Μια «ιερή συμμαχία» για τον κοινωνικό έλεγχο
(΄Η, ο σεβασμός και η κατοχύρωση των δικαιωμάτων ως αναπόσπαστο στοιχείο μιας Ψυχιατρικής που θέλει να λέγεται «θεραπευτική»)
Σκοπός του παρόντος είναι η ανάδειξη μιας σειράς από ζητήματα που αφορούν στο περιεχόμενο και στην εφαρμογή των νόμων που ρυθμίζουν (ή σχετίζονται με) τη λειτουργία της Ψυχιατρικής (όπως αυτά προκύπτουν στην καθημερινή λειτουργία των υπηρεσιών ψυχικής υγείας), καθώς και η διαπραγμάτευση ορισμένων προβληματισμών και προτάσεων για την αλλαγή, ή την εφαρμογή, αυτών των νόμων. Αυτοί οι προβληματισμοί και οι προτάσεις, στο μεγαλύτερό τους μέρος και με τη μια ή την άλλη μορφή, έχουν διατυπωθεί από πολλούς στο παρελθόν. Η αναπαραγωγή, ωστόσο, των συνθηκών που (πίσω από την πρόσοψη εικόνων «βελτίωσης») διαιωνίζουν, στο χώρο της ψυχικής υγείας, την απανθρωποποίηση και την αντιθεραπευτικότητα πρακτικών και διαδικασιών, θέτει επιτακτικά το αίτημα για το άνοιγμα μιας ουσιαστικής συζήτησης γύρο απ΄ αυτά τα ζητήματα. Μιας συζήτησης που δεν θα έχει ακαδημαϊκό χαρακτήρα, που δεν θα είναι ξεκομμένη από τη μίζερη, καθημερινή πραγματικότητα των υπηρεσιών, αλλά θ΄ αποτελεί στιγμή μιας διαδικασίας διεκδίκησης για όρους λειτουργίας που σέβονται ανάγκες και δικαιώματα (των ψυχικά πασχόντων), επαγγελματική αξιοπρέπεια και θεραπευτικό ρόλο (των λειτουργών).
Γιατί η σχέση της Ψυχιατρικής με το Δίκαιο δεν έχει το χαρακτήρα μιας εξωτερικής, απλώς, ρύθμισης, αλλά συγκροτείται ως συστατικό της στοιχείο – ένα στοιχείο που εκφράζει τη δομικού χαρακτήρα αντίφαση που τη διατρέχει και τη συνιστά.
«Θεραπευτική δραστηριότητα», από τη μια, «διασφάλιση της Δημόσιας Τάξης», από την άλλη : από τα πρώτα βήματα της συγκρότησής, η Ψυχιατρική, παρά τις μεγάλες αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών στις επιστημολογικές, θεραπευτικές και θεσμικές της παραμέτρους και παρά την αμφισβήτηση που ορισμένα ρεύματά της (με ριζοσπαστικό προσανατολισμό ή με φιλοδοξίες «αμιγούς» θεραπευτικής λειτουργίας) έχουν εγείρει προς αυτή την ιστορικά εγκαθιδρυμένη ταυτότητά της, δεν έπαψε ποτέ να είναι φορέας μιας κοινωνικής «ανάθεσης» στο εσωτερικό του κοινωνικού συστήματος, του οποίου αποτελεί έκφραση – για τον έλεγχο της «κοινωνικής αταξίας», που αντιπροσωπεύει η τρέλα και γενικότερα, ο ψυχικός πόνος που εγγράφεται, μορφοποιείται, παράγεται, εκδηλώνεται μέσα στο δοσμένο σύστημα κοινωνικών σχέσεων.
Γνωρίζουμε ότι στη δημόσια (και την ιδρυματική, εν γένει) άσκηση της Ψυχιατρικής, η σχέση της θεραπευτικής ομάδας με τον εισαγγελέα είναι (δυστυχώς) πιο «στενή» και πιο συχνή απ΄ ό, τι, πχ, με το Γραφείο Προμηθειών ή με την Τεχνική Υπηρεσία. Αυτή η σχέση (ακούσιες νοσηλείες κλπ) διαπερνά, συνειδητά ή ασυνείδητα, το ίδιο το κλινικό/θεραπευτικό σκεπτικό των θεραπευτών, πολύ περισσότερο απ΄ ό, τι οι ανεπάρκειες των διοικητικού μηχανισμού (που, επίσης, έχουν πολύ σοβαρές επιπτώσεις στη θεραπευτική πρακτική).
Ενα τοπίο θολό, γεμάτο ασάφειες και αδιέξοδα : το σύγχρονο τοπίο της Ψυχικής Υγείας. Ασάφειες και αδιέξοδα που δεν έχουν να κάνουν με τις πολυσήμαντες, δαιδαλώδεις, βασανιστικές εκδηλώσεις του ψυχικού πόνου, αλλά με την λειτουργία και τις ανεπάρκειες των θεσμών, των συστημάτων και των υπηρεσιών που υπάρχουν με σκοπό την κατανόηση των αναγκών που εκφράζει αυτός ο πόνος και την απάντηση σ΄ αυτές. Μια βαθιά κρίση διατρέχει το σύστημα των υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας – μια κρίση «μετάβασης» (από το «παλιό» στο «καινούργιο»), μια κρίση, όμως, παρατεταμένη και παλίνδρομη, όπου το «παλιό» διαιωνίζεται φορώντας το «αδειανό πουκάμισο» της «μεταρρύθμισης» και όπου, την αρχική φάση, της αναγωγής του ουσιαστικού μετασχηματισμού σε «απλή διαχείριση», την έχει διαδεχτεί, νομοτελειακά, η σημερινή αποτελμάτωση (δηλαδή, η αδυναμία - και ανικανότητα - ακόμα και για «απλή διαχείριση»).
Η κρίση στην Ψυχική Υγεία συναντά αναπόφευκτα την βαθύτατη κρίση του όλου «συστήματος απονομής Δικαιοσύνης», η οποία (όπως μ΄ έναν εκρηκτικό τρόπο έχει ξεσπάσει ανοιχτά και εκτυλίσσεται ενώπιον όλων, το τελευταίο διάστημα) δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει την κρίση του Κράτους Πρόνοιας και της Ψυχιατρικής – και σε κάθε περίπτωση, του αφαιρεί το έδαφος και την αξιοπιστία ότι εκπροσωπεί την αδιαμφισβήτητη «κιβωτό των αρχών του Δικαίου» και τον αδέκαστο κριτή που επιβάλλει - στους «άλλους» - το «νόμο».
Σ΄ αυτή την πολύ δύσκολη περίοδο, η σχέση της Ψυχιατρικής με το Δίκαιο (με τις διάφορες νομοθεσίες που ρυθμίζουν ασφυκτικά διάφορες πλευρές της πρακτικής της), αντί να οδεύει (όπως ήταν η προσδοκία και η επιδίωξη πριν από χρόνια) προς έναν απεγκλωβισμό (σε μιαν επικέντρωση, δηλαδή, της παρέμβασής της στην προαγωγή της ψυχικής υγείας, αντί στην «επικινδυνότητα») και αντί η νομοθεσία - και η εφαρμογή της - να προσαρμόζεται και να συμβάλλει στην προαγωγή των θεραπευτικών διαδικασιών, τείνει, αντίθετα, να μετατρέπεται σε θηλιά που πνίγει την
όποια επιδίωξη και προσδοκία μιας αυθεντικής θεραπευτικής δραστηριότητας.
Ακούσιες νοσηλείες που εγγίζουν το 60-70% των εισαγωγών στα δημόσια ψυχιατρεία - ανεξέλεγκτη και διοικητικού τύπου διαχείριση των «ακαταλογίστων» ασθενών (άρθρο 69), τόσο από τη μεριά του Ποινικού συστήματος, όσο απ΄ αυτή των υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας : δυο παραδείγματα που εκφράζουν ανάγλυφα την κρίση και τα δραματικά αδιέξοδα, στα οποία έχει οδηγήσει ο απλός εξωραϊσμός του ιδρυματισμού εις βάρος μιας πραγματικά μεταρρυθμιστικής πολιτικής.
Οι πάσχοντες από σοβαρές ψυχικές διαταραχές, ανεξάρτητα από τις όποιες ρυθμίσεις και διακηρύξεις, δεν παύουν να τίθενται, στην πράξη, εκτός Δικαίου, με την ακύρωση όχι μόνο της νομικής διάστασης της υποκειμενικότητάς τους, αλλά του ίδιου του ανθρώπινου χαρακτήρα της. Μέσα στην καθημερινότητα των κοινωνικών συναλλαγών, στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, στην (όποια) άσκηση των κοινωνικών τους ρόλων, αλλά και στις διαδρομές που τους φέρνουν σε επαφή και υπό την εξάρτηση (έλεγχο) των διαφόρων κοινωνικών θεσμών και εξουσιών, οι ψυχικά ασθενείς απλώς «δεν υπάρχουν», «δεν υπολογίζονται», «δεν μετράνε» – η διαπραγματευτική τους ισχύς είναι εκ των προτέρων υπονομευμένη. Είναι ζήτημα λειτουργίας του κοινωνικού συστήματος, του εσωτερικού του μεταβολισμού, που οδηγεί στην απόρριψη και στην εκμηδένιση όλων όσων αδυνατούν να προσαρμοστούν στον δοσμένο καταμερισμό της εργασίας και στην επικρατούσα κανονικότητα.
Στην ιστορική διαδρομή των σχέσεων ανάμεσα στην Ψυχιατρική και το Δίκαιο είναι φυσικό ότι οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις αντανακλούν τον εκάστοτε τρόπο διαχείρισης των ατόμων με προβλήματα ψυχικής υγείας και τη σχετική μ΄ αυτόν κυρίαρχη κουλτούρα, παρόλο που, ενίοτε, συμβαίνει (όπως έχει παρατηρηθεί στην ελληνική περίπτωση) ορισμένες πτυχές της νομοθεσίας να είναι πιο «προχωρημένες» από το υλικό/κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο και διαμέσου του οποίου πρέπει να βρουν εφαρμογή (λόγω μεταφοράς των αντίστοιχων κωδίκων και ρυθμίσεων από τις πιο προηγμένες δυτικές χώρες) – με αποτέλεσμα, βέβαια, την ακύρωσή τους στην πράξη.
Η βαθιά, λοιπόν, κρίση του εγχειρήματος που ονομάστηκε «ψυχιατρική μεταρρύθμιση», έχει φέρει ξανά στο προσκήνιο τη δυσλειτουργική σχέση ανάμεσα στο ψυχιατρικό και το νομικό σύστημα. Οι δραματικές ανεπάρκειες, αλλά και οι αναντιστοιχίες ανάμεσα στο ένα πεδίο και στο άλλο, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα άλυτων αντιφάσεων που ναρκοθετεί τη λειτουργία των υπηρεσιών ψυχικής υγείας και διακωμωδεί κάθε έννοια δικαιωμάτων - σ΄ ένα σύστημα το οποίο, όπως επίσημα δηλώνεται, προορίζεται να λειτουργεί με μειωμένο το ρόλο των ψυχιατρείων (ή και χωρίς ψυχιατρεία) και, όπως διακηρύσσεται σε πανηγυρικούς και διατυπώνεται σε νομοθετήματα, με σεβασμό στα δικαιώματα των ψυχικά ασθενών.
Τόσο η νομοθεσία που αφορά την «ακούσια νοσηλεία», όσο και αυτή που αφορά τη «δικαιοπραξία», καθώς και το λεγόμενο «ακαταλόγιστο» πράξεων των ψυχικά ασθενών που άπτονται του Ποινικού Νόμου, χαρακτηρίζονται από ανακολουθίες και διατρέχονται από εσωτερικές αντιφάσεις, που έχουν επιπτώσεις τόσο στο καθαυτό πεδίο (το θεραπευτικό) της Ψυχιατρικής, όσο και σ΄ αυτό, το ευρύτερο, των δικαιωμάτων. Στην πρώτη περίπτωση, το αποτέλεσμα είναι η ακύρωση του «θεραπευτικού» από το «φυλακτικό». Στη δεύτερη, η ακύρωση, μέσω μιας βαθιά ριζωμένης κοινωνικής κουλτούρας (ενός πλέγματος, δηλαδή, στάσεων και προκαταλήψεων) και πρακτικής (που εκφράζεται ως «παραμέληση» και «αδιαφορία»), όχι μόνο της αναγνώρισης και για τους ψυχικά ασθενείς των δικαιωμάτων, που υποτίθεται ότι ισχύουν για όλους, αλλά ακόμα και των ειδικών ρυθμίσεων που κατά καιρούς θεσμοθετούνται για την εξασφάλιση της άσκησης απ΄ αυτούς των δικαιωμάτων αυτών και της πρόσβασής τους σ΄ αυτά.
Μια άλλη πλευρά των δικαιωμάτων των ψυχικά πασχόντων είναι αυτά που τους διασφαλίζουν (και πρέπει, επομένως, να τύχουν αναγνώρισης και στήριξης για την άσκησή τους) στη σχέση τους με τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας - όταν νοσηλεύονται, όταν φιλοξενούνται σε στεγαστικές δομές, όταν πρόκειται να υποβληθούν σε διάφορες θεραπείες ή περιορισμούς κλπ.
Είναι γνωστό ότι η εφαρμογή των διατάξεων για την «ακούσια νοσηλεία» γίνεται μ΄ ένα προσχηματικό τρόπο, συνήθως ερήμην του άμεσα ενδιαφερομένου, μέσω μιας «σιωπηρής συμφωνίας» της οικογένειας (ή, άλλου, «τρίτου» προσώπου), των αρμόδιων υπηρεσιών ψυχικής υγείας και των εισαγγελικών (απλώς να διεκπεραιώνουν) και δικαστικών αρχών (απλώς να επικυρώνουν την «εισαγγελική εντολή»).
Είναι, επίσης, γνωστό ότι, παρά το αυξημένο ενδιαφέρον, τα τελευταία χρόνια (σε σύγκριση με το παρελθόν), των επαγγελματιών ψυχικής υγείας για τη διασφάλιση των περιουσιακών και άλλων αστικών δικαιωμάτων και συμφερόντων των ατόμων με προβλήματα ψυχικής υγείας, η νομοθεσία η σχετική με τη «δικαιοπραξία» παραμένει, στις ουσιαστικές της παραμέτρους (παρά την πιο πρόσφατη θεσμοθέτηση της «δικαστικής συμπαράστασης»), όπως είχε διαμορφωθεί στο παρελθόν. Μια διαμόρφωση, δηλαδή, που πηγάζει και διατρέχεται από τις συνθήκες και την κουλτούρα που θέτουν τον ψυχικά πάσχοντα εκτός του κοινωνικού παιχνιδιού, με την ταύτιση, όχι μόνο στο συλλογικό φαντασιακό, αλλά και στις επικρατούσες παλιότερα «επιστημονικές προκαταλήψεις», της ψυχικής αρρώστιας με την οριστική απώλεια του «λογικού» (παλιότερα, επαρκή λόγο για να κλείνεται κανείς εφ΄ όρου ζωής στο άσυλο). Παρά τις βελτιώσεις που έχει επιφέρει ο νόμος 2447 (κεφ. 13, άρθρα 1666 έως 1694) για την «Δικαστική Συμπαράσταση», εξακολουθούν να διατηρούνται ορισμένες από τις ακαμψίες των παλαιότερων διατυπώσεων του Αστικού Κώδικα (περί Δικαστικής Απαγόρευσης και Αντίληψης, Κεφ. 16 και 17).
Είναι, ακόμα, γνωστό ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος των λεγόμενων «ακαταλογίστων», που, έχοντας διαπράξει μια αξιόποινη πράξη, εγκλείονται στο ψυχιατρείο βάσει των άρθρων 34 και 69, έχει απλώς «αναβληθεί» για το αόριστο μέλλον, όπως όλα τα ουσιώδη που θα έπρεπε να έχει αντιμετωπίσει η λεγόμενη «ψυχιατρική μεταρρύθμιση».
Εν προκειμένω, έχει σημασία να τύχει της δέουσας προσοχής το γεγονός ότι, αν και ανέκαθεν το ΨΝΑ και το ΨΝΘ ήταν οι κύριοι προορισμοί των καταδικασμένων με το άρθρο 69, τώρα, με το κλείσιμο των μικρότερων ψυχιατρείων, που έχει σχεδιαστεί, τα ψυχιατρεία αυτά, μαζί και το Δρομοκαίτειο, γίνονται οι αποκλειστικοί προορισμοί (με εναλλακτική «λύση» την παραμονή στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού). Καθώς, όπως συμβαίνει στο ΨΝΑ, δεν υπάρχει, πλέον (και καλώς), τμήμα «κρατουμένων», οι ασθενείς αυτοί «κρατούνται» (στη βάση ενός ασαφούς καθεστώτος «φύλαξης/θεραπείας») στα «τμήματα εισαγωγών» του ψυχιατρείου, με ό, τι αυτό σημαίνει για τη λειτουργία των τμημάτων αυτών - τις σημασιοδοτήσεις, τους συμβολισμούς, αλλά και τις λειτουργίες, που επιβάλλει ή ενισχύει (στην φυλακτική/ιδρυματική κατεύθυνση) στα τμήματα αυτά - που πιθανόν, ενίοτε, να φιλοδοξούν να λειτουργούν με τους κατά το δυνατό πιο «ανοικτούς» και, με την έννοια αυτή, πιο θεραπευτικούς όρους.*
Μέσα σ΄ αυτές τις συνθήκες, η «επικινδυνότητα» (ως έννοια και ως πλέγμα θεσμικών πρακτικών) όχι μόνο δεν «εξασθενεί» ως προς την τρέχουσα κοινωνική της σημασία και εφαρμογή, αλλά αντίθετα, παρόλη τη συσσωρευμένη γνώση για τον πολύπλοκο, σφαιρικό της χαρακτήρα και τη σχεσιακή / κοινωνική της διάσταση (αυτή, δηλαδή, που την συνιστά και την κάνει ν΄ αποκτά νόημα, ως προϊόντος αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο υποκείμενο και τις αντικειμενικές συνθήκες, στο εσωτερικό των οποίων αυτό σχετίζεται και αλληλεπιδρά με άλλα υποκείμενα), τείνει ν΄ αντιμετωπίζεται ως σύμφυτη ιδιότητα του υποκειμένου («επικίνδυνοι άνθρωποι», «επικίνδυνες ομάδες») και μάλιστα, βιολογικά προσδιορισμένη.
Η αντίληψη που κάθε φορά επικρατεί για την «επικινδυνότητα» είναι κοινωνικά και ιστορικά προσδιορισμένη. Συναρτάται με τις ανάγκες της εκάστοτε κρατούσας
* Το Δεκέμβριο του 2005, μόνο στο ΨΝΑ «νοσηλεύονταν» περίπου 80 ασθενείς με το άρθρο 69. Μια παρενέργεια του διαρκώς αυξανόμενου αριθμού αυτής της κατηγορίας ασθενών είναι ότι καταλαμβάνουν, για μεγάλη και απροσδιόριστη περίοδο χρόνου, κρεβάτια που θα έπρεπε να διατίθενται στις νέες εισαγωγές, συντελώντας, έτσι, στο συνωστισμό των τμημάτων αυτών και στο φαινόμενο των «ράντζων» (χωρίς, φυσικά, ν΄ αποτελούν τη μόνη ή την κύρια αιτία τους).
εξουσίας να ορίζει τις ομάδες ή τα άτομα που συνιστούν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο απειλή, ή εν δυνάμει απειλή, για την κατεστημένη τάξη πραγμάτων και να παίρνει τα κατάλληλα μέτρα πρόληψης και ελέγχου για την διασφάλιση της Κοινωνικής Τάξης. Αυτή είναι η «μαγιά» ή το «καλούπι», στη βάση του οποίου συχνά συγκροτούνται (πλάθονται) ορισμένες έννοιες-κλειδιά κλάδων όπως η Ψυχιατρική - που έχουν να κάνουν, δηλαδή, με την κατανόηση και απάντηση ή, αντίθετα, τη διαχείριση και τον έλεγχο των ανθρώπινων αναγκών και όπου ο τρόπος που αντιμετωπίζονται οι επιρροές από την εκάστοτε κυρίαρχη ιδεολογία, προσδιορίζει και την αντίστοιχη στάση απέναντι σ΄ αυτές τις ανάγκες.
Η αντίληψη, επομένως, όπως και η διαχείριση της «επικινδυνότητας» στο πεδίο της ψυχικής υγείας συναρτάται με τους μεταβαλλόμενους τρόπους φροντίδας («διαχείρισης») των ψυχικά πασχόντων. Μέσω της λεγόμενης «ψυχιατρικής μεταρρύθμισης» στη Ελλάδα, τα τελευταία είκοσι χρόνια, γίνεται προσπάθεια να εισαχθούν οι «νέοι τρόποι» φροντίδας των ψυχικά πασχόντων. Οι νέες νομοθεσίες, καθώς και η όποια εφαρμογή τους, σχετίζονται με την μορφή που πήρε η εισαγωγή στην Ελλάδα αυτών των «νέων τρόπων», με τα ποσοτικά και ποιοτικά τους στοιχεία - αναπόφευκτα, ωστόσο, στο έδαφος των αλλαγών που σηματοδοτούν η συρρίκνωση των κοινωνικών πολιτικών και οι συναρτημένες μ΄ αυτήν κατευθύνσεις της σύγχρονης βιο-εξουσίας.
Είναι γνωστό ότι, όσον αφορά στην «ακούσια νοσηλεία», ο ισχύων νόμος είναι ο 2071/92 (κεφ. ΣΤ, άρθρα 91 έως 101), που αντικατέστησε το νόμο 104/73, ο οποίος είχε συσταθεί στη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών.
Ο 104/73 ανταποκρινόταν σ΄ ένα ψυχιατρικό μοντέλο απομόνωσης και δια βίου εγκλεισμού του ψυχικά πάσχοντα, με άξονα μια σαφή αναφορά στην επικινδυνότητα. Η ψυχιατρική γνωμάτευση ήταν επαρκής όρος για την εισαγγελική απόφαση για εγκλεισμό – αλλά με το άρθρο 5 μπορούσε και αυτεπάγγελτα ο εισαγγελέας, γι΄ αυτόν που κρινόταν ως επικίνδυνος, να διατάξει τον εγκλεισμό του. Η απόλυσή του προβλεπόταν μόνο όταν ο ψυχίατρος γνωμάτευε ότι δεν ήταν πλέον επικίνδυνος. Ο ακούσιος εγκλεισμός είχε ένα διοικητικό χαρακτήρα και, επίσης, είχε, κυρίως, σχέση με την ασφάλεια «τρίτων», τη «δημόσια τάξη». Η φροντίδα για τον τρελό υπάκουε στην λογική της ιδρυματοποίησής του.
Ο νόμος αυτός εξέφραζε την υπεροχή της «φύλαξης» έναντι της θεραπευτικής λειτουργίας, που ήταν ακριβώς το πνεύμα, η αντίληψη της παραδοσιακής ψυχιατρικής, η οποία χαρακτηρίζεται από την πρωτοκαθεδρία της απλοποιητικής απάντησης του ασύλου στην πολυπλοκότητα της ψυχικής διαταραχής. Δεν χρειαζόταν δικαστική προστασία των δικαιωμάτων του ασθενή, δεν ετίθετο καν θέμα τέτοιων δικαιωμάτων, διότι ο ψυχικά πάσχων, ως μη δυνάμενος να κάνει χρήση της λογικής, δεν εθεωρείτο φορέας δικαιωμάτων, δεν εθεωρείτο «υποκείμενο δικαίου», πολύ περισσότερο «υποκείμενο ευθύνης».
Η αντίληψη αυτή για τον ψυχικά πάσχοντα, που, τουλάχιστον στα χαρτιά, στο νόμο 2071, φαίνεται να ξεπερνιέται, εξακολουθεί να ισχύει ανάγλυφη στον Ποινικό Κώδικα, στους νόμους 34, 69 και 70, όπου ο ασθενής, όπως θα δούμε παρακάτω, με τις διατάξεις για το «ακαταλόγιστο», τοποθετείται εκτός του πεδίου του Δικαίου.
Ο 2071, συνδέεται, όπως αναφέρεται στην εισηγητική του έκθεση, «με την
υλοποίηση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στην χώρα μας… που οδηγεί σε νέες μορφές και μεθόδους παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας» και αναγνωρίζει ότι, ο τότε ισχύων 104/73, «αγνοεί τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου για σεβασμό της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας του».
Γιατί, εκτός από τα παραπάνω, ένα από τα βασικά προβλήματα του 104/73 ήταν ότι δεν αντιμετώπιζε το ζήτημα του εξιτηρίου του ψυχικά πάσχοντος από το ψυχιατρείο και άφηνε ανοιχτή την επ΄ αόριστο παραμονή του εκεί, με απλή απόφαση των ψυχιάτρων - πράγμα μη συμβατό με τα όσα διαλαμβάνονται σ΄ αυτό που ονομάζεται «ψυχιατρική μεταρρύθμιση», η οποία προβλέπει την κατάργηση του ασύλου ή την μετατόπιση του στην περιφέρεια του συστήματος ψυχικής υγείας και η οποία, στις μέρες μας, υλοποιείται με την αντικατάσταση της χρόνιας ιδρυματικής (ασυλικής/νοσοκομειακής) παραμονής με τη διαμονή σε εξωνοσοκομειακές στεγαστικές δομές και με την παράλληλη κατάργηση των μικρότερων και τη συρρίκνωση των μεγαλύτερων ψυχιατρείων.
Ο 2071 ανταποκρίνεται σ΄ ένα σύστημα ψυχικής υγείας, όπου η φύλαξη δεν είναι η κύρια ή αποκλειστική μορφή αντιμετώπισης του ψυχικά πάσχοντα. Γι΄ αυτό και τίθενται κανόνες που επιχειρούν να κάνουν πιο πολύπλοκη (και με συγκεκριμένες χρονικές οριοθετήσεις) τη διαδικασία της αναγκαστικής νοσηλείας, με την προϋπόθεση, φυσικά, ότι έχουν δημιουργηθεί νέες υπηρεσίες εκτός ασύλου, που θα μπορούσαν να δώσουν απαντήσεις διαφορετικές από το μονόδρομο του εγκλεισμού. Συνυφασμένη μ΄ αυτά είναι η αναγνώριση της ανάγκης για διεύρυνση των ατομικών δικαιωμάτων, τόσο στο εσωτερικό του ιδρύματος, όσο και στους κανόνες που διέπουν την αναγκαστική νοσηλεία.
Σύμφωνα με όσα προβλέπει ο νόμος, ο ψυχίατρος παύει να έχει, όπως πριν, την κύρια
ευθύνη και δικαιοδοσία (με την γνωμάτευσή του) για τον εγκλεισμό. Τώρα, η γνωμάτευσή του πρέπει να έχει την δικαστική επικύρωση.
Αυτή η μετάβαση από ένα σύστημα, όπου κυριαρχούσε η ανεξέλεγκτη κρίση και εξουσία του ψυχιάτρου, σ΄ ένα περισσότερο δικαστικοκεντρικό σύστημα, με στόχο τον περιορισμό αυτής της «αυθαιρεσίας», εγείρει μια σειρά από προβληματισμούς, καθώς, όχι μόνο η λεγόμενη «δικαστική προστασία των ασθενών» αποδείχτηκε εικονική, αλλά και η όλη διαδικασία φορτώθηκε από μιαν άχρηστη γραφειοκρατία, που μόνο προβλήματα δημιούργησε.
Αλλά αυτό που, πρωτίστως, έπρεπε να θεωρείται ως το κεντρικό, εν προκειμένω, ζήτημα, εξακολουθεί να παραμένει αναπάντητο. Και το ζήτημα αυτό είναι : με ποιο τρόπο, δικαιώματα, όπως αυτό της υγείας (και, επομένως, η ανάγκη για θεραπεία) και αυτό της ελευθερίας και των ατομικών δικαιωμάτων, δεν θ΄ αντιμετωπίζονται το ένα ερήμην και εις βάρος του άλλου, αλλά θα τους εξασφαλίζεται μια τέτοια ποιότητα φροντίδας, μια τέτοια ανάπτυξη κοινωνικών δικαιωμάτων και κοινωνικής πολιτικής, μια τέτοιου τύπου ψυχιατρική πρακτική, που να μπορεί να «διαλεκτικοποιεί» τη αντίφασή τους, στις περιπτώσεις που έρχονται σε σύγκρουση, να τα κρατάει σε ενότητα και να νοιάζεται ώστε να μη θυσιάζεται το ένα χάριν, δήθεν, του άλλου, γιατί το ένα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο. Δηλαδή, η «μέριμνα για την υγεία» να μη μετατρέπεται σε εγκλεισμό και ακύρωση του υποκειμένου και η «μέριμνα για τα δικαιώματα» να μη μετατρέπεται (συχνά, ως άλλοθι και πρόσχημα) σε εγκατάλειψη.
Το ίδιο ισχύει και με τη λεγόμενη «προστασία των τρίτων» (οικογένειας, ευρύτερης κοινωνίας). Η πρωταρχικότητα του ψυχικά πάσχοντα, στην θεραπευτική μας πρακτική, (πρέπει να) βασίζεται πάντα στην προσέγγισή μας σ΄ αυτόν σε σχέση με το πλαίσιό του, στην αλληλοσχέση και αλληλεπίδρασή του μ΄ αυτό. Η ψυχιατρική δεν μπορεί να λειτουργεί άκριτα, είτε στη βάση της λογικής ότι ο πάσχων «έχει πάντα και σε όλα δίκιο», είτε, πολύ περισσότερο και συνηθέστερα, ως εντολοδόχος της προστασίας και των συμφερόντων των «τρίτων» για τον αποκλεισμό και τον εξοστρακισμό του.
Χρειάστηκε να περάσουν επτά χρόνια, από το 1992, που ψηφίστηκε ο 2071, μέχρι το 1999, που ψηφίστηκε ο νόμος 2716, για να θεσμοθετηθούν οι νέες ψυχιατρικές δομές, η Τομεοποίηση και άλλα που προβλέπονται στον 2071, ως η απαραίτητη θεσμική και υλικοτεχνική υποδομή, ώστε να έχουν νόημα και να μπορούν να λειτουργήσουν οι ρυθμίσεις του. Ωστόσο, παρόλο που κάποιες νέες δομές υπήρξαν (κυρίως στεγαστικές), δεν ήταν στην κατεύθυνση της δημιουργίας των προϋποθέσεων, που θα άλλαζαν την διαδρομή του ψυχικά πάσχοντα στο σύστημα των υπηρεσιών ψυχικής υγείας.
Εξη χρόνια μετά την ψήφιση του 2716 δεν έχουν καν αρχίσει να οικοδομούνται οι προϋποθέσεις που θα προσέφεραν λύσεις εναλλακτικές στη νοσοκομειακή νοσηλεία (είτε στο ψυχιατρείο είτε στο γενικό νοσοκομείο) και κατά συνέπεια, δεν υπάρχουν απαντήσεις και υπηρεσίες τέτοιες που θα έκαναν τη χρήση της διαδικασίας της «ακούσιας νοσηλείας» να είναι πραγματικά η «έσχατη λύση» - αφού θα είχε πριν δοκιμαστεί ένα φάσμα εναλλακτικών προσεγγίσεων. Η «ακούσια νοσηλεία» εξακολούθησε ν΄ αποτελεί την επικρατούσα διαδικασία νοσοκομειακής νοσηλείας (και μάλιστα, σε αυξανόμενους αριθμούς), καθώς δεν υπάρχει το δίκτυο των κοινοτικών υπηρεσιών, που θα παρείχε «ηθμούς» και «φίλτρα» και το οποίο θα λειτουργούσε, εν τέλει, εναλλακτικά στη νοσοκομειακή νοσηλεία και στον εγκλεισμό.
Καθώς, λοιπόν, πολλές από τις ρυθμίσεις του 2716/99 εξακολουθούν να μένουν στα χαρτιά (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο νόμος αυτός, όπως και ο 2071 ρυθμίζουν και μάλιστα με τον τρόπο που πρέπει, όσα πραγματικά είναι αναγκαία), ο 2071/92 εφαρμόζεται σ΄ ένα τοπίο υπηρεσιών ψυχικής υγείας, το οποίο, ως προς τη διαδρομή που διατρέχει και τις απαντήσεις που διατίθενται για τον ψυχικά πάσχοντα, που εισέρχεται στο ψυχιατρικό κύκλωμα («οξέα περιστατικά», καταστάσεις «κρίσης» κλπ), δεν διαφέρει αισθητά απ΄ αυτό στο οποίο έβρισκε εφαρμογή ο 104/73, τουλάχιστον ως προς την ουσία του και τις θεμελιώδεις παραμέτρους του : εγκλεισμός ή εγκατάλειψη (ή, πρώτα το ένα και μετά το άλλο) εξακολουθεί να είναι ο κανόνας και η θεραπεία το ζητούμενο.
Τα ψυχιατρεία, όπως πάντα, καθώς και τα γενικά νοσοκομεία δέχονται, κυρίως, «ακούσιες νοσηλείες», που είναι η κύρια και, ενίοτε η μόνη δυνατή, μορφή νοσηλείας – μορφή που παράγεται σε όλο και μεγαλύτερο ποσοστό από το ίδιο το ψυχιατρικό σύστημα.
Για αρκετά χρόνια, δικαστές και εισαγγελείς αρνήθηκαν να εφαρμόσουν τον 2071/92. Τον είδαν περισσότερο σαν επιπλέον φορτίο στο ήδη υπάρχον γραφειοκρατικό βάρος, που κατατρύχει το λεγόμενο «σύστημα απονομής δικαιοσύνης».
Όταν άρχισαν να τον εφαρμόζουν, οι χρονικές προθεσμίες των τριών ημερών για εισαγωγή, από τον εισαγγελέα, της υπόθεσης στο πολυμελές πλημμελειοδικείο και η εκδίκασή της από αυτό εντός δέκα ημερών, όπως προβλέπει ο νόμος, αποδείχτηκαν χίμαιρα. Ομοίως χίμαιρα αποδείχτηκε η εξασφάλιση της συμμετοχής του ασθενή και η δυνατότητά του να ασκήσει τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα - για τα οποία, αν και προβλέπονται ρητά από το νόμο, δεν ενημερώνεται (παρά μόνο τυπικά και προσχηματικά), όταν εισέρχεται στο νοσοκομείο (ενημέρωση για την οποία, μάλιστα,
προβλέπεται ότι συντάσσεται πρακτικό).
Ηταν επόμενο ότι, καθώς η λειτουργία του συστήματος, στην υλική του βάση, δεν άλλαξε, η ανάγκη αυτών των ρυθμίσεων δεν είχε έδαφος να ριζώσει. Ο ασθενής εξακολούθησε ν΄ αντιμετωπίζεται, στη πράξη, πέρα από διακηρύξεις στα χαρτιά και πέρα από καλές προθέσεις λειτουργών, και πάλι ως άτομο για το οποίο, επειδή δεν μπορεί να κάνει χρήση του λογικού, η έννοια «άσκηση δικαιωμάτων» δεν έχει νόημα. Εξακολουθεί να μη του δίνεται χώρος διαπραγμάτευσης για την νοσηλεία/θεραπεία, στην οποία πρέπει να υποβληθεί – και την οποία θα πρέπει, απλώς, να υποστεί. (Μάλιστα, ορισμένοι ψυχίατροι θεωρούν ότι η παρουσία του ασθενή στο δικαστήριο και η αναμόχλευση εκεί των διωκτικών του ιδεών και παραληρημάτων μπορεί να είναι επιζήμια για την ψυχική του υγεία και τις σχέσεις του με την οικογένειά του, ή τον όποιο «ενδιαφερόμενο τρίτο» έχει κινήσει τη διαδικασία της «ακούσιας νοσηλείας»).
Ετσι, νοοτροπίες, συμπεριφορές και πρακτικές, που είχαν εγκατασταθεί και λειτουργούσαν στη βάση της εφαρμογής του προηγούμενου νόμου, του 104/73 (αλλά και ανέκαθεν, πριν απ΄ αυτόν) όχι μόνο δεν έτειναν, βαθμιαία, να εξαφανιστούν, αλλά διαιωνίστηκαν. Οι εισαγγελικές/δικαστικές αποφάσεις εξακολούθησαν να λαμβάνονται με άξονα την επικινδυνότητα, η οποία (αν και στον 2071, άρθρο 95, παρ. 2, ΙΙ, ανάγεται, υπό την διατύπωση της «αποτροπής πράξεων βίας κατά του ιδίου ή τρίτων», σε έναν από τους λόγους της προσφυγής στην «ακούσια νοσηλεία»), συνέχισε να κυριαρχεί στο σκεπτικό δικαστών και εισαγγελέων, όπου πρωτεύουσα θέση έχει, όχι η πρόθεση του νόμου για «παροχή δικαστικής προστασίας» στον ασθενή απέναντι στην πιθανολογούμενη κατάχρηση της ψυχιατρικής εξουσίας, αλλά η άκριτη, μονόπλευρη και αδιαπραγμάτευτη εγγύηση της «ασφάλειας» των «τρίτων» και της «δημόσιας τάξης». Βέβαια, ο 2071, στο άρθρο 95, παρ. 2, Ι, προβλέπει, επίσης, την προσφυγή στη διαδικασία της «ακούσιας νοσηλείας» με γνώμονα το συμφέρον της ψυχικής υγείας του ψυχικά πάσχοντος, για το οποίο, λόγω της κατάστασής του, θεωρείται ότι δεν είναι σε θέση να κρίνει ο ίδιος - εισάγει, δηλαδή, το κριτήριο της «προστασίας της υγείας» και όχι μόνο αυτό της «επικινδυνότητας». Στην πράξη, όμως, η «επικινδυνότητα» παραμένει πάντα το πραγματικό ενδεχόμενο, που διαπερνά την κρίση του δικαστή (αλλά, πολύ συχνά και του ψυχιάτρου), παραμερίζοντας κάθε άλλη παράμετρο, στη βάση της κλασσικής εξίσωσης, που τη θεωρεί συνυφασμένη με τη βεβαίωση της ύπαρξης ψυχικής διαταραχής.
Μια βασική ρύθμιση του 2071, αυτή που αφορά τα εξιτήρια – η διασφάλιση, δηλαδή, ότι ο άρρωστος δεν θα ξεχνιέται μέσα στο άσυλο (η πρόβλεψη ότι η νοσηλεία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξη μήνες, ότι στους τρεις μήνες γίνεται σχετική έκθεση και ότι, παράταση πέραν των έξη μηνών, απαιτεί πιο πολύπλοκη διαδικασία κλπ) - λειτούργησε όχι τόσο λόγω εφαρμογής του νόμου, αλλά λόγω, αφενός, της αλλαγμένης νοοτροπίας και πρακτικής των ψυχιάτρων (εκτός των άλλων και για να εξασφαλίζουν ελεύθερο κρεβάτι - ή, έστω, «ελεύθερο ράντζο» - για την επόμενη εφημερία….) και αφετέρου, των επίσημων δεσμεύσεων για τη συρρίκνωση των ψυχιατρείων, για την οποία έχουν εγκριθεί και υλοποιούνται τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα.
Ο ν. 2071/92 προβλέπει ότι η εισαγωγή για εκούσια ή ακούσια νοσηλεία γίνεται σε «κατάλληλη Μονάδα Ψυχικής Υγείας» (ΜΨΥ). Πουθενά, όμως, δεν αναφέρει τι εννοεί ως κατάλληλη ΜΨΥ. Είναι η εισαγωγή σ΄ ένα υποβαθμισμένο τμήμα χρονίων ασθενών «κατάλληλη ΜΨΥ» ; Είναι, άραγε, κατάλληλη ΜΨΥ (πληροί, δηλαδή την κατάλληλη συνθήκη νοσηλείας) αυτή που (αναγκάζεται να) νοσηλεύει το ένα τέταρτο, ή και το ένα τρίτο, των ασθενών σε ράντζο ;
Υποτίθεται ότι «ψυχιατρική μεταρρύθμιση» θα σήμαινε την δημιουργία ενός τέτοιου πλέγματος εναλλακτικών απαντήσεων και πρόληψης της ψυχικής διαταραχής, ιδιαίτερα πρόληψης της υποτροπής, ή, έστω, πρόληψης των δραματικών μορφών υποτροπής, που θα μείωνε την ανάγκη χρήσης νοσοκομειακών κλινών – δεδομένου ότι άλλος είναι ο αριθμός κλινών που απαιτείται όταν δεν υπάρχει καμιά εναλλακτική απάντηση στην νοσοκομειακή νοσηλεία και άλλος όταν αναπτύσσεται ένα ολοκληρωμένο πλέγμα κοινοτικών υπηρεσιών, που παρέχουν ολόπλευρη και αναβαθμισμένη στήριξη και φροντίδα στον ψυχικά πάσχοντα. Τότε και μόνο τότε και στο βαθμό που αυτό αναπτύσσεται και λειτουργεί αποτελεσματικά, με την διοχέτευση των αναγκαίων πόρων και την ανάπτυξη της αντίστοιχης ψυχιατρικής κουλτούρας των λειτουργών, μόνο τότε μπορεί να γίνεται λόγος για αντίστοιχη μείωση των νοσοκομειακών κλινών.
Σχέδια επί χάρτου, που αγνοούν και δεν κάνουν τα αναγκαία, συγκεκριμένα, υλικά βήματα για την ανάπτυξη της κοινοτικής υποδομής, ενώ προχωρούν στην κατάργηση των νοσοκομειακών κλινών, δεν πρόκειται να κάνουν άλλο από το να μεταφέρουν την κρυμμένη αθλιότητα των ασύλων στο ανοιχτό και ορατό πεδίο της πόλης.
Αυτή τη στιγμή το πρόβλημα δεν είναι μόνο η κατάλληλη ΜΨΥ για τη νοσοκομειακή νοσηλεία, αλλά αυτή καθαυτή η ύπαρξη κλινών. Πράγμα που αποτελεί ένα καινούργιο πεδίο εμπλοκής / τριβής της Ψυχιατρικής με το Ποινικό/Δικαστικό σύστημα. Στο βαθμό που ο θεραπευτής θέλει να εφαρμόσει τη σύμφωνη με τις σύγχρονες επιστημονικές αρχές «καλή θεραπευτική πρακτική» και τους κανόνες της θεραπευτικής δεοντολογίας. Στο βαθμό που θέλει να σεβαστεί την πρόβλεψη του νόμου 2071, άρθρο 98, για τις «συνθήκες νοσηλείας, οι οποίες πρέπει να εξυπηρετούν τις ανάγκες θεραπείας…» (οι προϋποθέσεις και τρόπος εφαρμογής αυτών των μέσων καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού, που ακόμη αναμένεται…)
…ότι «Σε κάθε περίπτωση και σ΄ όλη τη διάρκεια της νοσηλείας πρέπει να επιδεικνύεται σεβασμός προς την προσωπικότητα του ασθενή»
…ότι «Οι περιορισμοί που επιβάλλονται στην ατομική ελευθερία του ασθενή προσδιορίζονται μόνο από τη κατάσταση της υγείας του και τις ανάγκες της νοσηλείας»
….όταν θέλει ο θεραπευτής να λειτουργήσει μ΄ αυτό τον τρόπο και δηλώνει ότι δεν υπάρχει κλίνη στο νοσοκομείο που να πληροί αυτές τις προϋποθέσεις, γιατί πρέπει να απειλείται από τον εισαγγελέα και από τον πρώτο τυχόντα αστυνομικό να τον συλλάβει;
Μέχρι τώρα, αν και υπήρξαν πολλές εισαγγελικές παρεμβάσεις για τον εξαναγκασμό γιατρών του ΕΣΥ να δεχτούν την «ακούσια νοσηλεία» ασθενών παρά την έλλειψη κλινών (όχι «κατάλληλων κλινών», αλλά, απλώς, «κλινών»…), δεν έγινε αντιληπτή καμιά αντίστοιχη παρέμβαση για τις «ακατάλληλες» συνθήκες νοσηλείας, τα ράντζα, το συνωστισμό, για την αθλιότητα, εν γένει, που επικρατεί στο σύστημα παροχής νοσοκομειακής περίθαλψης, η οποία είναι, ενίοτε, πολύ πιο επικίνδυνη από τη μη νοσηλεία ενός υπεράριθμου ασθενούς.
Είναι γιατί, προφανώς, στην κρίση δικαστών και εισαγγελέων κυριαρχεί η «επικινδυνότητα», αλλά και η αντίληψή τους για την Ψυχιατρική ως θεραπαινίδας της «δημόσιας τάξης» και όχι ως θεσμού θεραπευτικού και προαγωγής της ψυχικής υγείας.
Από την άλλη, τα αδιέξοδα που δημιούργησε ο ατελέσφορος τρόπος με τον οποίο έχει
προχωρήσει, μέχρι τώρα, η λεγόμενη «ψυχιατρική μεταρρύθμιση» και ο οποίος ευθύνεται πρωτίστως για το πρόβλημα των ράντζων και τη διαιώνιση του νοσοκομειοκεντρικού χαρακτήρα της ψυχιατρικής φροντίδας, χρησιμοποιείται ως δικαιολογία από όλους όσους, είτε ευθύνονται για το χαρακτήρα (στρεβλό και ασύμμετρο) που πήρε η «μεταρρύθμιση», είτε ήταν ανέκαθεν αντίθετοι σ΄ αυτήν, για να θέτουν αιτήματα προς την αντίθετη κατεύθυνση : διατήρηση των ψυχιατρείων και περισσότερα νοσοκομειακά κρεβάτια….
Στο βαθμό που «κατάλληλη μονάδα νοσηλείας» (ΜΨΥ) θα σήμαινε διασφάλιση των θεραπευτικών όρων και των δικαιωμάτων των ψυχικά πασχόντων, όταν έρχονται σε επαφή με (ή νοσηλεύονται σε) μια ΜΨΥ, ανοίγει ένα τεράστιο ζήτημα, που αφορά στο αυθαίρετο και κατασταλτικό καθεστώς που εξακολουθεί να επικρατεί (παρά τις όποιες διακηρύξεις) στις περισσότερες ΜΨΥ. Θα περιοριστούμε, εδώ, ν΄ αναρωτηθούμε : ψυχιατρική μεταρρύθμιση με μηχανικές καθηλώσεις και απομονώσεις – και μάλιστα, με το «παραμικρό» και με εντολή από τηλεφώνου, χωρίς παρουσία γιατρού; Ψυχιατρική μεταρρύθμιση με ασθενείς δεμένους στο κρεβάτι επί ημέρες ολόκληρες (ενίοτε και μήνες); Ψυχιατρική μεταρρύθμιση με κλειδωμένες πόρτες, με την απόλυτη αυθαιρεσία να κυριαρχεί ως προς το τι δικαιούται (και σε τι υποχρεούται) ένας ασθενής; Ψυχιατρική μεταρρύθμιση χωρίς μια σαφή διάκριση (και ταυτόχρονα ικανότητα για διάκριση από μεριάς των λειτουργών κάθε ειδικότητας) ανάμεσα στο τι κάποιος δικαιούται ως πολίτης, που είναι υπό την θεραπευτική φροντίδα μιας υπηρεσίας (ευγενική συμπεριφορά, διαθεσιμότητα, κατανόηση και κάλυψη των αναγκών του, διαπραγμάτευση αντί επιβολή κλπ) και ποιοι (και πώς) είναι οι περιορισμοί που είναι αυστηρώς προσδιορισμένοι από τις ανάγκες της θεραπείας; (η περαιτέρω διαπραγμάτευση των εξαιρετικά σημαντικών αυτών ζητημάτων, που ταλανίζουν όλες τις ΜΨΥ και η διαιώνισή τους διαψεύδει την όποια επίκληση για «ψυχιατρική μεταρρύθμιση» – γιατί, τι άλλο θα μεταρρύθμιζε η «μεταρρύθμιση» αν όχι ακριβώς αυτά – ξεφεύγει από τους στόχους του παρόντος).
Θα επικεντρωθούμε, τώρα, σε δύο ακόμα ζητήματα, στα οποία η Ψυχιατρική διασταυρώνεται, στην καθημερινή της πρακτική, με το Δίκαιο και τα οποία διέπονται από αντίστοιχες αντιφάσεις και αδιέξοδα.
Κατ΄ αρχήν, στις διατάξεις του Αστικού Κώδικα που προβλέπουν και ρυθμίζουν την άρση της «δικαιοπραξίας». Γνωρίζουμε ότι βάσει του νόμου 1447/96, άρθρο 13, περί «Δικαστικής Συμπαράστασης» (που αντικατέστησε τα προηγούμενες ρυθμίσεις του Α.Κ. για «δικαστική αντίληψη» και «απαγόρευση»), η δικαιοπραξία ενός ατόμου αίρεται (εν όλω ή εν μέρει, ή αναφορικά με ορισμένες δικαιοπραξίες) με δικαστική απόφαση, 1) όταν λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή λόγω σημαντικής αναπηρίας αδυνατεί εν όλω ή εν μέρει να φροντίζει μόνος του τις υποθέσεις του και 2) όταν λόγω ασωτίας, τοξικομανίας ή αλκοολισμού εκθέτει στον κίνδυνο της στέρησης τον εαυτό του, το σύζυγό του, τους κατιόντες ή τους ανιόντες του». Το γεγονός ότι ο νόμος αυτός δίνει τη δυνατότητα πιο ευέλικτων αποφάσεων, σε σχέση με προηγούμενα, έτσι ώστε να μπορούν να αρθούν, εν όλων ή εν μέρει, ορισμένες μόνο δικαιοπραξίες και μάλιστα, άλλες εν όλω και άλλες εν μέρει, θα μπορούσε ν΄ αποτελεί μια πρόοδο αν προβλέπονταν και οι μηχανισμοί για την ουσιαστικοποίηση και την υλοποίηση αυτών των ρυθμίσεων. Αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει, όπως δείχνει και το γεγονός της επιδερμικής, ή καθόλου, εφαρμογής της πρόβλεψης για την ανάγκη έκθεσης της κοινωνικής υπηρεσίας για την άρση ή μη της δικαιοπραξίας, αντί για την απλή ψυχιατρική γνωμάτευση που προβλεπόταν προηγούμενα. Αυτή η κατ΄ αρχήν θετικότερη, σε σχέση με το παρελθόν, πρόβλεψη ακυρώνεται στη πράξη και αποκτά προσχηματικό χαρακτήρα, μέσω της γνωστής (και από τον 2071) τακτικής να εφαρμόζεται, υπό το κάλυμμα των νέων νομικών ρυθμίσεων, η παλιά πρακτική.
Μολονότι προβλέπεται ότι η «δικαστική συμπαράσταση» αίρεται όταν εκλείψουν οι λόγοι που την προκάλεσαν (αρ. 1685), στη πράξη αυτό σπάνια συμβαίνει. Ούτως ή άλλως, το άρθρο, αντί να παράσχει μιαν ουσιαστική ρύθμιση στο πιο κρίσιμο ζήτημα- κρισιμότερο από την ίδια την άρση της δικαιοπραξίας, που είναι ακριβώς η «άρση της άρσης» - δηλώνει, απλώς, ότι «η δικαστική συμπαράσταση αίρεται με απόφαση του δικαστηρίου ύστερα από αίτηση των προσώπων που μπορούν να τη ζητήσουν ή και αυτεπαγγέλτως». Ποια είναι τα άτομα που μπορούν να τη ζητήσουν; Στην πραγματικότητα, η άρση της δικαιοπραξίας σηματοδοτεί, συνήθως, μια μόνιμη απώλειά της για τον ψυχικά πάσχοντα και είναι πολύ σπάνιο να βρεθούν άτομα που (είτε να «θέλουν», είτε να «μπορούν») «να τη ζητήσουν».
Παρόλο που με το νόμο για τη «Δικαστική Συμπαράσταση» προβλέπεται κάποιος ελεγκτικός μηχανισμός για την επίβλεψη της λειτουργίας των «συμπαραστατών», αποτελούμενος από ένα εποπτικό συμβούλιο τριών έως πέντε μελών (από συγγενείς ή φίλους του «συμπαραστατουμένου»), στην πράξη, η λειτουργία αυτών των ρυθμίσεων καθίσταται τελείως επιδερμική. Είναι γνωστή η «βιασύνη» (η ρουτίνα, η αδιαφορία, ο διεκπεραιωτικός τρόπος) με τον οποίο τα δικαστήρια εκδικάζουν τέτοια ζητήματα - χωρίς, δηλαδή, την εξασφάλιση μιας, όσο το δυνατό, πιο στενής (πολύπλευρης, βαθύτερης) σχέσης ανάμεσα στο δικαστή και στο υπό «δικαστική συμπαράσταση» (μερική ή ολική) υποκείμενο και τις ανάγκες του, μέσα από μια προσεκτική εξέταση της κατάλληλης, αληθινής και αυθεντικής πραγματογνωμοσύνης.
Εξαιτίας αυτού, αν και γίνεται αναφορά στο κείμενο του νόμου, στην πράξη δεν υπάρχει μέριμνα και διαδικασίες για την επιλογή των πιο κατάλληλων ατόμων για το ρόλο του «δικαστικού συμπαραστάτη» και δεν διασφαλίζεται το ζητούμενο, ότι, δηλαδή, αυτός θα λειτουργεί στην κατεύθυνση της κατανόησης και της εξυπηρέτησης των αναγκών του «συμπαραστατούμενου ατόμου». Το άρθρο 1684 αναφέρει, μεν, ότι «όλες οι πράξεις του «δικαστικού συμπαραστάτη», του εποπτικού συμβουλίου ή του δικαστηρίου πρέπει να αποβλέπουν στο συμφέρον του «συμπαραστατούμενου». Πριν από κάθε ενέργεια ή απόφαση, πρέπει να επιδιώκεται η προσωπική επικοινωνία με τον «συμπαραστατούμενο» και να συνεκτιμάται η γνώμη του», αλλά δεν προβλέπεται τίποτα το σαφές ως προς τα προσόντα που συγκροτούν την ικανότητα και την επάρκεια του «συμπαραστάτη» να κατανοεί τις ανάγκες του «συμπαραστατούμενου», καθώς και της ανταπόκρισής του στον εν λόγω ρόλο - ούτε ως προς την ακύρωση του διορισμού ενός ακατάλληλου «συμπαραστάτη».
Η ακύρωση του διορισμού ενός «συμπαραστάτη» θα έπρεπε να προβλέπεται όχι μόνο όταν διαπιστώνεται ανοιχτός σφετερισμός των περιουσιακών στοιχείων (ακόμα και σ΄ αυτή την περίπτωση, σπάνια γίνεται προσφυγή για ακύρωση), αλλά και όταν αυτός καθυστερεί, μέχρι ματαίωσης, την ικανοποίηση των αναγκών του «συμπαραστατούμενου» και του παρέχει, σε καθημερινή βάση, ένα επίπεδο ζωής πολύ κατώτερο, ή ποιοτικά διαφορετικό, απ΄ αυτό που δικαιολογεί η περιουσιακή κατάσταση του τελευταίου.
Από την άλλη, δεν υπάρχει καμιά ευελιξία για την αντιμετώπιση καταστάσεων ψυχικής υγείας «ενδιάμεσων»- δηλαδή, τέτοιων που κάνουν το άτομο, σταθερά και περιοδικά, να κυμαίνεται ανάμεσα σε καταστάσεις κρίσης (επιδείνωσης της ψυχικής του δυσφορίας, υποτροπών) και καταστάσεις που είναι καλά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι κρίσεις μανίας, αλλά και πολλές καταστάσεις ψυχωτικές, οριακές και άλλες. Πρόκειται, δηλαδή, για άτομα που οι νοητικές και βουλητικές τους λειτουργίες δεν επηρεάζονται τόσο πολύ ώστε να έχουν υποστεί στο παρελθόν ή να προβλέπεται ότι θα υποστούν στο μέλλον άρση της δικαιοπρακτικής τους ικανότητας. υπό τη μορφή της μερικής ή ολικής συμπαράστασης. Και όμως, τα άτομα αυτά δεν κινδυνεύουν μόνο από μια πιθανή ακύρωση της νομικής τους υπόστασης, αλλά και από μια άλλη μοίρα, αυτή της εγκατάλειψης. Χρειάζεται, επομένως, μια πρόβλεψη που θα μπορεί στη μεγαλύτερη διάρκεια του χρόνου να μένει ανενεργής, αλλά που, σε ορισμένες στιγμές, ή μικρές περιόδους, να δραστηριοποιείται (με ταχείες διαδικασίες) για ορισμένες ενέργειες που το άτομο δεν θα μπορεί να κάνει μόνο του, ή που θα τις κάνει με τρόπο που θα απειλείται ανεπανόρθωτη βλάβη των συμφερόντων του.
Η «επικινδυνότητα» κατέχει, προφανώς, την πρωτοκαθεδρία στον Ποινικό Νόμο, άρθρα 34, 69 και 70 του ΠΚ. Εδώ, το δικαστικό σύστημα, που ρουτινιάρικα επικυρώνει και διεκπεραιώνει τους εγκλεισμούς του 2071, αποθεώνει την φυλακτική λογική εις βάρος της θεραπείας. Ενώ το άρθρο 34 ΠΚ χαρακτηρίζει τον ασθενή, που έχει διαπράξει αδίκημα, ως «ακαταλόγιστο» και τον απαλλάσσει, δηλαδή τον «αθωώνει» «λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών του λειτουργιών», τα άρθρα 69 και 70 ΠΚ προβλέπουν ασφαλιστικά μέτρα, πρώτον, θεραπείας και δεύτερον, φύλαξης για ένα άτομο εν δυνάμει επικίνδυνο.
Θεραπεία και επικινδυνότητα σε αντίφαση μεταξύ τους, με την φύλαξη να πνίγει την θεραπεία, που, στη σύγχρονη ψυχιατρική, είναι αδιανόητη χωρίς εξόδους (μέσω αδειών, με συνοδεία κλπ) από το Ψυχιατρείο, χωρίς κοινωνικοποιητικές εν γένει δραστηριότητες. Αλλά ο νόμος ακυρώνει ακριβώς τις προϋποθέσεις της θεραπείας, απηχώντας τη θεραπευτική λογική της εποχής στην οποία θεσμοθετήθηκε : πρώτα θεραπεία και μετά έξοδος. Ο νόμος (και κατ΄ επέκτασιν ο δικαστής που τον εφαρμόζει) δεν ενδιαφέρεται για το γεγονός ότι το Ψυχιατρείο δεν μπορεί να επιτελέσει λειτουργίες φύλαξης παρά μόνο αν κλειδαμπαρωθεί, ότι η λειτουργία του είναι, εξ΄ αντικειμένου, αρκετά «χαλαρή» σε σχέση με τις οποιεσδήποτε απαιτήσεις μιας φυλακτικής λειτουργίας.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, το άρθρο 70 παρ. 2 τονίζει ότι «η φύλαξη συνεχίζεται για όσο χρόνο το επιβάλλει η δημόσια ασφάλεια». Ετσι, από «θεραπευτικό» μέτρο στην κατεύθυνση της φύλαξης, το ασφαλιστικό μέτρο του άρθρου 69 μετατρέπεται, ουσιαστικά, σε «ποινή» και μάλιστα τέτοια, ώστε το πότε θα λήξει, εξαρτάται, αφενός από τον ψυχίατρο (όταν, προφανώς, κρίνει ότι «έγινε καλά», ότι δεν είναι πια «επικίνδυνος») και, αφετέρου, από τον δικαστή, που όταν έρθει η ώρα να κρίνει την «απόλυση» ενός ασθενή, αυτό που θα βαρύνει, είναι η κοινωνική επικινδυνότητα, ενίοτε στην πιο κραυγαλέα (ανεύθυνη και ανερμάτιστη) μορφή της.
Οι «λύσεις» που «συζητούνται», είναι είτε η ίδρυση, γι΄ αυτούς τους ασθενείς, ενός ειδικού τμήματος μέσα στο ψυχιατρείο, ή η δημιουργία ειδικών ψυχιατρείων για την κράτησή τους, ανεξάρτητων από τα υπάρχοντα ψυχιατρεία. Ορισμένοι, μάλιστα, δεν θ΄ απέκλειαν και τη λύση του ψυχιατρείου των φυλακών Κορυδαλλού. Σε κάθε περίπτωση, θα πρόκειται για «λύση» διαχειριστικού χαρακτήρα, υπό το κράτος της συγκυριακής πίεσης (πιθανώς με τη συνήθη, σ΄ αυτές τις περιπτώσεις, προχειρότητα), αλλά ενταγμένη, ωστόσο, ως περιεχόμενο, στις ανάγκες και στις λογικές διαχείρισης και ελέγχου κάθε παράγοντα «κοινωνικής αταξίας», που διέπουν τη σύγχρονη βιο-πολιτική και τη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού.
Καθώς σήμερα, τα όρια ανάμεσα στον κοινωνικό αποκλεισμό και τον εγκλεισμό είναι πολύ λεπτά, όσο περισσότερο βαθαίνει ο αποκλεισμός, τόσο περισσότερο τα αποκλεισμένα άτομα κινδυνεύουν να καταλήγουν πιο συχνά (ή εκ νέου) στον εγκλεισμό. Οι επικρατούσες σήμερα επιλογές διεθνώς, ιδιαίτερα των δυτικών χωρών που ηγούνται στη σημερινή φάση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, κυμαίνονται από την αναδιάταξη του αποκλεισμού και την εκ νέου οικοδόμηση αποθηκών και θυλάκων διαφόρων μορφών εγκλεισμού.
Καθώς, όπως γράφει ο Zygmunt Bauman, «οι θεσμοί του ‘κράτους πρόνοιας’ βαθμιαία αποδιαρθρώνονται και καταργούνται…οι προστατευτικές λειτουργίες του κράτους περιορίζονται πλέον σε μια μικρή μειονότητα αναπήρων και ανίκανων προς εργασία - παρότι και αυτή ακόμα η μειονότητα τείνει πλέον να κατηγοριοποιείται όχι υπό όρους κοινωνικής φροντίδας, αλλά υπό όρους νόμου και τάξης. Ετσι, η αδυναμία να συμμετέχει κανείς στο παιχνίδι της αγοράς τείνει ολοένα περισσότερο να θεωρείται έγκλημα».
Αυτή η κατάσταση έχει ως συνέπεια, το φάσμα των επίσημων επιλογών και για τους ψυχικά πάσχοντες που κρίνονται «επικίνδυνοι», να περιορίζεται αναπόφευκτα εντός των πλαισίων που καθορίζουν αυτές ακριβώς οι γενικότερες κατευθύνσεις των σύγχρονων εξουσιαστικών μηχανισμών, που διακατέχονται από την «εμμονή» και λειτουργούν με άξονα την «ασφάλεια» κατά των «εσωτερικών και εξωτερικών κινδύνων», με την όρθωση τειχών κατά του κάθε είδους «διαφορετικού», στην κατεύθυνση μιας διακυβέρνησης υπό καθεστώς «έκτακτης ανάγκης» και «μηδενικής ανοχής», με την κατασκευή και επιβολή ειδικών «τρομονόμων», που συνεπάγονται τη δραστική συρρίκνωση των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Οι μεταρρυθμίσεις των μεταπολεμικών χρόνων μεταστρέφονται, στη μια δυτική χώρα μετά την άλλη, σε αντιμεταρρυθμίσεις. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, η κυβέρνηση Μπλερ επιχειρεί να μεταρρυθμίσει τον βρετανικό νόμο για την ψυχική υγεία σε αντιδραστική κατεύθυνση, προβλέποντας, αφενός, υποχρεωτική θεραπεία των ασθενών, που διαμένουν στο σπίτι τους και αφετέρου, τον εγκλεισμό των ατόμων με ψυχοπαθητική προσωπικότητα στο ψυχιατρείο, ακόμα και όταν δεν έχουν διαπράξει κανένα αδίκημα, ακόμα και όταν, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των ατόμων αυτών, δεν αναμένεται βελτίωση της ψυχικής τους κατάστασης. Στις ΕΠΑ, (στα πλαίσια μιας γενικότερης σκλήρυνσης του Ποινικού Συστήματος, που, μεταξύ άλλων, «φιλοξενεί» στις φυλακές ένα μεγάλο αριθμό ψυχικά πασχόντων και φτωχών) η βαρβαρότητα της θανατικής ποινής δεν σταματά ούτε μπροστά στο πολύ νεαρό της ηλικίας, ούτε μπροστά στην ψυχική αρρώστια και στη νοητική καθυστέρηση (άτομα νοητικά καθυστερημένα στέλνονται, το ένα πίσω από το άλλο, στην ηλεκτρική καρέκλα).
Το πρόβλημα, ωστόσο, των ψυχικά πασχόντων, που διαπράττουν εγκληματικές πράξεις χρειάζεται απάντηση (όπως, άλλωστε, όλες οι ανάγκες τους) και όχι «διαχείριση» και «τακτοποίηση». Μπορεί ν΄ αρχίσει να γίνεται κατανοητό στις πραγματικές του διαστάσεις (χωρίς ποτέ να επιδέχεται εύκολες και μονόπλευρες λύσεις) μόνο αν επιχειρήσουμε να το αντιμετωπίσουμε στη ρίζα του, στο πώς, δηλαδή, βλέπουμε τον ψυχικά πάσχοντα : ως ανεύθυνο (με νομική υπόσταση υπό αίρεση ή πλήρως ακυρωμένη), ή ως «υποκείμενο ευθύνης», αν και άρρωστο – το οποίο η αρρώστια, ωστόσο, δεν ακυρώνει ως υποκείμενο ;
Η σχέση ανάμεσα στην υποκειμενικότητα και την ευθύνη, από τη μια και στην τρέλα,
από την άλλη, είναι μια σχέση αμοιβαίου, απόλυτου και παντοτινού αποκλεισμού, ή μια σχέση, της οποίας πρέπει να αναζητείται πάντα η ιδιαίτερη διαλεκτική, η ειδική συνάρθρωση των μερών της; Η τρέλα ακυρώνει πλήρως (έστω κι΄ αν, μερικές φορές, αναμφισβήτητα «θολώνει») το υποκείμενο (το πρόσωπο), ή είναι ένας τρόπος που αυτό «τίθεται απέναντι τον κόσμο και στους άλλους» (ένα τρόπος «δύσκολος» μεν, αλλά όχι «πέραν της δυνατότητας» για επικοινωνία και κατανόηση);
Περισσότερο από το να «προστατεύει» τον ασθενή, ο χαρακτηρισμός (και η αντίστοιχη θεσμική μεταχείριση) του «ακαταλόγιστου» συμβάλλει, αντίθετα, στην ακύρωση της υποκειμενικότητάς του και, έτσι, στην αδυναμία του ν΄ αναγνωρίσει το νόημα των πιο δραματικών και ζοφερών πτυχών, αλλά ίσως και των πιο «ιστορικών» («σημαδιακών») στιγμών της ίδιας της ύπαρξής του. Οσο πιο ανεύθυνο τον θεωρούμε, όσο λιγότερο του «καταλογίζουμε» την πράξη του, τόσο περισσότερο δυσκολεύουμε όχι μόνο την ανάληψη της ευθύνης γι΄ αυτήν, αλλά, ενίοτε, την ίδια την αναγνώριση της πράξης ως δικής του πράξης, της υπόστασης και του νοήματός της, καθώς και των προσωπικών, σχεσιακών, ηθικών και κοινωνικών της συνεπειών.
Αποτελεί μιαν εξαιρετικά απλοϊκή (γραμμική και μονόπλευρη) προσέγγιση η απόδοση της όποιας παραβατικής πράξης στην ψυχοπαθολογία και μόνο και στα «μυστήρια της ψύχωσης». Αντίθετα, αυτή είναι, συνήθως, προϊόν της αλληλεπίδρασης του πάσχοντος με το «πλαίσιό» του, αντίδραση ενός ατόμου - με νοσηρές οπωσδήποτε, σε άλλοτε άλλο βαθμό και σε άλλοτε άλλη ένταση, λειτουργίες - σε μιαν εξουσιαστική, καταπιεστική, πνιγηρή καθημερινότητα : μόνο στη βάση του «πλαισίου» μπορεί ν΄ αναδυθεί το νόημά της. Η απόδοση ευθύνης έχει ακριβώς να κάνει μ΄ αυτό το σχεσιακό χαρακτήρα της πράξης (την εκτύλιξη και την εξήγησή της στη βάση του «πλαισίου»), όπου ο ασθενής αναγνωρίζεται και λειτουργεί ως «κοινωνικό υποκείμενο», παρά τη νοσηρή του διαταραχή.
Η ταύτιση της τρέλας με το «ακαταλόγιστο» δεν κάνει άλλο από το να συμβάλλει στο μύθο της «ανευθυνότητας» και της «επικινδυνότητας» του τρελού – και όχι μόνο του τρελού που διαπράττει παραβατικές πράξεις. Ο κοινωνικός στιγματισμός και η κοινωνική περιθωριοποίηση, που αυτή η κοινωνική στάση και προκατάληψη έχουν ως συνέπεια, οδηγεί στον ασθενή να τείνει να συμπεριφέρεται σύμφωνα με την ετικέτα που του έχουν αποδώσει (labeling), δηλαδή, ως ανεύθυνος, αναξιόπιστος και, εν πάσει περιπτώσεις, ως κάποιος που οι παραβατικές/εγκληματικές του πράξεις δεν θα έχουν ποινικές συνέπειες
Το πρόβλημα των λεγόμενων «ακαταλογίστων» είναι, σε τελευταία ανάλυση, το πρόβλημα της τρέλας και, επομένως, στην καρδιά των προβλημάτων της Ψυχιατρικής. Είναι, εκτός από επιστημονικό, ένα, επίσης, βαθιά κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα – και η όποια συγκυριακή λύση δεν πρόκειται να κάνει άλλο από να το διαχειριστεί προσωρινά - από «υπουργείο σε υπουργείο», μέχρι και η νέα λύση να καταλήξει στα ίδια και χειρότερα αδιέξοδα. Αυτό που χρειάζεται δεν είναι να βρεθεί ο καταλληλότερος χώρος εγκλεισμού, αλλά η ριζική αλλαγή της αντιμετώπισης των ψυχικά πασχόντων παραβατών και της ποινικής τους μεταχείρισης.
Το άρθρο 36 του Π.Κ. προβλέπει τον «μερικό καταλογισμό». Αυτό δίνει τη δυνατότητα επεξεργασίας μια ποινικής αντιμετώπισης των ψυχικά πασχόντων η οποία, πλην σπανίων περιπτώσεων, δεν θ΄ απαλείφει πλήρως τον καταλογισμό, αλλά θα προβλέπει την επιβολή μιας ποινής, με άλλοτε άλλου βαθμού μειωμένο καταλογισμό και με σοβαρά ελαφρυντικά. Αυτή η ποινή δεν θα πρέπει επ΄ουδενί να εκτίεται στις φυλακές, ούτε, όμως, στο ψυχιατρείο.
Δεν θα πρέπει, επίσης, να προβλέπεται η έκτισή της σε «ειδικά καταστήματα» (εντός ή εκτός των ψυχιατρείων ή των φυλακών). Δεν είναι μόνο η θλιβερή εμπειρία της γνωστής λειτουργίας των τμημάτων «κρατουμένων» ή «ακαταλογίστων» (σε ΨΝΑ και ΨΝΘ) – είναι, πρωτίστως, η επιστημονική μας (πλέον) γνώση ότι ένα ψυχιατρικό τμήμα ή ένα ανεξάρτητο κλειστό ψυχιατρικό κατάστημα, που θα λειτουργεί στην φυλακτική λογική (με όσες ρητορικές διακηρύξεις περί εισαγωγής θεραπευτικών δεδομένων κι΄ αν ξεκινήσει η λειτουργία του), θα μετατραπεί νομοτελειακά, από την ίδια τη φύση του, σ΄ ένα σκληρό, αυταρχικό πλαίσιο, με πρώτο μέλημα την πειθαρχημένη διαβίωση ενός εκρηκτικού μείγματος εγκλείστων (πιθανώς, μάλιστα και συνεχώς αυξανόμενου σε αριθμό). Θα είναι ένα ολοπαγές ίδρυμα (total institution), στην κατεύθυνση, μάλιστα, της τυπολογίας της φυλακής μάλλον, παρά του ψυχιατρείου.
Θα μπορούσε, ωστόσο, να προβλεφθεί η θεσμοθέτηση εναλλακτικής ποινικής μεταχείρισης (εκτός φυλακής) τουλάχιστον των ατόμων με σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας (αλλά και άλλων κατηγοριών του πληθυσμού, σε μια λογική γενικότερου εξανθρωπισμού και εκδημοκρατισμού ενός βάρβαρου και απάνθρωπου σωφρονιστικού συστήματος).
Η εναλλακτική σωφρονιστική μεταχείριση θα πρέπει, απαραίτητα, να είναι συνδεδεμένη με την παροχή υπηρεσιών ψυχικής υγείας (με την ολόπλευρη κάλυψη από μια κοινοτική υπηρεσία ψυχικής υγείας) η οποία θα μπορεί να περιλαμβάνει και τη νοσηλεία (στο βαθμό που αυτή χρειάζεται και με τους ίδιους όρους, σκεπτικό και προϋποθέσεις, όπως ισχύει με κάθε άλλο ψυχικά πάσχοντα).
Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, ενώ η φυλάκιση δεν μπαίνει καν σε συζήτηση γιατί, μεταξύ άλλων, είναι μια συνθήκη ακραία επιβαρυντική για τη ψυχική υγεία (και όχι μόνο των ψυχικά πασχόντων), η πρόβλεψη, από την άλλη, από μια σειρά άρθρων (37-40) του Π.Κ, να επιβάλλονται ποινές φυλάκισης που εκτίονται στο ψυχιατρείο (μπορεί να φτάσουν μέχρι και τα 15 χρόνια), είναι, επίσης, μια απαράδεκτη διαδικασία η οποία (εκτός από το ό,τι προσφέρεται για παραπλανητική χρησιμοποίησή της για την αποφυγή της φυλακής απ΄ όσους έχουν τα «μέσα»), χρησιμοποιεί το ψυχιατρείο ανοιχτά ως φυλακή. Τέτοιες διατάξεις πρέπει, προφανώς, να καταργηθούν.
Συμπερασματικά, το ζήτημα δεν απλώς η ανεύρεση του καταλληλότερου τρόπου εγκλεισμού των παραβατών που πάσχουν από σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας, αλλά η ριζική μεταρρύθμιση του ίδιου του Ποινικού Κώδικα (άρθρα 34, 69, 70 κλπ) και η αλλαγή της κουλτούρας των επαγγελματιών ψυχικής υγείας (και πρώτων των ψυχιάτρων) και των δικαστών και εισαγγελέων, ως προς την ευκολία ν΄ ακυρώνουν την υποκειμενικότητα και ν΄ ανευθυνοποιούν τους ψυχικά πάσχοντες, μέσα από αποφάσεις, γνωματεύσεις και πραγματογνωμοσύνες.
Μέσα στις συνθήκες της πρωτοφανούς κρίσης που διαπερνά το Δικαστικό Σύστημα και της αποτελμάτωσης στο χώρο της Ψυχικής Υγείας, θα υπέθετε κανείς ότι η παραδοσιακά «ασθενής» επικοινωνία ανάμεσά τους δεν έχει και πολλές ελπίδες να καρποφορήσει σήμερα, που ο καθένας έχει πολλά να τακτοποιήσει στα του οίκου του… Κι΄ όταν λέμε επικοινωνία, εννοούμε ουσιαστικό διάλογο και όχι την (κάτω από νέους «επικοινωνιακούς» όρους) ανανέωση της πατροπαράδοτης «ιερής συμμαχίας» μεταξύ τους για μια διαχειριστικού τύπου αναδιευθέτηση της «τοποθέτησης» των ψυχικά πασχόντων του άρθρου 69.
Προσπάθειες διαλόγου έχουν γίνει στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν, αλλά είτε απέτυχαν, είτε εκτονώθηκαν σε ρητορείες. Ζητούμενο ήταν ανέκαθεν πώς θα μπορούσε να υπάρξει μια πραγματική γέφυρα ανάμεσα σε χώρους που εκκινούν από διαφορετικές αφετηρίες, μολονότι οι πρακτικές τους διασταυρώνονται στη ρύθμιση της διαδρομής (και της μοίρας) ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων μέσα στο ψυχιατρικό και στο ποινικό σύστημα. Οι μεν επικαλούνται ότι προασπίζουν δικαιώματα, οι δε την υγεία. Οι πρώτοι επιρρίπτουν στους άλλους ότι οι ορισμοί τους για την ψυχική αρρώστια και την επικινδυνότητα είναι αόριστοι και ασαφείς, ενώ οι δεύτεροι επιρρίπτουν στους πρώτους ότι οι δικοί τους ορισμοί διέπονται από μια ακαμψία, που ακυρώνει την πολυπλοκότητα της ψυχικής διαταραχής.
Το σίγουρο είναι ότι, ανεξάρτητα από τις όποιες ρητορείες, η μοίρα των ψυχικά πασχόντων (ιδιαίτερα αυτών που ανήκουν στα πιο φτωχά στρώματα ) είναι πέραν των ορισμών και των διατάξεων, πέραν των νόμων, παλιών ή καινούργιων. Επείγει, λοιπόν, το άνοιγμα μιας σοβαρής συζήτησης για το ζήτημα των δικαιωμάτων και των σχέσεων Ψυχιατρικής και Ποινικού/δικαστικού Συστήματος, όχι τόσο (και οπωσδήποτε όχι μόνο) ανάμεσα στα εκατέρωθεν «επίσημα σώματα», αλλά, πρωτίστως, ανάμεσα στους λειτουργούς που είναι στην πρώτη γραμμή και από τις δύο πλευρές : ανάμεσα σε λειτουργούς ψυχικής υγείας, προοδευτικούς και ευαισθητοποιημένους νομικούς, συλλόγους οικογενειών και «χρηστών», φορείς που παλεύουν για δικαιώματα και κατά των κάθε είδους διακρίσεων, συνδικάτα και άλλους. Μια τέτοια συζήτηση θα έπρεπε ν΄ αναδείξει τη σημασία της συγκρότησης εκείνου του συλλογικού υποκειμένου το οποίο (όπως αναφέρθηκε στη αρχή) ως κίνημα, θα διεκδικήσει αναγνώριση και διεύρυνση των δικαιωμάτων των ασθενών, αξιοπρέπεια και όρους ποιοτικής προσφοράς των λειτουργών, αλλά και τους υλικούς όρους που θα έκαναν δυνατή την εφαρμογή τους.
Βιβλιογραφικές αναφορές
1.«Τετράδια Ψυχιατρικής» Νο 46 (αφιέρωμα Ψυχική Υγεία – Νομικό πλαίσιο), 1994
2.«Τετράδια Ψυχιατρικής» Νο 60 (αφιέρωμα Ψυχική Υγεία και Δικαιώματα), 1997
3. Μίλτου Λειβαδίτη : «Ψυχιατρική και Δίκαιο», εκδ. Παπαζήση, 1994.
4. Paolo Cendon : “Una terapia per il dirito”, στη συλλογική έκδοση (πρακτικά συνεδρίου) “La pratica terapeutica tra modello clinico e riproduzione sociale”, Centro di documentazione di Pistoia Editrice, 1987.
5. Zygmunt Bauman : « Σπαταλημένες ζωές - οι απόβλητοι της νεωτερικότητας», εκδ.
Κατάρτι, 2005.
Θ. ΜΕΓΑΛΟΟΙΚΟΝΌΜΟΥ
Ευτύχης Φυτράκης*
____________________
Η ακούσια νοσηλεία σήμερα:
Μια μαύρη τρύπα στο κράτος δίκαιου
Ι. Ποιος νοιάζεται;
Όποιος επιστήμονας γραφείου επιχειρήσει να σχηματίσει εικόνα για τους ακούσιους ψυχιατρικούς ασθενείς σίγουρα θα μείνει πολύ ευχαριστημένος: Η ελληνική νομοθεσία είναι όχι μόνο σύγχρονη αλλά και από τις πλέον προοδευτικές της Ευρώπης, οι ψυχίατροι πάντα συμφωνούν στην εκτίμησή τους για τα περιστατικά, οι εισαγγελείς πάντα συμφωνούν με την εκτίμηση αυτή των γιατρών, οι ασθενείς ή οι συγγενείς τους δεν εναντιώνονται, τα δικαστήρια ποτέ δεν απορρίπτουν τις σχετικές αιτήσεις για ακούσια νοσηλεία, οι ασθενείς δεν χρειάζεται να εμφανιστούν στο δικαστήριο, ποτέ δε διορίζουν δικηγόρο για να αντιλέξει, ούτε χρειάζονται τη βοήθεια εξωτερικού ψυχιάτρου που να πει κάτι διαφορετικό και, τέλος, ποτέ δεν αμφισβητούν τις δικαστικές αποφάσεις εγκλεισμού. Άλλωστε, η Ελλάδα ποτέ δεν έχει καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για υπόθεση ψυχικά ασθενούς. Αλλά ούτε και οικογένειες, φίλοι, υποστηρικτές ή ΜH.ΚY.Ο. φαίνεται να διαμαρτύρονται για τους έγκλειστους ψυχασθενείς και τη μεταχείριση που αυτοί έχουν! Εξάλλου, δεν υπάρχει κάποιος λόγος που να κινεί το ενδιαφέρον ενός νομικού, εν προκειμένω, ως αντικείμενο δικηγορικής ύλης ή πανεπιστημιακής διδασκαλίας; Άρα, όλα λειτουργούν τόσο συναινετικά και όμορφα! Ποιος νοιάζεται λοιπόν; Ας τα πάρουμε από την αρχή!
ΙΙ. Οι ελπίδες (του ν. 2071/92) που γρήγορα διαψεύστηκαν!
Ο ακούσια νοσηλεία προσλαμβάνεται από τους αστικολόγους ως «προστατευτικός θεσμός», από του ποινικολόγους ως «κύρωση» ενώ από ένα δημοσιολόγο ως διοικητική διαδικασία. Σε κάθε περίπτωση όμως συνιστά μια διπλή ρωγμή στα δικαιώματα του ανθρώπου: στέρηση της ελευθερίας και υποβολή σε ιατρικές πράξεις χωρίς συναίνεση[1]. Όμως, η στέρηση τη ελευθερίας ενός ατόμου αποτελεί βάναυση προσβολή ατομικού δικαιώματος και επιβάλλεται μόνο για την τέλεση εγκλήματος αφού μάλιστα μεσολαβήσει καταδικαστική απόφαση. Γι’ αυτό, η ακούσια νοσηλεία, στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, αντιμετωπίζεται κυρίως ως μορφή στέρησης της ελευθερίας, όπως η φυλάκιση[2]. Από την άλλη πλευρά, βασικός όρος για τη διενέργεια ιατρικών πράξεων αποτελεί η προηγούμενη συναίνεση του ασθενούς. Χωρίς αυτήν, η ιατρική πράξη αποτελεί, κατ’ αρχήν τουλάχιστον, εγκληματική πράξη (π.χ. σωματική βλάβη)[3]. Αντίθετα, σύμφωνα με το νομοθετικό ορισμό (άρθρ. 95 § 1 ν.2071/92) "Ακούσια νοσηλεία είναι η χωρίς τη συγκατάθεση του ασθενή εισαγωγή και παραμονή του, για θεραπεία σε κατάλληλη Μονάδα Ψυχικής Υγείας"[4].
Αρχικά με το ν. ΨΜΒ΄/1862[5] και στη συνέχεια με το ΝΔ 104/1973 ρυθμίστηκε το ζήτημα της ακούσιας νοσηλείας των ψυχικά ασθενών στα ειδικά ιδρύματα ή, με την γλώσσα της εποχής, οργανώθηκαν τα σχετικά με την «περισυλλογήν και περίθαλψιν» των «φρενοπαθών». Με τη νομοθεσία αυτή δημιουργήθηκε ένα μοντέλο αναγκαστικού εγκλεισμού στο οποίο ο (ψυχικά ασθενής) άνθρωπος καθίστατο ουσιαστικά έρμαιο στα χέρια των ψυχιάτρων μα και των διοικητικών παραγόντων. Έτσι κάθε πολίτης μπορούσε με μια ευτελέστατη "διαδικασία" να στερηθεί την ελευθερία του και να υποστεί μια "λεπτή" νοσηλεία, χωρίς καμιά βεβαιότητα για το θεμιτό της στέρησης και το αναγκαίο της νοσηλείας. Χωρίς τέλος καμιά δικαστική εγγύηση, παρά μόνο, ενίοτε, μια εισαγγελική "σφραγίδα". Το υποκείμενο-άνθρωπος αυτόματα μετατρεπόταν σε αντικείμενο-νοσηλευόμενο, χωρίς καμιά ουσιαστική δυνατότητα άμυνας[6]. Η κατάσταση αυτή προκάλεσε τις σφοδρές επικρίσεις ορισμένων νομικών όσο και ψυχιάτρων με ευαισθησίες. Η εικόνα του ασύλου της Λέρου[7] αποτέλεσε σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής, μιας σταθερής πολιτικής αλλά και μιας πολύ ισχυρής εξουσιαστικής νοοτροπίας. Αυτή η εικόνα κατέδειξε τη μεγάλη απόσταση της χώρας μας από τα ευρωπαϊκά standards, ιδίως δε τις ρυθμίσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) και τη συναφή νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.)[8]. Ωρίμασαν έτσι οι συνθήκες για μια νέα θεώρηση των πραγμάτων.
Η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας αυτής, ευτυχώς, δεν άργησε να φέρει καρπούς και συγκεκριμένα το ν. 2071/1992 ο οποίος έθεσε πλέον σε ορθολογικές βάσεις το όλο πλαίσιο της ακούσιας νοσηλείας. Το έκτο κεφάλαιο για την ψυχική υγεία αναμόρφωσε πλήρως το καθεστώς ακούσιας νοσηλείας, οικοδομώντας για πρώτη φορά ένα σύστημα και ενσωματώνοντας εν πολλοίς τα πορίσματα της μέχρι τότε νομολογίας του Ε.Δ.Δ.Α. Τρία βασικά στοιχεία αξίζει να επισημάνουμε :
α). Κατ’ αρχήν τερματίστηκε, με τρόπο ξεκάθαρο, η διελκυστίνδα μεταξύ θεραπείας και φύλαξης υπέρ της πρώτης, δημιουργώντας μεταξύ τους σχέση σκοπού προς μέσο. Έτσι πια ο αδιαφιλονίκητος σκοπός μα και απαραίτητος δικαιολογητικός λόγος είναι η θεραπεία εκείνου που τη χρειάζεται. Τα φυλακτικά μέτρα απλώς την υπηρετούν χωρίς ποτέ να την αντιστρατεύονται. (βλ. άρθρ. 98). Παράλληλα ορίστηκε η (αυτονόητη αλλά απαραίτητη στη ψυχιατρική πρακτική) υποχρέωση προστασίας της αξιοπρέπειας του ασθενούς κατά την ακούσια νοσηλεία[9].
β). Ορίστηκαν με σχετική σαφήνεια οι προϋποθέσεις υπαγωγής ενός προσώπου σε καθεστώς ακούσιας νοσηλείας, με την υιοθέτηση ενός μικτού συστήματος προϋποθέσεων[10]. Ειδικότερα για την εισαγωγή απαιτείται:
Περίπτωση 1η: Ψυχική διαταραχή και ανικανότητα του ασθενούς να κρίνει για το συμφέρον της υγείας του, η κατάσταση της οποίας πρόκειται να επιδεινωθεί ή η βελτίωσή της να αποκλειστεί αν δεν υποβληθεί σε θεραπεία.
Περίπτωση 2η: Ψυχική διαταραχή και ανάγκη νοσηλείας για την αποτροπή πράξεων βίας.
Ενώ όμως η πρώτη προϋπόθεση διαθέτει ένα μέγεθος αντικειμενικότητας (αν μπορεί να γίνει λόγος για αντικειμενικότητα σε ιατρικές κρίσεις) οι λοιπές προϋποθέσεις βαρύνονται με το στοιχείο της ρευστότητας, στο βαθμό ιδίως που εμπεριέχουν προγνωστικές κρίσεις. Ιδιαίτερα προβληματική μάλιστα εμφανίζεται η επιβίωση της έννοιας της επικινδυνότητας ως διαζευκτικής προϋπόθεσης, μεταμφιεσμένης βέβαια με σύγχρονους όρους[11].
γ). Τέλος, προβλέφθηκε μια αληθινή διαδικασία αναγκαστικού εγκλεισμού υπό τον έλεγχο της δικαστικής αρχής, κάτι που αποτέλεσε σίγουρα τη σημαντικότερη τομή του ν.2071/92. Έτσι παρά τη σημαίνουσα θέση των ψυχιάτρων στα θέματα ουσίας, η διαδικασία από την αρχή ως το τέλος τελεί υπό την εγγύηση της εισαγγελικής ή δικαστικής αρχής. Ειδικότερα, η αίτηση για την ακούσια νοσηλεία υποβάλλεται στον εισαγγελέα, ο οποίος και μπορεί να διατάξει τη μεταφορά του ασθενούς σε ψυχιατρείο, εισάγοντας όμως την υπόθεση εντός τριών ημερών στο Μονομελές Πρωτοδικείο, το οποίο συνεδριάζει εντός δέκα ημερών "κεκλεισμένων των θυρών", κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Στο δικαστήριο ο ασθενής μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως, επικουρούμενος μάλιστα από δικηγόρο και τεχνικό σύμβουλο (ψυχίατρο), ενώ μπορεί να ασκήσει και ένδικα μέσα κατά της απόφασης.
Οι διατάξεις του ν.2071/92 που αναμόρφωσαν το θεσμό της ακούσιας νοσηλείας παρά τη θεωρητική επίνευση που τις συνόδευαν, έμελλε να ακολουθήσουν ένα ιδιαίτερα ανηφορικό δρόμο. Αυτοί οι νεωτερισμοί φάνηκαν στη πράξη δύσκολα αφομοιώσιμοι, ενώ οι αντιδράσεις κυμάνθηκαν από την παρερμηνεία, την έλλειψη συμμόρφωσης ακόμα δε και τη ρητή αμφισβήτησή του. Ψυχιατρικό και δικαστικό κατεστημένο σε μια μοναδική σύμπνοια απέναντι στον κίνδυνο των αλλαγών και τη νέα κατανομή εξουσίας. Παρουσιάστηκαν έτσι κρούσματα πρωτοφανούς αντίστασης εισαγγελικών αρχών να εφαρμόσουν το νόμο[12]. Πρόκειται βέβαια για συμπεριφορές που υπερβαίνουν το πλαίσιο μια επιστημονικής συζήτησης και εμπίπτουν ευθέως στις ρυθμίσεις του ποινικού δικαίου[13]. Αλλά και η στάση των δικαστηρίων (ιδιαίτερα για την τήρηση των αυστηρών προθεσμιών) υπήρξε ελάχιστα εναρμονισμένη με το νέο σύστημα. Ενισχύεται έτσι ακόμα μια φορά η αφοριστική παρατήρηση ότι δικαστική (και διοικητική) πρακτική εξελίσσονται ερήμην του νόμου[14]. Βέβαια, στον αντίποδα αυτών των φαινομένων, υπήρξαν φωνές[15] που εμμένοντας στην βασική αρχή ότι "ο νόμος είναι νόμος" προσπάθησαν να βάλουν τάξη στα πράγματα.
IΙΙ. 15 χρόνια απογοητεύσεις!
Με τη συμπλήρωση λοιπόν 15 χρόνων από τη θεσμοθέτηση του ν.2071/92 για τη μεταρρύθμιση της ακούσιας νοσηλείας αξίζει ίσως να κάνουμε ένα πρόχειρο απολογισμό για να μετρήσουμε τι άλλαξε αυτά τα χρόνια. Ας δούμε λοιπόν πρώτα σε επίπεδο νομοθεσίας και μετά σε επίπεδο πρακτικής πως έχει σήμερα η κατάσταση.
α). Σε επίπεδο νομοθεσίας: τι έμεινε από το ν.2071/92;
- το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που αποφάσιζε για την ακούσια νοσηλεία, έγινε Μονομελές (μετά την τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, άρθρο 740 παρ. 3 με το ν. 2447/1996, άρθρο 39). Πιο γρήγορα, πιο ευέλικτα, πιο απλά … αλλά με λιγότερες εγγυήσεις προστασίας του ανθρώπου και ορθότητας της απόφασης! Έτσι πια αρκεί μια μόνο ψήφος ενός δικαστή ώστε να χάσει κανείς την ελευθερία του και να βρεθεί στο ψυχιατρείο!
- Με τη Σύμβαση του Οβιέδο (ν. 2619/98, άρ. 7[16]) καταργήθηκε το δεύτερο ζεύγμα προϋποθέσεων της ακούσιας νοσηλείας, δηλ. ψυχική διαταραχή σε συνδυασμό με επικινδυνότητα (πράξεις βίας). Έτσι πια έχει μείνει μόνο η πρώτη περίπτωση του ν.2071/92 ως λόγος ακούσιας νοσηλείας δηλ. ψυχική διαταραχή + ανάγκη νοσηλείας, γεγονός ωστόσο που μάλλον δεν έχει γίνει αντιληπτό από τις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές της χώρας. Στην ίδια κατεύθυνση συνάδει και ο νέος Κ.Ι.Δ. (ν.3418/05, άρ. 28 παρ. 8) όπου η θεραπευτική ανάγκη, πλάι στην ψυχική διαταραχή, τίθεται ως προϋπόθεση της αναγκαστικής νοσηλείας. Περιορίζομαι να αναφέρω ότι, τόσο οι διατάξεις της Σύμβασης του Οβιέδο, όσο και αυτές του Κ.Ι.Δ. υπερισχύουν του ν.2071/92, η μεν πρώτη βάσει ρητής διάταξης του Συντάγματος (άρ. 28) ενώ και οι δύο ως μεταγενέστεροι νόμοι.
- Με το ν. 2447/1996 τροποποιήθηκε ο Αστικός Κώδικας (Α.Κ.), στο μέρος που αφορά τη δικαστική συμπαράσταση ενώ εισήχθη και ειδική διάταξη (άρθρο 1687) σύμφωνα με την οποία η ακούσια νοσηλεία προσώπου επιτρέπεται «μετά από προηγούμενη άδεια του δικαστηρίου…». Έτσι όμως καταργήθηκε η αρμοδιότητα του εισαγγελέα να διατάσσει την ακούσια νοσηλεία του ασθενούς[17] με απώτερο αποτέλεσμα η χωρίς δικαστική απόφαση, έστω και προσωρινή διαταγή, αναγκαστική νοσηλεία να είναι παράνομη. Συζητήσιμο είναι αν παραμένει η αρμοδιότητα του εισαγγελέα να διατάσει την ακούσια εξέταση, και μόνο, δηλ. την επί 48ωρο παραμονή του ασθενούς στο ψυχιατρείο και μόνο για να διαγνωστεί η κατάσταση της ψυχικής του υγείας[18].
- Τελικά τι έχει μείνει; Μήπως ένα κουρέλι από ένα σπάνιο φουστάνι; Από τις πιο πάνω επισημάνσεις προκύπτει ότι όλες οι ακούσιες νοσηλείες που έχουν διαταχθεί από εισαγγελέα είναι εκτός νόμου και κατ’ αποτέλεσμα, όπως υποστηρίζεται στη βιβλιογραφία, δημιουργούνται ζητήματα αστικής (ιατρικής) ευθύνης για αποζημίωση, αστικής ευθύνης του δημοσίου (νοσοκομείου) αλλά και ποινικής ευθύνης για παράνομη κατακράτηση (άρ. 326 ΠΚ)[19] ή ακόμα και σωματικές βλάβες (άρ. 308 ΠΚ) ή παράνομη βία (άρ. 330 ΠΚ). Εξίσου εκτός νόμου φαίνονται και όλες οι νοσηλείες που αποφασίστηκαν με την επίκληση της επικινδυνότητας του ασθενούς!
β). Η κατάρρευση του συστήματος στην πράξη.
1. Πώς ξεκινάει η περιπέτεια;
Σύμφωνα με μια παλαιότερη εισαγγελική εγκύκλιο (ΕγκΕισΠρωτΘεσ 633/2000) για την ακούσια εξέταση απαιτείται η αίτηση να περιγράφει το ψυχικό νόσημα, την εκδηλούμενη συμπεριφορά, τις ενέργειες που είχαν προηγηθεί για εκούσια νοσηλεία, την άρνηση του προσώπου να εξεταστεί ή το ανέφικτο της εξετάσεως, και όλα αυτά να συνοδεύονται με επιπλέον αποδεικτικά στοιχεία π.χ. βιβλιάρια υγείας, προηγούμενα πιστοποιητικά, ιατρικές γνωματεύσεις κ.λπ. Και δεν φτάνει μόνο αυτό: Ο, εκ της θέσεώς του δύσπιστος αν όχι καχύποπτος, Εισαγγελέας μπορεί να ζητήσει από την Αστυνομία να ερευνήσει το ζήτημα, ώστε να τον ενημερώσει αν έχει ασχοληθεί με τον φερόμενο ως ψυχικά ασθενή, αν έχουν γίνει παράπονα γι’ αυτόν, αν έχει εκδηλώσει επιθετική συμπεριφορά στο παρελθόν κλπ.
Κι όμως, γνωρίζουμε την τραγικότητα της εισαγγελικής καθημερινότητας. Με μια απλή αίτηση, χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο, χωρίς εικόνα του ανθρώπου, με σχεδόν μηχανικό ή αυτόματο τρόπο, θαρρείς μ’ ένα «τεκμήριο συνδρομής των προϋποθέσεων»[20] η αίτηση των συγγενών ή των γειτόνων προσυπογράφεται και η περιπέτεια αρχίζει![21] Η ουρά μπροστά από το γραφείο του εισαγγελέα υπηρεσίας είναι πιεστική και ο χρόνος περιορισμένος!
Η ευπάθεια ή μάλλον το ευάλωτον της διαδικασίας φαίνεται μέσα από δυο-τρία παραδείγματα:
- Μετά από αίτηση συγγενούς, εκδόθηκε εισαγγελική παραγγελία για ακούσια εξέταση προσώπου το οποίο βρισκόταν ήδη σε Μονάδα Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης, όπου και προσήλθαν οι αστυνομικοί για τη μεταφορά του ενοίκου!
- Σύζυγος, προκειμένου να επιτύχει -στο πλαίσιο σφοδρής αντιδικίας- την απομάκρυνση της συζύγου από την κοινή οικία, επιτυγχάνει την έκδοση εισαγγελικής παραγγελίας για ακούσια εξέταση! Μετά τη διαπόμπευση της σύλληψης, χρειάστηκε παραμονή επί τριήμερο στο ψυχιατρείο, μέχρι να ολοκληρωθεί η όλη ιστορία[22]!
- Σε μια τρίτη περίπτωση, η φερόμενη ως ασθενής συνελήφθη και μεταφέρθηκε για εξέταση σε ψυχιατρείο όπου όμως, αφού συμβουλεύτηκε το δικηγόρο της, αρνήθηκε να υποστεί την εξέταση και αποχώρησε. Το ευτράπελο είναι ότι στη συνέχεια ασκήθηκε δίωξη εναντίον της και εναντίον του δικηγόρου για απείθεια (άρ. 169 ΠΚ)![23]
2. Ποιος και τι ρωτάει;
Αντιγράφω από το έντυπο της εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών: «… Προς τον κ. Αστυνόμο…. Διαβιβάζουμε την αίτηση του κ…. και παρακαλούμε για την εξέταση του …. από τους γιατρούς του …. Εφημ. Ψυχ. Νοσοκομείου … για να γνωματεύσουν αν αυτός συνεπεία της πάθησής του είναι επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη και προσωπική ασφάλεια των πολιτών ή για τον εαυτό του…». Αν κάποιος γιατρός πάρει στα σοβαρά την εισαγγελική παραγγελία δεν θα πρέπει να αποφανθεί για την ανάγκη θεραπείας, τη συνείδηση του ασθενούς για την κατάσταση της υγείας του, τον κίνδυνο επιδείνωσης αυτής κ.λπ. Το μόνο που φαίνεται να ερωτάται ο ψυχίατρος είναι η επικινδυνότητα του φερόμενου ως ψυχασθενούς – αμφιβάλλω αν ερωτάται και αυτή τούτη η ύπαρξη ψυχικής διαταραχής! Ωστόσο η προϋπόθεση της επικινδυνότητας, όπως ήδη έχει αναφερθεί, θα πρέπει να θεωρείται καταργηθείσα!
Σύμφωνα με το νόμο (άρθρο 96 παρ. 5 ν.2071/92) «… Η μεταφορά του διενεργείται υπό συνθήκες που εξασφαλίζουν το σεβασμό στην προσωπικότητα και την αξιοπρέπεια του ασθενή … ». Πράγματι, αρμόδια υπηρεσία που επιλαμβάνεται είναι η Αστυνομία, η οποία αναλαμβάνει να εκτελέσει ακόμα ένα καταδιωκτικό έγγραφο, να προβεί δηλ. σε μια σύλληψη![24] Με ποια μέσα[25]; Γκλοπς, χειροπέδες, περιπολικά…! Με ποια εκπαίδευση; Καμιά, όπως τονίζει και στη πρόσφατη έκθεσή της για την Ελλάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης Μεταχείρισης (γνωστή ως C.P.T.)[26]. Και μετά τη γίνεται; Ο φερόμενος ψυχασθενής μεταφέρεται στα αστυνομικά κρατητήρια όπου παραμένει μαζί με τους άλλους συλληφθέντες ή ποινικούς κρατούμενους … για άγνωστο διάστημα! Μέχρι να υπάρχει μεταγωγή κρατουμένων, αν το Ψυχιατρείο είναι σε άλλο νομό ή μέχρι να βρεθεί δεύτερος εφημερεύων ψυχίατρος, αν τέτοιος δεν υπάρχει. Αν δηλ., μεσολαβεί Σαββατοκύριακο μπορούμε να υπολογίζουμε 2-3 ημέρες μέχρι να γίνει η μεταφορά![27]
Κι όταν επιτέλους γίνει η εισαγωγή, ο νόμος (άρ. 96 § 4) ορίζει ότι ο ασθενής θα ενημερωθεί για τα δικαιώματά του[28] και μάλιστα θα συνταχθεί σχετικό πρακτικό! Ωστόσο όπως δείχνουν η κοινή εμπειρία, τα σχετικά ευρήματα έρευνας στο Ψ.Ν.Θ. αλλά και σχετικές αναφορές στη βιβλιογραφία η υποχρέωση αυτή τηρείται ελάχιστα ή δεν τηρείται καθόλου[29] για να μην αναφερθούμε βέβαια στο οξύμωρο σχήμα να ενημερώνεται (και να υπογράφει το αντίστοιχο πρακτικό) ο συγγενής ο οποίος επεδίωξε την ακούσια νοσηλεία, αντίθετα στη βούληση του ασθενούς!
4. Οι ψυχιατρικές «γνωματεύσεις».
Σύμφωνα με το νόμο (άρ. 96 § 2) «[τ]ην αίτηση πρέπει να συνοδεύουν αιτιολογημένες γραπτές γνωματεύσεις δύο ψυχιάτρων…». Από την αρχή, ήδη, οι δύο γνωματεύσεις μετατράπηκαν σε μία γνωμάτευση που απλώς συνυπογράφεται από δύο ψυχιάτρους! Δύο ερωτήματα όμως φαίνεται να παραμένουν ανοιχτά: Ποιοι συντάσσουν, αφενός, και με ποιο περιεχόμενο, αφετέρου, τις γνωματεύσεις αυτές.
- Ο νόμος απαιτεί γνωματεύσεις ψυχιάτρων, δηλ. ειδικευμένων ψυχιάτρων! Κι’ όμως βλέπουμε πλειάδα τέτοιων γνωματεύσεων άλλοτε να υπογράφεται από ειδικευόμενους ιατρούς (άγνωστο μάλιστα σε ποιο στάδιο της εκπαίδευσής τους) και άλλοτε η υπογραφή τουλάχιστον του ενός εκ των δύο να είναι εικονική, χωρίς δηλ. να αποτελεί αποτέλεσμα δικής του ιατρικής εξέτασης και κρίσης. Τέλος εμφανίζεται και το φαινόμενο της διπλής προσωπικότητας αφού σε γνωματεύσεις μπορεί το ίδιο πρόσωπο να υπογράφει ως δύο, δηλ. με το όνομά του, αρχικά, αλλά και ως «εφημερεύων», στη συνέχεια!
- Ο νόμος απαιτεί οι δύο ψυχιατρικές γνωματεύσεις να είναι αιτιολογημένες! Κατ’ ελάχιστον δηλ. πρέπει να περιέχονται, όπως έλεγε μια παλιά εισαγγελική γνωμοδότηση[30], «τα πραγματικά περιστατικά (εκδηλώσεις νόσου και τυχόν πράξεων βίας, νοσηλεία άλλοτε, που και γιατί, για ποιο λόγο δεν είναι δυνατή η εκτός νοσοκομείου νοσηλεία, συμπέρασμα περί της ασθένειας και η επιστημονική θεμελίωση της κλπ)». Κι’ όμως, ξέρουμε πια ότι η μεγάλη πλειοψηφία αυτών των γνωματεύσεων δεν περιέχουν ούτε τη στοιχειωδέστερη αιτιολογία που θα κάλυπτε τις απαιτήσεις μιας ιατρικής διαγνωστικής κρίσης. Έτσι δύο-τρεις μόνο μαγικές λέξεις, όπως «ψυχωτικού τύπου εκδηλώσεις» ή «ψυχωσική συνδρομή» ή «διαταραχή προσωπικότητας» ή «διαταραχές συμπεριφοράς» ή τέλος «σχιζοσυναισθηματική διαταραχή» αρκούν για να αιτιολογηθεί η ανάγκη αναγκαστικής νοσηλείας. Και βέβαια, σπεύδω να προσθέσω, πρέπει κανείς να έχει υπόψη τις συνθήκες εφημερίας ενός νοσοκομείου, χωρίς όμως –παράλληλα- να παραιτείται από την απαίτηση για τήρηση των υποχρεώσεων του επαγγελματία υγείας, απέναντι στην επιστήμη του, το νόμο αλλά κυρίως τη συνείδησή του. Ας μη ξεχνάμε ότι οι δύο-τρεις αυτές λέξεις φτάνουν για να στερήσουν από κάποιον την ελευθερία του, να καταργήσουν την αυτοδιάθεσή του, να τον υποβάλλουν σε ιατρικές πράξεις και τέλος να προσβάλλουν την αξιοπρέπειά του ίσως δε να τον στιγματίσουν ανεπανόρθωτα. Μ’ αυτές τις δύο ή ενίοτε τρεις μόνο λέξεις ευτελίζεται όμως αρχικά η ιατρική και στη συνέχεια η νομική επιστήμη, καθότι η εισαγγελική παραγγελία και η δικαστική απόφαση που ακολουθούν στηρίζονται ή απλώς επαναλαμβάνουν την ελλιπή αιτιολογία των γνωματεύσεων αυτών[31]. Περιορίζομαι εδώ απλώς να αναφέρω ότι κατά την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας[32], που ισχύει και εδώ mutatis mutandis, «μη προσηκόντως αιτιολογημένες ιατρικές γνωματεύσεις καθιστούν πλημμελώς αιτιολογημένες τόσο τις πράξεις» των διοικητικών οργάνων, όσο και τις αποφάσεις των δικαστηρίων που στηρίζονται σ’ αυτές. Ποια «θεραπευτική ανάγκη» άραγε τεκμηριώνεται με τις δυο – τρεις παραπάνω λέξεις, ώστε να είναι θεμιτή η ακούσια νοσηλεία όπως απαιτεί το Ε.Δ.Δ.Α. (Herczegfalvy κατά Αυστρίας, 1992). Πώς τεκμηριώνεται ή έστω εμφαίνεται ότι η ακούσια νοσηλεία είναι η μόνη κατάλληλη νοσηλεία και καμιά άλλη, λιγότερη περιοριστική, δεν κρίνεται κατάλληλη; Τείνω, κλείνοντας, να δεχτώ ότι μια «γνωμάτευση» με μόνο περιεχόμενο «ψυχωσική συνδρομή» δεν είναι απλώς αναιτιολόγητη αλλά, στο μέτρο που δεν αποτυπώνει μια ελάχιστη επιστημονική διαδικασία, δεν συνιστά καν «γνωμάτευση», κατά την έννοια του νόμου, και ως εκ τούτου θα πρέπει να επιστρέφεται στον συντάξαντα αυτήν για συμπλήρωση ή επανασύνταξη.
5. Σύντομες προθεσμίες, ταχείες διαδικασίες..!
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά που εισέφερε ο ν. 2071/92 είναι η πρόβλεψη αυστηρών προθεσμιών, κατά τη διαδικασία ακούσιας νοσηλείας. Οι προθεσμίες αυτές είναι βέβαια προστατευτικές για τον άνθρωπο και λειτουργούν εγγυητικά για την ελευθερία του.
Έτσι:
- Αν ο εισαγγελέας διατάξει την ακούσια εξέταση, αυτή δεν μπορεί να διαρκέσει παρά το πολύ 48 ώρες! Τηρείται η διάταξη αυτή; Κόλπο 1ο: Οι 48 ώρες αφορούν εργάσιμες ημέρες και όχι αργίες![33] Κόλπο 2ο: Μετά τις 48 ώρες, ο προσαχθείς, παραμένει για παρατήρηση …, και ας καταγράφεται σ’ όλα τα εγχειρίδια Ψυχιατρικής ότι ακριβώς η παρατήρηση είναι διαγνωστική μέθοδος, συνιστά δηλ. τρόπο εξέτασης![34] Κόλπο 3ο: Περιμένουμε την εισαγγελική παραγγελία, η οποία αργεί! Να σημειωθεί βέβαια ότι το 48ωρο μετράει από την προσαγωγή στο Ψυχιατρείο… αν και η σύλληψη μπορεί να έχει επισυμβεί 1, 2 ή 3 ημέρες νωρίτερα!
- Αν ο εισαγγελέας διατάξει την ακούσια νοσηλεία, πρέπει μέσα σε τρεις (3) ημέρες να ζητήσει από το δικαστήριο να αποφασίσει σχετικά. Τηρείται η διάταξη αυτή; Από τα μοναδικά ερευνητικά στοιχεία φαίνεται ότι η τήρηση της προθεσμίας αυτής αγγίζει το ποσοστό του 5,4%![35]
- Το δικαστήριο, αν υποβληθεί τέτοια αίτηση από τον Εισαγγελέα πρέπει μέσα σε δέκα (10) ημέρες να αποφασίσει σχετικά με την τύχη του νοσηλευόμενου. Τηρείται η διάταξη αυτή; Όπως φαίνεται μόνο στο 9,6% των περιπτώσεων τηρείται το δεκαήμερο ανάμεσα στη συζήτηση και την έκδοση της απόφασης[36] και μόνο στο 6,5% τηρείται το όριο των 13 ημερών από την αίτηση του εισαγγελέα[37]. Σε σχετική έρευνα στο Ψ.Ν.Θ. βρέθηκε ότι το δεκαήμερο τηρήθηκε σε ποσοστό 10,5% των περιπτώσεων ακούσιας εξέτασης[38]. Αναφέρεται εξάλλου ότι στην Αθήνα ο κατά μέσο όρο χρόνος που μεσολαβεί από την υποβολή της αίτησης μέχρι της έκδοση απόφασης είναι πέντε (5) μήνες[39] ενώ ήδη οι νέες υποθέσεις προσδιορίζονται οκτώ (8) μήνες αργότερα. Οι σχετικές υπομνήσεις τόσο του προέδρου του Αρείου Πάγου παλαιότερα όσο και των Εισαγγελέων του ίδιου δικαστηρίου στη συνέχεια φαίνεται ότι έπεσαν εντελώς στο κενό[40]!
- Εξάλλου, η θέση του Συνηγόρου του Πολίτη[41] που υιοθετήθηκε αυτολεξεί και από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου[42] ότι «δεν νοείται αυτοδίκαιη παράταση της αναγκαστικής νοσηλείας του εισαχθέντος στο Ψυχιατρικό κατάστημα» δε φαίνεται να έχει εισακουστεί από τα Ψυχιατρικά νοσοκομεία. Έτσι, όμως η συνεχιζόμενη στέρηση της ελευθερίας και η αναγκαστική νοσηλεία μετά τη άκαρπη λήξη των ως άνω προθεσμιών, χωρίς δηλ. ειδικό νομικό έρεισμα, καθίστανται παράνομες και ενδεχομένως αξιόποινες[43].
6. Η δίκη αρχίζει: χωρίς τον ασθενή, χωρίς δικηγόρους, χωρίς ψυχιάτρους!
Έστω, λοιπόν και μ’ αυτές τις καθυστερήσεις πάντως κάποτε η δίκη αρχίζει! Μόνο που ο δικαστής θα πρέπει να νοιώθει μεγάλη μοναξιά, αφού κανείς και κυρίως ο ασθενής δεν εμφανίζεται. Αρκεί βέβαια ένα χαρτί από το Ψυχιατρείο ότι ο ασθενής δεν δύναται να προσέλθει, το οποίο υπογράφει ένας ειδικευόμενος ιατρός. («Ως έχει η κατάσταση του σήμερα δεν δύναται να παραστεί στη δικάσιμο της …»). Έτσι, ο ασθενής δικάζεται ερήμην, χάνει δηλ. το θεμελιώδες δικαίωμα ακρόασης να παρουσιαστεί και να υπερασπιστεί τον εαυτό του! Τόσο απλά, με ένα ιατρικό σημείωμα «της συμφοράς», χωρίς την τήρηση καμιάς διαδικασίας και με πλήρη παραβίαση κάθε δεοντολογικής αρχής (βλ. ΚΙΔ/ν.3418/05, άρ. 5 παρ. 3 και ιδίως άρ. 28 § 1[44]) που επιβάλλει ο ασθενής να γνωρίζει το σκοπό της εξέτασης και τις συνέπειες αυτής!
Εξάλλου, η δυνατότητα παράστασης στο δικαστήριο με δικηγόρο και ψυχίατρο παραμένει κάτι άγνωστο, αν και ρητή πρόβλεψη του νόμου αναφέρεται στην ενεργοποίηση της νομικής αρωγής. Κάτι που ισχύει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστρία, Βέλγιο, Δανία, Ισπανία, Ιρλανδία, Σουηδία). Από εμπειρία καταθέτω ότι μόνο μια φορά συνάντησα υπόθεση ψυχασθενούς που υποστηριζόταν, μαχητικά, από συνήγορο της επιλογής του. Το τι ακολούθησε δεν περιγράφεται: ολόκληρο το ιατρικό, διοικητικό και δικαστικό σύστημα έπαθε κυριολεκτικά μπλακ-άουτ, μπροστά στο απρόσμενο της άσκησης των δικαιωμάτων του ασθενούς! Δεν άργησαν βέβαια να φανούν τα αδιέξοδα και τα απανωτά λάθη!
Από μια σχετική έρευνα στη Θεσσαλονίκη φάνηκε ότι σε ένα δείγμα 903 υποθέσεων (στη διάρκεια 10 ετών) μόνο ένα ποσοστό 0,7% των ασθενών παραστάθηκε στη δίκη με δικηγόρο. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε καμιά απ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν έγινε δεκτή η αίτηση του εισαγγελέα[45].
Να προσθέσουμε, τέλος, εδώ ότι το δικαίωμα έφεσης ασκήθηκε σε μία (1) περίπτωση επί συνόλου 903!!! Και μάλιστα αυτή δεν συζητήθηκε καν. Στην Αθήνα πάντως αναφέρεται απολύτως μηδενικός αριθμός αντίστοιχων «κρουσμάτων»!
7. Η δίκη τελειώνει: Πού είναι η δικαστική εγγύηση;
Κι όταν όμως κάποτε επιλαμβάνεται το δικαστήριο τι ακριβώς συμβαίνει αλήθεια; Υλοποιείται η πολυπόθητη «δικαστική εγγύηση», ένα σχεδόν φετιχιστικό αίτημα ορισμένων εξ ημών, καθώς θα έλεγαν οι ψυχίατροι.
Η πραγματικότητα και εδώ είναι μάλλον απογοητευτική αφού, τόσο η εισαγγελική αίτηση[46] όσο και η δικαστική απόφαση φαίνεται απλώς να αντιγράφουν τη γνωμάτευση, μέσα σ’ ένα προτυπωμένο έντυπο. Και έτσι συνεχίζεται η νοσηλεία. Γι’ αυτό συχνά γίνεται λόγος για απλή επικύρωση της ψυχιατρικής γνωμάτευσης και της προηγούμενης εισαγγελικής παραγγελίας. Έτσι όμως η σημαντικότερη εγγύηση του πολίτη απέναντι στην εξουσιαστική βία, δηλ. η δικαιοσύνη, εκπίπτει σε μια απλή τυπική σφραγίδα! Κατά τούτο είναι δικαιολογημένη η δυσαρέσκεια γι’ αυτή την παρεμβολή, αφού χωρίς να προσφέρει τίποτα ουσιαστικό προκαλεί μόνο προβλήματα και δυσκολίες, αποτελεί δηλ. ένα γραφειοκρατικό ζήτημα! Κι όμως, ο νόμος (§ 8) κάνει λόγο για «ειδικά αιτιολογημένη» απόφαση!
Από δείγμα έρευνας του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης φαίνεται ότι σ΄ ένα ποσοστό 92% γίνεται δεκτή η αίτηση του εισαγγελέα ενώ σ΄ ένα ποσοστό μόνο 8% απορρίπεται[47]. Από τα διαθέσιμα στοιχεία μπορώ να αναφερθώ μόνο σε δύο αποφάσεις, όπου -παρά τις ομονοούσες ιατρικές γνωματεύσεις- οι δικαστές δεν πείστηκαν και ανέβαλαν την υπόθεση! Στην μία περίπτωση[48] τελικώς η αίτηση του εισαγγελέα απορρίφθηκε ενώ στη δεύτερη[49] η απόφαση επιδόθηκε στον ορισθέντα (τρίτο) ψυχίατρο δύο (2) χρόνια μετά την έκδοσή της, αφού η ασθενής είχε προ πολλού αποβιώσει!!!! Σε 20 αντίστοιχες περιπτώσεις του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης η διαδικασία δε φαίνεται να συνεχίστηκε!!![50]
8. Μια έξυπνη διέξοδος: Η μετατροπή της ακούσιας σε εκούσια νοσηλεία
Ωστόσο ένας καλός τρόπος να αποφύγει κανείς όλο το παραπάνω πλέγμα δεσμεύσεων, διατηρώντας εντούτοις το ίδιο αποτέλεσμα, είναι να μετατρέψει τον ακούσιο εγκλεισμό σε εκούσια νοσηλεία. Απέναντι σ’ έναν ασθενή που νοσηλεύεται εκούσια δεν υπάρχει βέβαια καμιά ειδική ανάγκη προστασίας και άρα ελέγχου. Η χρήση αυτής της μεταμφίεσης παρατηρείται στα ελληνικά ψυχιατρεία με τρόπο ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί προσπάθεια εκ πλαγίου παραβίασης/καταστρατήγησης των ρυθμίσεων του νόμου. Έτσι για παράδειγμα η νοσηλεία βαφτίζεται «παρατήρηση», και η παραμονή μετατρέπεται σε εκούσια, χωρίς βέβαια τη σύμπραξη εξωτερικού ψυχιάτρου όπως ορίζει ο νόμος, ως ελάχιστη εγγύηση για να μην καταστρατηγείται η διαδικασία[51]. Βέβαια, δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός ψυχίατρος για να γνωρίζει, ότι η «παρατήρηση» είναι, όπως προαναφέρθηκε,, μια διαγνωστική μέθοδος, πλάι στις άλλες, συνιστά δηλ. μέρος της ψυχιατρικής εξέτασης και ως εκ τούτου της νοσηλείας.
9. Μεταχείριση και δικαιώματα των ψυχασθενών: Το κενό γράμμα του νόμου.
Σύμφωνα με το ν. 2071/1992, άρ. 98 παρ. 3 «[σ]ε κάθε περίπτωση και σε όλη τη διάρκεια της νοσηλείας, πρέπει να επιδεικνύεται σεβασμός προς την προσωπικότητα του ασθενή». Στην αμέσως επόμενη παράγραφο ορίζεται ότι «[ο]ι περιορισμοί που επιβάλλονται στην ατομική ελευθερία του ασθενή προσδιορίζονται μόνο από την κατάσταση της υγείας του και τις ανάγκες της νοσηλείας». Συνεπώς, κατά την παραμονή και ψυχιατρική νοσηλεία του ασθενούς πρέπει να εξασφαλίζεται ο σεβασμός της αξιοπρέπειάς του και να διασφαλίζεται η ελευθερία του. Και οι δύο αυτές, θεμελιακές, αξίες του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού αντιστοιχούν σε συνταγματικά δικαιώματα, της αξίας του ανθρώπου (άρ. 2 Συντ.) και της προσωπικής ελευθερίας (άρ. 5 Συντ.) τα οποία με τη σειρά τους συνθέτουν τους δύο βασικούς πυλώνες της ανθρωποκεντρινής συνταγματικής μας τάξης.
Πρόσφατα ωστόσο η έκθεση της C.P.T.[52] ανέδειξε τη, γνωστή σε όλους, κατάχρηση της καθήλωσης στα ελληνικά ψυχιατρεία: Πρόκειται για μέτρο που χρησιμοποιείται σε υπερβολικό βαθμό, για υπέρμετρο διάστημα, χωρίς την αναγκαία παρακολούθηση και επίσης χωρίς την αναγκαία ιατρική ένδειξη και βέβαια χωρίς την τήρηση κάποιου πρωτοκόλλου. Αντίθετα χρησιμοποιείται και ως τιμωρητικό μέσο, προκειμένου δηλ. να συνετίσει τους απείθαρχους ασθενείς.
Τα τελευταία χρόνια δυο φορές ήλθε στο φως της δημοσιότητα, σχεδόν πανομοιότυπα, η τραγική είδηση ότι κάποιος έγκλειστος ψυχασθενής κάηκε, όντας δεμένος και εγκαταλελειμμένος σε ελληνικό ψυχιατρείο (Θ.Ψ.Π. Χανίων και Ψ.Ν. Θεσ/νίκης)[53]. Καθήλωση και απομόνωση δηλ. στην υπηρεσία της μοντέρνας ψυχιατρικής, αλλά σε βάρος όχι μόνο της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας αλλά και αυτής ακόμα της ανθρώπινης ζωής![54]
ΙV. Η νομιμότητα μας χρειάζεται;
Η απαίτηση για την τήρηση του νόμου, μπορεί κανείς να πει, ότι είναι μια εμμονή ορισμένων νομικών, που παραβλέπουν την πραγματικότητα και τους ανθρώπους που υποφέρουν και χρειάζονται βοήθεια…! «Έναν άνθρωπο σε κρίση δεν τον βοηθάς με τα άρθρα και τις παραγράφους αλλά με την κατάλληλη θεραπεία!»
Κι όμως, οι προϋποθέσεις του νόμου –ένας διαρκής «μπελάς» στο ψυχιατρικό έργο[55]- δεν είναι παρά η συμφωνία μας ως κοινωνία για τη μεταχείριση αυτών των καταστάσεων! Δεν είναι δηλαδή παρά το αποτέλεσμα μιας στάθμισης αγαθών και αναγκών με βάση τα σύγχρονα δεδομένα σε μια κοινωνία ελευθερίας. Έτσι η τήρηση των νόμων δεν είναι ένα τυπικό ζήτημα … είναι θέμα ουσίας, είναι αυτό που διακρίνει την ψυχιατρική πράξη από την αυθαίρετη βία! Ωστόσο, η βίαιη επέμβαση και ο εγκλεισμός ενός ανθρώπου χρειάζονται τη διαμεσολάβηση της αληθινής ψυχιατρικής αλλά και την πιστοποίηση της νομιμότητας για να μετατραπούν από εγκληματικές πράξεις σε ανεκτές θεραπευτικές ενέργειες[56]. Εδώ ακριβώς απαιτείται η ενίσχυση, μέσα από ειδικά μέτρα, της ουσιαστικής άσκησης των δικαιωμάτων των ψυχασθενών (όπως π.χ. η δωρεάν υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου).
Περιορίζομαι εδώ να αναφέρω ότι το Ε.Δ.Δ.Α., με σειρά αποφάσεων του (τελευταία Gajcsi κατά Ουγγαρίας, 3.10.2006), προκειμένου να εκτιμήσει την πιθανή αυθαιρεσία του ψυχιατρικού εγκλεισμού εξετάζει την τήρηση των διαδικασιών του εσωτερικού δικαίου. Η παραβίαση συνεπώς των όρων του νόμου οδηγεί στην κατάφαση αυθαίρετης κράτησης δηλ. σε παραβίαση της Ε.Σ.Δ.Α., δηλ. σε παραβίαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου (άρθρο 5)! Έτσι δε διστάζω να πω ότι αν όχι το σύνολο, πάντως η πλειοψηφία, των ακούσιων εγκλεισμών θα δικαιολογούσε σήμερα την καταδίκη της Ελλάδας από το Δικαστήριο του Στρασβούργου, αν ποτέ βέβαια έφτανε ως εκεί. Πρόσφατα άλλωστε η C.P.T. ζήτησε από τις ελληνικές αρχές, κάτι παράξενο, δηλ. να εξασφαλίσουν την πλήρη εφαρμογή του νόμου 2071/1992[57]! Αλλά ακόμα και αυτός ο Κ.Ι.Δ. (άρ. 28 § 8) απαιτεί η αναγκαστική νοσηλεία «να είναι σύμφωνη με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζονται από την ισχύουσα νομοθεσία», καθιστώντας έτσι το γιατρό υπεύθυνο να δρα όταν και όπως προβλέπει ο νόμος.
Ωστόσο, σε πρόσφατη έρευνα[58] φάνηκε ότι οι γνώσεις των ψυχιάτρων για τον ακούσιο εγκλεισμό και τα δικαιώματα των ψυχασθενών είναι τουλάχιστον ελλιπείς: Μόνο το 50% γνώριζε ποιος αποφασίζει τον εγκλεισμό, μόνο το 46,2% το σκοπό του εγκλεισμού και τέλος μόνο το 34,6% το ανώτατο όριο εγκλεισμού! Βέβαια και η εξοικείωση των εισαγγελικών ή δικαστικών λειτουργών με το συγκεκριμένο ζήτημα είναι μάλλον μηδαμινή αφού το συγκεκριμένο έργο προσλαμβάνεται μάλλον ως πάρεργο, πλάι στα άλλα –οπωσδήποτε σημαντικά- καθήκοντα. Άλλωστε, ποτέ κανένας εισαγγελέας δεν πρόκειται να αξιολογηθεί για την ποιότητα της δουλειάς του στο συγκεκριμένο πεδίο. Αντίστοιχα ποτέ δεν πρόκειται να ελεγχθεί για ένα αυθαίρετο εγκλεισμό, ακόμα και αν πρόκειται για καθαρή περίπτωση παράβασης νόμου. Το αντίθετο, δυστυχώς, δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Η παραβίαση των προβλέψεων του νόμου είναι πλέον πανθομολογούμενη![59] Στην περίπτωση μας η αντιμετώπιση των ψυχασθενών, από τη διοίκηση και τη δικαιοσύνη, μπορεί νομίζω να ενταχθεί στην κατηγορία των εγκλημάτων του κράτους[60], ιδίως αφού η δικαστική προστασία του νόμου έχει καταστεί γράμμα κενό! Το σύστημα δικαιοσύνη αποδείχθηκε ανίκανο να εγγυηθεί τα δικαιώματα του ανθρώπου-ψυχικά ασθενή! Ο ακούσια νοσηλευόμενος, δηλ. ο ψυχασθενής κρατούμενος, δεν έχει δικαιώματα ούτε ως ασθενής ούτε ως κρατούμενος, αφού οι δύο ιδιότητες, σε μια λογική μηδενικού αθροίσματος, αντί να συμπληρώνονται αλληλοεξουδετερώνονται! Φοβάμαι ότι ο αφορισμός του Thomas Szasz για την απειλή των ατομικών ελευθεριών από μια συνωμοσία μεταξύ κρατικής εξουσίας και ψυχιατρικής[61] ηχεί όχι πια απειλητικά αλλά, όσο ποτέ, μια απτή πραγματικότητα.
Έτσι είναι ίσως ανάγκη να ξανασκεφτούμε ένα ανεξάρτητο, έστω και διοικητικό, όργανο που θα ασχολείται στα σοβαρά με τα δικαιώματα των ψυχικά ασθενών και θα μπορεί ουσιαστικά να κρίνει την ορθότητα και τη νομιμότητα κάθε ακούσιου εγκλεισμού. Έτσι θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί την ανάθεση αυτής της διαδικασίας σε κάποιο διοικητικό όργανο[62], π.χ. μια ειδική επιτροπή αποτελούμενη από ένα ψυχίατρο, ένα κοινωνικό λειτουργό, ένα νομικό κ.λπ. -κατ’ αντιστοιχία των βρετανικών Mental Health Review Tribunals[63] με την επιφύλαξη, βέβαια, σε δεύτερο στάδιο της προσφυγής σ’ ένα δικαστήριο.
V. Και τώρα τι γίνεται;
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται η εξασθένιση του προστατευτικού πλαισίου των δικαιωμάτων του ανθρώπου μέσω της αποδόμησης των εννοιών, όπως –πρώτα πρώτα- αυτής του κατηγορουμένου, του αιχμαλώτου και του κρατούμενου! Τέτοιοι μη-κατηγορούμενοι, μη κρατούμενοι είναι οι έγκλειστοι τόσο του Γκουαντάναμο όσο και του Ψυχιατρείου! Άλλωστε, δεν έχω δισταγμό να πω, ότι οι δύο αυτοί χώροι έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό, αφού αποτελούν πεδία εκτός δικαίου! Για πόσο ακόμα όμως μπορεί αυτό να είναι ανεκτό;
Νομίζω ότι 15 χρόνια μετά τη μεταρρύθμιση του νόμου για τον ακούσιο εγκλεισμό και με προχωρημένο το πρόγραμμα αποασυλοποίησης είναι καιρός να μιλήσουμε ξανά, ίσως από μηδενική βάση για το θέμα. Η αταβιστική επιστροφή της ψυχιατρικής – εξουσιαστικής βίας μέσα από τις διαδικασίες ακούσιας νοσηλείας εκτός από το να ανακαλεί μνήμες από το παρελθόν επιβάλλει μια τέτοια συζήτηση, με βάση αλλά όχι όριο τις προβλέψεις του ν.2071/92. Η διαπίστωση της ανομίας δεν είναι πια αρκετή, αντίθετα οι συστηματικές παραβιάσεις τω ανθρωπίνων δικαιωμάτων απαιτούν δράση, εδώ και τώρα! Άλλωστε πολλές από τις πιο πάνω παρατηρήσεις είχαν συμπεριληφθεί, ήδη το 1993, σε σχετική αναφορά, του κ. Χαρίλαου Βαρουχάκη (17.7.1993), τότε Διευθυντή στο Ψ.Ν.Α.[64]. Η αυταρέσκεια των νομικών και η μοιρολατρία των ψυχιάτρων δεν μπορούν πια να δώσουν απάντηση στην τραγική πραγματικότητα καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ούτε δικαιολογούν άλλο τη συγκαταβατικότητα.
Το δίκαιο δεν το χρειάζεται ο καθηγητής της Ιατρικής ή της Νομικής: το χρειάζεται ο εξαθλιωμένος! Αν δεν μπορεί να τον προστατέψει, σημαίνει ότι έχει αποτύχει! Γιατί ας μη ξεχνάμε ότι το δίκαιο που δεν μπορεί να εξασφαλίσει την αξιοπρέπεια του «τρελού», είναι δίκαιο κυριλέ … δηλ. δεν είναι δίκαιο!
* Διδάκτωρ Νομικής - Ειδικός Επιστήμονας στο Συνήγορο του Πολίτη.
[1]. Βλ. Κ.Χρυσόγονο, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 3η έκδ. 2006, σ. 217 επ., Τ.Βιδάλη, Εμμένοντας στον αυτοκαθορισμό: Οι ατομικές ελευθερίες των εγκλείστων ψυχασθενών, Το Σύνταγμα 1995, σ. 263 επ.
[2]. Βλ. J.Murdoch, The treatment of prisoners. European standards, [Council of Europe Publishing] Strasbourg 2006, σ. 283 επ.
[3]. Βλ. άρθρ. 12 Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Κ.Ι.Δ., ν. 3418/2005) και σχετ. Π.Βούλτσο/Α.Χατζητόλιο, Η συναίνεση του ασθενούς στα πλαίσια του νέου Κ.Ι.Δ., Ιατρικό Βήμα 4-5/2006, σ. 35 επ., Πόρισμα Συνηγόρου του Πολίτη 11330.2/00/30.10.2002: Συναίνεση ασθενούς σε μεταμόσχευση, Ποινική Δικαιοσύνη 2004, σ. 173 επ. [www.synigoros.gr/reports/Porisma_Oktwvrios_2002.pdf]
[4]. Βλ. Α.Δ.Αλεξιάδη, Εισαγωγή στο ιατρικό δίκαιο, 1996, σ. 113 επ., Ε.Αναπλιώτη-Βαζαίου, Γενικές αρχές ιατρικού δικαίου, 1993, σ. 38 επ. και ειδικά για την ενημέρωση και συναίνεση του ψυχικά ασθενούς Ι.Ανδρουλιδάκη-Δημητριάδη, Η υποχρέωση ενημέρωσης του ασθενούς, 1993, σ. 216 επ.
[5]. Αλλά και το ΝΔ 63/1910 της Κρητικής Πολιτείας βλ. Δ.Καρτάκι, Ψυχιατρείο Χανίων, Χανιά 2006, σ. 27.
[6]. Βλ. Η.Σπυρόπουλου, Ακούσια (αναγκαστική) νοσηλεία ψυχικά ασθενών, Τετράδια Ψυχιατρικής Νο 60, σ. 20 επ., Α.Μανιτάκη, Τα δικαιώματα του ψυχασθενούς: δικαιώματα ενός προσώπου στην ελευθερία ή δικαιώματα ενός ασθενούς στην υγεία; Τετράδια Ψυχιατρικής Νο 60, σ. 54 επ., Ν.Παρασκευόπουλου, Παρατηρήσεις στο ν.2071/1992, Υπεράσπιση 1993, σ. 207 επ. [= Ν.Παρασκευόπουλου/Κ.Κοσμάτου, Ο αναγκαστικός εγκλεισμός του ψυχικά ασθενή σε ψυχιατρείο, 1997, σ. 15 επ.]
[7]. Πρβλ. Μ.Μητροσύλη, Μελέτη της νομικής και κοινωνικής θέσης των ασθενών στο κρατικό θεραπευτήριο Λέρου, 1995.
[8]. Βλ. J.Murdoch, όπ.π., Α.Μπρεδήμα, Η προστασία των ψυχικά ασθενών στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και άλλων ρυθμίσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης, εν: Σολδάτου κ.ά. (επιμ.), Ψυχιατρική και δίκαιο, Ι, 2006, σ. 207 επ. και παλαιότερα Κ.Κοσμάτο, Η διάρκεια του εγκλεισμού σε ψυχιατρικό κατάστημα κατά το άρθρο 70 ΠΚ, 1998, σ. 119 επ.
[9]. Βλ. σχετ. Γνωμοδότηση Εισαγγελέα Αρείου Πάγου 12/1999 Ποινική Δικαιοσύνη 2000, σ. 270 = Ποινικά Χρονικά 1999, σ. 969.
[10]. Τρία συστήματα ουσιαστικών προϋποθέσεων φαίνεται να ακολουθούνται σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες: α). ψυχική διαταραχή + επικινδυνότητα, β). ψυχική διαταραχή + ανάγκη νοσηλείας και γ) ψυχική διαταραχή + επικινδυνότητα ή ψυχική διαταραχή + ανάγκη νοσηλείας. Βλ. σχετ. H.-J.Salize/H.Dressing/M.Peitz, Compulsory Admission and Involuntary Treatment of Mentally Ill Patients-Legislation and Practice in EU-Member States/Final report, Mannheim 2002, σ. 22
[11]. Βλ. ιδίως Γ.Νικολόπουλο, Επικρίσεις και αντιστάσεις γύρω από την έννοια της επικινδυνότητας: από το θετικιστικό παράδειγμα στις θεωρίες της διακινδύνευσης, στον Τιμ. Τόμ. Αλ.Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, Τόμ. ΙΙ, 2003, σ. 951 επ., Στ. Αλεξιάδη, Εγκληματολογία, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 180 επ., Ευτ.Φυτράκη, Από τον επικίνδυνο στο μέσο συνετό άνθρωπο: Μυθολογία και εμπειρισμός στο (ποινικό) δίκαιο, στον Τιμ. Τόμ. Ι.Μανωλεδάκη, Τόμ. ΙΙ, 2007, σ. 684 επ.
[12]. Βλ. Α.Μανιτάκη, Τετράδια Ψυχιατρικής 60, σ. 63.
[13]. Βλ. Ν.Παρασκευόπουλου, Η εφαρμογή του έκτου κεφαλαίου του ν.2071/1992, Υπεράσπιση 1996, σ. 689 επ. [= Ν.Παρασκευόπουλου/Κ.Κοσμάτου, όπ.π., σ. 37 επ.] και τα εκεί παρατιθέμενα έγγραφα ιδίως της εισαγγελίας Αθηνών.
[14]. Βλ. τα πορίσματα ερευνών του Κ.Κοσμάτου, Η ακούσια νοσηλεία σε Μονάδα Ψυχικής Υγείας, 2002, σ. 33 επ., του ίδιου, Η ακούσια νοσηλεία σε ψυχιατρική μονάδα, Υπεράσπιση 1998, σ. 913 επ., του ίδιου, Το έκτο κεφάλαιο του ν.2071/1992 μετά από ένα έτος εφαρμογής, Υπεράσπιση 1994, σ. 195 επ.
[15]. Εγκύκλιος Εισαγγελέα Αρείου Πάγου 2/1996, Υπεράσπιση 1996, σ. 698 επ. και συμπληρωματική Εγκύκλιος 19/1996 Ποινικά Χρονικά 1996, σ. 1343 επ., Εισαγγελέα Αρείου Πάγου 1421/2004 Ποινικά Χρονικά 2005, σ. 169, Εγκύκλιος Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσ/νίκης 633/2000 Νομικό Βήμα 2000, σ. 1673 με παρατ. Ευτ.Φυτράκη = Ποινική Δικαιοσύνη 2000, σ. 512 επ. με παρατ. Κ.Κοσμάτου = Υπεράσπιση 2000, σ. 630 με παρατ. Α.Παπαδαμάκη.
[16]. «Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική»: «Άρθρο 7. Με την επιφύλαξη των προστατευτικών διατάξεων που ορίζονται από το νόμο, συμπεριλαμβανομένης της εποπτικής, ελεγκτικής και αναιρετικής διαδικασίας, το πρόσωπο που πάσχει από διανοητική διαταραχή σοβαράς μορφής δύναται να υποβληθεί, χωρίς τη συγκατάθεσή του, σε επέμβαση που αποσκοπεί στη θεραπεία της διανοητικής του διαταραχής, μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, χωρίς αυτή τη θεραπεία, είναι πιθανόν να ανακύψει σοβαρή βλάβη της υγείας του.». Το πρόβλημα αυτό εντοπίζει και η Κ.Φουντεδάκη, Η αστική ευθύνη του ψυχιάτρου, εν: Κ.Σολδάτου κ.ά. (επιμ.), Ψυχιατρική και δίκαιο, Ι, 2006, σ. 194.
[17]. Βλ. ομοίως Ι.Δεληγιάννη, Η δικαστική συμπαράσταση, 1999, σ. 111, Γ.Δασκαρόλη, Παραδόσεις Οικογενειακού Δικαίου, ΙΙ, 2001, σ. 767-8, Αχ.Κουτσουράδη, Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, ΑΚ, VII, 2η έκδ. 2003, σ. 992 επ., Β.Μπρακατσούλα, Η εκούσια δικαιοδοσία, 7η έκδ. 2002, σ. 524, Κ.Παπαδόπουλου, Αγωγές οικογενειακού δικαίου, Τόμ. Β΄, 2003, σ. 752, Γ.Τριανταφύλλου/Π.Χοτομανίδου, Η εισαγγελική εντολή ακούσιας εισαγωγής των ατόμων με ειδικές ψυχικές διαταραχές σε μονάδα ψυχικής υγείας μετά την τροποποίηση του Α.Κ. (Ν.2447/96), Αρμενόπουλος 2005, σ. 649 [651].
[18]. Το πρόβλημα αντιμετωπίζει η Γνωμοδότηση Εισαγγελέα Αρείου Πάγου 12/2006 Ποινική Δικαιοσύνη 2006, σ. 1403 επ. διασώζοντας την εισαγγελική αρμοδιότητα για μεταφορά του ασθενούς σε ψυχιατρική κλινική. Αντίθετοι οι Κ.Παπαδόπουλος, όπ.π., Γ.Τριανταφύλλου/Π.Χοτομανίδου, όπ.π.
[19]. Βλ. έτσι Π.Αγαλλοπούλου, Οι επιπτώσεις της ψυχικής διαταραχής του ενός συζύγου στην έγγαμη συμβίωση, εν: Κ.Σολδάτου κ.ά. (επιμ.), Ψυχιατρική και δίκαιο, Ι, 2006, σ. 50, Δ.Μακρή, Η εκούσια δικαιοδοσία, 2004, σ. 285 επ.
[20]. Α.Παπαδαμάκη, Υπεράσπιση 2000, σ. 630 επ.
[21]. Με επισημείωση επί της αιτήσεως: «Δεκτή – Μεταφερθεί για εξέταση από δύο ψυχιάτρους περί της επικινδυνότητάς του ή μη».
[22]. Βλ. Δ.Δημηνά, Επιστημονική Επετηρίδα Αρμενόπουλου 26 (2005), σ. 158
[23]. Ιστορικό του Βουλεύματος Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών 3100/2002 Ποινικός Λόγος 2002, σ. 2123. Ευτυχώς με το βούλευμα αυτό επανήλθε η λογική με την αυτονόητη παραδοχή ότι «η εξέταση της [φερόμενης ασθενούς] από τους αρμόδιους ιατρούς – δεν προβλέπεται σε ειδική και συγκεκριμένη διάταξη νόμου, η άρνηση της δε, να εξετασθεί από τους αρμόδιους ιατρούς δεν είναι ποινικώς κολάσιμη».
[24]. Αν και κατά την Γνωμοδότηση Εισαγγελέα Αρείου Πάγου 12/1999 Ποινική Δικαιοσύνη 2000, σ. 270 = Ποινικά Χρονικά 1999, σ. 969 δεν πρόκειται ούτε για καταδιωκτικό έγγραφο ούτε για σύλληψη.
[25]. Βλ. σχετ. Ν.Μπιλανάκη, Ψυχιατρική περίθαλψη και ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα, Αθήνα 2004, σ. 140 σημ. 85.
[26]. Report to the Government of Greece on the visit to Greece carried out by the European Committee for the Prevention of Torture and Inhuman of Degrading treatment or punishment (2005), Adopted on 10 March 2006, § 151.
[27]. Για τα ζητήματα αυτά βλ. ομοίως Πόρισμα Συνηγόρου του Πολίτη 20051/03/2.4/2.12.2004 «σχετικά με τη διαδικασία ακούσιου εγκλεισμού ψυχασθενών», www.synigoros.gr και σε: Τετράδια Ψυχιατρικής 94 (2006), σ. 61 επ. καθώς και «Ελευθεροτυπία» 25.9.2006 (σ. 59)
[28]. Όπως σημειώνεται στην Εγκύκλιο Εισαγγελέα Αρείου Πάγου 2/1996 Υπεράσπιση 1996, σ. 698 επ. και συμπληρωματική 19/1996 Ποινικά Χρονικά 1996, σ. 1343 η ενημέρωση περιλαμβάνει «ιδίως το δικαίωμα του α) να κληθεί ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου για την επικύρωση της εισαγγελικής πράξεως για τον εγκλεισμό του, β) να ασκήσει έφεση ή ανακοπή κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού, γ) να εξετασθεί ιατρικώς μετά τρίμηνο από την εισαγωγή για να κριθεί εάν συντρέχει λόγος περαιτέρω νοσηλείας και δ) να εξέλθει του νοσοκομείου μετά εξάμηνο, εκτός εάν κατά την προβλεπόμενη διαδικασία κριθεί ότι επιβάλλεται η περαιτέρω νοσηλεία».
[29]. Βλ. Ε.Γεωργιάδου/Α.Μαστρογιάννη/Μ.Συγγελάκης/Α.Καραστεργίου, Ακούσια νοσηλεία: το νομοθετικό πλαίσιο και η εφαρμογή του, Ελλ. Ψυχιατρική Γεν. Νοσοκομείου, 1 (1) 2003, σ. 25, Κ.Κοσμάτο, Η άσκηση των δικαιωμάτων ως βασική αφετηρία για την μεταχείριση του ψυχικά ασθενή, Ποινική Δικαιοσύνη 2004, σ. 1404, Ν.Μπιλανάκη, Ψυχιατρική περίθαλψη και ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα, Αθήνα 2004, σ. 138 σημ. 82, τον ίδιο, Τετράδια Ψυχιατρικής 92 (2005), σ. 28 επ. [30].
[30]. Γνωμοδότηση Εισαγγελέα Αρείου Πάγου 2/1996 Υπεράσπιση 1996, σ. 698 επ.
[31]. Βλ. αναλόγως και Β.Χριστούλη, Νομικοί – δικαστικοί περιορισμοί αλλά και δυνατότητες αντιμετώπισης της εγκληματικότητας στους ψυχικά νοσούντες, Ελλ. Ψυχιατρική Γεν. Νοσ/μείου 2 (1) 2004, σ. 19 επ. [20].
[32]. Ενδεικτικά βλ. Συμβούλιο της Επικρατείας 1888/2000, 3130/1998, 2559/1992.
[33]. Ε.Γεωργιάδου κ.ά., όπ.π., σ. 27, Δ.Δημηνά, όπ.π., σ. 158.
[34]. Βλ. π.χ. H.Kaplan/B.Sadock/J.Grebb, Ψυχιατρική, Τόμ. Α΄, 7η έκδ., [εκδ. Λίτσας] 1996, σ. 440 επ., Γ.Χριστοδούλου/Α.Ραμπαβίλα, εν: Γ.Χριστοδούλου, Ψυχιατρική, Τόμ. ΙΙ, [εκδ. Βήτα] Αθήνα 2000, σ. 68.
[35]. Κ.Κοσμάτος, Η ακούσια νοσηλεία σε Μ.Ψ.Υ., σ. 39-40.
[36]. Κ.Κοσμάτος, Η ακούσια νοσηλεία σε Μ.Ψ.Υ., σ. 42.
[37]. Κ.Κοσμάτος, Η ακούσια νοσηλεία σε Μ.Ψ.Υ., σ. 44.
[38]. Ε.Γεωργιάδου κ.ά., όπ.π., σ. 25.
[39]. Β.Χριστούλη, όπ.π., σ. 20.
[40]. Έγγραφο Προέδρου Αρείου Πάγου (Στ.Ματθία) για «να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην τήρηση της δεκαήμερης προθεσμίας προεπίδοσης, προκειμένου οι ακουσίως νοσηλευόμενοι να έχουν τον ανάλογο χρόνο προετοιμασίας και προστασίας των ατομικών τους δικαιωμάτων» (Πεπραγμένα Ειδικής Επιτροπής Ελέγχου Προστασίας των Δικαιωμάτων των Ατόμων με Ψυχικές Διαταραχές 2000-2004, Αθήνα 2004, σ. 179 και επίσης ΠαραγγΕισΑΠ Ποινική Δικαιοσύνη 2004, σ. 1386 επ., Γνωμοδότηση Εισαγγελέα Αρείου Πάγου 12/2006 Ποινική Δικαιοσύνη 2006, σ. 1403 επ.
[41]. Πόρισμα 7967.4/01/6.4.2004 «Ακούσια εξέταση και νοσηλεία σε ψυχιατρικό νοσοκομείο», www.synigoros.gr, Ποινική Δικαιοσύνη 2004, σ. 1391 = Ποινικά Χρονικά 2005, σ. 176.
[42]. Εισαγγελέα Αρείου Πάγου 1421/2004 Ποινική Δικαιοσύνη 2004, σ. 1386 επ.
[43]. Για την παραβίαση του τριημέρου, εκ μέρους του εισαγγελέα βλ. Ν.Μπιλανάκη, Ψυχιατρική περίθαλψη, σ. 142 και για την παραβίαση του δεκαημέρου χωρίς συζήτηση από το δικαστήριο Γνωμοδότηση Εισαγγελέα Αρείου Πάγου 12/2006 Ποινική Δικαιοσύνη 2006, σ. 1403 επ.
[44]. «Ψυχίατρος που καλείται να διατυπώσει μια εκτίμηση για ένα πρόσωπο με σκοπούς άλλους από τους θεραπευτικούς, όπως κατά τη διενέργεια ψυχιατροδικαστικής εκτίμησης, οφείλει πρώτα να το ενημερώσει και να το συμβουλεύσει για το σκοπό της εκτίμησης αυτής, τη χρήση των ευρημάτων και τις πιθανές επιπτώσεις της εκτίμησης»
[45]. Κ.Κοσμάτος, Η ακούσια νοσηλεία σε Μ.Ψ.Υ., σ. 54
[46]. Η οποία πρέπει, κατά τον Α.Τζαννετή, Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα, 2005, άρθρ. 69 αρ. 17, «να είναι «πλήρως και ειδικώς αιτιολογημένη».
[47]. Κ.Κοσμάτος, Η ακούσια νοσηλεία σε Μ.Ψ.Υ., σ. 36.
[48]. Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας 613/2003 Αρχείο Νομολογίας 2006, σ. 488.
[49]. Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών 822/2000 αδημοσίευτη.
[50]. Κ.Κοσμάτος, Η ακούσια νοσηλεία, σ. 52.
[51]. Βλ. ομοίως Κοσμάτο, Η ακούσια νοσηλεία, σ. 84.
[52]. Όπ.π. (σημ. 26), § 145-146.
[53]. Βλ. σχετ. και Ελευθεροτυπία 11.12.2006.
[54]. Γενικά για τις επιλογές αυτές βλ. Κ.Κοσμάτο, Η «απομόνωση» και η «καθήλωση» των ψυχικά ασθενών που εγκλείονται σε ψυχιατρείο, Αρμενόπουλος 1998, σ. 125 επ.
[55]. Κάπως έτσι οι Γ.Χριστοδούλου/Β.Αλεβίζος, εν: Γ. Χριστοδούλου, Ψυχιατρική, Τόμ. ΙΙ, Αθήνα 2000, σ. 872-3.
[56]. Όπως σημειώνει ο Γ. Κοκκινάκος, Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση. Το παράδειγμα της Κρήτης, Τετράδια Ψυχιατρικής 95 (2006), σ. 13 επ. [14] «[μ]όνον με τη διαμεσολάβηση της ψυχιατρικής οι παραβιάσεις ατομικών δικαιωμάτων που γίνονται μέσα στο ψυχιατρείο, πολιτογραφούνται ως ‘θεραπεία’ και όχι ως ποινικό αδίκημα». Βλ. επίσης Δ.Πάλλη, Ακούσια νοσηλεία και ανθρώπινα δικαιώματα, Αντί (847) 15.7.2005, σ. 44.
[57]. Όπ.π. (σημ. 26), § 147.
[58]. Ε.Βεργαδή/Α.Βγόντζας/Εμ.Τσαπάκη, Τι γνωρίζουν οι έλληνες ιατροί για την ακούσια νοσηλεία; Ανακοίνωση στο 13ο Παγκρήτιο Ιατρικό Συνέδριο 10.12.2006 (www.pagritiosinedrio2006.com).
[59]. Βλ. π.χ. Μ.Λειβαδίτη, Ψυχιατρική και δίκαιο, 1994, σ. 273.
[60]. Βλ. σχετ. Σοφ.Βιδάλη, Εγκλήματα του κράτους: ούτε ασφάλεια ούτε ελευθερία, στον Τιμ. Τόμο Ι.Μανωλεδάκη, Τόμ. ΙΙ, 2007, σ. 1035 επ.
[61]. Αναφορά από Κλ.Γρίβα, Αντιπολιτευτική ψυχιατρική, 1989, σ. 19.
[62]. Άλλωστε όπως έχει κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας (1364/2002) «η λήψη αποφάσεως για την ακούσια νοσηλεία φερομένου ως ασθενούς σε μονάδα ψυχικής υγείας αποτελεί διοικητική αρμοδιότητα, η άσκηση της οποίας ανατίθεται, σύμφωνα και με το άρθρο 94 παρ. 4 του Συντάγματος, στα πολιτικά δικαστήρια». Εξάλλου, με βάση το άρ. 4 της Πρότασης της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης [R (83) 2, 22.2.1983] για τη «Νομική προστασία προσώπων που πάσχουν από Ψυχική διαταραχή και εισάγονται ως ακούσιοι ασθενείς» «1.Μια απόφαση εγκλεισμού πρέπει να λαμβάνεται από δικαστική ή άλλη κατάλληλη αρχή, προβλεπόμενη από το νόμο […]». Βλ. και Μ.Λειβαδίτη, Ελευθερία, ψυχική νόσος και δίκαιο, εν: Ι.Στράγγα/Α.Χάνου (επιμ.), Έννοιες ελευθερίας και δίκαιο, 2006, σ. 265 επ. [274].
[63] Βλ. Mental Health Act 1983, Memorandum on Parts I to VI, VIII and X, [Department of Health and Welsh Office] 1998, σ. 84 επ., H.Leenen/J.Gevers/G.Pinet, The Rights of Patients in Europe. A comparative Study, [Kluwer Law and Taxation Publishers] 1993, σ. 119.
[64]. Δημοσιεύεται σε Ν.Παρασκευόπουλο/Κ.Κοσμάτο, όπ.π., σ. 41 επ.