Πηγή: https://www.efsyn.gr/arthro/ethniki-katathlipsi-mythos-i-pragmatikotita


«Ο αγώνας και μόνο προς την κορυφή αρκεί για να γεμίσει μιαν ανθρώπινη καρδιά. Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο»
Αλμπέρ Καμί
«Είναι μια αίσθηση απόλυτου κενού, δεν έχει τίποτα νόημα, δεν αξίζει τίποτα πια, δεν έχει σημασία κανείς. Βουλιάζεις, το ξέρεις ότι βουλιάζεις, σε λίγο θα πνιγείς, κι αντί να σε τρομάξει αυτό, μπορεί και να σε ανακουφίζει».
Η Ελένη (τα πραγματικά της στοιχεία στη διάθεση της εφημερίδας) επιχειρεί να μεταφέρει με λέξεις το βίωμά της, αυτό που ο γιατρός της έχει διαγνώσει ως κατάθλιψη.
Η Τζίνα το περιγράφει σαν «ατελείωτη, αφόρητη οδύνη».
Κι η Μυρτώ «σαν να έχεις γίνει ένα με το χώμα και να μη σου δίνει χαρά και κίνητρο τίποτα πια, ούτε καν η αγάπη από τα παιδιά σου».
Παραδόξως, γελάνε κι οι τρεις όταν τους αναφέρουμε πως είμαστε μάλλον συντονισμένοι, αφού όλοι μάς λένε πως πάσχουμε από «εθνική κατάθλιψη».
Για τους ανθρώπους που παλεύουν με την κατάθλιψη, η ευκολία με την οποία χρησιμοποιούμε όλοι οι υπόλοιποι τη φράση «είμαι σε κατάθλιψη» μοιάζει με κακόγουστο αστείο ή με ύβρη.
Μας το λένε πολιτικοί, μας το λένε ειδικοί, τα αναπαράγουν δημοσιογράφοι.
Το ακούμε τόσο συχνά που τείνουμε να το πιστέψουμε: πάσχουμε από «εθνική κατάθλιψη».
Το ακούσαμε και την Πρωτοχρονιά μαζί με τις ευχές του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Το διαβάσαμε και πρόσφατα με αφορμή το δεύτερο συνέδριο ψυχικής υγείας στο Ζάππειο.
«Τουλάχιστον τρεις μεγάλες ελληνικές πόλεις θα γέμιζαν οι Ελληνες που πάσχουν από κατάθλιψη - την Πάτρα, τα Γιάννενα και τον Βόλο». Αυτή τη φράση από μια ολόκληρη εισήγηση του ψυχίατρου Πέτρου Σκαπινάκη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, επέλεξαν να αναπαραγάγουν μια σειρά από ιστοσελίδες με τίτλους όπως «Στα δίχτυα της κατάθλιψης οι Ελληνες».
Εχουμε υπάρξει «έθνος ανάδελφον», όπως μας αποκαλούσε ο Πρόεδρος Σαρτζετάκης, έχουμε ζήσει και σε «χώρα απέραντο φρενοκομείο», όπως μας περιέγραφε ο «εθνάρχης» Καραμανλής.
Τα τελευταία χρόνια η... διάγνωση είναι «κατάθλιψη».
Είναι δύσκολο να εντοπίσουμε με ακρίβεια την ημερομηνία γέννησης της βολικής όσο και γενικευτικής ταμπέλας, που όπως όλες οι ταμπέλες συνδυάζει στοιχεία της πραγματικότητας με μπόλικες δόσεις αυθαιρεσίας.
Πολιτικός νονός της έκφρασης φαίνεται να είναι ο Αντώνης Σαμαράς, υιοθετώντας τον όρο ήδη από τον Απρίλιο του 2010.
Τη δική του διάγνωση, ότι τα ΜΜΕ ευθύνονται για τη γενικευμένη κατάθλιψη, έκανε ο τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Θεόδωρος Πάγκαλος το 2011.
Το ίδιο περίπου επιχείρημα, με νέο αμπαλάζ, θα επικαλεστεί ως υπουργός Επικρατείας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. ο Νίκος Παππάς τον Δεκέμβριο του 2015, δηλώνοντας ότι «κύκλοι που θίγονται από κυβερνητικές πρωτοβουλίες προσπαθούν την προσωπική τους κατάθλιψη να τη μετατρέψουν σε λαϊκή κατάθλιψη» - επιλέγοντας ωστόσο το επίθετο «λαϊκή» αντί για το καπαρωμένο από τη δεξιά παράταξη «εθνική».

Η «διάγνωση» των ΜΜΕ

Ωστόσο τα ΜΜΕ, πολλά χρόνια πριν η κρίση σαρώσει τις ζωές μας, με βάση πραγματικά στοιχεία έβγαζαν τη δική τους υπερβολική «διάγνωση».
«Μια χώρα στα χάπια» έγραφε κορυφαία σε πωλήσεις εφημερίδα το 2002 και το ρεπορτάζ για την κατανάλωση ψυχοφαρμάκων επαναλαμβανόταν σχεδόν εθιμοτυπικά κάθε χρόνο.
Με εντυπωσιακούς τίτλους, ελάχιστα αποσπάσματα από ομιλίες επιφανών επιστημόνων και σχεδόν καμία αναφορά στο πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο της κάθε περιόδου, τα ΜΜΕ συνήθως μας καθίζουν με ευκολία στο ντιβάνι και μας φορούν με χαρακτηριστική άνεση μια ταμπέλα που απλοποιεί τα φαινόμενα και βάζει σε κουτάκια τις αντιδράσεις μας.
Αυτό συνέβη και με την πρόσφατη ανακοίνωση του κ. Σκαπινάκη«Δεν έχουμε δει εμπειρικά έντονη αύξηση στη βαρύτητα των περιστατικών, αλλά αυξημένη κίνηση στους δημόσιους φορείς, επειδή πολύς κόσμος δεν έχει τη δυνατότητα να απευθυνθεί στην ιδιωτική ιατρική. Αυτό που ισχύει είναι ότι η κρίση δημιουργεί μια μεγαλύτερη δυσκολία στην αντιμετώπιση των προβλημάτων ψυχικής υγείας».
Ποιο είναι το κατώφλι της κατάθλιψης, ρωτήσαμε τον ψυχίατρο: «Καταθλιπτικά συμπτώματα μπορεί να έχει και το 10%. Στην ομιλία μου στο Ζάππειο είπα ότι ένας στους τρεις από τους 500.000 μπορεί να χρειαστεί εξειδικευμένη βοήθεια. Και ένας στους πέντε να έχει ανάγκη θεραπείας».
Ομως τα περισσότερα ΜΜΕ δεν ανέφεραν το σύνολο της πρότασης, αλλά έμειναν στο εντυπωσιακό νούμερο του «μισού εκατομμυρίου καταθλιπτικών».
Με την ίδια ευκολία μάς βομβαρδίζουν συχνά με εξίσου εντυπωσιακά -και βαθιά οδυνηρά- νούμερα: 80,8% αυξήθηκε το ποσοστό του πληθυσμού που δήλωσε κατάθλιψη από το 2009 στο 2014, κατά 27% αυξήθηκαν οι αυτοκτονίες την τριετία 2008-2011, ένας στους πέντε δεν απολαμβάνει τη ζωή του την άνοιξη του 2016, ένας στους δύο αισθάνεται ανασφάλεια, αγωνία και φόβο, θυμό και αγανάκτηση, απογοήτευση και θλίψη.
Είμαστε όντως ένας λαός σε κατάθλιψη; Ή μήπως η ακραιφνής λιτότητα παράγει περισσότερη κοινωνική καταστροφή και οδύνη από αυτήν που μπορούμε να αντέξουμε;
Χρειαζόμαστε όλοι τον «ειδικό» μας για να αντιμετωπίσουμε την ανεργία, την επισφάλεια, την ανασφάλεια, τη φτώχεια, την έλλειψη προοπτικής;
Ή μήπως το πρόβλημά μας είναι ακριβώς η ανεργία, η επισφάλεια, η ανασφάλεια, η φτώχεια, η έλλειψη προοπτικής;
«Η κρίση αύξησε το ενδιαφέρον των ΜΜΕ για αυτά τα φαινόμενα. Εμείς βρήκαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε και να ευαισθητοποιήσουμε τον κόσμο για αυτά τα ζητήματα», εξηγεί ο κ. Σκαπινάκης.
«Αν μου λέγατε πριν από 10 χρόνια ποιοι σας παίρνουν τηλέφωνο να μιλήσετε για την κατάθλιψη, θα σας έλεγα κανείς, γιατί υπήρχε στίγμα. Τώρα όλοι θέλουν να μιλήσουν. Το θετικό είναι ότι οι άνθρωποι αποστιγματίζονται. Ομως, να το βάζουμε στη σωστή του βάση: μην τρομάζουμε τον κόσμο ότι υπάρχει κάποια “επιδημία” κατάθλιψης, ούτε ότι όταν περάσει η κρίση θα σταματήσει και η κατάθλιψη. Αλλο τα καταθλιπτικά συμπτώματα κι άλλο η κατάθλιψη. Στεναχώριες έχουμε όλοι μας. Η κατάθλιψη είναι μια πολύ πιο περίπλοκη νόσος».

Το πρόβλημα σε αριθμούς

 Η συχνότητα βαριάς κλινικής κατάθλιψης διπλασιάστηκε από το 2008 στο 2009, ενώ οι πλέον ευάλωτοι είναι αυτοί που αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα οικονομικά προβλήματα και οι γυναίκες. Τα στοιχεία καταγράφει η πρώτη Εθνική Μελέτη Νοσηρότητας και Παραγόντων Κινδύνου, των ιατρικών σχολών της Ελλάδας.
Οι ερευνητές υπογραμμίζουν ότι η εργασιακή κατάσταση και ιδιαίτερα η ανεργία επηρεάζει την ψυχική υγεία των ανθρώπων αυξάνοντας σημαντικά τα ποσοστά άγχους και κατάθλιψης και μειώνοντας τους δείκτες προσωπικής ευεξίας.
 H Eλλάδα καταγράφεται μεταξύ των χωρών με τους χαμηλότερους δείκτες αυτοκτονιών στην έκθεση του ΟΟΣΑ. Πριν από την έναρξη της οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα είχε από τα χαμηλότερα ποσοστά αυτοκτονιών (2,9/100.000 κατοίκους).
Την τριετία 2008-2011 το ποσοστό αυξάνεται κατά 27%. Το έτος 2013 ήταν 4,2 (Μ.Ο. των χωρών του ΟΟΣΑ 12,0).
 Ενας στους δύο δήλωσε ότι τον τελευταίο μήνα δεν ήταν καλή η ψυχική του υγεία, λόγω άγχους ή κατάθλιψης ή προβλημάτων στον έλεγχο των συναισθημάτων, σύμφωνα με έρευνα της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (άνοιξη του 2016).
 42,6% των ερωτηθέντων απολαμβάνουν «μέτρια» τη ζωή τους, 20,5% λίγο ή καθόλου και 36,9% απολαμβάνει πολύ ή υπερβολικά τη ζωή του.
 Εξι στους δέκα αναγνωρίζουν ότι η ζωή έχει νόημα. Ενας στους δέκα θεωρεί ότι η ζωή έχει λίγο ή καθόλου νόημα.
 Το 15% δηλώνει ότι αισθάνεται ανασφάλεια, αγωνία και φόβο, το 14% θυμό και αγανάκτηση, το 9,7% απογοήτευση και θλίψη, το 8,2% άγχος και το 44,6% όλα αυτά μαζί.
Η Γραμμή Βοήθειας του ΕΠΙΨΥ για την κατάθλιψη λειτούργησε από το 2007 έως το 2014, οπότε σταμάτησε λόγω έλλειψης χρηματοδότησης.
Δέχτηκε πάνω από 7.500 κλήσεις σε τρία χρόνια (Μάιος 2008-Ιούνιος 2014), με τις κλήσεις να διπλασιάζονται μετά την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου.
Η πλειονότητα των περιπτώσεων αφορούσε γυναίκες.
➩ Γυναίκα, 53 ετών: «Σήμερα δεν έχουμε πρόβλημα. Αύριο όμως; Το κακό θα έρθει και στο δικό μας σπίτι. Στη δική μας δουλειά. Τα βλέπουμε τριγύρω: στον γείτονα, στους συγγενείς, στα ΜΜΕ... Με πιάνει τρόμος, μην τυχόν και μας συμβεί κάτι, και νιώθω ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Είμαι μουδιασμένη».
➩ Ανδρας, 31 ετών: «Δεν μπορώ να ζητάω ελεημοσύνη. Εχασα την αξιοπρέπειά μου».
➩ Γυναίκα, 23 ετών: «Οι γονείς μου δεν μπορούν πια να μου δίνουν χρήματα... Νιώθω τύψεις που τους επιβαρύνω και, το τελευταίο διάστημα -ξέρω ότι είναι παράλογο-, επειδή ακούω συχνά για προβλήματα υγείας, φοβάμαι ότι θα πάθω κάτι κι εγώ. Πελαγώνω με όλες αυτές τις σκέψεις και καταλήγω να κλαίω συνέχεια».
➩ Γυναίκα, 34 ετών: «Κάθε φορά που σκέφτομαι την κατάστασή μου με πιάνει πανικός. Δεν μπορώ να αναπνεύσω. Είμαι εδώ και έξι μήνες άνεργη. Τα έξοδα τρέχουν, εγώ χρωστάω παντού και το άγχος μου όλο και μεγαλώνει. Δεν μπορώ στιγμή να ηρεμήσω».
➩ Αντρας, 42 ετών: «Φοβάμαι ότι θα τρελαθώ. Δεν θα αντέξω και θα πέσω από το μπαλκόνι. Δεν βλέπω να υπάρχει κάτι άλλο να κάνω πλέον. Δεν αντέχω να ψάξω για δουλειά... Ούτε να προσπαθήσω. Ναι, το σκέφτομαι συχνά να βλάψω τον εαυτό μου...»
Πηγή: Ελληνική Κρίση - «εθνική» κατάθλιψη - Μιχ. Μαδιανός, Μαρίνα Οικονόμου

Δύο ειδικοί μιλούν στην «ΕΦ.ΣΥΝ.»

Ο πρόεδρος της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας, Δημήτρης Πλουμπίδης, και ο ψυχίατρος Θεόδωρος Μεγαλοοικονόμου μάς βοηθούν να κατανοήσουμε την «εθνική μας κατάθλιψη».
Θέσαμε και στους δύο τα παρακάτω πέντε ερωτήματα:
 Στο δεύτερο συνέδριο ψυχικής υγείας στο Ζάππειο ο κ. Σκαρινάκης ανακοίνωσε ότι 500.000 Ελληνες πάσχουν από κατάθλιψη. Τα ΜΜΕ αναπαρήγαγαν την είδηση με πηχυαίους και τρομακτικούς τίτλους. Από την πείρα σας θεωρείτε ότι υπάρχει ραγδαία αύξηση του φαινομένου;
 Με δεδομένο ότι η πλήρης διάλυση της όποιας μας κανονικότητας προκαλεί απώλειες και ανατρέπει τη ζωή όλων μας, πιστεύετε ότι αυτό που αυξάνεται είναι η κατάθλιψη ή το προσωπικό πένθος και η κοινωνική οδύνη; Συνδέεται και πώς η κατάθλιψη με την οικονομική κρίση και τις πολιτικές λιτότητας; Πότε ένας άνθρωπος περνάει το κατώφλι της νόσου;
 Ηδη από το 2002 βρίσκουμε ρεπορτάζ για αύξηση της χρήσης αντικαταθλιπτικών - με νέα ρεκόρ κατανάλωσης κάθε χρονιά. Πώς ερμηνεύετε το φαινόμενο;
 Εδώ και χρόνια ακούμε συχνά τους πολιτικούς να μιλούν για «εθνική κατάθλιψη». Συμμερίζεστε τον όρο; Μπορεί η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα να αναλυθεί με ψυχιατρικούς όρους;
 Ποια πιστεύετε ότι πρέπει να είναι η απάντηση τόσο σε προσωπικό όσο και συλλογικό επίπεδο;

Θεόδωρος Μεγαλοοικονόμου

«Η “ψυχολογία της αντίστασης” είναι το πιο αποτελεσματικό φάρμακο για την όποια “κατάθλιψη”»

 Αυτό που συχνά περιγράφεται ως κατάθλιψη δεν είναι παρά η διάχυτη κοινωνική δυσφορία και οδύνη, που μπορεί να περιλαμβάνει άγχος, αϋπνία, θλίψη, απόγνωση, απελπισία, το βίωμα της κοινωνικής ντροπής, την αίσθηση της έλλειψης ενός μέλλοντος που ν' ανοίγεται ως μια προοπτική. Ολα αυτά, που είναι συχνά και συνήθη βιώματα, μια άκρως φυσιολογική αντίδραση του «είναι» μας μέσα στις συνθήκες της κοινωνικής αποδιάρθρωσης που ζούμε, είναι εύκολο να ψυχιατρικοποιηθούν και να σερβιριστούν ως «καταθλιπτική διαταραχή», ως μια νόσος των διαγνωστικών/ταξινομητικών εγχειριδίων.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι η ίδια ψυχιατρική κοινότητα, που μιλάει τώρα για φρενήρη αύξηση της κατάθλιψης, εδώ και αρκετό καιρό αρνείται την αλματώδη, για τα ελληνικά δεδομένα, αύξηση των αυτοκτονιών, που, κατ' αυτήν τη λογική τους, θα έπρεπε να θεωρείται μια αναπόδραστη συνέπεια αυτής της «τόσο» μεγάλης αύξησης της επίπτωσης της κατάθλιψης, ως νόσου.
 Το γεγονός ότι αυτό που κυριαρχεί είναι η διάχυτη κοινωνική δυσφορία και οδύνη, δεν σημαίνει ότι, σ' αυτές τις συνθήκες της οικονομικής κρίσης και των καταλυτικών συνεπειών της στις ζωές της συντριπτικής πλειονότητας, δεν αυξάνονται και τα ποσοστά της κατάθλιψης ως διαταραχής -όπως, άλλωστε, έχει παρατηρηθεί σε όλες τις περιόδους οικονομικής ύφεσης στον καπιταλισμό. Υπάρχει, ωστόσο, ένα συνεχές (μια διαφορά βαθμού και όχι ποιοτική) ανάμεσα στο καθημερινό βίωμα της οδύνης, π.χ., από την απειλούμενη κατάσχεση του σπιτιού σου, από τη μακροχρόνια ανεργία, από την αίσθηση ότι δεν αξίζεις πια τίποτα γιατί, πολύ συγκεκριμένα και υλικά, δεν μπορείς να εξασφαλίσεις τη δική σου επιβίωση και της οικογένειάς σου, μέχρι την εγκαθίδρυση μιας καταθλιπτικής διαταραχής, όταν τα ανυπόφορα αδιέξοδα του σήμερα έρχονται να «ακουμπήσουν» πάνω σε (και να αλληλεπιδράσουν με) μια συγκεκριμένη, ιδιαίτερη προσωπική ιστορία.
Αλλωστε και ο ΠΟΥ, ήδη από την τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα, είχε προβλέψει ότι η κατάθλιψη θα έφτανε, το 2020, ν' αποτελεί τη δεύτερη αιτία θανάτου (μετά τα καρδιαγγειακά νοσήματα) - χωρίς, βέβαια, ποτέ το ζήτημα της κατάθλιψης να τίθεται στις πραγματικές του διαστάσεις, από φόβο, προφανώς, μήπως αποκαλυφθεί μια δυσφορία με πηγή όχι μέσα στο άτομο, αλλά στο κοινωνικό πλαίσιο.
 Η ραγδαία αύξηση της συνταγογράφησης των αντικαταθλιπτικών, ιδιαίτερα των νεότερων, οφείλεται, πρωτίστως, στις πολιτικές προώθησής τους στην αγορά από το διεθνές βιο-φαρμακο-βιομηχανικό σύμπλεγμα, μέσω και της χειραγώγησης της υπερδιάγνωσης της κατάθλιψης, αλλά και της περαιτέρω διεκδίκησης/απόκτησης ενδείξεών τους και για άλλες ψυχικές διαταραχές. Και όλα αυτά με την αγαστή συνεργασία της πλειονότητας της ψυχιατρικής κοινότητας (για τον τρόπο που γίνεται, δείτε και το σκάνδαλο με τη Novartis), η οποία, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του '80, έχει στραφεί στη βιολογική ψυχιατρική και έχει μάθει να «διαβάζει» την όποια ψυχική οδύνη ως μια κατάσταση «χημικής ανισορροπίας» του εγκεφάλου, που χρειάζεται, απλώς, το ψυχοφάρμακο.
Σε μια λογική ταμποναρίσματος της ψυχικής δυσφορίας του υποκειμένου. Λογική που εσωτερικεύεται από το ίδιο το υποκείμενο που νιώθει ότι δεν μπορεί να ζήσει «χωρίς τα χάπια του».
 Ο όρος «εθνική κατάθλιψη», που δυστυχώς προωθήθηκε και από πολλούς ψυχιάτρους, στοχεύει σε μια ψυχιατρικοποίηση των υποκειμενικών βιωμάτων ως ενός ακόμα εργαλείου για τη χειραγώγηση των λαϊκών μαζών. Η καταβαράθρωση του βιοτικού επιπέδου, που η προϊούσα επιδείνωσή του δεν φαίνεται να έχει ορατό τέλος, η απογοήτευση και το μούδιασμα μπροστά σ' αυτό που βιώνεται ως «έλλειψη εναλλακτικής» (μετά και την οριστική και αμετάκλητη διάψευση των όποιων ελπίδων από την «πρώτη φορά Αριστερά») μπορεί, εξωτερικά, να εμφανίζονται με μιαν εξατομίκευση, μ' έναν εγκλωβισμό στις πρακτικές ατομικής επιβίωσης, με μιαν εσωστρέφεια, μιαν απάθεια και μια παθητικότητα, που, όμως, κρύβει, από πίσω, πολύ θυμό.
Ο οποίος, όπως έχει δείξει και η πρόσφατη ιστορία μας, κανείς δεν ξέρει πότε και πώς θα ξεσπάσει.
 Η απάντηση είναι, όπως ήταν πάντα, η αντίσταση σε όλα αυτά που αρνούνται και ακυρώνουν τη ζωή μας, την ανθρώπινη υπόσταση και αξιοπρέπειά μας. Η «ψυχολογία της αντίστασης» ήταν πάντα ο κύριος παράγοντας που προστάτευε την προσωπικότητα από τη διάλυση και την εκμηδένιση.
Με την ψυχολογία του ατόμου να γίνεται ψυχολογία ενός μέλους της ομάδας, μέσα από τη συμμετοχή και την ενσωμάτωση σε συλλογικότητες που παλεύουν ενάντια σε όσα και όσους καταστρέφουν τις ζωές μας. Είναι μέσα από τη συνειδητή και συλλογική δράση, σε μια χειραφετητική προοπτική, που ζωντανεύει η ελπίδα στο μέλλον ως το θεμέλιο της ανθρώπινης ύπαρξης. Που κάνει δυνατή τη ζωή ως μια προοπτική.
Αυτό ήταν πάντα και είναι, πολύ περισσότερο σήμερα, το βασικό και πιο αποτελεσματικό φάρμακο για την όποια «κατάθλιψη».

Δημήτρης Πλουμπίδης

«Η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα δεν μπορεί να αναλυθεί με όρους ψυχολογίας των ατόμων»

 Το πρόβλημα της κατάθλιψης, της αυτοκτονικότητας και των αυτοκτονιών έχει ευρύτατα συζητηθεί από την αρχή της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης. Εχουν δημοσιευτεί μελέτες που αναδεικνύουν μια απότομη αύξηση της κατάθλιψης από 3,3% του πληθυσμού το 2008 -όταν τα μαύρα σύννεφα πύκνωναν απειλητικά αλλά στην Ελλάδα η κρίση δεν είχε επίσημα ξεσπάσει- σε 8,2% το 2011 και 12,3% το 2013.
Τα φαινόμενα σήμερα παρουσιάζουν μια σχετική σταθεροποίηση και όχι σημαντική αύξηση.
 Η δεκαετία πριν από την κρίση χαρακτηρίζεται από την πλασματική ευημερία που εξέθρεψε κάθε είδους ατομικές συμπεριφορές και τον κατακερματισμό του κοινωνικού ιστού. Η κατάθλιψη δεν συνδέεται αυτόματα με την κοινωνική κρίση, αλλά με το γεγονός ότι αυτή πιέζει ή καταστρέφει τόσες πολλές πλευρές της κοινωνικής ζωής που κάποιες από αυτές θα λειτουργήσουν τραυματικά στον εσωτερικό κόσμο των περισσότερων από εμάς.
Οι αόριστες ή σκοτεινές προσωπικές προοπτικές, η φθορά των κοινωνικών σχέσεων, η ταπείνωση από την οφθαλμοφανή εξάρτηση της χώρας είναι παράγοντες που εκτρέφουν την κατάθλιψη.
Ομως η καταθλιπτική ή ακόμα και η αυτοκτονική διάθεση για να γίνουν πραγματικά απειλητικές καταστάσεις πρέπει να έχουν σημαντική διάρκεια, ενώ η ψυχική πίεση θίγει κατά προτεραιότητα άτομα με ένα ευάλωτο προσωπικό υπόστρωμα.
 Η ευρεία χρήση των αντικαταθλιπτικών και των αγχολυτικών φαρμάκων προηγείται σαφέστατα της οικονομικής κρίσης και αφορά την τελευταία τριακονταετία. Αυτό οφείλεται τόσο στους γιατρούς, καθώς η συνταγογράφηση έχει γίνει θεραπευτικός αυτοματισμός ακόμα και σε ήπιες καταθλιπτικές εικόνες χάρη στη γρήγορη βελτίωση του άγχους, όσο και τους ασθενείς που τα επιζητούν.
Η αντιμετώπιση των συμπτωμάτων με «στεγνή» ψυχοθεραπεία ή κοινωνικά μέσα είναι πολύ πιο μακροχρόνια και απαιτεί την κινητοποίηση ατομικών και ομαδικών δυναμικών, που δεν είναι πάντα προφανή και διαθέσιμα.
 Δεν μπορούμε να μιλούμε για «εθνική κατάθλιψη». Ισως να ονομάζουν έτσι τη γενικευμένη αναστάτωση των ανθρώπων από τη σωρεία δυσμενών αλλαγών που βλέπουν ή φοβούνται. Η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα δεν μπορεί να αναλυθεί με όρους ψυχολογίας των ατόμων, οι πολιτικοί όμως γνωρίζουν ότι αν καταφέρουν να συντονιστούν με τους φόβους και τις ελπίδες πολλών ανθρώπων και να τους δώσουν μια, έστω μακρινή, διέξοδο αποκτούν σημαντικό προβάδισμα.
 Οταν κάποιος καταρρέει υπό το βάρος της κατάθλιψης και του άγχους τότε η χρήση των διαθέσιμων θεραπευτικών μεθόδων, συμπεριλαμβανομένων των φαρμάκων, είναι απαραίτητη. Οταν όμως η κατάθλιψη φτάνει σε διψήφια ποσοστά του πληθυσμού, τότε παύει να είναι το πρόβλημα μερικών ευάλωτων ατόμων και γίνεται κοινωνικό.
Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνική πραγματικότητα σπρώχνει στα άκρα πολλούς από τους πολίτες του τόπου και η θεραπεία γίνεται κοινωνική, δηλαδή η άρση των πιέσεων και η βελτίωση των συνθηκών που γεννούν την κατάθλιψη.