Σε κινητοποιήσεις προχωρούν οι νοσηλευόμενοι του Δρομοκαϊτείου που απασχολούνται στα εργαστήρια των ΘΕ.ραπευτικών ΣΥ.νεργατικων ΜΟ.νάδων του Ψυχιατρείου για να διαμαρτυρηθούν για τις άδικες περικοπές που τους επιβάλλει η Διοίκηση του Δρομοκαϊτείου.
Διαβάστε επίσης:
"Η Πρόνοια υπο κατάρρευση" της Ελιζαμπέττας Καζαλόττι από ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Ένα ντοκυμαντέρ του Youki Vattier που προβλήθηκε από το doc on air της ΕΤ1...
"Τα ονόματά τους είναι Claude, Dario, Dominique, Sam, Terry...Είναι Γάλλοι, Ιταλοί ή Άγγλοι και πάσχουν από σχιζοφρένεια, ψύχωση, κατάθλιψη, εθισμό στο αλκοόλ…
"Το ντοκιμαντέρ ξετυλίγει τη ζωή ανθρώπων στην Ευρώπη που πάσχουν από ψυχικές ασθένειες περιγράφοντας ταυτόχρονα και το σύστημα ψυχιατρικής περίθαλψης στις χώρες αυτές.
Ο Dario από την Ιταλία πάσχει από σχιζοφρένεια. Απολαμβάνοντας όμως τις μεταρρυθμίσεις του ιταλικού συστήματος περίθαλψης που κατάργησε τα άσυλα, ζει μέσα στον κόσμο, με τη μόνη διαφορά ότι επισκέπτεται καθημερινά ένα μικρό κέντρο υγείας στο οποίο λαμβάνει τη θεραπεία του. Το ιταλικό ψυχιατρικό μοντέλο εξαπλώνεται σε όλη την Ευρώπη.
Ο Claude στη Γαλλία μετά από 6 χρόνια εγκλεισμού λόγω ψυχικής ασθένειας έχει γίνει πρόεδρος της ένωσης ασθενών. Στην Αγγλία η Janet θεραπεύει τις κρίσεις πανικού στο οικογενειακό της περιβάλλον με τη βοήθεια ψυχιάτρου που την επισκέπτεται στο σπίτι της. Ο Terry έχει φοβία με τους ανθρώπους και παραμένει κλεισμένος σπίτι αλλά δέχεται της υπηρεσίες ενός ατόμου που τον βγάζει βόλτα καθημερινά.
Τα παραπάνω εισάγουν ένα νέο είδος ψυχιατρικής, το οποίο εντάσσει τους ασθενείς στην κοινωνία (community psychiatry).
Το ντοκιμαντέρ συμμετέχει στη σειρά Health in Europe της EBU. "
Για το ζήτημα των περιοριστικών μέτρων και ειδικότερα της μηχανικής καθήλωσης, έχει γίνει, παραδόξως, αρκετός λόγος τελευταία στην Ελλάδα, με αφορμή, αφενός, ορισμένες προσπάθειες αποϊδρυματοποίησης και εισαγωγής ενός εναλλακτικού παραδείγματος για την ψυχική υγεία και αφετέρου, τις προσπάθειες, σε αντίθετη κατεύθυνση, καθαγιασμού της υπάρχουσας κατάστασης μέσω του εξορθολογισμού της διαδικασίας εφαρμογής των μηχανικών καθηλώσεων, με την παρότρυνση για εφαρμογή ενός πρωτοκόλλου που θα λειτουργεί νομιμοποιητικά για την όποια απόφαση να δεθεί κάποιος πάνω στο κρεβάτι.
Εδώ θα επιχειρήσουμε να δείξουμε ότι οι πρακτικές των περιοριστικών μέτρων (μηχανική καθήλωση, απομόνωση, σε συνδυασμό, ή όχι, με την κλειδωμένη πόρτα) δεν αποτελούν ένα ξένο σώμα στην θεραπευτική πρακτική της Ψυχιατρικής, σαν μια κακοφορμισμένη κρεατοελιά πάνω σ΄ ένα υγιές σώμα, αλλά ότι εγγράφονται μέσα στην φύση, τη λογική και τη λειτουργία του επικρατούντος ψυχιατρικού παραδείγματος, ιατροκεντρικού, νοσοκομειοκεντρικού και, στις μέρες μας, άκρως βιολογικού.
Το πρώτο πράγμα που προκαλεί εντύπωση σε όποιον καταπιαστεί με το ζήτημα της μηχανικής καθήλωσης είναι η τεράστια σιωπή που καλύπτει την εφαρμογή της. Δύσκολα μπορεί να βρει κανείς στοιχεία για τις μηχανικές καθηλώσεις σε μια ψυχιατρική μονάδα, δηλαδή, πρώτον, αν γίνονται μηχανικές καθηλώσεις, δεύτερον, πόσες και τρίτον, για ποιο λόγο.(*)
Αν επρόκειτο για μια περιθωριακή πρακτική του επικρατούντος μοντέλου ψυχιατρικής φροντίδας, τότε μπορεί και να προκαλούσε το σύνηθες στις ψυχιατρικές μονάδες «ερευνητικό» ενδιαφέρον για καταγραφή των διαφόρων συμβάντων που ξεφεύγουν, προκαλούν ή δυσκολεύουν την καθημερινή ρουτίνα. Δεν πρόκειται, όμως, για μια περιθωριακή πρακτική. Ούτε, από την άλλη, μπορεί να θεωρηθεί ότι η μηχανική καθήλωση πηγάζει από μια «κακή πρακτική» (malpractice), που παραβιάζει, με αντιθεραπευτικές μεθόδους, μια ορθολογική και επιστημονικά τεκμηριωμένη θεραπευτική φροντίδα (αδιαφορώντας, δηλαδή, για το “primum non nocere”), ή από μια παραγνώριση/παραβίαση του δεοντολογικού/ηθικού, ή και πολιτικού στοιχείου ως προς την αναγνώριση των ατομικών δικαιωμάτων του προσώπου.
Μολονότι το ζήτημα των λεγόμενων «κακών πρακτικών», όπως και αυτό της ηθικής/ δεοντολογικής διάστασης, είναι εξαιρετικά σημαντικά στην άσκηση της θεραπευτικής πρακτικής στο χώρο της ψυχικής υγείας, η μηχανική καθήλωση, ο χαρακτήρας που έχει και ο ρόλος που παίζει στη λειτουργία της ψυχιατρικής μονάδας, καθώς και ο τρόπος που αντιμετωπίζεται η εφαρμογή της, η σιωπηρή αποδοχή της όχι μόνο από τους λειτουργούς της ψυχικής υγείας, αλλά και από τις οικογένειες και συχνά, από τους ίδιους τους ψυχικά πάσχοντες, δεν μπορεί να κατανοηθεί παρά μόνο από τη σκοπιά (δηλαδή, από την εσωτερική λογική) του ίδιου του ιατροκεντρικού-βιολογικού παραδείγματος.(1) Δηλαδή, από το πώς αυτό το παράδειγμα εκφράζεται μ΄ ένα τρόπο συγκεκριμένο, απτό, στο εσωτερικό του ψυχιατρικού θεσμού, μέσα σε κάθε ψυχιατρική μονάδα, νοσοκομειακή ή στεγαστική. Ποιες σχέσεις λειτουργούν, ποιες πρακτικές ασκούνται σ΄ αυτούς τούς «χώρους θεραπείας», πίσω από τις κλειδωμένες πόρτες.
Το πόσο δικαιολογημένος είναι κανείς να θέτει ως αφετηρία αυτή ακριβώς τη σκοπιά του ιατροκεντρικού/βιολογικού μοντέλου φαίνεται και από το γεγονός ότι γίνεται, πλέον, λόγος και στην Ελλάδα για επανένωση της Νευρολογίας με τη Ψυχιατρική «αφού έχουν τον εγκέφαλο ως κοινό γνωστικό αντικείμενο». Όπως λέχτηκε στο 22ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ελλήνων Νευρολόγων (αρχές Μαίου), Νευρολογία και Ψυχιατρική μπορεί να διαφέρουν, «αλλά έχουν ένα κοινό πλαίσιο αναφοράς, το οποίο είναι στην έρευνα. Από τον εγκέφαλο απορρέουν οι νευρολογικές παθήσεις, η συμπεριφορά, τα συναισθήματα και η σκέψη» (Κ. Στεφανής). «Αρα θα πρέπει να επανενωθούν και για εκπαιδευτικούς λόγους, αλλά και για πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση των παθήσεων του νευρολογικού συστήματος» (Κ. Κιτζόγλου).(2)
Η προσπάθεια νομιμοποίησης της μηχανικής καθήλωσης βασίζεται κυρίως στο χαρακτηρισμό της ως «ιατρικής πράξης», που επιτελείται στο όνομα της «τάξης» και της «ασφάλειας» (πχ, να μη πέσει ένας ηλικιωμένος από κρεβάτι του), ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί έκφραση, όχι μόνο της έλλειψης πόρων και προσωπικού, αλλά, πρωτίστως, μιας ορισμένης κουλτούρας και πρακτικής, που έχει παραμείνει αμετάβλητη και η οποία λειτουργεί καλλιεργώντας μιαν ορισμένη ατμόσφαιρα και επιβάλλοντας ενός ορισμένου τύπου σχέση με το ψυχικά πάσχοντα.
Αυτή η κουλτούρα, η ατμόσφαιρα και ο κόσμος των σχέσεων, τις οποίες έχει εγκαθιδρύσει και μέσω των οποίων λειτουργεί η Ψυχιατρική, έχουν την καταγωγή τους στην πρώιμη ιστορία της, εδώ και 200 χρόνια, όταν, όπως αναφέρειo Klaus Doerner, χρησιμοποιούνταν (όχι ως η γνωστή, πάγια πρακτική στη συνήθη κοινωνική αλληλεπίδραση, αλλά ως «θεραπευτικό μέτρο») «μια υγιής αίσθηση φόβου» προκειμένου να επιτευχθεί μια αλλαγή στη συμπεριφορά και ο αυτοέλεγχος του ασθενή (ενώ ο Tuke προσπαθούσε να απευθύνεται στο αίσθημα αυτοεκτίμησης του ασθενή). Ο γιατρός δεν λειτουργεί απλώς ως ειδικός, αλλά διαμέσου του αξιώματός του, της λειτουργίας που επιτελεί και, επομένως, διαμέσου της εξουσίας του. Και με τον Pinel ο πυρήνας της ψυχιατρικής δουλειάς εξακολουθεί να είναι η ενστάλαξη φόβου, δεδομένου ότι, αν και «κατάργησε τις αλυσίδες», εισήγαγε (μαζί με τον Pussin) τον ζουρλομανδύα. Η Ψυχιατρική ασκείται μέσω της επιβολής μιας εξουσίας, η οποία διατρέχει τα διάφορα «διορθωτικά μέσα» και τις βίαιες μορφές «εκπαίδευσης». Εξαίρεση αποτέλεσε ο Conolly, που, στα μέσα του 19ου αιώνα, άνοιξε τις πόρτες και κατάργησε το δέσιμο και τις απομονώσεις, αντικαθιστώντας τον περιορισμό με το διάλογο και τις κοινωνικές δραστηριότητες – σε μια εποχή, ας σημειώσουμε, που δεν υπήρχε ούτε υποψία από τα σύγχρονα ψυχοφάρμακα.
Η εγκαθίδρυση (τέλη 19ου - αρχές 20ου αιώνα) της λεγόμενης «οργανικής ψυχιατρικής» (που σήμερα, ανανεωμένη, επικρατεί ως βιο-ψυχιατρική) σήμανε την ακόμα πιο υπεροπτική και αυτάρεσκη εφαρμογή βίαιων πρακτικών, με το μανδύα, πλέον, και το κύρος μιας αυτόκλητης επιστημονικής γνώσης. Αλλά και η ψυχοδυναμική ψυχιατρική δεν ξέφυγε από αυτές τις πρακτικές της βίαιης «διαπαιδαγώγησης» των ασθενών. Αυτή η διαπαιδαγώγηση συνεπάγεται τη φυσική τιμωρία και τη μηχανική καθήλωση ως κορυφαία στιγμή της, προκειμένου να υπάρξει εκπαίδευση στον αυτοέλεγχο, στον έλεγχο του Εγώ. Ο ασθενής δένεται με την πεποίθηση, ή το άλλοθι, ότι αυτό που δένεται είναι όχι ο ίδιος, αλλά η αρρώστια του. Φυσικά, πάντα θα υπάρξει κάποιος που θα εσωτερικεύσει τις διάφορες μορφές της βίας που έχει υποστεί και θα συνηγορήσει ότι «του έκαναν καλό»…
Στο κέντρο αυτών των πρακτικών είναι το «ανθρώπινο αντικείμενο», ή το «αντικειμενοποιημένο σώμα», αυτό που, σύμφωνα με τον Foucault, κατασκευάζει η κλινική μέθοδος, που αποτυπώνεται στην μετατροπή, από το «ιατρικό βλέμμα», κινήσεων και εκφράσεων με σχεσιακή και επικοινωνιακή σημασία, σε συμπτώματα και σημεία, τα οποία, εν συνεχεία, συνδέονται με ένα σημαίνον, την αρρώστια. (3) Το «ιατρικό βλέμμα» βλέπει στην ψυχοκινητική διέγερση, στο acting-out, ένα σύμπτωμα, ή σημείο, σχεδόν ποτέ την αντίδραση (εξέγερση) ενός παγιδευμένου ανθρώπου, που προσπαθεί να βρει την επιβεβαίωσή του (το αίσθημα της προσωπικής του ασφάλειας και αξιοπρέπειας) σε συνάρτηση και αλληλεπίδραση με τα συστήματα πού διαχειρίζονται και εγκλείουν την ψυχική οδύνη και αρρώστια του.
Προχωρώντας περαιτέρω, μπορούμε να πούμε ότι είναι ο ίδιος ο ψυχιατρικός θεσμός που οικοδομεί, με την επίκληση υποτίθεται αντικειμενικών, ασφαλών και έγκυρων κριτηρίων, μια ψευδο-πραγματικότητα, το στερεότυπο της επικινδυνότητας του ψυχικά ασθενή. Η υιοθέτηση εννοιών όπως η «χρονιότητα» και το «ανίατο» έφερε μαζί της και μια «νατουραλιστική αναγωγή» του ιδιαίτερου υποκειμενικού τρόπου του «είναι μέσα στον κόσμο». Ότι, δηλαδή, αυτός ο «ιδιαίτερος υποκειμενικός τρόπος» έχει ένα φυσικό (βιολογικό) χαρακτήρα, είναι στον εγκέφαλο, στα γονίδια, σ΄ ένα πράγμα και όχι στην ιστορία και τη βιογραφία του προσώπου, στη σχέση του με τον εαυτό, τους άλλους και τον κόσμο. Η ψευδο-λύση που προτείνεται στο πρόβλημα, είναι ακριβώς η προϋπόθεση ώστε το πρόβλημα να επιβεβαιώνεται και ν΄ αναπαράγεται από τους ιδρυματικούς θεσμούς, από τους ίδιους αυτούς που λένε, ή και πιστεύουν, ότι σκοπός τους είναι να το εξαλείψουν. Σ΄ αυτή τη διαδικασία, αυτό που θα έπρεπε να είναι «σχέσεις ανάμεσα σε πρόσωπα», μετατρέπεται σε «σχέσεις ανάμεσα σε πράγματα».(**) Ακόμα μια φορά, αυτό που έχουμε μπροστά μας είναι η «πραγμοποίηση» του ασθενή, που παράγεται από τον ψυχιατρικό θεσμό.(4)
Αν γυρίσουμε τώρα στην καθημερινότητα των υπηρεσιών, που λειτουργούν με την κουλτούρα στην οποία αναφερθήκαμε στα προηγούμενα, θα δούμε ότι μια από τις πιο συχνές συζητήσεις, ανησυχίες και μέριμνες, είναι γύρω από την «επιθετικότητα» των νοσηλευομένων, ως πρόβλημα που πρέπει ν΄ αντιμετωπιστεί, ή και προληφθεί, αποτελώντας και την κύρια δικαιολογία της προσφυγής στη μηχανική καθήλωση. Υπάρχει σ΄ ένα ιταλικό λεξικό (Zanichelli) ένας ορισμός της «επιθετικότητας», που δίνει μια αρκετά διεισδυτική ερμηνεία του ψυχολογικού μηχανισμού της βίας: «Επιθετικότητα: τάση για εκδήλωση μιας επιθετικής συμπεριφοράς, που έχει ως σκοπό τον αύξηση της εξουσίας του επιτιθέμενου και τη μείωση της εξουσίας του υφιστάμενου την επίθεση. Παρουσιάζεται γενικά ως αντίδραση σε μια πραγματική ή φαινομενική απειλή της εξουσίας που έχει κάποιος».(5) Θα μπορούσαμε, δηλαδή, να πούμε ότι η επιθετικότητα είναι μια συμπεριφορά με σκοπό την προσαρμογή του ανθρώπου στο πλαίσιο που τον περιβάλλει και, στην περίπτωση του ψυχικά ασθενή που νοσηλεύεται, στο πλαίσιο της θεραπείας, εξαιτίας μιας πραγματικής ή φαινομενικής απειλής απέναντι στην «εξουσία» του, στην αίσθηση της προσωπικής του ασφάλειας.
Από αυτή την άποψη, είναι σημαντικό, στο βαθμό που θέλουμε να μειωθούν ή και να εξαλειφθούν οι επιθετικές συμπεριφορές από τη μεριά του ψυχικά ασθενούς, να δούμε ότι υπάρχουν δύο διαμετρικά αντίθετοι προσανατολισμοί, καθένας με το δικό του «οργανωτικό μοντέλο» για τη λειτουργία μιας μονάδας νοσηλείας, σε ψυχιατρείο ή σε ψυχιατρική κλινική γενικού νοσοκομείου.
Η πρώτη τείνει να υποδέχεται το άτομο με όλα του τα προβλήματα, με την οδύνη του, εξασφαλίζοντάς του ένα χώρο άνεσης και ήσυχο. Αυτό σημαίνει μια μονάδα νοσηλείας ανοιχτή, με κατάργηση των φυσικών περιορισμών, για ένα σύστημα ψυχικής υγείας βασισμένο πάνω στον υψηλότερο βαθμό ελευθερίας των νοσηλευομένων, πάνω στην εξασφάλιση της διατήρησης στον υψηλότερο δυνατό βαθμό των σχέσεων τους με την κοινωνία έξω.
Η δεύτερη, που αποτελεί την παραδοσιακή λειτουργία τη συντριπτικής πλειονότητας των ψυχιατρικών μονάδων νοσηλείας, ενδιαφέρεται πρωτίστως για τη φύλαξη, για την προστασία του προσώπου, αλλά, περισσότερο, της κοινωνίας από αυτό. Εδώ μιλάμε κυρίως για φύλαξη, επαγρύπνηση, έλεγχο. Σ΄ αυτό το πλαίσιο του εγκλεισμού, η αυταρχική συμπεριφορά από τη μεριά του συστήματος έχει άμεσες επιπτώσεις στη συμπεριφορά του ασθενή, ο οποίος, βλέποντας ότι απειλείται η «εξουσία» του, μπορεί ν΄ αντιδράσει με βία απέναντι στη βία του συστήματος – μια συστημική βία άλλοτε έκδηλη και νομιμοποιημένη, άλλοτε απόκρυφη και μεταμφιεσμένη.(6)
Στη λειτουργία μιας παραδοσιακής ψυχιατρικής μονάδας υπάρχουν πολλά στοιχεία που λειτουργούν παγιώνοντας μιαν απόσταση ανάμεσα στο προσωπικό και τους νοσηλευόμενους (ανάγλυφη έκφραση, ανάμεσά τους, είναι η λευκή μπλούζα, σύμβολο της απομόνωσης και της «αποφυγής μόλυνσης από την αρρώστια», αλλά, πρωτίστως, σύμβολο εξουσίας). Η πρακτική της μηχανικής καθήλωσης είναι κορυφαία στιγμή επιβεβαίωσης μιας σχέσης εξουσίας που κρατάει σε απόσταση τον ασθενή και επιβάλλει τους κανόνες και την τάξη της μονάδας απέναντι στην πολυπλοκότητα των αναγκών του. Είναι συχνή η εμπειρία, μπροστά σε βίαια επεισόδια φυσικής ή και λεκτικής βίας των ασθενών, που δεν ελέγχονται (δηλαδή, δεν τιμωρούνται) με μηχανική καθήλωση, ότι το προσωπικό (συμπεριλαμβανομένων των ψυχιάτρων) αισθάνεται ότι γίνεται επικίνδυνα ισότιμο με τον ασθενή, ότι χάνει την εξουσία του και τον εξ αυτής προκύπτοντα έλεγχο της κατάστασης – ότι υπάρχει αναρχία στο τμήμα. Το ξεπέρασμα αυτής της σχέσης εξουσίας είναι ακριβώς το κρίσιμο σημείο όπου πρέπει να επικεντρώνονται οι προσπάθειες αποιδρυματοποίησης και υπέρβασης του επικρατούντος ψυχιατρικού παραδείγματος, με τους συγκεκριμένους κώδικες λειτουργίας και τις τελετουργίες της ιδρυματικής βίας. (7)
Αλλοτε δένουμε κάποιον προκειμένου να μη φύγει, ώστε να συνεχιστεί μια θεραπεία (νοούμενη, φυσικά, απλώς ως φαρμακευτική) που έχει ξεκινήσει, άλλοτε δένουμε κάποιον προκειμένου να του χορηγήσουμε θεραπεία, μετατρέποντάς τον σ΄ ένα σώμα αβλαβλές και υπάκουο : σε κάθε περίπτωση, ο κοινός παρονομαστής είναι η αποφυγή της διαπραγμάτευσης. Σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, το δέσιμο γίνεται ως ρουτίνα, στις Σκανδιναβικές (πχ η Σουηδία) οι κανονισμοί το προβλέπουν μόνο ως μέτρο προστασίας του ασθενή και ασφάλειας του προσωπικού, σε άλλες, όπως η Βρετανία, απαγορεύεται, αλλά στη θέση του εφαρμόζεται κατά κόρον το κλείσιμο στα κελιά απομόνωσης (seclusion), ενώ στην Ολλανδία, όπου η αναγκαστική νοσηλεία δεν συνεπάγεται την αναγκαστική χορήγηση θεραπείας, ο ασθενής μπορεί να κλειστεί στην απομόνωση μέχρις ότου πειθαναγκαστεί να δεχτεί τη φαρμακευτική αγωγή.
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, η μηχανική καθήλωση δεν πρόκειται πραγματικά ν΄ αμφισβητηθεί και να ξεπεραστεί όσο δεν μπαίνει υπό αμφισβήτηση το νοσοκομειο-κεντρικό μοντέλο, η επικέντρωση στη νοσοκομειακή νοσηλεία ως της κατ΄ εξοχήν θεραπευτικής παρέμβασης, που μπορεί να παραταθεί επ΄ αόριστον (επιτρέποντας, ή και διευκολύνοντας, την παλινδρόμηση). Στο βαθμό που δεν αμφισβητείται ο νοσοκομειο-κεντρικός χαρακτήρας της θεραπευτικής φροντίδας στο χώρο της ψυχικής υγείας, είναι αδύνατο να απεκδυθεί η νοσοκομειακή νοσηλεία (hospitalization) από τις εκδηλώσεις της ιδρυματικής βίας, με την οποία είναι συνυφασμένη και να μετατραπεί σε μια μορφή ανθρώπινης φιλοξενίας (hospitality), με μεταβατικό και σχετικό χαρακτήρα - με την έννοια ότι διαρκεί για ένα περιορισμένο διάστημα χρόνου και σ΄ ένα χώρο που, αντί για ασηπτικός, βαρύς, απαξιωτικός του προσώπου και κλειδωμένος, θα μπορεί να είναι διαφανής και διαπερατός. Η ανάγκη για καθήλωση προκύπτει από αυτήν ακριβώς την έννοια των ορίων και των οριοθετήσεων, την έννοια, δηλαδή, ενός περιορισμένου και ασφυκτικά οριοθετημένου χώρου, μέσα στον οποίο πρέπει να εκφραστεί και να εκδηλωθεί μια ορισμένη κυριαρχία.(8) Αυτή η κυριαρχία ασκείται πάνω σε ανθρώπινα όντα, που επαφίενται στην δικαιοδοσία μιας (κατά τον Foucault) εξουσίας/φορέα γνώσης (της Ψυχιατρικής), η οποία διαχωρίζει, απομονώνει και εγκλείει για να θεραπεύσει, ή μάλλον, «θεραπεύει» τα άτομα που είναι υπό τον έλεγχό της.
Νοσοκομειοκεντρικό μοντέλο σημαίνει ότι ο κλινικός χώρος κυριαρχεί πάνω στη ζωή και στις ανάγκες των ατόμων και ότι κώδικες επικοινωνίας και διαβίωσης, βασισμένοι πάνω στις λογικές οργάνωσης και λειτουργίας των ιδρυματικών χώρων, έχουν προτεραιότητα σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες και εμπειρίες των ατόμων. Παραβίαση του καταστατικού λειτουργίας της νοσοκομειακής οργάνωσης εμφανίζεται ως παραβίαση ενός άγραφου κώδικα.
Είναι, στ΄ αλήθεια, αναγκαίοι για τη θεραπεία αυτοί οι ειδικοί χώροι με αυτά τα ειδικά χαρακτηριστικά; Η μόνη ανάγκη για τον περιορισμό ανθρώπινων όντων μέσα σ΄ ένα τέτοιο ειδικό χώρο θα προέκυπτε μόνο στην περίπτωση που θα αντιμετωπίζαμε αυτά τα άτομα ως σώματα που θα έπρεπε να παραμείνουν σε φύλαξη, μέχρις ότου εξεταστούν και επανορθωθούν, πριν τους επιτραπεί να γυρίσουν στην κοινωνία. Δηλαδή μια λειτουργία ελέγχου που μόνο φαινομενικά διευκολύνει τη θεραπευτική δουλειά.
Το αποτέλεσμα είναι ότι οι αντιφάσεις, που είναι συνυφασμένες με το ζήτημα της εξουσίας, καταλήγουν ν΄ αναζητούν λύσεις και διεξόδους μέσα σε κλειστούς χώρους, χωρίς καμιά δυνατότητα ν΄ ανοιχτούν στον εξωτερικό κόσμο, σ΄ ένα διαφορετικό πλαίσιο χώρου και χρόνου και μ΄ ένα πρόγραμμα που άπτεται της πραγματικής ζωής. Η λογική που κυριαρχεί είναι ότι «εγώ (ως γιατρός, νοσηλευτής, σε κάθε περίπτωση, φύλακας) έχω το κλειδί, ή τα κλειδιά, για ν΄ αποφασίσω για σένα, χωρίς καμιά δυνατότητα διαπραγμάτευσης». Αντί για μια εναλλακτική λογική, που είναι σήμερα, παντού, το ζητούμενο, η οποία λέει: «Εγώ είμαι αυτός που πρέπει να σε πείσει πότε πρέπει να φύγεις: η χρήση της βίας και του νόμου δεν αρκεί. Πρέπει να σε πείσω, να συμφωνήσουμε, να μπούμε σε διάλογο, να βρούμε μια λύση μέσα από διαπραγμάτευση». Αν αποκλειστεί αυτή η δυνατότητα, τότε για τον Άλλο, για το έγκλειστο άτομο, δεν μένει παρά η εξέγερση, το ανυπάκουο σώμα, το σώμα που χρησιμοποιείται ως η έσχατη συναλλαγή, ως το τελευταίο χαρτί που υπάρχει για να παιχτεί - και έτσι θα πρέπει να κατασταλεί και να δεθεί. Όπως έχει λεχθεί, «αν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης του ψυχιάτρου για την ψυχοκινητικά διεγερμένη και βίαιη συμπεριφορά είναι η μηχανική καθήλωση, δεν θα μπορεί, στο μέλλον, αυτός ο ψυχίατρος, να εργασθεί στην κατεύθυνση της πρόληψης αυτών των συμπεριφορών».(9)
Το συμπέρασμα είναι ότι, όσο λιγότερο η ψυχιατρική ασκείται σε χώρους διαχωρισμένους, αδιαπέραστους, αόρατους από τους «απ΄ έξω», τόσο λιγότερο θα μπορεί να εφαρμόζει τους δικούς της ιδιαίτερους κώδικες, οι οποίοι, εκ των πραγμάτων, αναπαράγουν αποκλεισμό και χρονιότητα. Αυτό δεν σημαίνει την ισοπεδωτική διάλυση του «ειδικού» (του ιδιαίτερου χαρακτήρα της Ψυχιατρικής), αλλά ότι ο εξωτερικός κόσμος, η κοινότητα, πρέπει ν΄ ασκήσουν έναν αποφασιστικό ρόλο και μέσα στους χώρους της Ψυχιατρικής και ότι οι κανόνες των ψυχιατρικών διαδικασιών πρέπει να καταστούν ισόμορφες των διαδικασιών που ρυθμίζουν και κατοχυρώνουν τα δικαιώματα που πρέπει να έχει κάθε πολίτης. Δεν υπάρχει κανένας λόγος ν΄ αποδίδονται ειδικές εξουσίες στη Ψυχιατρική. (10)
Μια «πόρτα κλειστή», εκτός από φυσικός φραγμός, είναι, επίσης, το μήνυμα (ο συμβολισμός) ενός φραγμού στο επίπεδο των σχέσεων και της θεραπείας, που ενισχύει τα στερεότυπα της επικινδυνότητας, πλήττει τα δικαιώματα των ασθενών και, ως εκ τούτου, είναι σημάδι μιας «κακής πρακτικής», μιας χαμηλού επιπέδου επαγγελματικότητας. Αν, αντίθετα, γίνεται δυνατό να είναι η «πόρτα ανοιχτή», διαμέσου ενός συστήματος συμμαχιών, με υπευθυνότητα και με επιλογή όλων των λειτουργών, είναι, εκτός από αναγνώριση των δικαιωμάτων του νοσηλευόμενου ασθενή και ένας δείκτης για την υψηλή ποιότητα της υπηρεσίας. (11)
Δεν πρόκειται ν΄ αναφερθούμε εδώ στις διάφορες πρακτικές που είναι εναλλακτικές στην μηχανική καθήλωση. Μια σύντομη αναφορά αξίζει να γίνει στην πρακτική της φυσικής συγκράτησης (με τα χέρια, με το αγκάλιασμα - holding), που βασίζεται πάνω στην έκφραση μιας σχεσιακής προσέγγισης (μέσα από τη σχέση) σε όλες τις περιπτώσεις, ακόμα και τις πιο δύσκολες. Σε διάκριση από τη μηχανική, θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αυτή την πρακτική «φυσική καθήλωση».
Αλλά η πιο αποτελεσματική μέθοδος είναι, όπως προσπαθούμε να δείξουμε στο κείμενο αυτό, η «αναγνώριση της σκοπιάς του άλλου», το να ενδιαφερόμαστε αληθινά γι΄ αυτό το πρόσωπο, μέσα από μια συζήτηση που διακρίνεται από τιμιότητα, ειλικρίνεια, ζεστασιά, η οποία δε αποκλείει και το ότι μπορεί να υπάρξει ακόμα και μια σκληρή και άμεση αντιπαράθεση ανάμεσα στον λειτουργό και τον ασθενή. Δεν υπάρχουν έτοιμες συνταγές και η απαραίτητη εκπαίδευση και εμπειρία δραστηριοποιείται κάθε φορά με ένα μοναδικό και πρωτότυπο τρόπο που συναρτάται από την αλληλεπίδραση με τον άλλο, αλληλεπίδραση που έχει κάθε φορά την ανεπανάληπτη ιδιαιτερότητά της.
Όλα αυτά προϋποθέτουν, φυσικά, ότι η μη χρήση, η κατάργηση της μηχανικής καθήλωσης πρέπει να θεωρείται ως μια εκ των προτέρων συνθήκη προκειμένου να έχουν νόημα όλα τα υπόλοιπα - ένα όριο που δεν θα πρέπει ποτέ να παραβιάζεται, σε εφαρμογή και των συνταγματικών προβλέψεων για το «απαραβίαστο της προσωπικής ελευθερίας». Μάλιστα, η στιγμή της «κρίσης» ενός προσώπου, αντί για εκδήλωση επικινδυνότητας, πρέπει να θεωρηθεί ως μια στιγμή που η άσκηση της ελευθερίας του μπορεί να είναι πιο δύσκολη, ή, μάλιστα, και τελείως αδύνατη. Τα καθήκον της υπηρεσίας θα έπρεπε, σ΄ αυτή την περίπτωση, να είναι να βοηθήσει τα άτομο ν΄ ασκήσει αυτή την ελευθερία του, ανοίγοντας μια διαπραγμάτευση και αναλαμβάνοντας την θεραπευτική του ευθύνη. (12)
Φυσικά, σε μια λογική που βασίζεται στην εγκαθίδρυση μιας ισότιμης σχέσης μέσω διαλόγου και διαπραγμάτευσης, πρέπει πάντα να είναι κανείς προετοιμασμένος και για τις αναποδιές, για την αποτυχία, για το σπάσιμο των συμφωνιών, για την άρνηση και την αποστασιοποίηση, για τη φυγή, που ακολουθείται από μιαν ανανεωμένη προσπάθεια να ξαναβρεθεί ο ασθενής και να εγκαθιδρυθεί, σε μιαν άλλη στιγμή και με άλλους τρόπους, μια μορφή συμφωνίας.
Μπορούμε να πούμε ότι αυτή η προσέγγιση ασαφοποιεί τις άκαμπτες οριοθετήσεις του χώρου και του χρόνου, στην κατεύθυνση της μείωσης (έως εξάλειψης) της διαφοράς ανάμεσα στο έξω και στο μέσα (όπως και, με μια ορισμένη έννοια, ανάμεσα σε αρχή και τέλος, πριν και μετά). Πρόκειται για μια μεταβατική εμπειρία, που αντιπροσωπεύει τη στιγμή ενός περάσματος και η οποία εγγράφεται πάνω στο συνεχές ενός θεραπευτικού σχεδίου. (13)
Είναι, ωστόσο, σημαντικό να δούμε ότι η αποδόμηση του νοσοκομειοκεντρικού μοντέλου μπορεί να συλληφθεί μόνο σε συνάρτηση με την οικοδόμηση μιας πειστικής εναλλακτικής απάντησης τόσο στην «κρίση», όσο και στην «πρόληψή» της και στην «μετά την κρίση φροντίδα» : αυτή η απάντηση δεν μπορεί να είναι άλλη από την οικοδόμηση ενός εναλλακτικού στη νοσοκομειακή νοσηλεία ολοκληρωμένου δικτύου υπηρεσιών ψυχικής υγείας. Ενός δικτύου που θα μπορεί να διατηρεί μια κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα στην «παρέμβαση στο σπίτι» (παρέμβαση που γίνεται στους χώρους όπου ζει ο ασθενής και η οποία λειτουργεί δραστηριοποιώντας τους πόρους που είναι παρόντες στο κοινωνικό του πλαίσιο) και τις δραστηριότητες του Κέντρου Ψυχικής Υγείας, ως ενός χώρου που συνθέτει και συνυφαίνει πόρους και πρόσωπα της υπηρεσίας με εκείνα του κοινωνικού δικτύου. Εχει βρεθεί ότι η «κρίση» μπορεί τόσο περισσότερο να γίνει κατανοητή και τόσο περισσότερο να είναι ανοιχτή και ν΄ αντλεί από ένα φάσμα εν δυνάμει απαντήσεων (συχνά απρόβλεπτων και απροσδόκητων), όσο περισσότερο παραμένει μέσα στη δική της περιοχή και δεν απο-πλαισιώνεται (δεν αποσπάται, δεν ξεριζώνεται από το «φυσικό» της πλαίσιο, εντός του οποίου μόνο μπορεί να βρει σημασία και νόημα) μέσα από τις διάφορες απλοποιήσεις που υφίσταται στις ιδρυματικές της διαδρομές. Το αίνιγμα, μέσω του οποίου παρουσιάζεται (και το οποίο αντιπροσωπεύει) η «κρίση», τόσο ως εμπειρία οδύνης, όσο και ως νόημα που αποκαλύπτεται σε σχέση με το μικρο και μακρο-κοινωνικό πλαίσιο, μπορεί ν΄ αποκωδικοποιηθεί μόνο υπό την προϋπόθεση ότι τα σώματα είναι ελεύθερα από τα όποια μηχανικά δεσμά και το υποκείμενο επανασυνδέεται, μέσω της «ανοιχτής πόρτας», με τις διάφορες διαδρομές της θεραπείας και της ανάρρωσης (recovery). (14)
Το συμπέρασμα είναι ότι η αποϊδρυματοποίηση (του συστήματος ψυχικής υγείας και της Ψυχιατρικής) είναι ο μόνος τρόπος για το ξεπέρασμα του φόβου, για τον οποίο μιλούσαμε στην αρχή, συμπεριλαμβανόμενου του δικού μας φόβου, των λειτουργών, δηλαδή, της ψυχικής υγείας, μπροστά στο διαφορετικό και στο άγνωστο. Απέναντι στην απελπισία του απομονωμένου, έγκλειστου και καθηλωμένου προσώπου, μπορούμε να συνεισφέρουμε στην ελπίδα, που μπορεί να προέλθει μόνο μέσα από το διάλογο και την πρόκληση της ελευθερίας, αλλά και την πρόκληση της θεραπείας – δυο προκλήσεις που αποτελούν προϋπόθεση η μια της άλλης.
Αλλωστε, τα δεδομένα από την πρακτική στο 9ο ΨΤΕ του ΨΝΑ, εδώ και περίπου τέσσερα χρόνια, για τον δραστικό περιορισμό (στην κατεύθυνση της πλήρους κατάργησης) των μηχανικών καθηλώσεων, παρά τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούν στις ψυχιατρικές μονάδες των «οξέων», παρά τον υπερσυνωστισμό των νοσηλευομένων και την υπερφόρτωση με τα ποικίλης προέλευσης και αρμοδιότητας «προβλήματα» που εναποτίθενται («ξεβράζονται») στο ψυχιατρικό σύστημα ως «αποθήκης αποβλήτων», παρά την έλλειψη τομεοποίησης και κοινοτικού δικτύου, δείχνουν ότι είναι δυνατή η πλήρης κατάργηση της μηχανικής καθήλωσης - και με την «πόρτα ανοιχτή». Αρκεί να το θέλουμε.
(*) Φυσικά, δεν πρόκειται μόνο για τους χώρους της ψυχιατρικής φροντίδας, δηλαδή, τις ψυχιατρικές μονάδες του Δημοσίου και τις ιδιωτικές ψυχιατρικές κλινικές (αλλά, επίσης, μεγάλο μέρος των λεγόμενων «στεγαστικών μονάδων», ξενώνων και οικοτροφείων). Το δέσιμο είναι μια πάγια, σιωπηρά αποδεκτή και εξαιρετικά διαδεδομένη πρακτική σε όλα τα ιδρύματα με τροφίμους άτομα με νοητική υστέρηση και σωματικές αναπηρίες, ιδρύματα που φιλοξενούν άτομα τρίτης ηλικίας (γηροκομεία και άλλα). Μόνο όταν συμβεί κάποιος θάνατος δεμένου τροφίμου, ή όταν μια σκανδαλοθηρική κρυφή κάμερα εισδύσει μέσα στα άδυτα των κάθε λογής ιδρυμάτων, εκφράζεται μια «μαζική αγανάκτηση» και μια επίδειξη προσποιητής «άγνοιας» για όσα συμβαίνουν πίσω από τους τοίχους και τις κλειδωμένες πόρτες, για να ξεχαστεί μετά από λίγο.
(**) Μια αξιοσημείωτη έκφραση, και στο πεδίο του κοινωνικού ελέγχου των ψυχικά πασχόντων, αυτού που ο Μαρξ έδειξε ως τον πυρήνα του «φετιχισμού του εμπορεύματος» στον καπιταλισμό, που κάνει τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους να εμφανίζονται ανεστραμμένες, ως σχέσεις ανάμεσα σε πράγματα.
Αναφορές:
1. Roberto Mezzina : “Freedom or restraint: The phenomenon of physical restraint and emancipation practices. Lessons to be learned from Soteria and Trieste”. Παρουσίαση στο διεθνές συνέδριο, που έγινε στις 21-23 Νοέμβρη 2007, στο Merano της Ιταλίας, με τίτλο «Soteria and No Restraint».
2. Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» : «Η κατάθλιψη ταλανίζει τους… χορτάτους», ρεπορτάζ Γιάννη Λιβυάκη από το 22ο Πανελλήνιο Συνέδριο των Ελλήνων Νευρολόγων στα Χανιά, 2-5-08.
3. Michel Foucault: “The birth of the Clinic: An Archaeology of the Medical Perception”. London, 1973, Tavistock. Βλ. Επίσης «Η Ιστορία της Τρέλας στην κλασσική εποχή», ελληνική έκδοση 2007, «Καλέντης».
4. Luigi Attenasio e Giuseppina Gabiele “Il valore etico del cambiamento e l’ abolizione della contenzione”. In “SPDC Aperti e senza Contenzioni – per i diritti inviolabili della persona”, a cura di Lorenzo Toresini. Collana dei “Fogli di informazione”, No 34, Centro di Documentazione di Pistoia Editrice. 2005.
5.Αναφέρεται από τον Eduando Berton, νοσηλευτή, στο κείμενό του «Infermieri in corsia», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του IPASVI, Vincenza, 2005.
6. οπ.
7. Roberto Mezzina, οπ.
8. οπ.
9. G.G.Pulia : “Sulla la Contenzione”, in “L’ Obbligo di Prendersi Cura”. Ed. Interculturali, Roma, 2001.
10. Luigi Attenasio e Giuseppina Gabriele, οπ.
11. Bruno Norcio : “Porta aperta, porta chiusa”, in “SPDC Aperti e senza Contenzioni”, οπ.
12. οπ.
13. Roberto Mezzina, οπ.
14. οπ.
Μάιος 2008
Θ. Μεγαλοοικονόμου
...Η Ψυχιατρική και ο έλεγχος του ψυχικά πάσχοντος μέσω μιας «κατάστασης εξαίρεσης»
Αν ήθελε να συνοψίσει κανείς την ουσία της ελληνικής ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, τη σχέση της, δηλαδή, με αυτό που αποκαλούμε Αποιδρυματοποίηση (πυρηνικό στοιχείο της οποίας είναι η αμφισβήτηση του εγκλεισμού), τότε, η κατάληξη, ύστερα από 25 χρόνια συγχρηματοδοτούμενων (με την ΕΕ) προγραμμάτων και αλλαγών, είναι όχι η αμφισβήτηση, αλλά η διαιώνιση και η επιβεβαίωση του εγκλεισμού ως βασικού στοιχείου του συστήματος των υπηρεσιών ψυχικής υγείας στην Ελλάδα (αν και το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό, αλλά διεθνές).
Όπως γνωρίζουμε, η Ψυχιατρική και το σύστημα, εν γένει, των υπηρεσιών ψυχικής υγείας υπερπροσδιορίζεται από το δοσμένο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό σύστημα εντός του οποίου και κατ΄ εντολήν του οποίου λειτουργεί.. Οσο περισσότερο στενεύουν τα περιθώρια του δοσμένου οικονομικού και κοινωνικού συστήματος για ουσιαστική κοινωνική ένταξη των ψυχικά πασχόντων, τόσο περισσότερο ο ψυχιατρικός θεσμός (στο βαθμό που δεν αμφισβητεί την κατεστημένη κοινωνική του εντολή) λειτουργεί στην κατεύθυνση της κατασταλτικής διαχείρισης των αναγκών που δεν μπορούν να βρουν πραγματικές (υλικές) απαντήσεις στο κοινωνικό πεδίο –των ανθρώπων, δηλαδή, με προβλήματα ψυχικής υγείας (και επομένως, με πολύπλοκες ανάγκες) τους οποίους, μαζί με πολλούς άλλους, η τρέχουσα οικονομική πολιτική παράγει, σε διαρκώς αυξανόμενη κλίμακα, ως ‘πλεονάζοντες’ μέσα στο δοσμένο σύστημα κοινωνικών σχέσεων
Όταν πριν τρία περίπου χρόνια, στα τέλη του 2006, ξεκινήσαμε τη λειτουργία του ΚΨΥ Αγίων Αναργύρων, θεωρήσαμε ότι, με δεδομένη την κατάσταση στην Ελλάδα στο χώρο της ψυχικής υγείας, το στοίχημα ήταν όχι η ίδρυση μιας ακόμα κοινοτικής μονάδας, σε μια λογική παράλληλης και αποκομμένης λειτουργίας, που θα άφηνε άθικτους τους θεσμούς του σκληρού ιδρυματισμού (στους οποίους, φυσικά, θα συνέχιζε να εναποτίθεται η διαχείριση εκείνου του φάσματος των αναγκών με τη μεγαλύτερη πολυπλοκότητα), αλλά μια κοινοτική μονάδα που θα ήταν καθεαυτή μια στιγμή, ένα εργαλείο και ένα προϊόν της υπέρβασης αυτών ακριβώς των θεσμών και των πρακτικών που αναπόσπαστο μέρος τους είναι οι δομές του σκληρού ιδρυματισμού.
Για να γίνει δυνατό να κατανοηθεί αφενός η δημιουργία του ΚΨΥ και αφετέρου η λειτουργία του, καθώς και οι αντιφάσεις που την διέπουν, είναι απαραίτητο να ανατρέξουμε συνοπτικά στη διαδρομή που διανύθηκε και ν΄ αναδείξουμε το νήμα που συνδέει τις στιγμές μιας παρέμβασης στο εσωτερικό του ψυχιατρείου, από το πρώτο, έστω προσωρινό, άνοιγμα μιας κλειδωμένης πόρτας (άνοιγμα στην επικοινωνία και στην διυποκειμενική σχέση) μέχρι το κοινοτικό Κέντρο Ψυχικής Υγείας. Ν΄ αναδείξουμε, δηλαδή, τη λογική που διέπει τα διαδοχικά βήματα της έμπρακτης αμφισβήτησης του επικρατούντος ψυχιατρικού παραδείγματος, μια διαδρομή της οποίας κάθε βήμα αποκτά το νόημά του, εκτυλίσσει και πραγματοποιεί το δυναμικό του μετασχηματισμού, του οποίου είναι φορέας, μόνο στο βαθμό που (εμπεριέχει και) οδηγεί στο επόμενο, το οποίο ταυτόχρονα ενσωματώνει και αρνείται το προηγούμενο.
Η ίδρυση και λειτουργία του ΚΨΥ ήρθε, λοιπόν, ως συνέχεια μιας πρακτικής αποιδρυματοποίησης στο εσωτερικό του ΨΝΑ, πρώτα με το κλείσιμο μιας πτέρυγας χρόνιας παραμονής (μέσω της μετάβασης των εγκλείστων σε ξενώνες, οικοτροφεία και προστατευόμενα διαμερίσματα) και εν συνεχεία, με την έναρξη λειτουργίας, από τον Αύγουστο του 2004, της μονάδας εισαγωγών του 9ου ΨΤ.
Βασικό στοιχείο της θεραπευτικής προσέγγισης, ήδη από την αρχή, ήταν η αποδόμηση, στην πράξη, του εγκλεισμού, κατ΄ αρχήν στις πιο ορατές και περιοριστικές μορφές του, όπως είναι οι κλειδωμένες πόρτες και οι μηχανικές καθηλώσεις και απομονώσεις.
Εδώ και πέντε περίπου χρόνια έχει γίνει μια μεγάλη προσπάθεια από την θεραπευτική ομάδα του 9ου ΨΤ του ΨΝΑ για την κατάργηση των μηχανικών καθηλώσεων με ταυτόχρονη διατήρηση ανοιχτής της πόρτας από το πρωί μέχρι το βράδυ. Πρόκειται για ένα τμήμα εισαγωγών/οξέων με κατά μέσον όρο 30 (συχνά περισσότερους) νοσηλευόμενους, στο οποίο εργάζονται, κατά μέσον όρο, 17-18 νοσηλευτές/τριες (3-4 στη πρωινή και από 2 στην απογευματινή και στη νυχτερινή βάρδια), 4 ειδικευμένοι και 4 ειδικευόμενοι ψυχίατροι, 2 ψυχολόγοι και 2 εργοθεραπευτές. Οντας το μοναδικό «τμήμα οξέων» στο ΨΝΑ (και πιθανώς σε εθνική κλίμακα) που λειτουργεί έτσι («πόρτα ανοιχτή και όχι μηχανικές καθηλώσεις και απομονώσεις»), είναι επόμενο να σηματοδοτεί μιαν οιωνεί ορατή παραφωνία (το «διαρκές ρίσκο», το «κατ΄ εξακολούθησιν πρόβλημα», το «μη κανονικό» μέσα στον κατ΄ εξοχήν χώρο της «μη κανονικότητας»), λαμβάνοντας και τις ανάλογες απαντήσεις και στάσεις από όλες τις βαθμίδες των κατεστημένων εξουσιών εντός του ψυχιατρείου. Λειτουργεί, δηλαδή, στη βάση μιας συνθήκης, όχι αποδοχής, αλλά ανοχής (που αντανακλάται, ως είναι φυσικό, και στο εσωτερικό της θεραπευτικής ομάδας), καθώς οι ευθύνες για «ό, τι συμβεί» έχουν αναληφθεί από (αλλά και εναποτεθεί σε) αυτούς που είχαν την πρωτοβουλία να λειτουργούν μ΄ αυτό τον τρόπο.
Παρ΄ όλα αυτά, οι μηχανικές καθηλώσεις έχουν μειωθεί σε σημαντικό βαθμό τα τελευταία δύο χρόνια, στις 3-4 ετησίως (σ΄ ένα τμήμα με κατά μέσον όρο 200 εισαγωγές το χρόνο και όταν σε άλλα τμήματα, στο ΨΝΑ και σε όλες τις άλλες μονάδες εισαγωγών σε ψυχιατρεία ή σε γενικά νοσοκομεία αδιακρίτως, οι μηχανικές καθηλώσεις είναι 1-4 την εβδομάδα, ή και καθημερινές και για μεγάλα χρονικά διαστήματα, ημερών, ή και μηνών). Ένας από τους κύριους παράγοντες που οδήγησαν στη μείωση των μηχανικών καθηλώσεων είναι η διασυνδεδεμένη λειτουργία του τμήματος εισαγωγών με το ΚΨΥ, το οποίο λειτουργεί εδώ και τρία χρόνια σε τομεοποιημένη βάση. Με δεδομένη την τωρινή λειτουργία, αν γινόταν δυνατό να αντιστραφεί η παρούσα αριθμητική σχέση νοσηλευομένων/νοσηλευτικού προσωπικού, τότε θα μπορούσαμε να μιλάμε για πλήρη κατάργηση της μηχανικής καθήλωσης.
Θεωρούμε την μηχανική καθήλωση ως μια κορυφαία στιγμή της διαδικασίας ακύρωσης του προσώπου του πάσχοντος υποκειμένου μέσα στο (και από το) σύστημα της κατεστημένης ψυχιατρικής. Είναι μια πρακτική που αντανακλά τη (θεωρητική και θεραπευτική) φτώχια της κατεστημένης ψυχιατρικής και την ανικανότητά της ν΄ αντιμετωπίσει, σε ισότιμη βάση, τον ψυχικά πάσχοντα ως υποκείμενο, ως ένα ανθρώπινο όν στην υπαρξιακή και κοινωνική του ολότητα, φορέα πολύπλοκων αναγκών, αλλά και δικαιωμάτων που πρέπει να γίνονται σεβαστά όπως όλων. Δικαιωμάτων για την κινητοποίηση, από την υπηρεσία, ολοκληρωμένων, σφαιρικών και αξιοπρεπών απαντήσεων σ΄ αυτές τις ανάγκες.
Η χρήση της μηχανικής καθήλωσης δεν αφορά μόνο την ψυχιατρική, αλλά συνιστά, μέσα στην δεδομένη κοινωνική οργάνωση, την καθημερινή κανονικότητα της «φροντίδας» σε όλο της το εύρος, από τα ιδρύματα των παιδιών μέχρι τους χώρους διαμονής και περίθαλψης των ηλικιωμένων.
Το πρόβλημα δεν έγκειται, απλώς, στις «παρενέργειες» της «μεθόδου», δηλαδή, στο γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι έχουν πεθάνει και εξακολουθούν να πεθαίνουν εξαιτίας της μηχανικής καθήλωσης, Ούτε είναι, απλώς, ζήτημα «σωστής εφαρμογής» της «μεθόδου», με την τήρηση πρωτοκόλλου, που θα ρυθμίζει τη χρήση της και θα επιτρέπει την εφαρμογή της μόνο σε «καταστάσεις ανάγκης». Η κυριότερη παρενέργεια της είναι η ίδια η ενέργειά της, ή ίδια η δράση της, η ίδια η εφαρμογή της, ως τρόπος, ως πρακτική αντιμετώπισης μιας δύσκολης κατάστασης στη σχέση με τον «άλλο».
Η στιγμή της μηχανικής καθήλωσης (η απόφαση που λαμβάνεται και ό,τι οδηγεί σ΄ αυτήν) αποκαλύπτει αυτό που ενυπάρχει σε λανθάνουσα κατάσταση στην ίδια την κοινωνική υπόσταση του ψυχικά πάσχοντος υποκειμένου, αυτό, δηλαδή, που ο Giorgio Agamben αποκαλεί «ζωή στο όριο», «ζωή στο μεταίχμιο ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο», την παράδοξη, δηλαδή, ύπαρξη που ανοίγεται στην ανυπαρξία.
Πρόκειται για την κατάσταση την οποία ο Agamben εντοπίζει στη συνάρθρωση κυριαρχίας/εξουσίας με τη γυμνή/βιολογική ζωή. «Η σφαίρα της κυριαρχίας, λέει, είναι εκείνη εντός της οποίας κάποιος μπορεί να φονεύσει δίχως να διαπράξει ανθρωποκτονία και χωρίς να τελεστεί θυσία, και ιερή, δηλαδή, φονεύσιμη και άθυτη, είναι η ζωή που αιχμαλωτίστηκε σ΄ αυτή τη σφαίρα».(1) Πρόκειται για τη συνολική κυριαρχία πάνω στον άνθρωπο, «για έναν έλεγχο επί της ζωής μέσω μιας κατάστασης εξαίρεσης». Η «κατάσταση εξαίρεσης» αφορά «τον απογυμνωμένο από κάθε ιδιότητα και δικαίωμα άνθρωπο, στον οποίο ασκείται από τον κυρίαρχο ένα δικαίωμα ζωής ή θανάτου».(2)
Η λογική του homo sacer, που αποκτά τη διάσταση ενός γενικευμένου παραδείγματος και καθίσταται ο «νόμος» της μοντέρνας εποχής, βρίσκει την κατ΄ εξοχήν εφαρμογή της στην αντιμετώπιση, μέσα στην (και από την) δεδομένη Κοινωνική Τάξη, του ψυχικά πάσχοντος υποκειμένου, όπως επίσης και άλλων ομάδων, όπως οι μετανάστες, οι πρόσφυγες, κοκ.
Η «κατάσταση εξαίρεσης» προβάλλει στο κατώφλι της απροσδιοριστίας. Ο ψυχικά πάσχων έχει, υποτίθεται, δικαιώματα, που προβλέπονται από το νόμο. Κι΄ όμως, αυτά τα δικαιώματα δεν έχουν, γι΄ αυτόν, την ισχύ που έχουν για όλους (αν και στην περίοδο που περνάμε αυτή η «μειωμένη ισχύς του δικαιώματος», το «αδύναμο δικαίωμα», τείνει να αφορά την πλειονότητα). Η νομοθεσία για την ακούσια νοσηλεία μπορεί και να μην εφαρμόζεται χωρίς κανείς να νοιάζεται, η δε καθημερινή παραβίασή της (με την αγαστή συνεργασία Δικαιοσύνης κα Ψυχιατρικής) να θεωρείται αυτονόητη, έως και ως σωστή από τους θεραπευτές. Ο λόγος (και η επιθυμία) του ατόμου, στο οποίο έχει τεθεί ψυχιατρική διάγνωση, μπορεί και να μη λαμβάνεται υπόψιν όπως των άλλων (θεωρούμενος ανακριβής, αναξιόπιστος, περιφερικός και παράξενος), χωρίς τη διαμεσολάβηση του λόγου των ειδικών, δηλαδή, της γνώσης/εξουσίας του ψυχιατρικού θεσμού.
Εχει, λοιπόν, δικαιώματα, αλλά και δεν έχει. Η «κατάσταση εξαίρεσης» δεν είναι, δηλαδή, «ούτε ξένη, ούτε οικεία προς το δικαιϊκό σύστημα» και το πρόβλημα του ορισμού της αφορά ακριβώς «ένα κατώφλι ή μια ζώνη αδιαφορίας, στην οποία το μέσα και το έξω δεν αποκλείουν το ένα το άλλο, είναι απλώς ακαθόριστα».(3) Είναι σημαντική η επισήμανση ότι «η αναστολή του κανόνα δεν συνεπάγεται την κατάργησή του και η ζώνη ανομίας που εγκαθιδρύει, δεν είναι (ή τουλάχιστον, αξιώνει να μην είναι) ανεξάρτητη από την έννομη τάξη».(4) Είναι, δηλαδή, η ίδια η «έννομη τάξη» που εξαιρεί κάποιον από τους κανόνες της, απογυμνώνοντάς τον «από κάθε νομική υπόσταση, δημιουργώντας έτσι μιαν οντότητα που δεν μπορεί ούτε να κατονομαστεί, ούτε να κατηγοριοποιηθεί νομικά». (5)
Η εδραίωση και ευρεία επέκταση της βιοπολιτικής (με τη έννοια του Φουκώ)(6), έννοια αφετηριακή και για τον Agamben, συνδέεται άμεσα με την «κανονικοποίηση» εκείνου που εμφανίστηκε αρχικά ως «κατάσταση εξαίρεσης», «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης». Αυτό ισχύει σε όλους τους τομείς, από την πολιτική ζωή, με την ολοκληρωτική «δημοκρατία» της εποχής μας, μέχρι τη συνθήκη του ψυχικά πάσχοντος (και γενικότερα, του θεωρούμενου ως αποκλίνοντος από την κατεστημένη νόρμα). Η θεσμική/ιδρυματική αντιμετώπισή του (ο τρόπος, πχ, που μια μονάδα οξέων στο ψυχιατρείο ή στο γενικό νοσοκομείο προσλαμβάνει το πρόβλημα και είναι οργανωμένη να το αντιμετωπίσει) συνίσταται στην «κανονικοποίηση» και στην παγίωση ενός καθεστώτος «διαρκών καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης».
Όταν λαμβάνεται η απόφαση για τη μηχανική καθήλωση γίνεται επίκληση της «ανάγκης» τη «δεδομένη στιγμή», μιας «ανάγκης» που έχει, με πολλούς τρόπους, κατασκευαστεί : από τον τρόπο της συνολικής πρόσληψης του ψυχικά πάσχοντος ως υποκειμένου (και των ιδιαίτερων αναγκών του), ή ως αντικειμένου, έως τον τρόπο που το σύστημα είναι οργανωμένο για να δίνει τις στερεότυπες και άκαμπτες απαντήσεις του στην ιδιαιτερότητα και την πολυπλοκότητα των αναγκών του προσώπου. Η θεωρία της «ανάγκης», σύμφωνα με τον Agamben, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια θεωρία της εξαίρεσης, χάρη στην οποία «μια μεμονωμένη περίπτωση απαλλάσσεται από την υποχρέωση τήρησης του νόμου».(7) Η ανάγκη, επισημαίνει, δεν αποτελεί πηγή δικαίου, ούτε αναστέλλει πραγματικά το νόμο - περιορίζεται ν΄ απαλλάξει μια μεμονωμένη περίπτωση από την κατά γράμμα εφαρμογή των κανόνων.
Είναι η φύση της ανάγκης μια αντικειμενική κατάσταση; ρωτάει ο Agamben και απαντά : «η ανάγκη, στον αντίποδα του να παρουσιάζεται ως αντικειμενικό γεγονός, συνεπάγεται σαφώς μιαν υποκειμενική κρίση (υπογρ. δική μας) και προφανώς επείγουσες και έκτακτες είναι οι καταστάσεις που κηρύσσονται ως τέτοιες (υπογρ. δική μας). Η έννοια της ανάγκης είναι μια τελείως υποκειμενική έννοια που σχετίζεται με το σκοπό που θέλει να πετύχει».(8)
Πώς, όμως, και ποιός προσδιορίζει τον χαρακτήρα και τη στιγμή της «ανάγκης» και το τι πρέπει να γίνει (να δέσουμε τον άλλο στα τέσσερα, να τον κλειδώσουμε στο δωμάτιο της απομόνωσης, ή, ενίοτε και τα δυο); Εν προκειμένω, ο Agamben κάνει αναφορά στον Carl Schmitt, σύμφωνα με τον οποίο, «η υπαγωγή της κατάστασης εξαίρεσης στην έννομη τάξη επιτελείται με τη διάκριση ανάμεσα σε δυο θεμελιώδη στοιχεία του δικαίου, τον κανόνα και την απόφαση»…(9) «Οπως στην κανονική κατάσταση το στοιχείο της απόφασης μπορεί να περιοριστεί στο ελάχιστο, έτσι στην έκτακτη κατάσταση ο κανόνας εκμηδενίζεται»…«Ο κυρίαρχος βρίσκεται έξω από την κανονικά ισχύουσα τάξη και ωστόσο ανήκει σ΄ αυτήν, εφόσον είναι αρμόδιος για τη λήψη της απόφασης» (10). Αντίθετα απ΄ ό, τι επιχειρεί ο Schmitt, δηλαδή, «να υπαγάγει έμμεσα την κατάσταση εξαίρεσης σ’ ένα νομικό πλαίσιο, βασίζοντάς την στη διάκριση μεταξύ κανόνων δικαίου και κανόνων εφαρμογής του δικαίου…μεταξύ κανόνα και απόφασης», ο Agamben τονίζει ότι «η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης δεν είναι μια “κατάσταση δικαίου”, αλλά ένας χώρος δίχως δίκαιο (αν και δεν είναι φυσική κατάσταση, αλλά παρουσιάζεται ως η ανομία που προκύπτει από την αναστολή του δικαίου)». Και περαιτέρω ότι «η φύση των πράξεων που τελούνται κατά την αναστολή του δικαίου μοιάζουν να εκφεύγουν κάθε νομικού ορισμού, ούτε παραβατικές, ούτε νομοθετικές, ούτε εκτελεστικές, μοιάζει να τοποθετούνται σε σχέση με το δίκαιο σ΄ ένα απόλυτο μη χώρο. Είναι σ΄ αυτό το μη χώρο της απροσδιοριστίας που ασκείται, παρ΄ όλα αυτά, μια ισχύς...» (υπογρ. δική μας).(11)
Μέσα σ’ ένα σύστημα που λειτουργεί στη βάση μιας «διαρκούς κατάστασης εκτάκτου ανάγκης», είναι επόμενο, ανά πάσα στιγμή, να κατασκευάζεται (και εν συνεχεία, να διαπιστώνεται από την «υποκειμενική κρίση» του έχοντος την εξουσία, δηλαδή, του ψυχιάτρου, με τον άλλοτε άλλο βαθμό ευθυνοφοβίας, άγχους, αντίληψης του ρόλου του στη διατήρηση της δημόσιας τάξης, των θεωρητικών του αντιλήψεων για τον «θεραπευτικό» ρόλο της καθήλωσης και./ή της απομόνωσης κοκ) η ανάγκη για την αντιμετώπιση του «άλλου» υπό καθεστώς «κατάστασης εξαίρεσης», που μετατρέπεται σε κανόνα, στο βαθμό μάλιστα που η μηχανική καθήλωση και η απομόνωση θεωρούνται «ιατρικές πράξεις». Πράξεις που θέλουν να «εκφεύγουν κάθε νομικού ορισμού», τοποθετούμενες από τους φορείς τους στον «απόλυτο μη χώρο» που αποκαλούν «θεραπευτικό». Χωρίς ποτέ αυτό ν΄ αποτελεί ένα «αντικειμενικό γεγονός», αλλά προϊόν «υποκειμενικής κρίσης».
Όπως και η αφειδής και ανεξέλεγκτη, υπό την χειραγώγηση των φαρμακοβιομηχανιών, χορήγηση του ψυχοφαρμάκου, το ίδιο και η μηχανική καθήλωση/απομόνωση και οι κλειδωμένες πόρτες αποτελούν έκφραση της ανομίας υπό την οποία τίθεται η μεταχείριση του ψυχικά πάσχοντος. Εκείνου, δηλαδή του χώρου της σφαίρας της κυριαρχίας, όπου κάποιος μπορεί να του κάνει (του ψυχικά πάσχοντος) οτιδήποτε και για οποιονδήποτε λόγο (γιατί είναι επιθετικός ή αυτοκαταστροφικός, γιατί υπάρχει κίνδυνος φυγής, γιατί αρνείται τα φάρμακα, γιατί περιφέρεται ενοχλητικά για τους άλλους, γιατί ζητάει επίμονα διάφορα πράγματα, γιατί, ίσως, η απαξιωτική συμπεριφορά μας τον έκανε να αντιδράσει όπως θα αντιδρούσε οποιοδήποτε που του θίγεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, γιατί «του κάνει καλό» κοκ) και με οποιονδήποτε τρόπο (σε ορισμένες ιστορικές περιόδους και να τον φονεύσει), «χωρίς να διαπράττει αδίκημα», δεδομένου ότι «έχει ανασταλεί ο κανόνας» λόγω της «κατάστασης εξαίρεσης».
Η μηχανική καθήλωση, ωστόσο (όπως προαναφέρθηκε), η απομόνωση και οι κλειδωμένες πόρτες δεν είναι παρά οι ακραίες, οι απροκάλυπτες εκδηλώσεις της ιδρυματικής βίας. Στην πραγματικότητα, είναι η ίδια η κατεστημένη θεσμική (και πριν από αυτήν, η κοινωνική) αντιμετώπιση, ως τέτοια, της ψυχικής οδύνης που θέτει τον άνθρωπο, ως homo sacer, σε μια διαρκή κατάσταση εξαίρεσης. Σε μια κατάσταση , δηλαδή, όπου η κρίση του κυρίαρχου, του έχοντος τη γνώση/εξουσία ψυχιάτρου, τον δικαιοδοτεί να παίρνει την απόφαση όχι μόνο για το τι πρέπει να γίνει, αλλά και για το ποιό είναι το νόημα της σκέψης και της επιθυμίας του «άλλου». Νόημα από το οποίο το υποκείμενο απαλλοτριώνεται, το ίδιο όπως από την οδύνη του, τα οποία η κατεστημένη ψυχιατρική μετατρέπει σε συμπτώματα του αντικειμένου/αρρώστια, αποκομμένα από το όλο της ύπαρξης (από αυτόν, δηλαδή, ως υποκείμενο οδύνης και φορέα νοήματος) και από το κοινωνικό σώμα. Σε μια κατάσταση, επιπλέον, όπου το θεωρούμενο (και συχνά επιβαλλόμενο) ως «θεραπευτικό» συχνά συγχέεται, σε μια «ζώνη απροσδιοριστίας», με την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων και την απώλεια του προσώπου του «ασθενούς» πίσω από την επικέντρωση στην αρρώστια.
Καθώς οι πρακτικές του εγκλεισμού και της ιδρυματικής βίας δεν είναι πράγματα καθεαυτά, που οφείλονται, απλώς, στη «κακή πρακτική» (malpractice) κάποιων λειτουργών, αλλά αναπόσπαστα στοιχεία της κουλτούρας, της λογικής και των πρακτικών που διέπουν τη λειτουργία του όλου κατεστημένου ψυχιατρικού συστήματος, είναι αυτονόητο ότι χωρίς την εγκαθίδρυση κουλτούρας και πρακτικών που αλλάζουν ριζικά και στην πράξη το σύστημα παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας, (χωρίς, δηλαδή, συστήματα και πρακτικές πρόληψης και έγκαιρης αντιμετώπισης της κρίσης και μεθόδων εναλλακτικών στη νοσοκομειακή νοσηλεία, καθώς και σφαιρικής ψυχοκοινωνικής στήριξης των υποκειμένων μέσα στο κοινωνικό τους πλαίσιο), χωρίς σεβασμό και ανάδειξη του νοήματος της οδύνης και του λόγου των άμεσα ενδιαφερομένων, ως ενεργών υποκειμένων σ΄ έναν ισότιμο διάλογο – χωρίς, επομένως, υπέρβαση του ψυχιατρείου και μετάβαση του κέντρου βάρους των υπηρεσιών στην κοινότητα, δεν είναι δυνατό να ξεπεραστούν οι πρακτικές της ιδρυματικής βίας. Επομένως, η αποδόμηση του εγκλεισμού είναι αδύνατη χωρίς τη μετάβαση στην κοινότητα – σε μια κοινοτική δουλειά, όμως, ριζικά εναλλακτική και όχι «αδύναμη», περιφερειακή και συμπληρωματική στις πρακτικές του εγκλεισμού – συμπληρωματική, δηλαδή, σ΄ ένα σύστημα που θα παρέμενε νοσοκομειοκεντρικό.
Από την άλλη, βέβαια, η όποια μετάβαση την κοινότητα θα είναι επιφανειακή, επιπόλαιη, ψευδεπίγραφη, χωρίς την έμπρακτη αμφισβήτηση, των πρακτικών της ιδρυματικής βίας στο εσωτερικό του ψυχιατρείου (το ίδιο όπως στον ΨΤ του γενικού νοσοκομείου), έτσι ώστε αυτό να ξεπεραστεί στην πράξη όχι απλώς ως τόπος, αλλά ως τρόπος αντιμετώπισης (υπαρξιακής ακύρωσης, πραγμοποίησης) του ψυχικά πάσχοντα.
Στο βαθμό, ωστόσο, που, εν τέλει, ο ψυχιατρικός θεσμός λειτουργεί σε συνάρτηση με την κατεστημένη κοινωνική τάξη (ως εντολοδόχος της) και η επερώτηση αυτής της κοινωνικής εντολής είναι συνυφασμένη με την έμπρακτη αμφισβήτηση αυτής της κοινωνικής τάξης, εντός της οποίας οι καταστάσεις εξαίρεσης και εκτάκτου ανάγκης έχουν μετατραπεί σε νόρμα (η νόρμα της γενικευμένης ανομίας) που δεν αφορά μόνο τους ψυχικά πάσχοντες, αλλά όλους τους καταπιεσμένους, έχουμε να κάνουμε με ένα κατ΄ εξοχήν κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα που απαιτεί και ανάλογες απαντήσεις.
Θ. ΜΕΓΑΛΟΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
*Το κείμενο αυτό παρουσιάστηκε στη διεθνή συνάντηση στην Τεργέστη (9-13/2/2010), με θέμα «Che cos’ e’ “salute mentale” ? Per una rete mondiale di salute communitaria”.
Βιβλιογραφικές αναφορές
1. Agamben, Giorgio: «Homo sacer. Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή». Ελλ. έκδ. Scripta, Αθήνα, 2005.
2. οππ.
3.Agamben, Giorgio: «Κατάσταση Εξαίρεσης. Όταν η έκτακτη ανάγκη μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα». Ελλ. έκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2007.
4. οππ.
5. οππ.
6. Foucault, Michel : «Ιστορία της Σεξουαλικότητας». Ελλ. έκδ. Ράππα, Αθήνα, 1978.
7. Agamben Giorgio : “Κατάσταση Εξαίρεσης», οππ.
8. οππ.
9. Schmitt, Carl : «Πολιτική Θεολογία. Τέσσερα κεφάλαια γύρω από την διδασκαλία περί κυριαρχίας». Ελλ. έκδ. Λεβιάθαν, Αθήνα, 1994.
10. οππ.
11.Agamben, Giorgio : ¨Κατάσταση Εξαίρεσης», οππ.
Κάποιες σκέψεις
για το ζήτημα της ψυχικής υγείας . . .
Πριν λίγες εβδομάδες, με ενδιαφέρον πληροφορηθήκαμε ότι ξεκίνησε ένας ανοιχτός κύκλος ομιλιών για την ψυχική υγεία από το Ινστιτούτο Βιολογικών Ερευνών και Βιοτεχνολογίας του Ε.Ι.Ε. σε συνεργασία με το ΕΠΙΨΥ. Με ενδιαφέρον, επίσης, αποφασίσαμε να το παρακολουθήσουμε και χωρίς καμία έκπληξη, διαπιστώσαμε ότι ο λόγος για την ψυχική υγεία συνεχίζει να ανήκει στους ειδικούς, στην ψυχιατρική.
Παρακολουθώντας τη διαδικασία, εμπεδώσαμε πλήρως ότι για το σύνολο των «επαγγελματιών» ομιλητών, θεραπεία σημαίνει αυτομάτως φαρμακευτική αγωγή. Εμπεδώσαμε πλήρως ότι ο εθελοντισμός προωθείται ως μία από τις σπουδαιότερες παραμέτρους για την επίλυση προβλημάτων του χώρου της ψυχικής υγείας. Παρουσιάζεται ως ένας τρόπος κοινωνικής προσφοράς, ενώ τελικά έρχεται απλώς να καλύψει τις ανάγκες στελέχωσης του χώρου της ψυχικής υγείας με δωρεάν εργαζόμενους, τη στιγμή που θέσεις για προσωπικό στις διάφορες δομές παραμένουν κενές, τη στιγμή που εργαζόμενοι μένουν για μήνες απλήρωτοι, γιατί τα κονδύλια από τα ευρωπαϊκά προγράμματα ξαφνικά «εξαφανίζονται», την ίδια στιγμή που οι ίδιοι οι «ειδικοί» υποβιβάζουν τους ανθρώπους σε καταναλωτές φαρμάκων αφού ταυτίζουν τη θεραπεία με τη φαρμακολογία.
Μετά το τέλος των ομιλιών και ενώ δόθηκε ένας ελάχιστος χρόνος για ερωτήσεις από το κοινό, φάνηκε ολοκάθαρα η απροθυμία και μερικές φορές η επιθετικότητα των ομιλητριών ψυχιάτρων όχι μόνο να απαντήσουν, αλλά και να ακουστεί η οποιαδήποτε κριτική ή αντίλογος αναφορικά με τα φάρμακα ή το ρόλο της ψυχιατρικής στην ψυχική υγεία.
Αυτή η όλο και πιο αποδεκτή μέσα στους κύκλους των επαγγελματιών της ψυχικής υγείας ταύτιση της θεραπείας με τη φαρμακολογία, βασίζεται σε μια πιο γενική εικόνα που έχουν οι ίδιοι οι επαγγελματίες, αλλά και οι διάφορες επιτροπές, ινστιτούτα και οργανισμοί για το ίδιο το ζήτημα της υγείας: δηλαδή το διαχωρισμό των ανθρώπων σε υγιείς (αποδοτικούς) και ασθενείς (μη παραγωγικούς)… Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος, θεωρείται «υγιής», όταν έχει τη δυνατότητα να είναι παραγωγικός και αποδοτικός στην εργασία του, στις σχέσεις του, στην αναπαραγωγή του είδους και του κοινωνικού «ήθους»… Όταν δεν είναι σε θέση να αποδώσει στους παραπάνω τομείς, υπάρχουν δύο επιλογές: ένας «σύγχρονος Καιάδας» εγκλεισμού και ασυλοποίησης ή η «επαγγελματικά κατοχυρωμένη» αποκλειστικότητα της φαρμακολογίας… Αυτή η κυρίαρχη λογική βασίζεται στην ολοένα και αυξανόμενη τάση των επίσημων φορέων -από τον Π.Ο.Υ. μέχρι τα διάφορα ινστιτούτα- για την επίτευξη της μέγιστης αποδοτικότητας των μερών της κοινωνίας, και άρα της «προόδου» μέσω της ιατρικοποίησης της καθημερινότητας. Ο ρόλος των ιδρυμάτων ερευνών και των περισσότερων ινστιτούτων είναι η επισημοποίηση και κατοχύρωση αυτής της κυρίαρχης τάσης μέσα στους κύκλους της υγείας και ιδιαίτερα της ψυχικής. Η ταύτιση θεραπείας και φαρμακολογίας και η ολοένα και μεγαλύτερη βιολογικοποίηση της ψυχικής υγείας μας φαίνεται προγραμματισμένη και συντεταγμένη μέσα σε ένα συνολικότερο πλαίσιο εντατικοποίησης της ζωής μας, τη στιγμή μάλιστα που η οικονομική εξάρτηση των ινστιτούτων από τις φαρμακοβιομηχανίες είναι γνωστή.
Τα φάρμακα έρχονται να καλύψουν την αποκατάσταση μας, όλο και πιο γρήγορα αδιαφορώντας για τις κοινωνικές αιτίες και συνθήκες, τεμαχίζοντας το κοινωνικό σύνολο σε ατομικές περιπτώσεις και λύσεις και διαχωρίζοντας ένα ανθρώπινο όλον σε νευροδιαβιβαστές και ορμόνες – μια ανάγνωση του ίδιου του σώματος και των επιθυμιών σε απολήξεις νεύρων και εκκρινόμενες ουσίες που αντικαθιστά οποιαδήποτε αλλαγή, ατομική και κοινωνική, σε θεραπείες συμπτωμάτων.
Μέσα σε αυτή τη λογική, το μεγαλύτερο μέρος των επαγγελματιών της ψυχικής υγείας αντιλαμβάνεται εντελώς αποσπασματικά κάθε ζήτημα που εμπίπτει σε αυτή.. Η προσπάθεια εξάλειψης του κοινωνικού στίγματος, όπως υποστηρίζεται από την ψυχιατρική, επικεντρώνεται εν τέλει στον αποστιγματισμό της λήψης φαρμάκων και ελάχιστα στον αποστιγματισμό της ίδιας της ψυχικής ασθένειας. Παράλληλα, η ελευθερία του «ασθενή» να επιλέξει, να δράσει, να αντιληφθεί τον εαυτό του, αντικαθίσταται από την συμπτωματική ή και πολλές φορές κατασταλτική χορήγηση φαρμάκων. Η δυνατότητα αλλαγής των κοινωνικών συνθηκών αντικαθίσταται από την αλλαγή των ατομικών επιθυμιών. Ο «ασθενής» παύει να είναι άνθρωπος που έχει επιθυμίες, ελευθερία επιλογών και προσωπικότητα και η επιτυχία της θεραπείας του αποτελεί πλέον την όσο το δυνατόν πιο γρήγορη επαναείσοδο στο σύστημα παραγωγής, εργασίας και κατανάλωσης που επαναφέρει στο προσκήνιο τις πιέσεις που τον οδήγησαν στα φάρμακα. Και όλο αυτό αδιαφορώντας για τον ίδιο το φαύλο κύκλο της αποκλειστικότητας της φαρμακολογίας
Απέναντι σε όλα αυτά, ως μια πολιτική ομάδα ανθρώπων που ασχολείται με ζητήματα ψυχικής υγείας και αποτελείται από «υγιείς» και «ασθενείς», από χρήστες υπηρεσιών ψυχικής υγείας και μη, από «κανονικούς» και «παράξενους», το μόνο που έχουμε να προτείνουμε, είναι η ελεύθερη επιλογή του κάθε ανθρώπου να αντιμετωπίσει τα ζητήματα που τον ενοχλούν με τον τρόπο που θέλει ο ίδιος. Όχι επειδή είμαστε ενάντια στη χρήση φαρμάκων ή συγκεκριμένες μορφές θεραπείας (όσο αυτές δεν είναι κατασταλτικές), αλλά επειδή είμαστε ενάντια σε κάθε αποκλειστική λογική που προσπαθεί να κυριαρχήσει πάνω σε άλλες.
Μέχρι να πάψουμε να ερευνούμε το μέρος, το "κύτταρο" και να
στρέψουμε το βλέμμα απ' το "περιστατικό" στον άνθρωπο, στην κοινωνική
ολότητά του και όχι στο ατομικό στίγμα του, θα είμαστε όλες και όλοι «ασθενείς»…
delirium
απόπειρες παρέκκλισης
Homo sum, humani nihil a me alienum puto
(Είμαι άνθρωπος. Δε θεωρώ σε μένα ξένο τίποτα το ανθρώπινο,
Terenzio, Heautontimorumenos, v. 77)
«Το μάτι έγινε ανθρώπινο μάτι, μόλις το αντικείμενό του έγινε ένα κοινωνικό, ανθρώπινο αντικείμενο, φτιαγμένο από τον άνθρωπο και για τον άνθρωπο», μάς λέειο Μαρξ στα οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα του 1844.
Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε πως το ίδιο επακριβώς ισχύει για τον εγκέφαλο και για όλες τις αισθήσεις του, η μόρφωση των οποίων είναι «έργο όλης της ιστορίας της ανθρωπότητας μέχρι σήμερα». (idem)
Ο άνθρωπος, συνεπώς, δεν είναι μια ενσωμάτωση σε μια κάποια κοινωνική διάσταση, η σχέση του με την κοινωνία δεν είναι μια απλή εξωτερική σχέση. Ο άνθρωπος είναι η κοινωνική ύπαρξη.
Η βιολογική φύση του ανθρώπου και η ανθρώπινη συνειδητή σκέψη είναι αδύνατον να κατανοηθούν επιστημονικά αποσπασμένες από το ειδικό φυσικό περιβάλλον τους. Αυτό το περιβάλλον είναι η ολότητα των κοινωνικών σχέσεων.
Η συνείδηση, αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή ανθρώπινου ψυχισμού που συνίσταται στην ιδεατή, ψυχική αντανάκλαση της αντικειμενικής πραγματικότητας, η προέλευση της οποίας δε δύναται να εντοπιστεί στις νευρικές συνάψεις του εγκεφάλου αλλά στην ιστορική γενετήσια πράξη της ανθρώπινης κοινωνίας.
Ο ανθρώπινος ψυχισμός δεν είναι έμφυτος και ούτε η βιολογία του Homo Sapiens μάς χαρίστηκε από τη «θεά» Φύση ή μέσω μιας φυσικής επιλογής που με το αόρατο χέρι της επιλέγει τους καταλληλότερους που προσαρμόζονται σε ένα αφηρημένο και αμετακίνητο φυσικό περιβάλλον.
Κάθε πράξη παραγωγής διαμεσολαβείται από μια πράξη κατανάλωσης και κάθε πράξη κατανάλωσης διαμεσολαβείται από μια πράξη παραγωγής.
Τα ζώα, λόγου χάρη, παράγουν διαμέσου της πρακτικής τους δραστηριότητας προς μια κατεύθυνση και μονάχα υπό το βάρος της φυσικής αναγκαιότητας για την άμεση, βιολογική επιβίωση. Η πρακτική δραστηριότητα των ζώων παράγει το ειδολογικό περιβάλλον της επιβίωσής τους, το ειδικό φυσικό τους περιβάλλον αλλά πάντα αυτή η παραγωγική δραστηριότητα διαμεσολαβείται από την κατανάλωση των «έτοιμων» προϊόντων της φύσης. Έτσι όμως, ουσιαστικά, η μόνη παραγωγή των ζώων είναι η αναπαραγωγή της άμεσης βιολογικής ανάγκης και του είδους που τους υπαγορεύεται από τη βουβότητα του γενετικού ενστίκτου.
Κάθε μικρό ζώο από τη στιγμή που αναπτύσσει την αυτόνομη δραστηριότητά του πρέπει να δημιουργήσει ξανά και από την αρχή, μόνο του ή μέσα στις αγέλες, όλη την προγενέστερη επιγενετική γνώση και εμπειρία του είδους του. Γνώση και εμπειρία που με το θάνατο του ζώου χάνεται και δε γίνεται γνώση του είδους αφού δεν ενσωματώνεται στο βιολογικά κληρονομούμενο ένστικτο. Η μόνη καθολική γνώση που μένει πάντα είναι εκείνη που υπαγορεύεται από το ένστικτο για την ικανοποίηση της άμεσης βιολογικής αναγκαιότητας.
Η βιολογία, η φυσιολογία και ο ψυχισμός των ζώων αντανακλά την παραγωγική τους δραστηριότητα η οποία, σε τελική ανάλυση, ταυτίζεται γενικά με την κατανάλωση των έτοιμων προϊόντων της φύσης και ειδικότερα με την αναπαραγωγή της βιολογικής ανάγκης και του είδους τους που υπακούν στους σιδερένιους νόμους του βιολογικού ενστίκτου.
Ο άνθρωπος, σε πλήρη αντίθεση με τα υπόλοιπα ζώα και θηλαστικά, διαμέσου της δραστηριότητάς του, παράγει καθολικά και προς όλες τις κατευθύνσεις μονάχα όταν αυτή η δραστηριότητα δεν εξαρτάται από την ικανοποίηση των άμεσων βιολογικών του αναγκών και τούτο προϋποθέτει όχι την κατανάλωση των έτοιμων προϊόντων της Φύσης αλλά το μετασχηματισμό της.
Η παραγωγή του πρώτου υλικού αντικειμένου κατασκευασμένο από την πρακτική δραστηριότητα του πρωτόγονου ανθρώπου που ικανοποιεί την άμεση βιολογική αναγκαιότητα αποτελεί συνάμα και την πρώτη πράξη της Ιστορίας και αναγκαία προϋποθέτει την πρωτόγονη κομμουνιστική κοινωνία.
Αυτό φυσικά δε σημαίνει πως ο «άνθρωπος» ξύπνησε ως αυστραλοπίθηκος και κοιμήθηκε ως «σοφός άνθρωπος». Η βιολογική φύση αναπτύσσεται στην υλική ενότητά της με τις κοινωνικές σχέσεις αλλά η ενότητα προϋποθέτει τη διαφορά: ο πρωτόγονος κοινωνικός άνθρωπος αλλάζοντας και μετασχηματίζοντας την εξωτερική φύση, αλλάζει την εσωτερική του φύση, μετασχηματίζει την ανατομία, τη φυσιολογία και τη βιολογία του.
Η πρακτική δραστηριότητα του παραγωγικού μετασχηματισμού της Φύσης δεν παράγει μονάχα το υλικό αντικείμενο που ικανοποιεί μια συγκεκριμένη ανάγκη αλλά και τον ίδιο τον παραγωγό. Η ικανοποίηση της ανάγκης, η κατανάλωση του πραγματικού αντικειμένου της, παράγει μια νέα ανάγκη μετασχηματίζοντας την προηγούμενη (π.χ. άμεσα βιολογική) σε υποταγμένη στιγμή της ως διαλεκτικά ανηρμένη ανάγκη. Η βιολογία γίνεται κοινωνία.
Η ανθρώπινη συνείδηση και νόηση είναι αμέσως ιστορικό και κοινωνικό προϊόν και αποτέλεσμα της υλικής ενότητας και πάλης του ανθρώπου με τη Φύση, της ενότητας και πάλης του ανθρώπου με τις κοινωνικές του σχέσεις οι οποίες καθορίζονται από τις ιστορικές παραγωγικές σχέσεις των ανθρώπων μέσα από τις οποίες η Φύση μετασχηματίζεται και γίνεται Φύση για τον άνθρωπο, μέσα από τις οποίες ο άνθρωπος δημιουργεί την ανθρώπινη ύπαρξή του ανθρωποποιώντας τη βιολογία του, μεταβάλλοντάς την. Ανθρωποποίηση που προκύπτει από την πράξη κοινωνικοποίησης του βιολογικού του σώματος.
Η ενότητα της Φύσης και της κοινωνίας συνίσταται στην υλικότητά τους αλλά ενότητα σημαίνει και διαφορά αφού η Φύση μέσω της συνειδητής σκοποθετούσας δραστηριότητας του ανθρώπου μετασχηματίζεται και υποτάσσεται στις κοινωνικές του ανάγκες, η ίδια η κοινωνία είναι η ιστορικά μετασχηματιζόμενη Φύση. Οι άμεσες βιολογικές ανάγκες, μετατρέπονται σε κοινωνικές χωρίς φυσικά οι πρώτες να παύουν να υπάρχουν αφού διατηρούνται σε μετασχηματισμένες ανάγκες, σε διαλεκτικά υποταγμένες στιγμές της αντιφατικής ανάπτυξης του ανθρώπου.
Δεν είναι λοιπόν ο αφηρημένος, εξωιστορικός βιολογικός εγκέφαλος που σαν computer «σκέφτεται και συνειδητοποιεί». Η πρακτική, ανθρώπινη δραστηριότητα, δεν υπάρχει εν κενώ μέσα σε έναν αφηρημένο και αυτοαναφορικό αντικειμενικό κόσμο, ούτε ο κόσμος των αντικειμένων είναι ο κόσμος της «καθαρής» συνείδησης.
Η ανθρώπινη συνείδηση δε βρίσκεται απλώς σε υλική ενότητα με τη δραστηριότητα του υποκειμένου αλλά είναι και το ιδεατό προϊόν της που αντανακλά τον αντικειμενικό κόσμο μέσα στον ιστορικά κοινωνικοποιημένο βιολογικό εγκέφαλο. Η δραστηριότητα σφυρηλατεί τη συνείδηση και αυτή, με τη σειρά της, την καθορίζει και την επηρεάζει.
Οι έμφυτες βιολογικές ικανότητες του ανθρώπου μπορούν να υπάρξουν πραγματικά ως ικανότητες μονάχα αφομοιώνοντας τον κοινωνικό αντικειμενικό πλούτο. Η αφομοίωση του κοινωνικού πλούτου είναι όμως, ταυτόχρονα, η διαμεσολάβηση της πράξης δημιουργίας του.
Το ξεχωριστό άτομο, συνεπώς, γεννιέται ως ιδιαίτερη συμπύκνωση των κοινωνικών του σχέσεων στο βαθμό που τις υπερβαίνει διαλεκτικά για να επιβεβαιώσει την ανθρώπινη ζωή του.
Με άλλα λόγια, το ξεχωριστό άτομο είναι ένας ατομικός, προσωπικός τρόπος εκδήλωσης του καθολικού ανθρώπινου είδους και το καθολικό ανθρώπινο είδος δε μπορεί να είναι άλλο παρά ο καθολικός τρόπος εκδήλωσης του ξεχωριστού ατόμου.
Ένα παιδί όταν γεννιέται, γεννιέται χωρίς συνείδηση και χωρίς ψυχισμό. Γεννιέται ως φυσικό και βιολογικό άτομο και η ιστορία του μέχρις αυτού του σημείου είναι η ιστορία της βιολογίας και της φυσιολογίας του, ακριβώς όπως συμβαίνει καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής των ζώων παρόλη την εξαιρετικά διαφορετική βιολογική και φυσιολογική ποιότητα μεταξύ ζώου και νεογέννητου παιδιού.
Μονάχα και καθόσον η ιστορία του παιδιού γίνεται κοινωνική ιστορία το παιδί θα αναπτύξει συνείδηση και ψυχισμό, διότι μόνον τότε θα έχει παραγάγει μέσα στο κεφάλι του το είδος της συνείδησής του και το υποκειμενικό είδος του ψυχισμού του και σε ενότητα με αυτά ανθρωποποιεί τη βιολογία και τη φυσιολογία του.
Παρατηρούμε λοιπόν πως το οντογενετικό προτσές της ανθρώπινης ολότητας φέρει εντός του σε μετασχηματισμένη μορφή, όλη τη φυλογενετική ιστορία του ανθρώπινου είδους μέχρι σήμερα.
Αυτό το παιδί γίνεται ενήλικος και καταναλώνει ένα χάπι LSD. Από αυτή την πράξη συνεπάγεται πως είναι αρκετά πιθανό να αναπτύξει κάποιο ψυχωτικό σύνδρομο με ψευδαισθήσεις ή και με παραληρήματα. Θα αναπτύξει δηλαδή μια ψυχική διαταραχή και αυτό επειδή οι ενεργοί μεταβολίτες του χαπιού θα παρεμβληθούν σε κάποιες από τις λειτουργίες των νευρώνων του εγκεφάλου και σε αρκετές άλλες φυσικά στο υπόλοιπο σώμα του ενηλίκου. Αυτή η συγκεκριμένη διαπίστωση που είναι μια επιστημονική εμπειρική αλήθεια, είναι πάντα μια διαπίστωση αληθινή.
Αλλά αν θεωρούμε ή, ακόμα χειρότερα, θεωρητικοποιούμε πως η Κατάθλιψη ή ο Αλκοολισμός ή η Νευρική Ανορεξία ή ακόμα και αυτή η ίδια πρωταρχική πράξη του ενηλίκου να καταναλώσει το χάπι LSD, αποτελούν οργανικές ασθένειες του εγκεφάλου του, ένα «πράγμα καθ’ εαυτό», τότε θα πρέπει να μάς γεννάται αυτόματα και το ερώτημα: Για ποιόν ανθρώπινο εγκέφαλο κάνουμε λόγο; Για εκείνον τον «καθαρό» βιολογικό ή για εκείνον που είναι «μολυσμένος», που διαμεσολαβείται από τις κοινωνικές σχέσεις;
Ο πρώτος, σαν τέτοιος, δεν έχει υπάρξει ποτέ και οι κοινωνικές σχέσεις στον καπιταλισμό είναι, πραγματικά, σχέσεις χιμαιρικές.
Η κοινωνική παθογένεια ως πραγματική συνθήκη νοσηρότητας
Με την ουσιαστική υπαγωγή της εργασίας στο Κεφάλαιο, διανοίγεται και ο δρόμος για την πολιτική της βιοεξουσίας η οποία και εγκαθιδρύεται σταδιακά, στο πλάι της πολιτικής εξουσίας, μετά τη μεγάλη βιομηχανική επανάσταση.
Μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, η βιοεξουσία, ως παράγωγη των οικονομικών νόμων της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου που φτάνει και ως το σήμερα, μετατρέπεται στην πλέον «τριχοειδή» εξουσία και με τις νεώτερες τεχνικές αποκλεισμού και ελέγχου (που δεν είναι φανταστική αλλά ζώσα πραγματικότητα να τις συγκρίνουμε με το « Πανόπτικον» του Jeremy Bentham εφαρμοσμένο σε ευρεία κλίμακα σε όλη την κοινωνία) παράγονται τεράστια κέρδη για το Κεφάλαιο και την αστική τάξη. Η ψυχιατρική επιστήμη -των βιολογιστικών, οργανιστικών καταβολών -είναι ένα από τα πολλά νόμιμα τέκνα της πολιτικής της βιοεξουσίας.
Αν εξετάσουμε, μ’ ένα σύντομο αλλά διεισδυτικό βλέμμα, τη σύγχρονη ψυχιατρική επιστήμη των βιολογιστικών καταβολών θα διαπιστώσουμε το «υπαρξιακό» της άγχος να καθιερωθεί σαν ομοούσια επιστήμη με την επιστήμη της κλασικής οργανικής ιατρικής και γενικότερα με τις υπόλοιπες φυσικές επιστήμες.
Στην οργανική ιατρική, η έννοια της ασθένειας και της αρρώστιας, εμπεριέχει μια αντικειμενική συνθήκη νοσηρότητας, δηλαδή μια πραγματική αντιφατική συνθήκη ιστορικής ανάπτυξης της νόσου που μπορεί να αφαιρεθεί και να αντικειμενοποιηθεί νοητικά, κάνοντας επιστημονικές εννοιολογικές αφαιρέσεις, χρησιμοποιώντας τα μεθοδολογικά εργαλεία που είναι διαθέσιμα ιστορικά. Με αυτό τον τρόπο η ασθένεια μελετάται και κατανοείται στις πολύπλευρες και ουσιώδεις σχέσεις αλληλεπίδρασης και αλληλοδιείσδυσης των βιολογικών και κοινωνικών νομοτελειών της, αναδεικνύοντας εμπράκτως την ερμηνευτική και θεραπευτική αδυναμία του τυπικού μεταφυσικού σχήματος (σημαίνον -σημαινόμενο) που προϋποθέτει μια αρχική αιτία και ένα τελικό αποτέλεσμα και τη μεταξύ τους γραμμική σχέση.
Η ιατρική διάγνωση, προϋποθέτει τη διαλεκτική σχέση μεταξύ γιατρού και ασθενή: ο γιατρός ακούει τον ασθενή που του διηγείται τα συμπτώματα. Τα συμπτώματα συνιστούν το αισθητηριακά συγκεκριμένο, το ειδικό. Η ιατρική σκέψη, ξεκινώντας από το συγκεκριμένο, προσπαθεί να το γενικοποιήσει, να αντικειμενοποιήσει τις εξωτερικές και απλούστερες σχέσεις του (πρώτη άρνηση, Διάνοια) σε μια αντικειμενική σημειολογία στο σώμα του ασθενή προβαίνοντας σε σύνθεση διαμέσου της ανάλυσης, του διαμελισμού και της απόσπασης της ενιαίας -μέσα στη διαφορά -αντιφατικής ανάπτυξης της νόσου εκλαμβάνοντας την ουσία της νόσου ως ενυπάρχουσα στα αποκομμένα και διαμελισμένα μέρη της. Εδώ, οι ιατρικές νοητικές αφαιρέσεις και έννοιες είναι στατικές, δεδομένες, έτοιμες, αμετάβλητες και ταυτίζουν (ανάγουν) την αντικειμενικότητα της νόσου με τα διαμελισμένα μέρη και τις αποσπασμένες πλευρές της (ή και με το μηχανικό τους άθροισμα), το ουσιώδες με το επουσιώδες, την αναγκαιότητα με το τυχαίο και ούτω καθεξής.
Η ιατρική σκέψη, κατά την επιστροφή της από το αφηρημένο στην «επιφάνεια», στο ειδικό και συγκεκριμένο σύμπτωμα, προβαίνει σε διάγνωση των εσωτερικών του συνδέσεων και συναφειών, το ανασυνθέτει νοητικά ως εσωτερική ενότητα των διάφορων πολλαπλών προσδιορισμών της αντικειμενικής (πραγματικής) συνθήκης νοσηρότητας, υπερβαίνοντας διαλεκτικά τα άμεσα δεδομένα της εμπειρικής εποπτείας. (Λόγος και Γνώση, άρνηση της άρνησης). Εδώ, η ανάλυση γίνεται μέσω της σύνθεσης και ο ιατρικός Λόγος "διευρύνει" την υφή των ίδιων των ιατρικών εννοιών προβαίνοντας στην απεικόνιση της εσωτερικής ενότητας της νόσου δια της διαφοράς, η υλική ενότητα της νόσου συνίσταται στην εσωτερική συνάφεια του διαφορετικού και η διαφορά της παρίσταται μέσω της ενότητας, δηλαδή διαμέσου της νοητικής σύλληψης της ενότητας των πολλαπλών προσδιορισμών της πραγματικής συνθήκης νοσηρότητας από και διαμέσου της νοητικής -και όχι απλά και μόνο αισθητηριακής -ανασύνθεσης των διαμελισμένων από τη Διάνοια πλευρών και μερών ως στιγμών της ενιαίας αναπτυξιακής διαδικασίας της νόσου που διαμεσολαβούνται και αλληλοπροσδιορίζονται αμοιβαία και διαλεκτικά.
Η ιατρική νόηση στο επίπεδο του διαλεκτικού Λόγου είναι το ίδιο το μεταβαλλόμενο, το αναπτυσσόμενο περιεχόμενο της ουσίας της νόσου που μορφοποιείται στο Λόγο. Η ιατρική νόηση, ως Λόγος, αρνείται διαλεκτικά τη Διάνοια και στοχεύει στην Πράξη και στη θεραπεία.
Η ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη των τελευταίων δεκαετιών κάνει εφικτή την εργαστηριακή και εργαλειακή διάγνωση (ραδιογραφία, υπέρηχος, αξονική και μαγνητική τομογραφία, PET, SPECT…) που επιτρέπουν στο γιατρό να προβεί σε διάγνωση ασθένειας, δηλαδή να διαγνωστεί μια αντικειμενική συνθήκη νοσηρότητας, ανεξάρτητα, ως ένα βαθμό, από την παρουσία του υποκειμενικού συμπτώματος.
Στην περίπτωση της ψυχιατρικής, το σύμπτωμα, που είναι αυτό που λέει ο «ασθενής» για τον εαυτό του και για τον κόσμο και αυτό που λένε οι συγγενείς, οι φίλοι και οι γονείς του για αυτόν τον ίδιο, γίνεται αμέσως αντικειμενική σημειολογία, δηλαδή γίνεται άμεσα διάγνωση οργανικής ασθένειας του εγκεφάλου.
Η ψυχιατρική σκέψη, εγκλωβισμένη στην προδιαλεκτική βαθμίδα της γνώσης, στην
προσπάθειά της να ορίσει την αντικειμενική συνθήκη νοσηρότητας, διαπράττει και το «προπατορικό της αμάρτημα»: το πάσχων και υποφέρων υποκείμενο που καλείται να το κατανοήσει και να το ερμηνεύσει, απογυμνώνεται από την αντιφατική του υποκειμενικότητα και ανάγεται σε παθητικό αντικείμενο που προσεγγίζεται ποσοτικά και εφόσον «τεμαχίζεται» πάνω στο τραπέζι της αυτοψίας των κλινικών κατηγοριών και υποκατηγοριών.
Αυτή η αφαίρεση που αφαιρεί το άτομο από την ολότητα των κοινωνικών του σχέσεων αφαιρεί, ταυτοχρόνως, τον ανθρώπινο ψυχισμό από το οντολογικό του θεμέλιο καταλήγοντας σε μια αφαίρεση απριοριστική και στο βάλτο του βιολογικού αναγωγισμού, θεωρώντας τον ψυχισμό ενυπάρχων ή αναδυόμενο στον «καθεαυτό» βιολογικό εγκέφαλο. Μια τέτοια αφαίρεση, στη θέση του πραγματικού ατόμου, επινοεί το αφηρημένο άτομο, το μεταφυσικό άτομο που υπάρχει μονάχα στην ανθηρή ψυχιατρική φαντασία και σύμφωνα με την οποία, η ψυχική διαταραχή είναι ένα εσωτερικό γνώρισμα του πάσχοντος υποκειμένου, μια ιδιωτική και προσωπική του συνθήκη που χρίζει διαχείρισης, δηλαδή μια οργανική ασθένεια του εγκεφάλου του, όπου η σχέση του υποκειμένου με την κοινωνία είναι μια απλή εξωτερική σχέση.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθεί πως η ψυχιατρική είχε ήδη μετουσιώσει σε
σύλληψη και διαγνωστική πρακτική, από την εποχή του «Ληναίου της ψυχιατρικής», Emil Kraepelin, το νεο-θετικιστικό δόγμα «Evidence Based Medicine» -Ιατρική του «καθαρού γεγονότος» -το οποίο απονεκρώνει και την παραμικρή διαλεκτική σύλληψη της ασθένειας και την αντίστοιχη διαλεκτική μέθοδο διάγνωσής της, όπως αυτές συνοπτικά περιγράφτηκαν παραπάνω, αφού απολυτοποιεί την κίνηση της σκέψης από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο νοητά αφηρημένο (Διάνοια) με αποτέλεσμα η αντικειμενικότητα της νόσου ως νοητά συγκεκριμένη να ανάγεται στις ταξινομήσεις των συμπτωμάτων και στην εξωτερική ομοιότητα ουσιαστικά αποκομμένων και διαμελισμένων αντικειμενικών σημειολογιών (ή και στο μηχανικό άθροισμά τους).
Οι ψυχικές διαταραχές έχουν μια υλική προέλευση, δηλαδή μια προέλευση πραγματική, που δεν κατάγεται όμως μέσα «στο κεφάλι» εκείνου που υποφέρει. Ο άνθρωπος που υποφέρει ψυχικά και που μάλιστα μπορεί να υποφέρει ανυπερθέτως τραγικά, είναι η έκφραση μιας κοινωνικής αντίφασης. Η ψυχική διαταραχή είναι μια ανθρώπινη συνθήκη που εσωτερικοποίησε και εσωτερικοποιεί κοινωνικές αντιφάσεις και που τις κάνει δικές της, εσωτερικές και υποκειμενικές αντιφάσεις. Αντιφάσεις, που φυσικά διαμεσολαβούνται από το βιολογικό υπόστρωμα του υποκειμένου. Το Είναι, συνεπώς, καθορίζει τη συνείδηση.
Ο χυδαίος υλισμός, τυπικός της αστικής κοινωνίας που ανασυνθέτει το Όλον προσθέτοντας μηχανιστικά τα Επιμέρους διαμελισμένα τμήματά του, αποτραβά το
βλέμμα του από την κοινωνία και θεωρητικοποιεί τον μεταφυσικό άνθρωπο που πάσχει ψυχικά εξαιτίας μιας νευροενδοκρινολογικής ή και νευροδιαβιβαστικής διαταραχής και εσχάτως προστέθηκε και μια ενδοκυτταρική διαταραχή των νευρώνων στη διάδοση κάποιων χημικών μηνυμάτων.
Οι ενδεχόμενες και απειράριθμες συνέπειες της ψυχικής διαταραχής ταυτοποιούνται με τις αιτίες, η συνείδηση καθορίζει το Είναι, η αίσθηση εξομοιώνεται με το αισθανόμενο και ιδού πως αναγεννιέται «μαγικά» ο υποκειμενικός ιδεαλισμός πάνω στο έδαφος του χυδαίου υλισμού. Η (βιο)ψυχιατρική επιστήμη από τη γενετήσια πράξη της γίνεται ιδεολογία, αυθεντική σκοταδιστική δύναμη που μυστικοποιεί το πραγματικό της αντικείμενο και που μπορεί επάξια να σταθεί δίπλα στις υπόλοιπες παραποιητικές αστικές ιδεολογίες.
Η ιατρικοποίηση του ανθρώπινου υπαρξιακού αδιεξόδου και η ταύτιση του συναισθήματος της ευτυχίας ως εγγραφή μέσα στο νευρικό σύστημα του απομονωμένου «Ροβινσόνα» ανθρώπου αποτελεί ατόφια ιδεολογική κατασκευή που νομιμοποιεί με το κύρος του αστικού επιστημονισμού τις πραγματικές υλικές αντιφάσεις των καπιταλιστικών σχέσεων (ανα)παραγωγής της ανθρώπινης ζωής, όπου «τα πράγματα αποκτούν ιδιότητες προσώπων στο μέτρο που το πρόσωπο του ανθρώπου πραγμοποιείται». Ο αντικειμενοποιημένος άνθρωπος χωρίς αντικειμενική υποκειμενικότητα, ο άνθρωπος «πράγμα» τμήμα του εαυτού του, είναι ο «καθολικός, αφηρημένος και γενικός άνθρωπος» που συνιστά condicio sine qua non για την αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου – αναπαραγωγή που εξασφαλίζει την ταξικότητα των κοινωνιών και το homo homini lupus που τις χαρακτηρίζει -στις αλλοτριωμένες και αλλοτριωτικές κοινωνίες των μοντέρνων χρόνων της νεωτερικότητας και του ανορθόλογου ορθολογισμού της κοινωνικής σχέσης κεφάλαιο.
Παραφράζοντας τον Καρλ Μαρξ, μπορούμε να συνοψίσουμε με τη νουθέτηση πως, αυτό που πραγματικά χρειάζεται, δεν είναι να δημιουργήσουμε «μια σωστή επιστημονική συνείδηση» για το «υπάρχων γεγονός» των ψυχικών διαταραχών ως εκδηλώσεων της κακής λειτουργίας του βιολογικού σώματος του αφηρημένου ανθρώπου αλλά να ανατρέψουμε αυτό το «υπάρχων».
Σταύρος Κιολέογλου
Πηγές και προτεινόμενη βιβλιογραφία:
1. Per la critica dell’economia politica & introduzione del 1857 – K. Marx. Edizioni
“Lotta Comunista”, Italia
2. Manoscritti economico-filosofici del 1844 – K. Marx. Edizioni “Einaudi”, Italia.
3. L’utopia della realta – F. Basaglia. Edizioni “Einaudi”, Italia
4. Materialismo ed empiriocriticismo – V. I. Lenin. Edizioni “Lotta Comunista”, Italia
5. Sorvegliare e punire – M. Foucault. Edizioni “Einaudi”, Italia
6. Problemi dello sviluppo psichico – A. N. Leontyev. Edizioni “Riuniti”, Italia
.
(Τεργέστη 21 Οκτώβρη 1998 – στρογγυλό τραπέζι για την Λέρο)
Στην εκτίμηση των μετασχηματισμών, συχνά η εικόνα του ποσοτικού μεγέθους της αλλαγής επικαλύπτει ή και θολώνει την σημασία της, το ποιοτικό, δηλαδή, στοιχείο. Πιο εύκολα μένει κανείς στο αποτέλεσμα, στον εντυπωσιασμό από την εικόνα, σε μια ποσοτική εκτίμηση των πραγμάτων, παρά σε μια κατανόηση και ανάλυση της διαδικασίας που οδήγησε στο αποτέλεσμα. Ειδικά για την Λέρο, η δυσκολία να γίνει μια σοβαρή συζήτηση ( μέσα στην επιστημονική κοινότητα, στα πεδία του σχεδιασμού της πολιτικής για την ψυχική υγεία) για την διαδικασία, την μεθοδολογία, για το ποιοτικό στοιχείο, για την ουσία και όχι μόνο για το αποτέλεσμα, για την εικόνα που πρόκυψε, ως ένα αποκομένο «φαίνεσθαι» των πραγμάτων, είναι περισσότερο από προφανής. Το πρόβλημα που προκύπτει από μια τέτοια αντιμετώπιση είναι ότι οι σχεδιασμοί που γίνονται για το άμεσο μέλλον κινδυνεύουν ν΄ αντιγράφουν τις πιο αρνητικές πλευρές των περασμένων εμπειριών, ιδιαίτερα της Λέρου, που έγινε το πεδίο εφαρμογής και δοκιμής ενός "πλουραλισμού" ιδεολογιών, αντιλήψεων και παρεμβάσεων, αντιφατικών και αλληλοσυγκρουόμενων.
Το μέγεθος της αλλαγής στη Λέρο, το αποτέλεσμα, μπορεί πολύ εύκολα να διαπιστωθεί με την απλή σύγκριση του παρόντος με το παρελθόν. Είκοσι διαμερίσματα στην τοπική κοινότητα με 105 ενοίκους, 45, περίπου, μικρές δομές στο χώρο ιδιοκτησίας του ψυχιατρείου, μερικοί συνεταιρισμοί, περισσότερα δικαιώματα, αλλαγμένη ατμόσφαιρα και ζωή των ασθενών. Περί τους 130 πρώην έγκλειστοι μεταφέρθηκαν, στην αρχή της παρέμβασης (το 1991), σε 13 ξενώνες σε διάφορες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Tα μεγέθη αυτά αποκτούν την σημασία τους αν γνωρίζει κανείς την κατάσταση που υπήρχε πριν, τις αντιστάσεις και επίσης το σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα, που διήρκεσε η παρέμβαση, από το 1989 που ξεκίνησε ( και με οργανωμένα, χρηματοδοτούμενα από την ΕΕ, προγράμματα από το 1991) μέχρι τα μέσα του 1995.
Για πολλούς η Λέρος ταυτιζόταν με το αδύνατο της αλλαγής. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, δεν ήταν δυνατός ο μετασχηματισμός, η αποιδρυματοποίηση. Το ίδρυμα έπρεπε μόνο να κλείσει, να καταργηθεί, με κάποιο τρόπο να ξεριζωθεί από το νησί. Οι "ανίατοι" ασθενείς του να μεταφερθούν κάπου αλλού, σε ξενώνες ή σε άλλα ψυχιατρεία. Καμιά αλλαγή νοοτροπίας, καμιά αλλαγή κουλτούρας δεν φαινόταν δυνατή στο νησί το ίδιο. Κανένα δυναμικό αλλαγής δεν φαινόταν να κρύβεται μέσα σ΄ αυτό το ίδρυμα, είτε όσον αφορά τους ασθενείς – νεκρές ψυχές μέσα σε ερειπωμένα σώματα , υπάρξεις εκμηδενισμένες, στο σημείο της μη επιστροφής- είτε όσον αφορά το προσωπικό, που τεχνηέντως του φόρτωναν την ευθύνη για την άθλια κατάσταση. Ειδικά για το προσωπικό φαινόταν αδύνατο ότι μπορούσε να παίξει οποιοδήποτε ρόλο στην διαδικασία της αλλαγής. Επρεπε απλώς να βρει άλλη δουλειά. Ωστόσο, το δυνατό δεν είναι μια υποκειμενική επινόηση του μυαλού μας. Υπάρχει μέσα στο πραγματικό, είναι το εν δυνάμει, που γίνεται εν ενεργεία με την υποκειμενική μας παρέμβαση και πρωτοβουλία. Το δυνατό υπάρχει μέσα στην α – δυνατότητα της τρέχουσας πραγματικότητας, σαν η αντίφαση που την ωθεί στο ξεπέρασμά της.
Η Λέρος βιωνόταν, τότε, ως μια ντροπή για την ελληνική κοινωνία, για την ελληνική ψυχιατρική, σαν εύκολη αφορμή για διεθνή δυσφήμηση και διασυρμό. Βλεπόταν, όμως, ως ένα «λάθος», που έπρεπε να εξαφανιστεί, να σβήσει σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Μια διοικητική λύση (μεταφορές εδώ ή εκεί ) ήταν το μόνο που φαινόταν δυνατό. Αυτή η προσέγγιση στο ζήτημα , μέσα σε συνθήκες αναγκαστικού ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού ( η Ελλάδα έγινε μέλος της ΕΕ το 1980), έκανε ώστε ακόμα και ψυχίατροι, που κάποτε έστελναν ασθενείς, ενήλικες και παιδιά, στην Λέρο, να εμφανίζονται πρωταγωνιστές και δάσκαλοι της «αποιδρυματοποίησής" της, χωρίς αναφορά στο γιατί και το πως του παρελθόντος, στο είδος της ψυχιατρικής που έφτιαξε τη Λέρο, χωρίς καμιά αυτοκριτική.
Αυτός ο τρόπος σκέψης, όσον αφορά στη λύση του προβλήματος, έχει την ίδια μεθοδολογία , τα ίδια προτάγματα, είναι ο ίδιος με αυτόν που δημιούργησε το πρόβλημα. Βλέπει τα πράγματα, τους ανθρώπους, τους θεσμούς, ως αντικείμενα και όχι ως σχέσεις (διαπροσωπικές – διϋποκειμενικές και κοινωνικές σχέσεις – σχέσεις εξουσίας), ως γεγονότα και όχι ως διαδικασίες. Βλέπει μόνο το αποτέλεσμα, το προϊόν, το σύμπτωμα αποχωρισμένο από την αντίφαση της ύπαρξης και από την εγγενή σύνδεσή του με το κοινωνικό. Δεν βλέπει πως πρόκυψε και επομένως πώς μπορεί να ξεπεραστεί. Δεν ενδιαφέρεται για το ξεπέρασμα, για την υπέρβαση. Ενδιαφέρεται μόνο να καταστείλει, να εξαφανίσει το σύμπτωμα (στην ανθρώπινη ύπαρξη ή μέσα στην κοινωνία). Ο άνθρωπος είναι, σ΄ αυτή την οπτική, αντικείμενο διαχείρισης και χειραγώγησης. Δεν μπορεί ποτέ να γίνει υποκείμενο χειραφέτησης. Αυτή η μέθοδος, όπως στην κλινική πρακτική, έτσι και στην αντιμετώπιση των θεσμών κυμαίνεται από την αναπαλαίωση των πρακτικών του εγκλεισμού, μέχρι την μεταφορά αντίστοιχων πρακτικών στην κοινότητα, ως πρακτικών κοινωνικού ελέγχου.
Είναι γι αυτό που εκείνη την περίοδο, ενάντια σε πρακτικές απονοσοκομειοποίησης και ταχύρυθμης διοικητικής μεταφοράς ασθενών από την Λέρο, δώσαμε τόσο μεγάλη σημασία στην Αποιδρυματοποίηση του ψυχιατρείου, ακριβώς γιατί έκφραση της υποκειμενικότητας, αλλαγή της κουλτούρας, απεξάρθρωση του ιδρύματος και πορεία προς την χειραφέτηση, είναι έννοιες και πρακτικές κλειδιά για την υπέρβαση του εγκλεισμού και του αποκλεισμού. Θα δώσουμε περισσότερη έμφαση σε αυτά τα στοιχεία και λιγότερο στις γνωστές συνθήκες, και τις αιτίες τους, που έκαναν δυνατή την παρέμβαση στην Λέρο , καθώς και την όποια αλλαγή έγινε στο σύστημα των ψυχιατρικών υπηρεσιών στη Ελλάδα, μόνο κάτω από το κράτος ισχυρών εξωτερικών πιέσεων.
Σ΄ αυτό το σημείο θέλουμε μόνο να σημειώσουμε την παρανόηση που συχνά γίνεται όταν δίνεται μονόπλευρη έμφαση στο γεγονός ότι η αλλαγή στην Λέρο επιβλήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αυτό είναι φυσικά αλήθεια, και ισχύει για το σύνολο της «ψυχιατρικής μεταρρύθμισης» στην Ελλάδα, αλλά δεν φτάνει για να εξηγήσει αυτό που έγινε και ιδιαίτερα, το πώς έγινε. Είναι αλήθεια ότι ο εκσυγχρονισμός των υπηρεσιών ψυχικής υγείας στην Ελλάδα, στην βάσει του καν. 815/84, πήρε συχνά την μορφή κακοχωνεμένης «μίμησης προτύπου», ή μάλλον πολλαπλών προτύπων, όπως έχει, ιστορικά, γίνει με τον εκσυγχρονισμό σε πολλούς τομείς αυτού του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Χρειάζεται, ωστόσο, να σταθεί, κανείς, κριτικά σε μια μηχανιστική αντίληψη αυτής της διαδικασίας εξωτερικής επιβολής / εξαγωγής και παθητικής εισαγωγής / μίμησης. Όχι μόνο γιατί η κατανόηση της κατάστασης, που σήμερα έχει διαμορφωθεί, απαιτεί την ανάλυση της συγκεκριμένης αλληλεπίδρασης ανάμεσα στα ευρω-πρότυπα και τις εγχώριες συνθήκες, τις δυνάμεις, τις ομάδες και την κουλτούρα τους, αλλά και γιατί η μονομερής έμφαση στην «έξωθεν εισαγόμενη μεταρρύθμιση» υποτιμά τις, έστω μειοψηφικές, δυνάμεις που, στο εσωτερικό των ιδρυμάτων, πάλεψαν στην κατεύθυνση της αποιδρυματοποίησης και της χειραφέτησης των εγκλείστων - όσο κι΄ αν, αναπόφευκτα, το αποτέλεσμα δεν μπορούσε να είναι ολοκληρωμένο και η παλινδρόμηση συχνά αναπόφευκτη. Η μηχανιστική προσέγγιση αδυνατεί, επίσης, να δώσει ικανοποιητική εξήγηση στο γεγονός ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπου συγκρούστηκαν εντονότατα, στο πεδίο της πράξης, διαφορετικές απόψεις, οι αλλαγές πήραν αυτή και όχι άλλη κατεύθυνση. Ότι, πχ στη Λέρο, επιλέχθηκε και επιβλήθηκε η κατεύθυνση των μικρών δομών και της αποϊδρυματοποίησης, αντί για έναν απλό ιδρυματικό εξωραϊσμό (όταν και μεταξύ των ξένων ομάδων «τεχνικών συμβούλων» υπήρχαν ριζικές διαφορές επί του προκειμένου) η πίεση της ΕΕ έπαιξε έναν καθοριστικό ρόλο, αλλά προφανώς όχι τον αποφασιστικό, δηλαδή δεν έφτανε για να κρίνει την μορφή που πήραν τα πράγματα. Αυτή κρίθηκε από τον αγώνα στο εσωτερικό του ψυχιατρείου και στην κοινότητα, από μια συσπείρωση και κινητοποίηση ελληνικών δυνάμεων και διεθνών συμμάχων (συμπεριλαμβανόμενων και ορισμένων στελεχών της ευρωπαϊκής επιτροπής).
Για τις δυνάμεις αυτές και τους σύμμαχούς τους :
1. Το πρόβλημα της Λέρου δεν ήταν μια "ειδική" περίπτωση, αλλά έθετε το ζήτημα των ψυχιατρείων όλης της Ευρώπης. Σαν γέννημα ολόκληρου του ιδρυματικού συστήματος της Ελλάδας, σαν προϊόν και δημιούργημα της Ψυχιατρικής, έθετε το ζήτημα της υπέρβασης όλων των ιδρυμάτων της βίας και του εγκλεισμού και επίσης, το ζήτημα της ψυχιατρικής ως θεσμού, ως θεωρίας, μεθοδολογίας, επιστημολογίας, πρακτικής. Ηταν σ΄ αυτή την λογική που αποκτούσε νόημα η διεθνής συνεργασία και σ΄ αυτό συνίστατο η δύναμή της και, κατά την γνώμη μας, η όποια επιτυχία της. Όχι εθνική περιχαράκωση, από τη μια, ούτε αποικιστική συμπεριφορά από την άλλη, αλλά συνεργασία μέσω αλληλεπίδρασης σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την υπέρβαση του ψυχιατρείου και του εγκλεισμού, μέσω της επερώτησης του κλασσικού παραδείγματος της ψυχιατρικής. Πρέπει εδώ να τονίσω ότι η δουλειά στη Λέρο οφείλει πολλά στην διεθνή συνεργασία ( ιδιαίτερα στη ιταλική ομάδα), στην μεθοδολογία που ακολούθησε και, σ΄ ένα βαθμό, στην πολιτική στήριξη των προσπαθειών.
2. Η επανένταξη 105 πρώην εγκλείστων μέσα στην κοινότητα της Λέρου, η εξέλιξη πολλών από τους ενοίκους των ενδονοσοκομειακών ξενώνων, έδειξε ότι η χρονιότητα και το «ανίατο», είναι η βολική ετικέτα μιας ψυχιατρικής που έχει απεκδυθεί των θεραπευτικών της ευθυνών, αλλά και ένα μέσο ελέγχου, μέσω της επικύρωσης του κοινωνικού αποκλεισμού. Ανθρωποι, που ήταν μεταξύ των «γυμνών» του 16ου περιπτέρου, που περιλαμβάνονται στα videofilms και τα δημοσιεύματα - καταγγελίες του 1989, ζουν τώρα σε ομαδικά διαμερίσματα μέσα στην κοινότητα της Λέρου. Αυτό αποτελεί την πιο αδιάψευστη μαρτυρία του εγκλήματος, που διέπραξε η ψυχιατρική τα προηγούμενα χρόνια, μέσω της εξορίας στη Λέρο, έγκλημα από το οποίο, όπως δείχνουν οι εξελίξεις, δεν φαίνεται να έχει βγάλει τα μαθήματα.
3. Όταν υποβάλλαμε, το 1990, το πρώτο πρόγραμμα για παρέμβαση στο ψυχιατρείο της Λέρου, στα περίπτερα 11 και 16, το σχόλιο από την μεριά των τότε ιθυνόντων στο υπουργείο ήταν ότι επρόκειτο για "διακήρυξη των δικαιωμάτων των ασθενών" και όχι για ένα "τεχνοκρατικά οργανωμένο πρόγραμμα". Αυτό που τότε διατυπώσαμε στο πρόγραμμα, μη έχοντας, οφείλουμε να πούμε, τότε ακόμα μια καθαρή άποψη για την σχέση Αποκατάστασης και δικαιωμάτων του πολίτη, αποδείχτηκε ότι ήταν ότι ήταν ο δρόμος, η μέθοδος, το κατευθυντήριο νήμα των συλλογικών προσπαθειών που έφεραν τον μετασχηματισμό.
4. Η παρέμβαση στο ΚΘΛ, παρά τους περιορισμούς και τα ασφυκτικά πλαίσια μέσα στα οποία αφέθηκε εν τέλει να ξεκινήσει, συνδέθηκε όχι μόνο με την διεθνή εμπειρία , αλλά και με προηγούμενες εθνικές εμπειρίες, όπως αυτή του ΨΝ Θεσσαλονίκης, μ΄ ένα έμπρακτο τρόπο. Με προσωπικό, κάποια στιγμή, και εθελοντές στη συνέχεια, η Θεσσαλονίκη αντιπροσώπευε, τότε, την συνειδητή πάλη για συνέχεια, σε εθνική κλίμακα, για την Αποιδρυματοποίηση και το ξεπέρασμα του ψυχιατρείου. Εκτοτε αυτή η συνέχεια διακόπηκε. Μετά το τέλος των προγραμμάτων του καν. ΕΕ 815/84, αφενός δεν λήφθηκε έγκαιρα πρόνοια για την εξασφάλιση της συνέχειας στην Λέρο και αφετέρου, δεν έγινε τίποτα, σε επίσημο επίπεδο, για καταγραφή, και αξιολόγηση της δουλειάς, που έγινε και για την οργανωμένη και δημιουργική επίδρασή της σε άλλα ψυχιατρεία. Αυτό θέτει ένα ερώτημα σχετικά με τον σημερινό σχεδιασμό για το μέλλον των ψυχιατρικών ιδρυμάτων και την οργάνωση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας στην Ελλάδα : θα επεξεργαστεί πιο πολύ, αυτός ο σχεδιασμός, και θ΄ αναπτύξει διαδικασίες που ευοδώνουν τον μετασχηματισμό, την αλλαγή κουλτούρας, την αποιδρυματοποίηση ως υπέρβαση ψυχιατρείου και ψυχιατρικής, με τον "ασθενή" στο κέντρο, ως υποκείμενο δικαιωμάτων και υποκείμενο της αλλαγής, ή θα αρθρωθεί στην λογική της διοικητικής μεταφοράς "στους τόπους καταγωγής", ως απλή αλλαγή στη μορφή της διαχείρισης, όπου το "εντός" και το "εκτός", δεν εκφράζουν μιαν αλλαγή στην ποιότητα, αλλά απλή μεταφορά του χώρου άσκησης των ίδιων ιδρυματικών πρακτικών;
Η παρέμβαση στη Λέρο θεωρούνταν τότε, το 1989-90, ότι δεν μπορούσε να νοηθεί, αν επρόκειτο να έχει μια χειραφετητική σημασία, παρά ως ο καταλύτης της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στην Ελλάδα. Αυτό δεν συνέβη. ΄Η μάλλον πήρε την εξής μορφή : έδειξε ότι η Αποιδρυματοποίηση είναι δυνατή και ότι, αν έγινε δυνατό να προχωρήσει στη Λέρο, μπορεί να προχωρήσει σε κάθε ψυχιατρείο.
5. Ο μετασχηματισμός και η Αποιδρυματοποίηση στη Λέρο έγιναν στη βάση μιας μεγάλης πολιτιστικής αλλαγής, μέσα και έξω από το ψυχιατρείο. Μέχρι την περίοδο που ξεκίνησαν οι συντονισμένες προσπάθειες, το προσωπικό εθεωρείτο ανεπίδεκτο προς αλλαγή, η τοπική κοινωνία ένας αμετάθετος φράκτης. Πράγματι, η ιδρυματική οικονομία, τα κατεστημένα τοπικά συμφέροντα, οι ισχυρές πελατειακές σχέσεις, ο τρόπος διαχείρισης του ψυχιατρείου, φαινόταν να γελοιοποιούν εκ των προτέρων κάθε υπαινιγμό για αλλαγή κουλτούρας και αποτελούσαν ορισμένα από τα βασικά επιχειρήματα της διοικητικής προσέγγισης του ζητήματος της Λέρου.
Ωστόσο, αυτό που φαινόταν σαν ένας συμπαγής και αδιαπέραστος φράκτης, διαπερνιόταν από τις δικές του αντιφάσεις, είχε τα δικά του αδύνατα σημεία. Το πρώτο ήταν ότι το ίδιο το προσωπικό, παρά τις αναπόφευκτες και εύλογες αντιστάσεις, δεν μπορούσε το ίδιο να υποφέρει την άθλια κατάσταση. Δεν μπορούσε να συνεχίσει να φέρει πάνω του το στίγμα του φύλακα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης – όσο κι΄ αν αυτό το στίγμα ανήκε, στην πραγματικότητα, στην επίσημη ψυχιατρική και στο κράτος. Αλλά και ολόκληρη η τοπική κοινωνία, που μεγάλο μέρος της αποτελεί το προσωπικό του ψυχιατρείου, ενδιαφερόταν να εξαλείψει το στίγμα, που η ιστορική του καταγωγή χανόταν σε μια ολόκληρη διαδρομή διαδοχικών εγκλεισμών διαφόρων ομάδων εξόριστων στο νησί. Οσο κι αν ο εγκαθιδρυμένος τρόπος απομύζησης του ψυχιατρείου από τα κατεστημένα συμφέροντα αισθάνθηκε απειλημένος από τις διαδικασίες της Αποιδρυματοποίησης - στο βαθμό που αυτές έθεταν σε προτεραιότητα την υποκειμενικότητα και τα δικαιώματα του εγκλείστου, ανοίγοντας πόλεμο στις μαζικές αγορές και προάγοντας την απαίτηση της ποιότητας των ειδών - υπήρξαν πολλοί δίαυλοι που ανοίχτηκαν από την αλληλεπίδραση των διαδικασιών της Αποιδρυματοποίησης στο ΚΘΛ με τις αντιφάσεις της τοπικής κοινότητας. Υπήρξε, το 1991, μια κρίσιμη στιγμή, όπου η τοπική κοινωνία αποφάσισε ότι ήταν προτιμότερο να δεχτεί στους κόλπους της τους πρώην εγκλείστους ως ισότιμους πολίτες, παρά να διακινδυνεύσει ανεξέλεγκτες διαδικασίες εκρίζωσής του ιδρύματος, που θα απειλούσαν τις δουλειές του μεγαλύτερου μέρους του ενεργού πληθυσμού. Οι κίνδυνοι αυτοί διαφάνηκαν όταν υλοποιούνταν το πρόγραμμα της ταχείας αποσυμφόρησης του ψυχιατρείου και της μεταφοράς μιας ομάδας ασθενών ( κατόπιν επιλογής των πιο "λειτουργικών") σε ξενώνες στην ηπειρωτική Ελλάδα. Πόσο πραγματική ήταν αυτή η απειλή; Μπορούσαν το κράτος, οι ομάδες των μη κερδοσκοπικών εταιρειών, που χρηματοδότησε από κοινού με την ΕΕ, να συνεχίσουν την "αποσυμφόρηση" του ψυχιατρείου; Αν κρίνουμε από την συνέχεια, όταν παρά τις εκκλήσεις της ΕΕ και τις αιτήσεις από το ίδιο το ΚΘΛ, υπήρξε κατηγορηματική εκδήλωση αδυναμίας ή κατάφωρη άρνηση να συνεχιστεί η διαδικασία αποσυμφόρησης της Λέρου (αντ΄ αυτής προτιμήθηκαν ασθενείς από άλλα ψυχιατρεία για να καλύψουν τις θέσεις των ξενώνων, που είχαν χρηματοδοτηθεί για ασθενείς της Λέρου), δεν υπήρχε καμιά πρόθεση, ούτε ( δοσμένης της κουλτούρας των λειτουργών, της -μη- υπάρχουσας πολιτικής ψυχικής υγείας και των - μη -διατιθέμενων πόρων) δυνατότητα για να αποσυμφορηθεί περαιτέρω το ψυχιατρείο της Λέρου από φορείς εκτός Λέρου, ακόμα κι αν τίποτα άλλο δεν γινόταν πάνω στο ίδιο το νησί. Μήπως η τοπική κοινωνία λειτούργησε στη βάση της υπερεξόγκωσης ενός φανταστικού κινδύνου να "χάσει το ψυχιατρείο" και έτσι αποδέχτηκε την επανένταξη των ασθενών; Συμβαίνει συχνά η φαντασιωσική επεξεργασία δεδομένων της πραγματικότητας μέσα στην τοπική κοινωνία, αλλά ποτέ δεν διαρκεί τόσο ώστε να καθορίσει μακροπρόθεσμα τη στάση της και τη συνείδησή της για βασικά ζητήματα. Η αποδοχή πρόκυψε μέσα από μια πολύπλοκη διαλεκτική στοιχείων και διεργασιών όπως : η αφόρητη κοινωνικά κατάσταση να είναι η τοπική κοινωνία διαρκώς και δυσφημιστικά στο κέντρο της εθνικής και της διεθνούς προσοχής, οι εξωτερικές πιέσεις για αλλαγή (σ΄ αυτά τα πλαίσια, η σύνδεση των αλλαγών στο ψυχιατρείο με την δυνατότητα να επωφεληθούν - δεν ρωτάμε εδώ ποιος να επωφεληθεί - από προγράμματα περιφερειακής ανάπτυξης), η βαθμιαία εισαγωγή μιας νέας κουλτούρας, από μεταρρυθμιστικές ομάδες μέσα από το ψυχιατρείο, που έθετε στο κέντρο τα δικαιώματα των ψυχικά πασχόντων, από κοινού με τον πρωταγωνιστικό ρόλο του προσωπικού και ακόμα η βαθμιαία συνειδητοποίηση ότι για την διατήρηση της θέσης εργασίας, για την διασφάλιση των εμπορικών συμφερόντων, δεν ήταν πια αναγκαίο να είναι ο ασθενής έγκλειστος. Η θέση εργασίας διατηρούνταν με την παροχή υπηρεσίας στο διαμέρισμα, ο εμπορικός τζίρος φάνηκε ότι όχι μόνο διατηρούνταν , αλλά αυξανόταν με την μετατροπή του έγκλειστου σε πολίτη εισοδηματία και καταναλωτή (των κονδυλίων του 815, της σύνταξης, του εισοδήματος από το συνεταιρισμό κλπ), η ενοικίαση, από το ΚΘΛ, των δομών με υψηλά ενοίκια, ο εξοπλισμός και η συντήρησή τους αποτέλεσε νέα πηγή εισοδημάτων για την τοπική κοινωνία. Σημαντικό ρόλο έπαιξε ακόμα το γεγονός ότι τα εξωνοσοκομειακά διαμερίσματα λειτούργησαν με τρόπο ώστε να δημιουργούν το μίνιμουμ (έως καθόλου) της "κοινωνικής ενόχλησης". Η αλληλεπίδραση αυτών των παραγόντων βοήθησε να γίνουν πρακτικά βήματα αλλαγής μ΄ ένα θετικό τρόπο, παρόλο που, συχνά, ιδιαίτερα στην αρχή, το θετικό πρακτικό βήμα διεξαγόταν μέσω μιας αρνητικής, αμυντικής συνείδησης. Αλλά και σ΄ αυτό το περιορισμένο κοινωνικό πεδίο, της αποιδρυματοποίησης σ΄ ένα μικρό νησί, επιβεβαιώνεται ο νομοτελειακός χαρακτήρας κάθε κοινωνικού μετασχηματισμού, όπου στην διαλεκτική σχέση κοινωνική συνείδησης - κοινωνικής πράξης, είναι η πράξη πού έχει τον πρωταρχικό ρόλο και οδηγεί, τελικά, στην αλλαγή της συνείδησης.
Είναι αυτά που έκαναν δυνατή την επανένταξη, στους κόλπους της τοπικής κοινωνίας, ενός αριθμού εγκλείστων χωρίς προηγούμενο στα ελληνικά χρονικά
Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι μετασχηματίσθηκε το νησί ως προς την κοινωνική του δομή. Σημαίνει, όμως, ότι αν ο αποκλεισμός είναι μια δυναμική, συγκρουσιακή διαδικασία, η κοινωνική επανένταξη είναι, επίσης, μια εξίσου δυναμική διαδικασία και ότι οι έγκλειστοι έχουν το δικαίωμα να βρεθούν τουλάχιστον στο ίδιο πεδίο των κοινωνικών συναλλαγών, πάνω στο οποίο όλοι οι πολίτες μάχονται για την υπεράσπιση και την διεύρυνση των δικαιωμάτων τους μέσα στο δοσμένο Κοινωνικό Είναι. Αυτός ο αγώνας για την υπέρβαση του αποκλεισμού, τόσο ως κοινωνικής διεργασίας, όσο και ως μιας ορισμένης ψυχιατρικής πρακτικής, είναι το καίριο ζήτημα στην Αποιδρυματοποίηση και είναι, ταυτόχρονα, καθαυτός φορέας αλλαγής κουλτούρας, ενώ ταυτόχρονα αμφισβητεί την ίδια την δομή του «δοσμένου Κοινωνικού Είναι», που, ως τέτοια, παράγει τον αποκλεισμό.
6. Η Αποιδρυματοποίηση στο ψυχιατρείο της Λέρου ανακόπηκε στα μέσα του 1995, όταν τερματίστηκαν οι χρηματοδοτήσεις μέσω των προγραμμάτων του καν. ΕΕ 815/84. Ηταν μια στιγμή κορύφωσης των προσπαθειών και των διαδικασιών που ήρθε, έτσι, σ΄ ένα απότομο τέλος. Πολλά πράγματα μόλις είχαν ξεκινήσει και έμεναν μετέωρα. Αλλα, που μόλις είχαν ολοκληρωθεί, δεν μπόρεσαν να σταθεροποιηθούν. Το ειδικευμένο προσωπικό της παρέμβασης αποχώρησε μετά από λίγο, ενώ οι ξένες ομάδες είχαν ήδη αποχωρήσει. Οι νέες δομές έμειναν χωρίς επίσημο, νομικό καθεστώς, χωρίς αυτονομία, εξαρτήματα του ιδρύματος. Η δομή του ψυχιατρείου άλλαξε, τα μεγάλα τμήματα καταργήθηκαν σχεδόν όλα και έχουν αντικατασταθεί από μικρές στεγαστικές δομές των 10 κατά μέσον όρο ατόμων. Η αποκεντρωμένη δομή, όμως δεν ακολουθήθηκε από αποκεντρωμένη διαχείριση. Η νοσοκομειακή οργάνωση και οι κάθε είδους θεσμικές ιεραρχίες διατηρήθηκαν και, όσο περνάει ο καιρός, και στο βαθμό που η δυναμική της παρέμβασης έχει αδυνατίσει, κάνουν πιο αισθητή την ασφυκτική και ιδρυματοποιητική λειτουργία τους. Το ψυχιατρείο παρέμεινε ψυχιατρείο, αν και με μια ριζικά νέα εικόνα. Η μεγάλη κατάκτηση, που παραμένει, είναι η πολιτιστική αλλαγή σε μια μεγάλη μερίδα του μόνιμου προσωπικού, που προσπαθεί, μέσα σε μύριες δυσκολίες, να κρατήσει μερικά από τα κέρδη των προηγούμενων χρόνων, παρέχοντας στους ασθενείς βελτιωμένες συνθήκες ζωής και μια διευρυμένη βάση δικαιωμάτων.
Το εύλογο ερώτημα είναι αν, και κατά πόσο, αξίζει, μια τόσο μεγάλη προσπάθεια, όπως αυτή στη Λέρο τα τελευταία χρόνια, με τους τόσους υλικούς και ανθρώπινους πόρους που ενεπλάκησαν, να έχει μια τέτοια τύχη και αν ο στόχος της Αποιδρυματοποίησης μπορεί να αναχθεί στην επίτευξη μιας εκμοντερνισμένης εικόνας.
7. Ένα νέο πρόγραμμα, που χρηματοδοτείται από την ΕΕ, με τίτλο “Ειδική Δράση για τη Λέρο”, έχει σκοπό μα δημιουργήσει το εφαλτήριο μιάς νέας εναλλακτικής οικονομικής ανάπτυξης, που θα δώσει απασχόληση στο ήδη πλεονάζων προσωπικό του ψυχιατρείου, καθώς αυτό πρόκειται να κλείσει μετά από λίγα χρόνια, λόγω του σταθερού ρυθμού των θανάτων των ασθενών. Το πρόγραμμα αυτό προβλέπει την δημιουργία κοινωνικών συνεταιρισμών, όπου εκτός από το προσωπικό, θα συμμετέχουν χρήστες και άλλοι πολίτες της Λέρου. Η νομοθεσία, που θα επιτρέψει κάτι τέτοιο είναι έτοιμη, αλλά δεν έχει ψηφιστεί ακόμη από τη Βουλή.
8. Τα ερωτήματα σχετικά με το μέλλον είναι: Αν, πως και πότε θα προχωρήσει η διαδικασία της Αποιδρυματοποίησης. Πως θα διευρυνθούν, θα αναγνωστούν και θα κατοχυρωθούν τα δικαιώματα για όλους τους ασθενείς. Αν το πρόγραμμα εναλλακτικής οικονομικής ανάπτυξης θα αποτελέσει συνέχεια και ανάπτυξη της διαδικασίας της Αποιδρυματοποίησης ή αν θα είναι μια επιδερμική διοικητική διαδικασία, που θα σκοπεύει στην απορρόφηση των πόρων, χωρίς να επιφέρει κοινωνική και πολτιστική αλλαγή. Κι΄ακόμα, ποια θα είναι η τύχη του χώρου του ψυχιατρείου, αν δηλαδή θα αφεθεί να μαραζώσει ως μια “ωραία εικόνα” ή αν θα γίνει κέντρο μετασχηματισμού, οικονομικού, κοινωνικού και πολιτιστικού και θα αποδοθεί ως τέτοιο στην τοπική κοινότητα και σ΄ όλη τη χώρα, υπερβαίνοντας έτσι οριστικά την, μακρόχρονη λειτουργία του, ως τόπος διαδοχικών εγκλεισμών.
Θ.ΜΕΓΑΛΟΟΙΚΟΝΟΜΟΥ