακατανόητου» και μετά η απόδοση του βιολογικού προσδιορισμού. Η απόδοση στον ψυχικό πόνο ενός πρωτίστως βιολογικού προσδιορισμού, είναι (όπως έλεγε ο Basaglia), πριν απ΄ οτιδήποτε άλλο, μια αμυντική κίνηση τη «κακής συνείδησης» της Ψυχιατρικής, η οποία, ανίκανη αποδεχτεί ένα πραγματικό διάλογο με τη γλώσσα της ψυχικής οδύνης, καταφεύγει στη διακήρυξη της «ακατανοησιμότητας» και ψάχνει, κατά συνέπεια, ένα βιολογικό άλλοθι, που μετατρέπει τη δική της επικοινωνιακή ανικανότητα σε «επιστημονική» ρητορική.
Όταν πάψουμε να βλέπουμε στο γονίδιο τον βιολογικό Γκοντό της ψυχιατρικής (του οποίου η έλευση μάλλον μάταια αναμένεται), όταν πάψουμε ν΄ αναζητάμε τεχνικές λύσεις σ΄ ένα πρόβλημα που έχει διατυπωθεί εσφαλμένα, τότε θα μπορέσουμε να δούμε ότι δεν είναι δυνατό να εναποτεθεί σε μιαν αλλαγή των τεχνικών μεθόδων, φαρμακολογικών ή άλλων, αυτό που αρμόζει στην αλλαγή των διαπροσωπικών και κοινωνικών σχέσεων και ρόλων και κατά συνέπεια, των σχέσεων εξουσίας και των αντίστοιχων αντιλήψεων και της κουλτούρας που τις διέπει – εν τέλει, των αντιλήψεών μας για το τι είναι υγεία της ψυχής, τι είναι υγεία γενικότερα (34).
Τότε θα μπορέσουμε να δούμε τη σχετικότητα της υγείας (στο βαθμό που ταυτίζεται με την παραγωγικότητα) και της αρρώστιας (ως ανικανότητας για συμμετοχή στην παραγωγική διαδικασία) και να δεχτούμε ότι, αν υπάρχει μια νόρμα, αυτή είναι η ίδια η ζωή. Ότι έχουμε, δηλαδή, να κάνουμε με μιαν υγεία που διαρκώς απειλείται από την αρρώστια και μιαν αρρώστια που είναι παρούσα στην υγεία. Υγεία και αρρώστια, σαν καταστάσεις ανθρώπινες, θα έπρεπε να θεωρούνται ως οι δυο διαλεκτικοί πόλοι της πραγματικότητας του ανθρώπου, που κινείται ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο (35).
Αυτό που αντιμετωπίζει σήμερα η ψυχιατρική ως κίνδυνο είναι η πλήρης απορρόφησή της από τη βιο-ψυχιατρική, η οποία, όσο σαθρά κι΄ αν είναι τα θεμέλιά της, όσο μισές κι΄ αν είναι οι αλήθειες της, τόσο περισσότερο προπαγανδίζεται και προωθείται από το βιο - φαρμακο - βιομηχανικό σύμπλεγμα και τόσο περισσότερο προωθεί την ιατρικοποίηση των διαφορών ανάμεσα στους ανθρώπους (της πιο λεπτής εγκεφαλικής βιο-διαφορετικότητας).
Γι΄ αυτό, σήμερα που η επέκταση του πεδίου της βιο-πολιτικής έχει πάρει χωρίς προηγούμενο διαστάσεις, το ζήτημα του ποιος ελέγχει, αποφασίζει και επωφελείται από τις έρευνες και τις εν δυνάμει τροποποιήσεις στον ίδιο τον εγκέφαλο και στο ανθρώπινο γονιδίωμα (όπως και στη γενετική υπόσταση όλων των έμβιων όντων), είναι στρατηγικής σημασίας, ξεπερνάει τα όρια της ψυχιατρικής και των βιο-επιστημών γενικότερα και απαιτεί μια ριζική πολιτική απάντηση.
Βιβλιογραφικές αναφορές:
1.Moishe Postone: «Οι ιστορικοί και το Ολοκαύτωμα», εκδ Ισνάφι. Ιωάννινα, 2006. Επιμέλεια-Επίμετρο Σάββας Μιχαήλ.
2. οππ.
3.Franco Basaglia: “La Giustizia che puniche”, 1971. Περιλαμβάνεται στο δεύτερο τόμο των κειμένων του, «Scitti» ΙΙ, 1966-80, Einaudi, 1982.
4.Μισέλ Φουκώ: «Ιστορία της σεξουαλικότητας.1.Η δίψα της γνώσης», κεφ. 5. Εκδ. Ράππα, 1978.
5.Franco Basaglia: Εισαγωγή στο “Morire di classe”, 1969. Περιλαμβάνεται στον δεύτερο τόμο των κειμένων του, «Scritti» II, οππ..
6. οππ.
7.οππ.
8.Αναφέρεται από τον Franco Basaglia στο «La Giustizia che puniche», οππ.
9.Primo Levi : «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος», 1947, εκδ. Αγρα, 1997.
10.Franco Basaglia : “La Giustizia che puniche”, οππ.
11.Franco Basaglia : “Follia/Delirio”, “Scritti” II, 1982.
12.Michael Von Cranach : «Η ευθανασία στους ψυχασθενείς κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στη Γερμανία», 1985. Δημοσιεύεται στα «Τετράδια Ψυχιατρικής», Νο 47, 1994.
13.Α.Viallard : «Ψυχίατροι στην περίοδο του Ναζισμού», 1991. Δημοσιεύεται στα «Τετράδια Ψυχιατρικής», Νο 47, 1994.
14. οππ.
15.Joseph Borkin : “ The crime and Punishment of IG Farben” New York, Free Press, 1978. Επίσης: IG Farben, IG Farben Trial, Bayer, Basf, Zyklon B : Wikipedia, the free encyclopedia”. Επίσης : Press Release from the 50th anniversary of the Nurnberg Trials, on 27 October, 1996. Επίσης : Dennis Behreandt : “The crimes of IG Farben”, 14 Νοέμβρη 2006, περιοδικό New American (TNA ONLINE).
16. οππ.
17. οππ.
18. οππ.
19. οππ.
20. οππ.
21. οππ.
22. οππ.
23. οππ.
24. οππ.
25. Human experimentation: Before the Nazi Era and After.
26. οππ.
27. οππ.
28. οππ.
29. οππ.
30. οππ.
31. οππ.
32.John W. Whitehead : “Inhumane Experiments on Children in America”. 18 Απριλίου 2005.www. rutherford. οrg/articles. Επίσης, Experiments on children continue: Silent Holocaust among us. 16 Ιανουαρίου 2006. Buzzflash. com. Επίσης, Pravda: Russian babies fall victims to bio experiments. 7 Ιουνίου 2004.
33.Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 20 Ιανουαρίου 2007, στο «Φάκελο» του Σαββάτου, που επιμελήθηκε ο Τ. Μίχας με τίτλο «Γιατί πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι», όπου φιλοξενεί κείμενα 16 αμερικάνων επιστημόνων και διανοητών, που περιστρέφονται γύρω από το λαμπρό μέλλον που μας υπόσχονται οι θετικές επιστήμες. Το εν λόγω κείμενο έχει τον αποφατικό τίτλο «θα βρεθεί το γονίδιο της ψυχικής ασθένειας» και αναφέρεται συγκεκριμένα στη σχιζοφρένεια. Υπογράφεται από τον Σάμιουελ Μπαρόντες, καθηγητή Νευροψυχολογίας στην Καλιφόρνια.
34. Furio Di Paola : “ L’ istituzione del male mentale”, manifesto libri, 2000.
35. Franco Basaglia : “Il concetto di salute e malattia”, Scritti II, οππ.
...Η ΑΝΑΓΚΗ (ΚΑΙ) ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Είναι γνωστό ότι σ΄ αυτή την εποχή της όψιμης παγκοσμιοποίησης του καπιταλισμού, ορισμένες από τις πιο ισχυρές πολυεθνικές, που κυριαρχούν στο διεθνές οικονομικό στερέωμα, είναι αυτές που λειτουργούν στην εξαιρετικά κερδοφόρα αλυσίδα του βιο- φαρμακο - βιομηχανικού συμπλέγματος. Αυτές, δηλαδή, που εκμεταλλεύονται τα επιτεύγματα της βιοτεχνολογίας (έχοντας κατοχυρώσει δικαιώματα εκμετάλλευσης – «πατέντα» - του γενετικού υλικού φυτικών και ζωικών ειδών, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπινου γονιδιώματος) και εμπλέκονται στη παραγωγή και διακίνηση του φάρμακου.
Ειδικότερα ως προς το φάρμακο (στη περίπτωσή μας, το ψυχοφάρμακο), οι αποκαλύψεις που, η μια πίσω από τη άλλη, γίνονται διεθνώς, δεν μπορούν ν΄ αφήσουν κανένα επαγγελματία ψυχικής υγείας να εφησυχάζει και χωρίς διαρκώς να επαγρυπνεί και ν΄ αναρωτιέται για το τι ξέρουμε και τι μας κρύβουν για τα ψυχοφάρμακα (κυρίως τις παρενέργειές τους) κι΄ ακόμα περισσότερο, για ποια Ψυχιατρική, ποια εκπαίδευση και ποια θεραπευτική πρακτική μιλάμε. Μια κακοήθης διαπλοκή, με βαθιές ρίζες, απλώνεται σε πλανητικό επίπεδο, ανάμεσα σε πολυεθνικές του φάρμακου, πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα και λειτουργούς, κάτω από τη σημαία της Βιολογικής Ψυχιατρικής, αυτής που κυριαρχείται από το «βιολογικό» και, κατ΄ επέκτασιν, το «φαρμακευτικό» μοντέλο – ένα μοντέλο που, πέρα απ΄ όλα τα άλλα, είναι το πιο ταιριαστό και ενσωματωμένο στην επιδίωξη των φαρμακευτικών εταιρειών ν΄ αυξάνουν με κάθε τρόπο τις πωλήσεις και τα κέρδη τους.
Αυτή η πλανητική κυριαρχία του βιο-φαρμακο–βιομηχανικού συμπλέγματος, δεν περιορίζεται, ούτε ανάγεται, απλώς, στην επιδίωξη των πολυεθνικών του φάρμακου να χειραγωγούν (εκμαυλίζοντας) θεσμούς, φορείς και πρόσωπα (πράγμα που, ούτως ή άλλως, κάνουν), αλλά είναι σε θέση να επικαθορίζει βαθύτερα τις κατευθύνσεις στο χώρο της Ψυχιατρικής και της ψυχικής υγείας γενικότερα, επηρεάζοντας την ίδια την ψυχιατρική κουλτούρα – επηρεάζοντας, δηλαδή, το ίδιο το διαγνωστικό/ νοσολογικό σύστημα στη συγκρότησή του, και καναλιζάροντάς το προς την κερδοφόρα χορήγηση του «κατάλληλου φάρμακου», για ν΄ αντιμετωπιστούν οι διαγνώσεις με τις οποίες ετικετάρεται ο ψυχικός πόνος.
Από τη στιγμή που το φάρμακο είναι εμπόρευμα, φορέας, δηλαδή, όχι μόνο «αξίας χρήσης», αλλά και «ανταλλακτικής αξίας», δεν μπορεί να ξεφύγει από τους νόμους της καπιταλιστικής αγοράς, τους νόμους που διέπουν την κερδοφόρα παραγωγή του προϊόντος, τους τρόπους προώθησης και της εν τέλει πώλησής του στον τελικό αποδέκτη – με απαραίτητο, στην περίπτωσή μας, ενδιάμεσο («μεσάζοντα») το γιατρό.
Γνωρίζουμε, βέβαια, ότι η έρευνα στο χώρο των νευροεπιστημών ήταν τα
τελευταία χρόνια τόσο εκρηκτική που, σε συνδυασμό με τη «χαρτογράφηση του ανθρώπινου γονιδιώματος», οδήγησε στο χαρακτηρισμό της τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα, ως «Δεκαετίας του Εγκεφάλου» (“Decade of the Brain”).
Το αποτέλεσμα ήταν ότι, η διαπίστωση, αφενός, της (υπαρκτής) θεραπευτικής επίδρασης των ψυχοφαρμάκων και η ανάπτυξη, αφετέρου, των τεχνικών λειτουργικής απεικόνισης του εγκεφάλου (μαγνητική απεικόνιση, τομογραφία ποζιτρονίου, τομογραφία μέσω υπολογιστή με ταχεία έγχυση σκιαγραφικής ουσίας), που έδωσε θεαματικά ευρήματα, οδήγησαν στην ισχυροποίηση της Βιολογικής Ψυχιατρικής, σε σημείο που αυτή να γίνει βαθμιαία δυνατό να παρουσιάσει τον εαυτό της ως τον αντιπρόσωπο των νευροεπιστημών στην Ψυχιατρική.
Ψυχικές ασθένειες, όπως η σχιζοφρένεια και η μανιοκαταθλιπτική ψύχωση, χαρακτηρίζονται, πλέον, ανοιχτά «ασθένειες του εγκεφάλου» (brain diseases), με «αναγνωρίσιμες αλλαγές στην εγκεφαλική δομή και λειτουργία».
Σε ποιο, όμως, βαθμό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ο ισχυρισμός της Βιολογικής Ψυχιατρικής ότι είναι ο αντιπρόσωπος των νευροεπιστημών στην Ψυχιατρική και στην ψυχική υγεία γενικότερα ;
Η ανάπτυξη των γνώσεών μας για τον ανθρώπινο εγκέφαλο δίνει πράγματι το «χρίσμα» στη Βιολογική Ψυχιατρική, στις θεωρίες της για την ψυχική διαταραχή και στις θεραπευτικές μεθόδους που ακολουθεί;
Οι τωρινές, πιο ακριβείς γνώσεις μας για τους νευρώνες, τους χημικούς νευρομεταβιβαστές και τα εγκεφαλικά κυκλώματα, επιτρέπουν πράγματι εκφράσεις (ή και θέσφατα) του τύπου «οι γενετικές αιτίες της κατάθλιψης», ή «οι ανωμαλίες των εγκεφάλων των σχιζοφρενών»;
Οι ίδιοι οι νευροεπιστήμονες είναι, συνήθως, πολύ πιο προσεχτικοί και μετρημένοι στις δηλώσεις τους από τους βιοψυχίατρους, που βιάζονται, κάνοντας τεράστια λογικά άλματα, να διακηρύξουν «αιτίες», εκεί που οι πιο σοβαροί εκ των νευροεπιστημόνων βλέπουν μόνο ενδείξεις, αμφισημίες και αντιφάσεις.
Μάλιστα, στην ανάγνωση που γίνεται, συνήθως, του λεγόμενου «βιο-ψυχο-κοινωνικού μοντέλου», η ψυχολογική και η κοινωνική παράμετρος ρυθμίζουν, στην καλλίτερη περίπτωση, απλώς το χρόνο, την ένταση και τη συχνότητα εκδήλωσης μιας προδιαγεγραμμένης, προϋπάρχουσας οντότητας, βιολογικής αρχής, που περιέχει, στο επίπεδο αυτό, όλα τα ουσιώδη - εξήγηση, αιτία και νόημα - ενώ τα άλλα επίπεδα δεν ρυθμίζουν παρά δευτερεύουσες πτυχές της ασθένειας. Υπ΄ αυτή τη μορφή, το «βιο-ψυχο-κοινωνικό μοντέλο» δεν λειτουργεί παρά ως μανδύας του «βιολογικού/οργανικού μοντέλου».
Για μια ακόμα φορά επιβεβαιώνεται ότι η Ψυχιατρική αποτελεί «ένα προβληματικό κόμβο ιστορικών (και πολιτιστικών) αντινομιών και αντιφάσεων, που έχει πάντα την τάση να καταβροχθίζεται από το κυρίαρχο ιδεολογικό σύστημα» (Eugenio Borgna).
Ο ορίζοντας της σύγχρονης Βιοψυχιατρικής συμπίπτει με αυτό που θα αποκαλούσαμε «νεοκρεπελινισμό».
Αυτό φαίνεται και από τον τρόπο που η Βιοψυχιατρική επιχειρεί ν΄ απαντήσει σ΄ ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα της Ψυχιατρικής – αυτό, δηλαδή, που εκφράζεται με το «σχίσμα», που ενυπάρχει σ΄ αυτήν, ανάμεσα στην αιτιολογία και τη νοσολογία. Γνωρίζουμε ότι, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στην υπόλοιπη ιατρική, η Ψυχιατρική αισθάνθηκε αναγκασμένη να παράγει μια νοσολογία (πάνω σε μια περιγραφική, ταξινομητική βάση) όλο και πιο αποσυνδεδεμένη από την αιτιολογία (που ανάγεται στη εμπειρική, συνήθως εγκεφαλική, έρευνα). Αυτό το «σχίσμα» επιχειρεί στις μέρες μας να γεφυρώσει η Βιοψυχιατρική, απλοποιώντας στο έπακρο ένα εξαιρετικά σύνθετο και πολύπλοκο φαινόμενο, όπως είναι αυτό του ανθρώπινου ψυχισμού.
Παρόλο που τα ευρήματα των νευροφυσιολογικών ερευνών δεν συνιστούν παρά «ενδείξεις» για μιαν ορισμένη γενετική «προδιάθεση», για μιαν ορισμένη «κατάσταση» της δομής του εγκεφάλου και για τη «συμπεριφορά» ορισμένων νευρομεταβιβαστών, πχ, στα άτομα με σχιζοφρένεια - ενδείξεις που επιδέχονται πολλαπλές αναγνώσεις και οπωσδήποτε, πολύ απέχουν από το να είναι σε θέση να αναβαθμιστούν σε «αιτίες» - θεωρήθηκε ότι υπάρχουν, πλέον, οι όροι, για την «επιστημονική» εγκαθίδρυση αυτού που, ανεπιτυχώς, είχε επιδιώξει ο Κρέπελιν - της αντιστοίχησης, δηλαδή, του νοσολογικού ταξινομικού συστήματος (σήμερα του DSM IV) μ΄ ένα συγκεκριμένο οργανικό/βιολογικό υπόστρωμα της ψυχικής διαταραχής, σε μια σχέση αιτίας (το δεύτερο) κα αποτελέσματος (το πρώτο).
Γιατί, όμως, οι αλλοιώσεις, που ανευρίσκονται στους εγκεφάλους σχιζοφρενών, μέσω νεκροτομικών ευρημάτων, να είναι «αιτία» και όχι «αποτέλεσμα» – γιατί να μην οφείλονται, δηλαδή, σε μιαν επίδραση στον εγκέφαλο της προσωπικής ιστορίας του ατόμου, της «καριέρας» του ως ψυχασθενή. Γιατί η συσσώρευση περιβαλλοντικών αιτιών (συχνά ιατρογενών) δεν θα έπρεπε να παράγει αποτελέσματα στον εγκέφαλο, υπό μορφήν αλλοιώσεων, που αποκαλύπτονται εκ των υστέρων, μέσω του ΒΙ (ενίοτε και μετά θάνατον) και που ταυτολογικά επιβεβαιώνουν την ιατρική διαγνωστική ετικέτα;
Αλλωστε, σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις και δηλώσεις κατ΄ εξοχήν ειδικών της νευρο-απεικόνισης (ΒΙ) (που δημοσιεύουν οι New York Times, 18-10-05), αναγνωρίζεται ότι «η επιστημονική κοινότητα ήταν υπερβολικά αισιόδοξη σχετικά με το πόσο γρήγορα η ΒΙ θα είχε επίδραση στην Ψυχιατρική» και ότι «διαφορές που παρατηρούνται στη δομή του εγκεφάλου, άλλοτε είναι στα πλαίσια της ποικιλίας που υπάρχει στον γενικό πληθυσμό (αυτό που είναι «θερμή κηλίδα» σ΄ έναν εγκέφαλο είναι κανονική δραστηριότητα σ΄ έναν άλλο) και άλλοτε πρόκειται για στοιχεία αντιφατικά, ασαφή και αυτοαναιρούμενα». «Στον ενθουσιασμό τους, οι άνθρωποι ξέχασαν ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι το πιο πολύπλοκο αντικείμενο στην ιστορία των ερευνών για τον άνθρωπο και δεν είναι καθόλου εύκολο να δούμε τι δεν πηγαίνει καλά», δηλώνει ο Steven Hayman, καθηγητής της Νευροβιολογίας στο Harvard και πρώην διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας (NAMI) στις ΕΠΑ. Το συμπέρασμα είναι ότι, ύστερα από 30 χρόνια νευροαπεικονιστικών ερευνών, δεν έχει αναπτυχθεί κανένα τυποποιημένο εργαλείο για τη διάγνωση ή τη θεραπεία των ψυχιατρικών διαταραχών, βασισμένο πάνω στις απεικονιστικές μελέτες.
Από την άλλη, οι λεγόμενες «βιοχημικές θεωρίες» για τις ψυχικές διαταραχές έχουν καθηλωθεί σε αρχαϊκά επεξηγηματικά μοντέλα. Όπως τονίζει ο Elliot S. Valenstein, (1998), «εάν εξετάσει κανείς όλα αυτά που έχουμε μάθει για τα ψυχοφάρμακα, είναι εκπληκτικό πόσο λίγο έχουν αλλάξει, στη διάρκεια μισού αιώνα, οι βιοχημικές θεωρίες των ψυχικών διαταραχών. Αν κρίνουμε και από τα νεότερα αντιψυχωσικά φάρμακα, που έχουν βγει στην αγορά, βλέπουμε ότι τον πρωταρχικό ρόλο για την σχιζοφρένεια εξακολουθεί να τον κατέχει η ντοπαμίνη. Από τι άραγε εξαρτάται αυτός ο συντηρητισμός; Είναι άραγε το αποτέλεσμα μιας τύχης, ήδη από την αρχή, που μας έδωσε τη σωστή θεωρία; Αυτό που συμβαίνει είναι ότι ο συντηρητισμός αυτός αντανακλά δύο γεγονότα. Το πρώτο είναι ότι θεωρείται προτιμότερο να διατηρούμε μιαν εσφαλμένη θεωρία, αντί να παραδεχτούμε την άγνοιά μας.. Τα δεύτερο είναι η τάση των φαρμακευτικών εταιρειών να παράγουν φάρμακα, που είναι παρόμοια με αυτά που έχουν ήδη πουληθεί με επιτυχία, πράγμα που δίνει μια φαινομενική υποστήριξη στις υπάρχουσες θεωρίες, χωρίς ποτέ να τις βάζει σε δοκιμασία».
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ήταν η ανακάλυψη, στη δεκαετία του 50, των σύγχρονων ψυχοφαρμάκων και η σχετική επιτυχία που είχαν στον έλεγχο των συμπτωμάτων των σοβαρών ψυχικών διαταραχών, που έθρεψε την πίστη και αύξησε το κύρος της Βιολογικής Ψυχιατρικής. Η ίδια σχετική επιτυχία έθρεψε και τη λογική της «θεραπείας συντήρησης» (maintenance), ως παθητικής παραμονής του ασθενή σε μια κατάσταση ελλειμματική, με την προσδοκία πιο αποτελεσματικών μέσων θεραπείας – ίσως του τέλειου φάρμακου, που θα θεραπεύει πλήρως την ψυχική διαταραχή. Κι΄ αυτό, παρόλο που δεν υπάρχει παρά μια εξαιρετικά ισχνή εμπειρική βάση απ΄ όπου αντλείται και όπου στηρίζεται η πίστη στην πανάκεια των ψυχοφαρμάκων : δεν είναι παρά το εμπειρικό γεγονός ότι το φάρμακο «λειτουργεί»…Είναι αυτό που καλλιεργεί ένα είδος θεωρητικής προκατάληψης, που οδηγεί σε ανεξέλεγκτα συμπεράσματα για αιτίες και διαγνωστικές ετικέτες.
Στην πρακτική των υπηρεσιών ψυχικής υγείας, η χρήση των ψυχοφαρμάκων, από βοήθεια στη θεραπεία, μετατρέπεται σε πρωταρχική παρέμβαση, που υποβαθμίζει όλα τα υπόλοιπα σε μια καθαρά δορυφορική παρέμβαση, σε πρακτικές στήριξης των φαρμακολογικών θεραπειών. Μπροστά στην «αποτελεσματικότητα» του φαρμάκου, στην ικανότητά του, δηλαδή, να δίνει ταχείες απαντήσεις οι ψυχιατρικοί λειτουργοί, μη γιατροί, περιθωριοποιούνται σ΄ ένα συμπληρωματικό ρόλο. Στην ίδια λογική, όλο και περισσότεροι γιατροί αποποιούνται την εφαρμογή συνθετικά αρθρωμένων διαδικασιών θεραπείας, υιοθετώντας το ρόλο του «ειδικού στο φάρμακο», ως την κύρια ιδιότητα του ψυχιάτρου που τον διαχωρίζει από τις άλλες ειδικότητες.
Το πιο πρόσφατο επιχείρημα των φαρμακευτικών πολυεθνικών για την προώθηση των ψυχοφαρμάκων στην αγορά είναι ότι αυτά θα έπρεπε να είναι όλο και «πιο ειδικά». Μ΄ αυτό εννοούν την αύξηση της ειδικότητας της δράσης των φαρμάκων με τη φαρμακολογική έννοια και όχι με τη λειτουργική. Παράγονται φάρμακα ικανά να συνδέονται επιλεκτικά με ιδιαίτερους τύπους υποδοχέων στις συνάψεις. Αυτή η αύξηση της «ειδικότητας» «προς τα κάτω», προς το νευρο-βιο-χημικό επίπεδο, δεν σημαίνει ότι το φάρμακο είναι «πιο ειδικό» στο επίπεδο των συμπτωμάτων, των διαταραχών, των ψυχικών φαινομένων. Το μάρκετινγκ, όμως, που γίνεται για την προώθησή τους στην αγορά, τα παρουσιάζει ως «εξόχως ειδικά» και ικανά να χτυπούν επιλεκτικά και να εξουδετερώνουν τις χημικές εστίες (σε επίπεδο, μάλιστα, κάτω από τους υποδοχείς των συνάψεων, που εμπλέκονται σε κάθε ψυχική διαταραχή, στο μόριο).
Ο Valenstein ξεκαθαρίζει ότι, αντίθετα, «η αυξανόμενη «ειδικότητα» «προς τα κάτω» μεταφράζεται σε «μη ειδικότητα» «προς τα πάνω» Ετσι, το Prozac και άλλα φάρμακα SSRI’s (επιλεκτικοί αναστολείς επαναρρόφησης σεροτονίνης), που αρχικά παρουσιάστηκαν ως ειδικά για την «κατάθλιψη», αργότερα άρχισαν να συνταγογραφούνται για την «ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή», για την «διαταραχή πανικού», για διάφορα προβλήματα σχετικά με την «πρόσληψη της τροφής» (και ανορεξία και βουλιμία), για το «σύνδρομο προεμμηνορυσιακής δυσφορίας», για το «σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας», για την εξάρτηση από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, για την «κοινωνική φοβία», για τις ημικρανίες, την αρθρίτιδα, τον αυτισμό, για προβλήματα συμπεριφορικά, συναισθηματικά και άλλα». Είναι αυτός ακριβώς χαρακτήρας της «μη ειδικότητας» (όχι μόνο στη δράση των ψυχοφαρμάκων, αλλά και άλλων παραμέτρων που εμπλέκονται στην θεωρούμενη ως παθολογική συμπεριφορά - όπως η «υψηλή» και «χαμηλή έκφραση» του συναισθήματος κλπ) που θα άξιζε να τύχει ιδιαίτερης προσοχής και έρευνας, αλλά, προφανώς, αυτό δεν εμπίπτει στα πεδία του ενδιαφέροντος; των πολυεθνικών εταιρειών, που είναι οι κύριοι χρηματοδότες της έρευνας σ΄ αυτό τον τομέα.
Από την ανακάλυψη της δομής του DNA, το 1953 και με την άνθηση της μοριακής βιολογίας από την δεκαετία του 60, η αναγωγιστική προσέγγιση ταυτίστηκε, στη βιολογία, με την αναγωγή στα μόρια, αποκτώντας, πλέον, με την διαδοχική, σε ευθεία γραμμή, επέκταση της εφαρμογής της (στην Ψυχιατρική, στην Ψυχολογία, στην Κοινωνιολογία κλπ), τον χαρακτήρα, όχι, όπως παλιότερα, ενός «επιστημονικού προγράμματος», αλλά ενός τρόπου σκέψης, μιας νοοτροπίας χυδαιο-υλιστικής κατεύθυνσης.
Φαινόμενα όπως η ομοφυλοφιλία, ή η βία στα γκέτο των πόλεων συνοδεύονται από «δείκτες πρόβλεψης» σε «μοριακό επίπεδο» (που δίνουν, δηλαδή, μια «μοριακή εξήγηση»). Πρώτα με την «πραγμοποίηση» (την μεταμόρφωση μιας διαδικασίας αλληλεπίδρασης, μιας σχέσης κοινωνικής/διϋποκειμενικής, σε σταθερό «χαρακτηριστικό», όπως, για παράδειγμα, «επιθετικότητα», «ευφυία», «αλτρουϊσμός» κλπ), έπειτα με την αυθαίρετη «ποσοτικοποίηση» (μια «ιδιότητα», που προκύπτει αφού πραγμοποιηθεί ένα «χαρακτηριστικό», στην οποία αποδίδεται μια αριθμητική αξία - πχ το IQ - η οποία, με τη σειρά της, γίνεται αντικειμενική μέτρηση της συμπεριφοράς), κατόπιν η «βιολογικοποίηση» μιας «στατιστικής κανονικότητας» και τέλος, η αιτιώδης εξήγηση μιας «ανώμαλης» συμπεριφοράς,
Μ΄ αυτή τη διαδικασία «μείωσης και πτώχευσης ενός υψηλού επιπέδου προς ένα κατώτερο», αυτό που αναπαράγεται είναι, μεταξύ άλλων, η κλασσική αντίληψη για το «ακατανόητο» της ψύχωσης, που διατύπωσε ο Jaspers στο έργο του «Γενική Ψυχοπαθολογία»*. Η σύμπτωση της κλασσικής Ψυχιατρικής με τη βιολογική / μοριακή εξήγηση του ψυχικού πόνου γίνεται ακριβώς στο πεδίο που αφορά τον αποκλεισμό του ψυχωτικού ασθενή από το νόημα του περιεχομένου της εμπειρίας του, η οποία θεωρείται ότι στερείται «προθετικότητας».
Ο Basaglia (1966) θεωρούσε ως άμυνα της «κακής συνείδησης» της Ψυχιατρικής, την απόδοση της ψυχικής διαταραχής σε βιολογικά αίτια, καθώς, μπροστά στην ανικανότητά της ν΄ αποδεχτεί ένα σοβαρό διάλογο με τη «γλώσσα» της ψυχικής οδύνης, καταφεύγει στο «ακατανόητο» και εν συνεχεία ψάχνει για ένα βιολογικό άλλοθι, που μετατρέπει την επικοινωνιακή της ανικανότητα σε επιστημονική «ρητορική». Μιας Ψυχιατρικής, που, ακόμα κι΄ όταν (ή, όσο περισσότερο) δεν μπορεί να κατανοήσει, πρέπει οπωσδήποτε να ελέγξει (να εγκλείσει, να περιορίσει).
* Ο Jaspers θεωρούσε ότι το σχιζοφρενικό σύμπτωμα είναι κάτι με το οποίο ο θεραπευτής δεν μπορεί να νοιώσει «εμπάθεια» (empathy). «Η έρευνα των βασικών βιολογικών γεγονότων και η πλήρους νοήματος εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας αποκορυφώνεται σε μια διαφοροποίηση των ειδών της ανθρώπινης ζωής : την ενιαία ανάπτυξη της προσωπικότητας (βασισμένη πάνω σε μια κανονική βιολογική πορεία, διαμέσου των διαφόρων ηλικιακών περιόδων και των αντίστοιχων φάσεων) και την διάρρηξη της ζωής που σπάζει στα δύο και καταρρέει επειδή, σε μια δεδομένη στιγμή, ένα προτσές παρενέβη στα βιολογικά γεγονότα και άλλαξε αμετάστρεπτα και ανίατα την ψυχική ζωή, διακόπτοντας την πορεία των βιολογικών γεγονότων» («Γενική Ψυχοπαθολογία»). Και σ΄ ένα άλλο σημείο: «Ανεξάρτητα από τις δυσκολίες της ατομικής περίπτωσης, θα πρέπει να αποφύγουμε να επεκτείνουμε την κατανόηση πέρα από το πεδίο του κατανοήσιμου….Συνδεδεμένη με τις προσπάθειες για κατανόηση της σχιζοφρένειας, βρίσκουμε την τάση να αρνηθούμε τα γεγονότα του προτσές στην ιδιαιτερότητά τους» (οππ).
Είναι προφανές ότι είναι άλλοι οι προσανατολισμοί και οι προτεραιότητες, οι μέθοδοι, οι ερμηνείες και οι αξιολογήσεις των ευρημάτων από μια έρευνα κατευθυνόμενη από τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις του κρατούντος συστήματος της βιοεξουσίας και άλλοι οι προσανατολισμοί, οι μέθοδοι, οι ερμηνείες και οι αξιολογήσεις των ευρημάτων από τη σκοπιά της κοινωνικής χειραφέτησης. Ο αναγωγισμός των βιοψυχιάτρων δεν είναι απλώς μια «λανθασμένη» μέθοδος για την επιστημονική έρευνα. Είναι, επίσης, ένα ιδεολογικό εργαλείο ενσωματωμένο στην δραστηριότητα ενός ευρέως στρώματος βιοτεχνικών, στο οποίο έχει ανατεθεί η επεξεργασία εκλεπτυσμένων μορφών κοινωνικού ελέγχου για την αναπαραγωγή του δεδομένου συστήματος κοινωνικών σχέσεων και εξουσίας.
Ακόμα περισσότερο: αυτή η αναγωγιστική, χυδαιο/υλιστική κουλτούρα, εκτός από «λανθασμένη μέθοδος» και εκτός από ιδεολογία, είναι ταυτόχρονα, διαμέσου ακριβώς αυτών των χαρακτηριστικών της, το όχημα μέσω του οποίου αγκυροβολεί μια ορισμένου τύπου επαγγελματική νοοτροπία (που θεωρεί ότι κατέχει τα κλειδιά για τη γνώση του οργάνου και τον τρόπο με τον οποίο θα το «επισκευάσει») στην κερδοφορία των πολυεθνικών. Εγκαθιδρύεται έτσι η σχέση διαπλοκής, στην οποία αναφερθήκαμε στην αρχή, η οποία συγκροτεί, κάνει συνεκτική και εν τέλει κυριαρχούσα αυτή τη νοοτροπία, που στο θεραπευτικό πεδίο λειτουργεί στη λογική του «περιμένοντας να δράσει το φάρμακο».
Από το 1990 και ύστερα παρατηρείται μια διαρκώς αυξανόμενη χρήση των αντιψυχωτικών φαρμάκων, που ανταποκρίνεται στην εισαγωγή των πανάκριβων άτυπων αντιψυχωτικών και των νεώτερων αντικαταθλιπτικών (SSRI’s και SNRI’s), των οποίων η προώθηση στην αγορά γίνεται με τους πιο αδίστακτους και ανάλγητους τρόπους. Αυτή η διαδικασία προώθησής τους έχει θέσει ως κεντρικό της στόχο την με κάθε τρόπο εξάπλωση της χρήσης τους στα παιδιά, παρόλο που, ούτε η ασφάλεια, ούτε η αποτελεσματικότητά τους δεν έχει επιβεβαιωθεί σ΄ αυτά. Είναι γνωστές οι προσπάθειες των πολυεθνικών, όπως της Eli Lilly, της Glaxosmithkline, της Janssen, της Pfizer και άλλων (δεν υπάρχουν εξαιρέσεις) να αποκρύψουν τις επικίνδυνες παρενέργειες των προϊόντων τους, όπως του Risperdal, του Prozac (Ladose), του Seroxat, του Zoloft, του Effexor και άλλων
Η “Janssen” (της “Johnson and Johnson”), στην οποία το Risperdal αποφέρει 2.1 δις δολ. το χρόνο, μόλις τον Ιούλιο του 2004 αναγκάστηκε να παραδεχτεί, κάτω από τη πίεση του FDA (Food & Drugs Administration – υπηρεσία στις ΕΠΑ που δίνει άδεια κυκλοφορίας και ενδείξεις για τη χρήση των φαρμάκων), ότι το φάρμακο αυτό έχει δυνητικά (και ανεξαρτήτως συχνότητας εμφάνισής τους) μερικές πολύ σοβαρές ή και θανατηφόρες παρενέργειες, όπως καρδιακά επεισόδια, διαβήτη κλπ., για τις οποίες η Janssen έδινε (με το έντυπο υλικό της για την προώθηση του φαρμάκου), παραπλανητικές πληροφορίες – παρόλο που το Risperdal κυκλοφορεί από το 1996.
Στις 19 Αυγούστου 2005, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε μιαν ανακοίνωση με τις πιο έντονες, μέχρι σήμερα, προειδοποιήσεις ενάντια στη χρήση των αντικαταθλιπτικών στα παιδιά, βασισμένη σε τεκμηριωμένες έρευνες ευρωπαϊκών ιατρικών οργανισμών, ότι τα φάρμακα αυτά προκαλούν, σε παιδιά και εφήβους, αυτοκτονική συμπεριφορά, καθώς και επιθετικότητα και εχθρότητα. Η σύσταση της Επιτροπής είναι να μη συνταγογραφούνται τα φάρμακα αυτά σε παιδιά κάτω των 18 ετών. Φυσικά, οι ίδιες παρενέργειες έχουν παρατηρηθεί και σε ενήλικες.
Ο Tim Kendall, υποδιευθυντής του Royal College of Psychiatrists Research Unit έκανε μια έρευνα για τους SSRI’ s προκειμένου πάνω σ΄ αυτή να βασιστούν οι άξονες μιας πολιτικής της βρετανικής κυβέρνησης γι΄ αυτό το ζήτημα. «Τα δεδομένα, λέει, επιβεβαιώνουν αυτό που βρήκαμε και στους ενήλικες με ήπια ή μετρίου βαθμού κατάθλιψη. Οι SSRI’ s είναι δεν καλλίτεροι από το placebo και δεν υπάρχει κανένα νόημα να χρησιμοποιούμε κάτι που αυξάνει τον κίνδυνο της αυτοκτονίας» (υπογράμμιση δική μας). Η έρευνα του Kendall έγινε μετά από τις πρόσφατες αποκαλύψεις ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες έχουν αποκρύψει ερευνητικά δεδομένα δυσμενή για τα φάρμακά τους. Όταν ο Kendall κατάφερε να βρει κάποια από τα αδημοσίευτα δεδομένα (όχι πάντως από τις εταιρείες, οι οποίες, όλες, αρνήθηκαν να του παραχωρήσουν τα αδημοσίευτα πορίσματα ερευνών) και τα σύγκρινε με τα δημοσιευμένα δεδομένα, είδε, όπως είπε στο «New Scientist», ότι «κάτι έγινε. Αντί για ασφαλή και αποτελεσματικά, η σχέση κινδύνου-οφέλους αντιστράφηκε». Η έρευνα του Kendall, που κατέληξε σε οδηγία της βρετανικής κυβέρνησης, συμπεραίνει ότι, από όλους τους SSRI’s, που εξετάστηκαν (φλουοξετίνη, παροξετίνη, σερτραλίνη, σιταλοπράμη και βενλαφαξίνη, μόνο η φλουοξετίνη προσφέρει περισσότερα οφέλη απ΄ ό, τι κινδύνους στα παιδιά, ενώ και αυτή μοιράζεται, εξίσου με όλους τους άλλους, τις προαναφερθείσες εξαιρετικά σοβαρές παρενέργειες στα παιδιά. Αδημοσίευτες μελέτες, πχ για την βενλαφαξίνη, δείχνουν ότι αυτό το φάρμακο, στα παιδιά, αυξάνει τον αυτοκτονικό ιδεασμό και τις απόπειρες κατά 14 φορές σε σχέση με το placebo.
«Το ζήτημα, ρωτούσε ο Kendall, είναι αν μπορούμε να εμπιστευθούμε τα ευρήματα που δημοσιεύονται»; Το editorial του «Lancet», που δημοσιεύει την έρευνα του Κendall, λέει ότι η απάντηση είναι «όχι». Η έρευνα για τους SSRI’s στα παιδιά, γράφει το «Lancet», «διακρίνεται από σύγχυση, χειραγώγηση κα θεσμική αποτυχία».
Το άρθρο του «Lancet» σημειώνει, επίσης, ότι η GlaxoSmithkline εισέπραξε, το 2003, 5 δις. δολ. από τις πωλήσεις του Seroxat. Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου έγινε γνωστό ότι το Seroxat αυξάνει τον αυτοκτονικό ιδεασμό και την αυτοκτονική συμπεριφορά στα παιδιά 3 φορές περισσότερο απ΄ ό,τι το placebo. Η GlaxoSmithKline, ωστόσο, επέμενε τον επόμενο Μάρτιο να θεωρεί, σε υπόμνημά της για την επίδραση του φαρμάκου στα παιδιά, ότι «ήταν απαράδεκτο να ενσωματωθεί προειδοποίηση ότι η αποτελεσματικότητα του φαρμάκου δεν έχει αποδειχτεί, γιατί αυτό θα υπέσκαπτε το προφίλ της παροξετίνης».
Οσο για την συστηματική απόκρυψη από την Eli Lilly των σοβαρών παρενεργειών του Prosac, όπως η εξαιρετικά βίαιη επιθετικότητα και η αυτοκτονικότητα, χρειάστηκε ο εξαναγκασμός της από δικαστήριο στις ΕΠΑ για να προσκομίσει την «εσωτερική» της αλληλογραφία, όπου φαίνεται καθαρά ότι, συστηματικά και για πολλά χρόνια, απέκρυπτε, με πλήρη επίγνωση των πιθανών συνεπειών, τις σοβαρότατες αυτές παρενέργειες της φλουοξετίνης*.
Μια πρόσφατη έρευνα ενός κέντρου στη Βερόνα, συνεργάτη του ΠΟΥ, σχετικά με τις πωλήσεις των ψυχοφαρμάκων στην Ιταλία, την περίοδο 1995-2003, φαίνεται να είναι αρκετά αντιπροσωπευτική για το τι συμβαίνει σήμερα διεθνώς ως προς την κυκλοφορία και την συνταγογράφηση των ψυχοφαρμάκων Η έρευνα αυτή έδειξε ότι υπάρχει μια μεγάλη αύξηση των πωλήσεων αντιψυχωτικών φαρμάκων. Το γεγονός, ωστόσο, ότι, όπως σημειώνουν οι ερευνητές, αυξάνεται η κατανάλωση των αντιψυχωτικών, χωρίς να αυξάνονται οι περιπτώσεις της ψυχοπαθολογίας για την οποία συνταγογραφούνται, δείχνει ότι, όλο και πιο συχνά, τα φάρμακα αυτά χορηγούνται πέραν των ενδείξεων για τις οποίες έχουν εγκριθεί. Αυτό σημαίνει ότι χορηγούνται σε άτομα τρίτης ηλικίας και εφήβους, όπου υπάρχει αυξημένη πιθανότητα παρενεργειών, ενώ τα ευεργετικά τους αποτελέσματα σ΄ αυτές τις ηλικίες δεν έχουν επιβεβαιωθεί. Η ίδια έρευνα έδειξε αυξημένη χρήση και των νεώτερων αντικαταθλιπτικών, λόγω, πιθανώς, της μεγαλύτερης ανεκτικότητας που παρουσιάζουν και της μεγαλύτερης ασφάλειας ως προς την τοξικότητα και την υπερβολική δόση, σε σχέση με τα παλιότερα. Ένα εύρημα, ωστόσο, είναι ότι, αν και θα έπρεπε να έχουν επηρεάσει το ποσοστό των αυτοκτονιών ατόμων που πάσχουν από κατάθλιψη, δεν παρατηρήθηκε καμιά επίδραση πάνω στο ποσοστό αυτό.
Τα συμπεράσματα της έρευνας είναι ότι πρέπει να μπαίνουν στην αγορά μόνο
*Είναι χαρακτηριστικό για την ασφυκτική επιρροή και χειραγώγηση που ασκούν στην έρευνα και στα πανεπιστήμια οι πολυεθνικές του φαρμάκου, αυτό που συνέβη, πριν από λίγα χρόνια, στον καθηγητή D. Healy (ιστορικό και ερευνητή της ψυχοφαρμακολογίας, γνωστό για τις κριτικές του απόψεις πάνω στη χρήση, την κατάχρηση και τις παρενέργειες των σύγχρονων αντικαταθλιπτικών). Μια διάλεξη που έδωσε στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο του Καναδά για τις παρενέργειες του Prosac, καθώς και για την πέραν των συγκεκριμένων ενδείξεων ευρεία χρήση του, του στοίχισε την απώλεια μιας θέσης καθηγητή σ΄ ένα κέντρο του Τορόντο για τη «διάθεση και το άγχος», λίγο πριν μπουν οι τελικές υπογραφές για την ανάληψη των καθηκόντων του - ίσως γιατί δεν έλαβε σοβαρά υπόψη του ότι το κέντρο, όπου θα προσλαμβανόταν, είχε πάρει, τα τελευταία χρόνια, 1.5 εκ. δολ. ως επιχορήγηση
από την Eli Lilly.
τα φάρμακα που έχουν μια πραγματικά μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, ή γίνονται καλλίτερα ανεκτά, σε σχέση με τα ήδη κυκλοφορούντα. Και ότι οι γιατροί θα πρέπει να έχουν μια πιο κριτική στάση απέναντι σε ό, τι πλασάρεται ως καινούργιο.
Από αυτή την άποψη, έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να δει κανείς πώς οι πολυεθνικές του φαρμάκου επηρεάζουν, αφενός το ίδιο το διαγνωστικό σύστημα και αφετέρου, την προβολή μιας διαταραχής (για την οποία θέλουν να προωθήσουν ένα φάρμακο), ως αυτής που υπάρχει, υποτίθεται, σε μεγάλη συχνότητα μέσα στην κοινωνία και επείγει η αντιμετώπισή της.
Αν και είναι ευρέως αποδεκτό ότι οι SSRI’s είχαν μια σημαντική συμβολή στην θεραπεία της ψυχικής διαταραχής, όσο περνάει ο χρόνος, δυναμώνουν οι κριτικές φωνές που υπογραμμίζουν την τεράστια έκταση που έχουν πάρει οι εκστρατείες των φαρμακευτικών εταιρειών με στόχο να ορίσουν αυτές τι συνιστά μια ψυχική διαταραχή και ποιος πρέπει να παίρνει φάρμακα.
Προς αυτή την κατεύθυνση λειτουργούν όλες αυτές οι υπόγειες σχέσεις (συγκοινωνούντα δοχεία) μεταξύ εταιρειών, ερευνητών, πανεπιστημίων, μελών των επιτροπών που συγκροτούν τα διαδοχικά DSM, ψυχιάτρων. Συχνά πρόκειται για τα ίδια πρόσωπα που, μάλιστα, κατέχουν ηγετική θέση στο όλο κύκλωμα.
Ο Loren Mosher, ψυχίατρος στο San Diego των ΕΠΑ, γνωστός για τις εναλλακτικές, αντιιδρυματικές και κοινοτικές του αντιλήψεις και πρακτικές, λέει ότι, για την προώθηση ενός καινούργιου φαρμάκου, ή μιας καινούργιας ένδειξης ενός παλιότερου, «οι πολυεθνικές έχουν αναπτύξει μια περίπου αυτοματοποιημένη στρατηγική». Ξεκινά μια «disease awareness campaign», που επικεντρώνεται σε μιαν ήπια διαταραχή, που έχει μιαν ευρεία δεξαμενή δυνητικά πασχόντων. Χρηματοδοτούνται έρευνες που επιβεβαιώνουν την καταλληλότητα του φαρμάκου για την αντιμετώπιση της διαταραχής, δίδεται, ακολούθως, η ένδειξη από το FDA. Τότε αρχίζει μια εκστρατεία με γνωστούς γιατρούς, εταιρείες δημοσίων σχέσεων κοκ, που προσπαθούν να πείσουν, με στατιστικές κλπ, πόσο συχνή είναι η αρρώστια και πόσο αποτελεσματικό είναι το φάρμακο που μόλις έχει κυκλοφορήσει. Για τις φαρμακευτικές εταιρείες, η προώθηση των υπαρχόντων φαρμάκων για νέες χρήσεις είναι εξαιρετικά σημαντική : μια νέα ένδειξη μπορεί να αποχτηθεί μέσα σε 18μηνες, ενώ ένα νέο φάρμακο, για να βγει από το εργαστήριο στα φαρμακεία, χρειάζεται 8 χρόνια.
Όταν κυκλοφόρησε, το 1993, η παροξετίνη (το γνωστό Seroxat, που κυκλοφορεί ως Paxil στις ΕΠΑ), η «αγορά της κατάθλιψης» ήταν, ήδη, «κορεσμένη», πράγμα που δεν επέτρεπε στην GlaxoSmithKline να εξάγει τα αναμενόμενα, απ΄ αυτήν, κέρδη (υπήρχαν, ήδη, ισχυροί ανταγωνιστές στο παιχνίδι, όπως το Prosac, Zoloft κλπ). Αναζήτησε, τότε, η εταιρεία την τύχη της στην είσοδο της παροξετίνης στην «αγορά του άγχους», επιζητώντας και
επιτυγχάνοντας να πάρει ένδειξη για την «διαταραχή πανικού» και την«ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή».
Αργότερα, το 1998, ήρθε η σειρά της «διαταραχής κοινωνικού άγχους» (SAD). Αυτή χαρακτηρίζονταν από το DSM ως εξαιρετικά σπάνια, μέχρις ότου η GlaxoSmithKline πήρε την ένδειξη για την παροξετίνη. Ξεκίνησε, τότε, μέσω εταιρειών που δεν φαινόταν να έχουν καμιά άμεση σχέση με αυτήν, μια διαφημιστική εκστρατεία προβολής της διαταραχής αυτής σε όλη τη χώρα. «Φαντάσου ότι είσαι αλλεργικός στους ανθρώπους», έβλεπες παντού γραμμένο. Στους δημοσιογράφους δίδονταν προς δημοσίευση ποσοστά για την επικράτηση της «διαταραχής κοινωνικού άγχους», που άγγιζαν το 13% του πληθυσμού, τη στιγμή που τα ταξινομικά εγχειρίδια αναφέρουν ποσοστό μόλις 2%, στο οποίο μπορεί να μπει πραγματικά η διάγνωση της «κοινωνικής φοβίας» (ενώ έδιναν ποσοστά μέχρι 13% για περιπτώσεις που ανθρώπων που σε κάποια στιγμή της ζωής τους θα μπορούσαν να εμφανίσουν τα προαναφερόμενα συμπτώματα, όχι, όμως μια συγκροτημένη διαταραχή). Τηλεόραση, εφημερίδες και περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας αναφέρονταν στην «κοινωνική φοβία». Στα τέλη του 2001, το Paxil υποσκέλισε το Zoloft και έφτασε να πουλάει όσο περίπου και το Prosac. Η εταιρεία που ανέλαβε, για λογαριασμό της Glaxosmithkline, την εκστρατεία την ευαισθητοποίηση της SAD, ήταν η «Cohn & Wolfe», για τη δουλειά της οποίας η πρώτη πήρε τα εύσημα ότι πράγματι «δημιούργησε μια ισχυρή θέση στη ‘αγορά κατά του άγχους’». Επενδυτικές εταιρείες (πχ, η «Decision Resources») υπολόγιζαν ότι αυτή η «αυξανόμενη δημόσια ενημέρωση για την SAD και άλλες αγχώδεις διαταραχές», θα οδηγούσε στην διεύρυνση της «αγοράς του άγχους» κατά 3 δις. δολ. μέχρι το 2009.
Ηταν την ίδια περίοδο (2001) που η GlaxoSmithKLine πήρε ένδειξη του Seroxat και για τη «γενικευμένη αγχώδη διαταραχή». Μέχρι τότε, αυτή η διαταραχή αναφέρονταν, στα εγχειρίδια, ότι άγγιζε το 1.2% του πληθυσμού. Ξεκίνησε τότε μια ολόκληρη εκστρατεία για την «βελτίωση του προφίλ» της «γενικευμένης αγχώδους διαταραχής» στο κοινό και κατ΄ επέκτασιν στην αγορά. Η προσπάθεια αποσκοπούσε να πείσουν τον κόσμο ότι το σύνδρομο ήταν πολύ πιο συχνό, ότι περίπου «δέκα εκατομμύρια αμερικανοί» υπέφεραν από το ξέσπασμα μιας «κρυμμένης και ξεχασμένης επιδημίας». Σε εκπομπές στην τηλεόραση και σε άρθρα στις εφημερίδες περιγράφονταν με δραματικό τρόπο συμπτώματα όπως, ανησυχία, κούραση, ευερεθιστότητα, μυϊκή τάση, ναυτία, διάρροια, εφίδρωση και άλλα – συμπτώματα που ο καθένας, μέσα σ΄ αυτό το διαφημιστικό ορυμαγδό, αναγνώρισε στον εαυτό του, καλλιεργώντας την προσδοκία (που σύντομα, όπως, φυσικά, ήταν προσχεδιασμένο, επρόκειτο ν΄ απαντηθεί), για το κατάλληλο φάρμακο, που θα εξαφάνιζε αυτούς τους παράλογους φόβους και τη δυσφορία. Όπως κάθε φορά, μετά από λίγο, ήρθε η «είδηση» ότι υπήρχε «νέο φάρμακο» που τα καταπολεμούσε όλα αυτά…
Αντίστοιχα έπραξε η Pfizer για την προώθηση του Zoloft, ως «του φάρμακου» για την PTSD (Διαταραχή Μετατραυματικού Στρές»). Από εκεί που η PTSD είχε συνδεθεί σχεδόν αποκλειστικά με τους βετεράνους του Βιετνάμ και τα θύματα βίαιων εγκλημάτων, η Pfizer ξεκίνησε μια εκστρατεία με στόχο να πείσει τους Αμερικανούς (και κατ΄ επέκτασιν, όλο τον κόσμο) ότι η PTSD μπορούσε, στην πραγματικότητα, να πλήξει τον καθένα. Χρηματοδότησε την «Συμμαχία για την PTSD», μια ομάδα που στελεχώθηκε κυρίως από υπαλλήλους της εταιρεία δημοσίων σχέσεων της Pfizer στη Νέα Υόρκη, την «Chandler Chicco Agency» και είχε ως κύριο στόχο τη διασύνδεση με δημοσιογράφους και γενικότερα τα ΜΜΕ, καθώς και με «ειδικούς επί του PTSD», όπως η Jerilyn Ross, επικεφαλής (CEO) της Anxiety Disorders Association of America, που χρηματοδοτείται με μεγάλα πόσά από την Pfizer, καθώς και από την Glaxosmithkline, την Eli Lilly και άλλες φαρμακευτικές πολυεθνικές. Μέσα σε λίγους μήνες από την έναρξη της εκστρατείας της Pfizer, τα ΜΜΕ ήταν γεμάτα αναφορές στην PTSD. Μόλις λίγες εβδομάδες μετά την έναρξη της εκστρατείας της «Συμμαχίας για την PTSD» (το 2000), οι New York Times είχαν ένα ρεπορτάζ που παρέθετε στατιστικές που προήρχοντο από την Pfizer, σύμφωνα με τις οποίες ένα (1) στα έξη (6) παιδιά που είχε εμπειρία «ενός ξαφνικού θανάτου φίλου ή συγγενή», θα αναπτύξει τη διαταραχή. Αλλα ρεπορτάζ έδιναν έμφαση σε μελέτες που προωθούσε η ως άνω «Συμμαχία», σύμφωνα με τα οποία, ένας (1) στους δεκατρείς (13) Αμερικανούς θα υποφέρει από PTSD σε κάποια στιγμή της ζωής του.
Εντυπωσιακά στοιχεία αυτού του τύπου είναι απαραίτητα για τις «εκστρατείες μάρκετινγκ των ασθενειών» (disease marketing campaigns), παρόλο που η ποιότητα των δεδομένων είναι, συνήθως, αμφίβολη. Μια έκθεση που δημοσιεύτηκε στο «Archives of General Psychiatry», τον Φεβρουάριο του 2002, προειδοποιούσε για το γεγονός ότι οι υψηλές εκτιμήσεις για τον αριθμό των ανθρώπων που πάσχουν από διάφορες καταστάσεις ψυχικών διαταραχών, συμπεριλαμβάνουν ανθρώπους που τα συμπτώματα τους είναι τόσο ήπια που δεν απαιτούν θεραπεία. Όπως δήλωσε ο επικεφαλής αυτής της μελέτης, William E. Narrow, «όταν οι άνθρωποι βλέπουν τους αριθμούς που λένε ότι σχεδόν το 30% των Αμερικανών έχουν ψυχική διαταραχή και γι΄ αυτό χρειάζονται θεραπεία, οι περισσότεροι θα πουν ότι, αυτό το ποσοστό είναι αφύσικα υψηλό».
Πολλές από αυτές τις στατιστικές προέρχονται από περιοδικά χαμηλής ποιότητας, που χρηματοδοτούνται απευθείας από τις ίδιες της εταιρείες. (Ένα από αυτά είναι το «Journal of Clinical Psychiatry», που οι κύριοι χορηγοί του είναι η GlaxoSmithKline και η Eli Lilly).
Επίσης, οι φαρμακευτικές εταιρείες είναι πολύ πρόθυμες να βοηθήσουν τους γιατρούς να ταυτοποιούν διαταραχές που μπορούν να θεραπευθούν με τα φάρμακά τους. Η GlaxoSmith Kline κατασκεύασε ένα διαγνωστικό εργαλείο, που συνίσταται σ΄ ένα 15λεπτο τεστ, το οποίο υπόσχεται ότι ανιχνεύει 17 διαφορετικές διαταραχές, χρησιμοποιώντας .ένα ειδικό πρόγραμμα υπολογιστή. Η Pfizer χρηματοδότησε ένα τεστ που βοηθάει μαιευτήρες και γυναικολόγους να ταυτοποιούν γυναίκες με προβλήματα ψυχικής υγείας. Σύμφωνα με μια μελέτη του 2000, που χρηματοδότησε η Pfizer και δημοσιεύτηκε στο «American Journal of Obstetrics», το 20% των γυναικών με γυναικολογικά-μαιευτικά προβλήματα θα χρειαστούν ψυχιατρική θεραπεία για ένα ευρύ φάσμα διαταραχών, από κατάθλιψη και άγχος, μέχρι διαταραχές λήψης τροφής.
Ηταν αναμενόμενο ότι όλες αυτές οι εταιρείες δεν θα άφηναν καθόλου ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία που τους έδωσε η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους και τις ψυχολογικές επιπτώσεις που είχε σε πολύ κόσμο….
Στην αναζήτησή τους για νέους χρήστες, οι κατασκευαστές των SSRI; s επιχειρούν την εξάπλωση της χρήσης τους και σε πεδία πέραν αυτών των καθαυτό ψυχολογικών συμπτωμάτων. Το Μάρτιο του 2002, το «Journal of Clinical Oncology» δημοσίευσε μια έρευνα προερχόμενη από ερευνητές της Mayo Clinic και χρηματοδοτημένη από την Eli Lilly, σύμφωνα με την οποία, το Prosac «είναι μια ρεαλιστική εναλλακτική λύση στην θεραπεία με οιστρογόνα για την μείωση των εξάψεων σε γυναίκες στην περίοδο της εμμηνόπαυσης!!!….». Μια άλλη μελέτη από το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, που χρηματοδότησε η Aventis και η Novartis συμπέραιναν ότι «οι SSRI’ s μπορούν να ελαττώσουν τον κίνδυνο καρδιακών επεισοδίων σε καπνιστές!!!….».
Ωστόσο, η πλέον αμφισβητούμενη προσθήκη στις ενδείξεις των SSRI’ s είναι η «Διαταραχή Προεμμηνορυσιακής Δυσφορίας» (PMDD), μια διαγνωστική ετικέτα που είναι, καθεαυτή, από τις πλέον αμφισβητούμενες και η οποία, λόγω ακριβώς των έντονων αμφισβητήσεων που ξεσήκωσε η κατασκευή της, μπήκε μόνο σε παράρτημα του DSM IV. Οι εισηγητές για την ένταξή της στο ταξινομικό σύστημα υποστήριζαν μάλιστα ότι η διαταραχή αγκαλιάζει το 3-5% των γυναικών που έχουν περίοδο, δηλαδή, περίπου μισό εκατομμύριο Αμερικανίδων. Παρόλο που η PMDD δεν έχει καταχωρηθεί παρά μόνο σε παράρτημα του ταξινομικού συστήματος, αυτό δεν εμπόδισε την ένταξη αυτή ν΄ αποτελέσει ένα θεόσταλτο δώρο για την Eli Lilly, που πήρε, το 2000, ένδειξη από το FDA για το Prosac (κάτω από μια νέα συσκευασία με την ονομασία Sarafem) ως θεραπείας της PMDD.
Και το κυνήγι για νέες ενδείξεις για τους SSRI’ s συνεχίζεται. Το 2001, στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικάνικης Ψυχιατρικής Εταιρείας, παρουσιάστηκε μια μεγάλη μελέτη για μια νέα «κρυμμένη επιδημία», το «compulsive shopping». Καλοθελητές ψυχίατροι το εκλαϊκευσαν στην τηλεόραση, υπολογίζοντας ότι περίπου 20 εκατομμύρια Αμερικανοί, εκ των οποίων το 90% γυναίκες, πάσχουν από την διαταραχή αυτή !!!…Και οι SSRI’ s παρουσιάστηκαν ως η πρώτη προσδοκία για την θεραπεία αυτής της «αρρώστιας».
Μόνο εν συντομία θ΄ αναφερθούμε εδώ στην μεγάλη διεθνή συζήτηση και διαμάχη, (που διεξάγεται σε πολλές χώρες, εκτός από την Ελλάδα) για την χρήση της ριταλίνης σε εκατομμύρια παιδιά για την καταπολέμηση του ADHD. Ακόμα και η Επιτροπή του ΟΗΕ για τα δικαιώματα του παιδιού εξέδωσε πέρσι μια έντονη ανακοίνωση ενάντια στην υπερβολική χρήση της διάγνωσης της «Διαταραχής Ελλείμματος Προσοχής και Υπερκινητικότητας» (ADHD) καθώς και στην αλόγιστη χρήση των σχετικών φαρμάκων, όπως η ριταλίνη, που έχει σοβαρότατες παρενέργειες.
Στη χώρα μας αυτά τα ζητήματα δεν τυγχάνουν προσοχής. Κι΄ όμως, όλοι ξέρουμε όχι μόνο πώς λειτουργεί η σχέση ανάμεσα σε εταιρείες-ερευνητικά κέντρα- πανεπιστήμια-λειτουργούς, αλλά και το γεγονός ότι τα ερευνητικά δεδομένα που μας πλασάρουν για τις ενέργειες και παρενέργειες των φαρμάκων, είναι από ερευνητικές διαδικασίες ελεγχόμενες και χρηματοδοτούμενες από τις ίδιες τις εταιρείες.
Γνωρίζουμε το διεθνές φαινόμενο των ghost writers (συγγραφέων – φαντασμάτων) και των «εταιρειών συγγραφής» επιστημονικών εργασιών, που ανακοινώνονται σε συνέδρια, δημοσιεύονται και διανέμονται, χρηματοδοτούμενες και κατευθυνόμενες από τις φαρμακευτικές εταιρείες και στις οποίες βάζουν τα ονόματα τους με το αζημίωτο, γνωστοί επιστήμονες, πανεπιστημιακοί και άλλοι. Όλα αυτά είναι γνωστά και μάλιστα αποκαλύφθηκαν με πολλές λεπτομέρειες, μεταξύ άλλων και από τον έγκυρο Observer (άρθρο της 7 Δεκέμβρη 2003), ενώ και ο εκδότης του «British Medical Journal» δήλωνε ότι «το πρόβλημα των ghost writers είναι τεράστιο».
Κατόπιν όλων αυτών δεν μπορεί παρά να γεννώνται μερικά εύλογα ερωτήματα:
-Γιατί χρειάζεται το φάρμακο να πλασάρεται μέσα από την άμεση επαφή γιατρών και αντιπροσώπων των εταιρειών;
-Γιατί δεν θ΄ αρκούσε στους γιατρούς η αποστολή ενός ενημερωτικού φυλλαδίου με ό, τι η εταιρεία θα ήθελε να γνωστοποιήσει για το φάρμακό της;
-Γιατί επιτρέπουμε (μπροστά στην απουσία ενός σοβαρού θεσμικά οργανωμένου εκπαιδευτικού προγράμματος), ακόμα και η εκπαίδευση των ειδικευομένων να περνάει στα χέρια των φαρμακευτικών εταιρειών, που επιχειρούν, έτσι, να πλάθουν, ήδη από την αρχή, την κουλτούρα, τη νοοτροπία και το προφίλ του «βιο-φαρμακο-ψυχίατρου» (ή του κρυφο «βιο-φαρμακο-ψυχίατρου», αυτού με τις ψυχο-τεχνικές στα «εύκολα» και το ψυχοφάρμακο και τον εγκλεισμό στα «δύσκολα»), που υποθέτουν ότι θα βγει «έτοιμος», κομμένος και ραμμένος στα μέτρα των αναγκών προώθησης των προϊόντων τους.
-Γιατί να μη βασιζόμαστε για τις ενέργειες, παρενέργειες και τη χορήγηση των φαρμάκων, σε εθνικές κατευθυντήριες αρχές ενός, ας πούμε, ουσιαστικά λειτουργούντος ΕΟΦ, που θα έπρεπε να είναι πιο εμπεριστατωμένες, επίκαιρες κα συγκροτημένες από σώματα επιστημονικώς αξιόπιστα και ανεξάρτητα από την επιρροή των εταιρειών;
Μήπως γιατί αυτά αντιβαίνουν στην ίδια της ουσία της παγκοσμιοποίησης – είναι αντίθετα στην ίδια την αδυσώπητη συστημική λειτουργία της, στο
εσωτερικό της οποίας λειτουργούμε και η οποία συνίσταται στην υποταγή των πάντων στην ανεξέλεγκτη κερδοφορία των πολυεθνικών;
Είναι σαφές ότι, αν, όπως έχει λεχθεί, δεν αντιμετωπίσουμε αυτή την κατάσταση ως υποκείμενα, ως κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα, θα την υποστούμε ως αντικείμενα. Είναι, επίσης, σαφές ότι, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο προϊόν, το φάρμακο (όπως και η αξιοποίηση των δυνατοτήτων της βιοτεχνολογίας) δεν μπορεί να είναι εμπόρευμα με σκοπό το κέρδος – γιατί τότε, όπως συμβαίνει σήμερα, δεν μπορεί να είναι μια αξιόπιστη «αξία χρήσης» για την προστασία της υγείας και του ανθρώπου γενικότερα. Μόνο ο άμεσος κοινωνικός έλεγχος, στα πλαίσια μιας κοινωνικοποιημένης διαδικασίας παραγωγής του, μπορεί να εξασφαλίσει τα εχέγγυα για την ασφαλή και αξιόπιστη χρήση του.
Από την άλλη, με δεδομένο ότι η αντιμετώπιση του επελαύνοντος αποικισμού της Ψυχιατρικής από το βιο-φαρμακο-βιομηχανικό σύμπλεγμα είναι αναπόσπαστο στοιχείο μιας Ψυχιατρικής που θέλει να λέγεται θεραπευτική, στο πλαίσιο της οποίας θα μπορεί να διασφαλίζεται η αξιοπρέπεια θεραπευτών και θεραπευομένων, είναι, νομίζουμε, σημαντικό να δούμε πώς η ηθική, η δεοντολογία και η πολιτική μπορούν και πρέπει ν΄ αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία μιας σφαιρικής (και όχι απλοποιητικής και μονόπλευρης) θεραπευτικής προσέγγισης - τόσο για την κατανόηση, όσο και για την αντιμετώπιση του ψυχικού πόνου και των αιτιών του.
Αναφορές:
1.Furio Di Paola : “L’ istituzione del male mentale. Critica dei fondamenti scientifici della psichiatria biologica”, ed. “manifesto libri”, Roma, 2000.
2.E. S. Valenstein : “Blaming the Brain. The truth about Drugs and Mental Health”, Free Press, New York, 1998.
3.E. S. Valenstein : “Commenti sulle attuali teorie biochimiche dei disturbi mentali”, Fogli di Informazione, No 202, Atti del Convegno Internazionale : “Psicopharmaci e malattia mentale”, Roma 14-5-2004.
4.Θ. Μεγαλοοικονόμου : «Φαρμακευτικές Εταιρείες, Κράτος και Ψυχιατρική. Οι επικίνδυνες παρενέργειες της σύγχρονης έρευνας, παραγωγής και διάθεσης των ψυχοφαρμάκων», Τετράδια Ψυχιατρικής, Νο 89.
5.Brendan I. Koerner : “The myth of Psychiatry and Pharmaceutical Drugs”, in Mother Jones, July- August, 2002. (www.La Leva Di Archimede).
6.The New York Times Science section pulls the rug out from yet another of Psychiatry’ s Myth”, Ocrober 18, 2005 (www. La Leva Di Archimede).
7.www. Forum Salute Mentale.
8.“Prozac: Bitter pill for David Healy: Academia under pharma influence”, May 21, 2002 (www La Leva Di Archimede).
9.“Antidepressant (SSRI’ s): Unpublished data reverses risk-benefit of drugs”. New Scientist, April 23, 2004.
10.Peter R. Breggin : Suicidality, violence and mania caused by selective serotonin reuptake inhibitors (SSRI’s): A review and analysis”. (www.breggin.com) 2003.
11.“Suppressed Paxil Suicide Data Released”, February 27, 2006, Ithaca, New York, (www.breggin.com).
12.”United Nations Warns Against Psychiatric Labelling And Drugging – Health Canada and FDA order warnings on ADHD-prescribed drugs”, by Brian Beaumont, October 8, 2005.
13.“Schizophrenia maker Janssen Pharmaceutica admits making misleading claims regarding Risperdal’ s risks”, July 25 2004, Medical News Today.
14.Θ. Μεγαλοοικονόμου : «Εγκέφαλος, Νευροεπιστήμες και Ψυχική διαταραχή», περιοδικό ΟΥΤΟΠΙΑ Νο 69.
Θ. Μεγαλοοικονόμου
ΔΡΟΜΟΚΑΪΤΕΙΟ: ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ 19ο ΑΙΩΝΑ
(« Συνθήκες και Αρχές Ασυλοποίησης…» (1880-2010)*)
* Λίγο πριν την ίδρυση και λίγο πριν την επανίδρυση του Δρομοκαϊτειου
Είναι άραγε οι περικοπές που επιβάλει το Υπουργείο Υγείας, που με τόση προθυμία υλοποιεί το Δ.Σ. του Δρομοκαϊτείου, και η απαξίωση των φτωχών ανθρώπων με προβλήματα ψυχικής υγείας, χρηστή και ηθική διαχείριση; Eίναι άραγε η οικονομική κρίση η μόνη αιτία;
Γιατί η Διοίκηση , με τόση θέρμη , αναρτά αναθηματικές στήλες για να τιμήσει, ανάμεσα σε άλλους, τον Δ. Βικέλα ; « Δάσος και ελαιώνας Δ.Βικελα - Πολύτιμου Συμβούλου των ιδρυτών» αναγράφεται σε τσιμεντένια αναθηματική στήλη που ξεφύτρωσε ένα πρωί, στη μέση του πουθενά, στον περιβάλλοντα χώρο του Δρομοκαϊτείου... [1] Είναι γιατί το όραμα του και τις αρχές της εποχής του (1835-1908) για την Ψυχική Υγεία, «ξέθαψε» και εφαρμόζει εν μέσω οικονομικής κρίσης, η τωρινή Διοίκηση, με θερμότερο οπαδό όλων, τον Πρόεδρο του Ψυχιατρείου.
Εδώ και αρκετό καιρό (περίπου 1 χρόνο) το Δρομοκαϊτειο διέρχεται μια περίοδο σοβαρής κρίσης στην λειτουργία των θεσμών της Διοίκησης με σοβαρές επιπτώσεις σε όλο το φάσμα των Υπηρεσιών και δομών ψυχικής υγείας που έχει αναπτύξει το Ψυχιατρείο.
Σε σχέση με το Δρομοκαϊτειο, ειδικότερα, το έναυσμα για την εκτύλιξη γεγονότων τα οποία ανέδειξαν την πραγματική κρίση την οποία διέρχονται οι δομές αποκατάστασης, δόθηκε όταν οι "ασθενείς" εργαζόμενοι στα κυλικεία του Δρομοκαίτειου και σε άλλες Θεραπευτικές Συνεργατικές Μονάδες, εξήγγειλαν κινητοποιήσεις με το Σωματείο τους «Αυτονομία» μετά από σοβαρές περικοπές που υπέστησαν στις μηνιαίες αποδοχές τους.
Η κινητοποίηση των εργαζόμενων «ασθενών» στα κυλικεία του Ψυχιατρείου (στάσεις εργασίας και κλείσιμο των κυλικείων για 2 μέρες) και η κατασταλτική αντιμετώπιση της, τόσο κατά των ίδιων των κινητοποιούμενων ασθενών, όσο και κατά του θεραπευτικού προσωπικού που τους στήριξε στη δημιουργία Σωματείου και στις κινητοποιήσεις τους, αποτελεί δείγμα γραφής της εποχής κρίσης την οποία διανύει το Δρομοκαίτειο και το Σύστημα Ψυχικής Υγείας γενικότερα.
Αντί για αναγνώριση του δικαιώματος των ασθενών να οργανώνονται σε συλλόγους και σωματεία για ανάληψη της ευθύνης της ζωής τους, οι ασθενείς που κινητοποιήθηκαν εισέπραξαν απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς και απειλητικές πρακτικές εκτός της άμεσης οικονομικής απώλειας. Οι θεραπευτές που τους υποστήριξαν σε όλη αυτή τη διαδικασία υπέστησαν αυθαίρετες και βίαιες μετακινήσεις από τα θεραπευτικά πλαίσια στα οποία εργάζονταν και ακόμη υπόκεινται σε εκβιασμούς και πιέσεις γιατί εξέφρασαν την αντίθεση τους σε αυτές τις επιλογές της Διοίκησης.
Γιατί όλα αυτά; Γιατί περισσότερο από όλους τους άλλους οι 15 «ασθενείς» εργαζόμενοι στα κυλικεία του Ψυχιατρείου διεκδίκησαν να μην τους μειώσουν τις μηνιαίες αποδοχές τους από 400 σε 179 ευρώ (δηλαδή , μείωση κατά 60%!) .
Αυτός ο «πόλεμος», σύμφωνα με τα λόγια του Προέδρου του Δ.Σ., που κηρύχθηκε από τον ίδιο και εντάθηκε από την Διοίκηση, με αφορμή την οικονομική κρίση, τον τελευταίο χρόνο, είχε πολλές μάχες. Τρείς φορές αναπροσαρμόστηκαν, μέσα σε ένα χρόνο, οι αμοιβές των εργαζόμενων «ασθενών» στα κυλικεία με τελικό αποτέλεσμα το σημερινό 117-179 ευρώ μηνιαίως για 5 ώρες σκληρής εργασίας την ημέρα (και Σαββατοκύριακα), χωρίς κανένα άλλο δικαίωμα!
Ο «πόλεμος» αυτός όμως έχει και πολλές άλλες πτυχές και μέτωπα.
Μέτωπα χωρίς τέλος…
Υποβαθμίζεται πλήρως κάθε δραστηριότητα αποκατάστασης και επανένταξης, περικόπτονται ψυχαγωγικές δραστηριότητες και είδη ένδυσης και πρώτης ανάγκης, υποβαθμίζονται προγράμματα αμειβόμενης απασχόλησης, μειώνονται τα ποσά που παίρνουν οι ξενώνες για την διατροφή των φιλοξενούμενων σ’ αυτούς και ο κατάλογος συνεχίζεται.
Περικοπές στην ένδυση, υπόδηση, καθαριότητα, πετρέλαιο, διατροφή σε όλο το ψυχιατρείο. Οι περικοπές αυτές θα έχουν άμεσες επιπτώσεις στις ζωές των νοσηλευόμενων καθώς, στην καλύτερη περίπτωση, τους στερούν το δικαίωμα για αξιοπρεπή διαβίωση και στη χειρότερη τους αποδιοργανώνουν πλήρως και τους στερούν το βασικό αίσθημα της ασφάλειας που πρέπει να έχουν ώστε να μην «αρρωστήσουν» από τις συνθήκες νοσηλείας και φιλοξενίας.
Διακόπηκε απότομα εδώ και ένα χρόνο περίπου κάθε σχέδιο για αποασυλοποίηση (στην εκφορά και μόνο της λέξης σε λίγο θα μπαίνει τριπλό πρόστιμο από το Υπουργείο, τη Διοίκηση και τις Οικονομικές υπηρεσίες) και οι δομές αποκατάστασης έχουν να δώσουν μεγάλη μάχη για επιβίωση, καθώς θεωρούνται πλέον πολυτέλεια.[2] Αναβιώνουν πανηγυρικά τα πιο αντιδραστικά στερεότυπα για την ψυχική νόσο.
Είναι αυτές οι πρώτες σοβαρές επιπτώσεις στο Δρομοκαίτειο της πολιτικής περικοπών που ακολουθείται με αφορμή την οικονομική κρίση, πολύ πιο άμεσες και σοβαρές από αυτές που περιγράφονται τον τελευταίο καιρό ως «κατακόρυφη αύξηση (50%!) των αιτημάτων-προσελεύσεων στα «Επείγοντα» εξαιτίας της οικονομικής κρίσης». «Νομιμοποιείται» έτσι η δραματική υποβάθμιση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας ως μία «κατάσταση κρίσης» σαν αυτές που συμβαίνουν σε μία «μαζική καταστροφή», όπου τα πάντα βυθίζονται στο χάος και την αβεβαιότητα.
Είναι σίγουρο ότι τα αιτήματα για παροχή υπηρεσιών ψυχικής υγείας διαρκώς θα αυξάνονται εξαιτίας των διαρκώς επιδεινούμενων οικονομικών συνθηκών, καθώς θα αυξάνεται και η τάση για ψυχιατρικοποίηση / ψυχολογικοποίηση (η περιγραφή, δηλαδή, με ψυχολογικούς / ψυχοπαθολογικούς όρους και η απόδοση σε ψυχο-παθολογικά αίτια) της δικαιολογημένης δυσφορίας που νιώθουν οι άνθρωποι υπό την πίεση των πραγματικών οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων. Μία τέτοια αποκλειστική προσέγγιση, όμως, των προβλημάτων στο χώρο της Ψυχικής Υγείας γενικότερα και στο Δρομοκαϊτειο ειδικότερα, δεν είναι αρκετή για την ανάγνωση και κατανόηση της πραγματικότητας που αντιμετωπίζουν όσοι έχουν ανάγκη τις, ήδη, ανεπαρκέστατες, ποσοτικά και ποιοτικά, Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας.
Τα αιτήματα αυξάνουν, αναλογικά, στον ίδιο βαθμό που οι σωστές Υπηρεσίες εκλείπουν. Αυτή είναι η απτή και άμεση πραγματικότητα της διάλυσης δομών παροχής υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας (το ίδιο συμβαίνει γενικότερα στο χώρο της Πρόνοιας και της Υγείας) . Η υποβάθμιση αυτή έχει πραγματικούς υπεύθυνους και στο Υπουργείο και στις Διοικήσεις (σε αυτή την περίπτωση του Δρομοκαίτειου).
Η υποβάθμιση αυτή , που η Διοίκηση στηρίζει με τις επιλογές της, αφορούν σε όλο το φάσμα των Υπηρεσιών.
Τα εξωτερικά Ιατρεία που λειτουργούσαν για πολλά χρόνια στην κοινότητα (στο κέντρο της Αθήνας ) μεταφέρθηκαν από τις 7 Ιουνίου μέσα στο Ψυχιατρείο.
Το Άσυλο αναβιώνει με τις αρχές της Ψυχιατρικής του 19ου αιώνα και κανείς προς το παρόν δεν μπορεί να ανακόψει αυτή την οπισθοδρόμηση παρ’ όλες τις αντίθετες δεσμεύσεις και υποχρεώσεις .
Η αρχή έγινε με γραπτές οδηγίες προς την Ιατρική Υπηρεσία από τον Πρόεδρο του Ψυχιατρείου (ήδη από τον Ιανουάριο 2010) για πλήρωση των κενών κλινών των τμημάτων χρονίων με μεταφορά δεκάδων ασθενών από τμήματα οξέων , χωρίς καμία διαβούλευση και σεβασμό στα συλλογικά επιστημονικά όργανα του Ψυχιατρείου. Ακολούθησε απόφαση του Δ.Σ που οριστικοποιεί και αιτιολογεί με καθαρά οικονομικά κριτήρια την αθρόα μεταφορά ασθενών στα τμήματα χρονίων .[3]
Στην απόφαση αναγράφεται «Εγκρίνει (ενν. το Δ.Σ ) την άμεση και διαρκή αξιοποίηση των κενών κλινών του Νοσοκομείου με μεταφορά των χρονίων ασθενών των Τμημάτων Βραχείας Νοσηλείας στα Τμήματα Χρονίων, στο Νοσηλευτικό Τμήμα «Σύγγρειο» των δικαιούμενων θέσης και στις δομές με σκοπό την μεγιστοποίηση των εσόδων από νοσήλια…» Σε όλα τα προαναφερθέντα έγγραφα και στις αποφάσεις υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ των τμημάτων και με οικονομικά κριτήρια … Οι δικαιούμενοι βελτιωμένη θέση στο πιο ‘καλά’ τμήματα, όπως «Σύγγρειο» ή σε δομές αποκατάστασης, οι μη δικαιούμενοι, δηλαδή οι άποροι, στα άθλια τμήματα «Βελέντζειο» και «Βελισσάριο» [4]. Σε ορισμένες περιπτώσεις , μάλιστα γίνεται διπλή επιλογή, δηλαδή και με οικονομικά κριτήρια και με κριτήρια λειτουργικότητας.(επισήμανση δική μας)
Ο όρος «κοινωνικός δαρβινισμός» θα απέδιδε ίσως καλύτερα αυτή όλη την τάση καθώς, ως γνωστόν, δικαιολογεί ηθικά και είναι συνυφασμένος με τον εξοστρακισμό και την εξόντωση των πιο αδύναμων.
Η διαδικασία επιλογής των ασθενών που θα συμπληρώσουν τα κενά στα τμήματα χρονίων, η οποία είναι ήδη σε εξέλιξη, γίνεται με κριτήρια όπως, η απουσία υποστηρικτικού πλαισίου οικογενειακού ή άλλου, η χαμηλή λειτουργικότητα και η «δυσκολία διαχείρισης» των περιστατικών, καταστάσεις δηλαδή, που κατασκευάζουν χρονιότητα. Τα κριτήρια αυτά προσομοιάζουν σε μεγάλο βαθμό με τα κριτήρια με τα οποία, μερικές δεκαετίες πριν, κατασκευάστηκε η «ντροπή της Λέρου», των «αζήτητων» και του «16ου περιπτέρου των γυμνών» της Λέρου. Προς το παρόν οι διεργασίες αυτές συντελούνται σε μικρότερη κλίμακα, όμως, δεδομένου του γενικότερου δυσμενούς οικονομικού κλίματος και των δηλωμένων προθέσεων της Διοίκησης, δεν μπορεί κανείς να εφησυχάζει. Χαρακτηριστικά (στα ίδια Πρακτικά της 2078ης /27-5-2010) η πρόθεση «… συγκρότησης μονίμου οργάνου που θα μεριμνά για την συνεχή εσωτερική διακίνηση των νοσηλευόμενων ασθενών» μόνο άσχημα προϊδεάζει.
Πολλών ασθενών τα προβλήματα αποκτούν το χαρακτήρα της χρονιότητας. Ένας προσφιλής όρος της Διοίκησης, που τείνει να υιοθετηθεί ευρύτερα, είναι αυτός του «νεοχρόνιου». Όρος ο οποίος αναδεικνύει την ιδιαιτερότητα του νοσηλευόμενου που το Σύστημα δεν ξέρει τι να τον κάνει και που, γι΄ αυτό ακριβώς τον λόγο, διαρκώς «ανανεώνεται» ως κατάσταση που, όσο και αν γίνεται προσπάθεια να «κρυφτεί κάτω από το χαλί» των χρόνιων τμημάτων, «αυτός» θα αναπαράγεται ως Νεοχρόνιος…(το πρόθεμα ‘Νεο’). Περιγράφονται έτσι οι νεοεισερχόμενοι στο Ψυχιατρικό Σύστημα που παραμένουν σε αυτό επ’ αόριστον, ή επιστρέφουν μέχρι να παραμείνουν οριστικά, καθώς οι θεραπευτικές προτάσεις των υπηρεσιών εξαντλήθηκαν χωρίς ποτέ να υλοποιηθούν πλήρως. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι το Σύστημα Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, χρονίως πάσχον και ανίατο.
Τον τελευταίο καιρό, μάλιστα, υπάρχει τάση για στοχοποίηση των άπορων ασθενών. Το Φαρμακείο του Νοσοκομείου όπου εξυπηρετούνται οι άποροι, ανοίγει πλέον 2 φορές την εβδομάδα αντί για κάθε μέρα, όπως ήταν πριν, ταλαιπωρώντας και εξουθενώνοντας τους άπορους που πρέπει να σχηματίζουν μεγάλες ουρές για να εξυπηρετηθούν μέσα στη ζέστη, το κρύο και τη βροχή. Η ταλαιπωρία αυτή για πρόσβαση σε υπηρεσίες, στα σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας, είναι καθοριστικός παράγοντας στην κατασκευή της λεγόμενης ‘κακής πρόγνωσης’ και ‘μη συμμόρφωσης’ στη φαρμακευτική αγωγή (αφού η "συμμόρφωση" αυτή είναι, ούτως ή άλλως, εξαιρετικά δύσκολη ).
Στην ίδια απόφαση του Δ.Σ. για τις περικοπές αναφέρεται ακόμη .. «Εγκρίνει την προσεκτικότερη και ορθολογικότερη συνταγογράφηση των χορηγούμενων φαρμάκων κυρίως σε άπορους και εξωτερικούς ασθενείς…». Είναι σαφές ότι τα κριτήρια της «ορθολογικότερης συνταγογράφησης» δεν είναι επιστημονικά αλλά καθαρά οικονομικά, επειδή το Νοσοκομείο έχει απώλεια εσόδων από τους ανασφάλιστους (με βιβλιάριο απορίας) ασθενείς, που σημειωτέον, είναι, ίσως, οι περισσότεροι από τους ψυχικά πάσχοντες που προσέρχονται στα ψυχιατρεία. Είναι σαφές ότι η Διοίκηση πιέζει, έμμεσα, τους γιατρούς για συνταγογράφηση φθηνού φαρμάκου χωρίς κανένα άλλο κριτήριο.
Ίδια η κατάσταση και στις δομές αποκατάστασης που η Διοίκηση και κομμάτι της Επιστημονικής Κοινότητας του Ψυχιατρείου ποτέ δεν είδε με καλό μάτι, ούτως ή άλλως, παρά μόνο κατά τη διάρκεια εκταμίευσης κοινοτικών χρηματοδοτήσεων-αν και, ακόμη και τότε, σύμφωνα με μαρτυρίες, υπήρξαν πολλά αναπορρόφητα ποσά καθώς η επικρατούσα κουλτούρα και νοοτροπία θεωρούσε σπατάλη την επένδυση πόρων σε ψυχικά πάσχοντες, εκπαιδευτικά προγράμματα κλπ.
Αποκαταστασιακές δομές (στεγαστικές και επαγγελματικές) είτε καταργούνται, είτε συγχωνεύονται διοικητικά χωρίς κανένα θεραπευτικό κριτήριο (το μόνο κριτήριο είναι η εξοικονόμηση χρημάτων ). Σε λίγο καιρό η παραδοσιακή απειλή του ασύλου που είχε εκλείψει «πρόσεξε γιατί θα πας εκεί….» θα επιστρέψει.
Η ίδια κατάσταση επικρατεί και στις επαγγελματικές-θεραπευτικές δομές καθώς κάποιες από αυτές που λειτουργούσαν σε εμπορικούς δρόμους (2 προς το παρόν) μεταφέρονται σε κτήρια ιδιόκτητα και ακατάλληλα (μη εμπορικά, στο ισόγειο ξενώνων, σε γειτονιές με κατοικίες) του Δρομοκαιτείου για οικονομία.
Καταργούνται, όμως, άλλα προγράμματα που θα υλοποιούνταν εκεί. Έτσι είναι διπλό το «κέρδος» για την Διοίκηση, που από τη μία κάνει οικονομία και από την άλλη διατηρεί για την «βιτρίνα», νοσογόνες, τελικά, δομές αποκατάστασης.
Από την πλευρά του το Υπουργείο αδιαφορεί για την ενίσχυση με επιχορηγήσεις των προγραμμάτων αποκατάστασης παρ’ όλες τις εκκλήσεις του Σωματείου Εργαζομένων.
Στα πλαίσια των συντονισμένων επιθέσεων που δέχονται οι ασθενείς μειώθηκαν μέσα σε ένα χρόνο οι δικαιούχοι του Κινήτρων Αποκατάστασης (117 έως 179 ευρώ το μήνα) κατά 50 περίπου άτομα. Τα κίνητρα αυτά που θεσπίστηκαν για να δώσουν μία ώθηση στις αποκαταστασιακές δραστηριότητες (διαφόρων ειδών ανάλογα με τις ανάγκες των ασθενών και όχι του Ιδρύματος) έχουν εκφυλιστεί σε αμοιβή για εργασία-εργασιοθεραπεία και η αμοιβή για εργασία έχει απαλειφθεί τελείως ενώ οι Θεραπευτικές Συνεργατικές Μονάδες έχουν σχηματίσει και αυτές αποθεματικό περίπου 200.000 ευρώ. Την ίδια στιγμή η Διοίκηση «οραματίζεται» άλλες εποχές όπου η «απασχόληση των ασθενών» ήταν δωρεάν και αμιγώς εργασιοθεραπευτική. [5]
Οι Θεραπευτικές Συνεργατικές Μονάδες του Δρομοκαϊτείου, παρόλες τις προτάσεις λειτουργών του χώρου, διατηρούνται σκοπίμως σε ημιπαράνομη κατάσταση λειτουργίας, ώστε να μην αναγνωριστεί κανένα δικαίωμα των «ασθενών» για συμμετοχή στις αποφάσεις και σε νόμιμα έσοδα και αμοιβές. Η Διοίκηση αρνείται συστηματικά να κάνει χρήση του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου των Κοι.Σ.Π.Ε (ν. 2716/99) και τις αφήνει χωρίς ασφαλές νομικό πλαίσιο.
Τεράστιες ελλείψεις υπάρχουν και σε Νοσηλευτικό και Ιατρικό προσωπικό. Το Ψυχιατρείο λειτουργεί οριακά. Και ενώ οι κενές οργανικές θέσεις του νοσηλευτικού προσωπικού ανέρχονται στο 60% και οι νοσηλευτές λυγίζουν και αποδιοργανώνονται κυριολεκτικά υπό το βάρος των συνθηκών εργασίας τους, η Διοίκηση δρομολογεί (αριστοτεχνικά, ομολογουμένως, αλλά με τελείως παράτυπο τρόπο) μετακινήσεις από τον Νοσηλευτική στην Διοικητική Υπηρεσία. Υπήρξε εσωτερική προκήρυξη για μετατάξεις σε θέσεις Δ.Ε. Διοικητικού, της οποίας η προθεσμία υποβολής αιτήσεων έληξε τον προηγούμενο μήνα (έγιναν περίπου 30 αιτήσεις) για μετατάξεις. Η όλη διαδικασία μετά από καταγγελίες και παρεμβάσεις του Σωματείου Εργαζομένων ανεστάλη προσωρινά. Ως πότε, άραγε;
Επιπλέον, στην παρούσα φάση, πρόκειται να χρησιμοποιηθεί μέσα στο Ψυχιατρείο προσωπικό που η πρόσληψη τους γίνεται κατ΄ εξαίρεση για την υλοποίηση νέων κοινοτικών Δομών . Ενώ τα Κέντρα Ψυχικής Υγείας (3 προς το παρόν) που επρόκειτο να λειτουργήσουν με αυτό το προσωπικό, απλώς αναστέλλεται η υλοποίηση τους. Παρόμοια πρακτική εφάρμοσε η Διοίκηση τα προηγούμενα χρόνια αναστέλλοντας τη λειτουργία στεγαστικών κοινοτικών δομών και απασχολώντας και πάλι το νοσηλευτικό προσωπικό εντός του Ψυχιατρείου. Η συνήθης, πλέον, πρακτική της Διοίκησης σε σχέση με δομές αποκατάστασης είναι διαδοχικά : η υποβάθμιση ή δημιουργία κατάστασης κρίσης στη λειτουργία τους, η αναστολή λειτουργίας και εν συνεχεία, η κατάργηση, η χρήση των πόρων, υλικών και ανθρώπινων, για τη διατήρηση του Ασύλου και την συντήρηση του αποθεματικού του Ψυχιατρείου.
Εδώ μπαίνει το ζήτημα των σκοπών και των στόχων ενός Οργανισμού που παρέχει Υπηρεσίες Υγείας, που δεν μπορεί να είναι η αύξηση του αποθεματικού του, αλλά η παροχή ποιοτικών υπηρεσιών υγείας.
Παραπάνω από 1.000.000 ευρώ δαπανήθηκαν για να χτιστεί και να εξοπλιστεί νέο κτίριο εντός του Ψυχιατρείου με αρχική σκοπιμότητα την εργοθεραπεία, το οποίο τελικά φιλοξενεί το κατά τα άλλα ενδιαφέρον μουσείο (που, όμως, στεγάζονταν σε πολύ ωραίο χώρο για αυτή τη χρήση) και μερικές επετειακού χαρακτήρα εκδηλώσεις το χρόνο αντί να στεγάζει ανάγκες ασθενών. Αν και είναι ενάντια στις αρχές της αποασυλοποίησης το να χτίζονται νέα κτίρια και δομές εντός του Ψυχιατρείου, ωστόσο υπήρχαν ανεπίσημες προτάσεις για εποικοδομητική χρήση του κτιρίου αυτού όπως δημιουργία στεγασμένου καφενείου ή λειτουργία Υποδοχής επειγόντων περιστατικών.
Την ίδια στιγμή, στην ίδια απόφαση του Δ.Σ. με εισήγηση του Διοικητικού Δ/ντή «αναστέλλονται για 2 χρόνια (!) όλες οι γιορτές και οι πανηγυρικές εκδηλώσεις».[6] (Συνολικά οι ψυχαγωγικές δραστηριότητες εκδρομές, γιορτές κλπ, στοίχησαν, για το 2009, περίπου 200.000 ευρώ, σε σύγκριση με τα 2.000.000 ευρώ για φάρμακα και περίπου 9.000.000 συνολικές δαπάνες, εκτός μισθοδοσίας, την ίδια χρονική περίοδο).
Την ίδια στιγμή οι «ασθενείς» (ενώ έγιναν πάρα πολλές προτάσεις για δημιουργία στεγασμένου, χειμερινού κυλικείου-καφενείου) ταλαιπωρούνται, τους χειμερινούς μήνες, μέσα στο κρύο και τη βροχή για ένα καφέ. Το Δρομοκαίτειο δεν διαθέτει αξιοπρεπή και στεγασμένο χώρο αναψυχής για τους ασθενείς εδώ και πολλά χρόνια, ‘όχι γιατί δεν μπορεί, αλλά γιατί δεν θέλει’, με τον ίδιο τρόπο που περικόπτει τις αμοιβές των ασθενών που εργάζονται στα κυλικεία κατά 60 %, σπρώχνοντας ανθρώπους που έχουν ανάγκη στο δρόμο, ‘όχι γιατί δεν μπορεί, αλλά γιατί δεν θέλει’.
Το πιο επικίνδυνο, όμως, είναι ότι επιχειρείται , από τη Διοίκηση , να επιβληθεί το «Όραμα της Ασυλοποίησης» (της ψυχιατρικής και της Ηθικής του 19ου αιώνα) σε όλους τους λειτουργούς, προχωρώντας σε διώξεις όσων δεν συμμορφώνονται με το Δόγμα αυτό και παρεμβαίνοντας «βίαια» σε θεραπευτικά πλαίσια των οποίων οι αρχές λειτουργίας είναι στην αντίθετη κατεύθυνση. Και το κάνει αυτό επειδή ‘και θέλει και μπορεί’ … και το διατυμπανίζει…με την ανοχή όλων. Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις του Προέδρου Ν. Τσική (εφημ. «Πολίτης» της Χίου) : «Δείγμα της ισχυρότητας της διαθήκης και του δικονομικού δικαίου που καλύπτει την διοικητική και κοινωνική λειτουργία του ιδρύματος είναι και το ότι ακόμη και η δικτατορία δεν μπόρεσε να μας αντικαταστήσει. Κι’ εμείς δεν παραιτηθήκαμε. Με όλες τις έως τώρα κυβερνήσεις είχαμε άριστη συνεργασία».
Με την μυρωδιά της «ναφθαλίνης» να αναδύεται… ΔΡΟΜΟΚΑΪΤΕΙΟ.
2/7/2010
Κουτσανέλλου Δώρα
Γαλιανού Στέλλα
Ψυχολόγοι, Δρομοκαϊτειο
[1] Ο Δ. Βικέλας (1835 – 1908) ήταν Συγγραφέας, έμπορος και αθλητικός παράγων. Στην βιογραφία του αναφέρεται…
Εκτός από λόγιος (συγγραφέας του «Λουκή Λάρα» κ.α) έγινε γνωστός ως ένας από τους διοργανωτές, των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων (Αθήνα 1896) «.. Όταν ο Χαρίλαος Τρικούπης ήταν ο πρωθυπουργός (γνωστός σε όλους για τη ρήση «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν»), παρά τις οικονομικές δυσχέρειες της Ελλάδος τη στιγμή που η χώρα δανειζόταν από το εξωτερικό για τις πρώτες της ανάγκες, κατόρθωσε να βρει τον τρόπο να κάνει τις απαραίτητες παροχές και εγγυήσεις για την καλή διεξαγωγή των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 στην Αθήνα…»
Σε λίγους, όμως, είναι γνωστός, ως ο κυριότερος εκ των «πολύτιμων» συμβούλων των Ιδρυτών του Δρομοκαϊτείου..
[2] Εισήγηση προέδρου σε Δ.Σ. (συνεδρίαση 2066/10-12-2009) « Δεν πρέπει και δεν μπορεί να μην ανακοινώνονται στο Συμβούλιο,…, ότι ο παραλογισμός και οι τάσεις αυθαιρεσίας έχουν φθάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε να αποτολμάται από Όργανα του Νοσοκομείου να ζητούν να αγορασθούν για πέντε νοσηλευόμενους σε Ξενώνα: 16 ανδρικά πανελόνια, 19 πουλόβερ-μπλούζες, 9 ζευγάρια παπούτσια ….»
[3] Ο Δ. Βικέλας γράφει σε σχέση με το Δρομοκαϊτειο (βλ. Νικολάου Γ. Τσική «Επτά ανέκδοτες επιστολές του Δ. Βικέλα» Έκδοση του ΨΝΑ ΔΡΟΜΟΚΑΪΤΕΙΟ- ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΕΚΔΟΣΗ 2004):
«…Το ζήτημα του χώρου στο οποίο θα ιδρυθεί το (ψυχιατρικό) κατάστημα είναι σπουδαιότατο, καθώς είναι αναγκαίο να προβλεφθεί από την αρχή η έκταση που θα χρειαστεί και στο μέλλον. Αυτή δε την επέκταση θα επιβάλουν όχι μόνο οι ανάγκες της πρωτεύουσας αλλά και το συμφέρον του ίδιου του καταστήματος, γιατί ο αριθμός των νοσηλευόμενων έχει μέγιστη οικονομική σημασία. Η δαπάνη για μικρό αριθμό (νοσηλευόμενων εννοείται) είναι δυσανάλογα περισσότερη και η όλη διεύθυνση γενικά δυσκολότερη.»
[4] Στις ίδιες επιστολές ο Δ. Βικέλας γράφει… «… Άλλη δυσκολία είναι η σε ένα οίκημα συνοίκηση ασθενών, φτωχών και μη. Πρέπει να υπάρχει ικανή διάκριση και απόσταση μεταξύ τους, προκειμένου να προσελκυσθούν οι εύποροι ασθενείς. Σε μια επαρχιακή πόλη της Γαλλίας, υπάρχει δημόσιο κατάστημα (ψυχιατρείο), το οποίο έχει ως παράρτημα ξεχωριστό άσυλο για ασθενείς που πληρώνουν. Αλλά εκεί, ακόμα και στον τίτλο που φέρει (στο όνομά του) υπάρχει διάκριση. Οι πλούσιοι δήθεν δε νοσηλεύονται σε άσυλο, αλλά σε έπαυλη που φέρει ίδιο όνομα.»
[5] Σε μία από τις συνεδριάσεις του Δ.Σ. (2066/10-12-2009) για τις αμοιβές των «ασθενών» ο Πρόεδρος του Δ.Σ. εισηγείται… « Το θλιβερότερο είναι ότι η στάση αυτή ελαχίστων ανθρώπων (ενν. λειτουργούς που στήριξαν τη δημιουργία σωματείου των «ασθενών») διαστρέβλωσε αμετάκλητα και τελεσίδικα την προσπάθεια της δι’ απασχολήσεως περίθαλψης των ασθενών και αντί θεραπευτικού και ανακουφιστικού μέσου και οργάνου τη κατέστησε ανάξιο λόγου οικονομικό και συνδικαλιστικό αίτημα και σκοπό.»
[6] Στη βιογραφία του Δ. Βικέλα αναφέρεται : «…..Η αρχική σκέψη του Βαρώνου Ντε Κουμπερτέν ήταν οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες να γίνουν το 1900 στο Παρίσι, αλλά ο εμπνευσμένος λόγος του Βικέλα ανέτρεψε την κατάσταση. “...Στην Αθήνα, ασφαλώς δεν θα έχουμε τη δυνατότητα να οργανώσουμε μεγαλοπρεπείς γιορτές, αλλά τις πολλές ελλείψεις μας θα αναπληρώσει η εγκαρδιότητα της υποδοχής μας. Δεν θα προσφέρουμε στους επισκέπτες μας διασκεδάσεις άξιες προς την περίσταση, αλλά έχουμε να δείξουμε τα µνηµεία και τα ερείπια της αρχαιότητος και να τους οδηγήσουμε στους τόπους όπου τελούσαν οι αρχαίοι Έλληνες τους αγώνες τους ….»