Στιγμιότυπα από μια οικογενειακή μαρτυρία 2006-2014

Η ομιλία μέλους της ΚΙΝΑΨΥ με τίτλο "Μια πραγματική αφήγηση - Στιγμιότυπα από μια οικογενειακή μαρτυρία 2006-2014" που παρουσιάστηκε στο Συμπόσιο 2: Τι πραγματικά σημαίνει ζω με μια ψυχική πάθηση στην Ελλάδα το 2014 την Πέμπτη 9/10/2014 στο πλαίσιο του Συνεδρίου "Ζώντας με τη Σχιζοφρένεια" (wfmh2014.gr).


Σκηνή 1η: Η αδελφή μου δεν είναι καλά
«Με παρακολουθούν από την τηλεόραση», «με κοιτάνε περίεργα στο δρόμο», «τα σκυλιά και τα πουλιά μου μεταφέρουν μηνύματα», «έχω μια αποστολή». Πηγαίνω ιδιωτικά σε ψυχίατρο που εργάζεται σε δημόσιο νοσοκομείο και συζητάω τα «συμπτώματα» της αδελφής μου, με συμβουλεύει να τη φέρω να τη δει. Η αδελφή μου δεν δέχεται, ο χρόνος περνά και η ψύχωση δουλεύει μέσα της. Ζητάω από το γιατρό να έρθει από το σπίτι, αυτή τη φορά δεν δέχεται εκείνος, θεωρεί επιβεβλημένη την εισαγωγή σε δημόσιο νοσοκομείο. Η αδελφή μου κλείνεται στο σπίτι και μας κλειδώνει απέξω.

Σκηνή 2η: Ακούσια νοσηλεία
Επικοινωνώ με το γιατρό και με συμβουλεύει να κινήσουμε τη διαδικασία της ακούσιας νοσηλείας. Δεν το έχουμε ξανακάνει. Επικοινωνώ με δύο στενές της φίλες που έρχονται και της μιλούν έξω από την πόρτα. Δεν ανοίγει σε κανέναν. Φοβόμαστε μην κάνει κακό στον εαυτό της. Ευελπίδων, εισαγγελέας. Η μαμά μου βάζει τα κλάματα «λέτε να θέλω να κλείσω το παιδί μου στο νοσοκομείο χωρίς λόγο;» Ο εισαγγελέας μας δίνει το χαρτί. Στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής μας ο διοικητής μας λέει ότι δεν έχουν προσωπικό για να γίνει η μεταφορά σε εφημερεύων νοσοκομείο. Η μαμά μου βάζει τα κλάματα. Επιμένουμε, εξηγούμε ότι φοβόμαστε μη βλάψει τον εαυτό της. Ο διοικητής μετά από λίγο υποχωρεί, λέει ότι θα στείλει περιπολικό και μας στέλνει στο σπίτι. Η πόρτα κλειδωμένη και όλα τα παραθυρόφυλλα κλειστά. Τί κάνει η αδελφή μου; Περιμένουμε στο πεζοδρόμιο. Η μαμά μου συνεχώς κλαίει. Μαζί με την αστυνομία έρχεται και ο κλειδαράς. Ανοίγουμε την πόρτα. Η αδελφή μου δεν αντιδρά στην παρουσία των αστυνομικών και δέχεται να μεταφερθεί, της ετοιμάζουμε ένα σακ βουαγιάζ και κατεβαίνουμε κάτω. Οι γείτονες κοιτούν το περιπολικό. Φεύγουμε. Μας πάνε στο τμήμα. Η αδελφή μου είναι σε παραλήρημα και σε κοινή θέα στο ισόγειο του αστυνομικού τμήματος. Κάποιες ώρες αργότερα, αφού επέστρεψε το περιπολικό από άλλο περιστατικό, μας πάνε στο νοσοκομείο.
Δύο γιατροί βλέπουν την αδελφή μου κι εμάς και παίρνουν το ιστορικό της. Κρίνουν ότι πρέπει να νοσηλευτεί. Μεταφερόμαστε στην πτέρυγα. Είναι ανήσυχη. Της κάνουν ηρεμιστική ένεση. Οι νοσηλευτές είναι καθησυχαστικοί, μας εξηγούν τα ωράρια και τους κανόνες επίσκεψης. Φεύγουμε. Προσπαθώ να καθησυχάσω μια μητέρα-ράκος και να της εξηγήσω ότι έγινε αυτό που έπρεπε να γίνει για να μην ταλαιπωρείται άλλο το κοριτσάκι μας, αλλά είναι έτσι;

Σκηνή 3η: Η νοσηλεία
Όταν τα αντιψυχωσικά αρχίζουν να ενεργούν, η σκέψη της αδελφής μου αρχίζει να καθαρίζει. Σε ένα από τα επισκεπτήρια δεν μπόρεσα να τη δω. Είχε ανησυχία και την έδεσαν στο κρεβάτι - καθήλωση. Η γιατρός μου είπε να περιμένω. Η νοσηλεύτρια μου εξήγησε ότι είναι καλύτερα να φύγω γιατί θα μείνει πολλές ώρες δεμένη. Έφυγα κλαίγοντας. Όταν η σκέψη της αρχίζει να καθαρίζει μας κατηγορεί επειδή την κλείσαμε στο «τρελάδικο», ενώ εμείς είμαστε που έχουμε το πρόβλημα. Όταν η σκέψη της καθαρίζει ακόμα παραπάνω έρχεται η μεγάλη θλίψη και η ανησυχία: «Έχω κάτι; Τί έχω; Θα βγω από 'δω και πότε;» Έρχονται και τα παράπονα: «Δεν μου κάνουν τίποτα εδώ. Βλέπω σπάνια το γιατρό. Στο δωμάτιο δεν έχω ησυχία. Μία απείλησε να με κάψει. Δεν έχω ησυχία εδώ, όλοι έρχονται και μου λένε το πρόβλημά τους». Μετά από 20 μέρες φεύγουμε από το νοσοκομείο με μια αγωγή, μια γενική διάγνωση και ελάχιστες οδηγίες. Καμία ενημέρωση για τα δικαιώματα της ίδιας ή για δομές στήριξης δεν έγινε ούτε σε μας ούτε σ' εκείνην.

Σκηνή 4η : Η περίθαλψη μετά τη νοσηλεία
Η αδελφή μου μπορεί να παρακολουθείται και να γράφει τα φάρμακά της από τα εξωτερικά ιατρεία που διατηρεί στο κέντρο το εν λόγω δημόσιο νοσοκομείο. Μου λέει: «Έχει ουρά, με κρατάει ο γιατρός 5 με 10 λεπτά και απλώς μου γράφει τα φάρμακα». Δεν υπάρχει πρόβλεψη για ψυχολόγο, για κοινωνικό λειτουργό, για οικογενιακή συμβουλευτική. Πηγαίνει σ' έναν ιδιώτη ψυχίατρο ο οποίος της προτείνει τροποποίηση της αγωγής που παραλίγο να της προκαλέσει κρίση και να την οδηγήσει σε νέα νοσηλεία. Το προλάβαμε. Η αδελφή μου και η μητέρα μου πάσχουν από κατάπτωση και κατάθλιψη, εγώ αρχίζω να βλέπω ιδιωτικά ψυχολόγο για να μπορέσω να ανταπεξέλθω.
Ακολούθησαν κι άλλες εκούσιες και ακούσιες εισαγωγές κι άλλες μεταφορές με περιπολικά, κι άλλες καθηλώσεις, πιο συγκεκριμένες διαγνώσεις, διαφορετικά φάρμακα. Η κατάθλιψη είναι κυρίαρχο συναίσθημα στις υφέσεις των ψυχωσικών επεισοδίων, η αδελφή μου αρχίζει να βλέπει ιδιωτικά ψυχολόγο, αλλά δεν αισθάνεται να τη βοηθάει αρκετά. Σταδιακά εγκαταλείπει οριστικά το επάγγελμά της και βιώνει μια εσωτερική απομόνωση και ματαίωση. Κάποιοι έως τότε στενοί φίλοι εξαφανίζονται από τον ορίζοντα. Είμαστε για ένα διάστημα, η στενή οικογένεια, το μοναδικό καταφύγιό της.
Εκείνη την περίοδο της αφιερώνω αυτό το ποίημα, που έχει απλώς συναισθηματική κι όχι καλλιτεχνική αξία:
«Κι όταν δεν κουρνιάζεις στην ασφάλεια της αγκαλιάς της μητέρας σου
Τραβάς την άκρη της κλωστής των προβλημάτων σου
Και στήνεις γαϊτανάκι γύρω απ' το κορμάκι σου
Μέχρι που το τυλίγεις απ' τα πόδια ως την κορφή
Και δεν τ' αφήνεις πια, ούτε να σαλεύει, ούτε ν' ανασαίνει
Μπερδεμένη αραχνούλα παγιδεύεις στον ιστό σου τον εαυτό σου
Κι όταν έρχεσαι σε μένα και στα λέω όλα αυτά
Την αλήθεια αγναντεύεις σαν να είναι καρτ-ποστάλ τόπων που βαθιά ποθείς, μα δε διαβαίνεις.
Τις μικρές αναλαμπές σου, όλες τις μικροχαρές σου, τις μαζεύω όπου κι αν τις παρατάς
Αστεράκια τις κεντάω πάνω στο μουντό ουρανό σου
Θά ρθει ώρα που θα δεις αστροφεγγιά


Σκηνή 5η: Η ελπίδα
Κατά τύχη, η τελευταία ακούσια εισαγωγή γίνεται σ' ένα εξαιρετικό δημόσιο νοσοκομείο. Η αδελφή μου είναι μεν σε κρίση και με το που μπαίνουμε γίνεται καθήλωση, αλλά είμαι μαζί της στο δωμάτιο, μιλάμε, καπνίζει και της κρατάω το τσιγάρο. Μετά από λίγο ζητάει να πάει τουαλέτα και συνεννοείται με τον νοσηλευτή ότι θα είναι ήρεμη και δεν την ξαναδένουν, ποτέ ξανά στις 30 μέρες της νοσηλείας της. Την επομένη μέρα της εισαγωγής μια μεγάλη ομάδα αποτελούμενη από γιατρούς, ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς και νοσηλευτές βλέπουν εμένα και τη μητέρα μου και συζητούν μαζί μας το περιστατικό, ρωτούν, μαθαίνουν, ρωτάμε, εξηγούν. Στο νοσοκομείο λειτουργεί ομάδα συζήτησης και ψυχοθεραπείας και ομάδα δραστηριοτήτων. Η αδελφή μου νοσηλεύεται σε ένα δωμάτιο μόνη της και είναι ήρεμη. Καταλήγουν σε μια νέα αγωγή και βγαίνει για πρώτη φορά από νοσοκομείο εντελώς καθαρή από ψυχωσικά συμπτώματα. Παραμπέμπουν την αδελφή μου στο Κέντρο Ημέρας που λειτουργεί κοντά στην περιοχή μας και τη μητέρα μου στο Σύλλογο Οικογενειών ατόμων με προβλήματα Ψυχικής Υγείας. Ανασαίνουμε. Νιώσαμε για πρώτη φορά την έννοια και την κάλυψη ενός θεραπευτικού πλαισίου και μιας ουσιαστικής καθοδήγησης, μετά από εφτά χρόνια ταλαιπωρίας.

Τί θα μπορούσε να είχε γίνει διαφορετικά;
Η πρώτη ακούσια νοσηλεία θα μπορούσε ενδεχομένως να είχε αποφευχθεί αν μια ομάδα αποτελούμενη από γιατρό, ψυχολόγο, νοσηλευτή και κοινωνικό λειτουργό είχε έρθει στο σπίτι, αν κάποιος είχε μείνει μαζί μας τις κρίσιμες μέρες και αφού της έδινε την κατάλληλη αγωγή την έπειθε να ακολουθήσει ένα θεραπευτικό πλαίσιο. Δεν είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας, είναι δημόσιο πρόγραμμα που εφαρμόζεται σε μια περιοχή της Φινλανδίας.
Ακόμη κι αν δεν είχε αποφευχθεί η ακούσια νοσηλεία θα μπορούσε να είχε γίνει από το ΕΚΑΒ και όχι από την αστυνομία, ώστε να μην συνοδεύεται από αισθήματα στιγματισμού, η αδελφή μου είναι ασθενής όχι εγκληματίας.
Οι επόμενες μεταπτώσεις, κρίσεις και νοσηλείες θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί αν η θεραπευτική ομάδα έβρισκε νωρίτερα τη σωστή αγωγή και είχαμε στηριχθεί από την αρχή από ένα ολοκληρωμένο θεραπευτικό πλαίσιο. Αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσα σε 20 ή 30 μέρες νοσηλείας ή μέσα από ημίωρα εβδομαδιαία ή μηνιαία ραντεβού με τον ψυχίατρο στη συνέχεια. Ο ασθενής που εισάγεται ακουσίως σε μια ψυχιατρική κλινική εξέρχεται θρυμματισμένος, τραυματισμένος και τρομαγμένος. Οι συγγενείς του βιώνουν αντίστοιχα συναισθήματα. Χρειάζεται από την αρχή να τεθεί σε λειτουργία ένα συντονισμένο, πλήρες και εξατομικευμένο θεραπευτικό πλαίσιο ώστε να μην οδηγηθεί ο πάσχων και οι οικείοι του στην απομόνωση, στην υποτροπή και στην εξουθένωση.

Το παρόν και το μέλλον
Η αδελφή μου αυτή τη στιγμή παρακολουθεί δύο Κέντρα Ημέρας, στα οποία βλέπει δωρεάν ψυχίατρο, ψυχολόγο και συμμετέχει σε δραστηριότητες και κοινωνικές εκδηλώσεις. Στο ένα κέντρο έχει δικαίωμα να πηγαίνει για ένα χρόνο, μετά δεν ξέρουμε τι θα γίνει. Έχει εγκαταλείψει το επάγγελμά της. Το Σεπτέμβριο του 2012 υπέβαλε αίτημα στο ταμείο της για σύνταξη αναπηρίας. Πέρασε από Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας, δύο φορές μετά από ένσταση για έλλειψη στοιχείων στη γνωμάτευση, και θα αρχίσει να λαμβάνει τη σύνταξή της στο τέλος του μήνα, δύο χρόνια μετά την εκκίνηση της διαδικασίας και για τα τρία επόμενα χρόνια, μετά θα πρέπει να ξαναπεράσει από ΚΕΠΑ. Θα ήθελε να δουλέψει με μειωμένο ωράριο ή σε Κοινωνικό Συνεταιρισμό Περιορισμένης Ευθύνης, αλλά οι θέσεις είναι ελάχιστες. Αφήσαμε τα στοιχεία μας στο τμήμα ΑμΕΑ του ΟΑΕΔ και μας πήραν τηλέφωνο! Αλλά δεν είχαν να της προτείνουν τίποτα.
Η μητέρα μου είναι πλέον μέλος του ΣΟΨΥ κι εγώ έγινα πρόσφατα μέλος της Κίνησης Αδελφών ατόμων με προβλήματα Ψυχικής Υγείας και όλες μαζί συμμετέχουμε εδώ κι ένα χρόνο και στην Πρωτοβουλία για ένα Πολύμορφο Κίνημα για την Ψυχική Υγεία. Η κάθε μία από μας αποφασίσαμε ότι, αν και πλέον εμείς ατομικά και ως οικογένεια έχουμε προσωρινά ισορροπήσει, θέλουμε να παλέψουμε μέσα από συλλογικούς φορείς για τη βελτίωση της κατάστασης της ψυχικής υγείας στην Ελλάδα, ώστε όπως μπορεί και οφείλει, να είναι ολιστική, να πλαισιώνεται από σωστά οργανωμένες προσβάσιμες σε όλους δημόσιες δομές και να καθορίζεται με την ενεργό συμμετοχή των ασθενών, των οικογενειών και των φροντιστών τους. Είμαστε αντίθετες στις κακές πρακτικές των δημόσιων ψυχιατρικών νοσοκομείων, αλλά είμαστε και κάθετα αντίθετες με το βίαιο κλείσιμο αυτών, χωρίς να έχουν δημιουργηθεί πρώτα οι απαραίτητες κοινοτικές και τομεοποιημένες δημόσιες υπηρεσίες ψυχικής υγείας.

1. Η αδελφή του μέλους της ΚΙΝΑΨΥ που μίλησε έχει λάβει διαγνώσεις Διπολικής καιΣχιζοσυναισθηματικής Διαταραχής.
2. Το μέλος της ΚΙΝΑΨΥ κα Δ. Δημαρά, που είχε αρχικά προγραμματιστεί να μιλήσει και είχε ανακοινωθεί το όνομά της στο πρόγραμμα του Συνεδρίου δεν μπορούσε να παραστεί για σοβαρούς οικογενειακούς λόγους. Η αλλαγή ομιλητή έγινε τελευταία στιγμή και δεδομένου ότι αυτό το μέλος της ΚΙΝΑΨΥ δεν έχει ξαναμιλήσει δημόσια είναι κατανοητή και απόλυτα σεβαστή η επιθυμία πρωτίστως της πάσχουσας και δευτερευόντως της αδελφής της να μην δημοσιοποιηθούν τα στοιχεία τους σε μια κοινωνία που δεν έχει αποδείξει ότι έχει καταπολεμήσει ικανοποιητικά το Στίγμα ενάντια στην ψυχική νόσο.


 Πηγή:http://www.efsyn.gr/arthro/koftis-anti-gia-apantisi-sta-hronia-provlimata-tis-eidikis-agogis

 

Συντάκτης: 
Θεόδωρος Μεγαλοοικονόμου
Στη σύγκρουση που έχει ξεσπάσει στο χώρο της Ειδικής Αγωγής, ανάμεσα, από τη μια, σε μιαν «αριστερή» κυβέρνηση που λειτουργεί στη λογική του δημοσιονομικού «κόφτη», ακόμα κι΄ αν πρόκειται για τις (ανέκαθεν γλίσχρες) δαπάνες που αφορούν τις πολύπλοκες ανάγκες των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και, από την άλλη, στις αντιδράσεις που προέρχονται από ένα παγιωμένο σύστημα (σχεδόν) αποκλειστικά ιδιωτικής παροχής θεραπευτικής φροντίδας, εκφράστηκε, μέσω του προσφιλούς, και στον Πολάκη, «βήματος» του διαδικτύου, και μια αλήθεια. Oχι, βέβαια, για να υποστηριχτεί ως τέτοια, αλλά ως επιβεβαίωση της ορθότητας και του «δίκιου» της διαμετρικά αντίθετης προς αυτήν κατάστασης που κυριαρχεί στον χώρο.
Λέει, λοιπόν, κάποιος/α B.T, πιθανόν ιδιοκτήτης θεραπευτικού κέντρου: «Τα παιδιά από πού έπαιρναν τις εγκρίσεις, κύριε Πολάκη; Γιατί ψευδώς κατηγορείτε τους θεραπευτές και τους ιδιώτες για ψεύτικες εγκρίσεις ενώ τα παιδιά αξιολογούνται από τα δημόσια νοσοκομεία; Αν μπορούσε το Κράτος ας είχε δημόσιες δομές για να εξυπηρετεί αυτές τις θεραπείες και όχι να στηρίζεται σε ελεύθερους επαγγελματίες… Είναι δυνατόν να υπογράψει κάποιος (σύμβαση με τον ΕΟΠΥΥ) χωρίς εκ των προτέρων να γνωρίζει αν με τα λεφτά που θα παίρνει μετά από 3 ή 6 μήνες θα μπορεί να πληρώνει τους θεραπευτές, το ενοίκιο, τους λογαριασμούς και την εφορία του;» (ΕφΣυν, 21/1/17 ).
Πράγματι, αν οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας για ενήλικες (πέραν του ποιοτικά άκρως προβληματικού χαρακτήρα τους) είναι ποσοτικά ανεπαρκείς και άκρως υποστελεχωμένες, αυτό (η ποσοτική ανεπάρκεια και υποστελέχωση) ισχύει στη νιοστή για τις παιδοψυχιατρικές υπηρεσίες.
Το λεγόμενο «Δημόσιο», εν προκειμένω, αποτελείται από ελάχιστα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα - και ακόμα λιγότερες μονάδες νοσηλείας. Το ραντεβού σ΄ ένα Ιατροπαιδαγωγικό Κέντρο μπορεί να πάρει μήνες για να γίνει. Και το κυριότερο: τα Κέντρα αυτά δεν παρέχουν θεραπείες (πλην σε ελάχιστες, πολύ ειδικές περιπτώσεις - και όχι όλα). Κάνουν μόνο διάγνωση/αξιολόγηση και «συνταγογραφούν» τις προτεινόμενες θεραπείες (λογοθεραπεία, εργοθεραπεία, ψυχοθεραπεία, μαθησιακή στήριξη κλπ), οι οποίες θα πρέπει να γίνουν σε ιδιωτικά κέντρα.
Γιατί τα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα είναι, και ήταν ανέκαθεν, τόσο υποστελεχωμένα, που, ανεξάρτητα από τις όποιες προθέσεις των λειτουργών που εργάζονται σε αυτά, ούτε τις αξιολογήσεις δεν προλαβαίνουν να κάνουν – γι΄ αυτό και η καθυστέρηση στα ραντεβού που, τελευταία, σε κάποιες περιπτώσεις, μπορεί να φτάνει και στον ένα χρόνο.
Αυτή η κατάσταση (που δεν δημιουργήθηκε, αλλά απλώς επιδεινώθηκε με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης) είχε ως συνέπεια το σύστημα των παιδοψυχιατρικών υπηρεσιών να συγκροτηθεί με συστατικό του στοιχείο την ανάθεση της πλειονότητας των θεραπειών στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό, με τη σειρά του, συνετέλεσε στην ανάδυση και εμπέδωση μιας κουλτούρας, ενός ορισμού, από τις ίδιες τις υπηρεσίες του Δημοσίου, του αντικειμένου τους ως κάτι που αφορά κυρίως, ή και αποκλειστικά, την διάγνωση/αξιολόγηση, αλλά όχι την θεραπεία.
Απέναντι σ΄ αυτήν την κατάσταση ενός κάτισχνου «Δημόσιου», πολλοί θεραπευτές (λογοθεραπευτές, ειδικοί παιδαγωγοί, ψυχολόγοι, εργοθεραπευτές κλπ) οδηγήθηκαν στην ποικίλων μορφών ιδιωτική παροχή υπηρεσιών (ως ελευθεροεπαγγελματίες, ως εργαζόμενοι στα πολυάριθμα ιδιωτικά κέντρα κλπ). Είναι η εσαεί απουσία του «Δημόσιου» από το εν λόγω πεδίο, που οδήγησε στην άνθιση του ιδιωτικού, με όλες τις συνεπαγόμενες παρενέργειές του - την ίδια στιγμή που αυτή η συγκρότηση του συστήματος δημιούργησε και εδώ, όπως παντού, τους γνωστούς «παράλληλους», ή «υπόγειους», διαύλους μιας κακοήθους συνέργιας δημόσιου – ιδιωτικού τομέα και τροφοδότησης του δεύτερου από τον πρώτο.
Και φυσικά, οι λογοθεραπείες, πχ, που είχαν τιμολογηθεί πιο ακριβά, μπορούσαν να είναι το ποσοτικό αντιστάθμισμα (ένα, ανάμεσα σε πολλά άλλα) για την χαμηλή τιμολόγηση των άλλων θεραπειών. Και φυσικά, επίσης, οι φτωχές οικογένειες (αυτές που είχαν ασφάλιση - δεν μιλάμε για τις ανασφάλιστες) οι οποίες δεν είχαν να πληρώσουν την προκαταβολή στο ιδιωτικό κέντρο (ακόμα και αν την έπαιρναν πίσω, έστω πολύ αργότερα) οδηγούνταν στο ν΄ αφήνουν τα παιδιά τους χωρίς θεραπεία.
Τώρα, με τη μείωση κατά 40% των δαπανών για την Ειδική Αγωγή, όχι μόνο αυτά τα παιδιά, αλλά και πολύ περισσότερα, θα μείνουν χωρίς την αναγκαία θεραπεία. Γιατί οι όποιες «αθέμιτες πρακτικές» στην Ειδική Αγωγή, όπως παντού σ΄ αυτή την κοινωνία, και η υποτιθέμενη καταπολέμησή τους, δεν χρησιμοποιούνται παρά ως απλό λεκτικό περιτύλιγμα και άλλοθι για την εφαρμογή μιας στενά οικονομίστικης, στυγνά λογιστικής προσέγγισης, που, Ξανθός και Πολάκης εφαρμόζουν κατ΄ εντολήν των τροϊκανών «εταίρων».
Η αντιμετώπισή τους μπορεί να γίνει μόνο μέσα από την στόχευση στην ρίζα του προβλήματος : με την ριζική αναδιάρθρωση του συστήματος των δημόσιων υπηρεσιών, με τον ταυτόχρονο πολλαπλασιασμό και την τομεοποιημένη, καθώς και κοινοτικά βασισμένη λειτουργία τους, με τρόπο ώστε να απευθύνονται σε μικρούς σχετικά πληθυσμούς, με δωρεάν και υψηλού ποιοτικά επιπέδου παροχή του πλήρους φάσματος των διαγνωστικών και θεραπευτικών υπηρεσιών  - πράγμα που, φυσικά, απαιτεί, μεταξύ πολλών άλλων, μαζικές προσλήψεις προσωπικού όλων των αναγκαίων ειδικοτήτων και επομένως, δραστική αύξηση και όχι περικοπή των σχετικών δαπανών.
Η όποια διαπραγμάτευση για τις λεγόμενες «συλλογικές συμβάσεις» με τον ΕΟΠΥΥ, στη βάση της προϋποτιθέμενης και αδιαφιλονίκητης διαιώνισης της λειτουργίας του υπάρχοντος συστήματος, με σκοπό απλώς την διατήρηση, ή μη επιδείνωση, της θέσης του καθενός εκ των παικτών εντός αυτού, δεν πρόκειται να έχει κανένα θετικό αποτέλεσμα για τους άμεσα ενδιαφερόμενους, για τα χιλιάδες παιδιά που μένουν αβοήθητα (τα οποία, απλώς, όταν μεγαλώσουν, «παραδίδονται» στις υπηρεσίες ενηλίκων) και τις οικογένειές τους. Αλλά και για τους εργαζόμενους στα ιδιωτικά κέντρα Ειδικής Αγωγής. Γιατί, πολλά, τα πιο μικρά, θα κλείσουν. Τα πιο μεγάλα θα προσπαθήσουν να επιβιώσουν εις βάρος των όποιων εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζόμενων σε αυτά.
Η διεκδίκηση της διατήρησης των όποιων κεκτημένων είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένη με την διεκδίκηση, σε πρώτο πλάνο, ενός άλλου, ριζικά εναλλακτικού συστήματος δημόσιων και δωρεάν υπηρεσιών.
Και μη ξεχνάμε, αναφορικά με τον χαρακτήρα που θα 'πρεπε να πάρει, ότι αυτή η διεκδίκηση στο χώρο της Ειδικής Αγωγής έρχεται τη στιγμή που είναι υπό «διαπραγμάτευση» το «τέταρτο μνημόνιο», με τη μορφή του δημοσιονομικού ‘κόφτη’ διαρκείας – που, είτε με από πριν νομοθετημένα μέτρα, είτε χωρίς, το ίδιο θα είναι.



Γνωρίζουμε, το έχουμε διαχρονικά ζήσει, το βλέπουμε καθημερινά μπροστά μας, ότι μια σοβαρή συζήτηση (που σημαίνει πράξη, δηλαδή, με συγκεκριμένη πρακτική στόχευση) για την Ψυχική Υγεία, για την θεραπευτική αντιμετώπιση και τα δικαιώματα των ψυχικά πασχόντων, ήταν ανέκαθεν στο περιθώριο των όποιων προτεραιοτήτων και ενδιαφερόντων του εκάστοτε κυρίαρχου πολιτικού συστήματος, αλλά και της ευρύτερης κοινωνίας - πόσο μάλλον σήμερα, που είναι διάχυτη μια βαθιά αβεβαιότητα για το μέλλον και ένας άνωθεν, συστηματικά καλλιεργούμενος και διαχεόμενος φόβος για την ατομική επιβίωση, γι΄ αυτό που είναι «διαρκώς επί θύραις», έχοντας μετεξελιχθεί σε μια κατάσταση «διαρκούς εκτάκτου ανάγκης» ως όρος και τρόπος της καθημερινότητας: εντός ή εκτός του ευρώ, ποια νέα μέτρα, πόση νέα μείωση των αποδοχών και των συντάξεων, πόση νέα υποταγή στους «εταίρους» του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, για πόσες δεκαετίες μπροστά μας, για να αποφευχθεί, υποτίθεται, η ήδη επελθούσα καταστροφή.

Θεωρούμε, ωστόσο, ότι μόνο στο βαθμό που οι πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες όλων και μεταξύ αυτών, οι ιδιαίτερες και πολύπλοκες ανάγκες των ψυχικά πασχόντων και όλων των αποκλεισμένων, έλθουν πραγματικά στο κέντρο του ενδιαφέροντος (παύοντας να είναι, απλώς, αντικείμενο αφηρημένων πολιτικών διακηρύξεων, συνεδρίων των «ειδικών της διαχείρισης» αυτών των αναγκών και διαφόρων φιλανθρωπικών γκαλά) και, επομένως, η ολόπλευρη απάντηση σε αυτές γίνει πραγματικά κεντρική πολιτική επιδίωξη, τότε μόνο μπορεί να υπάρξουν νέες, εναλλακτικές διαδρομές στο πολιτικό επίπεδο, για το πώς, δηλαδή, θα μπορούν ν΄ ανοίξουν νέοι δρόμοι «πέρα από» το υπάρχον, έκφραση της αξεπέραστης κρίσης και της «θανάσιμης αγωνίας» του κυρίαρχου κοινωνικοπολιτικού συστήματος.
Είναι γι΄ αυτό που θεωρούμε ότι μια «επιστροφή στις ρίζες» της εμπειρίας της «Λέρου» μπορεί να είναι πολύ χρήσιμη από αυτήν ακριβώς την σκοπιά. Όχι για τις όποιες εμβαλωματικές απαντήσεις στο καταρρέον σύστημα των υπηρεσιών, αλλά ως όχημα για σκέψη, πράξη και κινηματικές διαδικασίες, εντός και εκτός των κυρίαρχων θεσμών - όχι για την ανασυγκρότησή τους, αλλά για μιαν «άλλη ψυχιατρική», στην κατεύθυνση της κοινωνικής χειραφέτησης.
Μια συζήτηση, επομένως, γύρω από την ιστορική διαδρομή του μετασχηματισμού στην Λέρο είναι τόσο πιο χρήσιμη σήμερα όσο περισσότερο βλέπουμε να βουλιάζει το σύστημα υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, όπως ολόκληρη η κοινωνία, μέσα σε μια χωρίς προηγούμενο διαλυτική κρίση, σ΄ ένα με γεωμετρική πρόοδο εντεινόμενο αδιέξοδο, οικονομικό και κοινωνικό, αλλά, ταυτόχρονα, εν προκειμένω, ιδεολογικό, θεωρητικό, επιστημονικό, με την εγγενή, δομική βία του ψυχιατρικού θεσμού να έχει αναχθεί σε μιαν αυτονόητη και στη βάση επιστημονικών, υποτίθεται, προταγμάτων, καθημερινότητα των υπηρεσιών. Μια βία που, στη σύγχρονη μορφή της, εκφράζεται με την εναλλαγή της πρόσκαιρης ανάληψης (με ακραίες και εκτός παντός ελέγχου κατασταλτικές πρακτικές) του ψυχικά πάσχοντος, που, μέσα σ΄ ένα όλο και πιο άκαμπτο και ανελαστικό πλαίσιο, ασφυκτιά και αντιδρά και γίνεται «μη διαχειρίσιμος», ανεξέλεγκτος, μέχρις ότου εγκλειστεί και κατασταλεί φαρμακευτικά, για να επανατοποθετηθεί (το συντομότερο δυνατό) ήρεμος, πειθαρχημένος, στο χώρο της κοινωνικής εγκατάλειψης, του περιθωρίου, του αποκλεισμού, στο χώρο των σύγχρονων «αζήτητων», που τότε γέμιζαν τα αρματαγωγά από τον Σκαραμαγκά για την Λέρο, αλλά που, σήμερα, η σύγχρονη «Λέρος» είναι οι δρόμοι και οι γειτονιές της Αθήνας (και παντού αλλού), είναι η πόλη των μόνων και αβοήθητων, η συνθήκη
όχι απλώς των εμφανών, αλλά των πολύ περισσότερων «αφανών» αστέγων, όλων
αυτών στους οποίους αναφέρεται ο όρος homeless, σε διάκριση με το όρο roofless(αυτού που καταλήγει να κοιμάται στο δρόμο).

Η επιστροφή στην «εμπειρία της Λέρου», στο πώς αυτό που στην ψυχιατρική ονομάστηκε «Λέρος» (όρος που, δυστυχώς επικράτησε και χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα για να σηματοδοτεί την εμφανή – αν και ποτέ την καθημερινή, την δομική - βαρβαρότητα και αθλιότητα του συστήματος και των πάσης φύσης ιδρυμάτων), κατασκευάστηκε και πώς, εν συνεχεία, έγινε δυνατό να ξεπεραστεί, με ποιό τρόπο, με ποιες διαδικασίες και μέχρι ποιού σημείου έγινε δυνατό αυτό το ξεπέρασμα, έχει μια κομβική σημασία για την κατανόηση και το ξεπέρασμα ενός παρόντος όλο και πιο ασφυκτικού, αβάσταχτου, εξοντωτικού.
Μπορεί, ίσως, να βοηθήσει να δούμε ξανά, όπως τότε,την Αποϊδρυµατοποίηση όχι ως μια διοικητική - τεχνική διαδικασία (όπως την έβλεπε-και- τότε η κυρίαρχη πολιτική εξουσία, η κυρίαρχη ψυχιατρική κοινότητα και οι ΜΚΟ ψυχικής υγείας που ενεπλάκησαν), όχι, δηλαδή, ως μια διαδικασία που ανάγεται στο κλείσιμο του ψυχιατρείου ως κατάργηση, με την μεταφορά αλλού των ίδιων πρακτικών του εγκλεισμού και γενικά του κυρίαρχου ψυχιατρικού παραδείγματος (όπως, άλλωστε, το βλέπουμε σε όλες τις ψυχιατρικές κλινικές των γενικών νοσοκομείων κλπ), αλλά ως μια διαδικασία, της οποίας βασικό υποκείμενο (από κοινού με τον λειτουργό ψυχικής υγείας και με την ευρύτερη κοινωνία) πρέπει διαρκώς να αναδύεται η ανθρώπινη ύπαρξη που πάσχει. Μια διαδικασία που είναι θεραπευτική στο βαθμό που διαρκώς, σε κάθε στιγμή, αμφισβητεί και ξεπερνά τα παγιωμένα όρια ενός συστήματος δομημένου στη λογική της απόρριψης ή, στην καλλίτερη περίπτωση, της απλής διαχείρισης των αναγκών του υποκειμένου, αντί για την απάντηση σε αυτές, επερωτώντας κάθε στιγμή τα όποια αποτελέσματά της και επαγρυπνώντας απέναντι στις αναπόφευκτες τάσεις ιδρυματοποίησης του κάθε νέου επιτεύγματός της.

Ως προς το πώς κατασκευάστηκε, μπορούμε να ανατρέξουμε στο κυρίαρχο (τότε όπως και τώρα) «ψυχιατρικό παράδειγμα». Είναι αυτό που παρήγαγε και που ενσαρκώνει αυτό που συνέβη στην Λέρο και το οποίο πρέπει να αντικαταστήσει, ως ορισμός και ως σημαίνουσα λέξη, αυτό που έμεινε στην ιστορία ως «Λέρος». Είναι στη βάση της λογικής και της κουλτούρας που επικρατούσε, τόσο στο πεδίο της ψυχιατρικής, όσο και σε αυτό της πολιτικής πρακτικής, που η λύση της περαιτέρω εξορίας των ήδη εξόριστων από την κοινωνία και πλεοναζόντων στα ψυχιατρεία επιλέχθηκε, τόσο από το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, όσο και από την ψυχιατρική κοινότητα, ως η μόνη δυνατή, αλλά και η δέουσα σ΄ αυτές τις περιπτώσεις «υπερκορεσμού». Ακριβώς επειδή επρόκειτο (τότε, όπως και τώρα) για μια ψυχιατρική που «χάνει τον άνθρωπο πίσω από την αρρώστια», που δεν βλέπει ανθρώπους αλλά διαγνωστικές κατηγορίες, που σχετίζεται με τον «άλλο» μόνο μετατρέποντάς τον σε «πράγμα», στο «αντικείμενο αρρώστια», που, όσο πιο πολύπλοκο και δύσκολο είναι αυτό το «αντικείμενο», τόσο περισσότερο επιφυλάσσει σ΄ αυτό την απλοποιητική λύση του περαιτέρω εγκλεισμού, της απομόνωσης και της θεραπευτικής εγκατάλειψης - η οποία, τότε, συμβάδιζε με μια πολιτική τάξη πραγμάτων που ασκούσε στην πράξη πολιτικές εξορίας και στρατοπέδων συγκέντρωσης κατά των πολιτικών της αντιπάλων.
Η δημιουργία της «Λέρου» ήταν ο μονόδρομος τον οποίο η ίδια η κυρίαρχη ψυχιατρική κοινότητα είχε ανοίξει, ως τη μόνη λύση που ήταν, εγγενώς, σε θέση να συλλάβει και να δει στα αδιέξοδα, τα οποία ήταν προϊόν της λειτουργίας της, όντας από τους κύριους φορείς πίεσης για την δημιουργία της νέας Αποικίας. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια ενός διευθυντή ψυχιάτρου στο Δαφνί, του Κ. Φιλανδριανού στο βιβλίο του «Δημόσιο Ψυχιατρείο Αθηνών. Το Δαφνί… μια φανταστική πολιτεία»,ο οποίος, αφού διεκτραγωδεί την διαχρονικά άθλια κατάσταση στο Δαφνί, στο κεφάλαιο με τίτλο «Πρώτα βήματα στην ανορθωτική προσπάθεια», καταλήγει ως εξής : «Αφησα τελευταίο ένα θέμα που αποτελεί το ασθενές σημείο, θα έλεγα την Αχίλλεια πτέρνα του Νοσοκομείου και αυτό είναι το πάντα άλυτο πρόβλημα της συμφόρησης.Της συμφόρησης από εισαγωγές υπεραρίθμων αρρώστων, τον διαρκή αυτόν εφιάλτη του Ιδρύματος, που γινόταν όσο πήγαινε μεγαλύτερη, στάθηκε το κύριο εμπόδιο στη εξέλιξη και τον εκσυγχρονισμό του και ματαίωνε πάντα κάθε εκσυγχρονιστική προσπάθεια.
»Κατά την περίοδο που πραγματευόμαστε και κάτω από τις ιδιάζουσες συνθήκες που εκτέθηκαν, το πράγμα πήρε μεγάλες διαστάσεις. Στις τόσο ανεπαρκείς την εποχή εκείνη κτιριακές εγκαταστάσεις του Νοσοκομείου., έφτασε να νοσηλεύονται περί τους 3000 άρρωστοι κα να έχει σχεδόν καταργηθεί το αδιαχώρητο.
»Τότε ήταν που σαν λύση (λύση;) στο αδιέξοδο βρέθηκε η προσφυγή στα «επάλληλα» κρεβάτια.Ηταν, δε, «επάλληλα κρεβάτια», δυο κρεβάτια το ένα πάνω στο άλλο ενωμένα με οξυγονοκόλληση στα πόδια, ώστε να διπλασιάζεται ο αριθμός τους (και των αρρώστων φυσικά) μέσα στον κάθε νοσηλευτικό χώρο…
»Η μεγάλη αυτή πίεση από τη μια και από την άλλη το ότι έπειτα από τους μακρούς και επίμονους αγώνες των ειδικών ωρίμασαν τα πράγματα, έκαμαν ν΄ αρχίσουν να επικρατούν οι νέες αντιλήψεις και να γίνει πια κοινή συνείδηση η ανάγκη της Αποκέντρωσης των ψυχιατρείων, στάθηκαν δε οι λόγοι ώστε ν΄ αποφασιστεί άμεση Αποσυμφόρηση κατά τον όποιο τρόπο.
»Το πρώτο βήμα έγινε με την ίδρυση της πρώτης Αποικίας Ψυχοπαθών, στη νησίδα του Αγίου Γεωργίου Περάματος (παλιό Λοιμακαθαρτήριο) έπειτα από απόφαση του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών της 16/9/1953. Μετά από επιλογή μεταφέρθηκαν εκεί αρχικά περί τους 200 άρρωστοι, που με σταδιακές διακομίσεις και άλλων, έφτασαν τελικά γύρο στους 500. Τούτο ήταν μια πρόσκαιρη ανακούφιση.
»Η Αποικία του Αγίου Γεωργίου λειτούργησε μέχρι τις 20/3/1965, οπότε καταργήθηκε και όσοι άρρωστοι απόμειναν, μεταφέρθηκαν στη μεγάλη Αποικία της Λέρου, που είχε ιδρυθεί στο μεταξύ (1958)….».
Και στο επόμενο κεφάλαιο, με τίτλο «Η Ακμή», τονίζεται ξανά ότι«Το 1958, με ΒΔ της 2/1/58, ιδρύθηκε η Αποικία Ψυχοπαθών Λέρου, κι΄ αυτό ήταν ένα μεγάλο βήμα προς την Αποσυμφόρηση και την απαλλαγή από το στάσιμο χρόνιο υλικό αρρώστων,όχι μόνο του ψυχιατρείου Αθηνών, αλλά και της Θεσσαλονίκης, ακόμα σε μικρό βαθμό και των Χανίων.
»Η Αποικία αυτή άρχισε να λειτουργεί στα κτίρια των ευρύχωρων Ιταλικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων του Λακκίου Λέρου με 50-60 περίπου αρρώστους, που μεταφέρθηκαν εκεί στους πρώτους μήνες, οι προοπτικές, όμως, για τις δυνατότητες μελλοντική ανάπτυξή της ήταν πολύ ευνοϊκές».
Κα συνοψίζοντας, επαναλαμβάνει ότι «Η Αποσυμφόρηση που έγινε με την ίδρυση των Αποικιών Αγ. Γεωργίου και Λέρου ήταν ένας σοβαρός λόγος για τη βελτίωση τω συνθηκών».(Οι υπογραμμίσεις δικές μας, με ιδιαίτερη έμφαση στην έκφραση «χρόνιο στάσιμο υλικό»)

Για πολλούς η Λέρος, όταν προέκυψε ως «διεθνές σκάνδαλο» και ως «εθνική ντροπή», ταυτιζόταν με το αδύνατο της αλλαγής. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, δεν ήταν δυνατός ο μετασχηματισμός, η αποϊδρυματοποίηση. Το ίδρυμα έπρεπε μόνο να κλείσει, να καταργηθεί, με κάποιο τρόπο να ξεριζωθεί από το νησί. Οι "ανίατοι" ασθενείς του να μεταφερθούν κάπου αλλού, σε ξενώνες ή σε άλλα ψυχιατρεία. Καμιά αλλαγή νοοτροπίας, καμιά αλλαγή κουλτούρας δεν φαινόταν δυνατή στο ίδιο το νησί. Κανένα δυναμικό αλλαγής δεν φαινόταν να κρύβεται μέσα σ΄ αυτό το ίδρυμα, είτε όσον αφορά τους ασθενείς – νεκρές ψυχές μέσα σε ερειπωμένα σώματα, υπάρξεις εκμηδενισμένες, στο σημείο της μη επιστροφής - είτε όσον αφορά το προσωπικό, που τεχνηέντως του φόρτωναν την ευθύνη για την άθλια κατάσταση. Ειδικά για το προσωπικό φαινόταν αδύνατο ότι μπορούσε να παίξει οποιοδήποτε ρόλο στην διαδικασία της αλλαγής. Επρεπε απλώς να βρει άλλη δουλειά.
Ωστόσο, όπως φάνηκε εν συνεχεία, το δυνατό, αυτό που εκάστοτε μπορεί να γίνει, δεν είναι μια υποκειμενική επινόηση του μυαλού μας, υπάρχει μέσα στο πραγματικό ως η αντίφαση που το ωθεί στο ξεπέρασμά τουμέσα από την υποκειμενική μας παρέμβασηκαι πρωτοβουλία.
Η επίσημη ψυχιατρική της χώρας δεν φάνηκε ούτε στιγμή ν΄ αναγνωρίζει την ανάγκη για παρέμβαση στην Λέρο ως δική της υπόθεση. Το ΚΘΛ αντιμετωπίστηκε σαν μια κακοφορμισμένη πληγή, που προκαλεί δυσχέρειες στο υπόλοιπο «υγιές» σώμα και ιδιαίτερα ενοχλήσεις και επικρίσεις στα διεθνή συνέδρια, που φτάνουν να γίνονται πολιτικές πιέσεις σε ανώτερο επίπεδο και η Λέρος να καταλήγει να γίνεται ένα πιόνι στη διεθνή σκακιέρα. Ενδεικτικές της στάσης της επίσημης ψυχιατρικής είναι οι προκλητικές δηλώσεις ψυχιάτρων στο 11οΠανελλήνιο Συνέδριο της ΕΨΕ, ότι όποιος πάει να δουλέψει στη Λέρο πρέπει ν΄ αποβληθεί από το ψυχιατρικό σώμα!....
Ολη αυτή την περίοδο είναι ιδιαίτερα εμφανής η έλλειψη ενός κοινωνικού και πολιτικού κινήματος που να θέτει το ζήτημα της παρέμβασης στους θεσμούς μέσα από μια συνολική αμφισβήτηση των θεσμικών και κρατικών μηχανισμών-και αυτό παρά την κλιμακούμενη κοινωνική και πολιτική κρίση εκείνη την περίοδο. Ετσι, αυτό που λειτούργησε και στην περίπτωση της Λέρου ήταν ο διεθνής διασυρμός και οι ποικίλες έξωθεν πιέσεις. Πρέπει να τονίσουμε εδώ, σε συνάρτηση μάλιστα, με την σημερινή κατάσταση όπως αυτή έχει διαμορφωθεί, ότι, ακριβώς όπως τότε, η απουσία ενός κοινωνικού κινήματος είναι κρίσιμης σημασίας γιατί μια ουσιαστική, ριζική μεταρρύθμιση των κυρίαρχων θεσμών, όπως το ψυχιατρείο και άλλοι, δεν μπορεί να προέλθει από ένα μονοσήμαντο τεχνικό λόγο και πρακτική. Απαιτεί μια πολυεπίπεδη διαδικασία, κομμάτι της οποία είναι η αντιϊδρυματική κοινωνική και πολιτική πράξη και λόγος στο μικροεπίπεδο του θεσμού, στη σύνδεσή της με την κοινωνικοπολιτική πράξη στο μακροκοινωνικό επίπεδο. Οσο περισσότερο η κινηματική διαδικασία είναι αδύναμη και υποχωρεί, τόσο περισσότερο το έδαφος καταλαμβάνεται από τεχνοκρατικές λύσεις και διοικητικού τύπου ρυθμίσεις, που ισοδυναμούν με μορφές αναπαλαίωσης της διαχείρισης του ψυχικού πόνου, σύμφωνα με τις νέες κυρίαρχες κοινωνικές απαιτήσεις.

Ποιες ήταν οι καθοριστικές παράμετροι που έκαναν δυνατό τον ριζικό μετασχηματισμό στην Λέρο και την αποδόμηση μιας σειράς θέσφατων και κατασκευών της κυρίαρχης ψυχιατρικής, όπως, πχ, για το «ανίατο», για την «απουσία νοήματος» στον λόγο του ψυχικά πάσχοντα, για την αμετάστρεπτη πορεία προς την χρονιότητα, την υπολειτουργικότητα, τη αποκοινωνικοποίηση, την ανικανότητα, την κατωτερότητα της ύπαρξής του και επομένως, την στέρηση των δικαιωμάτων του, ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών, γιατί «δεν δύναται» να τα διεκδικήσει και «δεν τα αξίζει» επειδή δεν μπορεί να τα ασκήσει;
-Μια πρώτη παράμετρος ήταν η εγκαθίδρυση της προτεραιότητας της προσωπικής σχέσηςµε το νοσηλευόμενο ως ανθρώπινης ύπαρξης στην ολότητά της και στην ιδιαιτερότητα και μοναδικότητά της και όχι ως διαγνωστικής κατηγορίας, απέναντι στη μαζική διαχείριση των αναγκών.Στην κατεύθυνση, δηλαδή, της σχέσης άνθρωπος προς άνθρωπο και όχι απλά στη μερικότητα της σχέσης "ειδικός" προς "ασθενή".
-Ηταν, εν συνεχεία, η ανάπτυξη όλων των δραστηριοτήτων που τείνουν στην εγκαθίδρυση και διασφάλιση της ελευθερίαςως μιας ουσιαστικά θεραπευτικής κατάστασης.
-Ηταν η αντιμετώπιση όλων των νοσηλευομένων, ανεξάρτητα από διαγνωστική κατηγορία ή βαρύτητα, χωρίς καμιά επιλογή και αποκλεισμό.
-Ηταντο ξεπέρασμα της μονομέρειας των ειδικών, προκαθορισμένων ρόλων, προς µιαν ολόπλευρη, σφαιρική φροντίδα της ανθρώπινης ύπαρξης από ένα "σφαιρικό λειτουργό".
-Ηταν ηεπιδίωξη του εξανθρωπισμού και του ξεπεράσματος των αποκοινωνικοποιητικών και κατασταλτικών πρακτικών μέσα στο ψυχιατρείο ως μιας στιγμής στην διαδικασία της Αποϊδρυµατοποίησης - από το ατομικό πρόγραμμα ενός ασθενή μέχρι τις γενικότερες αλλαγές σ' ένα τμήμα.
Με τις εξόδους στη κοινότητα, με την αντιμετώπιση της «μαύρης» καταπιεστικής εργασίας» μέσω της προώθησης της ελεύθερης αμειβόμενης εργασίας, με την διασφάλιση των όποιων χρηματικών εισοδημάτων προς ατομική χρήση κλπ.
-Ηταν η προσπάθεια για ανάπτυξη όλων των δραστηριοτήτων σε µια σχέση συνεργασίας µε το μόνιμο,φυλακτικό προσωπικό, στην κατεύθυνση του ξεπεράσματος του φυλακτικού ρόλου.

Ο μετασχηματισμός και η Αποϊδρυματοποίηση στη Λέρο έγιναν στη βάση μιας μεγάλης πολιτιστικής αλλαγής, μέσα και έξω από το ψυχιατρείο. Μέχρι την περίοδο που ξεκίνησαν οι συντονισμένες προσπάθειες, το προσωπικό εθεωρείτο ανεπίδεκτο προς αλλαγή, η τοπική κοινωνία ένας αμετάθετος φράκτης. Πράγματι, η ιδρυματική οικονομία, τα κατεστημένα τοπικά συμφέροντα, οι ισχυρές πελατειακές σχέσεις, ο τρόπος διαχείρισης του ψυχιατρείου, φαινόταν να διακωμωδούν και να ακυρώνουν εκ των προτέρων κάθε υπαινιγμό για αλλαγή κουλτούρας και αποτελούσαν ορισμένα από τα βασικά επιχειρήματα της στενά διοικητικής προσέγγισης του ζητήματος της Λέρου.
Ωστόσο, αυτό που φαινόταν σαν ένας συμπαγής και αδιαπέραστος φράκτης, διαπερνιόταν από τις δικές του αντιφάσεις, είχε τα δικά του αδύνατα σημεία. Το πρώτο ήταν ότι το ίδιο το προσωπικό, παρά τις αναπόφευκτες και εύλογες αντιστάσεις, δεν μπορούσε, αυτό το ίδιο, να υποφέρει την άθλια κατάσταση. Δεν μπορούσε να συνεχίσει να φέρει πάνω του το στίγμα του φύλακα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης – όσο κι΄ αν αυτό το στίγμα ανήκε, στην πραγματικότητα, στην επίσημη ψυχιατρική και στο κράτος. Αλλά και ολόκληρη η κοινωνία, που μεγάλο μέρος της αποτελεί το προσωπικό του ψυχιατρείου, ενδιαφερόταν να εξαλείψει το στίγμα, που η ιστορική του καταγωγή χανόταν σε μιαν ολόκληρη διαδρομή διαδοχικών εγκλεισμών διαφόρων ομάδων εξόριστων στο νησί.

Η στρατηγική του ριζικού μετασχηματισμού στη Λέρο δεν μπορούσε παρά να αναφέρεται, από κοινού με το ψυχιατρείο, σε ολόκληρη την τοπική κοινωνία, της οποίας η κοινωνική αναπαραγωγή είχε επιβληθεί, μέσα από τις άνωθεν επιλογές, να τελείται μέσω του σχηματισμού μιας ιδρυματικής οικονομίας - με ένα μεγάλο ψυχιατρείο σε ένα μικρό νησί. Γι΄ αυτό είχαμε τότε συνδέσει την στρατηγική του βαθμιαίου μετασχηματισμού του ψυχιατρείου, ενάντια στις επιδιώξεις μιας διοικητικής διάλυσής του, με την αδιαπραγμάτευτη διατήρηση των θέσεων εργασίας μέσω του μετασχηματισμού της ιδρυματικής οικονομίας προς ποικίλων ειδών παραγωγικές δραστηριότητες, κινητήρια δύναμη για τις οποίες θα μπορούσαν να είναι συνεταιριστικές μονάδες από το εσωτερικό του ψυχιατρείου, όπου ασθενείς και προσωπικό θα έμπαιναν σε νέες σχέσεις και ρόλους, αξιοποιώντας κατάλληλα και στοχευμένα τον προϋπολογισμό του νοσοκομείου και τα όποια τότε διατιθέμενα κονδύλια (κάτι που ίσως οδηγούσε σε διαφορετικές προοπτικές αν δεν είχε από την αρχή υπονομευτεί από ποικίλα κοντόφθαλμα συμφέροντα).
Ηταν μια κίνηση με επίκεντρο την επιδίωξη μιας Λέρου ως «Διεθνούς Κέντρου Αποκατάστασης» (FrRotelli). Ηταν το ρίξιμο των τοίχων και η ενσωμάτωση του πρώην ψυχιατρείου (μετασχηματισμένου σε μονάδες κατοικίας και συνεταιριστικές δραστηριότητες) στον πολεοδομικό ιστό του νησιού, η αξιοποίηση των εγκαταλειμμένων κτιρίων του, πρώην ιταλικών στρατώνων (μουσεία, χώροι πολιτιστικών δραστηριοτήτων, διαμονής κλπ), η ίδρυση Κέντρου Ψυχικής Υγείας, Κινητής Μονάδας για τα γύρω νησιά κλπ.

Ενας βασικός παράγοντας, αν και όχι ο μόνος, που έκανε την ως άνω προοπτική να φαντάζει ως άκρως εξωπραγματική, ήταν ο απότομος, αιφνιδιαστικός, αν και προαναγγελθείς, τερματισμός των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων για τον μετασχηματισμό του ψυχιατρείου, τον Ιούνιο του 1995. Ηταν τότε που κατέρρευσε απότομα η όποια συνέχεια μιας ανολοκλήρωτης μεταρρυθμιστικής προσπάθειας. Πολύς λόγος γινόταν τότε και εξακολουθεί να γίνεται, για τον ρόλο της ΕΕ στην εισαγωγή της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στη Λέρο και κατ΄ επέκτασιν, σε όλη την Ελλάδα Αυτό είναι, φυσικά, αλήθεια, αν με αυτό εννοούμε την υλοποίηση του καν. 815/84 και την πίεση που ασκήθηκε γι΄ αυτή την υλοποίηση - δεν φτάνει, όμως, για να εξηγήσει αυτό που έγινε και ιδιαίτερα, το πώς έγινε. Θα μπορούσαμε να πούμε, εν προκειμένω ότι η ΕΕ συνετέλεσε στην εισαγωγή στην Ελλάδα, με τη αντίστοιχη εγχώρια προσαρμογή τους, ξένων προτύπων, όπως έχει, ιστορικά, γίνει με τον «εκσυγχρονισμό» σε πολλούς τομείς σ΄ αυτή τη χώρα. Πρότυπα που συχνά είχαν ήδη δείξει τις αδυναμίες και ανεπάρκειές τους μετά από χρόνια εφαρμογής τους στις χώρες προέλευσης, πάντα στα πλαίσια, ή το πολύ στις παρυφές του κυρίαρχου ψυχιατρικού παραδείγματος.
Αν και η ευθύνη για την χάραξη μιας πολιτικής για την Ψυχική Υγεία ήταν, φυσικά, στην εκάστοτε εγχώρια πολιτική ηγεσία και στην εγχώρια ψυχιατρική κοινότητα, ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήξερε πολύ καλά τι θα επακολουθούσε με την απότομη διακοπή των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων στη Λέρο το 1995, όπως ήξερε πολύ καλά τι σήμαινε το βίαιο κλείσιμο των ψυχιατρείων, το οποίο προβλεπόταν για φέτος στο σύμφωνο Αντόρ- Λυκουρέντζου, χωρίς να υπάρχει, έστω και κατ΄ ελάχιστον, το ολοκληρωμένο δίκτυο των κοινοτικών υπηρεσιών, που θα λειτουργούσε εναλλακτικά στο ψυχιατρείο και στον εγκλεισμό. Όμως, για την ΕΕ έφτανε, τότε, ότι, μέσω των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών που είχαν προηγηθεί, η εικόνα του «εθνικού σκανδάλου», η ντροπιαστική εικόνα ενός κράτους μέλους είχε εκλείψει. Δεν τους ένοιαξε ποτέ επί της ουσίας, αν είχαν, δηλαδή, παγιωθεί οι όποιοι μετασχηματισμοί, αν είχε οικοδομηθεί και τεθεί σε λειτουργία μια εναλλακτική λύση, τους ένοιαζε μόνο το φαίνεσθαι, η εικόνα – αν και σήμερα έχουν ξεπεράσει ακόμα και αυτά προσχήματα και δεν τους νοιάζει καν η «εικόνα», δεν τους νοιάζει καθόλου αν με τα διαδοχικά μνημόνιά τους, έχουν μετατρέψει ολόκληρη τη χώρα σε μιαν εξαθλιωμένη, διαρκώς φτωχοποιούμενη Αποικία, φτηνού και άκρως ελαστικοποιημένου εργατικού δυναμικού, μιαν αχανή Ελεύθερη Οικονομική Ζώνη (ΕΟΖ).
Και έτσι, παρά τις ουδόλως αμελητέες προσπάθειες εκ των έσω στο ΚΘΛ, με τον ΚΟΙΣΠΕ, την μονάδα οξέων, την Κινητή Μονάδα (η οποία οδηγήθηκε, άνωθεν, στο κλείσιμο), η ΕΕ, οι διαδοχικές κυβερνήσεις και άλλοι εμπλεκόμενοι παράγοντες, οδήγησαν το ψυχιατρείο στον βαθμιαίο μαρασμό, στην αποστράγγιση από προσωπικό, στην εδώ και 25 χρόνια «πορεία αργού θανάτου» μέσα από τον βαθμιαίο θάνατο, λόγω γήρατος, των ασθενών. Μια κατάσταση που οδήγησε στο σημείο να ακουστούν από την Λέρο θεσμικές φωνές (του Δημάρχου κλπ) που ζητούσαν την μεταφορά στο ΚΘΛ ασθενών από τα άλλα ψυχιατρεία για να διευκολυνθεί το κλείσιμό τους – κατ΄ αναλογίαν αυτού που είχε γίνει και πριν από 57 χρόνια - όχι να ξεπεράσουμε αυτό που έμεινε να σηματοδοτεί η λέξη «Λέρος», αλλά να το ξαναφτιάξουμε.
Η κατάρρευση της Ψυχικής Υγείας πλήττει, αυτή τη στιγμή, θανάσιμα το ΚΘΛ καθώς, εδώ και πέντε χρόνια, η Κινητή Μονάδα δεν λειτουργεί, γιατί δεν στηρίχτηκε και μάλιστα υπονομεύτηκε από την κεντρική πολιτική ηγεσία και την τοπική Διοίκηση, ενώ, αυτή τη στιγμή έχουν κλείσει και οι δυο μονάδες οξέων περιστατικών του ΚΘΛ, με αποτέλεσμα (με δεδομένη και την άκρως υποβαθμισμένη λειτουργία της ψυχιατρικής κλινικής στο νοσοκομείο της Ρόδου) ολόκληρος ο νομός Δωδεκανήσου, ύστερα από πολλά χρόνια, να έχει μείνει, πρακτικά, χωρίς δυνατότητα παροχής ψυχιατρικής φροντίδας και όλοι όσοι έχουν ανάγκη νοσηλείας να διακομίζονται στην Αθήνα.

Αλλά και η ψυχιατρική κοινότητα λειτουργεί ως εάν η «Λέρος» (το προϊόν του ψυχιατρικού της παραδείγματος, δηλαδή) δεν υπήρξε ποτέ, ή, ως εάν είναι μια μακρινή ανάμνηση θαμμένη κάπου παλιά στην ιστορία. Και συνεχίζει χωρίς κανένα φραγμό, ως αυτονόητες, τις ίδιες πρακτικές που οδήγησαν στην δημιουργία της Αποικίας Ψυχασθενών Λέρου, παράγοντας διαρκώς αντίστοιχες καταστάσεις, που σήμερα έχουν απλώς άλλη μορφή - το όργιο των μηχανικών καθηλώσεων –και των προκαλούμενων θανάτων από αυτές- των βίαιων εξιτηρίων, την εγκατάλειψη των ασθενών χωρίς καμιά φροντίδα (συχνά στους δρόμους) και των οικογενειών χωρίς καμιά στήριξη, τον μονόδρομο του ψυχοφάρμακου, την απόρριψη του λόγου, της υποκειμενικότητας και των δικαιωμάτων του ψυχικά πάσχοντος κοκ.
Βολεύει πολλούς να συνδέουν και να ταυτίζουν τη Λέρο με τις φωτογραφίες από το ψυχιατρείο της εποχής, που υπάρχουν και εντυπωσιάζουν, ή τρομάζουν και όχι με αυτό που οι φωτογραφίες, η πραγματικότητα που απεικόνιζαν, ήταν πραγματικά : «όχι ένας τόπος αλλά ένας τρόπος», ένας τρόπος που επιβλήθηκε και εφαρμόστηκε σε έναν τόπο, ο τρόπος, δηλαδή, λειτουργίας της κυρίαρχης ψυχιατρικής. Και, προπαντός, μη αναφερόμενοι ποτέ στο πώς, όλο αυτό, έγινε δυνατό ν΄ αλλάξει.

Η σημερινή συνάντηση δεν είναι, και δεν πρέπει κατ΄ ουδένα τρόπο να εκληφθεί ως απλώς, μια συνάντηση μνήμης. Είναι μια ευκαιρία να έλθει ξανά στο προσκήνιο η εμπειρία που, αν και ανολοκλήρωτη, υπήρξε, ήταν δυνατή, έγινε - μια εμπειρία από μια πρακτική ριζικού μετασχηματισμού του ψυχιατρικού θεσμού, αλλά και των κοινωνικών στάσεων και αντιλήψεων, που έπαιξε ένα καταλυτικό ρόλο στις αλλαγές που συντελέστηκαν στο ΚΘ Λέρου. Να έλθει ξανά στο προσκήνιο ως ένα πολύτιμο και αναξιοποίητο μέχρι τώρα κεφάλαιο μιας χειραφετητικής θεωρίας και πράξης σ΄ αυτή την εξαιρετικά κρίσιμη οικονομική, κοινωνική και πολιτική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, ως ένα πολύτιμο εφόδιο απέναντι στα αδιέξοδα και τις αγκυλώσεις της ψυχιατρικής παντού, σε όλη τη χώρα, για το χτίσιμο ενός άλλου μέλλοντος για την Ψυχική Υγεία – αλλά, ταυτόχρονα, και ως της δέουσας στάσης και αντιμετώπισης των «διαφορετικών», των «άλλων» της νέας εποχής, των μεταναστών και των προσφύγων που αναζητούν προστασία, φιλοξενία και ασφαλές πέρασμα (μεταξύ άλλων, και διαμέσου της Λέρου) προς άλλες χώρες, διωγμένοι από πολέμους, στρατιωτικούς, αλλά και οικονομικούς και κοινωνικούς

20 Ιουνίου 2015




To κείμενο αποτελεί εισήγηση του Θ. Μεγαλοοικονόμου  στο διεθνές συνέδριο "Λέρος 25 χρόνια μετά- Συνάντηση αποτίμησης της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης" που πραγματοποιήθηκε στη Λέρο 19-21 Ιουνίου 2015




Η Ομάδα Δράσης κατά της Αστυνομικής Βίας/Αυθαιρεσίας & του Εκφασισμού της Καθημερινότητας όλων μας, σας προσκαλεί στην εκδήλωση, που διοργανώνει: 



Το Σάββατο 25 Απρίλη 2015 
στο Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο «Εμπρός»



ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Α΄ Μέρος

ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ
6.00μμ: Δήμητρα Μακρυνιώτη – Καθηγήτρια
Κοινωνιολογίας στο ΕΚΠΑ:
"Η ψυχική νόσος ως απειλή και πρακτικές
νομιμοποίησης του Στιγματισμού"
6.20μμ: Θεόδωρος Μεγαλοοικονόμου - Ψυχίατρος:
"Οι κοινωνικές ρίζες του στίγματος"
6.40μμ: Εύη Μυλωνάκη – Νομικός:
"Το στίγμα της ακούσιας νοσηλείας"
7.00μμ: Κατερίνα Αγγελή- Πρόεδρος ΚΙΝ.Α.Ψ.Υ (Κίνηση
Αδελφών Ατόμων με προβλήματα Ψυχικής Υγείας)
7.20μμ: Μαριάννα Κεφαλληνού – Ψυχολόγος - Mέλος
Συγγενών & Φίλων του Hearing Voices Network:
"Δουλεύοντας με οικογένειες και φίλους για το
ξεπέρασμα του στίγματος μέσα μας και γύρω μας"


Β΄ Μέρος

ΣΥΖΗΤΗΣΗ
8.00μμ-9.00μμ: Συζήτηση με το κοινό

ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ
9.00μμ-9.15μμ

Γ΄ Μέρος

ΔΙΑΔΡΑΣΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ - Playback
9.20μμ – 10.40μμ: Ομάδα διαδραστικού-υπαρξιακού θεάτρου Playback - Εταιρεία δραματικής έκφρασης και θεραπείας "Παλμός".

Συντελεστές παράστασης για το ρατσιστικό στίγμα στην ψυχική υγεία
Συντονιστής: Δημήτρης Μπέγιογλου
Μουσική: Χρήστος Κανάβης
Eικαστικά: Αλκηστη Μπούρα
Ηθοποιοί: Παύλος Δρακούλης, Δήμητρα Μάγιου, Μαρία Μαραγκοπούλου, Λίλα Μουτσοπούλου, Αρτεμις Χατζηαργυρίου.

(H ομάδα δημιουργήθηκε από τον ψυχίατρο δραματοθεραπευτή Λάμπρο Γιώτη και δίνει λόγο σε όλους τους ανθρώπους αλλά ιδιαίτερα στις ευπαθείς μειονότητες, που θέλουν να εκφράσουν τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις ιστορίες τους και να τις δουν παιγμένες αυτοσχεδιαστικά από τους καλλιτέχνες).

Είσοδος ελεύθερη.

Θα υπάρχει κουτί ελεύθερης συνεισφοράς για την Ομάδα διαδραστικού-υπαρξιακού θεάτρου Playback, κλπ. έξοδα