Πηγή: Psi action

 
Το παρόν κείμενο είναι αποτέλεσμα μιας συζήτησης που αναπτύχθηκε μεταξύψυχολόγων οι οποίοι εργάστηκαν κατά τα προηγούμενα έτη στα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας του ΟΑΕΔ. Λόγος για να γραφτεί ήταν η ανάγκη να καταθέσουμε την εμπειρία μας και να μοιραστούμε την εικόνα που εμείς είδαμε μέσα από τα προγράμματα αυτά, ως η ελάχιστη κίνηση που μπορούμε να κάνουμε για να εναντιωθούμε στα όσα συμβαίνουν εις βάρος μας. Αφορμή, στάθηκαν οι εξαγγελίες για τις νέες “θέσεις εργασίας” που έρχονται πάλι μέσω ΟΑΕΔ και η προοπτική που αυτές σκιαγραφούν για όλους όσους ζούμε και εργαζόμαστε σε αυτόν τον τόπο.

Τα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας ή αλλιώς 5μηνα του ΟΑΕΔ, ισοδυναμούν με ένα -όχι και τόσο νέο εργασιακό καθεστώς (βλ τα προγενέστερα stage) στο πλαίσιο του οποίου προσλαμβάνονται άνεργοι για να εργαστούν σε διάφορες υπηρεσίες και οργανισμούς για 5 μήνες. Οι άνεργοι μπορεί να είναι πτυχιούχοι οποιασδήποτε ειδικότητας ή απόφοιτοι υποχρεωτικής εκπαίδευσης και δεν υπόκεινται σε κάποιο ηλικιακό όριο, αρκεί να είναι άνω των 18. Επομένως, είναι προγράμματα που απευθύνονται σε όλους και όχι μόνο στους νέους ή στους νεοεισερχόμενους στον εργασιακό στίβο. Οι ψυχολόγοι που συμμετείχαν στα προγράμματα αυτά απορροφήθηκαν από δήμους, σχολεία Α’ βάθμιας και Β’ βάθμιας εκπαίδευσης, διευθύνσεις υγείας, παιδικούς σταθμούς, ΚΑΠΗ κ.α.

Τι σημαίνει 5μηνο για έναν ψυχολόγο;

Τα πεντάμηνα απασχόλησαν ψυχολόγους στηριζόμενα στη δημοφιλή, αλλά εσφαλμένη αντίληψη ότι ο ψυχολόγος είναι ένας γιατρός και σαν τέτοιος πρέπει να θεραπεύει προβλήματα μέσα σε λίγες- το πολύ- μέρες. Στη βάση αυτής της λογικής του «χαπιού», οι ψυχολόγοι έπρεπε μέσα σε 5 μήνες να παράσχουν υποστηρικτικό έργο και μάλιστα όχι σε μία, αλλά σε τρεις ή και πλέον διαφορετικές δομές αφού,λόγω των αυξημένων αναγκών, τοποθετήθηκαν σε περισσότερες από μια υπηρεσίες ο καθένας. Μπορούσαμε δηλαδή να δούμε έναν ψυχολόγο να δουλεύει σε πέντε διαφορετικά σχολεία την εβδομάδα, τη στιγμή που οι ανάγκες ενός και μόνο σχολείου απαιτούν από εκείνον/-η καθημερινή παρουσία.

Μπορεί όμως να παραχθεί ουσιαστικό έργο μέσα σε 5 μήνες (4 για την ακρίβεια αν αφαιρέσουμε γιορτές και αργίες) και υπό αυτές τις συνθήκες; Αν υπήρχε έστω και ένας ψυχολόγος στην ομάδα έργου που σχεδίασε τα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας, είναι βέβαιο ότι θα απαντούσε αρνητικά. Μέσα σε ένα τόσο περιορισμένο και επιβαρυμένο χρονοδιάγραμμα, δεν υπάρχει η δυνατότητα για σχεδιασμό και φυσικά ούτε για υλοποίηση δράσεων, πόσο μάλλον όταν δεν υπάρχει καμία προοπτική παράτασης ή ανανέωσης της συνεργασίας. Ίσως η ανάγκη για περισσότερο χρόνο να ακούγεται παράξενη σε κάποιον ο οποίος δεν εργάζεται στο χώρο της ψυχικής υγείας. Ακούγεται ακόμη και ελιτίστικη ή ειρωνική σε μια εποχή που όλοι και όλα τρέχουν με τρελούς ρυθμούς. Όμως ο χρόνος για τον ψυχολόγο, όπως και για όποιον άλλον καταπιάνεται με επαγγέλματα των ανθρωπιστικών επιστημών, είναι κομμάτι της δουλειάς του, είναι εργαλείο, είναι ό,τι και η άρτια κατάρτισή του και το καθαρό του μυαλό. Ως επαγγελματίες ψυχικής υγείαςγνωρίζουμε τον πρωταρχικό ρόλο που παίζει στη δουλειά μας η ανάπτυξη σχέσης με τον αποδέκτη των υπηρεσιών. Η σχέση αυτή δεν μπορεί ούτε να επισπευσθεί ούτε να εξαναγκαστεί εντός της διορίας των 5 μηνών. Δεν είναι λοιπόν υπερβολή να πούμε ότι το επάγγελμα του ψυχολόγου δε χωρά στα 5μηνα διότι το μόνο που μπορείς να αρχίσεις και να τελειώσεις με υπευθυνότητα σε αυτά, είναι μια σειρά ομιλιών και τίποτα παραπάνω.

Η δουλειά στα εν λόγω προγράμματα, επιβαρύνθηκε επιπλέον από την παντελήέλλειψη πλαισίου που κανονικά θα έπρεπε να συνοδεύει την πρόσληψη μας. Ποιος θα ήταν ο ρόλος του ψυχολόγου, οι αρμοδιότητες και οι στόχοι της δουλειάς του ήταν κάτι που δεν το γνώριζε κανείς, ούτε ο ψυχολόγος ούτε ο ίδιος ο φορέας υποδοχής. Στις συμβάσεις δεν διευκρινίστηκε ποτέ το είδος της εργασίας ούτε και το αν ο ρόλος μας θα ήταν διαγνωστικός, θεραπευτικός, συμβουλευτικός κ.ο.κ  Κάποιες διευκρινιστικές διατάξεις που στην πορεία εστάλησαν, περιείχαν αφηρημένου τύπου γενικότητες, δυσερμήνευτες και καθόλου βοηθητικές σε πρακτικό επίπεδο. Ποτέ επίσης δεν υπήρξε πρόβλεψη για εποπτεία, έννοια άμεσα συνυφασμένη με το επάγγελμά μας. Ξέρουμε πολύ καλά ότι ο ψυχολόγος δεν λειτουργεί αυτόνομα και όπου κι αν δουλεύει, οφείλει να έχει εποπτεία προκειμένου να παραμένει βοηθητικός για τους ανθρώπους με τους οποίου συνεργάζεται. Το αποτέλεσμα όλων αυτών των ελλείψεων οδήγησε σε μια χαοτική κατάσταση εξαιτίας της οποίας δεν χάθηκε μόνο επιπλέον χρόνος αλλά επιβαρύνθηκε και ο κάθε εργαζόμενος ξεχωριστά. Στην Ελλάδα όπου οι ψυχολόγοι εκλείπουν από τις δημόσιες υπηρεσίες και άρα δεν υπάρχει εμπειρία συνεργασίας και μια πεπατημένη στην οποία θα μπορούσαμε να ανατρέξουμε, ο κάθε ψυχολόγος κλήθηκε να μπαλώσει ο ίδιος την ανοργανωσιά των προγραμμάτων αυτών. Σε αυτήν την προσπάθεια έπρεπε να αντιμετωπίσει τις υπέρμετρες απαιτήσεις του κάθε φορέα υποδοχής αλλά και τις αντιστάσεις που συνεπάγεται η είσοδος μιας νέας ειδικότητας σε χώρους που δεν είχαν συνηθίσει την παρουσία της. Και όπως είναι αναμενόμενο όταν αφήνεις κάποιον ξεκρέμαστο με την οδηγία “κάνε ότι καταλαβαίνεις”, δεν λείπουν ούτε τα λάθη ούτε οι αυθαιρεσίες.

Τι σημαίνει 5μηνο για όλους μας ως εργαζόμενους και ως πολίτες;

Ωστόσο, είναι μυωπικό να κοιτάζουμε τα 5μηνα αποκλειστικά και μόνο από τη σκοπιά ενός ψυχολόγου που εργάζεται σε αυτά. Το θέμα των 5μήνων μας αφορά όλους γιατί έχει προεκτάσεις που μας επηρεάζουν όλους.

Τα 5μηνα του ΟΑΕΔ ισοδυναμούν με μια τεράστια παρανομία από πλευράς κράτους. Χωρίς την ανάγκη πλέον να συγκαλυφθεί η αυθαιρεσία, στο κείμενο της ίδιας της προκήρυξης αναγράφεται επί λέξη ότι οι αμοιβές ορίζονται «α) σε 19,6 ευρώ ημερησίως και όχι μεγαλύτερο από 490,00 ευρώ μηνιαίως για τους ανέργους άνω των 25 ετών και β) σε 17,1 ευρώ ημερησίως και όχι μεγαλύτερο από 427,00 ευρώ μηνιαίως για τους ανέργους κάτω των 25 ετών, κατά παρέκκλιση των νόμιμων αμοιβών που προβλέπονται από την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και τις οικείες συλλογικές συμβάσεις». Κατά παρέκκλιση της νομιμότητας επίσης, εξαφανίζονται και όλα τα εργασιακά δικαιώματα, δεν παρέχεται καμία απολύτως κάλυψη σε περίπτωση ασθένειας, δεν παρέχεται άδεια και φυσικά δεν καλύπτεται κανένα ατύχημα στο χώρο εργασίας. Πρόκειται δηλαδή για μια ωμή εργασιακή συνθήκη απογυμνωμένη από οτιδήποτε ήταν υπέρ της προστασίας του εργαζομένου μέχρι τώρα. Γι’ αυτό άλλωστε και οι εργαζόμενοι στα προγράμματα αυτά δεν αποκαλούνται εργαζόμενοι, αλλά «ωφελούμενοι»μιας και η νέα αυτή συνθήκη απαιτεί και νέους όρους για να συνεννοούμαστε.

Παρόλο που η προκήρυξη σου έδινε τις αφορμές να υποπτευθείς αυτό που ακολουθεί, στην πραγματικότητα μόνο μέσα από την ίδια την πράξη ήταν δυνατό να αντιληφθεί κανείς περί τίνος πρόκειται. Όσοι έτυχε να τοποθετηθούν σε σχολεία, κατάλαβαν εκ των υστέρων ότι ο μισθός τους μειώθηκε στα 215 και στα 187 ευρώ αντίστοιχα (ανάλογα την ηλικία) για το μήνα του Πάσχα, καθώς τα σχολεία κλείνουν για διακοπές δύο εβδομάδες. Σε άλλες περιπτώσεις που οι εποπτικοί φορείς (πχ δήμοι) φρόντισαν να καλύψουν τις μέρες που οι υπηρεσίες ήταν κλειστές, οι εργαζόμενοι της κοινωφελούς εργασίας τοποθετήθηκαν σε άλλες θέσεις, ασχέτως αντικειμένου, προκειμένου να δικαιολογήσουν τα 19,60/17,1 ευρώ την ημέρα. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, κατέληγαν να βγάζουν φωτοτυπίες σε κάποιο γραφείο ή να κάθονται απλά περιμένοντας να περάσει η ώρα. Μια ακόμη ενδιαφέρουσα ανακάλυψη που ποτέ δεν αναφέρθηκε στους όρους πρόσληψης, ήρθε μετά το τέλος των 5μηνων όταν οι εκ νέου άνεργοι διεκδίκησαν κάποια άλλη θέση εργασίας. Ενημερωθήκαμε τότε ότι, με εντολή του υπουργείου,τα 5μηνα δεν λογαριάζονται σαν εργασιακή εμπειρία αλλά σαν προγράμματα εκπαίδευσης ανέργων, οπότε ο εργαζόμενος είναι ένας εκπαιδευόμενος που δεν εκπαιδεύεται αλλά δουλεύει (!). Σε περίπτωση δε που μπροστά σε αυτές τις εξαθλιωμένες συνθήκες αποφάσιζες να μην συνεχίσεις στα 5μηνα, παρόλο που επιλέχθηκες, τότε έπρεπε να “πληρώσεις” με την απώλεια της κάρτας ανεργίας σου, αφού σου παρεχόταν δουλειά και εσύ την αρνήθηκες.

Είναι προφανές ότι τα 5μηνα δεν στήθηκαν για να παρέχουν έργο «κοινωφελούς χαρακτήρα» ούτε για να αναβαθμίσουν την ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών, όπως διατείνονται οι εμπνευστές τους. Στήθηκαν καθαρά ως σύστημα ανακύκλωσης ανέργων και “μαγειρέματος” των δεικτών ανεργίας. Πατάνε στη λογική του να δουλέψουν “λίγοι για λίγο” μέχρι να επιστρέψουν ξανά στην αποθήκη ανεργίας και να χρησιμοποιηθούν άλλοι, προκειμένου να πούμε ότι κάτι γίνεται. Για την υλοποίησή τους δεν υπάρχει κανένας σχεδιασμός ούτε κανένας κεντρικός έλεγχος. Αποτέλεσμα ήταν σε πολλές περιπτώσεις να “στριμώχνονται” διάφορες ειδικότητες σε υπηρεσίες, όπου δεν υπήρχε όχι απλά η ανάγκη για τις ειδικότητες αυτές, αλλά ούτε καν χώρος να στεγαστούν τόσα άτομα. Έτσι, κάποιοι βρέθηκαν να δουλεύουν χωρίς αντικείμενο ή να απασχολούνται σε εντελώς άσχετα με την ειδικότητά τους αντικείμενα.

Σε εμάς που εργαστήκαμε στα 5μηνα, είναι ξεκάθαρος ένας ακόμη λόγος ύπαρξης τους. Τα 5μηνα αποτελούν επιλογή από πλευράς κράτους και χρησιμοποιούνται για να συνηθίσει σταδιακά ο άνεργος πληθυσμός την έννοιά τους. Να συνηθίσει δηλαδή σε κάτι καινοφανές που ουσιαστικά δε σου παρέχει τίποτα αλλά λειτουργεί στη λογική του «από το τίποτα, καλύτερο». Όταν αυτά, που πριν από χρόνια θα θεωρούνταν εργασιακή εξαθλίωση, περάσουν σαν κάτι συνηθισμένο, δεν θα είναι αδύνατη και η εφαρμογή τους για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της κοινωνίας, κάτι που γίνεται ήδη σε ένα βαθμό άλλωστε. Δεν αποκλείεται δηλαδή μελλοντικά να δούμε 5μηνους δασκάλους ή καθηγητές και να τελούμε όλοι υπό καθεστώς ολιγόμηνων συμβάσεων χωρίς εργασιακά δικαιώματα.

Ποιον λοιπόν ωφελεί αυτή η «κοινωφελής εργασία»; Σίγουρα όχι εμάς που εργαστήκαμε σε αυτά τα προγράμματα και σίγουρα ούτε και κανέναν εργαζόμενο σε αυτή τη χώρα. Είναι προγράμματα που στήνονται από την τρέχουσα πολιτική τάξη για να εξυπηρετήσουν την τρέχουσα πολιτική τάξη. Είναι στην πραγματικότητα μια παγίδα που εγκλωβίζει όλους όσους έχουμε παραμείνει εντός της χώρας σε ένα διαρκές και ψυχοφθόρο ιδιότυπο καθεστώς ανεργίας.

Σίγουρα όλοι πιεζόμαστε οικονομικά και ψυχολογικά όμως αν αφεθούμε στο βάρος των παραπάνω πιέσεων δημιουργούμε ακόμη πιο γόνιμο έδαφος για εκμετάλλευση.Είναι θεωρούμε ευθύνη μας να μην σιωπούμε μπροστά στην εργασιακή αναξιοπρέπεια που βιώνουμε, συνηθίζοντας ως δεδομένη την εξαθλίωση και την παρανομία από πλευράς κράτους. Είναι επιπλέον ευθύνη μας να ανοίγουμε αυτό που βιώνουμε σε όσους δεν το γνωρίζουν και να μην αρκούμαστε σε ψευτοπαρηγοριές τύπου «τι να κάνουμε, από το τίποτα κάτι είναι και αυτό». Όπως όλοι, έτσι κι οι ψυχολόγοι αναζητούμε ευκαιρίες για να είμαστε δημιουργικοί κι όχι να δουλεύουμε χωρίς απολαβές και δικαιώματα ή να εξαναγκαζόμαστε σε αχρηστία μέσα από θέσεις εργασίας χωρίς αντικείμενο. Η παρουσία μας σε όλους τους εργασιακούς χώρους που προέβλεψαν τα 5μηνα κρίνεται και από εμάς απαραίτητη ωστόσο δεν μπορεί η λειτουργία μας σε αυτούς να ετεροκαθορίζεται. Άνθρωποι που δεν γνωρίζουν το αντικείμενό μας και δεν λαμβάνουν υπόψιν τους όρους μας δεν μπορούν να αποφασίζουν για εμάς χωρίς εμάς. Οι αποδέκτες των υπηρεσιών ψυχικής υγείας δεν μπορεί να εξαναγκάζονται σε 5μηνες σχέσεις με αναλώσιμους ψυχολόγους τη στιγμή που η σταθερότητα είναι αναγκαία προϋπόθεση της θεραπευτικής διαδικασίας. Τέλος, η παροχή ψυχοκοινωνικής κάλυψης μέσα από δημόσιους φορείς δεν μπορεί να απαξιώνεται με αυτόν τον τρόπο και να καθίσταται μονόδρομος ο ιδιωτικός τομέας, ειδικά όχι σήμερα.

Το παρόν κείμενο δεν έχει να προσθέσει κάτι νέο σε όλα όσα έχουν κατά καιρούς ειπωθεί για τη μορφή που παίρνει η εργασία και οι συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα σήμερα. Καταθέτουμε όμως αυτή την εμπειρία γιατί ήταν ανάγκη μας να κοινοποιήσουμε σε όλους τους συναδέλφους και μη, το αδιέξοδο που ζήσαμε, όχι τόσο σαν αποφόρτιση αλλά σαν μια ελάχιστη αντίσταση στα όσα βλέπουμε σιγά σιγά να μας πνίγουν. Καταθέτουμε αυτό το κείμενο γιατί δεν μπορεί σαν επαγγελματίες ψυχικής υγείας να εθελοτυφλούμε μπροστά στα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Γιατί ο ρόλος μας στην προαγωγή της ψυχικής υγείας στην κοινωνία δεν μπορεί να ξεκινά και να τελειώνει μέσα σε ένα γραφείο ή μια υπηρεσία. Γιατί πιστεύουμε ότι οι λύσεις των κοινωνικο-πολιτικών ζητημάτων με τα οποία είμαστε όλοι αντιμέτωποι δεν βρίσκονται στις επιπλέον εκπαιδεύσεις ή στην ψυχοθεραπεία μας, αλλά στις μικρές νησίδες αντίστασης που μπορούμε να δημιουργήσουμε συλλογικά.

Καταθέτουμε λοιπόν αυτό το κείμενο ως προτροπή σε εμάς τους ίδιους, αλλά και σε όποιον το διαβάζει, για αναζήτηση και δημιουργία των δικών του νησίδων. Για να μην συνηθίσουμε το απαράδεκτο του χθες σαν το φυσιολογικό του σήμερα.

Ομάδα ψυχολόγων που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα.

Αυτή η διεύθυνση Email προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

 



Το δρόμο προς ψήφιση από τη Βουλή έχει πάρει το σχέδιο νόμου που τιτλοφορείται «Μέτρα θεραπείας ατόμων που απαλλάσσονται από την ποινή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής», μέσα σ΄ ένα, όπως, πλέον, έχει γίνει κανόνας, «νομοσχέδιο σκούπα».
Πέρα από μια κάποια φραστική επεξεργασία, η μόνη αλλαγή, σε σχέση με τη μορφή με την οποία αυτό το σχέδιο νόμου είχε δημοσιευτεί και αναρτηθεί πριν δέκα περίπου μήνες, είναι αυτή που αφορά τη δυνατότητα, που προβλεπόταν, να μπορεί να γίνεται στείρωση και λοβοτομή σε ασθενείς που θα ήταν ικανοί να δώσουν «ελεύθερη συναίνεση κατόπιν ενημέρωσης». Τώρα αυτή η φράση σβήστηκε και απλώς αναφέρεται ότι στείρωση και λοβοτομή, καθώς και όποια άλλη θεραπεία προκαλεί μη αναστρέψιμες καταστάσεις στην υγεία του ασθενούς, απαγορεύονται. Βέβαια παραμένει το γεγονός  ότι, ακόμα κι΄ αν σβήστηκε (λόγω της κριτικής που ήδη είχε διατυπωθεί, καθώς και της περαιτέρω κατακραυγής που ήταν αναμενόμενη), παραμένει, κατ΄ αρχήν, το γεγονός ότι «γράφτηκε». Κι΄ ακόμα ότι, μια σειρά από «θεραπείες», όπως το ηλεκτροσόκ και η καθημερινή αλόγιστη χορήγηση ψυχοφαρμάκων σε υψηλές δοσολογίες (πολύ πέραν των αναγραφομένων ανωτάτων ορίων) δεν φαίνεται να εμπίπτουν σ΄ αυτό που λεκτικά αναφέρεται ως «και άλλες ανάλογες επεμβάσεις ή θεραπείες οι οποίες προκαλούν μη αναστρέψιμες καταστάσεις», οι οποίες «απαγορεύονται».
Οπως είχαμε ήδη επισημάνει, το νομοσχέδιο εισάγει κάποιες διατάξεις που επιτρέπουν πράγματα αυτονόητα για την θεραπεία, τα οποία μέχρι τώρα απαγορεύονταν, όπως οι θεραπευτικές άδειες, η διαμονή σε εξωνοσοκομειακή στεγαστική δομή, ή ακόμα και η κατ΄ οίκον με παρακολούθηση από υπηρεσία ψυχικής υγείας. Πράγματα που, ωστόσο, ιδιαίτερα τα δυο πρώτα, ήδη γίνονταν από τους θεράποντες - και άδειες δίνονταν και αρκετοί από τους ασθενείς με το καθεστώς του αρ. 69 ΠΚ διέμεναν, εδώ και χρόνια, σε οικοτροφεία.
Χωρίς να υποτιμάει κανείς το γεγονός ότι αυτά τώρα θα γίνονται νόμιμα (χωρίς, δηλαδή, να επικρέμαται η απειλή δίωξης για «παράβαση καθήκοντος»), ωστόσο οι διατάξεις αυτές μετατρέπονται σε προπέτασμα καπνού για την θεσμοθέτηση του «ειδικού τμήματος ψυχιατρείου ή γενικού νοσοκομείου», ενός περίκλειστου τμήματος γι΄ αυτούς που κρίνονται ως οι πιο «επικίνδυνοι». Ως ενός ψυχιατρο-σωφρονιστικού θεσμού («δικαστικού ψυχιατρείου») που, ενώ η σύστασή του (στελέχωση, τρόπος λειτουργίας κλπ) θα γίνει με προεδρικό διάταγμα ύστερα από πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Υγείας, θα ανήκει στο δημόσιο, ψυχιατρείο ή γενικό νοσοκομείο - θα αποτελεί τμήμα του. Δηλαδή, παρά το «ειδικό» καθεστώς του, θα είναι μέρος της συνολικής δομής και λειτουργίας του ιδρύματος - οι άδειες, πχ, των εκεί νοσηλευόμενων/κρατούμενων ασθενών θα υπογράφονται, όπως αναφέρεται, και από τον Διοικητή της μονάδας, δηλαδή του ψυχιατρείου (ή του γενικού νοσοκομείου). Πράγμα που σημαίνει ότι, εκτός από ένας άκρως αντιθεραπευτικός (ως εκ της σύστασής του) χώρος για τους ασθενείς του αρ. 69 ΠΚ, θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί, στο μέλλον, όσες διαβεβαιώσεις και αν δοθούν, και για τους θεωρούμενους (και κατασκευαζόμενους) ως «δύσκολους» ασθενείς του ψυχιατρείου, ή γενικά τους «ανεπιθύμητους» νοσηλευόμενους στα «κανονικά» ψυχιατρικά τμήματα (γιατί, όπως πάντα, «δεν θα μπορεί να γίνει αλλιώς»).
Προφανώς, η σύσταση των «ειδικών» τμημάτων «εντός» ή «εκτός» του ψυχιατρείου δεν αλλάζει σε τίποτα την ουσία του ζητήματος. Απλώς το «εντός» κάνει πιο εύκολη την ανεύρεση άδειων χώρων στα συρρικνωμένα ψυχιατρεία για την χρησιμοποίησή τους για τον εγκλεισμό των «ακαταλόγιστων», καθώς και την διασταλτική χρησιμοποίησή τους και για «άλλους επικίνδυνους». Υπάρχουν, άλλωστε, διεθνή παραδείγματα, τα οποία, ως συνήθως εισάγονται και αντιγράφονται, όπως, πχ, αυτό της Μ. Βρετανίας, όπου τα «ειδικά» ψυχιατρεία χρησιμοποιούνται εδώ και χρόνια για τον εγκλεισμό των πάσης φύσης «επικίνδυνων», χωρίς να έχουν διαπράξει παραβατική πράξη.
Να θυμίσουμε, εν προκειμένω, ότι ένα αντίστοιχο τμήμα στο ΨΝΑ, ένα τμήμα/ αποθήκη των «ακαταλόγιστων», χωρίς την όποια θεσμική συγκρότηση, είχε κλείσει το 1987 μετά από κινητοποίηση γιατρών και προσωπικού εξαιτίας των άθλιων συνθηκών και των απερίγραπτα κατασταλτικών πρακτικών που ασκούνταν στους εκεί έγκλειστους. Τώρα, τριάντα χρόνια μετά, αναβιώνει κάτι ανάλογο, αλλά με θεσμική συγκρότηση (!).
Γιατί αυτό που κάνει αυτό το σχέδιο νόμου δεν είναι παρά να θεσμοθετεί, με καθυστέρηση δεκαετιών, το «δικαστικό ψυχιατρείο» (κάτι που δεν είχε προλάβει, ή καταφέρει, να εισαχθεί σ΄ αυτή τη χώρα), όταν αυτό έχει μπει σε κρίση και αμφισβήτηση σε πολλές χώρες, καθώς η εκ της συστάσεώς του λειτουργία και αποστολή του ως ενός ακραιφνώς φυλακτικού ιδρύματος, από τη μια, έχει δείξει τον άκρως αντιθεραπευτικό του χαρακτήρα, ενώ, από την άλλη, η κατασταλτική του λειτουργία έχει πάρει ακραίες μορφές : μια λειτουργία «προστατευτικού φρουρίου» των κατεστημένων κοινωνικών σχέσεων απέναντι στην ποικίλης προέλευσης κοινωνική «επικινδυνότητα», στη θέση των καταργημένων ή συρρικνωμένων ψυχιατρείων.
Ανακυκλώνοντας την φυλακτική/κατασταλτική λειτουργία πίσω από μια επίπλαστη, εκσυγχρονιστικού χαρακτήρα αφήγηση, το «μέτρο ασφαλείας» (ή φύλαξης) μετονομάζεται σε «μέτρο θεραπείας». Ο ίδιος ο όρος «μέτρο» ακυρώνει την θεραπευτική λογική, η οποία δεν μπορεί να είναι «μέτρο». Αυτό φαίνεται και από την πρόβλεψη ότι για όσους έχουν διαπράξει κακούργημα το «μέτρο» μπορεί να διαρκεί μέχρι πέντε χρόνια (όριο που, όπως αναφέρεται, μπορεί ν’ ανανεώνεται ξανά και ξανά), ενώ για όσους έχουν διαπράξει πλημμέλημα, μέχρι τα δυο χρόνια. Ανεξάρτητα αν προβλέπεται ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να γίνει άρση του «μέτρου», αν και όταν κριθεί ότι δεν συντρέχουν, πλέον, οι λόγοι επιβολής του (αυτό, άλλωστε, υπάρχει και στις προβλέψεις του μέχρι τώρα ισχύοντος νόμου), το ίδιο το γεγονός ότι εισάγεται μια διαβάθμιση της παραβατικής πράξης και της αντίστοιχης ανώτατης διάρκειας του «μέτρου» για άτομο που, ωστόσο, έχει κριθεί «ακαταλόγιστο» - και που έχει, επομένως, ανάγκη θεραπείας και όχι κράτησης - δείχνει πώς η έννοια της ποινής εισάγεται πλαγίως σ΄ αυτό που πλασάρεται ως θεραπεία. Γιατί, φυσικά, δεν υπάρχει μια γραμμική αντιστοίχηση της σοβαρότητας της πράξης και της «βαρύτητας της νόσου». Η έννοια «θεραπεία» αναφέρεται στη «νόσο» και όχι στην παραβατική πράξη. Μια «σοβαρή νόσος» μπορεί να έχει οδηγήσει σε μια πλημμεληματική πράξη και μια πιο «ήπια» νόσος» (ή μια «σοβαρή νόσος» που ακολουθείται από ταχεία ανάρρωση) σε μια κακουργηματική πράξη. Οπως έχει δείξει η εμπειρία, τα όποια διφορούμενα αυτού του είδους δεν κάνουν άλλο από το να τροφοδοτούν πιο πολύ τους αυτοματισμούς του εσαεί παρατεινόμενου εγκλεισμού παρά την άρση του.
Το «μέτρο θεραπείας» προβλέπεται να μπορεί να εκτελεστεί, εκτός από το «ειδικό τμήμα», σε κανονικό τμήμα ψυχιατρείου ή γενικού νοσοκομείου, ή, μέσω της υποχρεωτικής  θεραπείας, από Κέντρο Ψυχικής Υγείας, ή με παρακολούθηση από εξωτερικά ιατρεία ψυχιατρείου ή γενικού νοσοκομείου, σε μια λογική «διαβαθμισμένης επικινδυνότητας». Το ερώτημα, εν προκειμένω, είναι γιατί θα πρέπει να τελείται το «μέτρο θεραπείας» σε κανονικό ψυχιατρικό τμήμα πέραν  του χρόνου μιας κανονικής νοσηλείας, που απαιτείται για την θεραπεία του ασθενή; Γιατί θα πρέπει να παραμείνει ένας «ακαταλόγιστος» για απροσδιόριστη περίοδο χρόνου (πολύ πέραν του αναγκαίου για την θεραπεία/ανάρρωση, μέχρι να αποφασιστεί η άρση του «μέτρου θεραπείας») σ΄ ένα ψυχιατρικό τμήμα που αποστολή του είναι η νοσηλεία και θεραπεία και όχι η υλοποίηση του όποιου «μέτρου θεραπείας» (ασφαλείας) - όπως, δηλαδή, έχει καταντήσει να γίνεται σήμερα;
Στην περιγραφή του «μέτρου» που αφορά την υποχρεωτική θεραπεία δεν αναφέρεται  η αναγραφόμενη σε άλλη παράγραφο δυνατότητα διαμονής σε εξωνοσοκομειακή στεγαστική δομή, ενώ η απλή αναφορά σε παρακολούθηση από εξωτερικά ιατρεία, Κέντρα Ψυχικής Υγείας ή από τις Κινητές Μονάδες (ως επί το πλείστον των ΜΚΟ) ανά την επικράτεια είναι έωλη, καθώς τα εξωτερικά ιατρεία, αδυνατούν, εκ της φύσης τους, να προσφέρουν την κατάλληλη, ολοκληρωμένη φροντίδα, τα ΚΨΥ είναι ελάχιστα, υποστελεχωμένα και λειτουργούν σαν εξωτερικά ιατρεία, ενώ η κάλυψη που παρέχουν οι κινητές Μονάδες των ΜΚΟ είναι ως επί το πλείστον επιδερμική, αναξιόπιστη και αυτοαναφορική, χωρίς ουσιαστική διασύνδεση με το σύστημα των υπηρεσιών
Τα πιο σκληρά και «κλειστού» χαρακτήρα μέτρα μπορεί μεν να αντικαθίστανται από τα πιο «ανοικτά», αλλά οι όροι και οι διαδικασίες έγκεινται στην υποκειμενική κρίση του εκάστοτε ψυχιάτρου, με την «επικινδυνότητα», αν και αποφεύγεται, για λόγους «βιτρίνας»,  ν΄ αναφερθεί λεκτικά, να αποτελεί τον κατευθυντήριο άξονα της όποιας απόφασης για την επιβολή του όποιου «μέτρου», καθώς «το δικαστήριο διατάσει το κατάλληλο για την θεραπεία του ‘μέτρο’, εφόσον κρίνει ότι, εξαιτίας της κατάστασής του, υπάρχει κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης κίνδυνος, αν αφεθεί ελεύθερος, να τελέσει και άλλα τουλάχιστον ανάλογης βαρύτητας εγκλήματα». Αυτή η πιθανότητα διάπραξης «και άλλων τουλάχιστον ανάλογης βαρύτητας εγκλημάτων» διατρέχει όλο το νομοσχέδιο και ιδιαίτερα στις διατάξεις που αφορούν την δυνατότητα που δίδεται για αντικατάσταση ενός «κλειστού» με ένα άλλο πιο «ανοικτό» μέτρο. Πώς αλλιώς, όμως, ορίζουν τα διάφορα σχετικά εγχειρίδια την «επικινδυνότητα», αν όχι ως την «πιθανότητα διάπραξης» μιας εγκληματικής πράξης; Μια πιθανότητα, βέβαια, που πάντα αφορά το άτομο και όχι μια «κατάσταση», μια συνθήκη, στη βάση μιας κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Το αιώνιο ερώτημα των δικαστών, όταν τους ζητείται να αρθεί το άρθρο 69 για κάποιον ασθενή, είναι πάντα : «Κι΄ αν το ξανακάνει; Μπορείτε να εγγυηθείτε γι΄ αυτό;… Θα παίρνει τα φάρμακά του;» κοκ. Μάλιστα, ένα από τα συνήθη ερωτήματα των δικαστών για να δεχτούν το αίτημα άρσης του αρ. 69 ΠΚ είναι αν ο ασθενής έχει οικογένεια, περνάει, στο παρόν νομοσχέδιο, σαν ένας από τους ρυθμιστικούς παράγοντες στην εξέταση του αιτήματος για «αντικατάσταση ή άρση των θεραπευτικών μέτρων», δηλαδή, «η ύπαρξη κατάλληλου υποστηρικτικού ή άλλου περιβάλλοντος». Επιβεβαιώνοντας για μιαν ακόμη φορά ότι, αν δεν υπάρχει οικογένεια, άλλα κοινωνικά στηρίγματα δεν παρέχονται και δεν προβλέπονται. Με αποτέλεσμα να δυσκολεύει η άρση, ή ακόμα και η αντικατάσταση του πιο «κλειστού» με το πιο «ανοικτό μέτρο»
Μια σειρά από προβλέψεις του νομοσχέδιου έρχονται να επιβεβαιώσουν τον κατασταλτικό χαρακτήρα των ρυθμίσεων που εισάγονται με το περιτύλιγμα ενός  επίπλαστου θεραπευτικού προσανατολισμού. Για πρώτη φορά σε νόμο του κράτους καθαγιάζεται η χρήση της απομόνωσης και των μηχανικών καθηλώσεων,  βάρβαρων και τραυματικών μέσων καταστολής της ψυχοκινητικής ανησυχίας (ή και απλώς της μη υπακοής και συμμόρφωσης στην πειθαρχία του ιδρύματος) λόγω αναπάντητων αναγκών και βάναυσης μεταχείρισης μέσα από τις διαδοχικές αναπομπές και απορρίψεις από τους ποικίλους κοινωνικούς θεσμούς. Η επίκληση των όποιων πρωτοκόλλων είναι απλώς ένα ακόμα πρόσχημα καθώς είναι παγκοίνως γνωστό ότι  η όποια απόφαση για μηχανική καθήλωση δεν στηρίζεται ποτέ σε κάποιο πρωτόκολλο (που χρησιμοποιείται απλώς ως πρόσχημα και άλλοθι), αλλά στην υποκειμενική κρίση του εκάστοτε ψυχιάτρου, ή και νοσηλευτή. Με τραγικές και θανατηφόρες συνέπειες στη ζωή των ασθενών, των οποίων η αιτία θανάτου, δηλαδή η καθήλωση, αποκρύπτεται και αποδίδεται σε άλλους λόγους.
Κι΄ ακόμα, η στελέχωση του «ειδικού τμήματος», πέραν του ιατρικού, του νοσηλευτικού κλπ προσωπικού, και με φύλακες – κανονική φυλακή δηλαδή-αλλά και με διοικητικούς υπαλλήλους, που σημαίνει ότι ο μικρός αριθμός κλινών (χωρίς να τον προσδιορίζουν) που επαγγέλλονται για το «ειδικό τμήμα», μπορεί να καταλήξει να έχει απροσδιόριστα μεγάλες διαστάσεις, όπως και ο αριθμός των «ειδικών τμημάτων» ανά τη χώρα, που, επίσης, δεν προσδιορίζεται.
Ανακυκλώνοντας και παγιώνοντας την κατασταλτική διαχείριση, το νομοσχέδιο δεν τολμάει, φυσικά, ν΄ αγγίξει την ουσία του ζητήματος των λεγόμενων «ακαταλόγιστων»: ν΄ αμφισβητήσει, δηλαδή, την ίδια την έννοια του «ακαταλόγιστου» ως μορφή απο-υποκειμενοποίησης και πραγμοποίησης του  ψυχικά πάσχοντος δράστη, στη λογική που η κυρίαρχη ψυχιατρική απονοηματοδοτεί τον λόγο του ψυχικά πάσχοντα και αποϊστορικοποιεί την ύπαρξή του, μετατρέποντας τον όποιο λόγο και πράξη του σε συμπτώματα, σε αφηρημένα σημεία και διαγνωστικές κατηγορίες.
Αμφισβήτηση του «ακαταλόγιστου» θα συνεπαγόταν τη περαιτέρω αμφισβήτηση, σε θεσμικό επίπεδο, των κατεστημένων νομικών/ποινικών ρυθμίσεων, προς μια ριζικά εναλλακτική προσέγγιση (την μόνη που μπορεί ν΄ αλλάξει την υπάρχουσα κατάσταση αντί να την ανακυκλώνει). Μέσω της θεσμοθέτησης, πχ, του μερικού καταλογισμού (με όλα τα ελαφρυντικά που, μεταξύ άλλων, παρέχει η  «ψυχική νόσος» και η ουσιαστική διερεύνηση των κοινωνικά αλληλεπιδραστικών συνθηκών, εντός των οποίων προέκυψε το συμβάν) και της επιβολής εναλλακτικών ποινών, εκτός φυλακής, καθώς και της παροχής της αναγκαίας θεραπείας, για όσο χρόνο χρειαστεί, σε κατάλληλη θεραπευτική μονάδα, ή κατ΄ οίκον. Με ταυτόχρονη την όποια αναγκαία ψυχοκοινωνική στήριξη του ατόμου για επανένταξη στον κοινωνικό ιστό.  
Προφανώς, μια τέτοια συζήτηση, ιδιαίτερα όταν αναφέρεται στις προθέσεις και τις πολιτικές επιδιώξεις των κρατούντων στην Ελλάδα και διεθνώς, φαίνεται να είναι «εκτός εποχής». Μιας εποχής οικονομικής κρίσης, μαζικής φτωχοποίησης, ραγδαίας ιδιωτικοποίησης των πάντων, κατάρρευσης του «κράτους πρόνοιας» και μετατόπισης των κυρίαρχων θεσμών προς πολιτικές μιας όλο και πιο κατασταλτικής διαχείρισης των όποιων κοινωνικών αντιστάσεων προκαλεί η παρούσα κρίση. Αλλωστε, για την παρούσα κυβέρνηση, το νομοσχέδιο αυτό, του οποίου διάφοροι καλοθελητές σπεύδουν να σερβίρουν τα  «θετικά» στοιχεία, δεν είναι παρά ένα αναγκαίο, γι΄ αυτούς, βήμα στην πορεία για το κλείσιμο/κατάργηση των εναπομεινάντων ψυχιατρείων, κλείσιμο για το οποίο έχουν πάρει διορία από τις Βρυξέλες μέχρι το 2020 - μια διαχειριστική κίνηση, προετοιμασία προς αυτή την κατεύθυνση
Δεν παύει, ωστόσο, η αναζήτηση, η επεξεργασία και η διεκδίκηση των ριζικά εναλλακτικών προσεγγίσεων, των μόνων που μπορεί να έχουν έναν πραγματικά χειραφετητικό χαρακτήρα, ν΄ αποτελούν τον μόνο τρόπο μέσα από τον οποίο μπορεί ν΄ ανοίξουν δρόμοι, καταστάσεις, ανατροπές, όπου θα μπορέσουν να βρουν πραγματικό χώρο έκφρασης, αλλά και ουσιαστικές, υλικές απαντήσεις οι πολύπλοκες και μέχρι τώρα αναπάντητες ανάγκες των ατόμων με ψυχιατρική εμπειρία (αλλά και όλων των ραγδαία φτωχοποιούμενων κοινωνικών στρωμάτων) ενάντια στη στοχοποίησή τους ως των «επικίνδυνων» ομάδων, για τα οποίες το μόνο που επιφυλάσσεται είναι η καταστολή, τα «ειδικά» τμήματα κλπ. 
17/12/2017
ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΟΛΥΜΟΡΦΟ ΚΙΝΗΜΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ


ypiresia_asylou.jpg

Υπηρεσία Ασύλου ΘεσσαλονίκηςΑΠΕ-ΜΠΕ/ ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΩΜΕΡΗΣ
07.01.2016, http://www.efsyn.gr/arthro/ta-skopima-empodia-poy-akyrooyn-ti-horigisi-asyloy
Συντάκτης:                                                                                                                                                               
Θεόδωρος Μεγαλοοικονόμου                                                                                                             

Εν μέσω του ασφυκτικού κλοιού που δημιουργείται για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, αφενός, λόγω των όλο και πιο κλειστών συνόρων σε όλη την Ευρώπη και, αφετέρου, των ενεργειών που υλοποιεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛΛ., κατ΄ εντολήν της Ε.Ε., με την δημιουργία των hotspot, των Κέντρων Κράτησης, της εν εξελίξει επιχείρησης Ποσειδών (με κύριο στόχο την βίαιη αποτροπή της εισόδου στη χώρα) και εν αναμονή της αυτόνομης (και πέραν πάσης, πάλαι ποτέ, «εθνικής κυριαρχίας») λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής/Ακτοφυλακής, ο Υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής Γ. Μουζάλας ανακοίνωσε ξανά, για τους εγκλωβισμένους μετανάστες στην Ελλάδα, μετά το κλείσιμο γι΄ αυτούς των συνόρων της FYROM (και προκειμένου, κατά τον Υπουργό, να μη γίνει η χώρα «ξέφραγο αμπέλι»), την ύπαρξη τριών εναλλακτικών : την υποβολή αιτήματος ασύλου, την εθελοντική επιστροφή στην χώρα προέλευσης (μέσω τω προγραμμάτων του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης-ΔΟΜ), και, σε περίπτωση άρνησης των δυο προηγούμενων επιλογών, την βίαιη επαναπροώθηση μέσω της σύλληψης και "προσωρινού" εγκλεισμού σε Κέντρο Κράτησης (Κόρινθο, Αμυγδαλέζα κλπ).
Αίτημα για άσυλο στην Ελλάδα, ή συμμετοχής στο γνωστό ως «Πρόγραμμα Μετεγκατάστασης» (Relocation), μπορεί να υποβληθεί και κατά την είσοδο στη χώρα, μέσα από τα νησιά όπου γίνεται η ταυτοποίηση και δίνεται η άδεια παραμονής ενός μηνός για διέλευση προς τη χώρα προορισμού. Με την λειτουργία των hotspot, που σιγά-σιγά συγκροτούνται, στόχος είναι ο άμεσος επί τόπου διαχωρισμός αυτών που επιλεκτικά θα κρίνονται ως «πρόσφυγες» από αυτούς που θα κρίνονται ως «οικονομικοί μετανάστες», έτσι ώστε ο πρώτοι να μπορούν να συνεχίζουν την διαδρομή τους, ενώ και οι δεύτεροι θα κρατούνται προς επαναπροώθηση στη χώρα προέλευσης. Είναι γνωστό ότι το «Πρόγραμμα Μετεγκατάστασης» σε μια σειρά ευρωπαϊκών χωρών έχει υπονομευτεί από όλες σχεδόν αυτές τις χώρες και πρακτικά δεν λειτουργεί, ενώ η υποβολή αιτήματος ασύλου στην Ελλάδα (δηλαδή, η Ελλάδα ως προορισμός) δεν είναι σχεδόν ποτέ στις επιλογές αυτών που εισέρχονται από τα νησιά και μόνο ως έσχατη λύση απελπισίας - όταν έχουν ματαιωθεί οι επανειλημμένες προσπάθειές τους και έχουν εκλείψει οι όποιες προσδοκίες όλων αυτών που η FYROM δεν επιτρέπει, πλέον, την διέλευση από τα σύνορά της – μπορεί να προκύπτει ως η τελευταία και εξ΄ ανάγκης επιλογή.
Αξίζει να δει κανείς ποια είναι και πώς λειτουργεί η όλη «διαδικασία του ασύλου», πώς ακυρώνει, κατ΄ αρχήν, ως διαδικασία καθεαυτή, πριν από την καθαυτό εξέταση του αιτήματος, την ίδια τη δυνατότητα υποβολής του αιτήματος, υψώνοντας ένα περαιτέρω τείχος απόρριψης και οδηγώντας αμετάκλητα στην ήδη προαποφασισμένη επαναπροώθηση.
Η διαδικασία που, ως τώρα, είχε ν΄ ακολουθήσει ο/η εκάστοτε υποψήφιος/α αιτών/ούσα ασύλου στην Ελλάδα, περιείχε σε δύο επιλογές.
Η μια επιλογή ήταν η επίσκεψη στην Υπηρεσία Ασύλου (Κατεχάκη), τη μέρα που είχε προγραμματιστεί (από την Υπηρεσία) να δέχεται αιτούντες ανάλογα με τη χώρα και τη γλώσσα τους. Αυτό είχε ως προϋπόθεση ότι ο μετανάστης/πρόσφυγας θα στηνόταν σε μιαν ατελείωτη ουρά από τα ξημερώματα εκείνης της ημέρας και αν ήταν τυχερός και τον επέλεγε ο υπάλληλος ανάμεσα στο «τσούρμο», θα περίμενε μέχρι το μεσημέρι για να έρθει η σειρά του. Αν και όταν ερχόταν η σειρά του, σ' αυτή τη φάση, που γίνεται η πρώτη καταγραφή (δακτυλικά αποτυπώματα, τα πρώτα βασικά στοιχεία κλπ), θα οριζόταν η ημερομηνία συνέντευξής του και θα έπαιρνε μια κάρτα με την οποία θα μπορούσε να παραμείνει νόμιμα στη χώρα έως ότου περάσει από συνέντευξη και εξεταστεί το αίτημά του (και μέχρι να πάρει την απόφαση για το αίτημά του είναι πιθανόν ότι πρέπει ν΄ ανανεώνει αυτή την κάρτα σε τακτά χρονικά διαστήματα).
Η άλλη επιλογή ήταν (και είναι) να κλείσει ραντεβού μέσω skype (!), το οποίο επίσης έχει συγκεκριμένο πρόγραμμα ημερών και ωρών που μπορεί ο κάθε ενδιαφερόμενος να καλέσει, ανάλογα πάλι με τη γλώσσα που μιλάει. Προσοχή εδώ : αυτό που κάνει ο άνθρωπος (πρόσφυγας/μετανάστης) μέσω skype δεν αντικαθιστά την ουρά και την αναμονή για την καταγραφή του (στην διαδικασία που περιγράφεται ανωτέρω), αλλά ουσιαστικά προσθέτει μια έξτρα διαδικασία πριν από αυτό. Μέσω skype κλείνει απλά ραντεβού για την καταγραφή.
Η Υπηρεσία Ασύλου έχει, πλέον, επιλέξει και ήδη άρχισε να εφαρμόζει, μόνο τη δεύτερη επιλογή, να καλούν, δηλαδή, οι ενδιαφερόμενοι στο skype και από εκεί να κλείνουν ραντεβού για να πάνε στην υπηρεσία για την καταγραφή τους (και εκεί, μετά, άλλο ραντεβού για τη συνέντευξη τους...).
Είναι ελάχιστες οι χώρες προέλευσης, όπως Αλβανία, Ρωσία κλπ, στους προερχόμενους από τις οποίες έχει αφεθεί το περιθώριο να πηγαίνουν με φυσική παρουσία στην Υπηρεσία, με πολύ λίγους, φυσικά, ή, ενίοτε, και καθόλου αιτούντες.
Μέσω skype, λοιπόν, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να καλούν, σε πολύ συγκεκριμένες και ελάχιστες ώρες και μέρες (πχ, για Αφγανούς-Ιρανούς είναι μια ώρα τη βδομάδα, για ομιλούντες αραβικά-με υπηκόους από πολλές χώρες δηλαδή- δύο ώρες τη βδομάδα κλπ). Αν είναι τυχεροί και πιάσουν γραμμή, αφού προσπαθούν να επικοινωνήσουν ταυτόχρονα πάρα πολλοί, κλείνουν ραντεβού για να καταγραφούν...και να κλείσουν το δεύτερο ραντεβού! Αν δεν πιάσουν γραμμή, τότε την επόμενη βδομάδα πάλι... και πάει λέγοντας!
Στο μεταξύ, όμως, οι άνθρωποι αυτοί, με ένα υπηρεσιακό χαρτί στα χέρια τους από την αστυνομία στα νησιά κατά την είσοδό τους στη χώρα, που λήγει σε 30 μέρες, καθίστανται "παράνομοι". Προφανώς, μέχρι να φτάσουν Αθήνα και να καταφέρουν να μπουν σε όλη την παραπάνω διαδικασία, έχει ήδη λήξει το υπηρεσιακό τους με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να τους πιάσει η αστυνομία και να καταλήξουν στα Κέντρα Κράτησης. Εκεί, τελικά, θα λάβουν ένα χαρτί απέλασης και με συνοπτικές (δηλαδή, παρά τη θέλησή τους, βίαιες) διαδικασίες θα επιστρέψουν στη χώρα τους (σημείωση: έτσι μπαίνουν και στη "μαύρη λίστα" που τους απαγορεύει να εισέλθουν νόμιμα στην ΕΕ για 5 χρόνια-πράγμα που ισχύει γενικά στις απελάσεις από την αστυνομία, αλλά όχι στις λεγόμενες "εθελούσιες" του ΔΟΜ).
Είναι, λοιπόν, τυχαίο που η διαδικασία για να περάσει κανείς από συνέντευξη για άσυλο γίνεται όλο και πιο περίπλοκη και χρονοβόρα; Μάλλον όχι.
Υποτίθεται ότι η επικοινωνία μέσω skype έγινε για την διευκόλυνση και αποφυγή της ταλαιπωρίας στις ουρές κλπ. Στην πραγματικότητα φαίνεται ότι γίνεται πιο πολύ για να δυσκολέψει τα πράγματα, καθώς μάλιστα, προϋποθέτει ότι ο μετανάστης, πχ, από το Μαρόκο, την Αλγερία, το Ιράν, τη Σομαλία κλπ, θα έχει μαζί του (ή, τουλάχιστον, δυνατότητα πρόσβασης σε) ηλεκτρονικό υπολογιστή, και, οπωσδήποτε, γνώση χειρισμού του και επικοινωνίας μέσω του skype.
Για να αφήσουμε στην άκρη την απουσία της όποιας παροχής της αναγκαίας νομικής υποστήριξης του αιτήματος για άσυλο, με δεδομένη την οικονομική αδυναμία της συντριπτικής πλειονότητας των μεταναστών, που εξαναγκάζονται να ζητήσουν άσυλο στη Ελλάδα, να χρησιμοποιήσουν ιδιωτικά δικηγόρο.
Οπως, επίσης, και τον ρόλο κάποιων γνωστών και μη εξαιρετέων και υποτίθεται εντεταλμένων ΜΚΟ (με απλήρωτους εργαζόμενους) που επιλέγουν ποιά αιτήματα ασύλου θα προωθήσουν και θα στηρίξουν, κρίνοντάς τα αυστηρά, στα πλαίσια που επιθυμεί και επιβάλλει η τρέχουσα αντιμεταναστευτική/αντιπροσφυγική πολιτική, σκοπός της οποίας, όπως σε όλη την ΕΕ, είναι, η άκρα αυστηροποίηση των κριτηρίων βάσει των οποίων κάποιος ορίζεται ως πρόσφυγας, με σκοπό την άκρως επιλεκτική χρησιμοποίησή τους, με εν δυνάμει, προοπτικά, την ακύρωση/απόρριψη του όποιου σχετικού αιτήματος.
Τελικά, αυτό που μένει, είναι η «επιστροφή στη χώρα σου, είτε με τη θέλησή σου, είτε με το ζόρι». Αλλά, ακόμα και το «με τη θέλησή σου» μπορεί να σημαίνει, ενίοτε, έναν ποικιλοτρόπως ασκούμενο εξαναγκασμό (από διωκτικές αρχές κά), που οδηγεί στην προαναφερθείσα επιλογή της «εθελούσιας επιστροφής»-σε μια χώρα από την οποία έφυγε κανείς γιατί, για ποικίλους λόγους, δεν μπορούσε πια να ζήσει..
Σε μια χώρα που μεταλλάσσεται και λειτουργεί ως συνοριακός φράκτης μιας Ευρώπης, για την οποία ακόμα και η απλή διέλευση από τα όλο και πιο κλειστά σύνορά της καθιστά αυτή τη χώρα «ξέφραγο αμπέλι», αυτό που τείνει να γίνει ο κανόνας, μετά την, με όποιο κόστος σε ζωές, αποτροπή της εισόδου, είναι, με όλο και λιγότερες εναλλακτικές επιλογές, ο στρατοπεδικός εγκλεισμός και η βίαιη επαναπροώθηση

Στους δρόμους ενάντια στον ψυχιατρικό ολοκληρωτισμό


Πορεία στο Χαϊδάρι Πορεία στο Χαϊδάρι θυμίζοντας τους «θανάτους που πέρασαν στα ψιλά» | Θ. ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΟΣ
25.09.2015,  Πηγή: http://www.efsyn.gr/arthro/stoys-dromoys-enantia-ston-psyhiatriko-oloklirotismo
 
 
 
Συντάκτης: 
Αφροδίτη Τζιαντζή
 
Μαζική πορεία ενάντια στον ψυχιατρικό ολοκληρωτισμό πραγματοποιήθηκε χθες στο Χαϊδάρι, έπειτα από κάλεσμα της κατάληψης «Παπουτσάδικο». Συμμετείχαν η «Πρωτοβουλία για ένα Πολύμορφο Κίνημα στην Ψυχική Υγεία», η «Λαϊκή Συνέλευση Περιστερίου», οργανώσεις και συλλογικότητες, θυμίζοντας τους «θανάτους που πέρασαν στα ψιλά».
Δηλαδή τον θάνατο τριών καθηλωμένων ασθενών στο ΨΝΑ στο Δαφνί στις 4 Σεπτεμβρίου από ασφυξία λόγω πυρκαγιάς στην πτέρυγα του «πρώην 7ου Τμήματος», με 19 ψυχικά πάσχοντες από τους οποίους οι 15 είναι μόνιμα δεμένοι με ιμάντες.
«Δεμένοι στα κρεβάτια τους, παλεύουν για ζωή, μικροαστέ θυμήσου, ευθύνεσαι κι εσύ», «Ούτε ψυχιατρεία, ούτε τρελοκομεία, μόνη θεραπεία η ελευθερία» και «Ηλεκτροσόκ, δεσίματα και βασανισμοί, έτσι θεραπεύει η ψυχιατρική» ήταν μερικά από τα συνθήματα που ακούστηκαν σε μια πορεία με ιδιαίτερο παλμό και μαχητικότητα, με σχεδόν 1.000 διαδηλωτές.
Είκοσι μέρες έχουν περάσει από τη νέα τραγωδία στο Δαφνί και, παρά τις δεσμεύσεις για κατεπείγουσα ΕΔΕ και τη σύσταση επιτροπής για «την άμεση βελτίωση των συνθηκών νοσηλείας των ασθενών στο ΨΝΑ», το πραγματικό έγκλημα της μόνιμης καθήλωσης και παραμέλησης των ψυχικά πασχόντων μέχρι εξοντώσεως παραμένει ατιμώρητο.
Τον Μάιο άλλος ένας ασθενής είχε χάσει τη ζωή του, χτυπημένος από άλλον τρόφιμο, επίσης μόνιμα καθηλωμένο, που κατάφερε να λυθεί. Και τότε είχε καταγγελθεί η πρακτική της καθήλωσης και τότε είχε αναφερθεί ως βασική αιτία η έλλειψη προσωπικού και οι περικοπές λόγω μνημονίων, καθώς, όπως λέγεται, «ο ιμάντας είναι πιο φτηνός».
Μόνο που, όπως σημειώνει η Συσπείρωση για την Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση, «το λεγόμενο “πρώην 7ο”, οι ολημερίς και διά βίου καθηλωμένοι τρόφιμοι, δεν είναι προϊόν του Μνημονίου και της κρίσης. (...) Είναι προϊόν της κυρίαρχης Ψυχιατρικής. Αυτό που γίνεται τώρα είναι ότι, με τα διαδοχικά μνημόνια, η ιδρυματική επάρκεια του κλειστού ολοπαγούς ιδρύματος έχει καταρρεύσει και το σύστημα εκρήγνυται, με τραγικές συνέπειες για τις ζωές των ασθενών...».
Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο ασθενής στον οποίο επιχειρείται να φορτωθεί η ευθύνη για την πυρκαγιά παραμένει δεμένος με ιμάντες στο Εφημερείο του ΨΝΑ, επειδή καμία πτέρυγα του νοσοκομείου δεν παίρνει την ευθύνη να τον δεχτεί.