Επιδεινώνεται nραγικά η ψυχική υγεία των προσφύγων

πηγή:http://www.efsyn.gr/arthro/epideinonetai-tragika-i-psyhiki-ygeia-ton-prosfygon

Προσφυγόπουλο σε εγκαταστάσεις φιλοξενίας PHASMA/ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
 
Συντάκτης: 

Θεόδωρος Μεγαλοοικονόμου*
Ο διαιωνιζόμενος εγκλωβισμός των προσφύγων στην Ελλάδα, με τον εγκλεισμό των περισσότερων από αυτούς, υπό τις γνωστές, άθλιες συνθήκες, σε hotspots και στρατόπεδα συγκέντρωσης ανά τη χώρα, με μιαν «υποδοχή» που ισοδυναμεί με την επιβολή συνθηκών ακραίας στέρησης (όχι μόνο ως προς τις βασικές ανάγκες, αλλά και ως προς τα θεωρούμενα βασικά δικαιώματα, του ασύλου κ.λπ.), με κοινό σε όλους/ες το βίωμα ενός μέλλοντος που κλείνει όλο και πιο ασφυκτικά και με το βίωμα αυτό να αποτελεί πλέον την όλο και πιο ανυπόφορη καθημερινότητά τους, ήταν επόμενο να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία όλο και περισσότερων.
Επιπτώσεις οι οποίες, αν δεν προκύψει κάποιο δραματικό-εκκωφαντικό συμβάν, δεν γίνονται γνωστές, αλλά, όσο περνάει ο καιρός, γίνονται όλο και πιο πυκνές και σοβαρές και, όλο και πιο συχνά, απαιτούν ψυχιατρική νοσηλεία, ενίοτε ακούσια. Αγχώδεις και καταθλιπτικές διαταραχές, αλλά και ψυχωτικά επεισόδια, αυτοκτονικότητα και όλο και πιο συχνές απόπειρες αυτοκτονίας.
Μια ψυχική οδύνη που εκφράζεται ποικιλοτρόπως και έχει να κάνει, πρωτίστως, με τις ανυπόφορα ψυχοπιεστικές, τραυματικές συνθήκες που βιώνουν εδώ, οι οποίες αγκυροβολούν πάνω στο τραύμα της προσφυγιάς (της απεγνωσμένης προσπάθειας διαφυγής από τον πολεμικό όλεθρο και/ή την πολιτική καταστολή, μέσα από σύνορα, κυνηγητό, κυκλώματα, θαλασσοπνιγμούς), αλλά, ενίοτε, και σε πιθανές τραυματικές εμπειρίες πριν από την προσφυγιά.
►Η σκόπιμα χρονοβόρα, δυσλειτουργική και γραφειοκρατική διαδικασία του ασύλου, έτσι ώστε να το κάνει απρόσιτο από την πρώτη στιγμή (με την υποβολή αίτησης μέσω skype, την πολύμηνη καθυστέρηση για την πρώτη συνέντευξη κ.λπ.) μέχρι την, ως επί το πλείστον πλέον, απορριπτική απάντηση (σε πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο επίπεδο),
►η επικρεμάμενη, για πολλούς/ές, απειλή επαναπροώθησης,
►η ανεργία και η έλλειψη του όποιου εισοδήματος,
►οι δυσκολίες πρόσβασης στο σύστημα υγείας,
►η απώλεια της πάλαι ποτέ κοινωνικής τους θέσης και η έλλειψη υποστηρικτικών συστημάτων (οικογενειακών ή άλλων),
►η αγωνία για τα μέλη της οικογένειας που έχουν μείνει πίσω και το πώς θα ξαναβρεθούν μαζί,
►οι δυσκολίες και τα εμπόδια που ενίοτε ορθώνονται ακόμα και στη διαδικασία της επανένωσης (με διάφορα, εκάστοτε, προσχήματα από τις χώρες της Ε.Ε.),
►η άκρως ισχνή, με το σταγονόμετρο, διαδικασία επανεγκατάστασης (relocation),
►το πρόβλημα της γλώσσας και οι δυσκολίες προσαρμογής στην κουλτούρα της χώρας «υποδοχής», όλα αυτά συνιστούν ένα περαιτέρω τραύμα που έρχεται να πλήξει υποκείμενα ήδη πολλαπλώς τραυματισμένα και επομένως εξαιρετικά ευάλωτα.
Τελευταία έχουν πυκνώσει οι απόπειρες αυτοκτονίας, που, πολλές από αυτές, μερικοί καλοθελητές τις θεωρούν, σύμφωνα και με την προσφιλή στον κυρίαρχο ψυχιατρικό θεσμό ορολογία, απλώς «χειριστικές» - όπως και τους ποικίλους αυτοτραυματισμούς.
Χωρίς να υπεισέλθουμε σε μια συζήτηση για τον απλοποιητικό και απενοχοποιητικό για τους κυρίαρχους θεσμούς (ψυχιατρικός και άλλοι) χαρακτήρα αυτών των ορισμών, που ακυρώνουν το νόημα αυτών των συμπεριφορών, αυτό που σηματοδοτούν και προσπαθούν να αρθρώσουν, με τον πιο απεγνωσμένο τρόπο, απέναντι στα τείχη που έχει υψώσει η δήθεν «πολιτισμένη» Ευρώπη ενάντια στην ίδια την ύπαρξη και τη ζωή των προσφύγων, θα επισημάνουμε ότι η ίδια ακριβώς «εύκολη» ορολογία επιφυλάσσεται και για τους ντόπιους, όπως για όλους τους ψυχικά πάσχοντες, «ανεξάρτητα από φύλο, φυλή, εθνότητα, θρησκεία, σεξουαλικό προσανατολισμό», που προσπαθούν με όποιο τρόπο να ακουστούν απέναντι στην κώφωση των γύρω, απέναντι στη δομική ακαμψία των κάθε λογής κυρίαρχων θεσμών.
Θα θυμίσουμε μόνο τον ορισμό που δίνει για την αυτοκτονία ένα κλασικό εγχειρίδιο της Ψυχιατρικής, ένα εγχειρίδιο που με κανέναν τρόπο δεν θα μπορούσε να είναι «ύποπτο» μιας εναλλακτικής/χειραφετητικής προσέγγισης:
«Η αυτοκτονία είναι ένας εμπρόθετος αυτο-προκαλούμενος θάνατος (…) δεν είναι μια άσκοπη ή τυχαία ενέργεια. Αντίθετα, είναι ένας δρόμος έξω από ένα πρόβλημα ή μια κρίση, που προκαλεί αμετάκλητα έντονη οδύνη. Η αυτοκτονία συνδέεται με ακυρωμένες ή ανεκπλήρωτες ανάγκες, αισθήματα απελπισίας και “αβοήθητου” (helplessness), αμφιθυμικές συγκρούσεις ανάμεσα στην επιβίωση και στο ανυπόφορο stress, ένα στένεμα των επιλογών που γίνονται αντιληπτές και μια ανάγκη διαφυγής: το αυτοκτονικό άτομο μεταδίδει σημάδια δυσφορίας». (Kaplan, Sandock, Grebb: «Synopsis of Psychiatry», seventh edition).
Μπορεί εύκολα να δει κάποιος πώς οι συνθήκες στις οποίες έχουν βρεθεί οι πρόσφυγες οδηγούν, πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι συνήθως, στο να επιλέξει/υποκύψει κάποιος/α στην «ανάγκη διαφυγής» μέσω της αυτοκτονίας.
Παρά, ωστόσο, τον δραματικό πολλαπλασιασμό των προβλημάτων ψυχικής υγείας προσφύγων και μεταναστών, δεν υπάρχουν υπηρεσίες για την κατάλληλη, ολοκληρωμένη και ασφαλή αντιμετώπισή τους. Συχνά δεν υπάρχει μεταφραστής στη μονάδα ψυχικής υγείας ώστε ο λειτουργός ψυχικής υγείας να συνομιλήσει με τον άμεσα ενδιαφερόμενο.
Ο μεταφραστής θα πρέπει συνήθως να έλθει από κάποια ΜΚΟ που θα ειδοποιηθεί σχετικά και, αναλόγως, όποτε έχει κάποιον διαθέσιμο, θα στείλει. Μπορεί να περάσουν πολλές μέρες νοσηλείας χωρίς να μπορεί να γίνει καμιά επικοινωνία με τον πάσχοντα.
Μονάδες για τη μετανοσοκομειακή φροντίδα και τη στήριξη προσφύγων δεν υπάρχουν (εκτός από ένα οικοτροφείο που ανήκει σε ΜΚΟ, το οποίο φυσικά είναι πάντα «γεμάτο»). Μια άλλη αντιμετώπιση, με υποκρυπτόμενο ρατσιστικό κίνητρο, είναι η εύκολη απόρριψη, από κάποιους λειτουργούς, εκουσίως προσερχόμενων προσφύγων.
Οι χώροι (ξενοδοχεία κ.λπ.) που νοικιάζει η Υπατη Αρμοστεία δεν έχουν καμιά πρόβλεψη για μια ολοκληρωμένη και ασφαλή φροντίδα για άτομα με προβλήματα ψυχικής υγείας.
Σε ξενοδοχεία, π.χ., που έχει νοικιάσει η Υπατη Αρμοστεία και όπου, μεταξύ άλλων, μπορεί να φιλοξενούνται και ψυχικά πάσχοντες με σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας (που μπορεί μόλις να έχουν πάρει εξιτήριο από ψυχιατρική κλινική) και θα πρέπει να τυγχάνουν της ανάλογης φροντίδας (δεδομένου ότι, συνήθως, ούτε οικογένεια έχουν, ούτε το όποιο άλλο υποστηρικτικό πλαίσιο), η διαχείριση μπορεί να ανατίθεται σε μια ΜΚΟ, με παρουσία στο ξενοδοχείο κυρίως τις πρωινές και λίγο τις απογευματινές ώρες, από Δευτέρα έως Παρασκευή.
Τα νυχτερινά φάρμακα τα δίνει η reception του ξενοδοχείου, που καλείται να αντιμετωπίσει, τις νύχτες και τα Σαββατοκύριακα, ό, τι προκύψει.
Πέραν, όμως, αυτών, αποτελεί στοιχείο κομβικής σημασίας η αναγνώριση ότι οι ψυχικές διαταραχές των προσφύγων και των μεταναστών εμφανίζουν διαφορές στην έκφρασή τους ανάλογα με την εθνότητα και την κουλτούρα, καθώς αυτό που αποκαλούμε «ψυχική αρρώστια» επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από παράγοντες εθνικούς, πολιτισμικούς, κοινωνικούς.
Επομένως, πέρα από όλα όσα έχουν να κάνουν με την αποσάθρωση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας στην Ελλάδα των μνημονίων, αυτό που λείπει δραματικά (αν και όχι μόνον εδώ, γιατί αντίστοιχες ελλείψεις έχουν παρατηρηθεί και στην άλλη χώρα εισόδου, την Ιταλία) είναι οι δυνατότητες και οι φορείς της πολιτισμικής διαμεσολάβησης, που, εκτός από την αυτονόητη και στοιχειώδη παράμετρο της γλωσσικής επικοινωνίας, μπορούν να βοηθήσουν και να βελτιώσουν την κατανόηση του λειτουργού ψυχικής υγείας σχετικά με την κουλτούρα του ασθενούς.
Να μπορεί, δηλαδή, να δει την οδύνη/αρρώστια μέσα στο πλαίσιο αυτής της κουλτούρας έτσι ώστε να κατανοήσει καλύτερα την ψυχική οδύνη και το βίωμα του υποκειμένου και, επομένως, να προβεί σε θεραπευτικές προσεγγίσεις και ενέργειες που ταιριάζουν καλύτερα στην ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου ψυχικά πάσχοντος.
Αυτό σημαίνει ότι απαιτείται μια οργανωμένη, συστηματική, διακλαδική συνεργασία όλων όσοι εμπλέκονται με τους πρόσφυγες (υπηρεσία ασύλου, στέγασης, ένταξης στο σχολείο κ.λπ.) με τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας.
Η απάντηση στο μεγαλύτερο μέρος των προβλημάτων ψυχικής υγείας των προσφύγων είναι η αντιμετώπισή τους στη ρίζα τους, με την άρση όλων των εμποδίων και των φραγμών που ορθώνονται μπροστά τους σαν αδιαπέραστος τοίχος - ως η εξάλειψη της όποιας ελπίδας σε ένα μέλλον που οι ασκούμενες πολιτικές έχουν κλείσει: δηλαδή, αναγνώριση του δικαιώματος ασύλου σε όλους χωρίς διακρίσεις και με ταχείες διαδικασίες, κλείσιμο των στρατοπέδων συγκέντρωσης και των hotspots και ένταξη σε κανονικές κατοικίες μέσα στον κοινωνικό ιστό, κανονικά αμειβόμενη εργασία, απρόσκοπτη και δωρεάν πρόσβαση στη δημόσια υγεία και στην παιδεία, στήριξη, με κάθε δυνατό τρόπο, όλων στις διαδικασίες επανένωσης/ επανεγκατάστασης.
Και, ταυτόχρονα, ενδυνάμωση των δημόσιων υπηρεσιών ψυχικής υγείας (προσλήψεις κ.λπ.), προς ένα κοινοτικά βασισμένο σύστημα υπηρεσιών ψυχικής υγείας.
Ενάντια στον αυτοαναφορικό, κατακερματισμένο και επίπλαστο χαρακτήρα της παρέμβασης των όποιων ΜΚΟ, να ληφθεί μέριμνα για την εκπαίδευση των λειτουργών ψυχικής υγείας όλων των ειδικοτήτων στον διαπολιτισμικό χαρακτήρα του ψυχικού πόνου - μια εκπαίδευση που ανέκαθεν θα έπρεπε να υπάρχει, η οποία έμμεσα θα βοηθήσει και στην πληρέστερη κατανόηση του ψυχικού πόνου των ντόπιων, ενάντια στα αφηρημένα, άκαμπτα και βιολογικά προσανατολισμένα στερεότυπα της κυρίαρχης ψυχιατρικής.
Αν δεν αντιμετωπιστεί στη ρίζα της, στις αιτίες που την παράγουν και την επιδεινώνουν και μέσα από τις επαρκείς υπηρεσίες που πρέπει να υπάρξουν για τη φροντίδα της, η ψυχική οδύνη των προσφύγων πρόκειται με γοργούς ρυθμούς να πάρει περαιτέρω εκρηκτικές διαστάσεις, κάτι για το οποίο «ο ένοχος είναι γνωστός και οι συνέπειες απρόβλεπτες».

Νομοσχέδιο για τους «ακαταλόγιστους δράστες»: προς το καλύτερο ή το χειρότερο;

Η ζυγαριά της Θέμιδας ΦΩΤ. ΑΡΧΕΙΟΥ
Συντάκτης: 
Θόδωρος Μεγαλοοικονόμου*
Μ΄ ένα νομοσχέδιο, με τίτλο «Μέτρα θεραπείας ατόμων που απαλλάσσονται από την ποινή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής», το οποίο, παρά τη σοβαρότητα και την πολυπλοκότητα του ζητήματος, τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση μόλις για μια βδομάδα, τα αρμόδια Υπουργεία (Υγείας και Δικαιοσύνης) αποφεύγουν, για μιαν ακόμη φορά, να θίξουν το πρόβλημα στη ρίζα του, επιχειρώντας μιαν απλώς νέα, πιο νομότυπη και ιδρυματικά «αποτελεσματική» διαχείρισή του.
Μέχρι τώρα αυτό που κυριαρχεί σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των ατόμων που έχουν διαπράξει αδίκημα, για το οποίο κρίνονται «ακαταλόγιστοι» λόγω ψυχικής (ή διανοητικής) διαταραχής, είναι μια κατάσταση πλήρους ανομίας και αυθαιρεσίας, ένα απαύγασμα αλληλοαναιρούμενων διαδικασιών ως η κανονικότητα του εν λόγω πεδίου. Οταν, πχ, ο νόμος  (αρ. 69 ΠΚ) προβλέπει ότι «το δικαστήριο διατάσσει την φύλαξη σε δημόσιο θεραπευτικό κατάστημα, εφόσον κρίνει ότι είναι επικίνδυνος για την δημόσια ασφάλεια», την ίδια στιγμή που δεν υπήρξε ποτέ το «δημόσιο θεραπευτικό κατάστημα» που, τουλάχιστον στο τυπικό μέρος, να λειτουργεί στη βάση των όρων της «φύλαξης» : οι έγκλειστοι «ακαταλόγιστοι» του αρ. 69 νοσηλεύονται στα τμήματα εισαγωγών του ψυχιατρείων από κοινού με όλους τους άλλους νοσηλευόμενους, ενώ ακόμα και το τμήμα των «ακαταλογίστων» του ΨΝΘ δεν πληροί τους όρους του, βάσει του νόμου, ειδικού «θεραπευτικού καταστήματος». Σημειωτέον ότι ο νόμος μιλάει για «φύλαξη», αλλά όχι για «θεραπεία», την οποία ακριβώς  αντιστρατεύονται οι όροι της φύλαξης.
Όταν, επομένως, δεν προβλέπεται, μεταξύ άλλων, η χορήγηση θεραπευτικών αδειών στους εν λόγω εγκλείστους (πράγμα που είναι αναπόσπαστο στοιχείο της θεραπείας τους), τη στιγμή που οι περισσότεροι ψυχίατροι χορηγούν, με άτυπες διαδικασίες, αυτές τις άδειες, με αποτέλεσμα κάποιοι από αυτούς να βρεθούν στο εδώλιο ως κατηγορούμενοι γιατί απλώς έκαναν το καθήκον τους ως θεραπευτές. Να σημειωθεί εν προκειμένω ότι, βάσει της υπάρχουσας νομοθεσίας, μόνο σε δυο κατηγορίες κρατουμένων δεν επιτρέπεται η άδεια, στους ενόχους εσχάτης προδοσίας και στους «ακαταλόγιστους» του αρ. 69!!! Βέβαια, μ΄ έναν άκρως αυθαίρετο τρόπο, η εφαρμογή του μέτρου αυτού επεκτείνεται σήμερα και σε άλλες κατηγορίες, προσδιοριζόμενων ως «επικίνδυνων», κρατουμένων, αλλά δεν είναι του παρόντος.
Μια άλλη από τις αντιφάσεις είναι η διαμονή πολλών εκ των «εγκλείστων» αυτών σε εξωνοσοκομειακές στεγαστικές δομές (ξενώνες, οικοτροφεία) ενώ δεν έχει αρθεί το μέτρο της φύλαξης - διαμένουν, δηλαδή, με απόφαση (και πολύ σωστά) του θεράποντος ψυχιάτρου και εν γνώσει των διοικήσεων των ψυχιατρείων, σε εξ’  ορισμού μη φυλασσόμενες δομές.
Τέλος, το αρ. 70 ΠΚ που προβλέπει ότι «η φύλαξη συνεχίζεται όσο χρόνο το επιβάλει η δημόσια ασφάλεια» (δηλαδή, με απόφαση του ψυχιάτρου ή του δικαστή μπορεί ο «ακαταλόγιστος» να κάτσει και εφ΄ όρου ζωής μέσα, πολύ περισσότερο απ΄ όσο αν έπαιρνε ποινή για το αδίκημά του), επισημαίνει, επίσης, ότι «κάθε τρία έτη το δικαστήριο…. αποφασίζει αν η φύλαξη θα εξακολουθήσει» και προσθέτει ότι «το ίδιο δικαστήριο μπορεί, όμως, οποτεδήποτε, με αίτηση του εισαγγελέα ή της διεύθυνσης του καταστήματος (δηλαδή, με την γνωμάτευση του ψυχιάτρου) να διατάξει την απόλυση εκείνου που φυλάσσεται». Πολλοί, όμως, δικαστές και εισαγγελείς (αλλά και ψυχίατροι) συνηθίζουν να θυμούνται μόνο τη φράση με τα τρία χρόνια, αλλά να «ξεχνούν» το υπόλοιπο του άρθρου, με αποτέλεσμα να απορρίπτονται (ή να μην εισάγονται) υποθέσεις όταν δεν έχουν παρέλθει τουλάχιστον τα τρία χρόνια.
Πλέον αυτών, στη διάρκεια του χρόνου, ορισμένοι, ενίοτε όλοι, οι έγκλειστοι του αρ. 69 έγιναν ανεπιθύμητοι στα ιδρύματα όπου «φυλάσσονται», είτε γιατί είναι δύσκολοι στην διαχείρισή τους (με έσχατη αιτία την απουσία κατάλληλης θεραπευτικής κουλτούρας και επαρκούς και κατάλληλα εκπαιδευμένου θεραπευτικού προσωπικού), είτε και γιατί καταλαμβάνουν, για απροσδιόριστη χρονικά περίοδο (ετών), κρεβάτια που θα μπορούσαν να διατίθενται για τις νέες εισαγωγές.
Το αίτημα «από τα κάτω» (ψυχίατροι και προσωπικό των ψυχιατρείων) και η επεξεργασία «από τα πάνω» (πανεπιστημιακοί της ψυχιατροδικαστικής και στελέχη/σύμβουλοι των διαδοχικών ηγεσιών του Υπουργείου) ήταν η δημιουργία «ειδικού χώρου» για τον εγκλεισμό τους. Όχι μια εναλλακτική προσέγγιση στην πολυπλοκότητα του προβλήματος, αλλά ένας άλλος χώρος.
Και έρχεται τώρα αυτό το νομοσχέδιο να δώσει «απαντήσεις» σε όλα αυτά. Αυτό που κάνει, είναι, διατηρώντας την ουσία, και επί του εδάφους του υπάρχοντος συστήματος, να θεσμοθετεί δομές και διαδικασίες «διαβαθμισμένης επικινδυνότητας».
Κάποιοι ασθενείς θα εισάγονται σε «ειδικό τμήμα δημόσιου ψυχιατρικού νοσοκομείου γενικού νοσοκομείου». Εχουμε, δηλαδή, την ίδρυση «δικαστικού ψυχιατρείου», έστω με λίγες κλίνες, όπως αναφέρεται (αυτό, όμως, είναι όπως πάντα, σχετικό, γιατί όλα αυτά αρχίζουν με «λίγες» κλίνες που μετά πολλαπλασιάζονται - η ιδρυματική ιστορία είναι πολύ εύγλωττη επί του προκειμένου), καθώς, μάλιστα, θα είναι, για την λειτουργία του, υπό την εποπτεία εισαγγελέα. Ισως, μάλιστα, να επιλεγεί και η γραμμή για πολλά «μικρά» δικαστικά ψυχιατρεία, αν και λίγο δύσκολο- ίσως το πολύ δυο.
Είναι ενδιαφέρουσα η φρασεολογία του νομοσχεδίου για την στελέχωσή τους,  ότι «η θεραπευτική ομάδα αποτελείται κυρίως από ψυχιάτρους, νοσηλευτές, ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς…». Το «κυρίως» τι χρειάζεται;. Μήπως θα είναι και άλλοι, δηλαδή, πρωτίστως φύλακες; Κι΄ αμέσως παρακάτω : «το διοικητικό και λοιπό προσωπικό… λαμβάνει την κατάλληλη εκπαίδευση…». Πού ακούστηκε τμήμα ψυχιατρείου (ή γενικού νοσοκομείου) με «λίγες κλίνες» (τι είναι το «λίγες» για τους συντάξαντες; πέντε, δέκα ή εκατό;) να έχει και δικό του διοικητικό προσωπικό; Αρα, για κάτι άλλο πρόκειται εδώ. Και επίσης, το «λοιπό προσωπικό», είναι αυτό που κρύβεται πίσω από το άνωθεν «κυρίως», δηλαδή, φύλακες, φρουροί κοκ;
Κι αν υπάρχει το «ειδικό τμήμα», τότε γιατί προτείνεται εκτέλεση του μέτρου ασφαλείας και σε κανονικό ψυχιατρικό τμήμα (όπως και τώρα δηλαδή); Προφανώς αυτό θα αφορά τους πιο «διαχειρίσιμους» ασθενείς, που, όμως, σύμφωνα με την φρασεολογία του νομοσχεδίου, θα «τοποθετούνται» εκεί - δεν θα είναι για νοσηλεία (αυτονόητη όταν και για όσο χρειάζεται), αλλά για επ΄ αόριστον παραμονή, απλώς γιατί θα είναι πιο «καλοί και ευπειθείς».
Τέλος, υπάρχει το «κερασάκι», η δυνατότητα για υποχρεωτική θεραπεία και ψυχιατρική παρακολούθηση, στα εξωτερικά Ιατρεία, από Κέντρο Ψυχικής Υγείας, ή Κινητή Μονάδα. Με τη λογική του εξωτερικού ιατρείου (με την μερικότητα της αντιμετώπισης των αναγκών  που την διακρίνει, τον συνταγογραφικό της χαρακτήρα κλπ) τελείως ανεπαρκή - όχι μόνο γι΄ αυτές τις περιπτώσεις, αλλά και για το είδος της φροντίδας που προσφέρεται στην κανονική «πελατεία» του. Με τα ΚΨΥ, που θα ήταν η ενδεδειγμένη λύση - στο βαθμό που θα έκαναν ολοκληρωμένη κοινοτική φροντίδα - να είναι από ανύπαρκτα έως άκρως υποστελεχωμένα και υπολειτουργικά. Και τις Κινητές Μονάδες, που ανήκουν όλες σχεδόν σε ΜΚΟ, να είναι, επίσης,  υποστελεχωμένες,  με επισκέψεις που ενίοτε, σε κάποια μέρη, μπορεί να φτάσουν να γίνονται μόλις μια φορά το μήνα.
Είναι τελείως ασαφές με ποια κριτήρια θα επιλέγεται το είδος της δομής για την εκτέλεση του μέτρου ασφάλειας (αν και είναι προφανές ότι έχει να κάνει με το πόσο «επικίνδυνος» και «δύσκολος» κρίνεται ο «δράστης»), αλλά σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 12 του νομοσχέδιου, είναι ο εισαγγελέας που επιλέγει όχι μόνο την πιο κοντινή στον τόπο κατοικίας, αλλά και αυτήν που «κρίνεται καταλληλότερη».
Υπάρχει η πρόβλεψη ότι θα μπορεί ο εγκλεισμός στο «ειδικό τμήμα» στο νοσοκομείο να αντικαθίσταται από την «υποχρεωτική θεραπεία» εκτός (αν και δεν φαίνεται κάπου ότι αυτό θα μπορούσε να κριθεί από την αρχή ως το πιο κατάλληλο μέτρο), ενώ το μόνο θετικό στο όλο νομοσχέδιο είναι ότι, επιτέλους, θα μπορούν να δίνονται θεραπευτικές άδειες - αν και, ακόμα και εδώ, υπάρχει ο άνωθεν έλεγχος, καθώς η χορηγούμενη άδεια θα πρέπει να τίθεται υπόψιν του αρμόδιου εισαγγελέα.
Αυτές οι διατάξεις καταλήγουν, ωστόσο, να λειτουργούν εξωραϊστικά καθώς έρχονται να συνοδέψουν μια πρωτοφανή κατασταλτική πολιτική που εισάγεται για πρώτη φορά μέσω νομοθεσίας. Για πρώτη φορά, δηλαδή, αναφέρεται σε νόμο η έγκριση της πρακτικής της μηχανικής καθήλωσης και της απομόνωσης, με όλα τα προσχηματικά περιτυλίγματα περί τήρησης πρωτοκόλλου, ως η έσχατη λύση κλπ. Οπως μάλιστα προβλέπεται στο άρθρο 11, το «ειδικό τμήμα» θα «διαθέτει την κατάλληλη υλικοτεχνική υποδομή και εξοπλισμό…».
Γνωρίζουμε πώς τηρούνται τα πρωτόκολλα σε όλες τις ψυχιατρικές μονάδες νοσηλείας (και όχι μόνο), με τον γιατρό, ενίοτε, απλώς να υπογράφει διεκπεραιωτικά την ανανέωση της εντολής για καθήλωση, με τις εντολές για τη τέλεσή της από τηλεφώνου, με τους όχι σπάνιους θανάτους μηχανικά καθηλωμένων ασθενών-των οποίων η αιτία θανάτου είναι η μηχανική καθήλωση. Υπήρξε, πρόσφατα, τέτοιο περιστατικό στο Δαφνί. Γνωρίζουμε, επίσης, για ασθενή του αρ. 69 επί μήνες καθηλωμένο.
Είναι αυτή η πάγια, συστατική της φύσης της, πρακτική μιας κυρίαρχης ψυχιατρικής, που ποτέ δεν μεταρρυθμίστηκε και ποτέ δεν άλλαξε - πρακτική η οποία εφαρμόζεται σε ένα μεγάλο ποσοστό των καθημερινά εισαγόμενων στις ψυχιατρικές μονάδες για νοσηλεία, που σε ποσοστό πάνω από 60% είναι ακούσια νοσηλευόμενοι (αν και, ενίοτε, ακόμα και εκούσιοι καθηλώνονται). Τώρα έχουμε και την πρώτη νομοθετικού χαρακτήρα επιδοκιμασία αυτών των βάρβαρων πρακτικών – όταν, πχ, υπάρχουν εναλλακτικά  παραδείγματα, όπως η περίπτωση της νομαρχίας Friuli-Venezia-Giulia στην Ιταλία, που εξέδωσε πρόσφατα οδηγία για κατάργηση των μηχανικών καθηλώσεων σε όλες τις νοσοκομειακές και προνοιακές μονάδες. Δε λέμε να γίνουμε «Τεργέστη», αλλά, τουλάχιστον, ας μη κατοχυρώνουμε νομοθετικά αυτές τις πρακτικές. Το ότι το κάνουμε, σημαίνει ότι υπάρχει μια πολιτική προς αυτή την κατεύθυνση. Μια πολιτική που συγκροτείται σωρεύοντας ως υλικά της αδιέξοδες και απελπιστικές καταστάσεις μέσα στα ψυχιατρεία και τα κάνει νόμους, δίνοντας νομική υπόσταση και κατοχύρωση στην βαρβαρότητα που ασκείται καθημερινά - αντί να επιδιώκει την επινόηση, την έμπρακτη άσκηση και την νομοθέτηση εναλλακτικών απαντήσεων, που υπάρχουν.
Η γραμμή στην οποία κινείται το νομοσχέδιο γίνεται ακόμα πιο αποκρουστική όταν αναφέρεται, στο άρθρο 16, στη στείρωση και στη λοβοτομή, για τις οποίες λέει ότι «απαγορεύονται απολύτως… όπως και άλλες ανάλογες θεραπείες και επεμβάσεις οι οποίες προκαλούν μη αναστρέψιμες καταστάσεις στην υγεία του ατόμου, κυρίως όταν αυτό δεν είναι ικανό να δώσει ελεύθερη συναίνεση κατόπιν ενημέρωσης». Δηλαδή, μπορεί το άτομο να επιλέξει τη λοβοτομή ή τη στείρωση, που, κατά τους νομοθέτες, μπορούν να γίνονται, είναι νόμιμες επεμβάσεις, αρκεί να το άτομο να το θέλει. Να υπάρχει “informed consent”. Από τη μια, το νομοσχέδιο αποδέχεται αυτές τις δολοφονικές πρακτικές ως νόμιμες ιατρικές πρακτικές και, από την άλλη, αφήνει, τάχατες, την ευθύνη επιλογής στον ασθενή, που γνωρίζουμε κάτω από ποιές συνθήκες μπορεί να βρίσκεται και να αποφασίζει στο ως άνω περιγραφόμενο «ειδικό τμήμα» (και όχι μόνο σ΄ αυτό) και πώς, ταυτόχρονα, του αποσπάται το «informed consent” - όχι μόνο γι΄ αυτό αλλά και για πολλά πράγματα.
Οπως ήδη ειπώθηκε, το νομοσχέδιο αυτό δεν κάνει άλλο από το να προσπαθεί να κανονικοποιήσει την υπάρχουσα ανομία δίνοντάς της νομική υπόσταση, κάνοντας την ανομία νόμιμη,  με τις όποιες εκσυγχρονιστικές διατάξεις και κυρίως φράσεις ως απλό σερβίρισμα μιας πιο ασφυκτικής διαχείρισης αυτού που κοινωνικά κατασκευάζεται ως «επικινδυνότητα» - ως ιδιότητα του ατόμου και όχι ως αυτού που πραγματικά είναι : προϊόν κοινωνικών σχέσεων, μιας κατάστασης και όχι του ατόμου. Μοιάζει να μιμείται, αλλά με τα γνωστά ελληνικά δεδομένα, από τη μια, το βρετανικό μοντέλο με τις δομές «διαβαθμισμένης επικινδυνότητας» (high security, medium security, low security) και, από την άλλη, να εισάγει την δυνατότητα υποχρεωτικής θεραπείας στην κοινότητα, περισσότερο ως λεκτική συνοδεία πιο κλειστών και κατασταλτικών θεσμών, όπως το «ειδικό τμήμα».
Παρόλο που θέτει ανώτατο όριο χρονικής διάρκειας για το μέτρο ασφάλειας, αυτό θα μπορεί να ανανεώνεται ανάλογα με την εκάστοτε δικαστική απόφαση (αλλά αυτό δεν γίνεται, στην πράξη, και τώρα;) και να συνεχίζεται επ΄ άπειρον, έστω και υπό την μορφή των κανονισμών της «υποχρεωτικής θεραπείας».
Ακόμα και σε αυτούς που κρίνονται με μειωμένο καταλογισμό, προβλέπεται, στο βαθμό που δεν υπάρχει αναστολή εκτέλεσης της ποινής, η παραμονή τους στο γνωστό «ψυχιατρείο» του Κορυδαλλού, ενώ δεν προβλέπεται η εκτέλεση της ποινής τους με εναλλακτικούς τρόπους, εκτός των φυλακών (πόσο μάλλον για τους «ακαταλόγιστους»). Οταν υπάρχει αναστολή εκτέλεσης της ποινής, θα μπορεί να βρεθούν στις δομές που θα υπάρχουν για τους «ακαταλόγιστους», στο βαθμό που κρίνονται (και πόσο) «επικίνδυνοι». Η μέχρι τώρα εμπειρία από τις ασκούμενες πρακτικές είναι ότι πολλοί με μερικό καταλογισμό, που μπαίνουν στο ψυχιατρείο του Κορυδαλλού, αποφυλακίζονται, όταν λήξει η ποινή τους, από αυτό και πετιούνται στο δρόμο. Δεν φαίνεται ν΄ αλλάζει κάτι επί του πρακτέου με το νέο νομοσχέδιο.
Φυσικά, το νομοσχέδιο δεν ακουμπάει το ζήτημα από το οποίο θα έπρεπε να ξεκινήσει όποιο εγχείρημα θα αποσκοπούσε ν΄ αλλάξει, έστω και στο ελάχιστο, την υπάρχουσα κατάσταση. Και αυτό αφορά την εννοιολογική αποδόμηση (καθώς και των θεσμικών συμπαρομαρτούντων) της «επικινδυνότητας», της ανικανότητας και του «ακαταλόγιστου». Η όποια αλλαγή στο εν λόγω πεδίο μπορεί να αποχτήσει ουσιαστική βάση μόνο στο βαθμό που αμφισβητείται το «ακαταλόγιστο» ως μια μορφή απο-υποκειμενοποίησης του ψυχικά πάσχοντος ατόμου. Μπορούμε να μιλάμε το πολύ για «μερικό καταλογισμό», αλλά το «ακαταλόγιστο» δεν θα έπρεπε ν΄ ανήκει στην ψυχιατρική. Μπορεί να υπάρχει σε μιαν οργανική εγκεφαλική βλάβη, σε μια συγχυτική κατάσταση του προσώπου, βιολογικής αρχής, αλλά όχι στην ψυχική αρρώστια.
Μάλιστα, σ΄ αυτή την κατεύθυνση, ουσιαστικό ρόλο παίζει ο τρόπος που γίνονται και συντάσσονται οι πραγματογνωμοσύνες - κάτι στο οποίο δεν γίνεται καμιά αναφορά στο νομοσχέδιο, αν και είναι στη βάση αυτών που καθορίζεται η τύχη του ατόμου. Θα αναφέρονται, ως συνήθως, απλώς στην αφηρημένη οντότητα μιας διάγνωσης που εξηγεί τα πάντα, στη βάση του κοινωνικού (αλλά και ψυχιατρικού) στερεότυπου μιας (ανύπαρκτης) γραμμικής σχέσης ανάμεσα στην ψυχική αρρώστια και την επικινδυνότητα, ή σε μια ιστορία ενός υποκειμένου αναπάντητων αναγκών και αγνοημένων δικαιωμάτων;
Στη βάση των ανωτέρω, η αναγνώριση του ψυχικά πάσχοντος δράστη ως υποκειμένου με πλήρη δικαιώματα, μεταξύ άλλων και του δικαιώματος να σταθεί μπροστά στο δικαστήριο και να κριθεί για την όποια πράξη του, η εισαγωγή και η συγκεκριμένη εφαρμογή των εναλλακτικών (εκτός φυλακής) ποινών, συνδέεται όχι με καταστήματα κράτησης (με συνθήκες που, όπως έχει δείξει η εμπειρία, καταλήγουν πάντα χειρότερα από φυλακές), αλλά με τη δημιουργία κοινοτικά βασισμένων υπηρεσιών ψυχικής υγείας που θα μπορέσουν να τον ακούσουν, να διατρέξουν την ιστορική του διαδρομή, να κατανοήσουν και να απαντήσουν στις ανάγκες του, αναλαμβάνοντας με ολοκληρωμένο τρόπο την θεραπευτική του φροντίδα - με την υποχρεωτική, όσο διαρκεί το «μέτρο ασφάλειας», εφαρμογή της. Μια μορφή επιτηρούμενης ελευθερίας συνδεδεμένης μ΄ ένα θεραπευτικό πρόγραμμα.
Αλλά αυτό θα προϋπέθετε την ριζική αμφισβήτηση του κυρίαρχου ψυχιατρικού παραδείγματος, και ταυτόχρονα του τρόπου συγκρότησης και λειτουργίας του ποινικού/δικαστικού συστήματος, η «ιερά συμμαχία» των οποίων δεν μπορεί να υπάρξει, εν προκειμένω, χωρίς τον κεντρικό χαρακτήρα του «ειδικού τμήματος».
Με το ψυχιατρείο του Κορυδαλλού, μετά την «αναβάθμισή» του με την ένταξή του στο ΕΣΥ, ν΄ αποτελεί έναν πολύ πιθανό, και ταυτόχρονα πολύ οικονομικό, προορισμό.
*ψυχίατρος

Το αδύνατο που έγινε δυνατό

psixiatreio_lerou.jpg

Ψυχιατρείο Λέρου Αυτό που είναι ο τρόφιμος του ψυχιατρείου είναι αυτό στον οποίο τον έχει μετατρέψει το ψυχιατρείο | Antonella Pizzamiglio
19.02.2017, 10:11 | Ετικέτες:  ψυχιατρεία, Λέρος, βιβλίο
Συντάκτης: 
Ντίνα Ιωακειμίδου
Στον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων επικρατεί το αδιαχώρητο κατά την παρουσίαση του βιβλίου του ψυχίατρου Θόδωρου Μεγαλοοικονόμου «Λέρος - Μια ζωντανή αμφισβήτηση της κλασικής ψυχιατρικής».
Οι πρωταγωνιστές της αποϊδρυματοποίησης του ψυχιατρείου είναι εκεί για να συνομιλήσουν με το κοινό.
Η αναδρομή στην εμπειρία της Λέρου, αν και ανολοκλήρωτη, υπήρξε· ήταν δυνατή· έγινε.
Μια εμπειρία ριζικού μετασχηματισμού του ψυχιατρικού θεσμού καθώς και των κοινωνικών στάσεων.
Εκεί και τότε, αποκαταστάθηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματα σε έναν πληθυσμό που αφού διαγνώστηκε, κρίθηκε επικίνδυνος προκειμένου να νομιμοποιηθεί ο εγκλεισμός του σε χώρους απομόνωσης και άσκησης βίας, σε χώρους κοινωνικού και φυσικού θανάτου για χιλιάδες συνανθρώπους μας: στα ψυχιατρεία.


Ψυχιατρείο Λέρου Antonella Pizzamiglio
Τον Δεκέμβριο του 1981, στο Ελληνογαλλικό Συμπόσιο Κοινωνικής Ψυχιατρικής, η ομάδα των γιατρών της Λέρου, όπως έμεινε στην ιστορία, καταγγέλλει την κατάσταση στο ψυχιατρείο του νησιού διεκδικώντας παράλληλα τη διακοπή των διακομιδών και την οριστική κατάργησή του. Η ιδιότυπη ομερτά που είχε επιβληθεί σπάει και το πρόβλημα δημοσιοποιείται και διεθνοποιείται.
Η εφημερίδα Observer κυκλοφορεί με πρωτοσέλιδο τίτλο «Το ένοχο μυστικό της Ευρώπης».
Για πολλούς η Λέρος, όταν προέκυψε ως εθνική ντροπή, ταυτιζόταν με το αδύνατο της αλλαγής.
Κι όμως, όπως προφητικά σημείωνε ο ψυχίατρος της αποϊδρυματοποίησης Φράνκο Μπαζάλια, «το σημαντικό είναι ότι δείξαμε πώς το αδύνατο μπορεί να γίνει δυνατό. Δέκα, δεκαπέντε, είκοσι χρόνια πιο πριν ήταν αδιανόητο ότι το ψυχιατρείο θα μπορούσε να καταστραφεί. Αλλωστε μπορεί τα ψυχιατρεία να είναι και πάλι κλειστά και ακόμη πιο κλειστά από πριν. Δεν το ξέρω αυτό. Αλλά με όλους τους τρόπους αποδείξαμε ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουν τον τρελό με διαφορετικό τρόπο, και αυτή η μαρτυρία είναι θεμελιακή».
Η Λέρος, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του ο ψυχίατρος Θοδωρής Μεγαλοοικονόμου, εκ των πρωταγωνιστών του θαύματος που συντελέστηκε στο νησί:
«... ήταν πραγματικά όχι ένας τόπος αλλά ένας τρόπος. Ενας τρόπος που επιβλήθηκε και εφαρμόστηκε σε έναν τόπο. Ο τρόπος δηλαδή λειτουργίας της κυρίαρχης ψυχιατρικής.
Μπορεί η κατάληξη στη Λέρο να ήταν η εγκατάλειψη, ο μαρασμός και η ερήμωση, μπορεί το κυρίαρχο ψυχιατρικό σύστημα σήμερα να οχυρώνεται πίσω από τις πιο κατασταλτικές πλευρές του, ωστόσο υπάρχουν ντοκιμαντέρ που αποτύπωσαν την εμπειρία της Λέρου, τα οποία δείχνουν πρόσωπα από το περίπτερο των “γυμνών”, το περίπτερο των απολύτως “ανίατων” να ζουν εν συνεχεία, ντυμένοι κανονικά, σε προστατευόμενο διαμέρισμα μέσα στην κοινότητα».

Οι αζήτητοι

Ψυχιατρείο Λέρου Οι γκρίζες ρόμπες | Antonella Pizzamiglio
To 1965, η Αποικία Ψυχοπαθών, που λειτουργεί από το 1958, μετονομάζεται σε Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Λέρου.
Το υπουργείο Υγιεινής με έγγραφό του ζητά από τα ψυχιατρεία να ετοιμάσουν καταστάσεις ασθενών για άμεση μεταφορά στη Λέρο, για να αντιμετωπιστεί η υπερπληρότητά τους.
Βασικό κριτήριο για την επιλογή των προς μεταφορά ασθενών τίθεται η ύπαρξη ή όχι σχέσεων με το οικογενειακό περιβάλλον.
Ετσι, όσοι δεν έχουν επισκεπτήριο για πάνω από ένα χρόνο εντάσσονται στη λίστα των «αζήτητων».
Οι πρώτοι ασθενείς στοιβάζονται στο προαύλιο. Σαν ταυτότητά τους έχουν καρφιτσωμένο στο πέτο τον αριθμό τους από την ιματιοθήκη του νοσοκομείου.
Κανένας δεν ρωτήθηκε αν ήθελε να φύγει. Ελάχιστοι διαμαρτύρονται· οι περισσότεροι ακολουθούν παθητικά.
Τους φορτώνουν σε στρατιωτικά αυτοκίνητα και από τον Σκαραμαγκά τούς επιβιβάζουν σε οχηματαγωγά για τη Λέρο.
Καθ' οδόν οι καρφιτσωμένοι αριθμοί χάνονται· όταν φτάνουν είναι μια ομάδα ανώνυμων, χωρίς καν την ονομαστική τους ταυτότητα.
Στο περίπτερο 16, το περίπτερο των «Γυμνών», συγκεντρώνονται τα πιο βαριά περιστατικά, «κυρίως διανοητικά καθυστερημένων, που βασικό τους χαρακτηριστικό είναι ότι αδυνατούν να αυτοεξυπηρετηθούν, με ακράτεια ούρων και κοπράνων, που σκίζουν τα ρούχα τους, αυτοτραυματίζονται και αλληλοτραυματίζονται, στοιβαγμένοι σε έναν περιορισμένο χώρο. Επιτηρούνται από τον φύλακα ή πίσω από μια κλειστή πόρτα, χωρίς αντικείμενα. Η ιδρυματική τους διαβίωση φτάνει στα τριάντα-σαράντα χρόνια, ενώ πολλοί έχουν περάσει τη ζωή τους σε διάφορα ιδρύματα από μικρά παιδιά».*
Η Εφη Σκλήρη, αγροτική γιατρός τότε στη Λέρο, από την ομάδα που προέβη στις δημόσιες καταγγελίες, περιγράφει για το περίπτερο 9 των επίσης βαριών περιστατικών:
«70 άνθρωποι γυμνοί μέσα στη βρωμιά. Σκοτάδι και πριονίδι στο πάτωμα. Αλλοι κάθονται ανακούρκουδα και τρώνε μέσα από τσίγκινα πιάτα... οι δεμένοι τρώνε έτσι όπως είναι δεμένοι...».
Επίσης:
«Ενα ποσοστό 60% αρρώστων ήσαν μονίμως ξυπόλητοι. Ολοι ήσαν κουρεμένοι με την ψιλή για να προστατεύονται από παράσιτα... Η σίτιση γινόταν σε τραπεζαρία με πάγκους, σε ορισμένα τμήματα χωρίς καν κουτάλια. Τα τρόφιμα χορηγούνταν στο ίδρυμα με ολιγοπωλιακούς όρους... Η ποιότητα ήταν κακή. Οι εγκαταστάσεις αποχέτευσης και καθαριότητας ήσαν ποσοτικά ανεπαρκείς και ποιοτικά άθλιες...
Ο κάθε εφημερεύων καλείται να διευθετήσει κάποια συμπλοκή και να περιθάλψει όσα προκύπτουν από αυτή, π.χ. συρραφή δαγκωμένου αυτιού ή ξυλοδαρμό με αλυσίδα αρρώστου από νοσοκόμο».
Οπως σημειώνει ο κ. Μεγαλοοικονόμου, «στη Λέρο οι μάζες των ανθρώπων που ξεμπουκάρουν από τις μπουκαπόρτες των αρματαγωγών στα λιμάνια του νησιού, πέρασαν τις πύλες του ιδρύματος για να μείνουν εκεί και να βγουν μόνο νεκροί. Εμπειρία εξιτηρίων για επιστροφή ασθενών στις οικογένειές τους ή για επανένταξη, δεν υπήρξε».
Είναι όλοι αυτοί των οποίων οι ανάγκες έχουν εκμηδενιστεί, που δεν τους έχει απομείνει άλλη επιλογή από το να εκμηδενίσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους, αποδεχόμενοι σαν φυσικό γεγονός τον αποκλεισμό τους και τη μετατροπή τους σε «πράγμα».
«Οι νοσηλευόμενοι στη Λέρο», τονίζει στο βιβλίο του ο κ. Μεγαλοοικονόμου, «έχοντας μια ιστορία ιδρυματικής διαβίωσης τριάντα-πενήντα χρόνων είχαν υποστεί μια τέτοια βία στο όλο της ύπαρξής τους, μια τέτοια εξορία στο σύνολο των αναγκών και των επιθυμιών τους, έτσι ώστε το πρώτο μέλημα να είναι η ανάγκη να τους δοθεί αυτή ακριβώς η δυνατότητα να εκφράσουν και πάλι ανάγκες και επιθυμίες».
«Ο ψυχικά πάσχων είναι πρώτα από όλα ένα πρόσωπο», τόνισε κατά την παρουσίαση του βιβλίου ο διευθυντής του Ψυχιατρείου Λέρου και εκ των πρωτεργατών της θεραπευτικής παρέμβασης στη Λέρο, Γιάννης Λουκάς.
«Αυτοί οι άνθρωποι στην πτέρυγα 16 είχαν αποανθρωποποιηθεί. Οταν τοποθετήσαμε καθρέφτες στην πτέρυγα, συνειδητοποιήσαμε ότι αυτοί οι άνθρωποι έβλεπαν για πρώτη φορά το πρόσωπό τους. Δεν είχαν εικόνα του εαυτού τους», πρόσθεσε από την πλευρά του ο έτερος εκ των πρωταγωνιστών της περιόδου, αναπλ. καθηγητής Ψυχιατρικής στο ΑΠΘ, Κώστας Μπαϊρακτάρης.

Η ελευθερία είναι θεραπευτική

Ψυχική υγεία- μεταρρύθμιση- Λέρος Οταν οι «μέσα» συγχρωτίζονται με τους «έξω» | Antonella Pizzamiglio
Το νοσηλευτικό προσωπικό, το ανεκπαίδευτο προσωπικό που αποτελούνταν από ντόπιους ψαράδες, κτηνοτρόφους και γεωργούς «έγιναν αυτοί οι ίδιοι ακολούθως οι πρωταγωνιστές της αποϊδρυματοποίησης», συμπλήρωσε ο κ. Λουκάς.
Μία από τις βασικές δραστηριότητες ήταν οι καθημερινές έξοδοι των νοσηλευομένων συνοδεία του προσωπικού και σταδιακά μόνων τους.
«Στο πλαίσιο των εξόδων εκτός ψυχιατρείου έγιναν αρκετές διανυκτερεύσεις ασθενών σε σπίτια του προσωπικού - ενδεικτικό της ολοένα και πιο ριζικής αλλαγής του κλίματος ως προς τις σχέσεις ασθενών-προσωπικού. Πολύ σύντομα καταργήθηκε η μηχανική καθήλωση... Μια σημαντική θεραπευτική δραστηριότητα ήταν η οργάνωση διακοπών των ασθενών στην Πάτμο, το καλοκαίρι του 1991, ενώ το ίδιο καλοκαίρι περίπου 700 άτομα, κάτοικοι του νησιού, μπήκαν στο ψυχιατρείο και διασκέδασαν για πολλές ώρες από κοινού με τους νοσηλευόμενους».
Βαθμιαία σημειώνεται εντυπωσιακή μεταστροφή της τοπικής κοινωνίας.
Ψυχική υγεία- Λέρος Στα διαμερίσματα | Antonella Pizzamiglio
Από το αρχικά εχθρικό κλίμα και καθόλου τυχαία καθώς, όπως τονίζει στην «Εφ.Συν.» ο κ. Μεγαλοοικονόμου «άνω του 61% του ντόπιου πληθυσμού απασχολείτο στο ψυχιατρείο και όλες σχεδόν οι οικογένειες είχαν μια άμεση ή έμμεση σχέση, οικονομική σχέση, με αυτό είτε ως εργαζόμενοι είτε ως προμηθευτές. Κάπως έτσι την αποκαλέσαμε αυτήν την οικονομία ιδρυματική».
Ομως, ύστερα από «δύο χρόνια κοπιώδους και διαρκώς ναρκοθετούμενης προσπάθειας, έγινε δυνατό είκοσι επτά από τους οκτακόσιους εγκλείστους του ΚΘΛ να ζήσουν με ανθρώπινη αξιοπρέπεια μέσα στην κοινωνία της Λέρου· μια κοινωνία που τους υποδέχτηκε μ' έναν συγκινητικό πολλές φορές τρόπο. Για πρώτη φορά αυτοί οι άνθρωποι, που σε ολόκληρη τη ζωή τους είχαν στερηθεί τα πάντα, άρχισαν να νιώθουν τι είναι να έχεις τα δικά σου ρούχα και παπούτσια, τον δικό σου προσωπικό χώρο, να μπορείς να κατέχεις τα δικά σου προσωπικά αντικείμενα και να κινείσαι μέσα στο σπίτι σου ελεύθερα, ένα σπίτι που ποτέ δεν είχες ή από το οποίο σε είχαν κάποτε διώξει».*
Παράλληλα συστήνεται Κοινωνικός Συνεταιρισμός Περιορισμένης Ευθύνης, στον οποίο οι νοσηλευόμενοι συμμετέχουν σε εργασιακές, παραγωγικές δραστηριότητες.
Βέβαια η σύγκρουση με την ηγεσία της εποχής δεν άργησε να επέλθει.
Το 1993 οι Θ. Μεγαλοοικονόμου και Γ. Λουκάς εξαναγκάζονται σε παραίτηση από την επιστημονική ευθύνη του συγχρηματοδοτούμενου από την ΕΟΚ προγράμματος, κάνοντας λόγο για διαρκή και σκόπιμη υπονόμευση.
«Δεν θα πάψουμε όμως να ενδιαφερόμαστε για την τύχη των ενοίκων που έλπισαν, που μαζί μας χαμογέλασαν για πρώτη φορά στη ζωή. Δεν παύουμε να ενδιαφερόμαστε για τη σωτηρία αυτής της μικρής νησίδας ελευθερίας και ουσιαστικής αλλαγής...» αναφέρουν στο κείμενο παραίτησής τους.
Μετά τις εκλογές του 1993 η νέα διοίκηση επαναφέρει τους επιστημονικά υπεύθυνους, για να λήξει όμως αιφνίδια το πρόγραμμα, το 1995, με τον τερματισμό των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων.
Το όλο εγχείρημα μένει ανολοκλήρωτο.

65% ακούσιοι εγκλεισμοί

Ο ψυχίατρος Θ.Μεγαλοοικονόμου κατά την παρουσίαση του βιβλίου Ο ψυχίατρος Θ.Μεγαλοοικονόμου κατά την παρουσίαση του βιβλίου |
Το ψυχιατρείο της Λέρου οδηγείται πλέον σε βαθμιαίο μαρασμό, στην αποστράγγιση του προσωπικού του, «στην εδώ και 25 χρόνια πορεία αργού θανάτου, μέσα από θάνατο, λόγω γήρατος, των ασθενών... Από τα είκοσι έξι κοινοτικά προγράμματα που δημιουργήθηκαν τη δεκαετία του '90 λειτουργούν μόνο τα δώδεκα... Τα κτίρια, οι πρώην ιταλικοί στρατώνες, όπου πριν νοσηλεύονταν οι ψυχικά πάσχοντες και τα οποία είναι σημαντικής αρχιτεκτονικής αξίας, αφέθηκαν να ερειπωθούν. Κι όμως, σε όλα αυτά τα κτίρια θα μπορούσε να αποτυπωθεί όλη η πολύπαθη ιστορία της Λέρου, που συμπυκνώνει την ιστορία της χώρας, από την “εθνική αναμόρφωση” των ανταρτόπαιδων επί Φρειδερίκης, μέχρι τα στρατόπεδα εξορίας των πολιτικών κρατουμένων επί χούντας και τον ψυχιατρικό εγκλεισμό, με μουσείο Ιστορίας των πολιτικών εξόριστων, μουσείο ψυχιατρικής ιστορίας, συνεδριακούς χώρους».*
Και τι γίνεται στον τομέα της ψυχιατρικής;
Η κυρίαρχη ψυχιατρική κοινότητα εξακολουθεί να λειτουργεί ως εάν η Λέρος να μην υπήρξε ποτέ, επαναλαμβάνει σε όλους τους τόνους ο κ. Μεγαλοοικονόμου.
Οι μηχανικές καθηλώσεις εξακολουθούν όπως και οι θάνατοι που προκαλούνται από αυτούς καθώς και τα βίαια εξιτήρια, με την εγκατάλειψη των ασθενών χωρίς φροντίδα, χωρίς στήριξη και με την ηγεμονία του ψυχοφαρμάκου.
Απομένει, για να ολοκληρωθεί το έργο της καταστροφής, το βίαιο κλείσιμο των ψυχιατρείων, δίχως καμία μέριμνα για ένα ολοκληρωμένο δίκτυο κοινοτικών υπηρεσιών.
Η θέση της επίσημης ψυχιατρικής αποτυπώνεται με ενάργεια στη φράση ψυχιατρικού διευθυντή, που σε ημερίδα, όπως ανέφερε κατά την παρουσίαση του βιβλίου η ψυχίατρος Κατερίνα Μάτσα, τέως επιστημονική υπεύθυνη της μονάδας απεξάρτησης των τοξικομανών 18 Ανω, είπε: «Οπως οι ποντικοί θέλουν το ποντικοφάρμακό τους, έτσι και οι ψυχικά πάσχοντες θέλουν το ψυχοφάρμακό τους».
Και δεν είναι μόνο αυτό. Στην Ελλάδα το 65% των εισαγωγών στα ψυχιατρεία είναι ακούσιες νοσηλείες και διενεργούνται με εντολή εισαγγελέα, απότοκο της κατάρρευσης της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας.
Παράλληλα με το κλείσιμο των ψυχιατρείων σημειώνεται άνοδος του αριθμού των εγκλείστων σε αμιγώς ιδιωτικές ψυχιατρικές κλινικές, με αποτέλεσμα σε συνολικά 40 ιδιωτικές κλινικές να είναι έγκλειστα περί τα 4.500 άτομα.
Η εμπειρία της Λέρου είναι πολύτιμη «απέναντι στις αγκυλώσεις της ψυχιατρικής αλλά και των πρακτικών της κυρίαρχης εξουσίας απέναντι σε όλους αυτούς, όλο και περισσότερους, που το κυρίαρχο σύστημα παράγει ως περιττούς, απόβλητους και επικίνδυνους, οι οποίοι αν διασωθούν από τους πνιγμούς στο Αιγαίο, η μόνη εναλλακτική που τους επιφυλάσσεται είναι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης».*
*Από το βιβλίο του Θ. Μεγαλοοικονόμου.

Παρουσίαση βιβλίου του Θ. Μεγαλοοικονόμου: «Λέρος- Μια ζωντανή αμφισβήτηση της κλασικής ψυχιατρικής» / Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου στις 7 μ.μ.

.
Λέρος Θ.Μ.jpg
.

Οι Εκδόσεις ΑΓΡΑ σας προσκαλούν
στην παρουσίαση του νέου βιβλίου του
ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΜΕΓΑΛΟΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
ΛΕΡΟΣ
ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ
ΤΗΣ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ
ην Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017
στις 7.00 μ.μ.
στον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων
(Ερμού 136, Θησείο)
Για το βιβλίο θα μιλήσουν:
Κώστας Μπαϊρακτάρης, αναπληρωτής καθηγητής Ψυχολογίας ΑΠΘ
Γιάννης Λουκάς, Διευθυντής Ψυχίατρος ΚΘ Λέρου
Κατερίνα Μάτσα, ψυχίατρος, τ. επιστημονική υπεύθυνη της Μονάδας Απεξάρτησης Τοξικομανών Ψ.Ν.Α. – 18 ΑΝΩ και εκδότρια του περιοδικού «Τετράδια Ψυχιατρικής»
και ο συγγραφέας
Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης θα προβληθούν αποσπάσματα από τρεις ταινίες για το ΚΘ Λέρου:
• 15λεπτο απόσπασμα από το ντοκιμανταίρ του Gabriele Palmieri, “Leros, il sole e la luna” (1995) με την μαρτυρία νοσηλεύτριας στο ΚΘ Λέρου
• 20λεπτο απόσπασμα ταινίας με εικόνες από την ιστορία των μεταπολεμικών διαδοχικών εγκλεισμών στη Λέρο
• 30λεπτο απόσπασμα από το βρετανικό ντοκιμανταίρ της Jane Gabriel “Leros – The Transformation”
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ στην «εμπειρία της Λέρου», στο πώς αυτό που στην ψυχιατρική ονομάστηκε «Λέρος» κατασκευάστηκε και πώς έγινε δυνατός ο ριζικός μετασχηματισμός του, είναι πιθανώς, πέρα από μια αναδρομή στο παρελθόν της ιδρυματικής ψυχιατρικής, εξαιρετικά χρήσιμη για την κατανόηση και το ξεπέρασμα του «ύστατου σήμερα» που βιώνει ο χώρος της ψυχικής υγείας.
Για πολλούς η Λέρος, όταν προέκυψε ως «διεθνές σκάνδαλο» και «εθνική ντροπή», ταυτιζόταν με το αδύνατo της αλλαγής.
Ωστόσο, όπως αποδείχτηκε, το δυνατό, αυτό που κάθε φορά μπορεί να γίνει, δεν είναι μια υποκειμενική επινόηση του μυαλού μας. Αυτή η «επιστροφή» μπορεί να βοηθήσει να δούμε ξανά την αποϊδρυματοποίηση όχι ως απλό εξωραϊσμό του κυρίαρχου ψυχιατρικού παραδείγματος αλλά ως μια ριζικά εναλλακτική «κουλτούρα και πράξη», της οποίας βασικό υποκείμενο, από κοινού με τον λειτουργό ψυχικής υγείας και την ευρύτερη κοινωνία, πρέπει διαρκώς να αναδύεται η ανθρώπινη ύπαρξη που πάσχει.




Το υπό «διαβούλευση» προεδρικό διάταγμα για την ένταξη του ψυχιατρείου κρατουμένων Κορυδαλλού (ΨΚΚ) στο ΕΣΥ, που πλασάρεται ως αναβάθμιση των παρεχόμενων από αυτό «υπηρεσιών», φαίνεται να περνάει και αυτό, όπως πολλά άλλα, ενώ μέσω του ορυμαγδού των εγχώριων και των διεθνών πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων, χωρίς να γίνεται αντικείμενο της δέουσας προσοχής, χωρίς καμιά συζήτηση. Προβάλλεται σαν μια βελτιωτική ρύθμιση, ενώ, στην πραγματικότητα, προωθεί την θέσμιση ενός νέου κατασταλτικού βραχίονα του κράτους, που προετοιμάζεται εδώ και αρκετό καιρό. Με την επιστημονική διεύθυνση να ανατίθεται στο ψυχιατροδικαστικό τμήμα της Β’ Πανεπιστημιακής Ψυχιατρικής Κλινικής του Αττικού νοσοκομείου.
Η τελευταία φορά που είχα επισκεφθεί αυτό το χώρο, ύστερα από αίτημα κρατούμενου ασθενούς, ήταν το 2014. Και αυτή τη φορά, όπως όλες τις προηγούμενες, δεν μου επιτράπηκε ν΄ ανέβω τη σκάλα που οδηγούσε στο χώρο όπου «νοσηλεύονταν», σε συνθήκες διπλού ή και τριπλού εγκλεισμού, δεκάδες κρατούμενοι με προβλήματα ψυχικής υγείας. Η συνομιλία με τον ασθενή έπρεπε πάντα να γίνεται στο ισόγειο, σ΄ ένα χώρο που έσταζε λίγδα. Η μόνη διαφορά, σε σχέση με τις επισκέψεις μου τα προηγούμενα χρόνια, ήταν ότι, σ΄ αυτό το ισόγειο, ο διάδρομος ήταν τώρα φρεσκοβαμμένος και πίσω από τις πόρτες υπήρχαν γραφεία, φαρμακείο κλπ. Σ΄ ένα από τα γραφεία που μας παραχωρήθηκε για να γίνει η συνομιλία, υπήρχαν ιατρικοί φάκελοι, σε ράφια στον τοίχο, τους οποίους τηρούσε, ήδη από τότε, η εν λόγω ψυχιατροδικαστική ομάδα.
Το πρώτο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει «ψυχιατρείο φυλακών» (ο ένας εγκλεισμός μέσα στον άλλο) και επομένως, το εν λόγω διάταγμα δεν θα έπρεπε να αποβλέπει στην βελτίωση του υπάρχοντος, αλλά στην κατάργησή του. Οι κρατούμενοι έχουν (θα έπρεπε να έχουν), όπως όλοι, το αναφαίρετο δικαίωμα στην υγεία (και στην  ψυχική υγεία) και στην αντιμετώπιση των όποιων σχετικών αναγκών προκύπτουν στις κατάλληλες υγειονομικές υπηρεσίες (νοσοκομεία κλπ), ενώ, ταυτόχρονα, θα έπρεπε να υπάρχει η δυνατότητα για παρέμβαση εντός των φυλακών των  όποιων εκάστοτε αναγκαίων υπηρεσιών.
Εν προκειμένω, βέβαια, παίζει ρόλο και η ανάγκη των κρατούντων να κάνουν οικονομία σε προσωπικό, καθώς για έναν κρατούμενο νοσηλευόμενο σε δημόσιο νοσοκομείο χρειάζονται 6 φύλακες ημερησίως (δυο ανά βάρδια). Συνήθως πρόκειται για γυναίκες, γιατί το ΨΚΚ είναι μέρος του τμήματος ανδρών των φυλακών και δεν είχε ποτέ χώρο για γυναίκες κρατούμενες με πρόβλημα ψυχικής υγείας. Μια άλλη παρενέργεια της νοσηλείας, υπό φύλαξη, κρατουμένων σε δημόσια νοσοκομεία, είναι ότι οι φύλακες προσπαθούν να επιβάλλουν εκεί όρους καθαυτό φυλακής : απαιτούν συχνά να καθηλώνεται μηχανικά ο φρουρούμενος ασθενής και να κλείνουν πόρτες και παράθυρα, επιδρούν άσχημα απέναντι σε άλλους νοσηλευόμενους, συχνά απαιτούν να είναι παρόντες κατά την  εξέταση του ασθενή από τον ψυχίατρο στο γραφείο κλπ. Και πάντα με την κάλυψη της ιεραρχίας τους. Είναι αυτές οι δυσλειτουργικές καταστάσεις που θα έπρεπε να τύχουν αντιμετώπισης και όχι να στερείται από τους κρατούμενους το δικαίωμα στην κατά το δυνατόν πιο αξιοπρεπή φροντίδα στο δημόσιο σύστημα Υγείας.
Από την άλλη, η ένταξη του ΨΚΚ στο ΕΣΥ προβάλλεται, από πολλές πλευρές, ως αναγκαία προκειμένου ν΄ αντιμετωπιστούν και ν΄ αποδυναμωθούν τα κατεστημένα παρακυκλώματα εντός των φυλακών, που δρουν και αποφασίζουν, με το αζημίωτο φυσικά, πώς θα λειτουργεί η φυλακή και πώς θα εκτίεται η ποινή του καθενός ανάλογα με την κοινωνική του θέση και το χρήμα που διαθέτει. Η άποψη αυτή, εκτός πολλών άλλων, δεν λαμβάνει υπόψη της ότι τα μέσα και οι τρόποι της όποιας επιδιωκόμενης αντιμετώπισης των παρακυκλωμάτων (που, σ΄ αυτό το σωφρονιστικό σύστημα, ποτέ δεν θα εκλείψουν, αλλά, απλώς, πιθανόν ν΄ αλλάξουν μορφή) μπορεί να καλλιεργούν το έδαφος για το ρίζωμα μιας άλλης διαχείρισης και χειραγώγησης του εν λόγω «χώρου», μέσω της προώθησης μιας «βιομηχανίας της πραγματονωμοσύνης» - μεταξύ των άλλων και μέσω μιας «προκλητής ζήτησης».
Μια «βιομηχανία» που είδαμε ν΄ ανθίζει στα ιταλικά «δικαστικά ψυχιατρεία» OPG) τα οποία, πέρα από τις άθλιες και κατασταλτικές συνθήκες στη βάση των οποίων λειτουργούσαν, ήταν και προνομιακό πεδίο για μέλη της μαφίας τα οποία, μ΄ ένα ψυχιατρικό πιστοποιητικό, απαλλάσσονταν, λόγω υποτιθέμενου «ακαταλόγιστου», από τις ποινικές συνέπειες του εγκλήματος που είχαν διαπράξει, για να βγουν σε σύντομο χρονικό διάστημα από το OPG, ως αναρρώσαντες «ψυχικά ασθενείς». Τα «δικαστικά ψυχιατρεία» στην Ιταλία, υποτίθεται ότι έκλεισαν πριν δυο χρόνια, ωστόσο, κατά τα φαινόμενα, όπως συμβαίνει με όλες τις «μεταρρυθμίσεις» στη σημερινή Ευρώπη, οι πρακτικές που ασκούσαν, έχουν, ως επί το πλείστον, μεταφερθεί στις μικρότερες δομές που δημιουργήθηκαν για να τα αντικαταστήσουν, ενώ, κάποια από αυτά, εξακολουθούν να παραμένουν. 
Ανεξαρτήτως, όμως, όλων αυτών, η ψυχιατροδικαστική  (στην οποία ανατίθεται η επιστημονική διεύθυνση του ΨΚΚ) δεν έχει καμιά δουλειά με τα προβλήματα ψυχικής υγείας των κρατουμένων. Στο βαθμό που τα προβλήματα αυτά δεν έχουν σχέση με την τέλεση του αδικήματος για το οποίο κρατούνται, δεν εισέρχονται στο πεδίο της ψυχιατροδικαστικής, αλλά της ψυχιατρικής, της ψυχολογίας, των υπηρεσιών ψυχικής υγείας. Η ψυχιατροδικαστική έχει ρόλο (αυτόν τουλάχιστον στη βάση του οποίου έχει συγκροτηθεί και, εν πολλοίς, «κατασκευαστεί») μόνο από τη στιγμή που τίθεται ζήτημα πραγματογνωμοσύνης σχετικά με το αν, και σε ποιο βαθμό, μια ψυχική διαταραχή συνετέλεσε στην καθαυτό τέλεση ενός αδικήματος(με όλη τη συζήτηση που εν προκειμένω προκύπτει για μη καταλογισμό, μερικό καταλογισμό κλπ).
Εδώ και πολύ καιρό επιχειρείται, ωστόσο, να λειτουργήσει η ψυχιατροδικαστική, μέσα από την βαθμιαία της διείσδυση στην διαχείριση του ΨΚΚ, ως ο συνεκτικός δεσμός/δίαυλος ανάμεσα στο σωφρονιστικό σύστημα και τον ψυχιατρικό θεσμό. Από τη στιγμή που η ψυχιατροδικαστική επιχειρεί να θέσει υπό την δικαιοδοσία της όλο το φάσμα της παραβατικότητας, τότε ανοίγονται διαδρομές εγκληματοποίησης της ψυχικής οδύνης (κατ΄ αντιστοιχίαν της ποινικοποίησης της φτώχειας) και νεο-λομπροζιανών προσεγγίσεων στην αντιμετώπιση της εκάστοτε οριζόμενης ως παραβατικής/εγκληματικής συμπεριφοράς.
Αποτελεί, άλλωστε, μια διεθνή τάση, στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, με το βίαιο κλείσιμο των ψυχιατρείων, την απουσία/κατάρρευση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας και του «προνοιακού κράτους» και με την αναδιάταξη των χώρων του κοινωνικού αποκλεισμού και του εγκλεισμού που επιτελείται, ένας μεγάλος αριθμός ψυχικά πασχόντων ν΄ αποτελούν, πλέον, κρατούμενους στις φυλακές - ένα τεράστιο ποσοστό του (υπερ)πληθυσμού των οποίων (με πρωτοπορία, εν προκειμένω, τις ΗΠΑ) είναι, τα τελευταία χρόνια, άτομα με ψυχιατρική εμπειρία.
Το προεδρικό διάταγμα για την ένταξη του ΨΚΚ στο ΕΣΥ θα μπορούσε, κατ΄ αρχήν, να χαρακτηριστεί σαν ένας φραστικός καλλωπισμός της υπάρχουσας και αμετάκλητα κατασταλτικής και απανθρωποποιητικής συνθήκης υπό την οποία δομείται και λειτουργεί το ΨΚΚ.
Μιλούν για 190 ανδρικές κλίνες, με την προσχηματική προσθήκη μόλις 10 γυναικείων κλινών,  που δεν ξέρουν καν πού θα τις εγκαταστήσουν. Ένας αριθμός που ξεπερνά δραματικά, σε αναλογία πληθυσμού αναφοράς, το ΨΝΑ (243 κλίνες στα τμήματα εισαγωγών) και το Δρομοκαίτειο (περί τις 230 κλίνες). Στην πραγματικότητα, πρόκειται για απλή μετονομασία του υπάρχοντος (κελιά και άλλοι χώροι, με κάποιες, πιθανόν, διαρρυθμίσεις) σε νοσοκομειακές κλίνες. Στη δύναμη αυτή των κλινών ενός υποτίθεται «ψυχιατρικού νοσοκομείου του ΕΣΥ» περιλαμβάνονται και οι «κλίνες» (κελιά) των κρατουμένων που θα διαμένουν/κρατούνται εκεί για να προσφέρουν εργασία στο ΨΚΚ.
Μιλούν για δημιουργία τμήματος «μακράς νοσηλείας», τη στιγμή που τέτοια τμήματα αποτελούν  τον απόλυτο αναχρονισμό και έχουν σε σημαντικό βαθμό συρρικνωθεί, βαίνοντας προς την πλήρη κατάργηση, ακόμα και στα άκρως ιδρυματικά ελληνικά ψυχιατρεία.
Μιλούν για αντιμετώπιση των «οξέων περιστατικών» στη βάση των «αρχών της κοινοτικής φροντίδας», τη στιγμή που μια τέτοια προσέγγιση δεν υπάρχει ούτε στις υπάρχουσες «κανονικές» μονάδες ψυχιατρικής νοσηλείας (θα μπορούσε να υπάρξει μόνο σε νοσηλεία/φιλοξενία σε κλίνη Κέντρου Ψυχικής Υγείας - αν ποτέ υπήρχε σ’ αυτή τη χώρα).
Μιλούν για επανένταξη πού; Μέσα στη φυλακή; Μιλούν για «παρατηρητήριο ‘μεταθεραπευτικής’ (ίσως να εννοούν μετανοσοκομειακής) παρακολούθησης και εποπτείας» τη στιγμή που ακόμα και τώρα, ύστερα από χρόνια παρέμβασης της ψυχιατροδικαστικής ομάδας, ένας, πχ, κρατούμενος/νοσηλευόμενος με «μερικό καταλογισμό», εκτίει στο ΨΚΚ τα πέντε από τα έξη χρόνια της ποινής του και παίρνει εξιτήριο από εκεί ταυτόχρονα με την αποφυλάκισή του - για να βρεθεί στο απόλυτο κενό, τελείως αβοήθητος και μόνο αν κατά τύχη συναντήσει στο δρόμο του κάποιο Κοινωνικό Ιατρείο Αλληλεγγύης μπορεί να τύχει μιας στήριξης και βοήθειας (υπάρχουν παραδείγματα).
Αλλωστε, για ποιο «παρατηρητήριο» και ποια μετανοσοκομειακή φροντίδα μιλάμε όταν ο σχεδόν αποκλειστικός τρόπος πρόσβασης στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας εξακολουθεί να γίνεται είτε με την εκούσια προσέλευση του ατόμου στα εξωτερικά ιατρεία, είτε με τη βίαιη προσαγωγή του για εγκλεισμό κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας. Δεν υπάρχει πουθενά η κουλτούρα και  πρακτική της κίνησης των υπηρεσιών «προς» το αίτημα, για «συνάντηση μέσα στην κοινότητα» - εκτός αν το παρατηρητήριο θα είναι για να μαζεύει στατιστικά στοιχεία για ανακοινώσεις σε συνέδρια.
«Κατανοητά» όλα αυτά, αν μάλιστα σκεφτεί κανείς ότι η Β’ Πανεπιστημιακή Κλινική του Αττικού νοσοκομείου είναι η μόνη ψυχιατρική κλινική, στο σύστημα εφημερίας του λεκανοπεδίου, που δεν δέχεται ακούσιες νοσηλείες (δεν θέλει; δεν μπορεί; δεν ξέρει;) και εφημερεύει πάντα επικουρικά στο Δρομοκαίτειο, με τρόπο που, ακόμα και για τις εκούσιες νοσηλείες, να υπάρχει μια «ρύθμιση», έτσι ώστε κάποιες «επιλεγμένες» να κατευθύνονται στην πανεπιστημιακή κλινική, ενώ οι πιο «πολύπλοκες» στο ψυχιατρείο.   
Ωστόσο, η ένταξη του ΨΚΚ στο ΕΣΥ είναι κάτι πολύ περισσότερο από απλή μετονομασία. Δεν είναι απλώς κάτι αρνητικό, αλλά έχει και μια θετική διάσταση (με την έννοια του Φουκώ). Πρόκειται, στην ουσία, για την ιδρυτική πράξη του «δικαστικού ψυχιατρείου», του ειδικού  ψυχιατρικού καταστήματος για την φύλαξη των λεγόμενων ακαταλογίστων, που από καιρό επιδιώκεται από πολλές πλευρές και που με αυτό το προεδρικό διάταγμα γίνεται προσπάθεια  να περάσει στα «μουλωχτά».
Για πρώτη φορά θεσπίζεται μια δομή που ανήκει ταυτόχρονα στην δικαιοδοσία και του Υπουργείου Δικαιοσύνης και του Υπουργείου Υγείας-αυτό, δηλαδή, που ήταν το ζητούμενο για το «δικαστικό ψυχιατρείο». Αφού στο ΨΚΚ θα υπάρχει επίσημα φυλακτικό προσωπικό (που δεν υπάρχει στα ψυχιατρεία, πράγμα από αποτελεί το σύνηθες προβαλλόμενο επιχείρημα για την απόρριψη των νοσηλευομένων/φυλασσομένων στη βάση του άρθρου 69 ΠΚ, προς έναν πιο κλειστό και κατασταλτικό θεσμό) και εφόσον το ΨΚΚ είναι, πλέον, και στην δικαιοδοσία του Υπουργείου Υγείας, ως «ένα από τα νοσοκομεία του ΕΣΥ», γιατί να μη μπορούν να μεταφερθούν σε αυτό ασθενείς του αρ. 69 ΠΚ από τα άλλα, επίσης του ΕΣΥ, ψυχιατρεία; Κατ΄ αρχήν, λίγοι, οι χαρακτηρισμένοι ως πιο «επικίνδυνοι» και «δύσκολα διαχειρίσιμοι» και, σιγά-σιγά, όπως συνήθως γίνεται, όλοι. Μια λύση φτηνή, σε κάτι που ήδη υπάρχει, αντί να αναζητείται η δημιουργία μιας νέας δομής (κτιρίου, προσωπικού κλπ).
Γνωρίζουμε ότι η επιδίωξη, τα τελευταία χρόνια, του «βίαιου κλεισίματος» των ψυχιατρείων (χωρίς, δηλαδή, ολοκληρωμένο σύστημα κοινοτικών υπηρεσιών εναλλακτικών στον εγκλεισμό) σκόνταφτε, μεταξύ άλλων, και στην ανυπαρξία κατάλληλου «καταστήματος» για τον εγκλεισμό των «ακαταλόγιστων» του αρ. 69 ΠΚ, που τώρα νοσηλεύονται στα ψυχιατρεία. Με την όλη συζήτηση, μέσα στο καταρρέον και όλο και πιο εσωστρεφές και αμυντικό ψυχιατρικό σύστημα, να έχει επικεντρωθεί στην διαχείριση της «επικινδυνότητας» και στην προώθηση, από την κυρίαρχη ψυχιατρική, του αιτήματος για ένα «δικαστικό ψυχιατρείο» - που  δεν θα είναι παρά η υλική και θεσμική ενσάρκωση, το σήμα κατατεθέν, της υποτιθέμενης «κοινωνικής επικινδυνότητας» του ψυχικά ασθενή. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό.
Το κυρίαρχο κοινωνικό σύστημα, απέναντι στην απειλή της «κοινωνικής αταξίας», πηγή της οποίας είναι το πνίξιμο των αναγκών της πλειονότητας από την κυρίαρχη κανονικότητα, επιχειρεί, όπως πάντα, να διαχειριστεί αυτή την «αταξία», μεταξύ άλλων, και μέσα από μια όλο και πιο επεξεργασμένη κατηγοριοποίηση και ταξινόμηση των ανεπιθύμητων κοινωνικών ομάδων, που προβάλλονται ως οι φορείς της «κοινωνικής επικινδυνότητας». Μέρος αυτής της διαχείρισης, που αναδεικνύεται όλο και πιο πολύ ως μονόδρομος, είναι οι ποικίλες αφορμές και μορφές εγκλεισμού.
Ηδη επί Τόνι Μπλερ στην Αγγλία, είχε αρχίσει να εφαρμόζεται ο εγκλεισμός στα ειδικά ψυχιατρεία (High και Medium Security Mental Hospitals) ατόμων, κυρίως νέων, που χαρακτηρίζονταν ως πάσχοντες από «σοβαρά επικίνδυνη διαταραχή προσωπικότητας» - ένας κοινωνικοπολιτικού χαρακτήρα προσδιορισμός που δεν υπάρχει ούτε στα επίσημα διαγνωστικά/ταξινομικά συστήματα. Και ο εγκλεισμός γινόταν, και γίνεται, με μόνη την απόδοση του χαρακτηρισμού, χωρίς καν την διάπραξη μιας σοβαρής παραβατικής πράξης. Σχετικές συζητήσεις και παρουσιάσεις,  σε συνέδρια και αλλού, γίνονται και εδώ, για την εισαγωγή, ως είθισται, των εξ΄ Εσπερίας αντίστοιχων μοντέλων και πρακτικών.
Το «δικαστικό ψυχιατρείο» είναι ένας αναχρονισμός και το μόνο που το κάνει επίκαιρο και απαραίτητο είναι η ανάγκη του κυρίαρχου συστήματος, σ΄ αυτή την εποχή της πιο βαθιάς και χωρίς τέλος κρίσης του, να μεταλλάξει τα παλιά και ταυτόχρονα ν΄ αποκτήσει νέα εργαλεία ελέγχου και καταστολής, απόρριψης και εγκλεισμού, συμμόρφωσης ή  εκμηδένισης, όσων αποκλίνουν από τους κυρίαρχους ορισμούς της κανονικότητας.
Το προεδρικό διάταγμα για την ένταξη του ΨΚΚ στο ΕΣΥ δεν αφορά τίποτα άλλο, δεν φέρνει καμιά άλλη αλλαγή, παρά μόνο την θεσμοθέτηση ενός τέτοιου οργάνου. Εναλλακτικές στο «δικαστικό ψυχιατρείο» υπάρχουν και μάλιστα έχουν με επιτυχία εφαρμοστεί σε διάφορες περιπτώσεις διεθνώς. Αλλά δεν υπάρχει «χώρος» γι΄ αυτές στη σημερινή Ελλάδα, ούτε και στη σημερινή Ευρώπη - παρά μόνο σε μια ριζικά «άλλη Ελλάδα» και μια ριζικά «άλλη Ευρώπη». Μ΄ ένα ριζικά εναλλακτικό σύστημα Ψυχικής Υγείας και ταυτόχρονα Δικαιοσύνης, στη βάση της πορείας προς ένα «άλλο», ριζικά εναλλακτικό σύστημα κοινωνικών σχέσεων.
Το ζήτημα δεν είναι, φυσικά, να περιμένει κανείς καρτερικά ένα μέλλον εξ΄ ουρανού – που, έτσι, δεν θα έλθει ποτέ. Το ζήτημα για την προετοιμασία του μέλλοντος, στην όποια διάσταση της κοινωνικής μας ζωής, είναι η αμφισβήτηση του παρόντος. Και όπως έλεγε ο Γκουαταρί,  «αυτό που λείπει, είναι  η αντίσταση στο παρόν».   
   
15/12/2016

Θ. Μεγαλοοικονόμου