(Τεργέστη 21 Οκτώβρη 1998 – στρογγυλό τραπέζι για την Λέρο)
Στην εκτίμηση των μετασχηματισμών, συχνά η εικόνα του ποσοτικού μεγέθους της αλλαγής επικαλύπτει ή και θολώνει την σημασία της, το ποιοτικό, δηλαδή, στοιχείο. Πιο εύκολα μένει κανείς στο αποτέλεσμα, στον εντυπωσιασμό από την εικόνα, σε μια ποσοτική εκτίμηση των πραγμάτων, παρά σε μια κατανόηση και ανάλυση της διαδικασίας που οδήγησε στο αποτέλεσμα. Ειδικά για την Λέρο, η δυσκολία να γίνει μια σοβαρή συζήτηση ( μέσα στην επιστημονική κοινότητα, στα πεδία του σχεδιασμού της πολιτικής για την ψυχική υγεία) για την διαδικασία, την μεθοδολογία, για το ποιοτικό στοιχείο, για την ουσία και όχι μόνο για το αποτέλεσμα, για την εικόνα που πρόκυψε, ως ένα αποκομένο «φαίνεσθαι» των πραγμάτων, είναι περισσότερο από προφανής. Το πρόβλημα που προκύπτει από μια τέτοια αντιμετώπιση είναι ότι οι σχεδιασμοί που γίνονται για το άμεσο μέλλον κινδυνεύουν ν΄ αντιγράφουν τις πιο αρνητικές πλευρές των περασμένων εμπειριών, ιδιαίτερα της Λέρου, που έγινε το πεδίο εφαρμογής και δοκιμής ενός "πλουραλισμού" ιδεολογιών, αντιλήψεων και παρεμβάσεων, αντιφατικών και αλληλοσυγκρουόμενων.
Το μέγεθος της αλλαγής στη Λέρο, το αποτέλεσμα, μπορεί πολύ εύκολα να διαπιστωθεί με την απλή σύγκριση του παρόντος με το παρελθόν. Είκοσι διαμερίσματα στην τοπική κοινότητα με 105 ενοίκους, 45, περίπου, μικρές δομές στο χώρο ιδιοκτησίας του ψυχιατρείου, μερικοί συνεταιρισμοί, περισσότερα δικαιώματα, αλλαγμένη ατμόσφαιρα και ζωή των ασθενών. Περί τους 130 πρώην έγκλειστοι μεταφέρθηκαν, στην αρχή της παρέμβασης (το 1991), σε 13 ξενώνες σε διάφορες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Tα μεγέθη αυτά αποκτούν την σημασία τους αν γνωρίζει κανείς την κατάσταση που υπήρχε πριν, τις αντιστάσεις και επίσης το σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα, που διήρκεσε η παρέμβαση, από το 1989 που ξεκίνησε ( και με οργανωμένα, χρηματοδοτούμενα από την ΕΕ, προγράμματα από το 1991) μέχρι τα μέσα του 1995.
Για πολλούς η Λέρος ταυτιζόταν με το αδύνατο της αλλαγής. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, δεν ήταν δυνατός ο μετασχηματισμός, η αποιδρυματοποίηση. Το ίδρυμα έπρεπε μόνο να κλείσει, να καταργηθεί, με κάποιο τρόπο να ξεριζωθεί από το νησί. Οι "ανίατοι" ασθενείς του να μεταφερθούν κάπου αλλού, σε ξενώνες ή σε άλλα ψυχιατρεία. Καμιά αλλαγή νοοτροπίας, καμιά αλλαγή κουλτούρας δεν φαινόταν δυνατή στο νησί το ίδιο. Κανένα δυναμικό αλλαγής δεν φαινόταν να κρύβεται μέσα σ΄ αυτό το ίδρυμα, είτε όσον αφορά τους ασθενείς – νεκρές ψυχές μέσα σε ερειπωμένα σώματα , υπάρξεις εκμηδενισμένες, στο σημείο της μη επιστροφής- είτε όσον αφορά το προσωπικό, που τεχνηέντως του φόρτωναν την ευθύνη για την άθλια κατάσταση. Ειδικά για το προσωπικό φαινόταν αδύνατο ότι μπορούσε να παίξει οποιοδήποτε ρόλο στην διαδικασία της αλλαγής. Επρεπε απλώς να βρει άλλη δουλειά. Ωστόσο, το δυνατό δεν είναι μια υποκειμενική επινόηση του μυαλού μας. Υπάρχει μέσα στο πραγματικό, είναι το εν δυνάμει, που γίνεται εν ενεργεία με την υποκειμενική μας παρέμβαση και πρωτοβουλία. Το δυνατό υπάρχει μέσα στην α – δυνατότητα της τρέχουσας πραγματικότητας, σαν η αντίφαση που την ωθεί στο ξεπέρασμά της.
Η Λέρος βιωνόταν, τότε, ως μια ντροπή για την ελληνική κοινωνία, για την ελληνική ψυχιατρική, σαν εύκολη αφορμή για διεθνή δυσφήμηση και διασυρμό. Βλεπόταν, όμως, ως ένα «λάθος», που έπρεπε να εξαφανιστεί, να σβήσει σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Μια διοικητική λύση (μεταφορές εδώ ή εκεί ) ήταν το μόνο που φαινόταν δυνατό. Αυτή η προσέγγιση στο ζήτημα , μέσα σε συνθήκες αναγκαστικού ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού ( η Ελλάδα έγινε μέλος της ΕΕ το 1980), έκανε ώστε ακόμα και ψυχίατροι, που κάποτε έστελναν ασθενείς, ενήλικες και παιδιά, στην Λέρο, να εμφανίζονται πρωταγωνιστές και δάσκαλοι της «αποιδρυματοποίησής" της, χωρίς αναφορά στο γιατί και το πως του παρελθόντος, στο είδος της ψυχιατρικής που έφτιαξε τη Λέρο, χωρίς καμιά αυτοκριτική.
Αυτός ο τρόπος σκέψης, όσον αφορά στη λύση του προβλήματος, έχει την ίδια μεθοδολογία , τα ίδια προτάγματα, είναι ο ίδιος με αυτόν που δημιούργησε το πρόβλημα. Βλέπει τα πράγματα, τους ανθρώπους, τους θεσμούς, ως αντικείμενα και όχι ως σχέσεις (διαπροσωπικές – διϋποκειμενικές και κοινωνικές σχέσεις – σχέσεις εξουσίας), ως γεγονότα και όχι ως διαδικασίες. Βλέπει μόνο το αποτέλεσμα, το προϊόν, το σύμπτωμα αποχωρισμένο από την αντίφαση της ύπαρξης και από την εγγενή σύνδεσή του με το κοινωνικό. Δεν βλέπει πως πρόκυψε και επομένως πώς μπορεί να ξεπεραστεί. Δεν ενδιαφέρεται για το ξεπέρασμα, για την υπέρβαση. Ενδιαφέρεται μόνο να καταστείλει, να εξαφανίσει το σύμπτωμα (στην ανθρώπινη ύπαρξη ή μέσα στην κοινωνία). Ο άνθρωπος είναι, σ΄ αυτή την οπτική, αντικείμενο διαχείρισης και χειραγώγησης. Δεν μπορεί ποτέ να γίνει υποκείμενο χειραφέτησης. Αυτή η μέθοδος, όπως στην κλινική πρακτική, έτσι και στην αντιμετώπιση των θεσμών κυμαίνεται από την αναπαλαίωση των πρακτικών του εγκλεισμού, μέχρι την μεταφορά αντίστοιχων πρακτικών στην κοινότητα, ως πρακτικών κοινωνικού ελέγχου.
Είναι γι αυτό που εκείνη την περίοδο, ενάντια σε πρακτικές απονοσοκομειοποίησης και ταχύρυθμης διοικητικής μεταφοράς ασθενών από την Λέρο, δώσαμε τόσο μεγάλη σημασία στην Αποιδρυματοποίηση του ψυχιατρείου, ακριβώς γιατί έκφραση της υποκειμενικότητας, αλλαγή της κουλτούρας, απεξάρθρωση του ιδρύματος και πορεία προς την χειραφέτηση, είναι έννοιες και πρακτικές κλειδιά για την υπέρβαση του εγκλεισμού και του αποκλεισμού. Θα δώσουμε περισσότερη έμφαση σε αυτά τα στοιχεία και λιγότερο στις γνωστές συνθήκες, και τις αιτίες τους, που έκαναν δυνατή την παρέμβαση στην Λέρο , καθώς και την όποια αλλαγή έγινε στο σύστημα των ψυχιατρικών υπηρεσιών στη Ελλάδα, μόνο κάτω από το κράτος ισχυρών εξωτερικών πιέσεων.
Σ΄ αυτό το σημείο θέλουμε μόνο να σημειώσουμε την παρανόηση που συχνά γίνεται όταν δίνεται μονόπλευρη έμφαση στο γεγονός ότι η αλλαγή στην Λέρο επιβλήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αυτό είναι φυσικά αλήθεια, και ισχύει για το σύνολο της «ψυχιατρικής μεταρρύθμισης» στην Ελλάδα, αλλά δεν φτάνει για να εξηγήσει αυτό που έγινε και ιδιαίτερα, το πώς έγινε. Είναι αλήθεια ότι ο εκσυγχρονισμός των υπηρεσιών ψυχικής υγείας στην Ελλάδα, στην βάσει του καν. 815/84, πήρε συχνά την μορφή κακοχωνεμένης «μίμησης προτύπου», ή μάλλον πολλαπλών προτύπων, όπως έχει, ιστορικά, γίνει με τον εκσυγχρονισμό σε πολλούς τομείς αυτού του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Χρειάζεται, ωστόσο, να σταθεί, κανείς, κριτικά σε μια μηχανιστική αντίληψη αυτής της διαδικασίας εξωτερικής επιβολής / εξαγωγής και παθητικής εισαγωγής / μίμησης. Όχι μόνο γιατί η κατανόηση της κατάστασης, που σήμερα έχει διαμορφωθεί, απαιτεί την ανάλυση της συγκεκριμένης αλληλεπίδρασης ανάμεσα στα ευρω-πρότυπα και τις εγχώριες συνθήκες, τις δυνάμεις, τις ομάδες και την κουλτούρα τους, αλλά και γιατί η μονομερής έμφαση στην «έξωθεν εισαγόμενη μεταρρύθμιση» υποτιμά τις, έστω μειοψηφικές, δυνάμεις που, στο εσωτερικό των ιδρυμάτων, πάλεψαν στην κατεύθυνση της αποιδρυματοποίησης και της χειραφέτησης των εγκλείστων - όσο κι΄ αν, αναπόφευκτα, το αποτέλεσμα δεν μπορούσε να είναι ολοκληρωμένο και η παλινδρόμηση συχνά αναπόφευκτη. Η μηχανιστική προσέγγιση αδυνατεί, επίσης, να δώσει ικανοποιητική εξήγηση στο γεγονός ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπου συγκρούστηκαν εντονότατα, στο πεδίο της πράξης, διαφορετικές απόψεις, οι αλλαγές πήραν αυτή και όχι άλλη κατεύθυνση. Ότι, πχ στη Λέρο, επιλέχθηκε και επιβλήθηκε η κατεύθυνση των μικρών δομών και της αποϊδρυματοποίησης, αντί για έναν απλό ιδρυματικό εξωραϊσμό (όταν και μεταξύ των ξένων ομάδων «τεχνικών συμβούλων» υπήρχαν ριζικές διαφορές επί του προκειμένου) η πίεση της ΕΕ έπαιξε έναν καθοριστικό ρόλο, αλλά προφανώς όχι τον αποφασιστικό, δηλαδή δεν έφτανε για να κρίνει την μορφή που πήραν τα πράγματα. Αυτή κρίθηκε από τον αγώνα στο εσωτερικό του ψυχιατρείου και στην κοινότητα, από μια συσπείρωση και κινητοποίηση ελληνικών δυνάμεων και διεθνών συμμάχων (συμπεριλαμβανόμενων και ορισμένων στελεχών της ευρωπαϊκής επιτροπής).
Για τις δυνάμεις αυτές και τους σύμμαχούς τους :
1. Το πρόβλημα της Λέρου δεν ήταν μια "ειδική" περίπτωση, αλλά έθετε το ζήτημα των ψυχιατρείων όλης της Ευρώπης. Σαν γέννημα ολόκληρου του ιδρυματικού συστήματος της Ελλάδας, σαν προϊόν και δημιούργημα της Ψυχιατρικής, έθετε το ζήτημα της υπέρβασης όλων των ιδρυμάτων της βίας και του εγκλεισμού και επίσης, το ζήτημα της ψυχιατρικής ως θεσμού, ως θεωρίας, μεθοδολογίας, επιστημολογίας, πρακτικής. Ηταν σ΄ αυτή την λογική που αποκτούσε νόημα η διεθνής συνεργασία και σ΄ αυτό συνίστατο η δύναμή της και, κατά την γνώμη μας, η όποια επιτυχία της. Όχι εθνική περιχαράκωση, από τη μια, ούτε αποικιστική συμπεριφορά από την άλλη, αλλά συνεργασία μέσω αλληλεπίδρασης σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την υπέρβαση του ψυχιατρείου και του εγκλεισμού, μέσω της επερώτησης του κλασσικού παραδείγματος της ψυχιατρικής. Πρέπει εδώ να τονίσω ότι η δουλειά στη Λέρο οφείλει πολλά στην διεθνή συνεργασία ( ιδιαίτερα στη ιταλική ομάδα), στην μεθοδολογία που ακολούθησε και, σ΄ ένα βαθμό, στην πολιτική στήριξη των προσπαθειών.
2. Η επανένταξη 105 πρώην εγκλείστων μέσα στην κοινότητα της Λέρου, η εξέλιξη πολλών από τους ενοίκους των ενδονοσοκομειακών ξενώνων, έδειξε ότι η χρονιότητα και το «ανίατο», είναι η βολική ετικέτα μιας ψυχιατρικής που έχει απεκδυθεί των θεραπευτικών της ευθυνών, αλλά και ένα μέσο ελέγχου, μέσω της επικύρωσης του κοινωνικού αποκλεισμού. Ανθρωποι, που ήταν μεταξύ των «γυμνών» του 16ου περιπτέρου, που περιλαμβάνονται στα videofilms και τα δημοσιεύματα - καταγγελίες του 1989, ζουν τώρα σε ομαδικά διαμερίσματα μέσα στην κοινότητα της Λέρου. Αυτό αποτελεί την πιο αδιάψευστη μαρτυρία του εγκλήματος, που διέπραξε η ψυχιατρική τα προηγούμενα χρόνια, μέσω της εξορίας στη Λέρο, έγκλημα από το οποίο, όπως δείχνουν οι εξελίξεις, δεν φαίνεται να έχει βγάλει τα μαθήματα.
3. Όταν υποβάλλαμε, το 1990, το πρώτο πρόγραμμα για παρέμβαση στο ψυχιατρείο της Λέρου, στα περίπτερα 11 και 16, το σχόλιο από την μεριά των τότε ιθυνόντων στο υπουργείο ήταν ότι επρόκειτο για "διακήρυξη των δικαιωμάτων των ασθενών" και όχι για ένα "τεχνοκρατικά οργανωμένο πρόγραμμα". Αυτό που τότε διατυπώσαμε στο πρόγραμμα, μη έχοντας, οφείλουμε να πούμε, τότε ακόμα μια καθαρή άποψη για την σχέση Αποκατάστασης και δικαιωμάτων του πολίτη, αποδείχτηκε ότι ήταν ότι ήταν ο δρόμος, η μέθοδος, το κατευθυντήριο νήμα των συλλογικών προσπαθειών που έφεραν τον μετασχηματισμό.
4. Η παρέμβαση στο ΚΘΛ, παρά τους περιορισμούς και τα ασφυκτικά πλαίσια μέσα στα οποία αφέθηκε εν τέλει να ξεκινήσει, συνδέθηκε όχι μόνο με την διεθνή εμπειρία , αλλά και με προηγούμενες εθνικές εμπειρίες, όπως αυτή του ΨΝ Θεσσαλονίκης, μ΄ ένα έμπρακτο τρόπο. Με προσωπικό, κάποια στιγμή, και εθελοντές στη συνέχεια, η Θεσσαλονίκη αντιπροσώπευε, τότε, την συνειδητή πάλη για συνέχεια, σε εθνική κλίμακα, για την Αποιδρυματοποίηση και το ξεπέρασμα του ψυχιατρείου. Εκτοτε αυτή η συνέχεια διακόπηκε. Μετά το τέλος των προγραμμάτων του καν. ΕΕ 815/84, αφενός δεν λήφθηκε έγκαιρα πρόνοια για την εξασφάλιση της συνέχειας στην Λέρο και αφετέρου, δεν έγινε τίποτα, σε επίσημο επίπεδο, για καταγραφή, και αξιολόγηση της δουλειάς, που έγινε και για την οργανωμένη και δημιουργική επίδρασή της σε άλλα ψυχιατρεία. Αυτό θέτει ένα ερώτημα σχετικά με τον σημερινό σχεδιασμό για το μέλλον των ψυχιατρικών ιδρυμάτων και την οργάνωση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας στην Ελλάδα : θα επεξεργαστεί πιο πολύ, αυτός ο σχεδιασμός, και θ΄ αναπτύξει διαδικασίες που ευοδώνουν τον μετασχηματισμό, την αλλαγή κουλτούρας, την αποιδρυματοποίηση ως υπέρβαση ψυχιατρείου και ψυχιατρικής, με τον "ασθενή" στο κέντρο, ως υποκείμενο δικαιωμάτων και υποκείμενο της αλλαγής, ή θα αρθρωθεί στην λογική της διοικητικής μεταφοράς "στους τόπους καταγωγής", ως απλή αλλαγή στη μορφή της διαχείρισης, όπου το "εντός" και το "εκτός", δεν εκφράζουν μιαν αλλαγή στην ποιότητα, αλλά απλή μεταφορά του χώρου άσκησης των ίδιων ιδρυματικών πρακτικών;
Η παρέμβαση στη Λέρο θεωρούνταν τότε, το 1989-90, ότι δεν μπορούσε να νοηθεί, αν επρόκειτο να έχει μια χειραφετητική σημασία, παρά ως ο καταλύτης της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στην Ελλάδα. Αυτό δεν συνέβη. ΄Η μάλλον πήρε την εξής μορφή : έδειξε ότι η Αποιδρυματοποίηση είναι δυνατή και ότι, αν έγινε δυνατό να προχωρήσει στη Λέρο, μπορεί να προχωρήσει σε κάθε ψυχιατρείο.
5. Ο μετασχηματισμός και η Αποιδρυματοποίηση στη Λέρο έγιναν στη βάση μιας μεγάλης πολιτιστικής αλλαγής, μέσα και έξω από το ψυχιατρείο. Μέχρι την περίοδο που ξεκίνησαν οι συντονισμένες προσπάθειες, το προσωπικό εθεωρείτο ανεπίδεκτο προς αλλαγή, η τοπική κοινωνία ένας αμετάθετος φράκτης. Πράγματι, η ιδρυματική οικονομία, τα κατεστημένα τοπικά συμφέροντα, οι ισχυρές πελατειακές σχέσεις, ο τρόπος διαχείρισης του ψυχιατρείου, φαινόταν να γελοιοποιούν εκ των προτέρων κάθε υπαινιγμό για αλλαγή κουλτούρας και αποτελούσαν ορισμένα από τα βασικά επιχειρήματα της διοικητικής προσέγγισης του ζητήματος της Λέρου.
Ωστόσο, αυτό που φαινόταν σαν ένας συμπαγής και αδιαπέραστος φράκτης, διαπερνιόταν από τις δικές του αντιφάσεις, είχε τα δικά του αδύνατα σημεία. Το πρώτο ήταν ότι το ίδιο το προσωπικό, παρά τις αναπόφευκτες και εύλογες αντιστάσεις, δεν μπορούσε το ίδιο να υποφέρει την άθλια κατάσταση. Δεν μπορούσε να συνεχίσει να φέρει πάνω του το στίγμα του φύλακα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης – όσο κι΄ αν αυτό το στίγμα ανήκε, στην πραγματικότητα, στην επίσημη ψυχιατρική και στο κράτος. Αλλά και ολόκληρη η τοπική κοινωνία, που μεγάλο μέρος της αποτελεί το προσωπικό του ψυχιατρείου, ενδιαφερόταν να εξαλείψει το στίγμα, που η ιστορική του καταγωγή χανόταν σε μια ολόκληρη διαδρομή διαδοχικών εγκλεισμών διαφόρων ομάδων εξόριστων στο νησί. Οσο κι αν ο εγκαθιδρυμένος τρόπος απομύζησης του ψυχιατρείου από τα κατεστημένα συμφέροντα αισθάνθηκε απειλημένος από τις διαδικασίες της Αποιδρυματοποίησης - στο βαθμό που αυτές έθεταν σε προτεραιότητα την υποκειμενικότητα και τα δικαιώματα του εγκλείστου, ανοίγοντας πόλεμο στις μαζικές αγορές και προάγοντας την απαίτηση της ποιότητας των ειδών - υπήρξαν πολλοί δίαυλοι που ανοίχτηκαν από την αλληλεπίδραση των διαδικασιών της Αποιδρυματοποίησης στο ΚΘΛ με τις αντιφάσεις της τοπικής κοινότητας. Υπήρξε, το 1991, μια κρίσιμη στιγμή, όπου η τοπική κοινωνία αποφάσισε ότι ήταν προτιμότερο να δεχτεί στους κόλπους της τους πρώην εγκλείστους ως ισότιμους πολίτες, παρά να διακινδυνεύσει ανεξέλεγκτες διαδικασίες εκρίζωσής του ιδρύματος, που θα απειλούσαν τις δουλειές του μεγαλύτερου μέρους του ενεργού πληθυσμού. Οι κίνδυνοι αυτοί διαφάνηκαν όταν υλοποιούνταν το πρόγραμμα της ταχείας αποσυμφόρησης του ψυχιατρείου και της μεταφοράς μιας ομάδας ασθενών ( κατόπιν επιλογής των πιο "λειτουργικών") σε ξενώνες στην ηπειρωτική Ελλάδα. Πόσο πραγματική ήταν αυτή η απειλή; Μπορούσαν το κράτος, οι ομάδες των μη κερδοσκοπικών εταιρειών, που χρηματοδότησε από κοινού με την ΕΕ, να συνεχίσουν την "αποσυμφόρηση" του ψυχιατρείου; Αν κρίνουμε από την συνέχεια, όταν παρά τις εκκλήσεις της ΕΕ και τις αιτήσεις από το ίδιο το ΚΘΛ, υπήρξε κατηγορηματική εκδήλωση αδυναμίας ή κατάφωρη άρνηση να συνεχιστεί η διαδικασία αποσυμφόρησης της Λέρου (αντ΄ αυτής προτιμήθηκαν ασθενείς από άλλα ψυχιατρεία για να καλύψουν τις θέσεις των ξενώνων, που είχαν χρηματοδοτηθεί για ασθενείς της Λέρου), δεν υπήρχε καμιά πρόθεση, ούτε ( δοσμένης της κουλτούρας των λειτουργών, της -μη- υπάρχουσας πολιτικής ψυχικής υγείας και των - μη -διατιθέμενων πόρων) δυνατότητα για να αποσυμφορηθεί περαιτέρω το ψυχιατρείο της Λέρου από φορείς εκτός Λέρου, ακόμα κι αν τίποτα άλλο δεν γινόταν πάνω στο ίδιο το νησί. Μήπως η τοπική κοινωνία λειτούργησε στη βάση της υπερεξόγκωσης ενός φανταστικού κινδύνου να "χάσει το ψυχιατρείο" και έτσι αποδέχτηκε την επανένταξη των ασθενών; Συμβαίνει συχνά η φαντασιωσική επεξεργασία δεδομένων της πραγματικότητας μέσα στην τοπική κοινωνία, αλλά ποτέ δεν διαρκεί τόσο ώστε να καθορίσει μακροπρόθεσμα τη στάση της και τη συνείδησή της για βασικά ζητήματα. Η αποδοχή πρόκυψε μέσα από μια πολύπλοκη διαλεκτική στοιχείων και διεργασιών όπως : η αφόρητη κοινωνικά κατάσταση να είναι η τοπική κοινωνία διαρκώς και δυσφημιστικά στο κέντρο της εθνικής και της διεθνούς προσοχής, οι εξωτερικές πιέσεις για αλλαγή (σ΄ αυτά τα πλαίσια, η σύνδεση των αλλαγών στο ψυχιατρείο με την δυνατότητα να επωφεληθούν - δεν ρωτάμε εδώ ποιος να επωφεληθεί - από προγράμματα περιφερειακής ανάπτυξης), η βαθμιαία εισαγωγή μιας νέας κουλτούρας, από μεταρρυθμιστικές ομάδες μέσα από το ψυχιατρείο, που έθετε στο κέντρο τα δικαιώματα των ψυχικά πασχόντων, από κοινού με τον πρωταγωνιστικό ρόλο του προσωπικού και ακόμα η βαθμιαία συνειδητοποίηση ότι για την διατήρηση της θέσης εργασίας, για την διασφάλιση των εμπορικών συμφερόντων, δεν ήταν πια αναγκαίο να είναι ο ασθενής έγκλειστος. Η θέση εργασίας διατηρούνταν με την παροχή υπηρεσίας στο διαμέρισμα, ο εμπορικός τζίρος φάνηκε ότι όχι μόνο διατηρούνταν , αλλά αυξανόταν με την μετατροπή του έγκλειστου σε πολίτη εισοδηματία και καταναλωτή (των κονδυλίων του 815, της σύνταξης, του εισοδήματος από το συνεταιρισμό κλπ), η ενοικίαση, από το ΚΘΛ, των δομών με υψηλά ενοίκια, ο εξοπλισμός και η συντήρησή τους αποτέλεσε νέα πηγή εισοδημάτων για την τοπική κοινωνία. Σημαντικό ρόλο έπαιξε ακόμα το γεγονός ότι τα εξωνοσοκομειακά διαμερίσματα λειτούργησαν με τρόπο ώστε να δημιουργούν το μίνιμουμ (έως καθόλου) της "κοινωνικής ενόχλησης". Η αλληλεπίδραση αυτών των παραγόντων βοήθησε να γίνουν πρακτικά βήματα αλλαγής μ΄ ένα θετικό τρόπο, παρόλο που, συχνά, ιδιαίτερα στην αρχή, το θετικό πρακτικό βήμα διεξαγόταν μέσω μιας αρνητικής, αμυντικής συνείδησης. Αλλά και σ΄ αυτό το περιορισμένο κοινωνικό πεδίο, της αποιδρυματοποίησης σ΄ ένα μικρό νησί, επιβεβαιώνεται ο νομοτελειακός χαρακτήρας κάθε κοινωνικού μετασχηματισμού, όπου στην διαλεκτική σχέση κοινωνική συνείδησης - κοινωνικής πράξης, είναι η πράξη πού έχει τον πρωταρχικό ρόλο και οδηγεί, τελικά, στην αλλαγή της συνείδησης.
Είναι αυτά που έκαναν δυνατή την επανένταξη, στους κόλπους της τοπικής κοινωνίας, ενός αριθμού εγκλείστων χωρίς προηγούμενο στα ελληνικά χρονικά
Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι μετασχηματίσθηκε το νησί ως προς την κοινωνική του δομή. Σημαίνει, όμως, ότι αν ο αποκλεισμός είναι μια δυναμική, συγκρουσιακή διαδικασία, η κοινωνική επανένταξη είναι, επίσης, μια εξίσου δυναμική διαδικασία και ότι οι έγκλειστοι έχουν το δικαίωμα να βρεθούν τουλάχιστον στο ίδιο πεδίο των κοινωνικών συναλλαγών, πάνω στο οποίο όλοι οι πολίτες μάχονται για την υπεράσπιση και την διεύρυνση των δικαιωμάτων τους μέσα στο δοσμένο Κοινωνικό Είναι. Αυτός ο αγώνας για την υπέρβαση του αποκλεισμού, τόσο ως κοινωνικής διεργασίας, όσο και ως μιας ορισμένης ψυχιατρικής πρακτικής, είναι το καίριο ζήτημα στην Αποιδρυματοποίηση και είναι, ταυτόχρονα, καθαυτός φορέας αλλαγής κουλτούρας, ενώ ταυτόχρονα αμφισβητεί την ίδια την δομή του «δοσμένου Κοινωνικού Είναι», που, ως τέτοια, παράγει τον αποκλεισμό.
6. Η Αποιδρυματοποίηση στο ψυχιατρείο της Λέρου ανακόπηκε στα μέσα του 1995, όταν τερματίστηκαν οι χρηματοδοτήσεις μέσω των προγραμμάτων του καν. ΕΕ 815/84. Ηταν μια στιγμή κορύφωσης των προσπαθειών και των διαδικασιών που ήρθε, έτσι, σ΄ ένα απότομο τέλος. Πολλά πράγματα μόλις είχαν ξεκινήσει και έμεναν μετέωρα. Αλλα, που μόλις είχαν ολοκληρωθεί, δεν μπόρεσαν να σταθεροποιηθούν. Το ειδικευμένο προσωπικό της παρέμβασης αποχώρησε μετά από λίγο, ενώ οι ξένες ομάδες είχαν ήδη αποχωρήσει. Οι νέες δομές έμειναν χωρίς επίσημο, νομικό καθεστώς, χωρίς αυτονομία, εξαρτήματα του ιδρύματος. Η δομή του ψυχιατρείου άλλαξε, τα μεγάλα τμήματα καταργήθηκαν σχεδόν όλα και έχουν αντικατασταθεί από μικρές στεγαστικές δομές των 10 κατά μέσον όρο ατόμων. Η αποκεντρωμένη δομή, όμως δεν ακολουθήθηκε από αποκεντρωμένη διαχείριση. Η νοσοκομειακή οργάνωση και οι κάθε είδους θεσμικές ιεραρχίες διατηρήθηκαν και, όσο περνάει ο καιρός, και στο βαθμό που η δυναμική της παρέμβασης έχει αδυνατίσει, κάνουν πιο αισθητή την ασφυκτική και ιδρυματοποιητική λειτουργία τους. Το ψυχιατρείο παρέμεινε ψυχιατρείο, αν και με μια ριζικά νέα εικόνα. Η μεγάλη κατάκτηση, που παραμένει, είναι η πολιτιστική αλλαγή σε μια μεγάλη μερίδα του μόνιμου προσωπικού, που προσπαθεί, μέσα σε μύριες δυσκολίες, να κρατήσει μερικά από τα κέρδη των προηγούμενων χρόνων, παρέχοντας στους ασθενείς βελτιωμένες συνθήκες ζωής και μια διευρυμένη βάση δικαιωμάτων.
Το εύλογο ερώτημα είναι αν, και κατά πόσο, αξίζει, μια τόσο μεγάλη προσπάθεια, όπως αυτή στη Λέρο τα τελευταία χρόνια, με τους τόσους υλικούς και ανθρώπινους πόρους που ενεπλάκησαν, να έχει μια τέτοια τύχη και αν ο στόχος της Αποιδρυματοποίησης μπορεί να αναχθεί στην επίτευξη μιας εκμοντερνισμένης εικόνας.
7. Ένα νέο πρόγραμμα, που χρηματοδοτείται από την ΕΕ, με τίτλο “Ειδική Δράση για τη Λέρο”, έχει σκοπό μα δημιουργήσει το εφαλτήριο μιάς νέας εναλλακτικής οικονομικής ανάπτυξης, που θα δώσει απασχόληση στο ήδη πλεονάζων προσωπικό του ψυχιατρείου, καθώς αυτό πρόκειται να κλείσει μετά από λίγα χρόνια, λόγω του σταθερού ρυθμού των θανάτων των ασθενών. Το πρόγραμμα αυτό προβλέπει την δημιουργία κοινωνικών συνεταιρισμών, όπου εκτός από το προσωπικό, θα συμμετέχουν χρήστες και άλλοι πολίτες της Λέρου. Η νομοθεσία, που θα επιτρέψει κάτι τέτοιο είναι έτοιμη, αλλά δεν έχει ψηφιστεί ακόμη από τη Βουλή.
8. Τα ερωτήματα σχετικά με το μέλλον είναι: Αν, πως και πότε θα προχωρήσει η διαδικασία της Αποιδρυματοποίησης. Πως θα διευρυνθούν, θα αναγνωστούν και θα κατοχυρωθούν τα δικαιώματα για όλους τους ασθενείς. Αν το πρόγραμμα εναλλακτικής οικονομικής ανάπτυξης θα αποτελέσει συνέχεια και ανάπτυξη της διαδικασίας της Αποιδρυματοποίησης ή αν θα είναι μια επιδερμική διοικητική διαδικασία, που θα σκοπεύει στην απορρόφηση των πόρων, χωρίς να επιφέρει κοινωνική και πολτιστική αλλαγή. Κι΄ακόμα, ποια θα είναι η τύχη του χώρου του ψυχιατρείου, αν δηλαδή θα αφεθεί να μαραζώσει ως μια “ωραία εικόνα” ή αν θα γίνει κέντρο μετασχηματισμού, οικονομικού, κοινωνικού και πολιτιστικού και θα αποδοθεί ως τέτοιο στην τοπική κοινότητα και σ΄ όλη τη χώρα, υπερβαίνοντας έτσι οριστικά την, μακρόχρονη λειτουργία του, ως τόπος διαδοχικών εγκλεισμών.
Θ.ΜΕΓΑΛΟΟΙΚΟΝΟΜΟΥ