Έντυπη Έκδοση


Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 12 Ιουλίου 2010

ΗΠΑ: η Ενωση Ψυχολόγων καλεί τα μέλη να απέχουν από βασανιστήρια...

Προειδοποίηση προς τους ψυχολόγους-μέλη του να μην παίρνουν μέρος σε ανακρίσεις που περιλαμβάνουν βασανιστήρια κρατουμένων, οι οποίοι βρίσκονται υπό τη δικαιοδοσία των ΗΠΑ, απηύθυνε το ομοσπονδιακό συλλογικό όργανο των Αμερικανών ψυχολόγων.

Με αφορμή προσφυγή εναντίον συνταξιούχου σήμερα ψυχολόγου, ο οποίος παρίστατο στον άγριο βασανισμό του υπόπτου για τρομοκρατία Αμπού Ζουμπάιντα, το 2002, η Αμερικανική Ενωση Ψυχολογίας (ΑΕΨ) ξεκαθάρισε ότι επιστήμονας του κλάδου που θα επιβλέπει βασανιστήρια παραβιάζοντας τους δεοντολογικούς κανόνες θα διαγράφεται πάραυτα. Ο ψυχολόγος της πολεμικής αεροπορίας των ΗΠΑ Τζέιμς Μίτσελ κατηγορείται από πανεπιστημιακό νομικό, που κατέθεσε στον σύλλογο του Τέξας την προσφυγή για λογαριασμό Τεξανού ψυχολόγου, ότι «βοηθώντας στην πιο άγρια και σοκαριστική κακομεταχείριση ανυπεράσπιστου ανθρώπου, παραβίασε τον δεοντολογικό κώδικα του επαγγέλματός του». Η προσφυγή βασίστηκε σε έκθεση της επιτροπής ενόπλων δυνάμεων της αμερικανικής Γερουσίας, που επιβεβαιώνει ότι ο Μίτσελ επέβλεψε ανάκριση του Ζουμπάιντα από τη CIA με βασανιστήρια, όπως στέρηση ύπνου και τροφής, έκθεση σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, προσομοίωση πνιγμού και εγκλεισμό του υπόπτου σε ένα πολύ μικρό κουτί. «Οι ισχυρισμοί που διατυπώνονται στην προσφυγή και όσα καταγράφονται σε δημόσια έγγραφα και αφορούν τον δρα Μίτσελ είναι πολύ σοβαρά και αν επαληθευθούν συνιστούν σοβαρότατη παραβίαση της επαγγελματικής δεοντολογίας» είπε η εκπρόσωπος της ΑΕΨ Ρέα Φάρμπερμαν, εξηγώντας έτσι γιατί για πρώτη φορά στην ιστορία της η Ενωση ενεπλάκη στη διερεύνηση της υπόθεσης από τον σύλλογο του Τέξας. Σε άλλες προσφυγές που εκκρεμούν η ΑΕΨ δεν πήρε θέση, από το 2008 όμως είχε αποφασίσει με ψηφοφορία ότι τα μέλη της δεν μπορούν να συμμετέχουν σε ανακρίσεις στο Γκουαντάναμο ή σε άλλες στρατιωτικές εγκαταστάσεις όπου παραβιάζεται το διεθνές δίκαιο. Τα συμβούλια των πολιτειακών συλλόγων ψυχολόγων σε Καλιφόρνια, Λουιζιάνα και Νέα Υόρκη είχαν στο παρελθόν απορρίψει ανάλογες προσφυγές, όμως τώρα και μετά την έκθεση της Γερουσίας τα πράγματα αλλάζουν. Ο δρ Μίτσελ, πάντως δήλωσε: «Δεν μπορώ να πω δημοσίως τι μπορεί να έκανα για τη CIA» και χαρακτήρισε «κατασκευασμένα» όσα περιέχονται στην προσφυγή.

                                                                                   

     Η ανατριχιαστική απάντηση  του Αμερικάνικου καπιταλισμού

     στην κρίση του χρηματοπιστωτικού-ασφαλιστικού συστήματος.

    Πως το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο

    βγάζει κέρδος κυριολεκτικά από τον θάνατο μας…

 

 

(Αναδημοσίευση από το το Euro2day )

 

« Tον Μάιο, όταν η αγορά των ενυπόθηκων δανείων στην Αμερική άρχισε να εμφανίζει ρωγμές, μερικοί από τους μεγάλους "παίκτες" στις χρηματοδοτήσεις συναντήθηκαν σε ένα συνέδριο στη Ν. Υόρκη για να συζητήσουν την επόμενη εξωτική επένδυση: τα ”ομόλογα θανάτου”!

Όταν πριν από δύο χρόνια είχε πραγματοποιηθεί συνέδριο με το ίδιο θέμα, μόνο 250 άτομα ήταν παρόντα. Αυτή τη φορά στο Sheraton Hotel & Towers έφτασαν κάπου 600 για την τριήμερη συνάντηση, περιλαμβανομένων των εκπροσώπων των Bear Stearns, Deutsche Bank, Lehman Brothers, Merrill Lynch, UBS, Wachovia, Wells Fargo και άλλων μεγάλων ονομάτων.

Με όλες εκείνες τις χαρούμενες εκδηλώσεις που περιλαμβάνει ένα τριήμερο συνέδριο, δεν θα μπορούσε κανείς να μαντέψει ότι οι σύνεδροι είχαν μαζευτεί για να πληροφορηθούν σχετικά με νέους και... ευφάνταστους τρόπους ώστε να κερδίζουν από ανθρώπους που... πεθαίνουν!”.

Έτσι αρχίζει το εκτενές ρεπορτάζ του τελευταίου τεύχους του περιοδικού ”Business Week” (που κυκλοφορεί στα αγγλικά και στη χώρα μας) για τα ομόλογα θανάτου, θέμα που έχει δημοσιοποιηθεί από καιρό στα εξειδικευμένα οικονομικά έντυπα και στα επενδυτικά sites στις ΗΠΑ, με το οποίο όμως τώρα, λόγω των διαστάσεων που δίνει το ευρείας κυκλοφορίας αμερικανικό περιοδικό, αναμένεται να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο επενδυτικό ”εφεύρημα” της Wall Street.

 

Τι είναι όμως αυτά;

Τα ”ομόλογα θανάτου” (death bonds) είναι αξιόγραφα που στηρίζονται στην πρόωρη λύση ασφαλειών ζωής. Κάπου 90 εκατομμύρια Αμερικανοί πολίτες έχουν ασφάλειες ζωής όπου πληρώνουν τα ασφάλιστρα όντας εν ζωή και όταν πεθαίνουν οι συγγενείς τους εισπράττουν το συνομολογηθέν εφάπαξ ασφάλιστρο.

Σε περίπτωση όμως που ο ασφαλισμένος (τυπικά άνω των 70 ετών) αλλάξει γνώμη και θέλει τα μετρητά του ασφαλιστηρίου του να τα απολαύσει ο ίδιος (εν ζωή) και όχι οι κληρονόμοι του (όταν... αναχωρήσει για τόπους χλοερούς), υπάρχει η δυνατότητα να αναζητήσει κάποιον επενδυτή που θα του δώσει ένα μέρος του ασφαλιστηρίου του τοις μετρητοίς και μεταβιβάζοντας τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα στο ασφαλιστήριο θα αναλάβει την υποχρέωση να πληρώνει τα ασφάλιστρα μέχρι να αποδημήσει (ο πωλητής).

Ο αγοραστής, έχοντας εκταμιεύσει ένα μέρος του ποσού του ασφαλιστηρίου και συνεχίζοντας τις (μηνιαίες ή ετήσιες) πληρωμές, στοχεύει πλέον στην (αναπόφευκτη) αποδημία του πωλητή και στην είσπραξη όλου του ποσού του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

Πώς λειτουργεί το σύστημα; Είναι απλό: Ο πωλητής (τυπικά πάνω από τα 70) θέλει να εισπράξει ό,τι μετρητό μπορεί από την ασφάλιση ζωής που έκανε όταν ήταν νεότερος.

Όμως θα πρέπει να βρει κάποιον αγοραστή. Οι αγοραστές τού πληρώνουν ένα ποσοστό επί του συνολικού ποσού της ασφάλειας (μεταξύ 20% - 40%), αποκτούν την ιδιοκτησία του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και συνεχίζουν να πληρώνουν τα ασφάλιστρα μέχρι εκείνος να πεθάνει, οπότε τότε εισπράττουν από την ασφαλιστική εταιρία ολόκληρο το ποσό του ασφαλιστηρίου.

Υπάρχουν εδώ και οι μεσάζοντες, οι brokers, που αμοίβονται (συνήθως απο 5% μέχρι 6%) για να βρουν αγοραστές και να τους συνδέσουν με τον πωλητή. Συνήθως έχουν τις ”πλάτες” ειδικών χρηματοδοτικών εταιριών (settlement providers) που κι αυτές χρηματοδοτούνται από επενδυτικές τράπεζες ή hedge funds.

Οι life settlement providers επαναπωλούν τα αγορασμένα ασφαλιστήρια σε επενδυτικές τράπεζες ή σε hedge funds τα οποία τα αποθηκεύουν με σκοπό να συγκεντρώσουν έναν ικανό αριθμό από αυτά.

Όταν φτάσουν (τα ασφαλιστήρια) περίπου τα 200 μετατρέπουν το συγκεντρωμένο σύνολο (pool) σε αξιόγραφα (asset backed securities), το ονομάζουν ”ομόλογα θανάτου” και το μεταπωλούν σε επενδυτές (θεσμικούς και μη).

Το ελκυστικό τους σημείο είναι ότι αποδίδουν ένα σταθερό 8% που δεν έχει καμία συνάφεια με μετοχές, παραδοσιακά ομόλογα ή ακίνητα και ενισχύει την έννοια της διασποράς.

Τα hedge funds στην Ευρώπη ήδη αγοράζουν ”ομόλογα θανάτου” και μάλιστα οσονούπω αναμένεται μία μεγάλη έκδοση από τις ΗΠΑ.

Η Moody’s Investors Services και η Fitch Ratings, δύο από τις μεγαλύτερες εταιρίες αξιολόγησης αξιογράφων, αναμένεται να εκδόσουν σύντομα τα πρώτα πιστοποιητικά βαθμολόγησης των ”ομολόγων θανάτου” στις ΗΠΑ, ανοίγοντας τον δρόμο για να επενδύσουν σε αυτά και τα αμοιβαία κεφάλαια.
»

 

 ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:

 [ Δρόμοι ],   Του Ρούσσου Βρανά ,  Εφημ. "ΤΑ ΝΕΑ"

 A Lively Market In 'Death Bonds'  ,  By LIAM PLEVEN and IAN MCDONALD ,  "ΤΗΕ WALL STREET JOURNAL"

 

 

 

Contact instead of isolation

 

...Η μια με τίτλο «οι νόμοι για την ψυχική υγεία προάγουν και προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα των ανθρώπων με ψυχικές διαταραχές».

Για τη σχέση με τον “άλλο” (ανθρώπινη, θεραπευτική ή άλλη), αυτή που συμβολίζεται  στο άπλωμα του χεριού και αυτή που σηματοδοτείται από τον περιορισμό, από τη στέρηση της ελευθερίας του σώματος του προσώπου.

 

 

 

 

 

 

 

 

Tolerate the difference

...Η άλλη με τίτλο «ελληνο-αιθίοπες φοιτητές της Ελληνικής σχολικής κοινότητας της Αντίς Αμπέμπα».

Για τις ταυτότητες, εθνικές, φυλετικές, θρησκευτικές και άλλες που αποκλείουν και εξοστρακίζουν το “διαφορετικό”, τόσο σαθρές στα θεμέλιά τους, που αρκούν μερικές “παραλλαγές”, που αναδύονται από τον πλούτο του πραγματικού, για να τις υπονομεύσουν, να τις σχετικοποιήσουν και να τις αποδομήσουν...

Οι συνέπειες στην ψυχική υγεία των πλατειών λαϊκών στρωμάτων από το σοκ των οικονομικών μέτρων που αποφάσισε η κυβέρνηση, κατ΄ εντολήν της ΕΕ και του ΔΝΤ, είναι ήδη ορατές στα οδυνηρά βιώματα και εμπειρίες όλο και περισσότερων από τους προσερχόμενους στα εξωτερικά ιατρεία και στις όποιες πρωτοβάθμιες υπηρεσίες ψυχικής υγείας και πρόκειται να γίνονται διαρκώς πιο δραματικές όσο αυτά τα μέτρα θα μπαίνουν σε εφαρμογή (και θα πολλαπλασιάζονται διαρκώς επιδεινούμενα), καταστρέφοντας όχι μόνο το παρόν εκατομμυρίων, αλλά και το μέλλον μιας ολόκληρης (τουλάχιστον) γενιάς.

Η κατάσταση θα γίνεται διαρκώς ακόμα πιο δύσκολη για τα άτομα με πιο σοβαρές και πολύπλοκες ανάγκες (ψυχωτικές και άλλες) και για τις οικογένειές τους, καθώς οι κοινωνικές και θεσμικές προϋποθέσεις της ανάρρωσής τους (υλικές/οικονομικές, σχεσιακές, δυνατοτήτων και κουλτούρας των θεραπευτικών θεσμών κλπ) θα φθίνουν διαρκώς και θα συρρικνώνονται μέσα σε μια κοινωνική οργάνωση που θα λειτουργεί αφήνοντας χώρο μόνο για τους «λίγους», ενώ θα σπρώχνει στην εξαθλίωση, στον αποκλεισμό, στην κατασταλτική διαχείριση και στον θάνατο όλο και πιο πολλούς.

Αυτό δεν αποτελεί έναν ‘απαισιόδοξο’ (ή, κατ΄ άλλους, ‘εξτρεμιστικό’) ισχυρισμό : πηγάζει από τα καταγεγραμμένα δεδομένα και την όλη γνώση μας, εδώ και πάνω από 100 χρόνια, για τη σχέση ανάμεσα στην καπιταλιστική οικονομία, σε περιόδους ‘άνθησης’ και κρίσης, και στην επίπτωσή της, αντίστοιχα, στην ψυχική υγεία γενικά και στην έκβαση των πιο σοβαρών ψυχικών διαταραχών ειδικότερα, καθώς και στην αντίστοιχη κουλτούρα μιας ψυχιατρικής που δεν αμφισβητεί την δεδομένη κοινωνική τάξη, κατ΄ εντολήν της οποίας λειτουργεί. Η μόνη διαφορά είναι ότι, σήμερα, η κατάσταση μπορεί να εξελιχθεί πολύ χειρότερα. Ένα όλο και πιο υποχρηματοδοτημένο και υποστελεχωμένο σύστημα υπηρεσιών ψυχικής υγείας, με ήδη παγιωμένη την «διπλής όψεως» κατασταλτική κουλτούρα (αφενός του εγκλεισμού και της ιδρυματικής βίας και, αφετέρου, της εγκατάλειψης), καλείται, πλέον, ν΄ απαντήσει σ’ ένα όλο και μεγαλύτερο όγκο, όλο και πιο πολύπλοκων κοινωνικών αναγκών, που η οικονομική και κοινωνική κρίση σπρώχνει «εκτός», ψυχιατρικοποιώντας τις (και άλλοτε ποινικοποιώντας τις) και αναθέτοντάς τις στους εντεταλμένους για την κάθε κατηγορία (άκρως χρεοκοπημένους και σε αξεπέραστη κρίση) θεσμούς, είτε προς «θεραπεία», είτε προς «σωφρονισμό».


 

Επικεντρώνοντας, εδώ, στις επιπτώσεις στην ψυχική υγεία γενικά, γνωρίζουμε πώς η οικονομική κρίση γίνεται κρίση οικογενειακή και κρίση προσωπική, οδηγώντας, όταν δεν φαίνεται διέξοδος, στην κατάθλιψη (την κατ΄ εξοχήν ψυχική διαταραχή της οικονομικής ύφεσης). Σ΄ ένα σύστημα που δομεί την προσωπική ταυτότητα (την αυταξία και τον αυτοσεβασμό) μέσω της μισθωτής εργασίας, η «επιστροφή στο σπίτι» σηματοδοτεί μια «ήττα». Μια ήττα που το άτομο οδηγείται αφενός να θεωρεί ως προσωπική του ευθύνη και αφετέρου ότι, για την αντιμετώπιση των συνεπειών της, δεν υπάρχουν παρά ατομικές λύσεις.

Η οικονομική κρίση αγγίζει κάτι πιο βαθύ από το οικονομικό, που είναι το νόημα της ζωής - μια κρίση προοπτικών που βιώνουν προπαντός οι νέοι.

Τα άτομα αισθάνονται παγιδευμένα μέσα σε μια κατάσταση χωρίς διέξοδο. Ανεργία και ελαστικές σχέσεις εργασίας αυξάνουν την κοινωνική απελπισία, μέσα σε μια κατάσταση όπου καταρρέουν ταυτόχρονα και εργασία και κράτος πρόνοιας.

Ξανά, όλο και πιο πλατειά λαϊκά στρώματα οδηγούνται να ζουν «μέρα με τη μέρα»,

σε συνθήκες καθολικής επισφάλειας. Υποφέρουν τόσο αυτοί που εξακολουθούν να έχουν εργασία (με τους εξοντωτικούς όρους στους οποίους πρέπει να συμμορφωθούν για την διατηρήσουν), όσο και αυτοί που δεν έχουν, οι οποίοι βουλιάζουν (κυριολεκτικά) στο τέλμα της μακροχρόνιας ανεργίας.

Λειτουργώντας σε μια κατάσταση που διακρίνεται από την αποσυλλογικοποίηση των διαδικασιών στο χώρο εργασίας (όσο και εκτός αυτού) και από μια προϊούσα εξατομίκευση, το άτομο, που βρίσκεται ξαφνικά στο βυθό αυτής της κρίσης, νοιώθει, συχνά, τελείως απομονωμένο και αποξενωμένο, μέσα σε μια νέα κατάσταση γύρω του, που απαξιώνει συστηματικά τους τρόπους που είχε μάθει να διαπραγματεύεται και να διεκδικεί : συχνά, δεν φαίνεται να του επιτρέπεται παρά μόνο η επιλογή να «συμμορφωθεί» με τη νέα κατάσταση και να παθητικοποιηθεί, να υποταχτεί, ή να υιοθετήσει μορφές έκφρασης που περιέχουν μια δόση βιαιότητας… και κατά του εαυτού….Εξ’ ου και οι αυτοκτονίες σε αναδιαρθρούμενες/ιδιωτικοποιούμενες επιχειρήσεις, όπως η France Telecom, αλλά και αλλού, σ΄ ολόκληρη την Ευρώπη, όπως και στην Ελλάδα, όπου το σοκ της κρίσης που ξέσπασε με την επέμβαση του ΔΝΤ, έστρεψε το ενδιαφέρον κάποιων ΜΜΕ στην ανάδειξη της καθοριστικής συμβολής της απώλειας της θέσης εργασίας και του οικονομικού στραγγαλισμού του υποκειμένου σε μερικές από τις πρόσφατες αυτοκτονίες σ΄ αυτή τη χώρα.

Είναι γνωστό ότι, σύμφωνα με αμερικανικές μελέτες, κάθε αύξηση της ανεργίας κατά 3% φέρνει αύξηση των αυτοκτονιών κατά 5% και των θανάτων από αλκοόλ κατά 30%. Μελέτες σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες έχουν δείξει, μέσα στο 2009, αύξηση των καταθλιπτικών διαταραχών κατά 15% και των αγχωδών διαταραχών κατά 30%.

Η καλλιέργεια του «δέους και του φόβου» απέναντι στο υποτιθέμενο «αναπόφευκτο» αυτών των μέτρων και στην «παντοδυναμία» των «ισχυρών», σε συνδυασμό με το τεχνηέντως καλλιεργούμενο και διαχεόμενο, μέσω των ΜΜΕ, ιδεολόγημα για την αδυναμία «ημών των ‘ενόχων’ που ‘φτιάξαμε’ αυτό το τεράστιο χρέος», αφήνει (αν και εν μέσω διαρκώς κλιμακούμενων κινητοποιήσεων) ακόμα πολλούς εμβρόντητους και αδρανείς και ορισμένους μέχρι και να «ταυτίζονται με τον επιτιθέμενο» και να δικαιολογούν τα μέτρα ως «αναγκαία». Το μήνυμα που προσπαθούν να περάσουν είναι σαφές: «δεν υπάρχει άλλη λύση», κάθε αντίσταση (βοηθούσης και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, ανεξαρτήτως απόχρωσης) μπορεί να κρατήσει μόνο για λίγο, ότι, εν τέλει, είναι μάταιη, καθώς η «παντοδυναμία του αναπόφευκτου» είναι τέτοια, που το τέλος (η επιβολή της εξαθλίωσης των πολλών για την διάσωση και την αύξηση των κερδών των τραπεζιτών) είναι προδιαγεγραμμένο.

Όπως σ΄ όλες τις αντίστοιχες κρίσιμες κοινωνικές καταστάσεις, είναι ακριβώς η καλλιέργεια αυτού του μηνύματος στο επίπεδο ολόκληρης της κοινωνίας, σε εθνική, ευρωπαϊκή και πλανητική κλίμακα, που είναι η πιο επικίνδυνη, όχι μόνο για την ψυχική μας υγεία, αλλά για την ίδια τη ζωή μας, για ολόκληρη την κοινωνία και τον ανθρώπινο πολιτισμό στο σύνολό του.

Καθώς όλο και περισσότεροι παραλληλίζουν, τηρουμένων των αναλογιών, την πρόσφατη επιβολή στη χώρα του Διευθυντηρίου ΕΕ/ΔΝΤ, με την κατοχή του 1941-44, είναι, θεωρούμε, εξαιρετικά χρήσιμο να ανατρέξουμε σε μιαν από τις πιο σημαντικές και αυθεντικές αναλύσεις που έχουν γίνει για τις συνέπειες της πείνας και του τρόμου (από μια ξένη στρατιωτική κατοχή, τότε) στην ψυχική υγεία.

Όπως γράφουν οι Φ. Σκούρας, Α. Χατζηδήμου, Α. Καλούτσης και Γ. Παπαδημητρίου στο βιβλίο τους, «Η Ψυχοπαθολογία της Πείνας, του Φόβου και του Αγχους» (1947), η «ψυχολογική παλινδρόμηση» που εμφανίστηκε αρχικά στη συμπεριφορά των ανθρώπων, λόγω των τραυματικών γεγονότων εκείνης της περιόδου, που προκλήθηκαν από την πείνα και τον τρόμο - μια παλινδρόμηση που έφτανε μέχρι την κατάθλιψη, την απάθεια και την παθητικότητα και ακόμα, μέχρι την απώλεια της «ανθρώπινης ιδιότητας» του ανθρώπου - συνοδεύτηκε και από την αντίθετη εξέλιξη, από αυτό που αποκλήθηκε «ψυχολογικός ρόλος της αντίστασης». Όταν, δηλαδή, όπως γράφουν, «η δυσάρεστη, αγχώδης και οξεία συγκινησιακή ένταση μειωνόταν και μεταμορφωνόταν σε  συνειδητή δράση. Η αντίσταση έπαιρνε συγκεκριμένες μορφές πάλης όσο περισσότερο η συγκινησιακή ένταση της συνείδησης μεταμορφωνόταν σε γνωστικό όρο της συνείδησης. Αυτή η πορεία είναι αντίθετη σε κείνη της παλινδρόμησης». Η «ψυχολογία της αντίστασης» ήταν ο κύριος παράγοντας, που προστάτευε την προσωπικότητα από την διάλυση και την εκμηδένιση. Η ψυχολογία του ατόμου ήταν η ψυχολογία ενός μέλους της ομάδας, με την ενσωμάτωση στις αντιστασιακές οργανώσεις. Ηταν, μάλιστα, παρατηρούν, αυτή η «ψυχολογία της αντίστασης» που λειτούργησε ως προστασία από νευρωτικές διαταραχές – οι οποίες, σημειωτέον, μετά το τέλος του πολέμου, αυξήθηκαν πολύ. 

Εχει, επομένως, μεγάλη σημασία το πώς οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας θα «διαβάσουν» τα κλιμακούμενα, σήμερα, αιτήματα για απάντηση σε καταστάσεις ψυχικής δυσφορίας, απόγνωσης, απελπισίας, «αυτοκτονικού ιδεασμού», ή άλλων μορφών οξύτατης ψυχικής οδύνης. Θα εξακολουθήσουν να τα «διαβάζουν» ως καταστάσεις «χημικής ανισορροπίας» (chemical imbalance) του εγκεφάλου, που χρειάζονται απλώς ψυχοφάρμακο (οι μεν), ή ως γεγονότα της ψυχολογίας του ατόμου (οι δε) που χρειάζονται, απλώς, την, κοινωνικά αποστειρωμένη, «κατάλληλη» ψυχοθεραπευτική τεχνική;

Ισως, ακριβώς σήμερα, είναι ακόμα πιο επίκαιρη η επισήμανση του Franco Basaglia ότι, μέσα στη δοσμένη κοινωνία, η πολιτικοποίηση της πράξης μας είναι, ακόμα, αυτή που μπορεί να την καταστήσει πραγματικά θεραπευτική πράξη, ικανή να συμπέσει με την ανάδειξη, σε όλα τα επίπεδα, των κρυμμένων αντιφάσεων του συστήματος μέσα στο οποίο ζούμε (καταμερισμός εργασίας, διαίρεση/ κατακερματισμός των επιστημών, συγκεκριμένη ιεραρχία των αξιών). Το να ανάγουμε, ή να επιτρέπουμε την απορρόφηση του πολιτικού χαρακτήρα (ή των πολιτικών παραμέτρων) των πρακτικών μας σε απλές τεχνικές (βιολογικές, ψυχοθεραπευτικές κλπ) δεν συντελεί παρά στην διαιώνιση τη χειραγώγησης και της προσαρμογής των αναγκών των ανθρώπων στις ανάγκες του συστήματος, τη στιγμή που οι ανάγκες αυτές των ανθρώπων, που μας τίθενται, απαιτούν απαντήσεις πολιτικές,

Το ζήτημα, επομένως, είναι πώς θα σταθεί κανείς απέναντι σ΄ αυτή την κατάσταση, ξεπερνώντας τους όρους της εξατομίκευσης, επανεγκαθιδρύοντας την ανάγκη και τους όρους του συλλογικού και αναπτύσσοντας, σ΄ αυτή τη βάση, το πνεύμα και την ψυχολογία της αντίστασης, ως μια υψηλή στιγμή στην αυτοσυνείδησή μας και στη συγκρότηση της υποκειμενικότητάς μας, στη δημιουργία των όρων για την εκδίπλωση των ανθρώπινων, δημιουργικών μας δυνατοτήτων – αυτών που μπορούν να μεταμορφώσουν τον καθένα σε συνάρτηση με τη μεταμόρφωση του κόσμου - με τρόπο που θα μας επιτρέψει (σε όλους από κοινού, λειτουργούς ψυχικής υγείας, ‘χρήστες’ των υπηρεσιών, οικογένειες) ν΄ αντιμετωπίσουμε την κατάσταση ως υποκείμενα αντί να την υποστούμε ως αντικείμενα.  

 

 

25/5/2010                                                                      ΜΕΓΑΛΟΟΙΚΟΝΟΜΟΥ Θ.

 

Όπως είναι γνωστό, με νόμο που ψηφίστηκε πέρσι, παραχωρείται άδεια οπλοφορίας σε άνδρες και γυναίκες υπαλλήλους ιδιωτικών εταιρειών σεκιούριτι για την εκτέλεση ορισμένων από τις εργασίες που αναλαμβάνουν.

Γνωρίζουμε ότι για την πρόσληψη σε εταιρεία σεκιούριτι απαιτούνταν πάντα η προσκόμιση πιστοποιητικού για την κατάσταση τη ψυχικής υγείας του υποψήφιου φρουρού, που έχει εκδοθεί από δημόσια υπηρεσία ψυχικής υγείας. 

Με την πρόβλεψη, όμως, του νέου νόμου για οπλοφορία των υπαλλήλων των εταιρειών σεκιούριτι, τα δεδομένα για όσους χορηγούν πιστοποιητικά ψυχικής υγείας αλλάζουν: αυτό που ζητείται, πλέον, είναι η «νομιμοποίηση» και από πλευράς των υπηρεσιών ψυχικής υγείας της οπλοφορίας των υπαλλήλων ιδιωτικών εταιρειών.

Ο ρόλος του ψυχιάτρου διευρύνεται μέχρι του σημείου να μετατρέπεται και αυτός σε μέρος του νομιμοποιητικού πλαισίου ενός ένοπλου σώματος, το οποίο, μάλιστα, είναι ιδιωτικό.  

 Το ΔΣ της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας έβγαλε, στις 19/2/09, μιαν απόφαση πάνω στο ζήτημα αυτό, που αξίζει να προσεχτεί και ληφθεί υπόψιν απ΄ όλους και πρώτα απ΄ όλα, φυσικά, τους ψυχιάτρους...

 

 

                Θέσεις της Ε.Ψ.Ε. στο ζήτηματης οπλοφορίας:

 

 

«Η Ε.Ψ.Ε. θεωρεί αναγκαίο να ανακοινώσει δημόσια τις θέσεις της στα ζητήματα που σχετίζονται με την εμπλοκή των ψυχιάτρων (και των ψυχολόγων) σε ζητήματα μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος και ιδιαίτερα στις διαδικασίες χορήγησης σε πρόσωπα άδειας να φέρουν όπλα και στα προβλήματα που προκύπτουν από τη χρήση τους.

Υπάρχει μεγάλη σύγχυση στη κοινή γνώμη για τις δυνατότητες της Ψυχιατρικής και της Ψυχολογίας και δεν είναι λίγοι που θεωρούν ότι αυτές οι δυνατότητες είναι σχεδόν απεριόριστες, η δε παρέμβαση των αντιστοίχων επαγγελματιών απαραίτητη και ευεργετική για την επίλυση παντός είδους προβλημάτων.

Έχει έτσι δημιουργηθεί και συνεχώς καλλιεργείται ένα κλίμα υπερβολικών και πολλές φορές εντελώς ανεδαφικών προσδοκιών και απαιτήσεων, μέχρι του σημείου να ζητούν από εμάς όχι μόνο να ερμηνεύσουμε κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά ακόμα και την πιο ακραία ή και ειδεχθή, αλλά και να προβλέψουμε με ασφάλεια τον τρόπο που ένα πρόσωπο θα αντιδράσει στο μέλλον στις οποιεσδήποτε συνθήκες.

Τέτοιες προσδοκίες έχουν μάλιστα καταγραφεί και σε διατάξεις θετού Δικαίου όπου π.χ. «ειδικές επιτροπές» καλούνται να «ερευνήσουν με ψυχοτεχνικές δοκιμασίες και συνέντευξη των εξεταζόμενων την εν γένει προσωπικότητα αυτών και κυρίως την αυτοκυριαρχία, την συναισθηματική σταθερότητα, την κρίση και αντίληψη και την ικανότητα προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες καταστάσεις και απαιτήσεις» και να «αποφανθούν για το αν η προσωπικότητά τους παρέχει τα εχέγγυα για ορθή χρήση του όπλου». Και φαίνεται ότι ανάλογες διατάξεις προωθούνται και επεκτείνονται και στον ιδιωτικό τομέα όπου υπάλληλοι ιδιωτικών οργανισμών θα μπορούν να φέρουν όπλα με την ευλογία και την συγκατάθεση ανάλογων «ειδικών Επιτροπών».

Κύριες αιτίες αυτής της κατάστασης είναι:

·               Η εγγενής αδυναμία να οριστεί με τρόπο γενικά αποδεκτό το «φυσιολογικό» και τα όριά του.

·               Η συγκεχυμένη αντίληψη της κοινής γνώμης και όχι μόνο για το γνωστικό αντικείμενο και τις δυνατότητες και τις διαφορες της Ψυχιατρικής και της Ψυχολογίας, τα απαραβίαστα όρια της κάθε μιας και το κοινό πεδίο τους στη θεωρία και την πρακτική.

·               Η απαράδεκτη συμπεριφορά ορισμένων ψυχιάτρων, ψυχολόγων και δημοσιογράφων που σπεύδουν να υπηρετήσουν τις ανάγκες της τηλεθέασης και δε διστάζουν, με αντάλλαγμα την προβολή τους ή και τα ιδιοτελή επαγγελματικά τους συμφέροντα, να ερμηνεύσουν ως ειδικοί τα ανερμήνευτα, και να αποκαλύπτουν δήθεν ως αυθεντίες και με ζηλευτή ευκολία και σιγουριά ακόμα και τα πιο μύχια και σκοτεινά κίνητρα της συμπεριφοράς των ανθρώπων, άγνωστα και απροσπέλαστα σε όλους τους άλλους.

·               Το γεγονός ότι τέτοιες αντιλήψεις και προσδοκίες προωθούν τα επαγγελματικά συμφέροντα των αντίστοιχων επαγγελματιών, κάποιοι από τους οποίους προβάλλουν μειωμένη αντίσταση στις πιέσεις που τους ασκούνται ή αυθορμήτως και απρόσκλητοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και εκεί που δεν χρειάζονται ή ίσως είναι και επιζήμιες.

Αποτελέσματα αυτής της σύγχυσης είναι και η συνεχώς επεκτεινόμενη απαίτηση εμπλοκής των ψυχιάτρων σε θέματα που σχετίζονται με τη χρήση πυροβόλων όπλων.

Επί των σχετικών ζητημάτων η Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία θεωρεί λοιπόν αναγκαίο να καταστήσει γνωστές στη κοινή γνώμη και τις αρμόδιες αρχές τις θέσεις της που συνοψίζονται ως εξής:

1. Η Ψυχιατρική και οι Ψυχίατροι δεν έχουν τις γνώσεις ούτε τα μέσα για να μπορούν να βεβαιώσουν με ασφάλεια εάν ένα πρόσωπο μπορεί να φέρει πυροβόλο όπλο ή άλλο φονικό όργανο και πολύ περισσότερο να βεβαιώσουν ότι το πρόσωπο αυτό σε κάθε περίπτωση και υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις θα αντιδράσει σύμφωνα με τις επιταγές του Νόμου και τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις που επικρατούν. Η αδυναμία ασφαλούς εκτίμησης και πρόβλεψης γίνεται ακόμη μεγαλύτερη σε συνθήκες όπου  το γενικότερο κλίμα χαρακτηρίζεται από έλλειψη κοινωνικής αλληλεγγύης, συναισθηματική απίσχανση, χλευασμό των ιδανικών, έκπτωση των αξιών, αμφισβήτηση θεσμών και πολιτική πενία και καθημερινά και συνεχώς επιδεινούμενα φαινόμενα υπέρμετρης, άλογης και όχι σπάνια ανθρωποκτόνου βίας.

Πιστεύουμε επίσης ότι ούτε η Ψυχολογία, ούτε άλλη Επιστήμη διαθέτει τέτοιες δυνατότητες. Επομένως τέτοια ερωτήματα και μάλιστα με τόσο απόλυτο τρόπο δεν πρέπει να τίθενται, εάν δεν τίθενται οι ερωτώμενοι οφείλουν να δηλώσουν εξ αρχής την αδυναμία τους να απαντήσουν με ασφάλεια και το μεγάλο κίνδυνο  οι όποιες εκτιμήσεις τους να αποδειχτούν τραγικά λανθασμένες.

2. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο ψυχίατρος, βασισμένος στις γνώσεις και την εμπειρία του, μπορεί, από τα ευρήματα της κλινικής εξέτασης ενός προσώπου, τις πληροφορίες που αφορούν το ιστορικό του και άλλα προσιτά σε αυτόν στοιχεία, να διαπιστώσει και να βεβαιώσει την ύπαρξη ψυχικής διαταραχής και τη σοβαρότητα της και μερικές φορές, αλλά όχι πάντοτε, τον αυξημένο κίνδυνο να προβεί ο πάσχων σε πράξεις μεγάλης βίας κατά προσώπων. Σε μια τέτοια περίπτωση ο ψυχίατρος οφείλει να ενημερώσει τον πάσχοντα για τον αυξημένο αυτό κίνδυνο και να του συστήσει να μη φέρει όπλα ούτε να τα φυλάσσει σε μέρη εύκολα προσιτά.

3. Η μη διαπίστωση κατά τα ανωτέρω ψυχικής διαταραχής δεν σημαίνει ότι τέτοια διαταραχή δεν υπάρχει, ούτε πολύ περισσότερο, ότι δεν θα υπάρξει στο μέλλον. Η βεβαίωση επομένως ότι δεν διαπιστώθηκε ψυχική διαταραχή δεν ισοδυναμεί  με πιστοποιητικό ψυχικής υγείας, όπως πολλοί κακώς συμπεραίνουν. Ο ψυχίατρος μπορεί να βεβαιώσει ότι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο «δεν πρέπει να φέρει όπλο», αλλά δεν μπορεί να βεβαιώσει ότι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο «μπορεί να φέρει όπλο». Η  Ε.Ψ.Ε. συνιστά επομένως στους ψυχίατρους να καθιστούν σαφές προς όλους και προς αποφυγή λανθασμένων συμπερασμάτων και πρακτικών ότι όταν βεβαιώνουν ότι δεν διαπίστωσαν την ύπαρξη ψυχικής διαταραχής στον εξετασθέντα δεν βεβαιώνουν εξ αντιθέτου ότι διαπίστωσαν την ψυχική του υγεία.

4. Η Ε.Ψ.Ε. επομένως είναι ριζικά αντίθετη στην οποιαδήποτε πρακτική επέκτασης της χορήγησης όπλων και πολύ περισσότερο σε πρόσωπα που είναι υπάλληλοι ιδιωτικών οργανισμών. Και μάλιστα με την εμπλοκή στις σχετικές διαδικασίες επαγγελματιών της Ψυχικής Υγείας γιατί αυτό θα έδινε μια επίφαση εγγύησης ότι η χρήση τους θα ήταν νόμιμη και μονό στις απολύτως αναγκαίες περιπτώσεις.»

 

Burnout: Η Ψυχολογικοποίηση της Αλλοτρίωσης*

 

Αναδημοσίευση από το περιοδικό Κοινωνία και Ψυχική Υγεία... (www.socialexclusion.gr)

                                   Κώστας Μπαϊρακτάρης**                            

Επέλεξα να συζητήσω μαζί σας αυτό το θέμα τόσο για το επιστημονικό-θεωρητικό και ιδεολογικό ενδιαφέρον που έχει όσο και για τις επιπτώσεις που επιφέρει η αποδοχή, η αφομοίωση και προπάντων η εσωτερίκευση της θεωρίας του Burnout στους επαγγελματίες εκείνους που ασχολούνται στην πράξη με τον ανθρώπινο πόνο και τις ανθρώπινες ανάγκες. Τυγχάνει δε πολλοί από εμάς να είμαστε οι ίδιοι μάρτυρες της κατασκευής αυτής της θεωρίας αλλά και των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών μέσα στις οποίες προέκυψε. Δηλαδή, των συνθηκών εκείνων που το σύστημα, για να διαχειριστεί τα ελλείμματα των πολιτικών του, χρειάζεται επιστήμονες που να κατασκευάζουν θεωρίες και να εφαρμόζουν πρακτικές ικανές να διασφαλίσουν τη διαχείριση των αντιθέσεων που αυτό από τη φύση του δημιουργεί και αναπαράγει. Θεωρίες και πρακτικές οι οποίες λειτουργούν ως ανάχωμα απέναντι σε προσεγγίσεις  που αμφισβητούν το κυρίαρχο επιστημονικό παράδειγμα μέσα από το οποίο προκύπτουν οι δομές, οι υπηρεσίες και τα διάφορα διαχειριστικά συστήματα περίθαλψης, πρόνοιας και εκπαίδευσης. Αυτοί οι χώροι αποτελούν και τα κυριότερα  πλαίσια εντοπισμού και διάγνωσης του «φαινομένου» της επαγγελματικής εξουθένωσης.               

Θεωρώ ότι έχει ιδιαίτερα επιστημονικό, αλλά πρωτίστως πολιτικό, ενδιαφέρον το γεγονός ότι η προσέγγιση αυτή προκύπτει σε μια ιστορική περίοδο όπου ριζοσπαστικές θεωρίες και παρεμβάσεις αφομοιώνονται στο κυρίαρχο σύστημα. Απογυμνώνονται από τα πρωτοποριακά τους στοιχεία και μετατρέπονται σε τεχνικές και εργαλεία στα πλαίσια της κυρίαρχης ιδεολογίας. Αναφέρομαι στη χρονική περίοδο από τη δεκαετία του ’70 κι έπειτα, κατά την οποία τα ριζοσπαστικά κινήματα αρχίζουν να μεταφέρονται σιγά σιγά αλλά συστηματικά -με τη βοήθεια και της νεοσυντηρητικής Ανθρωπιστικής/Υπαρξιακής Ψυχολογίας ή της λεγόμενης Κριτικής Ψυχολογίας- στα άνετα βιωματικά δωμάτια με τα μαξιλάρια και στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, ξεκομμένα από την κοινωνική παρέμβαση και αλλαγή. Με αυτό τον τρόπο, η αμφισβήτηση, η πολιτική-ιδεολογική αντιπαράθεση, ο διάλογος και η πολιτική δράση αντικαθίστανται με τις «Ομάδες Αντιπαράθεσης», τους «Μαραθώνιους», τα «Ψυχοδράματα», το… «Πάτημα της Γάτας», αλλά και με μια πλήρως αυτονομημένη από τις κοινωνικές ανάγκες και παρεμβάσεις ακαδημαϊκή «κριτική» προσέγγιση. Το πολιτικά, κριτικά, σκεπτόμενο υποκείμενο μετατρέπεται σε άτομο-αντικείμενο που χρήζει εσωτερικής ψυχολογικής αλλαγής και ατομικής ανάπτυξης. Ωθείται έτσι από τους Ψυχο-Εκπαιδευτές αλλά και τους «Κριτικούς Ψυχολόγους» να βγάλει έξω από το σύστημα σκέψης και πράξης του τη συνάρτηση της αλλαγής του με την αλλαγή του πολιτικο-κοινωνικού συστήματος, προτάσσοντας τη δική του «ανάπτυξη» (ατομικισμός) ή ανακυκλώνοντας την ανέξοδη κριτική του ορθολογισμού με in vitro «δομήσεις» και «αποδομήσεις» θεωριών και θεσμών σε συνθήκες κοινωνικής απραξίας. Η φυσική διαλεκτική σχέση ατόμου και περιβάλλοντος αντικαθίσταται έτσι από τη σχέση ατόμου-ατόμου με διαχειριστή της σχέσης τον ειδικό ή τον θεραπευτή. Λίγο αργότερα, ακόμα και ο ανθρώπινος πόνος και η ανθρώπινη ανάγκη εκλαμβάνονται ως επιβαρυντικοί παράγοντες για τον ίδιο τον διαχειριστή τους. Επινοείται μεταξύ άλλων η θεωρία του Burnout (Freudenberger, 1974)[1] και προσφέρεται το επιστημονικό-ψυχολογικό άλλοθι για μια βελούδινη, επιστημονικά και ιδεολογικά τεκμηριωμένη, απόσπαση από το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ταχεία διάδοσή της στις λεγόμενες εναλλακτικές δομές στον ψυχοκοινωνικό τομέα. Η στιγμή της αφομοίωσής τους από το κυρίαρχο σύστημα παραβλέπεται. Αδυνατούν να επινοήσουν το καινούργιο και παραδίδονται στα ανταλλάγματα της προσαρμογής τους. Η νέα προσαρμογή και η έλλειψη οραμάτων οδηγούν στη μετατροπή πολιτικών επιλογών σε ψυχολογικά προβλήματα και οι πρωταγωνιστές των αλλαγών μεταμορφώνονται σε θύματα της λεγόμενης επαγγελματικής εξουθένωσης. Αναφέρομαι στην κατασκευή μιας κατά βάση ενιαίας θεωρίας, της θεωρίας του Burnout που αποκoρυφώνεται με το ευρέως διαδεδομένο Maslach Burnout Inventory aslach, 1981).[2]

 

Η  θεωρία αυτή είναι σχετικά νέα και εντοπίζεται χρονικά πριν από μια τριακονταπενταετία περίπου. Συναντάμε  διάφορες αποχρώσεις της και σε ορισμένες περιπτώσεις μετατροπές όπως, για παράδειγμα, ως προς το είδος της αλληλεπίδρασης ατόμου-εργασιακού πλαισίου. Διαφοροποιήσεις που δεν ακυρώνουν, όμως, τον βασικό της πυρήνα, αλλά αποτελούν απλές ανακατασκευές ή παράγωγα της βιομηχανίας επιστημονικών εργασιών και δημοσιεύσεων. Δεν θα αναφερθώ στις τεχνικές λεπτομέρειες και την επιστημονική νομιμοποίησή της αλλά σε βασικά στοιχεία τα οποία κατά την άποψή μου, μέσα από την απουσία τους, αποκαλύπτουν τόσο την απόπειρα ψυχολογικοποίησης της αλλοτρίωσης όσο και τη σκοπιμότητα των κατασκευαστών της να διαχειριστούν αυτούς που ασχολούνται με τον ανθρώπινο πόνο και τις ανθρώπινες ανάγκες.

Σε όλες αυτές τις προσεγγίσεις το Burnout ή επαγγελματική εξουθένωση ή κάψιμο ή πιο ρεαλιστικά η… Bαρεμάρα, ξεκινάει κύρια από τη στιγμή της επαγγελματικής ένταξης. Μια μεγάλη αυθαιρεσία, για μια κατασκευή που ορίζει ως αποκλειστικό της αντικείμενο όσους εκπαιδεύονται και καλούνται να προσφέρουν τις έμμισθες αλλά ακόμη και εθελοντικές, υπηρεσίες τους σε ανθρώπους· ακόμα πιο σημαντικό, όσους καλούνται να παράσχουν τη βοήθειά τους σε αυτούς που έχουν ανάγκη, που πάσχουν, που νοσούν.   

Η άποψή μου είναι ότι για να κατανοήσουμε τη θεωρία αυτή ως απόπειρα ψυχολογικοποίησης της αλλοτρίωσης θα πρέπει να την αναζητήσουμε πολύ πριν την ένταξη στους χώρους εργασίας. Θα πρέπει να την προσεγγίσουμε ως μέρος μίας διεργασίας που προϋπάρχει αυτής. Προϋπάρχει μέσα στα πλαίσια μιας αλλοτριωτικής διαδικασίας την οποία υφιστάμεθα όλοι, είτε στα πλαίσια της διαπαιδαγώγησής μας, είτε στα πλαίσια της κοινωνικοποίησής μας, είτε στα πλαίσια της εκπαίδευσής μας στο  καπιταλιστικό σύστημα. Διαδικασία που στοχεύει σε συμπεριφορές υποταγής και συμμόρφωσης σε κυρίαρχους κανόνες, πρακτικές, πολιτικές, συστήματα και ιδεολογίες. Άρα, το συγκεκριμένο πολιτικό-οικονομικό και κοινωνικό σύστημα στο οποίο είμαστε ενταγμένοι φροντίζει να μας εξοπλίσει πολύ πριν την επαγγελματική μας ένταξη με όλες εκείνες τις προϋποθέσεις, ώστε να το αποδεχτούμε και να το αφομοιώσουμε ως δεδομένο, μοναδικό και αμετάβλητο. Να αποδεχθούμε το επιστημονικό παράδειγμα που το υπηρετεί. Να αποδεχθούμε και να εσωτερικεύσουμε ως αδιαμφισβήτητες τις επιμέρους θεωρίες και πρακτικές που προκύπτουν από αυτό. Συνεπώς, να αναπαράγουμε και να συντηρήσουμε ως αμετάβλητο το εργασιακό-κοινωνικό πλαίσιο (δομές, θεσμούς, συστήματα, πολιτικές). Δηλαδή, ένα επιστημονικό παράδειγμα κλειστό στην ανατροπή ή την αλλαγή του, γιατί το αντίθετο θα οδηγούσε στην ανατροπή/αλλαγή όλου του συστήματος διαχείρισης τόσο των υποκειμένων με τα οποία ασχολείται ο επαγγελματίας, όσο βέβαια (αυτό είναι και το ιδιαίτερο στη θεωρία αυτή) και της λογικής διαχείρισης, προσαρμογής και αφομοίωσης του ίδιου του επαγγελματία. Η ελευθερία του ανθρώπου σε επίπεδο δημιουργίας, παραγωγής νέας γνώσης, εφαρμογής νέων πρακτικών και αναζήτησης ανθρωπίνων αξιών αποτρέπεται από τους όρους του ίδιου του παραδείγματος, τις εφαρμογές του και την ιδεολογία που υπηρετεί.

Ο εργαζόμενος εισέρχεται συνήθως στο δημόσιο επαγγελματικό βίο εκπαιδευμένος στη λογική ότι δεν θα είναι δημιουργικός, δεν θα επινοεί, δεν θα συνδιαμορφώνει το πλαίσιο, τις σχέσεις, την οργάνωση, γιατί όλα αυτά είναι ήδη παγιωμένα και θεσμοθετημένα στα πλαίσια μιας προκαθορισμένης και ιεραρχικά δομημένης οργάνωσης, που υπακούει σε συγκεκριμένες και προκαθορισμένες πολιτικές αλλά και επιστημονικές θεωρήσεις. Γνωρίζει ότι για να υπάρξει και να γίνει αποδεκτός σαν επαγγελματική οντότητα, δηλαδή για να επιβιώσει επαγγελματικά, θα πρέπει να συμμορφωθεί στους κανόνες και να κινείται με τους όρους ενός προϋπάρχοντος πλαισίου. Να αποδεχτεί και να ενσωματωθεί σε μια συγκεκριμένη εσωτερική κατανομή εργασίας και σχέσεων εξουσίας (καθηκοντολόγιο). Αναφερόμαστε σε μια συνθήκη πλήρους απανθρωποποίησης αλλά και αποποίησης από το ίδιο το άτομο της βασικής του ανθρώπινης ιδιότητας, δηλαδή της ελευθερίας για ατομική και συλλογική δημιουργία. Αυτή είναι και η έσχατη μορφή της αποξένωσής του από την ίδια του τη φύση.

Η αλλοτρίωση επέρχεται έτσι ως μια κατάσταση που καθιστά το υποκείμενο επικυρωμένο πλέον αντικείμενο μιας ψυχολογικής θεωρίας, η οποία για να νομιμοποιηθεί αλλά και για να ανταποκριθεί στην ιδεολογική της αποστολή θα πρέπει να πιστοποιήσει, μιμούμενη έναν άκριτο θετικισμό, την ουδετερότητα και αντικειμενικότητά της με την κατασκευή ειδικών μεθοδολογικών εργαλείων και την πραγματοποίηση πληθώρας ερευνών.

Δεν είναι λοιπόν ο επαγγελματικός χώρος ούτε οι πληθυσμιακές ομάδες καθαυτές η αφετηρία της αλλοτρίωσής μας, είναι ο τρόπος που συναντάμε και εμπλεκόμαστε στη συγκεκριμένη δομή, με τους προ- και ετεροκαθορισμένους στόχους που αυτή εξυπηρετεί και το θεωρητικό υπόβαθρο στο οποίο στηρίζεται.

Ως προς τις υπηρεσίες που προσφέρονται στο δημόσιο τομέα είναι γνωστό το αξίωμα ότι «το άτομο αλλάζει και όχι το σύστημα», όπως επίσης και η κυρίαρχη αντίληψη ότι  «αλλάζει το άτομο και όχι η δομή». Σε κάθε περίπτωση, το επιδεχόμενο μεταβολή είναι το άτομο, δηλαδή αυτό που πρέπει να προσαρμοστεί στη λογική και τη λειτουργία μιας δομής. Το άτομο που στην περίπτωσή μας είναι ο ίδιος ο εργαζόμενος, ο οποίος αναγνωρίζεται επιπλέον ως το πάσχον υποκείμενο που χρήζει βοήθειας, θεραπείας ή υποστήριξης. Με λίγα λόγια, στις πολιτικές που διέπουν τη δημιουργία, οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών ενυπάρχουν και οι όροι διαχείρισης, όχι μόνον των πολιτών που προσφεύγουν σε αυτές, αλλά και των εργαζομένων που τις στελεχώνουν. Η αποδοχή αυτών των όρων είναι ταυτόχρονα και αποδοχή της ίδιας της ανελευθερίας τους, δηλαδή του υπαρξιακού τους περιορισμού και της αλλοτρίωσής τους. Η συνθήκη αυτή καλλιεργεί και τις προϋποθέσεις όχι μόνον της αφομοίωσης στο υπάρχον αλλά και της αναπαραγωγής του. Αλλαγές που επιτρέπονται ή γίνονται ανεκτές είναι αλλαγές που δεν ακυρώνουν ή δεν ανατρέπουν το ιδεολογικά-επιστημονικά αρτηριοσκληρωτικά δομημένο σχήμα. Οι κυρίαρχες πολιτικές Παιδείας και Υγείας π.χ. επιβάλλουν την αφομοίωση των εμπλεκομένων με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελούν σταθεροποιητικούς παράγοντες του συστήματος και όχι πηγή  δημιουργίας, αλλαγών, ανατροπών και αναζήτησης θεωριών και πρακτικών που να ανταποκρίνονται στις μεταβαλλόμενες -πραγματικές και όχι κατασκευασμένες- ανάγκες των ανθρώπων και της κοινωνίας. Δεν είναι μόνον οι πολιτικές που χαρακτηρίζουν ένα σύστημα ως διαχειριστή των ανθρώπινων αναγκών αλλά και οι «λειτουργοί» εκείνοι που αφομοιώνονται σε αυτό και αποδέχονται την υπαρξιακή τους ακύρωση. Δεν αρκεί, ωστόσο, ο δημόσιος τομέας ως τέτοιος για την εξήγηση του φαινόμενου της αλλοτρίωσης του υποκειμένου και τη μετατροπή του σε μέρος ενός μηχανισμού. Είναι αυτός σε άμεση συνάρτηση με το επιστημονικό παράδειγμα, τις θεωρίες και τις πρακτικές  του.

Στον ιδιωτικό τομέα, που λειτουργεί με καθαρά κερδοσκοπικούς κανόνες, στα πλαίσια της ελεύθερης αγοράς, η αλλοτρίωση είναι ακόμη πιο ορατή, καθώς επιπροσθέτως η υγεία, η κοινωνική φροντίδα και η εκπαίδευση μετατρέπονται από κοινωνικά αγαθά σε εμπορεύσιμα προϊόντα. Η εμπορευματοποίηση της υγείας και της παιδείας συμβαδίζουν με τη συστηματική υποβάθμιση της δημόσιας και καθολικής φροντίδας υγείας, καθώς και της δημόσιας και δωρεάν παιδείας. Η επέκταση του ιδιωτικού τομέα σε εξωνοσοκομειακές και νοσοκομειακές υπηρεσίες, η αναπτυσσόμενη αγορά στον τομέα της ψυχικής υγείας (ψυχοπάζαρο) και η παραπαιδεία στον τομέα της εκπαίδευσης είναι οι χώροι όπου πλέον ο άνθρωπος και οι ανάγκες του μετατρέπονται σε εμπόρευμα, γίνονται αντικείμενο κερδοσκοπίας και πολλές φορές αισχροκέρδειας. Η απασχόληση στην ελεύθερη αγορά, με κατασκευασμένες πολλές φορές ανάγκες, δεν αποτελεί σύμφωνα με τον Μαρξ, μια δραστηριότητα ικανοποίησης  αναγκών των συνανθρώπων μας αλλά το μέσο για την αποκόμιση οικονομικού κέρδους. Δηλαδή, η αποξένωση εδώ δεν προκύπτει από τη λεγόμενη επιβάρυνση από τον ανθρώπινο πόνο ή ανάγκη, αλλά από τη στυγνή μετατροπή τους σε χρηματική αξία. Η πιο χυδαία μορφή της αλλοτρίωσης. Και όταν η επιχειρηματική δραστηριότητα αναφέρεται στην καταπολέμηση του Burnout, όπως συμβαίνει ήδη με διάφορα κερδοσκοπικά κέντρα, τότε ακόμα και η χυδαιότητα του συστήματος γίνεται εμπορεύσιμη. Είναι επίσης γνωστό ότι μεγάλες  επιχειρήσεις και διεθνή μονοπώλια χρησιμοποιούν πολλές φορές τη θεωρία του Burnout και τα εργαλεία της για τη χειραγώγηση, την προσαρμογή και την αύξηση της αποδοτικότητας των εργαζομένων. Επιδιώκουν δηλαδή την ψυχολογικοποίηση των πραγματικών αναγκών των εργαζομένων σε βάρος των ταξικών τους συμφερόντων. 

 

Burnout Treament and Prevention Kit. Παραγωγή και διάθεση : Ανάπειρη πόλη®. Για παραγγελίες: anapiri_poli@hotmail.com

 

Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι θα πρέπει να διαπιστώσουμε ότι η θεωρία του Burnout πληρεί εκείνα τα επιστημολογικά κριτήρια που, στα πλαίσια του κυρίαρχου ορθολογιστικού συστήματος σκέψης, της επιτρέπουν να σταθεί στο επιστημονικό-ψυχολογικό τοπίο και να ενεργεί σε αυτό ως αποδεκτό επιστημονικό θεωρητικό μοντέλο. Δηλαδή συντίθεται από μία αιτιολογική, μια διαγνωστική και μία θεραπευτική-αποκαταστασιακή διάσταση. Χαρακτηριστικό γνώρισμά της, όμως, είναι ότι αναφέρεται σε ανθρώπους που εργάζονται σε υπηρεσίες, δομές ή οργανισμούς που προσφέρουν υπηρεσίες στον άνθρωπο. Η ψυχολογικοποίηση, δηλαδή η ενοχοποίηση του ατόμου ή του απομονωμένου -από την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα- πλαισίου εργασίας, η «ουδέτερη» και «αντικειμενοποιημένη» τους αποτύπωση, ολοκληρώνονται μέσα από τη μετατροπή του ίδιου του εργαζόμενου σε πάσχον υποκείμενο. Από αυτό το σύστημα σκέψης και τις επιμέρους διαφοροποιήσεις προκύπτουν και οι τεχνικές αντιμετώπισης. Από τις αλλαγές στο άτομο ή την ομάδα μέχρι τη «βελτίωση» του εργασιακού περιβάλλοντος ή την εξαγορά της επιβάρυνσης από τον συνάνθρωπο με υλικά και ψυχικά κίνητρα και επιδόματα. Κατασκευάζονται διαγνωστικά-θεραπευτικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται εκτενώς σε ατομικό ή ομαδικό επίπεδο. [3]

 

Πέραν αυτών, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει να επιμείνουμε στον κοινό τόπο μεταξύ των διαφόρων θεωρητικών μοντέλων. Σε αυτόν ακριβώς παρατηρούμε ότι: α) η επαγγελματική εξουθένωση εντοπίζεται κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής  δραστηριότητας, β) αναφέρεται σε επαγγελματίες που εργάζονται κύρια στο δημόσιο ή ευρύτερο δημόσιο τομέα, γ) εντοπίζεται ιδιαίτερα στην εκπαίδευση, στον τομέα της υγείας αλλά και της ψυχικής υγείας, δ) χαρακτηρίζεται από την ιατροκεντρική λογική και με βάση αυτή παρατηρούνται, εντοπίζονται, καταγράφονται, διαγιγνώσκονται και κατηγοριοποιούνται τα συμπτώματα της επαγγελματικής εξουθένωσης (σωματικά, ψυχολογικά, συμπεριφορικά), καθώς και οι θεραπευτικές πρακτικές για την αντιμετώπισή τους, ε) δεν συμπεριλαμβάνει, στους αιτιολογικούς παράγοντες του φαινομένου που κατασκευάζει, το επιστημονικό υπόδειγμα που προσδιορίζει τις πρακτικές, τις δομές και τη λειτουργία τους, τις σχέσεις των επαγγελματιών μεταξύ τους ή με τον πληθυσμό που εξυπηρετούν· πρόκειται ακριβώς για εκείνο το υπόδειγμα που θεωρείται σταθερό και αμετάβλητο αναδεικνύοντας την «ουδετερότητα» και «αντικειμενικότητά» του σε βασικό ιδεολογικό πυλώνα όλης της θεωρίας, στ) το άτομο αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εργάζεται αυτό, αποσπώνται και αυτονομούνται αυθαίρετα από το εκάστοτε ιστορικό-πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο και ζ) ο ανθρώπινος πόνος, η φροντίδα του πάσχοντα ή η κάλυψη αναγκών των συνανθρώπων μας θεωρούνται ως οι κύριοι επιβαρυντικοί παράγοντες. Δηλαδή, ο ανθρώπινος πόνος και η ανθρώπινη ανάγκη αποκτούν αιτιολογικά χαρακτηριστικά ως προς την πρόκληση καθαυτού του φαινόμενου της επαγγελματικής εξουθένωσης.

Η φροντίδα και η προσφορά στον άνθρωπο εκλαμβάνονται a priori ως μία παθογόνος συνθήκη, η οποία προκαλεί συγκεκριμένα «συμπτώματα» και διαμορφώνει την «κλινική εικόνα» στη διαταραχή του Burnout!!! Η ανάδειξη της απασχόλησης με τον ανθρώπινο πόνο ή την ανθρώπινη ανάγκη σε παθογενετικό παράγοντα και η νοσογραφική της αποτύπωση μόνον την υπαρξιακή απομάκρυνση του ανθρώπου από τον ίδιο του τον εαυτό και τη φύση του θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει. Αυτό αποκαλύπτει και τη μετατροπή της αλλοτρίωσης σε ψυχολογική διαταραχή.

Τα θεωρητικά μοντέλα που χαρακτηρίζονται από τη μετατροπή του υποκειμένου σε  αντικείμενο, ανεξάρτητα αν χαρακτηρίζονται ως βιολογικά, ψυχολογικά, βιοψυχοκοινωνικά ή «εναλλακτικά-κριτικά» (όπως π.χ. η λεγόμενη Ανάλυση Λόγου, το θεσμοθετημένο «επιστημονικό κουτσομπολιό») ενισχύουν νομοτελειακά τη διεργασία αλλοτρίωσης, δηλαδή την αποξένωσή μας από τον άλλον και ταυτόχρονα από τον εαυτό μας.

Η ειδοποιός διαφορά της θεωρίας του Burnout από τις άλλες ψυχολογικές θεωρίες είναι ότι σε αυτή αντικειμενοποιείται και μετατρέπεται ο ίδιος ο ειδικός/επαγγελματίας σε εν δυνάμει πάσχον υποκείμενο εξ αιτίας της απασχόλησής του με τον ανθρώπινο πόνο ή την ανθρώπινη ανάγκη. Χαρακτηριστική στιγμή ενός αυτό-εγκλωβισμού!!! Έτσι, ως πάσχουσα πλέον οντότητα θα πρέπει να τύχει εκείνης της φροντίδας ή της διαχείρισης που μέχρι πρότινος επιφύλασσε για τους άλλους. Επικυρώνονται, λοιπόν, η οικουμενικότητα της θεωρητικής κατασκευής και η  καθολικότητα των εργαλείων και τεχνικών αντιμετώπισης μιας κατασκευασμένης κλινικής εικόνας. Η ψυχολογικοποίηση της αλλοτρίωσης ολοκληρώνεται χωρίς να θυσιάζεται το επιστημονικό παράδειγμα και χωρίς να θίγεται το θεσμικό και το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο.

Ο κυρίαρχος επιστημονικός τρόπος σκέψης συμβάλλει ώστε και εμείς, είτε ως  μαθητές, είτε ως φοιτητές, είτε ως εκπαιδευτές, είτε ως επαγγελματίες σε διάφορες υπηρεσίες να δυσκολευόμαστε να συνειδητοποιούμε τον τρόπο με τον οποίο υφιστάμεθα τη διαδικασία αλλοτρίωσης. Εσωτερικεύουμε –ό,τι χειρότερο- όλη αυτή τη λογική της αλλοτρίωσης και γινόμαστε όχι μόνον αποδέκτες αλλά και φορείς της. Ιδιαίτερα αισθητή είναι αυτή η συνθήκη στο χώρο των σημερινών πανεπιστημίων ο οποίος, πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις, αναπαράγει την επιστημονική κληρονομιά με έναν τέτοιο τρόπο ώστε να την αφοπλίζει ακόμα και από τα νεωτερικά στοιχεία που κάποτε τη χαρακτήριζαν. Εξαιτίας δε της κατασκευής και αναπαραγωγής εξουσιαστικών μηχανισμών και σχέσεων έξω από το πεδίο της αναζήτησης της γνώσης και της κοινωνικής χρησιμότητας ο μεν πανεπιστημιακός βολεύεται σε μια δουλειά και σε μια απαξιωμένη πλέον κοινωνικά θέση, οι δε φοιτητές συναινούν στην καταστροφή της πιο δημιουργικής περιόδου της ζωής τους με αντάλλαγμα ένα πτυχίο. Συμμορφώνονται και υποτάσσονται σε ένα προκαθορισμένο πλαίσιο που τους καλλιεργεί την ψευδαίσθηση επαγγελματικής αποκατάστασης και μάλιστα σε μια κατεύθυνση σύνδεσης του πανεπιστημίου με την αγορά εργασίας και όχι με την κοινωνία και τον άνθρωπο.

                

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι συζητήσεις που γίνονται τα τελευταία χρόνια, σε διάφορες συνδικαλιστικές οργανώσεις, ως προς την αναγνώριση και κατάταξη του Burnout στις επαγγελματικές ασθένειες και την κατάταξη επαγγελμάτων που σχετίζονται με αυτές στα «βαρέα και ανθυγιεινά». Ακραίο δε παράδειγμα  αλλοτρίωσης είναι αυτό που συναντάμε στο χώρο της ψυχικής υγείας. Όπου για παράδειγμα, στα πλαίσια αναπαραγωγής του μύθου για την επικινδυνότητα του πάσχοντος υποκειμένου, υποχρεούται ή εξαναγκάζεται ο νοσηλευτής να καθηλώσει τον συνάνθρωπό του. Θεωρείται -και από τους συνδικαλιστές πολλές φορές- ότι ασκεί ένα «βαρύ και ανθυγιεινό» επάγγελμα και όχι μια αυθαίρετη και στυγνή πράξη βίας που προκύπτει από ένα συγκεκριμένο ψυχιατρικό μοντέλο το οποίο και μεταφράζει με τον «επιστημονικό» του λόγο την άσκηση βίας σε απολιτική, αποϊδεολογικοποιημένη  και ουδέτερη «θεραπευτική πράξη». Αντί λοιπόν  να διεκδικούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις για την υποστήριξη των συνανθρώπων μας με σεβασμό στην προσωπικότητά τους, στα δικαιώματά τους και στην αξιοπρέπειά τους, αναπαράγονται συνθήκες βίας, ενοχοποιούνται άνθρωποι που βιώνουν δυσκολίες στη ζωή τους και γίνονται κυριολεκτικά αντιληπτοί ως αιτία πρόκλησης επιβαρυντικών συνθηκών για τους εργαζόμενους. Με την ολοκληρωτική παράδοση του εμπλεκομένου σε αυτή τη διεργασία αποξένωσης και την απουσία κάθε αντίστασης προκύπτει και το ιδεολογικό παράδοξο που συναντούμε ως πρακτική στους ψυχιατρικούς χώρους, το γνωστό  «Το πρωί καθηλώνουμε, το βράδυ διαδηλώνουμε». 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επίσης, αποκτά η ερευνητική έξαρση και οι συζητήσεις που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης και ιδιαίτερα για τις Μ.Ε.Θ. (Μονάδες Εντατικής Θεραπείας) ή τις Μ.Α.Θ. (Μονάδες Αυξημένης Φροντίδας). Με πλήρη «επιστημονική» κάλυψη και με την ενεργοποίηση  της θεωρίας του Burnout μεταλλάσσονται, ως εκ θαύματος, οι εξοντωτικές συνθήκες  εργασίας ή η διαρκής έλλειψη προσωπικού και οι απαράδεκτες πολιτικές υγείας -τόσο γενικά στον τομέα υγείας όσο και στον ιδιαίτερα κρίσιμο τομέα των εντατικών- σε ψυχολογικό πρόβλημα των εργαζομένων (ιατρών και νοσηλευτών). Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ιδεολογικής χρήσης της συγκεκριμένης θεωρίας, δηλαδή της ενοχοποίησης των εργαζομένων, της ατομίκευσης του προβλήματος και της αυθαίρετης απόσπασής του από το συνολικό του πλαίσιο (σύστημα υγείας, πολιτικές υγείας). Και όταν το πρόβλημα γίνει αποδεκτό ως ψυχολογικό, τότε η απομάκρυνση από την πραγματικότητα, άρα και η αποξένωση βρίσκει την ολοκλήρωσή της στην Ψυχολογία-Ψυχοθεραπεία (ομάδες, βιωματικά, ψυχολογική υποστήριξη) ή στην εξαργύρωση της επιβάρυνσης με  άλλα ανταλλάγματα. Μία προσβολή και απαξίωση τόσο των εργαζομένων όσο και της αξίας της ζωής των ίδιων των περιθαλπόμενων. Κατασκευάζονται έτσι συνθήκες που δεν σέβονται ούτε τους λειτουργούς υγείας, ούτε τους νοσηλευόμενους. Κατ’ επέκταση, γίνονται αποδεκτές εκείνες οι πολιτικές υγείας που απαξιώνουν συστηματικά τη δημόσια υγεία και δημιουργούν τις συνθήκες για την προώθηση της εμπορευματοποίησής της· της μετατροπής ενός αγαθού από  ανθρώπινο δικαίωμα σε εμπόρευμα με αποτέλεσμα να ακυρώνεται η καθολικότητα του δημόσιου συστήματος υγείας και να αυξάνεται γεωμετρικά ο ιδιωτικός τομέας. [4]

Άπειρα είναι επίσης τα παραδείγματα από τις εκπαιδευτικές-επιμορφωτικές πολιτικές διαφορών οργανισμών που ασχολούνται με τον ψυχοκοινωνικό τομέα (εξαρτήσεις, ψυχική υγεία, κ.λπ.). Εδώ μεγάλο μέρος της εκπαίδευσης του νέου αλλά και του παλαιού προσωπικού (κατά προτίμηση ομαδική/βιωματική) καταλαμβάνει η πρόληψη ή η αντιμετώπιση του «καταγεγραμμένου» Burnout. To ιδεολογικά ζητούμενο σε αυτές τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες δεν είναι η ενεργοποίηση του ατόμου, η δημιουργική του εμπλοκή και η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης αλλά η συναίνεσή του ότι αποτελεί ένα εν δυνάμει «πρόβλημα» σε ένα εξ ορισμού επιβαρυντικό περιβάλλον. Η διαπίστωση του κινδύνου ανοίγει εντέχνως τον δρόμο της ψυχολογικοποίησης και της θεραπευτικής αιχμαλωσίας. Ο διαθέσιμος θεραπευτικο-τεχνολογικός εξοπλισμός είναι πλούσιος. Έτσι μετατρέπεται σε πρόταγμα η «ανάπτυξη» και «ωρίμανση» του υποκειμένου μέχρι του σημείου της πλήρους αφομοίωσης των θεωριών και πρακτικών του πλαισίου, δηλαδή της συμμόρφωσής του σε ένα παγιωμένο πλαίσιο. Ενώ δηλαδή πιστοποιείται η παθογένεια του περιβάλλοντος, ενοχοποιείται ταυτόχρονα ο ανθρώπινος πόνος και η ανθρώπινη ανάγκη. Η αναγνώριση αυτής της επιβάρυνσης ανταμείβεται και προβάλλει το συνδικαλιστικό αίτημα των επιδομάτων (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι τρεις επιπλέον μέρες άδειας ετησίως για την «επαγγελματική εξουθένωση» στους εργαζόμενους σε δομές του ΟΚΑΝΑ). Επί πλέον πραγματοποιούνται σεμινάρια, αναλύονται οι θεωρίες, περιγράφονται τα συμπτώματα, προτείνονται πρακτικές αντιμετώπισης και όλοι υποδύονται τα θύματα ή τα εν δυνάμει θύματα του τέρατος της «Βαρεμάρας». Συνήθως βέβαια εγκαταλείπουν τα σεμινάρια περισσότερο κουρασμένοι από πριν και έτσι επιβεβαιώνονται εκ νέου οι προφητείες της συγκεκριμένης θεωρίας!!!

Δεν είναι τυχαίο που δεν συναντούμε πρακτικές που να προκύπτουν και να προτείνονται από αυτές τις θεωρίες και οι οποίες να οδηγούν τους εργαζόμενους στην ανατροπή ή στην κατάργηση του συστήματος, της δομής ή της υπηρεσίας που εργάζονται. Γιατί, στην περίπτωση αυτή, κατάργηση θα σήμαινε και αμφισβήτηση των ίδιων των θεωρητικών-επιστημονικών μοντέλων στα οποία στηρίζονται. Επειδή όμως, όπως προανέφερα, αυτό δεν εμπεριέχεται στη λογική αυτής της θεωρίας περιορίζεται κανείς σε διακοσμητικού τύπου αλλαγές. Αλλαγές ή καταργήσεις δομών συναντούμε τις περισσότερες φορές με δημοσιονομικά κριτήρια στα πλαίσια της υποβάθμισης π.χ. των υπηρεσιών Υγείας ή Παιδείας και της ιδιωτικοποίησής τους. Αναφερόμαστε δηλαδή  στη συντήρηση τόσο των ίδιων των  δομών-θεσμών όσο και στη συντήρηση των διαχειριστών τους. Αυτό είναι και η πεμπτουσία της θεωρίας της «επαγγελματικής εξουθένωσης»: η συντήρηση των διαχειριστών της συντήρησης και κατ’ επέκταση η συντήρηση του ίδιου του συστήματος.

Η θυματοποίησή του ατόμου από τον πόνο ή την ανάγκη του συνανθρώπου του είναι το μέσο ολοκλήρωσης της αλλοτρίωσής του από τον ίδιο του τον εαυτό. Στην κλασική κατά τον Μαρξ αποξένωση του ανθρώπου από το δημιούργημά του, δηλαδή από το προϊόν που παράγει, έρχεται να προστεθεί η αποξένωση από τον ίδιο του τον εαυτό βιώνοντας τον συνάνθρωπό του, δηλαδή και τον ίδιο, ως επιβαρυντικό παράγοντα. Γι’ αυτό και η ίδια η θεωρία του Burnout είναι προϊόν της ίδιας της αλλοτρίωσης που τη χαρακτηρίζει.



* Το άρθρο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της ομιλίας που πραγματοποιήθηκε στο 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο του κλάδου Κλινικής Ψυχολογίας και Ψυχολογίας της Υγείας της ΕΛΨΕ με θέμα: «Σύγχρονες Εξελίξεις στην εμπειρικά τεκμηριωμένη Κλινική Ψυχολογίας και Ψυχολογία της Υγείας», Θεσσαλονίκη, 9-11.11. 2008.

** Αναπληρωτής καθηγητής Κλινικής Ψυχολογίας, Τμήμα Ψυχολογίας Α.Π.Θ., e-mail: trella@psy.auth.gr.

[1] Freudenberger, H. J. (1974). Staff burn-out. Journal of Social Issues, 30, 159-165.

[2] Maslach, C. & Jackson S. E. (1981). The measurement of experienced burnout. Journal of Organizational Behavior. 2, 99-113.

[3] Σε αυτή ακριβώς τη λογική παρατηρούνται τις τελευταίες δεκαετίας πολυάριθμες έρευνες και δημοσιεύσεις αναφορικά με το Burnout. Διαπιστώνει κανείς μια συναίνεση ως προς την συμπτωματοκεντρική προσέγγιση  του ατόμου ή του πλαισίου, αποσπασμένα από το κοινωνικο-πολιτικό περιβάλλον. Τέσσερις είναι οι κυριότερες προσεγγίσεις: 1) Το μοντέλο της Maslach (Maslach & Jackson, 1981, ό.π.), γνωστό και ως «μοντέλο των τριών διαστάσεων», δηλαδή της συναισθηματικής εξάντλησης, της αποπροσωποίησης και της αδυναμίας προσφοράς, 2) Η προσέγγιση των Edelwich & Brodsky [Edelwich J., Brodsky A. (1980). Burn-Out - Stages of Disillusionment in the Helping. New York: Human Sciences Press], οι οποίοι καταγράφουν την εξουθένωση ως διαδικασία που αποτελείται από τις φάσεις του ενθουσιασμού, της αδράνειας, της ματαίωσης και της απάθειας, 3) Το μοντέλο του Cherniss [Cherniss, C. (1980). Staff Burnout - Job Stress in the Human Services. Beverly Hills, California: Sage Publications, Inc], που αναφέρεται σε μια διαδραστική κατάσταση όπου παρατηρείται στο άτομο το εργασιακό άγχος, η εξάντληση και η απάθεια, και 4) Η προσέγγιση των Pines & Aronson, [Pines, A. & Aronson, E. (1981). Career burnout. New York: MacMillan], οι οποίοι διευρύνουν τους τομείς επαγγελματικής εξουθένωσης εκτός από τον τομέα της υγείας και σε άλλους τομείς. Εντοπίζουν και καταγράφουν συμπτώματα τόσο στο σωματικό όσο και  στο ψυχικό επίπεδο.

[4] «Η υγεία είναι ένα υπαρξιακό αγαθό. Είναι μία αξία χρήσης, η οποία στις κοινωνίες μας είναι συλλογική και δημόσια - όμοια με τον αέρα, το πόσιμο νερό, την εκπαίδευση ή την ασφαλή μετακίνηση και τη δικαστική ασφάλεια. Η φροντίδα υγείας είναι μία κοινωνική ανάγκη. Και η κοινωνική οργάνωση της φροντίδας υγείας πρέπει να είναι προσανατολισμένη προς αυτή την ανάγκη - και όχι προς άλλους στόχους και συμφέροντα τα οποία καθορίζονται από την αγορά και τα κέρδη.» [Deppe, H. U. (2007). Παρούσα κατάσταση και προοπτικές των καθολικών συστημάτων υγείας. Κοινωνία & ψυχική Υγεία, 6ο τεύχος, σ. 17].

Το κείμενο αυτό του Φ.Μπαζάλια για τον Τσε Γκεβαρα μοιράστηκε στην εκδήλωση για τον Φ.Μπαζάλια που έγινε στις 25 Φλεβάρη στο Πανεπιστήμιο. Γράφτηκε το 1967, αμέσως μόλις υπήρξαν τα πρώτα δημοσιεύματα στον Τύπο που ανάγγειλαν το θάνατο του Τσε. Ένα κείμενο χαρακτηριστικό της πολιτικής σκέψης του μεγάλου ιταλού ψυχίατρου που ηγήθηκε στην πάλη για την απελευθέρωση των ψυχιατρικών εγκλείστων και την καταστροφή των ψυχιατρείων την περίοδο 1960-1980.

 

 

ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ

 

 Franco Basaglia

 

 

Στο δικό μας κόσμο του αγώνα, κάθε διαφοροποίηση σε σχέση με την τακτική, για τη μέθοδο πάλης για την επίτευξη επιμέρους στόχων, πρέπει να αναλυθεί με τον οφειλόμενο σεβασμό των διαφορετικών απόψεων. Οσον αφορά το μεγάλο στρατηγικό στόχο, την ολοκληρωτική καταστροφή του ιμπεριαλισμού διαμέσου του αγώνα, πρέπει να είμαστε αδιάλλακτοι.

 

Ερνέστο Τσε Γκεβάρα

 

 

Πέθανε ο Τσε Γκεβάρα;

Ο παγκόσμιος τύπος δημοσιεύει τις φωτογραφίες του σώματός του ως λεία από κυνήγι, ως απόδειξη ότι δεν είναι πια στη Σιέρα, ούτε σε οποιοδήποτε άλλο τόπο, όπου παλεύουν «οι εκμεταλλευόμενοι και οι λαοί των υποανάπτυκτων χωρών σ΄ όλο τον κόσμο», οι σύντροφοί του.

«Το δραματικό του τέλος θα τροφοδοτήσει το μύθο του ήρωα της Σιέρα Μαέστρα» (“Corriere della Sera”, 12 Οκτώβρη 1967). «Η δολοφονία του μυθικού πολεμιστή δεν ανακοινώθηκε ακόμα επίσημα» (“La Stampa”, 12 Οκτώβρη 1967). «Μεγάλος ο  θρύλος που γεννιέται από τη θυσία του Γκεβάρα» (“LAvanti”, 12 Οκτώβρη 1967). «Σ΄ ένα μυστικό νεκροταφείο κατέληξε η διαδρομή της μυθικής αυτής προσωπικότητας» (Il “Piccolo»,12 Οκτώβρη 1967). «Μια προσωπικότητα ξεχωριστή, ανάμεσα στο ρομαντισμό και στην επανάσταση…Μισός Δον Κιχώτης και μισός Σεν Ζυστ» (“Il Giorno”, 12 Οκτώβρη 1967).

Κανείς δεν μιλάει για τον Τσε Γκεβάρα σαν κάτι που πηγαίνει πέρα από την προσωπική του μορφή, η οποία, στο βαθμό που καταλήγει ν΄ αποσυνδέεται από την αιτία για την οποία πέθανε, εμφανίζεται αποϊστορικοποιημένη και α-προβληματική. Κανένας δεν έχει πια την ανάγκη να τον ορίσει στη βάση αυτού που μέχρι τώρα τον θεωρούσε. Ούτε οι φασιστικές εφημερίδες οι οποίες, για να μην εκφράσουν άμεσα τη γνώμη τους, προστρέχουν στα λόγια του Barrientos, ή σε κείνα του συνταγματάρχη Gonzales Laks που τον χαρακτήριζε ως «εγκληματία», αφήνοντας  ασαφή την δική τους θέση.

Τώρα που το σώμα του έχει πεθάνει, όλοι είναι διατεθειμένοι να τον χαρακτηρίσουν- ανακαλώντας τις αστικές αξίες της καταγωγής του - το πολύ ως «ρομαντικό», «εραστή της ευγενούς χειρονομίας» (“La Stampa”), που πίστευε σε μιαν αξία τώρα πια εκτός μόδας : στην επανάσταση.

Ετσι διαπράχθηκε – μέσα σε μια μέρα - ο δεύτερος, αληθινός θάνατος του Τσε Γκεβάρα και είναι αυτός ο θάνατος που εμείς αρνούμαστε.

Το αν το νεκρό σώμα που μας παρουσίασαν είναι αυτό του Τσε Γκεβάρα ή όχι, έχει μια συναισθηματική μόνο σημασία. Παραμένει το γεγονός ότι από αυτό το νεκρό σώμα μέσα στην επανάσταση, θέλουν να φτιάξουν ένα καταναλωτικό εμπόρευμα, κάνοντάς το να γίνει το νεκρό σώμα της επανάστασης, που δεν τρομάζει πια και μπορεί να επαναπορροφηθεί στην παραγωγή. Προσπαθούν να ενσωματώσουν το νεκρό του σώμα μέσα στο σύστημα που ο Τσε Γκεβάρα – νεκρός ή ζωντανός – συνεχίζει ν΄ αρνείται και εμείς δεν θέλουμε να γίνουμε οι βουβοί μάρτυρες αυτής της δεύτερης δολοφονίας.

Μέχρι χτες, ο Τσε Γκεβάρα ήταν καθαρά ένας εχθρός, ένας αποκλεισμένος που

πρέπει να καταπολεμηθεί γιατί είχε επιλέξει τη διαλεκτική της άρνησης που τον οδηγούσε ν΄ ανάβει νέες εστίες εξέγερσης σε «χώρες καταπιεσμένες από τις οποίες οι καπιταλιστές αποσπούν κεφάλαια, πρώτες ύλες, τεχνικούς και εργάτες με χαμηλό κόστος και όπου εξάγουν νέα κεφάλαια – εργαλεία κυριαρχίας - στρατούς και εμπορεύματα κάθε είδους, εξαναγκάζοντάς μας σε μιαν απόλυτη εξάρτηση».(Τσε Γκεβάρα : «Να φτιάξουμε ένα δύο, τρία, πολλά Βιετνάμ : το σύνθημα που είναι στην ημερήσια διάταξη»). Τώρα που είναι νεκρός, είναι πιο φρόνιμο να τον υπερβούν, μετατρέποντάς τον σε μια συμπαθή προσωπικότητα κωμωδίας, στο βαθμό που θέλουν να εξασφαλίσουν την ασάφεια, το διφορούμενο της δράσης του, την απονέκρωση της δύναμής του για άρνηση και απόρριψη. Τον ενσωματώνουν ως μια από τις πραγματικές αξίες του αντιφατικού μας συστήματος, για να του αρνηθούν την αντιφατικότητα. Και το δικό μας σύστημα έχει, επίσης, τους μάρτυρές του- μας λέει ο  Τύπος μας – που δείχνουν το δρόμο που πρέπει ν΄ ακολουθήσουμε και που τους τιμά για το θάνατο που τους επιβλήθηκε. Τώρα που πέθανε - για να κάνουν να πεθάνει μαζί του και η επανάσταση που την ήθελε και την έκανε - οι εχθροί του δεν διστάζουν να τον θεωρούν έναν μυθικό ήρωα μια μυθικής αντίστασης : έτσι κι΄ αλλιώς, δεν πολεμά πια στη Σιέρα.

Αυτό που αρνούμαστε είναι η ενσωμάτωση του νεκρού του σώματος, το ίδιο όπως αρνούμαστε την ενσωμάτωση του νεκρού σώματος των νέγρων του Ντητρόιτ, ή «όλων των απόκληρων του κόσμου», που πεθαίνουν με τη βία απέναντι στη βία. Ο θάνατός τους είναι περισσότερο από θάνατος και αυτό το ‘περισσότερο’ δεν μπορεί κανείς να το κλέψει ή να το μυστικοποιήσει, για να του καταστρέψει το νόημα. «Οπουδήποτε και αν μας συναντήσει ο θάνατος, λέει ο Τσε Γκεβαρα, είναι καλοδεχούμενος, αρκεί η πολεμική μας κραυγή να φτάσει σε καλόδεχτα αυτιά και αρκεί ένα άλλο χέρι να απλωθεί για να πιάσει τα όπλα μας και άλλοι άνθρωποι να προετοιμάζονται να συγχρονίσουν τους επικήδειους ύμνους με το θόρυβο των μυδραλιοβόλων και τις νέες κραυγές πολέμου και νίκης».

Εμείς θέλουμε το σώμα του Τσε Γκεβάρα να κακοποιηθεί, να υποστεί βία και να εξευτελιστεί από τους εχθρούς του, όπως το έκαναν και όταν ζούσε. Θέλουμε να συνεχιστεί να διατηρείται ως το σώμα της βίας, ως το ‘αναιδές’ σώμα της επανάστασης, που συνεχίζει να υπάρχει - πέρα από το θάνατο - όσο υπάρχει βία και καταπίεση.

Το μνημείο που ο Barrientos θέλει να υψώσει στη Valle Grande για τον βολιβιάνο αγρότη που πρόδωσε τον Τσε Γκεβάρα και για τον βολιβιάνο στρατιώτη που τον σκότωσε, είναι το μόνο μνημείο που αναγνωρίζει το θάνατό του σαν κάτι περισσότερο από θάνατο. Γιατί είναι το μόνο που συνεχίζει να τον αναγνωρίζει ως  τον επαναστάτη, τον αντάρτη, τον εξεγερμένο ενάντια σε κάθε μορφή ενσωμάτωσης, τον ήρωα των απελπισμένων που ήταν σ΄ όλη τη ζωή του, εκφράζοντας την άρνηση γι΄ αυτόν μέσα από την εξύψωση των δολοφόνων του. Οπου κι΄ αν ταφεί –αν αυτό που μας έδειξαν ήταν το δικό του σώμα -  ο Τσε Γκεβάρα θα είναι παρών, στο μνημείο που θα στηθεί για τους δολοφόνους του, ως σώμα - βία και σώμα –επανάσταση. Ως μαρτυρία της επαναστατικής του ζωής και του νοήματος της επανάστασης, που θα υπάρχει όσο υπάρχουν οι διάφοροι Barrientos, ο ιμπεριαλισμός που τους δημιουργεί και τα μνημεία που αυτοί υψώνουν για τις πολιτοφυλακές τους.

 

Δημοσιεύτηκε στο “Che fare”, Νο 2, 1967. Γράφτηκε σε συνεργασία με την Franca Ongaro Basaglia.

 

Υπάρχει στα Scritti I, Einaudi, 1981

Νέα του Blog

Το αδύνατο που έγινε δυνατό

20.02.2017 | Slider
Εμφανίσεις: 4225