ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ

Θεσσαλονίκη, 4/10/2012

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Το Τμήμα Ψυχολογίας του Α.Π.Θ. σε συνεργασία με τους Δήμους:

- Καλαμαριάς,

- Παύλου Μελά,

- Αμπελοκήπων – Μενεμένης,

- Ευόσμου – Κορδελιού,

οργανώνουν εβδομάδα προβολών και δράσεων με θέμα:

«Ο Λόγος των Αποκλεισμένων στον Κινηματογράφο»

 

 


Οι προβολές και οι δράσεις θα πραγματοποιούνται παράλληλα και στους πέντε δήμους την εβδομάδα από τις 8 έως τις 14 Οκτωβρίου 2012.

Σύμφωνα με τους διοργανωτές η εβδομάδα «Ο Λόγος των Αποκλεισμένων στον Κινηματογράφο» αποσκοπεί  στον διάλογο με τους συμπολίτες μας και σε μια προσπάθεια διάχυσης των δράσεων ενάντια στον Κοινωνικό Αποκλεισμό στην Πόλη. Σε πέντε Δήμους προβάλλονται ταινίες, γίνονται συζητήσεις και οργανώνονται δράσεις ενάντια στον Κοινωνικό Αποκλεισμό. Ζητούμενο η δημιουργία ενός κοινού τόπου αντίστασης στην κρίση και η ανάπτυξη της αλληλεγγύης μας γιατί: Άνθρωποι προκαλούν τον αποκλεισμό. Άνθρωποι θα τον ανατρέψουν.

Πληροφορίες: Μαρία Μιγκιάνη, τηλ. 6972606222, Κλεοπάτρα Σταματιάδου, τηλ. 6945018030

Συμμετέχουν: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,  Δήμος Αμπελοκήπων – Μενεμένης, Δήμος Ευόσμου – Κορδελλιού, Δήμος Καλαμαριάς, Δήμος Παύλου Μελά, Τμήμα Ψυχολογίας Α.Π.Θ., Πρόγραμμα Προαγωγής Αυτοβοήθειας Α.Π.Θ., Πρωτοβουλία Α.Π.Θ. «Συνάντηση με την Πόλη», Ανάπηρη Πόλη, Ομάδα Προσβασιμότητας Α.Π.Θ., Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Πρόγραμμα «Αυτονομία & Επικοινωνία» πολιτών με αναπηρία Καλαμαριάς, Σύλλογος Καρκινοπαθών Μακεδονίας-Θράκης, Σύλλογος Γονέων Παιδιών Πασχόντων από Κακοήθη Νοσήματα Βορείου Ελλάδος «Η ΛΑΜΨΗ», Ένωση Γονέων Διαβητικών Παιδιών και Εφήβων Βορείου Ελλάδος, Σύλλογος Νεφροπαθών Νομού Θεσσαλονίκης, Σύλλογος Γονέων, Παιδιών και Πασχόντων από Μεσογειακή Αναιμία Θεσσαλονίκης, Πανελλήνια Επιτροπή (πρώην) Χρηστών και Επιζώντων της Ψυχιατρικής, Κοι.Σ.Π.Ε. Δυτικής Θεσσαλονίκης, Μονάδα Κοινωνικής Επανένταξης Ψ.Ν.Θ., Κέντρο Πρόληψης των Εξαρτήσεων και Προαγωγής Ψυχοκοινωνικής Υγείας Ανατολικού Τομέα Θεσ/νίκης «ΕΛΠΙΔΑ», Σχολείο Κοινωνικής Μάθησης, Κουζίνα Αλληλεγγύης, Πρωτοβουλία κατοίκων Τούμπας, Συμβούλιο Ανέργων και επιχειρήσεων Δήμου Αμπελοκήπων- Μενεμένης, Σύλλογος Γεωργιανών  «Γεωργία» του Δήμου Αμπελοκήπων-Μενεμένης, Σύλλογος ΑΜΕΑ του Δήμου Αμπελοκήπων- Μενεμένης, Σύλλογος Μεταναστών του Δήμου Κορδελιού-Ευόσμου, Μετανάστες  του γραφείου Υποδοχής Αλλοδαπών του Δήμου Καλαμαριάς, Πολιτιστικό Κέντρο «Δημοτική Ενότητα Ευόσμου», Σύλλογος Γονέων & Κηδεμόνων Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες Δήμου Παύλου Μελά «Μέριμνα Ζωής», Συμβούλιο Ένταξης Μεταναστών Δήμου Παύλου Μελά, Ειδικό Ψυχοπαιδαγωγικό Κέντρο ΑΜΕΑ του Δήμου Θεσσαλονίκης, Σύλλογος αλιέων Καλαμαριάς «Ο Άγιος Νικόλαος», Μορφωτικός & Πολιτιστικός Σύλλογος «ΚΑΛΛΙΣΤΗ», Κρουστόφωνο – Εργαστήρι κρουστών & Μουσικό Παιχνιδοθέαμα, Ομάδα Φωτογραφίας ΚΕ.ΘΕ.Α-Ιθάκη, Ομάδα Φωτογραφίας 35mm, Πολιτεία Θεάτρου, Συν/πράξις, Ομάδα αφροβραζιλιάνικων κρουστών « Paranaue», Μουσική Ομάδα «Σταλαγμίτες», Μικτή Χορωδία Αντιδημαρχίας Παιδείας, Αθλητισμού, Πολιτισμού & Νεολαίας Δήμου Καλαμαριάς

 


Πατήστε εδώ για το πρόγραμμα των εκδηλώσεων σε pdf

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Ο ΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΕΝΩΝ

ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΙΡΑ ΤΟΠΟΙ ΖΩΗΣ -ΤΟΠΟΙ ΙΔΕΩΝ

ΤΡΙΤΗ 22/11/2011

ΣΤΙΣ 00:30 ΤΟ ΒΡΑΔΥ

ΣΤΗΝ ΕΤ3

Υπευθυνος Ντοκιμαντερ: ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΑΪΡΑΚΤΑΡΗΣ αν. Καθ/της Ψυχολογίας Α.Π.Θ.

Το μάθημα Κοινωνικός Αποκλεισμός του Τμήματος Ψυχολογίας του ΑΠΘ διδάσκεται από ανθρώπους που υφίστανται τον Κοινωνικό Αποκλεισμό.

Δεν χρειάζεται ίσως να ειπωθεί  ότι η αναφορά στον Λόγο των Αποκλεισμένων σχετίζεται με την απουσία αυτού του Λόγου από τον χώρο όπου πραγματοποιούνται οι διαλέξεις των αποκλεισμένων, δηλαδή το Πανεπιστήμιο. Το χώρο όπου επικρατεί ο επιστημονικός Μονόλογος, δηλαδή ο Λόγος των Ειδικών, ο οποίος εδώ και αιώνες αναπαράγεται μονοδιάστατα σε πολλούς κλάδους, ιδιαίτερα δε στους κλάδους της Υγείας, της Ψυχολογίας, της Ψυχιατρικής, της Κοινωνιολογίας και γενικότερα των Κοινωνικών Επιστημών. Η σύνδεση  μιας άλλης επιστημονικής προσέγγισης με την πράξη και η σύνδεση του πανεπιστημίου με τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας οδηγούν στην δημιουργία  νέων τόπων συνάντησης και κοινών  δράσεων.

Μέσα από αυτήν την νέα εμπειρία αναδεικνύεται η  κοινωνική χρησιμότητα του Πανεπιστημίου και  ακυρώνεται η αγοραία αντίληψη γι΄αυτό.

Δύο ολοκληρωτικοί τόποι αποκλεισμού, τα ψυχιατρεία και οι φυλακές αποδομούνται από τους ίδιους τους  επιζώντες της Ψυχιατρικής και τους φυλακισμένους. Οι ίδιοι θέτουν στην κρίση των φοιτητών τις  κυρίαρχες θεωρίες και πρακτικές  της Ψυχιατρικής  και της Σωφρονιστικής και τα απάνθρωπα αποτυπώματα που αφήνουν στα Σώματα και στις Ψυχές των πολιτών που εγκλείονται σε φυλακές ή Ψυχιατρεία Οι δε  πολίτες με αναπηρία  και οι πολίτες  με ειδικές ανάγκες αποκαλύπτουν στην  ταινία την κρατική αδιαφορία και τις εφαρμοζόμενες  πολιτικές. Η ζωντάνια και το πάθος με το οποίο αγωνίζονται για βασικά ανθρώπινα δικαιώματα συνθλίβουν την εικόνα που διαχρονικά κατασκευάζεται για πολίτες δεύτερης κατηγορίες που δεν μπορούν να έχουν Λόγο και Δικαιώματα

Το ντοκιμαντέρ κατεγραψε επι 10 μηνες τους νεους τόπους συναντησης και κοινων δράσεων.

Συμμετεχουν

ΕΠΙΖΩΝΤΕΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ, ελληνες και γερμανοι

ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΦΟΙΤΗΤΡΙΕΣ τμηματος Ψυχολογιας Α.Π.Θ.

ΟΜΑΔΑ ΔΡΑΣΗΣ ΚΑΛΑΜΑΡΙΑΣ

ΟΜΑΔΑ ΠΡΟΣΒΑΣΙΜΟΤΗΤΑΣ

ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΙ (ανδρες και γυναίκες) ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ ΔΙΑΒΑΤΩΝ

ΤΟ ΚΕΛΙ ομάδα στήριξης των δικαιωμάτων των φυλακισμένων

ΣΕΝΑΡΙΟ - ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ : ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΡΑΜΙΔΙΩΤΗΣ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΔΗΜΗΝΑΚΗΣ – ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΠΦΑΙΛ – ΧΑΡΗΣ ΠΑΛΛΑΣ

ΗΧΟΣ: ΦΡΑΝΚ ΚΟΡΑΤΣΑ-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΕΡΑΜΙΔΙΩΤΗΣ

Δ/ΝΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ :ΗΛΙΑΝΑ ΠΑΥΛΙΔΟΥ

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΤ3

Την Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011, διοργανώνεται Φεστιβάλ από την Ομάδα Δράσης Νέων με Αναπηρία, η οποία αποτελείται από μέλη του προγράμματος Αυτονομία και Επικοινωνία της Αντιδημαρχίας Κοινωνικής Πολιτικής , Αλληλεγγύης & Δημόσιας Υγείας Καλαμαριάς και συνεργάζεται με μεταπτυχιακούς και προπτυχιακούς φοιτητές του τμήματος Ψυχολογίας του ΑΠΘ. Το Φεστιβάλ θα πραγματοποιηθεί στην πλαζ Αρετσού, δίπλα στο Δημοτικό Αναψυκτήριο, μετά τις 19:00 και θα περιλαμβάνει συναυλίες νεανικών συγκροτημάτων: Cambaret Balcan, Three Seasons & Return to Litany .
Η Ομάδα Δράσης μέσω αυτού του Φεστιβάλ διεκδικεί τα δικαιώματα των ανθρώπων με αναπηρία, έχοντας ως στόχο την μετάδοση του μηνύματος της ισότητας και την καταπολέμηση της προκατάληψης απέναντι στην διαφορετικότητα.
Η εκδήλωση αυτή θα αποτελέσει τόπο συνάντησης της νεολαίας του Δήμου μας και των αποκλεισμένων πολιτών με αναπηρίες, με στόχο την ευαισθητοποίηση και την κινητοποίηση της κοινότητας της Καλαμαριάς στον αγώνα της διεκδίκησης των δικαιωμάτων των αναπήρων και στην άρση του κοινωνικού αποκλεισμού.
Σας προσκαλούμε να στηρίξετε τη δράση μας με την παρουσία σας στο Φεστιβάλ.

Με εκτίμηση

Ομάδα Δράσης Αναπηρίας Καλαμαριάς

 

 



(Τεργέστη 21 Οκτώβρη 1998 – στρογγυλό τραπέζι για την Λέρο)

 

Στην εκτίμηση των μετασχηματισμών, συχνά η εικόνα του ποσοτικού μεγέθους της αλλαγής επικαλύπτει ή και θολώνει την σημασία της, το ποιοτικό, δηλαδή, στοιχείο. Πιο εύκολα μένει κανείς στο αποτέλεσμα, στον εντυπωσιασμό από την εικόνα, σε μια ποσοτική εκτίμηση των πραγμάτων, παρά σε μια κατανόηση και ανάλυση της διαδικασίας που οδήγησε στο αποτέλεσμα. Ειδικά για την Λέρο, η δυσκολία να γίνει μια σοβαρή συζήτηση ( μέσα στην επιστημονική κοινότητα, στα πεδία του σχεδιασμού της πολιτικής για την ψυχική υγεία) για την διαδικασία, την μεθοδολογία, για το ποιοτικό στοιχείο, για την ουσία και όχι μόνο για το αποτέλεσμα, για την εικόνα που πρόκυψε, ως ένα αποκομένο «φαίνεσθαι» των πραγμάτων, είναι περισσότερο από προφανής. Το πρόβλημα που προκύπτει  από μια τέτοια αντιμετώπιση είναι ότι οι σχεδιασμοί που γίνονται για το άμεσο μέλλον κινδυνεύουν ν΄ αντιγράφουν τις πιο αρνητικές πλευρές των περασμένων εμπειριών, ιδιαίτερα της Λέρου, που έγινε το πεδίο εφαρμογής και δοκιμής ενός "πλουραλισμού" ιδεολογιών, αντιλήψεων και παρεμβάσεων, αντιφατικών και αλληλοσυγκρουόμενων.

 

Το μέγεθος της αλλαγής στη Λέρο, το αποτέλεσμα, μπορεί πολύ εύκολα να διαπιστωθεί με την απλή σύγκριση του παρόντος με το παρελθόν. Είκοσι διαμερίσματα στην τοπική κοινότητα με 105 ενοίκους, 45, περίπου, μικρές δομές στο χώρο ιδιοκτησίας του ψυχιατρείου, μερικοί συνεταιρισμοί, περισσότερα δικαιώματα, αλλαγμένη ατμόσφαιρα και ζωή των ασθενών. Περί τους 130 πρώην έγκλειστοι μεταφέρθηκαν, στην αρχή της παρέμβασης (το 1991), σε 13 ξενώνες σε διάφορες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας.

 

Tα μεγέθη αυτά αποκτούν την σημασία τους αν γνωρίζει κανείς την κατάσταση που υπήρχε πριν, τις αντιστάσεις και επίσης το σύντομο σχετικά  χρονικό διάστημα, που διήρκεσε η παρέμβαση, από το 1989 που ξεκίνησε ( και  με οργανωμένα, χρηματοδοτούμενα από την ΕΕ, προγράμματα από το 1991) μέχρι τα μέσα του  1995.

 

Για πολλούς η Λέρος ταυτιζόταν με το αδύνατο της αλλαγής. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, δεν ήταν δυνατός ο μετασχηματισμός, η αποιδρυματοποίηση. Το ίδρυμα  έπρεπε μόνο να κλείσει, να καταργηθεί, με κάποιο τρόπο να ξεριζωθεί από το νησί. Οι "ανίατοι" ασθενείς του να μεταφερθούν κάπου αλλού, σε ξενώνες ή σε άλλα ψυχιατρεία. Καμιά αλλαγή νοοτροπίας, καμιά αλλαγή κουλτούρας δεν φαινόταν δυνατή στο νησί το ίδιο. Κανένα δυναμικό αλλαγής δεν φαινόταν να κρύβεται μέσα σ΄ αυτό το ίδρυμα, είτε όσον αφορά τους ασθενείς – νεκρές ψυχές μέσα σε ερειπωμένα σώματα , υπάρξεις εκμηδενισμένες, στο σημείο της μη επιστροφής- είτε όσον αφορά το προσωπικό, που τεχνηέντως του φόρτωναν την ευθύνη για την άθλια κατάσταση. Ειδικά για το προσωπικό φαινόταν αδύνατο ότι μπορούσε να παίξει οποιοδήποτε ρόλο στην διαδικασία της αλλαγής. Επρεπε απλώς να βρει άλλη δουλειά. Ωστόσο, το δυνατό δεν είναι μια υποκειμενική επινόηση του μυαλού μας. Υπάρχει μέσα στο πραγματικό, είναι το εν δυνάμει, που γίνεται εν ενεργεία με την υποκειμενική μας παρέμβαση και πρωτοβουλία. Το δυνατό υπάρχει μέσα στην α – δυνατότητα της τρέχουσας πραγματικότητας, σαν η αντίφαση που την ωθεί στο ξεπέρασμά της.

 

Η Λέρος βιωνόταν, τότε, ως μια ντροπή για την ελληνική κοινωνία, για την ελληνική ψυχιατρική, σαν εύκολη αφορμή για διεθνή δυσφήμηση και διασυρμό. Βλεπόταν, όμως, ως ένα «λάθος», που έπρεπε να εξαφανιστεί, να σβήσει σαν  να μην είχε υπάρξει ποτέ. Μια διοικητική λύση  (μεταφορές εδώ ή εκεί ) ήταν το μόνο που φαινόταν δυνατό.  Αυτή η προσέγγιση στο ζήτημα , μέσα σε συνθήκες αναγκαστικού ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού ( η Ελλάδα έγινε μέλος της ΕΕ το 1980), έκανε ώστε ακόμα και ψυχίατροι, που κάποτε έστελναν ασθενείς, ενήλικες και παιδιά, στην Λέρο, να εμφανίζονται πρωταγωνιστές και δάσκαλοι της «αποιδρυματοποίησής" της, χωρίς αναφορά στο γιατί και το πως του παρελθόντος, στο είδος της ψυχιατρικής που έφτιαξε τη Λέρο, χωρίς καμιά αυτοκριτική.

 

Αυτός ο τρόπος σκέψης, όσον αφορά στη λύση του προβλήματος, έχει την ίδια μεθοδολογία , τα ίδια προτάγματα, είναι ο ίδιος με αυτόν που δημιούργησε το πρόβλημα. Βλέπει τα πράγματα, τους ανθρώπους, τους θεσμούς, ως αντικείμενα και όχι ως σχέσεις (διαπροσωπικές – διϋποκειμενικές και κοινωνικές σχέσεις – σχέσεις εξουσίας), ως γεγονότα και όχι ως διαδικασίες. Βλέπει μόνο το αποτέλεσμα, το προϊόν, το σύμπτωμα αποχωρισμένο από την αντίφαση της ύπαρξης και από την εγγενή σύνδεσή του με το κοινωνικό. Δεν βλέπει πως πρόκυψε και επομένως πώς μπορεί να ξεπεραστεί. Δεν ενδιαφέρεται για το ξεπέρασμα, για την υπέρβαση. Ενδιαφέρεται μόνο να καταστείλει, να εξαφανίσει το σύμπτωμα (στην ανθρώπινη ύπαρξη ή μέσα στην κοινωνία). Ο άνθρωπος είναι, σ΄ αυτή την οπτική, αντικείμενο διαχείρισης και χειραγώγησης. Δεν μπορεί ποτέ να γίνει υποκείμενο χειραφέτησης. Αυτή η μέθοδος, όπως στην κλινική πρακτική, έτσι και στην αντιμετώπιση των θεσμών κυμαίνεται από την αναπαλαίωση των πρακτικών του εγκλεισμού, μέχρι την  μεταφορά αντίστοιχων  πρακτικών  στην κοινότητα, ως πρακτικών κοινωνικού ελέγχου.

 

Είναι γι αυτό που εκείνη την περίοδο, ενάντια σε πρακτικές απονοσοκομειοποίησης και ταχύρυθμης διοικητικής μεταφοράς ασθενών από την Λέρο, δώσαμε τόσο μεγάλη σημασία στην Αποιδρυματοποίηση του ψυχιατρείου, ακριβώς γιατί έκφραση της υποκειμενικότητας, αλλαγή της κουλτούρας, απεξάρθρωση του ιδρύματος και πορεία προς την χειραφέτηση, είναι έννοιες και πρακτικές κλειδιά για την υπέρβαση του εγκλεισμού και του αποκλεισμού. Θα δώσουμε περισσότερη έμφαση σε αυτά τα στοιχεία και λιγότερο στις γνωστές συνθήκες, και τις αιτίες τους, που έκαναν δυνατή την παρέμβαση στην Λέρο , καθώς και την όποια αλλαγή έγινε στο σύστημα των ψυχιατρικών υπηρεσιών στη Ελλάδα, μόνο κάτω από το κράτος ισχυρών εξωτερικών πιέσεων.

 

Σ΄ αυτό το σημείο θέλουμε μόνο να σημειώσουμε την παρανόηση που συχνά γίνεται όταν δίνεται μονόπλευρη έμφαση στο γεγονός ότι  η αλλαγή στην  Λέρο επιβλήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αυτό είναι φυσικά αλήθεια, και ισχύει για το σύνολο της «ψυχιατρικής μεταρρύθμισης» στην Ελλάδα, αλλά δεν φτάνει για να εξηγήσει αυτό που έγινε και ιδιαίτερα, το πώς έγινε. Είναι αλήθεια ότι ο εκσυγχρονισμός των υπηρεσιών ψυχικής υγείας στην Ελλάδα, στην βάσει του καν. 815/84, πήρε συχνά την μορφή κακοχωνεμένης «μίμησης προτύπου», ή μάλλον πολλαπλών προτύπων, όπως έχει, ιστορικά, γίνει με τον εκσυγχρονισμό σε πολλούς τομείς αυτού του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Χρειάζεται, ωστόσο, να σταθεί, κανείς, κριτικά  σε μια μηχανιστική αντίληψη αυτής της  διαδικασίας εξωτερικής επιβολής / εξαγωγής και παθητικής εισαγωγής / μίμησης. Όχι μόνο γιατί η κατανόηση της κατάστασης, που σήμερα έχει διαμορφωθεί, απαιτεί την ανάλυση της συγκεκριμένης αλληλεπίδρασης ανάμεσα στα ευρω-πρότυπα και τις εγχώριες συνθήκες, τις δυνάμεις, τις ομάδες  και την κουλτούρα τους, αλλά και γιατί η μονομερής έμφαση στην «έξωθεν εισαγόμενη μεταρρύθμιση»  υποτιμά  τις, έστω μειοψηφικές, δυνάμεις που, στο εσωτερικό των ιδρυμάτων, πάλεψαν στην κατεύθυνση της αποιδρυματοποίησης και της χειραφέτησης των εγκλείστων - όσο κι΄ αν, αναπόφευκτα, το αποτέλεσμα δεν μπορούσε να είναι ολοκληρωμένο και η παλινδρόμηση συχνά  αναπόφευκτη. Η μηχανιστική προσέγγιση αδυνατεί, επίσης, να δώσει ικανοποιητική εξήγηση στο γεγονός ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπου συγκρούστηκαν εντονότατα, στο πεδίο της πράξης,  διαφορετικές απόψεις, οι αλλαγές πήραν αυτή και όχι άλλη κατεύθυνση. Ότι, πχ στη Λέρο, επιλέχθηκε και επιβλήθηκε η κατεύθυνση των μικρών δομών και της αποϊδρυματοποίησης, αντί για έναν απλό ιδρυματικό εξωραϊσμό (όταν και μεταξύ των ξένων ομάδων «τεχνικών συμβούλων» υπήρχαν ριζικές διαφορές επί του προκειμένου) η πίεση της ΕΕ έπαιξε έναν καθοριστικό ρόλο, αλλά προφανώς όχι τον αποφασιστικό, δηλαδή δεν έφτανε για να κρίνει την μορφή που πήραν τα πράγματα. Αυτή κρίθηκε από τον αγώνα στο εσωτερικό του ψυχιατρείου και στην κοινότητα, από μια συσπείρωση και κινητοποίηση ελληνικών δυνάμεων και διεθνών συμμάχων (συμπεριλαμβανόμενων και ορισμένων στελεχών της ευρωπαϊκής επιτροπής).

 

Για τις δυνάμεις αυτές και τους σύμμαχούς τους :

 

1.      Το πρόβλημα της Λέρου δεν ήταν μια "ειδική" περίπτωση, αλλά έθετε το ζήτημα των ψυχιατρείων όλης της Ευρώπης. Σαν γέννημα ολόκληρου του ιδρυματικού συστήματος της Ελλάδας, σαν προϊόν και δημιούργημα της Ψυχιατρικής, έθετε το ζήτημα της υπέρβασης όλων των ιδρυμάτων της βίας και του εγκλεισμού και επίσης, το ζήτημα της ψυχιατρικής ως θεσμού, ως θεωρίας, μεθοδολογίας, επιστημολογίας, πρακτικής. Ηταν σ΄ αυτή την λογική που αποκτούσε νόημα η διεθνής συνεργασία και σ΄ αυτό συνίστατο η δύναμή της και, κατά την γνώμη μας, η όποια επιτυχία της. Όχι εθνική περιχαράκωση, από τη μια, ούτε αποικιστική συμπεριφορά από την άλλη, αλλά συνεργασία μέσω αλληλεπίδρασης σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την υπέρβαση του ψυχιατρείου και του εγκλεισμού,   μέσω της επερώτησης του κλασσικού παραδείγματος της ψυχιατρικής. Πρέπει εδώ να τονίσω ότι η δουλειά στη Λέρο οφείλει πολλά στην διεθνή συνεργασία ( ιδιαίτερα στη  ιταλική ομάδα), στην μεθοδολογία που ακολούθησε και, σ΄ ένα βαθμό, στην πολιτική στήριξη των προσπαθειών.

 

2.      Η επανένταξη 105 πρώην εγκλείστων μέσα στην κοινότητα της Λέρου,  η εξέλιξη πολλών από τους ενοίκους των ενδονοσοκομειακών ξενώνων, έδειξε ότι η χρονιότητα και το «ανίατο», είναι η βολική ετικέτα μιας ψυχιατρικής που έχει απεκδυθεί των θεραπευτικών της ευθυνών, αλλά και ένα μέσο ελέγχου, μέσω της επικύρωσης του κοινωνικού αποκλεισμού. Ανθρωποι, που ήταν μεταξύ των «γυμνών» του 16ου περιπτέρου, που περιλαμβάνονται στα  videofilms και τα δημοσιεύματα - καταγγελίες του 1989, ζουν τώρα σε ομαδικά διαμερίσματα μέσα στην κοινότητα της Λέρου. Αυτό αποτελεί την πιο αδιάψευστη μαρτυρία του εγκλήματος, που διέπραξε η ψυχιατρική τα προηγούμενα χρόνια, μέσω της εξορίας στη Λέρο, έγκλημα από το οποίο, όπως δείχνουν οι εξελίξεις, δεν φαίνεται να έχει βγάλει τα μαθήματα.

 

3.      Όταν υποβάλλαμε, το 1990, το πρώτο πρόγραμμα για παρέμβαση στο ψυχιατρείο της Λέρου, στα περίπτερα 11 και 16, το σχόλιο από την μεριά των τότε ιθυνόντων στο υπουργείο ήταν ότι επρόκειτο για "διακήρυξη των δικαιωμάτων των ασθενών" και όχι για ένα  "τεχνοκρατικά οργανωμένο πρόγραμμα". Αυτό που τότε διατυπώσαμε στο πρόγραμμα, μη έχοντας, οφείλουμε να πούμε, τότε ακόμα μια καθαρή άποψη για την σχέση Αποκατάστασης  και δικαιωμάτων του πολίτη, αποδείχτηκε ότι ήταν ότι ήταν ο δρόμος, η μέθοδος, το κατευθυντήριο νήμα των συλλογικών προσπαθειών που έφεραν τον μετασχηματισμό.

 

4.      Η παρέμβαση στο ΚΘΛ, παρά τους περιορισμούς και τα ασφυκτικά πλαίσια μέσα στα οποία αφέθηκε εν τέλει να ξεκινήσει, συνδέθηκε όχι μόνο με την διεθνή εμπειρία , αλλά  και με προηγούμενες εθνικές εμπειρίες, όπως αυτή του ΨΝ  Θεσσαλονίκης, μ΄ ένα έμπρακτο τρόπο. Με προσωπικό, κάποια στιγμή, και εθελοντές στη συνέχεια, η Θεσσαλονίκη αντιπροσώπευε, τότε, την συνειδητή πάλη για συνέχεια, σε εθνική κλίμακα, για την Αποιδρυματοποίηση και το ξεπέρασμα του ψυχιατρείου. Εκτοτε αυτή η συνέχεια διακόπηκε.  Μετά το τέλος των προγραμμάτων του καν. ΕΕ 815/84,  αφενός δεν λήφθηκε έγκαιρα πρόνοια για την εξασφάλιση της συνέχειας στην Λέρο και αφετέρου, δεν έγινε τίποτα, σε επίσημο επίπεδο, για καταγραφή,  και αξιολόγηση της δουλειάς, που έγινε και για την οργανωμένη και δημιουργική επίδρασή της σε άλλα ψυχιατρεία. Αυτό θέτει ένα ερώτημα σχετικά με τον σημερινό σχεδιασμό για το μέλλον των ψυχιατρικών ιδρυμάτων και την οργάνωση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας στην Ελλάδα : θα επεξεργαστεί πιο πολύ, αυτός ο σχεδιασμός, και θ΄ αναπτύξει διαδικασίες που ευοδώνουν τον μετασχηματισμό, την αλλαγή κουλτούρας, την αποιδρυματοποίηση ως υπέρβαση ψυχιατρείου και ψυχιατρικής, με τον "ασθενή" στο κέντρο, ως υποκείμενο δικαιωμάτων και υποκείμενο της αλλαγής, ή θα αρθρωθεί στην λογική της διοικητικής μεταφοράς "στους τόπους καταγωγής", ως απλή αλλαγή στη μορφή της διαχείρισης, όπου το "εντός" και το "εκτός", δεν εκφράζουν μιαν αλλαγή στην ποιότητα, αλλά απλή μεταφορά του χώρου άσκησης των ίδιων ιδρυματικών πρακτικών;

 

Η παρέμβαση στη Λέρο  θεωρούνταν τότε, το 1989-90, ότι δεν μπορούσε να νοηθεί, αν επρόκειτο να έχει μια χειραφετητική σημασία, παρά ως ο καταλύτης της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στην Ελλάδα. Αυτό δεν συνέβη. ΄Η μάλλον πήρε την εξής μορφή : έδειξε ότι η Αποιδρυματοποίηση είναι δυνατή και ότι, αν έγινε δυνατό να προχωρήσει στη Λέρο, μπορεί να προχωρήσει σε κάθε ψυχιατρείο.

 

5.      Ο μετασχηματισμός και η Αποιδρυματοποίηση στη Λέρο έγιναν στη βάση μιας μεγάλης πολιτιστικής  αλλαγής, μέσα και έξω από το ψυχιατρείο. Μέχρι την περίοδο που ξεκίνησαν οι συντονισμένες προσπάθειες, το προσωπικό εθεωρείτο ανεπίδεκτο προς αλλαγή, η τοπική  κοινωνία ένας αμετάθετος φράκτης. Πράγματι, η ιδρυματική οικονομία, τα κατεστημένα τοπικά συμφέροντα, οι  ισχυρές πελατειακές σχέσεις, ο τρόπος διαχείρισης του ψυχιατρείου, φαινόταν να γελοιοποιούν εκ των προτέρων κάθε υπαινιγμό για αλλαγή κουλτούρας και αποτελούσαν ορισμένα από τα βασικά επιχειρήματα της διοικητικής προσέγγισης του ζητήματος της Λέρου.

 

Ωστόσο, αυτό που φαινόταν σαν ένας συμπαγής και αδιαπέραστος φράκτης, διαπερνιόταν από τις δικές του αντιφάσεις, είχε τα δικά του αδύνατα σημεία. Το πρώτο ήταν ότι το ίδιο το προσωπικό, παρά τις αναπόφευκτες και εύλογες αντιστάσεις, δεν μπορούσε το ίδιο να υποφέρει την άθλια κατάσταση. Δεν μπορούσε να συνεχίσει να φέρει πάνω του το στίγμα του φύλακα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης – όσο κι΄ αν αυτό το στίγμα ανήκε, στην πραγματικότητα, στην επίσημη ψυχιατρική και στο κράτος.  Αλλά και ολόκληρη η τοπική κοινωνία, που μεγάλο μέρος της αποτελεί το προσωπικό του ψυχιατρείου, ενδιαφερόταν να εξαλείψει το στίγμα, που η ιστορική του καταγωγή χανόταν σε μια ολόκληρη διαδρομή διαδοχικών εγκλεισμών διαφόρων ομάδων εξόριστων στο νησί. Οσο κι αν ο εγκαθιδρυμένος τρόπος απομύζησης του ψυχιατρείου από τα κατεστημένα συμφέροντα αισθάνθηκε απειλημένος από τις διαδικασίες της Αποιδρυματοποίησης - στο βαθμό που αυτές έθεταν σε προτεραιότητα την υποκειμενικότητα και τα δικαιώματα του εγκλείστου, ανοίγοντας πόλεμο στις μαζικές αγορές και προάγοντας την απαίτηση της ποιότητας των ειδών - υπήρξαν πολλοί δίαυλοι που ανοίχτηκαν από την αλληλεπίδραση των διαδικασιών της Αποιδρυματοποίησης στο ΚΘΛ με τις αντιφάσεις της τοπικής κοινότητας.  Υπήρξε, το 1991, μια κρίσιμη στιγμή, όπου η τοπική κοινωνία αποφάσισε ότι ήταν προτιμότερο να δεχτεί στους κόλπους της τους πρώην εγκλείστους ως ισότιμους πολίτες, παρά να διακινδυνεύσει ανεξέλεγκτες διαδικασίες εκρίζωσής του ιδρύματος, που θα απειλούσαν τις δουλειές του μεγαλύτερου μέρους του ενεργού πληθυσμού. Οι κίνδυνοι αυτοί διαφάνηκαν όταν υλοποιούνταν το πρόγραμμα της ταχείας αποσυμφόρησης του ψυχιατρείου και της μεταφοράς μιας ομάδας ασθενών ( κατόπιν επιλογής των πιο "λειτουργικών") σε ξενώνες στην ηπειρωτική Ελλάδα. Πόσο πραγματική ήταν αυτή η απειλή; Μπορούσαν το κράτος, οι ομάδες των μη κερδοσκοπικών εταιρειών, που χρηματοδότησε από κοινού με την ΕΕ, να συνεχίσουν την "αποσυμφόρηση" του ψυχιατρείου; Αν κρίνουμε από την συνέχεια, όταν παρά τις εκκλήσεις  της ΕΕ και τις αιτήσεις από το ίδιο το ΚΘΛ, υπήρξε κατηγορηματική εκδήλωση αδυναμίας ή κατάφωρη άρνηση να συνεχιστεί η διαδικασία αποσυμφόρησης της Λέρου (αντ΄ αυτής προτιμήθηκαν ασθενείς από άλλα ψυχιατρεία για να καλύψουν τις θέσεις των ξενώνων, που είχαν χρηματοδοτηθεί για ασθενείς της Λέρου), δεν υπήρχε καμιά πρόθεση, ούτε ( δοσμένης της κουλτούρας των λειτουργών, της -μη- υπάρχουσας πολιτικής ψυχικής υγείας και των - μη -διατιθέμενων πόρων) δυνατότητα για  να αποσυμφορηθεί περαιτέρω το ψυχιατρείο της Λέρου από φορείς εκτός Λέρου, ακόμα κι αν τίποτα άλλο δεν γινόταν πάνω στο ίδιο το νησί. Μήπως η τοπική κοινωνία λειτούργησε στη βάση της υπερεξόγκωσης ενός φανταστικού κινδύνου να "χάσει το ψυχιατρείο" και έτσι αποδέχτηκε την επανένταξη των ασθενών; Συμβαίνει συχνά η φαντασιωσική επεξεργασία δεδομένων της πραγματικότητας μέσα στην τοπική κοινωνία, αλλά ποτέ δεν διαρκεί τόσο ώστε να καθορίσει μακροπρόθεσμα τη στάση της και τη συνείδησή της για βασικά ζητήματα. Η αποδοχή πρόκυψε μέσα από μια πολύπλοκη διαλεκτική στοιχείων και διεργασιών όπως : η αφόρητη κοινωνικά κατάσταση να είναι η τοπική κοινωνία διαρκώς και δυσφημιστικά στο κέντρο της εθνικής και της διεθνούς προσοχής, οι εξωτερικές πιέσεις για αλλαγή (σ΄ αυτά τα πλαίσια, η σύνδεση των αλλαγών στο ψυχιατρείο με την δυνατότητα να επωφεληθούν - δεν ρωτάμε εδώ ποιος να επωφεληθεί - από προγράμματα περιφερειακής ανάπτυξης), η βαθμιαία εισαγωγή μιας νέας κουλτούρας, από μεταρρυθμιστικές ομάδες  μέσα από το ψυχιατρείο, που έθετε στο κέντρο τα δικαιώματα των ψυχικά πασχόντων, από κοινού με τον πρωταγωνιστικό ρόλο του προσωπικού και ακόμα η βαθμιαία συνειδητοποίηση ότι για την διατήρηση της θέσης εργασίας, για την διασφάλιση των εμπορικών συμφερόντων, δεν ήταν πια αναγκαίο να είναι ο ασθενής έγκλειστος. Η θέση εργασίας διατηρούνταν με την παροχή υπηρεσίας στο διαμέρισμα, ο εμπορικός τζίρος φάνηκε ότι όχι μόνο διατηρούνταν , αλλά αυξανόταν με την μετατροπή του έγκλειστου σε πολίτη εισοδηματία και καταναλωτή (των κονδυλίων  του 815, της σύνταξης, του εισοδήματος από το συνεταιρισμό κλπ), η ενοικίαση, από το ΚΘΛ, των δομών με υψηλά ενοίκια, ο εξοπλισμός και η συντήρησή τους αποτέλεσε νέα πηγή εισοδημάτων για την τοπική κοινωνία. Σημαντικό ρόλο έπαιξε ακόμα το γεγονός ότι τα εξωνοσοκομειακά διαμερίσματα λειτούργησαν με τρόπο ώστε να δημιουργούν το μίνιμουμ (έως καθόλου) της "κοινωνικής ενόχλησης". Η αλληλεπίδραση αυτών των παραγόντων βοήθησε να γίνουν πρακτικά βήματα αλλαγής μ΄ ένα θετικό τρόπο, παρόλο που, συχνά, ιδιαίτερα στην αρχή, το θετικό πρακτικό βήμα διεξαγόταν μέσω μιας αρνητικής, αμυντικής συνείδησης. Αλλά και σ΄ αυτό το περιορισμένο κοινωνικό πεδίο, της αποιδρυματοποίησης σ΄ ένα μικρό νησί, επιβεβαιώνεται ο νομοτελειακός χαρακτήρας κάθε κοινωνικού μετασχηματισμού, όπου στην διαλεκτική σχέση κοινωνική συνείδησης - κοινωνικής πράξης, είναι η πράξη πού έχει τον πρωταρχικό ρόλο και  οδηγεί, τελικά, στην αλλαγή της συνείδησης.

 

Είναι αυτά που έκαναν δυνατή την επανένταξη, στους κόλπους της τοπικής κοινωνίας, ενός αριθμού εγκλείστων χωρίς προηγούμενο στα ελληνικά χρονικά

 

Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι μετασχηματίσθηκε  το νησί ως προς την κοινωνική του δομή. Σημαίνει, όμως, ότι αν ο αποκλεισμός είναι μια δυναμική, συγκρουσιακή διαδικασία, η κοινωνική επανένταξη είναι, επίσης, μια εξίσου δυναμική διαδικασία και ότι οι έγκλειστοι έχουν το δικαίωμα να βρεθούν τουλάχιστον στο ίδιο πεδίο των κοινωνικών συναλλαγών, πάνω  στο οποίο όλοι οι πολίτες μάχονται για την υπεράσπιση και την διεύρυνση των δικαιωμάτων τους μέσα στο δοσμένο Κοινωνικό Είναι. Αυτός ο αγώνας  για την υπέρβαση του αποκλεισμού, τόσο ως κοινωνικής διεργασίας, όσο και ως μιας ορισμένης ψυχιατρικής πρακτικής, είναι το καίριο ζήτημα στην Αποιδρυματοποίηση και είναι, ταυτόχρονα,  καθαυτός φορέας αλλαγής κουλτούρας, ενώ ταυτόχρονα αμφισβητεί την ίδια την δομή του «δοσμένου Κοινωνικού Είναι», που, ως τέτοια, παράγει τον αποκλεισμό.

 

6.      Η Αποιδρυματοποίηση στο ψυχιατρείο της Λέρου ανακόπηκε στα μέσα του 1995, όταν τερματίστηκαν οι χρηματοδοτήσεις μέσω των προγραμμάτων του καν. ΕΕ 815/84. Ηταν μια στιγμή κορύφωσης των προσπαθειών και των διαδικασιών που ήρθε, έτσι, σ΄ ένα απότομο τέλος. Πολλά πράγματα μόλις είχαν ξεκινήσει και έμεναν μετέωρα. Αλλα, που μόλις είχαν ολοκληρωθεί, δεν μπόρεσαν να σταθεροποιηθούν. Το ειδικευμένο προσωπικό της παρέμβασης αποχώρησε μετά από λίγο, ενώ οι ξένες ομάδες είχαν ήδη αποχωρήσει. Οι νέες δομές έμειναν χωρίς επίσημο, νομικό καθεστώς, χωρίς αυτονομία, εξαρτήματα του ιδρύματος. Η δομή του ψυχιατρείου άλλαξε, τα μεγάλα τμήματα καταργήθηκαν σχεδόν όλα και έχουν αντικατασταθεί από μικρές στεγαστικές δομές των 10 κατά μέσον όρο ατόμων. Η αποκεντρωμένη δομή, όμως δεν ακολουθήθηκε από αποκεντρωμένη διαχείριση. Η νοσοκομειακή οργάνωση και οι κάθε είδους θεσμικές ιεραρχίες διατηρήθηκαν και, όσο περνάει ο καιρός, και στο βαθμό που η δυναμική της παρέμβασης έχει αδυνατίσει, κάνουν πιο αισθητή την ασφυκτική και ιδρυματοποιητική λειτουργία τους. Το ψυχιατρείο παρέμεινε ψυχιατρείο, αν και με μια ριζικά νέα εικόνα. Η μεγάλη κατάκτηση, που παραμένει, είναι η πολιτιστική αλλαγή σε μια μεγάλη μερίδα του μόνιμου προσωπικού, που προσπαθεί, μέσα σε μύριες δυσκολίες, να κρατήσει μερικά από τα κέρδη των προηγούμενων χρόνων, παρέχοντας στους ασθενείς βελτιωμένες συνθήκες ζωής και μια διευρυμένη βάση δικαιωμάτων.

 

Το εύλογο ερώτημα είναι αν, και κατά πόσο, αξίζει, μια τόσο μεγάλη προσπάθεια, όπως αυτή στη Λέρο τα τελευταία χρόνια, με τους τόσους υλικούς και ανθρώπινους πόρους που ενεπλάκησαν, να έχει μια τέτοια τύχη και αν ο στόχος της Αποιδρυματοποίησης μπορεί να αναχθεί στην επίτευξη μιας εκμοντερνισμένης εικόνας.

 

7.  Ένα νέο πρόγραμμα, που χρηματοδοτείται από την ΕΕ, με τίτλο “Ειδική Δράση για τη Λέρο”, έχει σκοπό μα δημιουργήσει το εφαλτήριο μιάς νέας εναλλακτικής οικονομικής ανάπτυξης, που θα δώσει απασχόληση στο ήδη πλεονάζων προσωπικό του ψυχιατρείου, καθώς αυτό πρόκειται να κλείσει μετά από λίγα χρόνια, λόγω του σταθερού ρυθμού των θανάτων των ασθενών. Το πρόγραμμα αυτό προβλέπει την δημιουργία κοινωνικών συνεταιρισμών, όπου εκτός από το προσωπικό, θα συμμετέχουν χρήστες και άλλοι πολίτες της Λέρου. Η νομοθεσία, που θα επιτρέψει κάτι τέτοιο είναι έτοιμη, αλλά δεν έχει ψηφιστεί ακόμη από τη Βουλή.

 

8.  Τα ερωτήματα σχετικά με το μέλλον είναι: Αν, πως και πότε θα προχωρήσει η διαδικασία της Αποιδρυματοποίησης. Πως θα διευρυνθούν, θα αναγνωστούν και θα κατοχυρωθούν τα δικαιώματα για όλους τους ασθενείς. Αν το πρόγραμμα εναλλακτικής οικονομικής ανάπτυξης θα αποτελέσει συνέχεια και ανάπτυξη της διαδικασίας της Αποιδρυματοποίησης ή αν θα είναι μια επιδερμική διοικητική διαδικασία, που θα σκοπεύει στην απορρόφηση των πόρων, χωρίς να επιφέρει κοινωνική και πολτιστική αλλαγή. Κι΄ακόμα, ποια θα είναι η τύχη του χώρου του ψυχιατρείου, αν δηλαδή θα αφεθεί να μαραζώσει ως μια “ωραία εικόνα” ή αν θα γίνει κέντρο μετασχηματισμού, οικονομικού, κοινωνικού και πολιτιστικού και θα αποδοθεί ως τέτοιο στην τοπική κοινότητα και σ΄ όλη τη χώρα, υπερβαίνοντας έτσι οριστικά την, μακρόχρονη  λειτουργία του, ως τόπος διαδοχικών εγκλεισμών.

 

                                                                                                                                                                                                       Θ.ΜΕΓΑΛΟΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

 

 Η Τελική Λύση

Franco Basaglia 

Ο Καρλ Γιάσπερς, σε μια πρόσφατη έκδοση του “Die Spiegel” διακήρυξε - χωρίς δισταγμό και χωρίς ντροπή- ότι θα ήταν τελικά  ευκταία μια συμμαχία ανάμεσα σε Ρώσους και Αμερικάνους που θα βομβαρδίσει και θα καταστρέψει τη μαοϊκή Κίνα με ατομικές βόμβες. Η εικοσαετία που πέρασε από τότε που ο Καρλ Γιάσπερς απέρριπτε οποιαδήποτε συνδιαλλαγή με το ναζισμό, αρνούμενος να γυρίσει στη Γερμανία μέχρι το τέλος του πολέμου, κατάφερε να ξεσκεπάσει την κακή πίστη που, προφανώς, βρίσκονταν πίσω από την φιλοσοφική τοποθέτηση της σκέψης του.

 

Το 1911 ο Γιάσπερς είχε ανοίξει, με το έργο του Allgemeine Psychopathologie, μια νέα επιστημονική ‘κατεύθυνση’  - την κατανοούσα  ψυχιατρική –  η οποία , ως πρώτο βήμα εξανθρωπισμού μιας απάνθρωπης επιστήμης, φαινόταν να βγάζει την ψυχιατρική από το θετικιστικό αδιέξοδο στο οποίο παρέμενε παγιδευμένη. Η έννοια της κατανοησιμότητας αντιμετωπίστηκε από την παραδοσιακή επιστημονική σκέψη ως μια αρχή επαναστατική, στο βαθμό που επέβαλλε να πλησιάζουμε και να κατανοούμε τον άρρωστο, χωρίς να περιοριζόμαστε στην ταξινόμηση της αρρώστιας του. Παρ΄ όλα αυτά, αυτός εξακολουθούσε να διατηρεί τον ίδιο τύπο απόστασης ανάμεσα στο ακατανόητο και το υγιές, συνεχίζοντας να καθορίζει αυτό το τελευταίο ως τη μοναδική αξία αναφοράς. Στα πλαίσια της κατανοούσας ψυχιατρικής, το ακατανόητο διατηρούσε τον αιώνιό του ρόλο του αποκλεισμένου, καταδεικνύοντας την διαχωριστική λειτουργία μιας επιστήμης η οποία, ενώ γεννήθηκε ως επαναστατική, είχε καταλήξει να παίζει το παιχνίδι της εξουσίας. Η σημασία της πρόσφατης διακήρυξης του Γιάσπερς φαίνεται, λοιπόν, σύμφυτη με τις προκείμενες : ο πατέρας αυτής που υπήρξε η νέα αντιθετικιστική ψυχιατρική (η οποία, παρόλα αυτά, είχε αποδεχτεί τον ντετερμινισμό του ακατανόητου), αποκαλύπτει στο τέλος της σταδιοδρομίας του, το ρατσισμό του, παρόλο που την εποχή της σύγκρουσης με τον Χίτλερ, πήρε το μέρος των αποκλεισμένων.

Ποιο ήταν το νόημα της άρνησής του για το ναζισμό όταν είκοσι χρόνια αργότερα  εύχεται την καταστροφή ενός λαού 700 εκατομμυρίων ανθρώπων, προκειμένου να υπερασπίσει το κατεστημένο;  Με ποιο τρόπο μπορεί να δικαιολογηθεί η πρότασή του αν όχι ως αναγνώριση των Κινέζων ως άλλων, ακατανόητων και, ως τέτοιων,  ότι πρέπει να καταστραφούν; Ο Εβραίος δεν εξοντώθηκε στους θαλάμους των  αερίων ακριβώς ως άλλος από τον Αριο; Πώς ένας άνθρωπος που έχει αρνηθεί να αναγνωρισθεί ως Γερμανός, να μπορεί να προτείνει, ως λύση για μια κατάσταση διεθνούς έντασης, ν΄ απορρίψουμε, σε μια μοναδική κίνηση αποκλεισμού, 700 εκατομμύρια ανθρώπους; Τα λόγια του είναι ίσως διαφορετικά από εκείνα που, τριάντα χρόνια πριν, διέτασσαν το θάνατο έξη εκατομμυρίων Εβραίων;

Το 1933 ο Streicher έλεγε: «Ηταν λάθος να πιστέψουμε ότι τα εβραϊκό πρόβλημα θα μπορούσε να λυθεί χωρίς να χυθεί αίμα Η λύση δεν μπορεί να έλθει παρά μόνο με αιματηρό τρόπο».

Ο Γκέμπελς απαντούσε: «Θάνατος στους Εβραίους. Αυτή ήταν για δεκατέσσερα χρόνια η πολεμική μας κραυγή. Να πεθάνουν μια και καλή.!» («Sunday Referee, 30 Ιουλίου 1933, αναφέρεται από τον D. Tarizzo στο Ιδεολογία του θανάτου).

Στα 1967, ο Καρλ Γιάσπερς προτείνει: αν δεν υπάρχουν άλλες λύσεις, ας θυσιάσουμε τους Κινέζους!

Η έννοια του κατανοήσιμου και του μη κατανοήσιμου στην ψυχική αρρώστια δεν μπορούσε παρά να προσαράξει σ΄ ένα έδαφος ρατσιστικό και ταξικό. Όταν ο κυβερνήτης της Αλαμπάμα διαχωρίζει τον πληθυσμό της πολιτείας του σε λευκούς  και μαύρους δεν κάνει άλλο από το να εφαρμόζει την αρχή του Γιάσπερς για το διαχωρισμό αυτών που είναι όπως αυτός και αυτών που δεν είναι. Όταν οι Αμερικανοί στρατιώτες βομβαρδίζουν τους Βιετκόνγκ, δεν κάνουν άλλο από το ν΄ ακολουθούν την ίδια αρχή, σύμφωνα με την οποία πρέπει να εκμηδενιστούν όλοι αυτοί που – στο βαθμό που είναι διαφορετικοί -μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση της δική τους θέση. Μόνο ο αποκλεισμός του άλλου, του διαφορετικού, επιτρέπει στην εξουσία να διατηρήσει την δική της ιδεολογία, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις αντιφάσεις της. Αλλά το να μην υπολογίζει κανείς τις δικές του αντιφάσεις σημαίνει ν΄ αποδέχεται την υπόθεση από την οποία ξεκίνησε, ως τετελεσμένο γεγονός, την απόδειξη του οποίου πρέπει κανείς ν΄ αποφεύγει αν δεν θέλει να διακινδυνεύσει να διαψευστεί.

Το ν΄ αποκλείεις σημαίνει να επιβεβαιώνεις ένα ανήκειν την ίδια στιγμή που το αρνείσαι. Αυτό το οποίο αποκλείεται, αναγνωρίζεται και διακηρύσσεται ως ίδιο (δικό μας) με την ίδια την ενέργεια του αποκλεισμού, η οποία το αποσπά από μια προϋπάρχουσα οντότητα και του θεσπίζει τον διαχωρισμό. Η προβολή στον άλλο αυτού που απορρίπτεται στον εαυτό, καταλήγει, ως εκ τούτου, να έπεται από την επιλογή αυτού που, από όσα μας ανήκουν, προτιθέμεθα ν΄ απορρίψουμε και που ακριβώς στο βαθμό που μας ανήκουν, υπάρχει ανάγκη να οριστούν ως άλλο προκειμένου να τα αρνηθούμε.

Στο βιβλικό σύμβολο του αποδιοπομπαίου τράγου, ο οποίος, φορτωμένος με τα κακά και τις ενοχές (τα ‘αμαρτήματα’) ενός λαού, θυσιάζεται και διώχνεται στην έρημο, είναι ήδη προφανής η στιγμή της εξατομίκευσης (‘προσωποποίησης’) των δικών μας ενοχών και το πέρασμά τους σε κάτι που είναι άλλο από τον εαυτό. Ο ‘άλλος’, ως συμβολική συγκεκριμενοποίηση αυτού που απορρίπτουμε από τον εαυτό μας, πρέπει να γίνει ένας γνήσιος άλλος που δικαιολογεί, αυτός καθαυτός, τον αποκλεισμό και αίρει την ενοχή γι΄ αυτή την ενέργεια.  Από εδώ προκύπτει και η επιλογή του τράγου, ο οποίος, παρόλο που αντιπροσωπεύει μιαν αξία για το λαό που τον θυσιάζει, διατηρεί τον χαρακτήρα του ‘αντικειμένου’ και της υλικότητας του ζώου.

Οσο υπήρχε η ανθρώπινη θυσία, η προβολή των δικών μας ενοχών και των δικών μας  κακών σ΄ ένα επιλεγμένο άνθρωπο, που έχει συνείδηση της επιλογής που έχει γίνει γι΄ αυτόν, διατηρούσε τον υποκειμενικό χαρακτήρα της ίδιας θυσίας: όλος ο λαός αναγνώριζε τον εαυτό του στον θυσιαζόμενο και θυσιαζόταν μαζί του, διαμέσου αυτού, στην εξιλέωση των δικών του ενοχών, ή ως μια ενέργεια εξευμενισμού. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος υποκαθίσταται από το ζώο, μαθαίνουμε ν΄ αντικειμενοποιούμε σε κάτι άλλο, διαφορετικό, το μέρος του εαυτού μας με το οποίο δεν καταφέρνουμε να συμβιώσουμε. Μαθαίνουμε ν΄ ακυρώνουμε, την ίδια τη στιγμή της αντικειμενοποίησης, την υπευθυνότητα της αντικειμενοποιούσας πράξης. Η επιλογή να ξεφορτώνουμε  στις πλάτες του τράγου τις δικές μας ενοχές και να τον «απομακρύνουμε από τους κατοικημένους χώρους», παίρνει, ως εκ τούτου, μια διπλή σημασία: από τη μια μεριά, ο τράγος, στο βαθμό που είναι καθαρή αντικειμενικότητα, ζωική σωματικότητα, δεν έχει τη δύναμη να αντικειμενοποιήσει αυτόν που τον αντικειμενοποιεί : θα φέρει, ως εκ τούτου, στην αντικειμενικότητά του, στο σώμα, τις ενοχές τις οποίες φορτώθηκε. Από την άλλη, αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος τείνει ν΄ αποκλείει από τον εαυτό του και να συγκεκριμενοποιεί σ΄ ένα άλλο σώμα,, όλο αυτό που μαρτυρά την παρουσία της δικής του αντικειμενικότητας, δηλαδή, της δικής του υλικότητας, της παθητικής σωματικότητας, που μπορεί να είναι δική του μόνο ύστερα μια διαδικασία ιδιοποίησης. Για να ιδιοποιηθώ τα δικό μου σώμα και να τεθώ ως μια υποκειμενικότητα μπροστά στον άλλο, ζω μέσα σε μια αντιφατικότητα που δεν μου εγγυάται ποτέ ούτε την κατάχτηση της υποκειμενικότητάς μου, ούτε την οριστική αντικειμενοποίηση του άλλου. 

Τη στιγμή που ο άλλος είναι σώμα, απόλυτη παθητικότητα, εγώ επιβεβαιώνω την απόλυτη υποκειμενικότητα μου. Ο τράγος ως σώμα, ζωικότητα, υλικότητα που δεν μπορεί να υποκειμενοποιηθεί, δεν θα μπορέσει παρά ν΄ απομακρυνθεί με το φορτίο της αντικειμενικότητας από το οποίο απαλλάσσομαι. Η θυσία του δεν θα έχει τη δύναμη ούτε καν να θέσει υπό συζήτηση - διαμέσου της ενοχής - τη δική μου υποκειμενικότητα.

Η τεχνική του αποδιοπομπαίου τράγου, του απο-υπευθυνοποιητικού εργαλείου ενός ολόκληρου πληθυσμού, έχει γίνει το όπλο της εξουσίας η οποία, διαμέσου της επιλογής και του αποκλεισμού διαφόρων ομάδων «ανεπιθύμητων», καταφέρνει να διατηρεί την αξία των δικών της θέσεων. Η κοινωνία μας εξελίχθηκε τεχνολογικά και σχεδίασε και οργάνωσε περιοχές ‘αντιρρόπησης’, που της επιτρέπουν την επέκταση της παραγωγικής της τεχνολογίας. Αυτό σημαίνει ότι προσπάθησε να λύσει τις αντιφάσεις που αυτή η ίδια δημιούργησε, αποφασίζοντας και προγραμματίζοντας, σιγά-σιγά, πάνω σε ποιες ομάδες να τις συγκεκριμενοποιήσει και να τις αρνηθεί για να τις απομακρύνει και να τις αποκλείσει. Μόνο ο αποκλεισμός των δικών της εσωτερικών αντιφάσεων επιτρέπει τον προγραμματισμό της ιδεολογίας της αφθονίας πάνω στην οποία βασίζεται η πραγματική έλλειψη στην κοινωνία του κεφαλαίου.

Σε μια πραγματικότητα στην οποία η αφθονία δεν είναι για όλους, εξουσία σημαίνει αφθονία για τους λίγους και έλλειψη για τους πολλούς: πράγμα που συνεπάγεται, από μέρους των «λίγων», την επιλογή και την εξατομίκευση ομάδων προορισμένων να φέρουν το φορτίο των δικών τους αντιφάσεων. Επιλογή που πέφτει αναπόφευκτα πάνω σ΄ αυτούς που δεν έχουν τα εργαλεία (οικονομικά ή διανοητικά) ν΄ αντιταχθούν σ΄ αυτή την αυθαίρετη διάκριση.

Υπήρξαν κάθε φορά οι σκλάβοι, το προλεταριάτο, οι νέγροι, οι εβραίοι, οι «τρελοί», οι γυναίκες, τα παιδιά, οι «μη κανονικοί», οι «δυσπροσάρμοστοι,», τα «διαταρακτικά στοιχεία»….                                   

Λέρος (1995), 11ο περίπτερο Κ.Θ.Λ.Τάξεις, κατηγορίες, φυλές, επιστημονικοί ορισμοί, τους ταξινόμησαν ως άλλους, χωρίς ν΄ αφήσουν χώρο για μιαν επαλήθευση και χωρίς να επιτρέψουν στους άλλους ν΄ αναρωτηθούν ποια ήταν - πέραν του να είναι αντικείμενα καταπίεσης -  η ταυτότητά τους. Σ΄ αυτή την κατάσταση, η ίδια η σπανιότητα της εξουσίας λειτουργεί ως στοιχείο διάκρισης διαμέσου της φαντασίωσης που οι πολλοί – που βρίσκονται μέσα στη στέρηση - κάνουν για την εξουσία και την αφθονία. Οσο ποιο πολύ η εξουσία είναι «σπάνια», τόσο πιο πολύ θα είναι προφανής, στα μάτια του καταπιεσμένου, η αρχική του διαφορετικότητα. Ως εκ τούτου, τόσο περισσότερο η κατάστασή του θα του φανεί ως ένα πεπρωμένο ενάντια στο οποίο δεν υπάρχει τρόπος ούτε σκοπός ν’ αγωνιστεί. Οι λίγοι διαχειριστές του κεφαλαίου, οι λίγοι καθηγητές του πανεπιστήμιου, οι λίγοι γιατροί στο νοσοκομείο κλπ, έχουν μιαν εξουσία ευθέως ανάλογη με την «σπανιότητα» της θέσης τους. Με δεδομένο ότι αυτοί βρίσκονται σε θέση να έχουν τη δυνατότητα να προσδιορίζουν εκ των προτέρων τον απόλυτο χαρακτήρα των αξιών που ενσαρκώνουν, είναι προφανές ότι αυτές οι αξίες τροφοδοτούνται και διατηρούνται από το φάντασμα που τους φτιάχνουν οι «πολλοί». Με τον ίδιο τρόπο, εάν είναι στη δικαιοδοσία των λίγων να αποφασίζουν και να προσδιορίζουν τη νόρμα για τους πολλούς, οι πολλοί βρίσκονται  αναγκασμένοι να υποτάσσονται με το φόβο ότι θα οδηγηθούν στον αποκλεισμό.

Τώρα πρέπει ν΄ αναρωτηθούμε εάν η επιλογή ανθρώπινων ομάδων ως αποδιοπομπαίων τράγων δεν ανταποκρίνεται παρά σε μιαν επιστροφή του υποκειμενικού στοιχείου της ίδιας της θυσίας: εάν, δηλαδή, δεν πρόκειται παρά για την προσπάθεια από μέρους αυτού που πραγματοποιεί τον αποκλεισμό, ν΄ αναγνωρίσει τον εαυτό του μέσα στον αποκλεισμένο και να συμμετάσχει διαλεκτικά ως αποκλεισμένος-αποκλείων στην ενέργεια του διαχωρισμού. Αν εξετάσουμε τα στοιχεία πάνω στα οποία βασίζονται οι φυλετικές, ταξικές κλπ διακρίσεις, αυτό που προκύπτει ως προφανές είναι ο χαρακτήρας του αποκλεισμένου ‘ως αντικειμένου’. Και σε μια πιο προσεκτική εξέταση, η αναγωγή του σε μια καθαρή σωματικότητα, υλικότητα, παθητικότητα. Τελικά, μόνο τη στιγμή που ανάγω μιαν άλλη υποκειμενικότητα σε σώμα, μπορώ να την αποκλείσω από μένα: αυτό σημαίνει ότι ο αποκλείων τίθεται  ως καθαρή υποκειμενικότητα (ως εκ τούτου, ιδεολογική και α-διαλεκτική), προβάλλοντας τη δική του αντικειμενικότητα πάνω στον άλλο. Μ΄ αυτή την έννοια, ο αποκλεισμός ομάδων, η άρνηση των οποίων επιτρέπει μια ζωή μέσα στην κοινωνία μας φαινομενικά α-προβληματική και μη αντιφατική, επανασυνδέεται με τη βιβλική τελετουργία του τράγου, στο βαθμό που είναι αποκλεισμός και άρνηση της ιδιότητας  μας ως ‘αντικειμένου’ και της σωματικότητας μας διαμέσου ενός σώματος. Εάν ο αποκλεισμένος είναι ένα σώμα, ο αποκλεισμός δικαιολογείται στο έδαφος της αναγκαιότητας ως επιβεβαίωση των δικών μας υποκειμενικών αξιών. Πράγμα που επιτρέπει την ολοκληρωτική απουσία ενοχών και υπευθυνότητας από τη μεριά αυτού που αποκλείει.

Δεν είναι τυχαίο που οι κατηγορίες των αποκλεισμένων ορίζονται από τους αποκλείοντες με παρομοιώσεις που τονίζουν τον χαρακτήρα τους ως ‘αντικειμένων’: το είναι τους ως σώμα,  αποστερημένο από την ιδιαίτερη υποκειμενικότητά του. Ο εβραίος έχει τη γαμψή μύτη ενός αρπακτικού πουλιού. Η νεαρή και ωραία γυναίκα έχει τη χάρη της ελαφίνας. Η πόρνη είναι μια πραγματική αγελάδα.  Ο νέγρος είναι ένα θηρίο («αντιπροσωπεύει τον κίνδυνο του βιολογικού» λέει Φανόν). Ο ψυχικά ασθενής είναι «επικίνδυνος για τον εαυτό του και τους άλλους και για τη δημόσια τάξη» (πράγμα που σημαίνει σώμα, άσεμνο, αναίδεια πέρα από οποιοδήποτε υποκειμενικό έλεγχο). Το μωρό είναι ένα κουταβάκι που προκαλεί τρυφερότητα κλπ. Από τη στιγμή που αυτές οι κατηγορίες παγιώνονται στη σωματικότητά τους, δεν είναι πια σε θέση να θέτουν υπό συζήτηση τη δική μας υποκειμενικότητα: η απόσταση που τις χωρίζει από τις δικές μας αξίες είναι αγεφύρωτη.

Τα γεγονότα της τελευταίας περιόδου συνεχίζουν να προσφέρουν παραδείγματα, αντιπροσωπευτικά θα έλεγα, αυτών που υποστηρίζω εδώ. Είναι πια συνηθισμένο να βρίσκουμε, για παράδειγμα, στην πρώτη σελίδα, τη φωτογραφία ενός νέγρου δολοφονημένου. Στην τελευταία, μια ωραιότατη γυναίκα με ένα ωραιότατο μωρό στην αγκαλιά της που διαφημίζουν διατροφικά προϊόντα. 1) Ο νέγρος, πεθαμένος, παρουσιάζεται επιτέλους ως κάτι αποδεκτό. Μπορούμε να δοκιμάσουμε λύπη γι΄ αυτόν, για το νεκρό του σώμα. Στο βαθμό που είναι σώμα δεν αντιπροσωπεύει πια κίνδυνο, με τον ίδιο τρόπο που δεν ήταν κίνδυνος από τη στιγμή που είχε αναγνωρίσει την απόσταση που τον χώριζε από τον λευκό: από τη στιγμή που είχε αποδεχτεί να αντικειμενοποιηθεί μπροστά του. Στην εξέγερση απέναντι στο λευκό, ο νέγρος ξαναβρήκε την υποκειμενικότητά του, αλλά είναι νεκρός και ξαναμπήκε στη μόνη διάσταση που του είχε ανέκαθεν παραχωρηθεί : αυτή του να είναι ένα σώμα. 2) Η γυναίκα διαφημίζει τον «ιταλικό τρόπο να είσαι μαμά» που αποτελείται ταυτόχρονα από τη στερεοτυπική και γλυκύτατη έκφραση του α-προβληματικού και μη πραγματικού της προσώπου (ένα ωραιότατο αντικείμενο κατανάλωσης) και την περιπαθή της ενασχόληση με την επιλογή της πιο κατάλληλής τροφής για να ταϊσει το γιό της. 3) Η λειτουργία του μωρού (πέρα από κείνη του να είναι κουταβάκι που προκαλεί τρυφερότητα) συμβολίζεται από το να είναι ένα σώμα που πρέπει να τραφεί, ένας σωλήνας που πρέπει να γεμίσει…

Το πρόβλημα του νέγρου, της γυναίκας, του μωρού, ως υποκειμενικότητα και πραγματική παρουσία, είναι τελείως ανύπαρκτο. Ο κόσμος που συμβολίζεται σ΄ αυτή την αναπαράσταση καταλήγει να είναι τελείως ιδεολογικός: εάν η παρουσία του νέγρου προϋποθέτει μιαν αντίφαση, αυτή εξαλείφεται από το θάνατό του. Η γυναίκα είναι τελείως ευτυχής αν αντικειμενοποιείται από τον άντρα που τη θέλει ωραία και από την καταναλωτική κοινωνία που τη θέλει μια μαμά «που ξέρει». Το μωρό είναι πλήρως ικανοποιημένο από το γάλα που διαφημίζεται. Τρεις διαφορετικοί τύποι αποκλεισμού, του οποίου το αποτέλεσμα είναι η απανθρωποποίηση του ανθρώπου και η αναγωγή της αντιφατικής του παρουσίας σε μια καθαρή αντικειμενικότητα.

Αυτό που εμφανίζεται διαμέσου της σχηματικής απόφασης της εξουσίας, η οποία δεν έχει ανάγκη να καλύψει τα σχέδιά της απέναντι στον καταπιεσμένο, ή, αυτό που εγνωσμένα αποκρύπτεται, ή επιστημονικά δικαιολογείται, είναι ένας μηχανισμός που αποκαλύπτει τη βάση πάνω στην οποία βασίζεται η σημερινή μας κοινωνία: η ιδεολογία του θανάτου ως λύση των δικών της αντιφάσεων. Ο νέγρος σφαγιάζεται, ο εβραίος ήδη εξοντώθηκε, η πόρνη απομονώνεται και απορρίπτεται σε κλειστά σπίτια, ο ψυχικά ασθενής βαθμιαία εκμηδενίζεται –μακριά από τα μάτια όλων - στις φάμπρικες των τρελών. Αυτή είναι η καριέρα ορισμένων αποκλεισμένων. Οργανισμοί και ιδρύματα έχουν την εντολή να εξαφανίζουν τις αντιφάσεις μας και, σε κάθε περίπτωση, να τις καλύπτουν κάτω από τις πτυχές  των δομών τους, πίσω από τους τοίχους των κτιρίων τους. Η πρόσοψη πρέπει να παραμείνει καθαρή για να μπορέσει να συνεχίσει να ζει ιδεολογικοποιώντας μια νόρμα, η οποία προσδιορίζεται ως ακριβής «χρωματικός διαχωρισμός» ανάμεσα σε ένα καλό που είναι αποδεκτό (που είμαστε εμείς) και σε ένα κακό που απορρίπτεται (και που είναι οι άλλοι). Πέρα από το διαχωρισμό, οι διαχειριστές της κοινωνίας επιφορτίζονται να κάνουν αποδεκτή ως βιολογική, φυσική, αμετάστρεπτη, την διαφορετικότητα του αποκλεισμένου, έτσι ώστε αυτός ο ίδιος να είναι πεπεισμένος για την αναγκαιότητα του εγκλεισμού του. Οι τεχνικοί έχουν διδάξει τη βιομηχανία πώς να δημιουργήσει τον ιδεώδη καταναλωτή των προϊόντων της διαμέσου της επιβολής μιας τεχνητής ιδεολογίας της αφθονίας, μέσα στην οποία περιλαμβάνεται ακόμα και ο ανεπιθύμητος (η φαντασίωση μιας αφθονίας προσβάσιμης, χρησιμεύει ως αυταπάτη που αποζημιώνει για την πραγματικότητα που βιώνεται.). Η αποικιοκρατία κατάστρεψε πολιτισμούς και δημιούργησε σκλάβους, καταλογίζοντας στην έλλειψη πολιτισμού των σκλάβων την αναγκαιότητα της κυριαρχίας. Η κοινωνία δημιούργησε τις πόρνες και ταυτόχρονα τις στιγμάτισε ως κοινωνική ντροπή. Η ιατρική επιστήμη δημιούργησε τον ψυχικά ασθενή, που πιο πολύ έχει να κάνει με την ησυχία της κοινωνάς (επικίνδυνος, ακατανόητος, ως εκ τούτου, ν΄ αποκλειστεί) και του οικοδόμησε ένα χώρο κατάλληλο προκειμένου ν΄ απελευθερωθεί από την παρουσία του.

Αυτό που δεν είναι στα πλαίσια της νόρμας είναι αφορμή σκανδάλου και ως τέτοιο, πρέπει ν΄ απομακρυνθεί και να περιοριστεί (η πόρνη που δελεάζει τον περαστικό είναι σκανδαλώδης, αλλά παύει να είναι όταν περιοριστεί σ΄ ένα κλειστό σπίτι. Ο ψυχικά ασθενής που παραληρεί στο δρόμο είναι σκάνδαλο, αλλά παύει να είναι όταν κλειστεί στο ψυχιατρείο). Το σκάνδαλο είναι το σημάδι της παρουσίας ενός προβλήματος που έχει τη δύναμη της απειλής, γιατί μπορεί ν΄ αναστατώσει την ισορροπία της ύπαρξής μας:  ο περιορισμός του σημαίνει ότι σηματοδοτούμε τα όρια πέρα από τα οποία δεν του επιτρέπεται να έχει επίδραση.

Ορια και φυσικοί περιορισμοί υπήρξαν η πιο άμεση λύση:: οι εβραίοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι νέγροι στα γκέτο,, οι πόρνες στα κλειστά σπίτια,, οι τρελοί στα ψυχιατρεία. Αλλα η φαντασίωση της εξουσίας από τη μεριά των αποκλεισμένων είναι αυτό που τη διατήρησε στη ζωή και της επέτρεψε αυτή τη διαχωριστική δραστηριότητα. Μ΄ αυτή την έννοια, το εγχείρημα που τείνει να ενσωματώσει, σε όλα τα επίπεδα, περικλείοντάς τις στο σύστημα, όλες τις κατηγορίες των αποκλεισμένων, είναι η έσχατη προσπάθεια από τη μεριά της εξουσίας να εξασφαλίσει την τροφοδότηση που έχει ανάγκη για να διατηρηθεί στη ζωή. Αν, σε άλλους καιρούς, αρκούσε να δημιουργήσουν μια κατωτερότητα για να επιβεβαιώσουν τη δική τους ανωτερότητα, αυτό το παιχνίδι έχει πια ξεσκεπαστεί. Αλλά δεν είναι το ίδιο εύκολο να ξεσκεπαστεί η βία που κρύβεται πίσω από τη διφορούμενη όψη (προσωπείο) που καλεί στην ενσωμάτωση. Δεν είναι η στιγμή να είμαστε αντικειμενικοί: ο αποκλεισμένος καλείται τώρα να είναι (αντικειμενικός) και να ξεχάσει αυτό που του έγινε, για να συμμετάσχει - στο μέτρο που θα το αποφασίσει η εξουσία - στο συμπόσιο. Η απάτη είναι εξαιρετικά προφανής: θα βρεθεί και πάλι κλεισμένος σε μια καινούργια απόσταση, της οποίας θα είναι, αυτός ο ίδιος και το θύμα και ο δημιουργός της.

Όταν ο Pinel απελευθέρωσε τους τρελούς από τις φυλακές ξεχωρίζοντάς τους από τους εγκληματίες και αποδίδοντάς τους την αξιοπρέπεια της αρρώστιας από την οποία υπέφεραν, δεν έκανε άλλο από το να τους μετατοπίσει σε μια νέα φυλακή, στην οποία η ηθική κατωτερότητα του έγκλειστου ήταν επιστημονικά επικυρωμένη και ο εγκλεισμός επιστημονικά δικαιολογημένος. Αυτό έγινε χωρίς η γενική συμπεριφορά της κοινωνίας απέναντι στον τρελό ν΄ αλλάξει στο ελάχιστο, ούτε ο τύπος της σχέσης, ούτε η απόσταση που τον χωρίζει από τους άλλους.

Ποιες είναι οι δομικές αλλαγές που προτείνονται στους αποκλεισμένους από το ενταξιακό πρόγραμμα της εξουσίας; Στο ψυχιατρικό πεδίο τα πάντα ανάγονται στον προγραμματισμό καινούργιων νοσοκομείων, τεχνικά τελειοποιημένων, στα οποία ο ασθενής θα εξακολουθούσε να απαγγέλλει το ρόλο του ακατανόητου αντικειμένου, στον οποίο θα πρέπει, παρά τη θέλησή μας ν΄ αφοσιωθούμε. Το πραγματικό πρόβλημα του τύπου της σχέσης που η σημερινή κοινωνία πρέπει να εγκαθιδρύσει με τις κατηγορίες που αυτή η ίδια μέχρι τώρα έχει αυτόματα αποκλείσει, αναβάλλεται για μιαν ακόμα φορά: συγκαλυμμένο και καταπιεσμένο από μια σειρά περιθωριακές λύσεις, που περιορίζονται ν΄ αποσπούν την προσοχή από το κέντρο του προβλήματος. Με ποιο τρόπο η κατασκευή νέων ψυχιατρικών νοσοκομείων θα μπορούσε να επιδράσει στη μέθοδο, που εφαρμόζεται όλο και πιο επιστημονικά, της βίας, η οποία χαρακτηρίζει κάθε τύπο σχέσης στη σημερινή μας κοινωνία;

Αν αναλύσουμε την καριέρα του ψυχικά ασθενή, ως την πιο προφανή έκφραση του αποκλεισμένου, μπορούμε ν΄ αναγνωρίσουμε πώς, πολύ πριν από τη νοσηλεία του στο ψυχιατρικό νοσοκομείο, αυτός είναι το αντικείμενο μιας συστηματικής βίας που τον αναγκάζει να περιορίσει το χώρο του, μέχρι πλήρους εκμηδένισής του. Το οικογενειακό και κοινωνικό μας σύστημα φαίνεται εξειδικευμένο στην πρώιμη ανάδειξη (όταν δεν μιλάμε για απευθείας δημιουργία) των αδυνάτων, πάνω στους οποίους επικεντρώνεται η επιθετικότητα όλων. Σχεδόν κάθε οικογενειακή ομάδα έχει τον αποδιοπομπαίο της τράγο, που, κατά καιρούς, καταλήγει στο ψυχιατρείο ως «άνθρωπος που υπερβάλει». Και, τότε, το ψυχιατρείο σπεύδει να επικυρώσει επιστημονικά τη δική του σημασία της «υπερβολής», αρνούμενο σ΄ αυτόν ακόμα και την επίφαση ενός ρόλου και ανάγοντας τον σε καθαρό αντικείμενο: ένα σώμα.

Γιατί, αν όχι για να διατηρήσει αυτόν τον καθησυχαστικό ρόλο του ασθενή ως αντικειμένου, το ψυχιατρικό ίδρυμα εγκαθιδρύθηκε πάνω στην καταστολή, την αυθαίρετη επιβολή, την καταπίεση και την κατάχρηση που εκτείνονται από τη διάγνωση, στην ένταξη σ΄.ένα ψυχοπαθολογικό πλαίσιο, στην ακούσια νοσηλεία, μέχρις όλες τις μορφές της βίας και του αποκλεισμού; Ο ψυχίατρος έχει την εξουσία να ορίσει την συμπεριφορά του ασθενή με τα ψυχοπαθολογικά σχήματα που του αρέσουν περισσότερο. Εχει, επομένως, τη δυνατότητα να δικαιολογήσει την επιθετικότητα του με την αναγκαιότητα - απέναντι στις υπερβολές της αρρώστιας –ενός θεραπευτικού ελέγχου, πού πάει ‘από τα σκληρά στα μαλακά’, ανάλογα με την υποκειμενική ερμηνεία που θα θελήσει να δώσει στην πραγματικότητα. Αλλά για ποια πραγματικότητα μιλάμε αν, στην πράξη, αυτό που υπάρχει είναι μια άρρωστη πραγματικότητα, η οποία είναι, πρωτίστως, το αποτέλεσμα μιας συμπεριφοράς αποκλεισμού και βίας; Ποιος μπορεί να βεβαιώσει σε ποιο βαθμό τα acting-out του ασθενή συνδέονται με την αρρώστια και σε ποιο βαθμό με τη διαδικασία του αποκλεισμού, της οποίας αυτός είναι συστηματικά το αντικείμενο; Είναι μόνο ο ψυχίατρος που μπορεί ν΄ αναγνωρίσει, ή ν΄ αρνηθεί, ότι συχνά δεν πρόκειται παρά για αντιδράσεις νόμιμες απέναντι σε μια εξουσία που δεν αφήνει ούτε μια εναλλακτική λύση, πέρα από κείνη της ανώμαλης συμπεριφοράς ή της ολοκληρωτικής εκμηδένισης.

Ο παραλληλισμός ανάμεσα στον ψυχίατρο που παράγει καταπίεση και την εξουσία που δημιουργεί σκλαβιά είναι προφανής. Πρόκειται πάντα για το ίδιο πρόβλημα που, πλέον, δεν καταφέρνει να κρύψει την ουσιαστικά πολιτική του σημασία. Σε διάφορα επίπεδα, ο αποκλεισμός συνεχίζει να πραγματώνεται εναλλακτικά είτε ως καθαρός αποκλεισμός, είτε ως ένταξη: ο αποκλεισμένος, ακόμα και σήμερα, σφαγιάζεται, λιμοκτονεί, πραγμοποιείται, καταβροχθίζεται, θυσιάζεται. Η τελική λύση που προτάθηκε από τον Γιάσπερς για την καταστροφή της Κίνας (μια επιχείρηση αλά Τζέιμς Μποντ, με τους κίτρινος «σκλάβους» να πηδάνε στον αέρα σαν τεχνητές φλόγες) είναι άκρως επίκαιρη. Αλλά ταυτόχρονα ο αποκλεισμένος καλείται μ΄ ένα δόλιο τρόπο να συμμετάσχει στην εξουσία (θα είναι οι «λίγοι» που θα τον εκπαιδεύσουν, με τον τρόπο τους, στις ηδονές του «συμποσίου»), χωρίς να του προσφέρεται μια πραγματική εναλλακτική λύση, πέρα από το να είναι δεμένος σ΄ ένα σύστημα που τον έχει ανάγκη για να επιβιώσει.

Ο Τζιάνι Σκάλια βεβαιώνει, με ειρωνικό τρόπο, ότι η βιολογική γένεση της ψυχικής αρρώστιας ανταποκρίνεται στην διατήρηση του βιολογικού είδους των ψυχιάτρων. Πράγμα που σημαίνει ότι η επιστήμη κατασκευάζει τους νόμους που είναι αναγκαίοι για την επιβίωση της εξουσίας (ως εκ τούτου, της ίδιας της δικής της επιβίωσης) και τιμωρεί τους ενόχους αποκλείοντάς τους από τη νόρμα που έχει εγκαθιδρυθεί από αυτήν. Γι΄ αυτό το λόγο, οι κατηγορίες των αποκλεισμένων παραμένουν, μάρτυρες της θέλησης για αποϊστορικοποίηση και απανθρωποποίηση των «πολλών», οι οποίοι – χωρίς να το γνωρίζουν - συμβάλουν στην εξασφάλιση και στην τροφοδότηση της σπανιότητας πάνω στην οποία στηρίζεται η εξουσία.

 

 

 

 

 

Δημοσιεύεται στα Scritti, vol I, Εinaudi, 1981.

Επίσης, στη συλλογή κειμένων του Franco Basaglia ‘L’ utopia della realta’, Einaudi, 2005.

Πρώτη δημοσίευση στο ‘Che fare’, n. 2, Milano, 1967.


 

 

H  Λέρος, ένα νησί στο βόρειο τμήμα της Δωδεκανήσου, χρησιμοποιήθηκε, σ΄ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, όπως πολλές άλλες στην Ελλάδα περιοχές, σαν χώρος ανάσχεσης και αντιρρόπησης των εσωτερικών ταξικών αντιφάσεων της ελληνικής κοινωνίας, ή, άλλως, σαν ένας τόπος εξορίας και συγκέντρωσης των «κοινωνικών αποβλήτων» κάθε είδους. Οι αντιφάσεις αυτές εκδηλώνονται μέσα  στην καθημερινή λειτουργία ενός πολύπλοκου και ανταγωνιστικού κοινωνικού συστήματος – που διαρκώς, από την ίδια του τη φύση, παράγει και αναπαράγει διάφορες  ομάδες αποκλεισμένων, παριών και απόκληρων, επιτελώντας εναντίον τους αυτό που ο Franco Basaglia  ονόμασε “εγκλήματα σε καιρό ειρήνης” (crimini di pace). Ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσιμων ιστορικών καμπών, οι αντιφάσεις αυτές φτάνουν στο σημείο της έκρηξης, όταν η κατεστημένη κοινωνικοοικονομική και πολιτική εξουσία υπερασπίζεται τις βάσεις της αναπαραγωγής της χρησιμοποιώντας κάθε είδους βία απέναντι στον «εσωτερικό εχθρό» – ανάγοντάς τον σε «εξωτερικό», τόσο ως προς τον κοινωνικό ιστό, όσο και σε σχέση με τα ίδια τα εθνικά σύνορα, κι ακόμα, σε κίνδυνο, «μίασμα» και πηγή μόλυνσης του «υγιούς κοινωνικού και εθνικού σώματος».

 

Μια παράδοση, που χάνεται στην ιστορία και τους αιώνες, θέλει πολλά από τα ελληνικά νησιά να είναι οι τόποι επιλογής για την εξορία («εξοστρακισμό» στην αρχαία Ελλάδα) των πολιτικών αντιπάλων, αλλά, στον 20ό αιώνα, και των λεπρών και των τρελών. Μικρά, συνήθως άγονα, πετρώδη και απόμακρα νησιά, προσφέρονται για τον στρατωνισμό και την ασφαλή απομάκρυνση των κάθε είδους αποβλήτων από το οργανωμένο και ελεγχόμενο κοινωνικό σώμα. Τα κλειστά όρια του νησιού, η θάλασσα που παρεμβάλλεται, η ερημιά και η έλλειψη κατοίκων σε ορισμένα από αυτά, η έλλειψη κάθε επικοινωνίας πέρα από αυτή που ελέγχουν απόλυτα οι φύλακες του στρατοπέδου, είναι τα ιδεώδη στοιχεία για την ασφαλή απομόνωση του κινδύνου, για τα σπάσιμο των αντιφρονούντων, την καθυπόταξη και εξουδετέρωση του ψυχικού και ιδεολογικού σθένους και αντίστασης – είναι ο αποτελεσματικός φράκτης και η άμυνα κατά του Αλλου, σαν αλλότριου ή ξένου. Το αφορισμένο από τη θάλασσα νησί είναι πέρα από τα όρια της κατεστημένης κοινωνίας, όχι απλά στην περιφέρεια της πόλης, στις απομονωμένες ζώνες των ορίων μιας κοινωνίας κυριαρχούμενης από την κατεστημένη κανονικότητα, αλλά πολύ πιο μακριά, πέρα από κάθε δυνατότητα πρόσβασης εκατέρωθεν. Υπάρχουν ονόματα με τεράστιο ιστορικό φορτίο, που καμιά μεταμοντέρνα θεώρηση δεν μπορεί ν΄ αποφορτίσει : Ανάφη, Φολέγανδρος, Μακρόνησος, Αη Στράτης, Κύθηρα, Τζιά, Ικαρία, Γυάρος, Λέρος ….Μερικά από αυτά είναι άνυδρες και έρημες πετρώδεις εκτάσεις (Μακρόνησος, Γυάρος) όπου μπορούν να εφαρμοστούν πιο σκληρά «προγράμματα» απομόνωσης, βασανιστηρίων, δολοφονιών κλπ . Σε άλλα υπάρχει κοινωνικός ιστός, υποτυπώδης ή και οργανωμένος ( Ικαρία, Λέρος), όπου οι εξόριστοι είναι είτε φυλακισμένοι σε στρατόπεδο είτε, ανάλογα με την πορεία του γενικού πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων, μπορούν να έχουν κάποιες συναλλαγές με την ντόπια κοινωνία.

 

Εχουμε μπει σε μια περίοδο, όπου μια αδυσώπητη διαλεκτική έκανε έτσι ώστε, η «πτώση του τείχους», το 1989, να είναι η αφετηρία όχι της κατεδάφισης και άλλων, αλλά, αντίθετα, ύψωσης νέων πιο βάρβαρων τειχών, νέων στρατοπέδων συγκέντρωσης και σφαγών μέσα, μάλιστα, στην καρδιά της ίδια της Ευρώπης, μαζικού ξεριζωμού και μετανάστευσης εκατομμυρίων εξαθλιωμένων και λιμοκτονούντων ανθρώπων, μαζικής ανεργίας και εντεινόμενου κοινωνικού αποκλεισμού, καταπίεσης, ρατσισμού, νεοναζισμού και αναγεννημένου δολοφονικού εθνικισμού. Μερικοί σπεύδουν εύκολα να χαρακτηρίσουν τις αλληλοσπαρασσόμενες εθνικές ομάδες σαν τους κύριους υπεύθυνους, σαν τους θύτες. Ν΄ αποδώσουν τις ευθύνες της βίας στους βίαια αποκλεισμένους και πεινασμένους, στις κάθε λογής μειονότητες και μειοψηφίες, στους απόκληρους των νέων γκέτο των μεγαλουπόλεων, στις ρατσιστικά διαχωρισμένες ομάδες κάθε είδους, με τον ίδιο τρόπο που η οργανωμένη κοινωνία κάνει τους τρελούς να πληρώνουν για την τρέλα τους, αποκλείοντάς τους από το κοινωνικό σώμα και καταδικάζοντάς τους στον εγκλεισμό ή στην εγκατάλειψη.

 

Είναι, ωστόσο, φανερό ότι, όπως στην αρχή του και σ΄ όλη τη διάρκειά του, έτσι και στο τέλος του, ο 20ος αιώνας διέπεται από τις  εκδηλώσεις της διαρκούς  κρίσης ενός συστήματος, που ήδη από τη γέννησή του έθετε συγκεκριμένες μορφές οριοθέτησης, αλλοτρίωσης, αντικειμενοποίησης και πραγμοποίησης του ανθρώπου, μορφές που στην εποχή μας απέκτησαν ένα διαδοχικά όλο και πιο καταστροφικό και θηριώδη χαρακτήρα, φτάνοντας μέχρι την οργανωμένη μαζική εξόντωση και την γενοκτονία. Πρόκειται για  μια ανταγωνιστικά διαρθρωμένη κοινωνική οργάνωση, που, αν και πέρασε από διάφορες  φάσεις εξέλιξης, δεν έπαψε ποτέ να θεωρεί την ελευθερία, όπως έγραψε ο Καρλ Μάρξ στο «Εβραϊκό ζήτημα» (1843), σαν … «το δικαίωμα να κάνει  κανείς οτιδήποτε δεν βλάπτει τον άλλο. Τα όρια μέσα στα οποία μπορεί κανείς να κινηθεί, δίχως να βλάψει τον άλλο, είναι καθορισμένα από το νόμο, όπως ακριβώς τα όρια δύο στρατοπέδων προσδιορίζονται από έναν πασσαλίσκο. Πρόκειται για την ελευθερία του ανθρώπου σαν απομονωμένης μονάδας, κλεισμένης στον εαυτό της….Το δικαίωμα του ανθρώπου, η ελευθερία, δεν επαφίεται στις σχέσεις του με τον άνθρωπο, αλλά μάλλον στον χωρισμό του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Είναι το δικαίωμα αυτού του χωρισμού, το δικαίωμα του ανθρώπου που αρκείται στον εαυτό του». Και παρακάτω : «Η πρακτική εφαρμογή του δικαιώματος της ελευθερίας είναι το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας»…που «είναι το δικαίωμα του εγωισμού. Αυτή η ατομική ελευθερία, με την εφαρμογή της, αποτελεί την βάση της αστικής κοινωνίας. Κάνει τον άνθρωπο να βλέπει στον άνθρωπο όχι την  πραγματοποίηση, αλλά μάλλον τον περιορισμό της ελευθερίας του»(οππ).

 

Αυτός ο «χωρισμός» των ανθρώπων, σαν απομονωμένων μονάδων, που οριοθετούν τον ατομικό τους χώρο με τον «πασσαλίσκο», είναι η ρίζα του αποκλεισμού και του ρατσισμού, μέσα σ΄ ένα ιστορικά συγκεκριμένο κοινωνικό σύστημα, που βλέπει το «δικαίωμα της ελευθερίας» ταυτισμένο με την ατομική ιδιοκτησία (των μέσων παραγωγής). Αυτός ο θεωρητικός πυρήνας μπορεί ν΄ αποτελέσει μια πολύτιμη αφετηρία για μια προσέγγιση στο ζήτημα που μας απασχολεί.

 

Πρέπει να προσθέσουμε, σ΄ αυτό το σημείο, ότι οι  πρακτικές, στις οποίες θ΄ αναφερθούμε, αφορούν αυτό που ο Gilles Deleuze, ακολουθώντας τον   Michel  Foulkault, ονόμασε “πειθαρχικές κοινωνίες”,  μορφές κοινωνικής οργάνωσης που διαδέχθηκαν, το 18ο-19ο αιώνα, τις “κοινωνίες της κυριαρχίας” και που, στις μέρες μας, δίνουν τη θέση τους στις “κοινωνίες του ελέγχου”. Οι “πειθαρχικές κοινωνίες”  οργάνωσαν τους μεγάλους χώρους του εγκλεισμού, όπου το άτομο δεν σταματά να περνά από τον ένα κλειστό χώρο στον άλλο, που καθένας τους είναι εφοδιασμένος με τους δικούς του κανόνες και νόμους : οικογένεια, σχολείο, στρατός, εργοστάσιο, νοσοκομείο/ψυχιατρείο, φυλακή. Σ΄ αυτή την οπτική, στο εργοστάσιο φαίνεται καλλίτερα, σύμφωνα με τον Foucault, το ιδανικό πρότυπο του χώρου του εγκλεισμού: συγκέντρωση, καταμερισμός στο χώρο, οργάνωση του χρόνου, συγκρότηση, μέσα στο χώρο και το χρόνο, μιας παραγωγικής δύναμης, της οποίας το συνολικό αποτέλεσμα πρέπει να υπερτερεί των επιμέρους δυνάμεων. Αλλά, όπως σημειώνει ο Deleuze, βρισκόμαστε, από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σε μια γενικευμένη κρίση των πειθαρχικών κοινωνιών, σε μια κρίση όλων των χώρων εγκλεισμού. Ολες οι εξαγγελίες αναμόρφωσής τους δεν είναι παρά «διαχείριση των αγωνιών τους και διατήρηση απασχολημένου του πλήθους μέχρι την εγκατάσταση των  νέων δυνάμεων που κρούουν τη θύρα». Είναι οι «κοινωνίες του ελέγχου» που έρχονται ν΄ αντικαταστήσουν τις «πειθαρχικές κοινωνίες», με τις υπερταχείες μορφές ελέγχου στον ανοιχτό χώρο, που αναπληρώνουν τις παλιές πειθαρχικές λειτουργίες σ΄ ένα κλειστό σύστημα. Η κρίση του ασύλου ως χώρου εγκλεισμού έχει δώσει γέννηση στις κοινοτικές και τομεοποιημένες υπηρεσίες, σε διάφορες μορφές μερικής νοσηλείας ή νοσηλείας κατ΄ οίκον, χωρίς να είναι πάντα σίγουρο ότι, εκ προοιμίου και εξ ορισμού, αυτές οι μορφές σηματοδοτούν ένα βήμα μπροστά στην ελευθερία και δεν μπορούν, αντίθετα, κάτω από ορισμένες συνθήκες και τρόπους διαχείρισης, ν΄ αποτελέσουν μηχανισμούς ελέγχου εξίσου σκληρούς με αυτούς του εγκλεισμού. Δεν πρόκειται, φυσικά, για μιαν αυτόματη μετάβαση από τη μια μορφή στην άλλη. Προς το παρόν το σύστημα φαίνεται ότι χρησιμοποιεί, ως αλληλοσυμπληρούμενες, μεθόδους και από τις δύο ιστορικές μορφές χειραγώγησης – και πειθαρχικές μορφές εγκλεισμού  και ανοιχτές μορφές κοινωνικού ελέγχου. Το ψυχιατρείο, ο εγκλεισμός και η εξορία εξακολουθούν ν΄ αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των πρακτικών της εξουσίας για χειραγώγηση της υποκειμενικότητας. Γι΄ αυτό και η αναφορά στην ιστορία της εξορίας και εγκλεισμού των ψυχικά πασχόντων στην Ελλάδα τις προηγούμενες δεκαετίες και ειδικότερα στη νήσο Λέρο, από το 1958 έως το 1982, εξακολουθεί να έχει επίκαιρη σημασία, κυρίως για την εξαγωγή συμπερασμάτων για την ουσία των ψυχιατρικών πρακτικών, που εξακολουθούν, κατά την γνώμη μας, να ασκούνται, διεθνώς, ακόμη και σήμερα, με παρόμοιες ή με διαφορετικές και πιο καμουφλαρισμένες μορφές.

 

Επιπλέον, η ιστορία της Λέρου και των ιδρυμάτων της είναι μια ευκαιρία να παρατηρήσει κανείς την κοινή μοίρα της εξορίας του αποκλεισμένου και έγκλειστου ψυχασθενή και του φυλακισμένου και έγκλειστου πολιτικού κρατούμενου. Οι διαφορές ανάμεσα στις δύο ομάδες είναι, βέβαια, μεγάλες και ως εκ τούτου κάθε απλοποιητική προσέγγιση εξαιρετικά επικίνδυνη. Γιατί, ενώ ο πολιτικός κρατούμενος ορθώνει μιαν ενεργητική αντίσταση και πάλη και έχει συνείδηση της θέσης και του ρόλου του στην σύγκρουση με την κατεστημένη εξουσία, που τον αποκλείει και τον καταδιώκει ( και αυτή η συνειδητοποίηση  και ενεργητική αντίσταση συμβαίνει βαθμιαία με όλες τις καταπιεσμένες και αποκλεισμένες ομάδες ), ο μόνος που δεν είναι, συνήθως, σε θέση, όπως έγραψε ο Franco Basaglia («Ένα πρόβλημα της ιδρυματικής ψυχιατρικής. Ο αποκλεισμός ως έννοια κοινωνικο-ψυχιατρική»), ν΄ αντιληφθεί, λόγω της κατάστασης που βρίσκεται, σε ποιο βαθμό ευθύνεται, για τον αποκλεισμό του, η αρρώστια  και σε ποιο βαθμό η περιθωριοποίηση που του επέβαλλε η κοινωνία, είναι ο ψυχασθενής. Στην αδυναμία του να μάθει μέχρι που φτάνει η αρρώστια του  βρίσκεται όλο το κοινωνικό δράμα της οδύνης του ψυχικά πάσχοντα. Ο ψυχασθενής βιώνει ένα διπλό αποκλεισμό - που βρίσκεται στη βάση της ψύχωσής του - αφενός από την πραγματικότητα και αφετέρου από την κοινωνία. Η «εξέγερσή» του, στο βαθμό που συμβαίνει απέναντι στην καταθλιπτική εξουσία των διαπλεκόμενων θεσμών, εκφράζεται με την οδύνη τη «αρρώστιας», αντιμετωπίζεται, από την κρατούσα εξουσία και τον κρατούντα Λόγο, σαν αρρώστια και βιώνεται σαν ήττα και συντριβή.

 

Υπάρχουν, ωστόσο, μερικές διαδικασίες, ορισμένοι συμβολισμοί και συχνά η μεταχείριση, που παρουσιάζουν εκπληκτική αναλογία ή και ομοιότητα ανάμεσα στις δύο αυτές αποκλειόμενες, συχνά καταδιωκόμενες και έγκλειστες ομάδες.

 

Για να γίνει αυτό κατανοητό, πρέπει να δούμε τις ανθρωπολογικές και κοινωνικές ρίζες του αποκλεισμού και της εξορίας. Η διαδικασία της «εξορίας» ξεκινάει τη στιγμή που ο άνθρωπος αντικειμενοποιεί ένα κομμάτι του εαυτού του, που δεν μπορεί να ελέγξει, που το φοβάται και που το αποδίδει (προβάλλει) στον «Αλλο», τον οποίο, επίσης,  αντικειμενοποιεί και εξορίζει (είναι η σχέση των ανθρώπων που περιγράφεται παραπάνω, σαν εγωιστικών μονάδων, κλεισμένων στον εαυτό τους ).  Ο «Αλλος» μπορεί να είναι ένα άτομο, μία ομάδα, μια μειονότητα, μια μειοψηφία. Η διαδικασία του αποκλεισμού έχει την πηγή της στις διεργασίες που εκτυλίσσονται όταν εκδηλώνεται η αδυναμία ή η άρνηση του ανθρώπου ν΄ αναλάβει τις  ευθύνες της αυθεντικής  ελευθερίας του σαν κοινωνικού ανθρώπου, μέσα σ΄ ολόκληρη την ιστορική διαδρομή των ταξικών κοινωνιών και πάνω στη βάση των προσδιορισμών που ασκεί η συγκεκριμένη κάθε φορά κοινωνική διάρθρωση. Ο αποκλεισμός λαμβάνει νέες πρωτοφανείς μορφές μέσα σ΄ ένα  αλλοτριωμένο και αλλοτριωτικό σύστημα κοινωνικών σχέσεων, όπως είναι το καπιταλιστικό σύστημα. Οσο περισσότερο οι αλλοτριωτικές αυτές σχέσεις  κατακτούν την κοινωνία και τον κόσμο, μέσω της «παγκοσμιοποίησης» του κεφαλαίου και της αγοράς, τόσο περισσότερο εντείνονται και πολλαπλασιάζονται οι αντιφάσεις και οι κοινωνικές και υπαρξιακές συνέπειές τους, ο αποκλεισμός στις διάφορες μορφές του. Ο αποκλεισμός, δηλαδή, του εαυτού από τον εαυτό και ο αποκλεισμός του «άλλου», προσδιορίζεται, αλληλεπιδρά και αγκυροβολεί σ΄ ένα σύστημα κοινωνικών σχέσεων, που δομικά στηρίζεται στο διαχωρισμό και τον αποκλεισμό κοινωνικών ομάδων και τάξεων. Δηλαδή, ένα σύστημα που μπορεί ν΄ αναπαράγεται σαν τέτοιο μόνο στο βαθμό που αναπαράγει το διαχωρισμό, τη διάκριση, τον αποκλεισμό σε διαρκώς διευρυνόμενη κλίμακα.

 

Η κλασσική ψυχιατρική, που γεννήθηκε το 19ο αιώνα, παράλληλα με τις θεραπευτικές της επιδιώξεις και σε διαρκή σύγκρουση με αυτές, προσφέρθηκε ν΄ αποτελεί μηχανισμό κοινωνικής πειθάρχισης, στην υπηρεσία των κρατικών μηχανισμών που πρόκυψαν από τις αστικές επαναστάσεις στην Ευρώπη. Η ψυχιατρική που βασίζεται στο θετικιστικό ιατρικό μοντέλο για την  αρρώστια, εμβολιάστηκε για την οικοδόμηση  των εννοιών και των κατηγοριών της και στην άσκηση των πρακτικών της, από τις θεωρίες της εποχής, της «αρρώστιας ως εκφυλισμού» καθώς και του «κοινωνικού δαρβινισμού», που έπαιξαν  κεντρικό ρόλο  στην θεώρησή της για τον ψυχικά πάσχοντα ως μιας κατώτερης, επικίνδυνης και εκφυλισμένης εκδοχής της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτές οι θεωρίες, αναγεννημένες και στηριζόμενες σε μια μονόπλευρη και αναγωγιστική εκδοχή της σύγχρονης βιολογικής και γονιδιακής έρευνας, εξακολουθούν να μπολιάζουν την ψυχιατρική και στην σημερινή νεοθετικιστική της εκδοχή, ανανεώνοντας την χρησιμότητά τους στην άσκηση της κοινωνικής πειθάρχισης και ελέγχου : με τον εγκλεισμό αυτών που καταστρέφονται και απορρίπτονται από τον παραγωγικό κύκλο, με τις θεωρίες του «ανίατου» και την θεραπευτική εγκατάλειψη, με την υπεράσπιση του Νόμου και της Τάξης, της κατεστημένης Κανονικότητας και του κυριαρχούντος Λόγου, όπως αυτός ορίζεται και επιβάλλεται από τις κυρίαρχες κοινωνικές τάξεις. Υπάρχει μια λεπτή κλωστή, λοιπόν, που, ξεκινώντας από τις κοινωνικές και ανθρωπολογικές  ρίζες του αποκλεισμού του «Αλλου» και με την μεσολάβηση  των θεωριών του οργανικού εκφυλισμού και της συνεπαγόμενης κατωτερότητας και των διαχωριστικών πρακτικών, καταλήγει σε πρακτικές που κυμαίνονται από τον εγκλεισμό στην θεραπευτική και κοινωνική εγκατάλειψη και από τις πρακτικές της πειθάρχισης και της συμμόρφωσης, στη στείρωση, στην ευθανασία και στην μαζική εξόντωση των ναζιστικών στρατοπέδων.

Η επικρατούσα  βιολογική ψυχιατρική, αλλά και κάθε προσέγγιση, ψυχολογική ή άλλη, που βασίζεται σε μιαν αντίληψη της ψυχικής αρρώστιας σαν  οντότητας απομονωμένης από την ύπαρξη του ανθρώπου και την κοινωνία, δεν μπορεί ν΄ αποφύγει να διεκπεραιώνει ένα, ακόμα, διπλό αποκλεισμό : από τη μια αποκλείει τον ψυχικά πάσχοντα από οποιαδήποτε δυνατότητα  κατανοησιμότητας της τρυκιμισμένης ύπαρξής του και των βιωμάτων του,  με την αναγωγή της οδύνης του σε συμπτώματα, που αντιστοιχούν σε «οντοποιημένες» ομαδοποιήσεις συμπτωμάτων, βάσει των κριτηρίων των ταξινομικών συστημάτων. Από την άλλη, επικυρώνει την απομάκρυνσή του από την κοινωνία.

 

Με τις διωκτικές αρχές του κράτους, που καταδιώκουν τον πολιτικά μαχόμενο, η ψυχιατρική αυτή μοιράζεται : την ανάλογη επιδίωξη της κοινωνικής προστασίας και της διατήρησης του νόμου και της τάξης από κάθε επιβουλή, παρέκκλιση, μη κανονική ή αντικανονική συμπεριφορά, κίνδυνο στην ατομική ιδιοκτησία, προσβολή στα ήθη, ανατρεπτική προβολή της διαφορετικότητας – είτε σαν ατομικής εκκεντρικής συμπεριφοράς, είτε σαν προβολή ενός εναλλακτικού και οργανωμένου μοντέλου αναδιοργάνωσης της κοινωνίας κλπ.

 

Είναι χαρακτηριστικό ότι στην δεκαετία του 50 και του 60, στην Ελλάδα, οι αριστεροί και οι κομμουνιστές ονομάζονταν από το τότε επίσημο κράτος «μιάσματα», δηλαδή άνθρωποι και ιδέες που μολύνουν, επικίνδυνες, που έπρεπε ν΄ αποκλειστούν από τον κοινωνικό ιστό και το κράτος και να παραμείνουν στα μετεμφυλιοπολεμικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και τόπους εξορίας. Οι χαρακτηρισμοί αυτοί κάνουν επίκληση σ΄ όλους τους πρωτόγονους φόβους, δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις σχετικά με το «άλλο» σαν «ξένο», αλλότριο, επικίνδυνο και δαιμονικό.

 

 Ηταν η περίοδος μετά τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα (1944-1949), που αποτέλεσε συνέχεια του επαναστατικού αγώνα της αντίστασης κατά της φασιστικής και ναζιστικής κατοχής. Σ΄ αυτό τον εμφύλιο πόλεμο, το κομμουνιστικό κίνημα οδηγήθηκε στην ήττα που είχε σαν συνέπεια την επιβολή της  θηριώδους  διακυβέρνησης των νικητών.

 

Χιλιάδες αντάρτες κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και βασανίστηκαν μέχρι θανάτου. Σε άλλους επιβλήθηκε μια σκληρή πολιτική ταπείνωσης και ηθικής και πολιτικής εξόντωσης, μέσα από τον εγκλεισμό, της «εθνικής αποκατάστασης» της προσωπικότητάς τους και των πεποιθήσεών τους, με βάση τις αξίες της πατρίδας, της οικογένειας, της θρησκείας και της ατομικής ιδιοκτησίας. Στο ξερονήσι της Μακρονήσου επιτελέστηκε, από το 1947 και για πολλά χρόνια, ένα μοναδικό στα χρονικά πείραμα «εθνικής μεταμόρφωσης», μέσω εκτελέσεων και πρωτοφανών βασανιστηρίων, ατομικών και ομαδικών, σωματικών και ψυχολογικών, με στόχο την μεταμέλεια, την υπογραφή δήλωσης αποκήρυξης των κομμουνιστικών ιδεών και εν συνεχεία την μετατροπή του «μεταμεληθέντος» σε όργανο επιβολής βασανιστηρίων και καταπίεσης στους πρώην συντρόφους του, που δεν είχαν ακόμη υποκύψει. Η πραγματική «εθνική αναμόρφωση» του εγκλείστου δεν αρκούνταν σε ένα από τα παραπάνω. Τα απαιτούσε όλα.

 

Η Λέρος, τότε, είχε μόλις  (1947) ενωθεί με την Ελλάδα, στα πλαίσια της ενσωμάτωσης της Δωδεκανήσου, μετά από 50, περίπου, χρόνια ιταλικής κατοχής. Για πολλά χρόνια πριν το 1947, η Λέρος είχε χρησιμοποιηθεί από το φασιστικό ιταλικό καθεστώς σαν μια μεγάλη ναυτική βάση (λόγω των σημαντικών φυσικών λιμανιών που διαθέτει), όπου διατηρούνταν μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις (πάνω από 7000 στρατός). Ο στρατός αυτός κατοχής και οι ανάγκες του έδωσαν μεγάλη ώθηση σε μιαν οικονομία εξαρτημένη από  τις δραστηριότητες και την ζωή των καταχτητών στο νησί ( κυρίως εμπορικές δραστηριότητες και οικοδομικές εργασίες).

 

Το 1949, σε τμήμα των εγκαταλελειμμένων ιταλικών στρατώνων, ιδρύονται οι λεγόμενες «βασιλικές τεχνικές σχολές», που ήταν κέντρο εθνικής διαπαιδαγώγησης νεαρών ανταρτών και  παιδιών που, για ποικίλους λόγους, βρέθηκαν, μέσα στον εμφύλιο πόλεμο, χωρίς οικογένεια.

Εκτός από την εκμάθηση κάποιας τέχνης για μελλοντική επαγγελματική απασχόληση, γινόταν κυρίως προσπάθεια ιδεολογικής και πολιτικής προσαρμογής στο όνομα του τότε επίσημου δόγματος, που ήταν ο αντικομμουνισμός. Περίπου 5000 νέοι πέρασαν από τις σχολές αυτές της Λέρου, ζώντας σε συνθήκες στρατοπεδικές, ενώ 200 περίπου άτομα από τον ντόπιο πληθυσμό εργάζονταν σαν εκπαιδευτές στις διάφορες τέχνες και για τη συντήρηση των σχολών. Η λειτουργία τους κράτησε, με φθίνουσα πορεία, μέχρι το 1960 – λέγεται ότι ανάμεσα στους ανταρτόπαιδες είχαν μεταφερθεί και μερικοί ποινικοί κρατούμενοι για «ειδική μεταχείριση».

 

Καθώς η οικονομία του νησιού είχε μπει σε κρίση μετά την Ενωση με την Ελλάδα και καθώς σε όλη τη χώρα υπήρχε οικονομική δυσπραγία και έλειψη επενδύσεων, έγινε προσπάθεια από πολιτικούς που εκλέγονταν βουλευτές στην περιφέρεια της Δωδεκανήσου (κυρίως  ο Π. Κωτιάδης, υπουργός, τότε, Εμπορικής Ναυτιλίας στην κυβέρνηση της ΕΡΕ) να αδραχτεί η ευκαιρία, που πρόκυπτε εκείνη την  περίοδο από την ανάγκη του ψυχιατρικού συστήματος (υπουργός Υγείας ο Κ. Ψαρέας) να αποσυμφορήσει τα υπάρχοντα ψυχιατρεία. Το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου και του εμφυλίου πολέμου που τον ακολούθησε στην Ελλάδα, βρήκε τα ψυχιατρεία μ΄ ένα εξαιρετικά πλεονάζοντα  αριθμό εγκλείστων (Δαφνί, Δρομοκαϊτειο, ψυχιατρείο Θεσσαλονίκης, κλπ), όπου συνωστίζονταν  3-4 έγκλειστοι πάνω σ΄ ένα κρεβάτι σε ορισμένες περιπτώσεις. Στην πραγματικότητα, η αθλιότητα του ασύλου της Λέρου, που δημιούργησαν, δεν ήταν παρά εξαγωγή της αθλιότητας που υπήρχε σε όλα τα υπόλοιπα ψυχιατρεία.

 

Όπως γινόταν με τους πολιτικούς κρατούμενους, που φυλακίζονταν σε διάφορα νησιά, είχε ήδη αρχίσει η πρακτική δημιουργίας μικρών αποικιών, όπως ονομάζονταν, ψυχασθενών, που χρησίμευαν για αποσυμφόρηση των υπαρχόντων ψυχιατρείων. Γενικώς, την περίοδο αυτή παρατηρείται μια αυξημένη τάση για ένα τύπο «μεταγωγικής» ( μέσω μεταφορών από το ένα μέρος στο άλλο) διευθέτησης των αδιέξοδων και των αθλιοτήτων της ελληνικής ιδρυματικής ψυχιατρικής. Το 1953 ιδρύεται μια αποικία ψυχοπαθών στον Αγιο Γεώργιο στο Πέραμα της Αττικής, για την αποσυμφόρηση του ψυχιατρείου στο Δαφνί. Την ίδια περίοδο ιδρύεται το Δημόσιο Παιδιατρικό Νευροψυχιατρικό Νοσοκομείο Νταού Πεντέλης (ΔΠΝΝ) και το 1963 το ΠΙΚΠΑ (ΚΕΠΕΠ, τότε) Λέρου, για την αποσυμφόριση του ΔΠΝΝ. Το 1972 ιδρύεται ως αποικία ψυχοπαθών, το νοσοκομείο Πέτρας Ολύμπου για την αποσυμφόρηση του ψυχιατρείου Θεσσαλονίκης. Το 1958 κλείνει η προαναφερθείσα αποικία του Αγίου Γεωργίου και όλοι οι έγκλειστοι μεταφέρονται στην νεοϊδρυθείσα «αποικία της Λέρου». Την ίδια χρονιά κλείνουν μερικά μικρά περιφερειακά άσυλα, όπως το Βέγειο ψυχιατρείο της Κεφαλονιάς, το Σκυλίτσειο Χίου και το άσυλο της Ερμούπολης Σύρου. Οι τρόφιμοί τους πρέπει να μεταφέρθηκαν στην Λέρο.

 

Μπροστά στο πρόβλημα της αθλιότητας της ιδρυματικής ψυχιατρικής στην Ελλάδα μεταπολεμικά, η απάντηση  κρατούσας  ψυχιατρικής και Κράτους φαίνεται ότι ανάγεται σε μια διοικητική διευθέτηση,  ύστερα από διαχωρισμό της μάζας των τροφίμων βάσει κριτηρίων (βλέπε παρακάτω) και απομάκρυνση αυτών που δεν τα πληρούν, με απλή μεταγωγή σε νέο πιο απομονωμένο τόπο εγκλεισμού. Αυτή η κρατική, διοικητική διευθέτηση αρέσκεται να πιστεύει ότι αντιγράφει την παράδοση των αγροτικών αποικιών στη Γερμανία (Η. Simon), ενώ πιο άμεση για την δημιουργία του ψυχιατρείου της Λέρου, φαίνεται ότι ήταν η επιρροή του Ελβετού ψυχιάτρου  Repond, που διηύθυνε ο ίδιος μιαν αγροτική αποικία. Η επίκληση της δημιουργίας αγροτικής αποικίας (ανεξάρτητα από την ορθότητά της ακόμα και αν παρθεί “τοις μετρητοίς”) δεν ήταν παρά το “φύλλο συκής” της πιο γιγάντιας μεταφοράς, στην πιο ακραία εξορία, πάνω από 4000 ψυχικά πασχόντων και ατόμων με διανοητική καθυστέρηση, από όλα τα ψυχιατρεία της χώρας, με βασικά κριτήρια  το “ανίατο” και την έλειψη επισκεπτηρίου για δύο αρχικά και για ένο χρόνο στην συνέχεια της επιχείρησης.

 

Η ίδρυση της  Αποικίας Ψυχοπαθών στην Λέρο ήταν μια φτηνή λύση για το κράτος και τους ψυχιατρικούς του συμβούλους γιατί είχαν στην διάθεσή τους τους εγκαταλελειμμένους ιταλικούς στρατώνες, άσχετα αν οι εγκαταστάσεις ήταν ακατάλληλες ακόμα και για ζώα. Δεν χρειάστηκαν παρά οι υπογραφές των υπεύθυνων ψυχιάτρων-θεραπόντων στα διάφορα ψυχιατρεία της χώρας και το στρίμωγμα εκατοντάδων, κάθε φορά, ανίδεων εγκλείστων, μέσα σε αρματαγωγά του πολεμικού ναυτικού, με  ένα αριθμό πάνω στο στήθος - που ανταποκρινόταν σ΄ ένα όνομα πάνω σ΄ ένα χαρτί – και το ξεφόρτωμα σε μια Λέρο, που στην αρχή είχε ετοιμάσει υποδοχή, αλλά εξακολουθούσε να είναι αμήχανη και ανίδεη για τι το  επρόκειτο ν΄ ακολουθήσει, όσον αφορά την εξάρτηση του νησιού από το ίδρυμα, που έμελλε να πάρει γιγαντιαίες διαστάσεις. Γιατί εκτός από μια φτηνή λύση για τις ανάγκες των πειθαρχικών πρακτικών του κράτους, ήταν και μια εύκολη απάντηση στο ζήτημα της απασχόλησης των κατοίκων.

 

Μερικοί από τους καρφιτσωμένους αριθμούς στο στήθος των μεταφερομένων χάθηκαν στο δρόμο και μέχρι σήμερα μερικοί στο ψυχιατρείο της Λέρου δεν έχουν όνομα. Είναι η πορεία από τον αρχικό αποκλεισμό του ψυχικά πάσχοντα και την αντικειμενοποίησή του σε μιαν αφηρημένη αρρώστια, αποκομμένη από την κοινωνική του ύπαρξη, που διαμέσου  της ιδρυματικής εκμηδένισης και απανθρωποποίησής του καταλήγει στον ουσιαστικό  ψυχικό, υπαρξιακό και  κοινωνικό του θάνατο, μέσα σε μια ζωώδη κατάσταση και μεταχείριση. Εχοντας την ευκαιρία να δουλεύουμε όλα αυτά τα χρόνια για το μετασχηματισμό του ψυχιατρείου (αρχικά μέσα από την υλοποίηση των συγχρηματοδοτούμενων από την ΕΕ προγραμμάτων μεταρρύθμισης του ψυχιατρείου) ήταν εκπληκτικό να διαπιστώνουμε, μέρα με τη μέρα, την προσωπική δύναμη και αντίσταση και τα ανθρώπινα αποθέματα, που κράτησε ο καθένας από τους εγκλείστους βαθειά μέσα του, παρ΄ όλη την ιδρυματική βία που υπέστη και που έγινε δυνατό να εκφραστούν, όταν τους δόθηκε η ευκαιρία και η ελευθερία.

 

Δεν υπάρχει, ίσως, πιο απλός και καθαρός χαρακτηρισμός για το τι ήταν στο βάθος η  επιχείρηση μεταφοράς χιλιάδων ασθενών στη Λέρο, από την δήλωση, πριν από χρόνια, ψυχιάτρου, που εργαζόταν στο ψυχιατρείο : “ Εμείς τους αγαπήσαμε και τους περιθάλψαμε τους ασθενείς. Επί Χίτλερ θα τους είχαν κάνει σαπούνι…”. Ηταν, πράγματι, αυτή η μαζική εξορία αντίστοιχη με  την αντιμετώπιση αυτών που αποκλήθηκαν “ζωές ανάξιες να ζουν” και οδηγήθηκαν στα χιτλερικά στρατόπεδα  και στη μαζική εξόντωση στους θαλάμους των αερίων.

 

Η δικτατορία των συνταγματαρχών, το 1967, είναι μια απεγνωσμένη προσπάθεια για την διατήρηση και ισχυροποίηση του μετεμφυλιοπολεμικού κράτους, απέναντι σ΄ ένα λαϊκό κίνημα που είχε, από τα μέσα της δεκαετίας του 60, αρχίσει να ξεπερνάει τις συνέπειες της ήττας Εκφράζει την βαθειά κρίση αυτού του κράτους, αποτελεί σ΄ όλη τη διάρκειά της, παρά τον τυραννικό της χαρακτήρα, ένα καθεστώς κρίσης, κι΄ αυτό φαίνεται με την κατάρρευσή της, το 1974, που συνοδεύεται με την κατεδάφιση του μετεμφυλιοπολεμικού κράτους και την κατάκτηση σημαντικών, αν και επισφαλών, δημοκρατικών ελευθεριών.

 

Στην διάρκεια της δικτατορίας, από τον Απρίλιο του 1967 έως τον Ιούλιο του 1974, η Λέρος, μετά την Γυάρο, γίνεται ξανά ένας τόπος στρατοπέδων συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων, αντίπαλων της δικτατορίας, κυρίως αριστερών. Περίπου 4000 πολιτικοί κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στην Λέρο (κυρίως από την Γυάρο) από τον Σεπτέμβριο του 1967. Εζησαν εκεί για τέσερα περίπου χρόνια, μέχρι το 1971, μέσα σε δύο στρατόπεδα, στο Λακκί και στο Παρθένι. Το στρατόπεδο του Λακκίου στεγάστηκε σε δύο μεγάλα μισογκρεμισμένα κτίρια, στην περιοχή του Αγίου Γεωργίου Λεπίδων, όπου παλιά είχαν λειτουργήσει οι βασιλικές τεχνικές σχολές. Σ΄ ένα από αυτά τα κτίρια στεγάστηκε, αργότερα, το 1985, το περίπτερο 16 του ψυχιατρείου, το γνωστό σαν το περίπτερο των “γυμνών”, που αποτέλεσε και την πέτρα του σκανδάλου, που ξέσπασε και δημιούργησε την αντίστροφη μέτρηση για την δημιουργία των συνθηκών για την παρέμβαση για την ριζική αλλαγή που ακολούθησε μετά το 1990.

 

Αυτή τη φορά, πολιτικοί κρατούμενοι και έγκλειστοι ψυχασθενείς κατοικούν σε γειτονικούς χώρους στα Λέπιδα (παραπλεύρως στο Λακκί). Τους χωρίζει ένα συρματόπλεγμα. Πίσω από κάθε πλευρά του, οι δύο ομάδες ασφυκτιούν φυλακισμένες.

 

Υπάρχει μια μικρή, αλλά χαρακτηριστική αναφορά στο αφήγημα ενός πολιτικού κρατούμενου στο στρατόπεδο Λακκίου ( από τις σπάνιες, δυστυχώς, που υπάρχουν σε παρόμοια αφηγήματα πολιτικών εξορίστων για την “κοινή εξορία”), που εκφράζει τις εντυπώσεις από τη γειτονία:

“…Στη συνέχεια πετύχαμε πρωινό μπάνιο στη θάλασσα, υπό φρούρηση χωροφυλάκων, ολόγυρα με πολυβόλα και αυτόματα. Το μπάνιο γινόταν κοντά στο “κέντρο ανιάτων ψυχοπαθών Λέρου”. Τα κτίρια των τραγικών αυτών ανθρώπων, οι οποίοι ανέχονταν στους χίλιους, ήταν περιφραγμένα με  γερά συρματοπλέγματα. Σαν περνούσαμε από δίπλα τους με συνοδεία, τρέχαν μερικοί στο σύρμα και ζητούσαν τσιγάρα.. Αλλοι πάλι έβριζαν τους χωροφύλακες. Ορισμένοι εξόριστοι αναγνώρισαν συμπατριώτες τους, παλιούς πολιτικούς κρατούμενους, οι οποίοι στο παρελθόν βασανίστηκαν και τρελάθηκαν. Μήπως και τώρα δεν μας απειλούν τα πορωμένα όργανα της χούντας ότι θα έχουμε την ίδια τύχη με τους διπλανούς; ( εννοώντας τους δυστυχισμένους ψυχοπαθείς)”.(Κώστας Παπανικολάου «Με τις λόγχες στα πλευρά»)

 

Πράγματι, οι περισσότεροι από τους εγκλείστους ψυχοπαθείς  στην Λέρο είχαν αρρωστήσει για πρώτη φορά  την δεκαετία του 40, μια δεκαετία που ξεκίνησε με τον ελληνοιταλικό πόλεμο στην Αλβανία, συνεχίστηκε με την γερμανική κατοχή και τέλειωσε με τον εμφύλιο πόλεμο, που ακολουθήθηκε με εκτελέσεις, δολοφονίες, στρατόπεδα συγκέντρωσης.

 

Ένα άλλο σημαντικό κεφάλαιο, που αποτελεί παρενέργεια των επιλογών της κεντρικής εξουσίας για χρήση της Λέρου σαν τόπο εξορίας και ιδρυμάτων, είναι η ανάπτυξη της “ιδρυματικής οικονομίας.” Τα οικονομικά συμφέροντα που δημιουργούνται, πρώτα μέσα από την ανάληψη των προμηθειών του ψυχιατρείου και εν συνεχεία της τροφοδοσίας του στρατοπέδου των πολιτικών κρατουμένων για τέσσερα χρόνια, οδήγησαν στην δημιουργία μιας τέτοιας κατάστασης, που έκανε ικανούς ορισμένους κύκλους μεγάλων συμφερόντων του νησιού να διαμαρτυρηθούν, όταν η στρατιωτική δικτατορία έδωσε μερική αμνηστεία το 1971 και διέλυσε το στρατόπεδο της Λέρου ( απελευθερώνοντας ορισμένους, δίνοντας σε άλλους το καθεστώς της ελεύθερης διαμονής στο νησί υπό περιορισμό, όμως, σ΄ αυτό, και μεταφέροντας άλλους σε άλλα στρατόπεδα ). Οι κύκλοι αυτοί ζήτησαν επίσημα να μείνουν οι πολιτικοί κρατούμενοι στη Λέρο…

 

Η εξάρτηση της οικονομίας του νησιού από τα ιδρύματα – και σήμερα από το ψυχιατρείο – είχε σημαντικές συνέπειες όχι μόνο στην κοινωνικοοικονομική ζωή και την απασχόληση στο νησί, αλλά και στην διαμόρφωση της κουλτούρας και της ταυτότητας των κατοίκων. Δεκαετίες απασχόλησης στην υπηρεσία των “ιδρυμάτων της βίας”, δεν ήταν δυνατόν να μην επηρεάσουν βαθειά την νοοτροπία και τις προσδοκίες  των κατοίκων. Είναι οι σύνθετες διαδικασίες του κοινωνικού αποκλεισμού στο επίπεδο όλης της ελληνικής κοινωνίας, ένας ορισμένος τρόπος άσκησης της ψυχιατρικής ( το παράδειγμα της  θετικιστικής, ταξινομητικής ψυχιατρικής) και ένας τρόπος άσκησης της πολιτικής εξουσίας, που τα αποτελέσματά τους φορτώθηκαν πάνω στη νησιώτικη τοπική κοινωνία. Οι πολύπλευρες δυνατότητες και παραδόσεις ενός όμορφου νησιού ακρωτηριάστηκαν για πολλές δεκαετίες.

 

Από το 1989 μέχρι το 1995 έγιναν σοβαρές παρεμβάσεις και υλοποιήθηκαν στο ψυχιατρείο της Λέρου προγράμματα χρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Ενωση, που άλλαξαν ριζικά την κατάσταση και την ζωή των εγκλείστων. Πάνω από εκατό “ασθενείς”  ζουν τώρα σε κανονικά διαμερίσματα μέσα στην κοινότητα της Λέρου και πολλοί άλλοι σε ξενώνες και διαμερίσματα σε διάφορες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας. Το περίπτερο των “γυμνών”, το γνωστό “16”, έχει κλείσει από το 1994 και πολλοί από αυτούς ζουν τώρα σε εξωνοσοκομειακά διαμερίσματα. Το 1996 έκλεισε το περίπτερο 11, το μεγαλύτερο απ΄ όλα, ύστερα από μια βαθμιαία διαδικασία που κράτησε έξη χρόνια. Ολοι οι τρόφιμοι του 11ου ζουν τώρα σε εξωνοσοκομειακά διαμερίσματα ή μικρές ενδονοσοκομειακές κατοικίες. Συνολικά, σε όλο το ΚΘΛ, εκτός από τα εξωνοσοκομειακά διαμερίσματα, η μεγάλη πλειονότητα των ασθενών ζει τώρα σε μικρές δομές- κατοικίες στο χώρο ιδιοκτησίας του ψυχιατρείου. Η έννοια και η πρακτική των δικαιωμάτων των ασθενών ή πρώην ασθενών, ως πολιτών, ήρθε για πρώτη φορά στο προσκήνιο. Βέβαια και ο επανενταγμένος ένοικος του ομαδικού διαμερίσματος παραμένει ένας φτωχός πολίτης, που δεν έχει ακόμα κατοχυρωμένα όλα τα δικαιώματα του πολίτη, για τον οποίο γίνεται προσπάθεια να ενσωματωθεί πραγματικά μέσα στην σημερινή κοινωνία – μια κοινωνία που, όσο και αν έχει αλλάξει, παραμένει η ίδια και μάλλον έχει επιδεινωθεί, στις βασικές της παραμέτρους: τις ταξικές, ανταγωνιστικές σχέσεις, τις ρατσιστικές διακρίσεις, τις αέναες διαδικασίες του κοινωνικού αποκλεισμού ολοένα και περισσότερων ομάδων, τη φτώχια και την ανεργία. Η μεταρρύθμιση κινδυνεύει να μετατραπεί σε απλή εικόνα, πίσω  από την οποία δίνεται η δυνατότητα ν΄ αναπαράγονται οι παλιές πρακτικές και με τις νέες δομές να μη μπορούν να ξεπεράσουν την λειτουργία τους σαν εξαρτημάτων του ιδρυματικού μηχανισμού, χωρίς ουσιαστική αυτονομία, αποκέντρωση,  προσωπικές παροχές και αξιοπρεπές εισόδημα στους  ενοίκους για να ξεπεράσουν την κατάσταση (status) του “τρόφιμου μέσα στην κοινότητα”.

 

Είναι σίγουρο, παρ΄ όλα αυτά, ότι η ζωή των ανθρώπων έχει  αλλάξει. Δεν είναι, όμως, εξίσου, σίγουρο, ότι το έγκλημα που διαπράχτηκε τα προηγούμενα χρόνια κατά χιλιάδων ανθρώπων, έχει πραγματικά κατανοηθεί και ότι έχουν βγει τα αναγκαία μαθήματα. Ιδιαίτερα όσον αφορά την ψυχιατρική: το επικρατούν επιστημολογικό της παράδειγμα και τη συμμετοχή της σε  πρακτικές  πειθάρχισης και κοινωνικού ελέγχου. Πάνω απ΄όλα, οι ίδιοι οι  έγκλειστοι δεν είναι πρόθυμοι να ξεχάσουν. Αντίθετα, η επαφή τους με την κοινωνία, με το δίκτυο των κοινωνικών συναλλαγών, δραστηριοποιεί τη μνήμη. Τους κάνει να θυμούνται. Να θυμούνται και να νοσταλγούν. Να νοσταλγούν και να επιθυμούν. Να επιθυμούν και να είναι ανικανοποίητοι.

 

Πολλοί αισθάνονται ότι και στο διαμέρισμα είναι εξόριστοι. Θυμούνται το σπίτι τους, θυμούνται τη ζωή που έχασαν. Η έξοδος από το ψυχιατρείο δεν δραστηριοποιεί απλώς τη μνήμη, αλλά,  συχνά, μιαν οδυνηρή μνήμη. Από τον εγκλεισμό και τον ψυχικό και υπαρξιακό θάνατο, από την έλλειψη κάθε ελπίδας, στην ελευθερία, την αναγέννηση της ελπίδας, στη νοσταλγία, στην επιθυμία, στη βίωση των αφόρητων κοινωνικών αντιφάσεων (που για δεκαετίες είχαν “λυθεί” με την ισοπεδωτική δράση της ταφόπετρας του ασύλου). Το αίσθημα του “εξόριστου”, αυτού που ζει “ελεύθερος” πάνω σ΄ ένα νησί, από το οποίο επιθυμεί, αλλά δεν μπορεί να φύγει, κυρίως γιατί δεν έχει που να πάει, αυτό το αίσθημα του “ξεριζωμένου”, θέτει υπό αμφισβήτηση την ίδια την νεοαποχτημένη ελευθερία. Ανάλογη είναι η εξορία αυτού που φυτοζωεί στα κράσπεδα του  οργανωμένου κοινωνικού ιστού. Που και πότε τελειώνει η εξορία; Η “φυλακή” που βιώνει κανείς μέσα στην κοινωνία μπορεί, μερικές φορές, να είναι πιο οδυνηρή και πιο ασφυκτική. Ωστόσο, ο βαθμός συνειδητοποίησης των κοινωνικών αντιφάσεων και της θέσης του καθενός μέσα σ΄ αυτές είναι, έστω και με ένα οδυνηρό τρόπο, πιο υψηλός.

 

Το ζήτημα που θέτουν, εξ αντικειμένου, οι έγκλειστοι και οι πρώην έγκλειστοι  της Λέρου (πρώην έγκλειστοι κάθε είδους) είναι  πώς ξεπερνιέται η εξορία. Πως  αναλαμβάνει κανείς τις ευθύνες του και την ελευθερία του, σαν υποκείμενο, ατομικό και συλλογικό, στην διαδικασία ενός κοινωνικού μετασχηματισμού, που δεν θα έχει, πλέον, ανάγκη από στρατόπεδα “κοινωνικών αποβλήτων”. Πώς οικοδομούνται οι όροι για μια μετάβαση πέρα από την κοινωνική οργάνωση και αντίληψη που  βλέπει την ελευθερία του ενός να τελειώνει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου και να πραγματώνεται εγωϊστικά, εις βάρος της ελευθερίας του άλλου (απαιτώντας, για την κοινωνική συμβίωση, τον διαχωριστικό “πασσαλίσκο” – πάντα τοποθετημένο όπου συμφέρει τους ισχυρούς), Τι χρειάζεται να γίνει για το πέρασμα σε κοινωνικούς όρους όπου, αντίθετα, η πραγμάτωση της ελευθερία του καθενός θα αποτελεί προϋπόθεση της πραγμάτωσης της ελευθερίας καθενός άλλου. Κατά την γνώμη μας, μόνο μια τέτοια δομή του Κοινωνικού Είναι, που του επιτρέπει να έχει αυτή την αντίληψη σαν κανονιστική του αρχή, μπορεί ν΄ ακυρώσει και να  ξεπεράσει τις διαδικασίες του αποκλεισμού και της εξορίας.

 

 

Αναφορές

 

1. Κ. Μαρξ : «Το εβραϊκό ζήτημα», εκδ. Progress Publishers, Μόσχα, 1975.

2. Franco Basaglia : «Ενα πρόβλημα της ιδρυματικής ψυχιατρικής. Ο αποκλεισμός ως έννοια κοινωνικο-ψυχιατρική».Scritti, vol. I.

3. Αννα Εμμανουηλίδου : «Το ψυχιατρείο της Λέρου. Οι εργαζόμενοι στη διαδικασία του μετασχηματισμού». Θεσσαλονίκη 1995.

4. Θ. Μεγαλοοικονόμου : « Η Λέρος ως ζωντανή αμφισβήτηση της κλασσικής ψυχιατρικής». Τετράδια Ψυχιατρικής, Νο 28-29.

5. Κώστας Παπανικολάου : « Με τα λόγχες στα πλευρά. Γυάρος-Λέρος 1967-71. Εκδ. σύγχρονη εποχή, 1980.

6. Μαρία Μητροσύλλη : «Νομική και Κοινωνική θέση των ασθενών στο ΚΘ Λέρου». Ερευνα που χρηματοδοτήθηκε από τη ΕΕ, 1995.

7. Κώστας Μπαϊρακτάρης : «Ψυχική υγεία και Κοινωνική Παρέμβαση». Εναλλακτικές εκδόσεις, 1994.

8. G. Deleuse : «Η κοινωνία του ελέγχου». Εκδ. Ελευθεριακή Κουλτούρα.

 

1996

 

 

 

Θ. Μεγαλοοικονόμου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

9ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ 2-4 Ιουνίου 2004

Ξενώνες «Σεμέλη», «Μετάβαση», «Αμάλθεια»

Οικοτροφεία «Ιρις», «Οδύσσεια» ΨΝΑ

 

 


 

 

Το 1988, ένας υφυπουργός Υγείας είχε δηλώσει για το σκανδαλώδες, τότε, πρόβλημα της Λέρου : «την λύση θα την δώσει ο καλός θεούλης» (εννοούσε, με το θάνατο των εγκλείστων).

 

Το 2004, ένας υφυπουργός Δημόσιας Τάξης δηλώνει : «δεν σημασία πού θα πεθάνει ένας τοξικομανής, στη Αθήνα, στη Γλυφάδα ή στην Κόρινθο» (δηλαδή, σημασία έχει απλώς να πεθάνει!…).

 

Στα δεκαέξη χρόνια που μεσολάβησαν, με όλη την εναλλαγή των κυβερνήσεων, ο «πολιτισμός» της εξουσίας, στις ουσιαστικές του παραμέτρους, δεν έχει αλλάξει.

 

Μπορεί η Λέρος να «άλλαξε», με τους έγκλειστους να διαψεύδουν πλήρως τις θεωρίες και πρακτικές περί «ανιάτου», που, διαχρονικά, οπλίζουν με επιστημονικοφανή επιχειρήματα, τις πρακτικές του κοινωνικού αποκλεισμού και του εγκλεισμού.

 

Μπορεί πολλοί τοξικομανείς, που δίνουν τον αγώνα της απεξάρτησης, να έχουν αποδείξει ότι η τοξικομανία μπορεί να ξεπεραστεί.

 

Αλλά η ανάγκη της εξουσίας για την διαχείριση και τον κοινωνικό έλεγχο των αποκλεισμένων στρωμάτων του πληθυσμού δεν αλλάζει παρά μορφή και στις μέρες μας αποχτά πρωτοφανώς σκληρά χαρακτηριστικά.

 

Η παγκόσμια οικονομική κρίση οδηγεί σε πανομοιότυπες περιοριστικές πολιτικές σε κάθε χώρα, που το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η μαζική παραγωγή κοινωνικού πόνου για όλο και μεγαλύτερα στρώματα του πληθυσμού. Ο ψυχικός πόνος τρέφεται από τον κοινωνικό πόνο : είναι γι΄ αυτό που, σύμφωνα με τον Π.Ο.Υ, η κατάθλιψη γίνεται, στα χρόνια που ζούμε, η δεύτερη αιτία θανάτου στον κόσμο.

 

Αυτός η περίσσια ψυχικού πόνου δεν είναι, σε τελευταία ανάλυση, παρά αναπάντητες κοινωνικές ανάγκες, οι ανάγκες των πολλών, που «πλεονάζουν», είναι εκτός των προδιαγραφών των επικρατουσών πολιτικών - μέσα σε μια κοινωνία, που δεν έχει χώρο και δεν αναγνωρίζει παρά μόνο το «άτομο» και μάλιστα «το άτομο που κατέχει όλο και περισσότερο πλούτο».

 

Η ορατή μορφή του κοινωνικού / ψυχικού πόνου είναι οι χιλιάδες των αστέγων, των επαιτών, των παράνομων μεταναστών και των προσφύγων, των τοξικομανών, που πεθαίνουν αβοήθητοι, των παιδιών των φαναριών, των καταναγκαστικά εκδιδόμενων γυναικών «εισαγωγής» (που δεν έχουν άλλη «οδό διαφυγής» από την αυτοκτονία), των κάθε είδους διαφορετικών που γίνονται αντικείμενο ρατσιστικών διακρίσεων και

αποκλεισμού.

 

Και όπως παλιά, την εποχή που το ψυχιατρείο της Λέρου ήταν στόχος διεθνούς διασυρμού, υπήρχε στην είσοδο του ψυχιατρείου μια επιγραφή που έλεγε «Αγαπάτε τους ασθενείς», έτσι και τώρα, οι επίσημες δηλώσεις περί ενδιαφέροντος για τοξικομανείς, ψυχικά πάσχοντες και άλλους αποκλεισμένους διαψεύδονται από τις πολιτικές που ακολουθούνται στην πράξη, οι οποίες λειτουργούν στην τελείως αντίθετη κατεύθυνση.

 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περιβόητη «κοινωνική επανένταξη» των ψυχικά

πασχόντων, που γίνεται χωρίς θέσεις εργασίας, χωρίς δυνατότητες κατάρτισης και απασχόλησης, χωρίς εξασφάλιση στοιχειώδους εισοδήματος (ακόμα και ένα επίδομα που αρχικά δόθηκε, το «θεραπευτικό κίνητρο», τώρα έχει περίπου καταργηθεί λόγω «έλλειψης κονδυλίων»).

 

Όταν η «ψυχιατρική μεταρρύθμιση», που έχει εξαγγελθεί, δεν ανάγεται παρά στην άλλη όψη της «μη μεταρρύθμισης». Όταν για τις νέες γενιές των ψυχικά πασχόντων, ιδιαίτερα των προερχόμενων από πιο φτωχά στρώματα, η θέση σ΄ ένα τμήμα χρόνιας παραμονής του ψυχιατρείου (ο εγκλεισμός) κινδυνεύει, όλο και περισσότερο, ν΄ αντικαθίσταται από μια θέση στο πεζοδρόμιο ή την πλατεία (είναι απροσδιόριστος ο αριθμός των άστεγων ψυχικά πασχόντων και πάντως ανέρχονται σε πολλές εκατοντάδες), τότε τα μέσα του κοινωνικού ελέγχου (που παλιότερα εκφράζονταν, στο πεδίο, πχ, της ψυχιατρικής, με την «καταπιεστική προστασία» του ψυχιατρικού ασύλου), γίνονται όλο και πιο κατασταλτικά.

 

Ο «εξωραϊσμός της πόλης», που προωθεί η «Ολυμπιακή σκούπα» κατά των αποκλεισμένων, δεν είναι παρά ο «έλεγχος της πόλης». Οι κοινωνικές ανάγκες  που δεν απαντώνται, αποτελούν μιαν απειλή για τη δεδομένη Κοινωνική Τάξη. Γι΄ αυτό χρειάζεται προληπτικά να ελεγχθούν : με το καινούργιο τρομολάγνο νομικό πλαίσιο, με την εγκαθίδρυση του συστήματος της ασφυκτικής παρακολούθησης της κοινωνικής και ατομικής ζωής του καθενός (κάμερες κλπ), με την γκετοποίηση / εγκλεισμό διαφόρων ομάδων του πληθυσμού.

 

Στη θέση της θεραπείας και της κοινωνικής στήριξης, η κοινωνική εκμηδένιση και η προληπτική καταστολή.

 

Ο κοινωνικός ρατσισμός τρέφεται και πυροδοτείται ακριβώς από αυτές τις πολιτικές των ελίτ, της κοινωνίας και του κράτους, στο βαθμό που προβάλλουν και πρακτικά διεκπεραιώνουν το στιγματισμό κοινωνικών ομάδων ως κοινωνικών σκουπιδιών, κατάλληλων μόνο για γκέτο. Ο ρατσισμός δεν είναι μια «εσφαλμένη αντίληψη», που μπορεί να διορθωθεί με την προβολή και διάδοση ορθολογικών επιχειρημάτων. Παράγεται από την δεδομένη κοινωνική δομή και με όλο το σκοταδιστικό του οπλοστάσιο στερεότυπων και προκαταλήψεων, λειτουργεί για την αναπαραγωγή της δεδομένης κοινωνικής δομής και των συμφερόντων που κυριαρχούν μέσα σ΄ αυτήν.

 

Ετσι, στο πεδίο της ψυχικής υγείας, όσο δεν παράγεται πληθώρα θέσεων εργασίας / κατάρτισης/ απασχόλησης, κατάλληλων για τις συγκεκριμένες ανάγκες καθενός από τους ψυχικά πάσχοντες, όσο δεν εξασφαλίζεται αξιοπρεπές εισόδημα, όσο δεν κατοχυρώνονται τα δικαιώματα της ελεύθερης έκφρασης, του σεβασμού, της αξιοπρέπειας και του κοινωνικού ρόλου των ατόμων με προβλήματα ψυχικής υγείας, δεν μπορεί να υπάρξει μια πραγματική αρχή για την αντιμετώπιση των κοινωνικών στερεότυπων της τρέλας.

 

Η «Ολυμπιακή σκούπα» δεν αφορά, επομένως, μόνο τους Ολυμπιακούς Αγώνες - αφορά μια πολιτική με μακροπρόθεσμες εφαρμογές. Για τους λειτουργούς ψυχικής υγείας, η αντιμετώπιση αυτών των πολιτικών και των εφαρμογών τους πρέπει ν΄ αποτελεί προνομιακό πεδίο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας. Δε μπορεί να υπάρξει πραγματική θεραπευτικότητα ερήμην των θεμελιακών ζητημάτων, που προσδιορίζουν την δική τους τη ζωή, από κοινού με αυτή των ασθενών.

 

Αλλά και για κάθε ενεργό κοινωνικό υποκείμενο, η πρόκληση είναι παρούσα, πιο επείγουσα και απαιτητική από ποτέ : οι ψυχικά πάσχοντες  (όπως και όλοι οι αποκλεισμένοι) αξίζει να ζουν; Είναι «ζωές που αξίζει να ζουν», ή «ζωές ανάξιες να ζουν», όπως θεωρήθηκε κάποτε που οδηγήθηκαν μαζικά στους θαλάμους των αερίων. Κι΄ αν είναι «ζωές που αξίζει να ζουν», τι πρακτικά σημαίνει η αξία αυτή και ποια είναι η προσωπική και κοινωνική συνέπεια αυτής της παραδοχής για τον καθένα από μας ;

 

 

2 Ιουλίου 2004

Νέα του Blog

Το αδύνατο που έγινε δυνατό

20.02.2017 | Slider
Εμφανίσεις: 4157