Της ΕΛΙΖΑΜΠΕΤΤΑΣ ΚΑΖΑΛΟΤΤΙ

Ελευθεροτυπία, Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

ΣΕ ΜΚΟ ΔΙΕΤΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ

Μέσω... ΕΣΠΑ και αγνοώντας την ισχύουσα νομοθεσία, προχωρά το υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης σε άμεση ιδιωτικοποίηση των Κέντρων Ψυχικής Υγείας.

Σύμφωνα με απόφαση του υπουργείου, επεκτείνονται στα Κέντρα Ημέρας αρμοδιότητες που μέχρι τώρα ήταν στην αποκλειστική δικαιοδοσία των ΚΨΥ.

Αναθέτονται δηλαδή με προγράμματα διετούς διάρκειας (μέσω ΕΣΠΑ) κοινοτικές υπηρεσίες στις ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στον τομέα. Και αυτά ενάντιον στο γράμμα του νόμου (2716/99) που προβλέπει ότι ΚΨΥ (στο πεδίο των αρμοδιοτήτων των οποίων είναι οι υπηρεσίες που προγραμματίζεται να προσφέρονται από τα Κ.Η.) μπορεί ν' αναπτύξει μόνο το Δημόσιο.

Συγκεκριμένα και πάντα σύμφωνα με όσα αναγράφονται στην απόφαση 1708 (22/06/2011) του υπουργείου, τα Κέντρα Ημέρας των ΜΚΟ θα εξουσιοδοτηθούν στο εξής να προσφέρουν και υπηρεσίες, όπως είναι η έγκυρη εκτίμηση στις σοβαρές ψυχικές διαταραχές, η παρέμβαση σε περίπτωση κρίσης ή υποτροπής της νόσου, η χορήγηση και παρακολούθηση της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής κ.λπ., που μέχρι σήμερα ήταν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των ΚΨΥ. Η εξουσιοδότηση θα ισχύει για τα δύο χρόνια που θα διαρκέσει η χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ.

Στα Κέντρα Ημέρας

Ιδιωτικοποιείται περαιτέρω δηλαδή η ψυχική υγεία και σύμφωνα με όσα δήλωσε αγανακτισμένος στην «Ε» ο ψυχίατρος, διευθυντής του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής «Δαφνί», Θόδωρος Μεγαλοοικονόμου, ανατίθεται κοινοτική ψυχική υγεία στις ΜΚΟ την ίδια στιγμή που εμποδίζεται το Δημόσιο να δημιουργήσει Κέντρα Ψυχικής Υγείας.

«Οι ΜΚΟ» διευκρίνισε ο ψυχίατρος σχολιάζοντας την απόφαση του υπουργείου, «μπορούσαν μέχρι τώρα να λειτουργούν Κέντρα Ημέρας. Το Κέντρο Ημέρας, κανονικά, αποτελεί μόνο μία από τις λειτουργίες ενός Κέντρου Ψυχικής Υγείας. Προ 12 χρόνων, όταν έγινε ο σχετικός νόμος (που έκανε μεγάλες παραχωρήσεις στον ιδιωτικό "μη κερδοσκοπικό", αλλά και κερδοσκοπικό τομέα), "κρατήθηκαν" κατά κάποιον τρόπο και δεν άφησαν τα ΚΨΥ να περάσουν στον ιδιωτικό τομέα -παραχώρησαν μόνο μία από τις λειτουργίες τους, αυτήν του Κέντρου Ημέρας. Σήμερα τα Κέντρα Ημέρας των ΜΚΟ εξουσιοδοτούνται να προσφέρουν και υπηρεσίες ΚΨΥ. Και αυτό για τα δύο χρόνια που θα διαρκεί η χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ και με προσωπικό με σύμβαση ορισμένου χρόνου (για θέσεις που κατ' εξοχήν πρέπει να είναι μόνιμες, για όποιον καταλαβαίνει για τι είδους δουλειά πρόκειται). Δημιουργούν, δηλαδή, υπηρεσίες θνησιγενείς, που τις δίνουν σε ημετέρους και "πρόθυμους" για μια "αρπαχτή" δύο χρόνων, και για μια δήθεν προσφορά κοινοτικών υπηρεσιών».

Το κόστος στο λήπτη

Αυτό σύμφωνα με τον κ. Μεγαλοοικονόμου πιθανόν να σημαίνει και ένα σχέδιο για την πλήρη ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας, όπου το κόστος θα μεταφερθεί σταδιακά στο λήπτη των υπηρεσιών.

«Με δυο λόγια» είπε χαρακτηριστικά ο διευθυντής-ψυχίατρος, «αυτή η παραχώρηση αρμοδιοτήτων στις ΜΚΟ σηματοδοτεί την επίσημη ταφόπετρα στην όποια συζήτηση για ψυχιατρική μεταρρύθμιση και την είσοδο της αγοράς στα πάντα». *

Προς ενιαίο Δαφνί - Δρομοκαΐτειο κινείται το υπουργείο

 

ΔΡΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΕΣΥ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΝ ΟΙ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΕΣ*

ΔΙΕΥΘΥΝΤΕΣ ΨΥΧΙΑΤΡΕΙΩΝ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΟΥΝ ΟΤΙ Η ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΘΥΜΑ

Της ΕΛΙΖΑΜΠΕΤΤΑΣ ΚΑΖΑΛΟΤΤΙ

 

 

 

Ι

Δραματική συρρίκνωση του δημόσιου τομέα στο χώρο της Υγείας προκύπτει από τις προτάσεις (ντιρεκτίβες) για τη «Λειτουργική Αναδιάρθρωση - Συνενώσεις των Νοσοκομείων και λοιπών μονάδων Υγείας», της 2ης Υγειονομικής Περιφέρειας. Ανάλογες προτάσεις και για άλλες υγειονομικές περιφέρειες είναι στα σκαριά ή διαμορφώθηκαν ήδη.

Προβλέπεται η συγχώνευση των δύο μεγαλύτερων ψυχιατρικών νοσοκομείων της Αττικής Οι προτάσεις αυτές περιλαμβάνουν συγχωνεύσεις μεγάλων νοσοκομείων και δραστική μείωση των κλινών και του προσωπικού.

Ιδιαίτερο πλήγμα αναμένεται να δεχτεί ο χώρος της ψυχικής υγείας, αφού προβλέπεται ακόμη και η συγχώνευση των δύο μεγαλύτερων ψυχιατρικών νοσοκομείων της Αττικής - Δαφνί και Δρομοκαΐτειο.

Συγκεκριμένα, ανάμεσα στις προτάσεις των υπευθύνων της 2ης Υγειονομικής Περιφέρειας, που έχει υπό την ευθύνη της πληθώρα νοσοκομειακών μονάδων και δομών στον Πειραιά, στη Δυτική Αττική και στην περιοχή του Αιγαίου, είναι α) η διοικητική ενοποίηση δύο ή περισσότερων νοσοκομείων, β) η λειτουργική ομαδοποίηση ανά κατηγορίες νοσοκομείων, γ) η ενοποίηση ορισμένων υπηρεσιών και λειτουργιών.

Προβλέπονται ακόμη ομαδοποίηση μονάδων ανά κατηγορία και συνενώσεις ομοειδών κλινικών στο ίδιο νοσοκομείο, όπως και μεταφορά κλινικών μεταξύ των νοσοκομείων της ίδιας ή άλλης Υγειονομικής Περιφέρειας. Μεταξύ των άλλων προτείνεται, συγκεκριμένα, η ανάπτυξη τουλάχιστον ενός Γενικού Νοσοκομείου στην Ανατολική Αττική, η διοικητική ενσωμάτωση του Νοσοκομείου «Αγία Βαρβάρα» σε μία από τις μεγάλες Νοσοκομειακές Μονάδες του Πειραιά (Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας ή Περιφερειακό Γενικό Νοσοκομείο «Αττικόν»).

Σε ό,τι αφορά τα Ψυχιατρικά Νοσοκομεία προτείνεται η ενοποίηση του ΨΝΑ «Δαφνί» με το ΨΝΑ «Δρομοκαΐτειο» και η λειτουργική αναδιάρθρωση των δομών εξωνοσοκομειακής περίθαλψης.

Συγκεκριμένα, επισημαίνεται η ανάγκη δημιουργίας τμημάτων ψυχιατρικής εξειδίκευσης, δραστικής μείωσης των κλινών και επαναξιολόγησης της αποτελεσματικότητας όλων των εξωνοσοκομειακών δομών περίθαλψης και φιλοξενίας.

Τι σημαίνουν οι προτάσεις

Για να κατανοήσουμε καλύτερα τι σημαίνει μείωση νοσοκομειακών ψυχιατρικών κλινών (δηλαδή, των τμημάτων των λεγόμενων «οξέων» σε ψυχιατρεία και γενικά νοσοκομεία), ας αναλογιστούμε ότι υπηρεσίεςρότυπα στην Ευρώπη (αναγνωρισμένες ως πιλοτικές από τον ΠΟΥ), με ολοκληρωμένο δίκτυο κοινοτικών υπηρεσιών, εργασιακών δομών, συνεταιρισμών, με αναγκαστικές νοσηλείες κάτω του 1% των εισαγωγών, έχουν μια αναλογία ψυχιατρικών κλινών (νοσηλείας) στον πληθυσμό 40 προς 250.000.

Για την Ελλάδα αυτό θα σήμαινε 1.320 κλίνες «οξέων». Ο αριθμός αυτός στην Ελλάδα δεν προσεγγίζεται καν, αλλά ακόμα και αν τον έφτανε, θα αντιστοιχούσε σ' ένα σύστημα χωρίς το ελάχιστο δίκτυο κοινοτικών υπηρεσιών, προϊόν του οποίου είναι και το ποσοστό του 55% των αναγκαστικών νοσηλειών επί του συνόλου των εισαγωγών σε μονάδες ψυχιατρικής νοσηλείας, που είναι και από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. *

«Υπάρχει αντίδοτο, το δείχνουν οι πλατείες»

Μεγάλο θύμα της «αναδιάρθρωσης» στο χώρο της Υγείας αναμένεται να είναι ο δημόσιος τομέας, τόνισε μιλώντας στην «Ε» ο Γιώργος Αστρινάκης, διευθυντής-ψυχίατρος του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου «Δρομοκαΐτειο».

Συγκεκριμένα, παρατήρησε: «Απέναντι στην πολυδιαφημισμένη αναδιάρθρωση και συγχώνευση υπηρεσιών Υγείας και δη νοσοκομείων, πρέπει να διαβάζουμε "συρρίκνωση του δημόσιου τομέα" και μεταφορά μέρος του στον ιδιωτικό τομέα, με αποτέλεσμα ο ασφαλισμένος να πληρώνει διπλά - και από τις ασφαλιστικές εισφορές και από την τσέπη του».

Αναφερόμενος στον τομέα της ψυχικής υγείας είπε: «Η ψυχιατρική μεταρρύθμιση τα τελευταία χρόνια κακοποιήθηκε τόσο πολύ ώστε πολλές φορές να σημαίνει το αντίθετό της, με σκοπό βέβαια να κοροϊδέψουμε τους "κουτόφραγκους" για να πάρουμε τις επιδοτήσεις και να διατηρήσουμε το status quo ως έχει. Μετά την προσπάθεια μαζικής ενοχοποίησης ("μαζί τα φάγαμε") και την προβολή του αδιεξόδου της κατάστασης (δεν υπάρχει άλλος δρόμος εκτός του Μνημονίου), θέλησαν να μας μετατρέψουν σε αυτοτιμωρούς, αποσυρμένους και καταθλιπτικούς αυτόχειρες, για να δεχτούμε αβίαστα τα νέα μέτρα. Τώρα πλέον απέναντι σ' αυτή την καθοδηγούμενη παθογόνο δράση, με τη στενή και την ευρύτερη έννοια του όρου, αντίδοτο υπάρχει για την ψυχική και σωματική μας υγεία... Οι πλατείες το δείχνουν».


«Τελειώνουν με τα 2 ψυχιατρεία της Αθήνας»

Τον κώδωνα του κίνδυνου για την επιβίωση των δομών ψυχικής Υγείας κρούει και ο διευθυντής-ψυχίατρος του ΨΝΑ «Δαφνί» Θόδωρος Μεγαλοοικονόμου και επισημαίνει μεταξύ των άλλων: «Υλοποιώντας τη «μνημονιακή» πολιτική του υπουργείου Υγείας για τις συγχωνεύσεις των νοσοκομείων, η διοίκηση της 2ης ΥΠΕ, στις προτάσεις (ντιρεκτίβες) της για τη «Λειτουργική Αναδιάρθρωση - Συνενώσεις των Νοσοκομείων και λοιπών μονάδων Υγείας», δεν χρειάστηκε παρά δύο παραγράφους για να «τελειώνει» με τα δύο ψυχιατρεία της Αθήνας («Δαφνί» και «Δρομοκαΐτειο»), δύο παραγράφους που ανάγονται σε τέσσερις λέξεις: δραστική μείωση των κλινών.

Και συγχέουν σκόπιμα, παρουσιάζοντάς τες αθροιστικά, σαν να ήταν το ίδιο πράγμα, τις κλίνες φιλοξενίας των εξωνοσοκομειακα στεγαστικών δομών (ξενώνες και οικοτροφεία), με τις νοσοκομειακές κλίνες.

»Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι το κλείσιμο, συρρίκνωση ή συγχώνευση έστω και μιας στεγαστικής δομής, θα είναι καθαρή εγκληματική ενέργεια. Λόγω της πλήρους απουσίας ολοκληρωμένων κοινοτικών υπηρεσιών για στήριξη στον τόπο κατοικίας και με δεδομένη τη ραγδαία πτώχευση ατόμων, οικογενειών, όλο και μεγαλύτερων στρωμάτων του πληθυσμού, το αίτημα για "κλίνη φιλοξενίας" αυξάνεται ήδη με γοργούς ρυθμούς, με άμεση προοπτική, τη ραγδαία αύξηση των αστέγων με σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας».


Σύμφωνα με δημοσίευμα της Αυγής, 25 Μαίου 2011:


«Θα πληρώνουν για την περίθαλψή τους οι χρονίως πάσχοντες!»

«Κλιμακωτό ποσοστό επί της πενιχρής σύνταξης που λαμβάνουν θα κληθούν να καταβάλλουν στο εξής οι χρονίως πάσχοντες οι οποίοι περιθάλπονται σε κάθε είδους νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου θεραπευτήρια χρονίων παθήσεων, αλλά και οι ψυχικώς πάσχοντες οι οποίοι φιλοξενούνται σε ξενώνες, οικοτροφεία και προστατευόμενα διαμερίσματα αποασυλοποίησης, που ανήκουν σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου!

Τροπολογίες κατέθεσε αιφνιδίως χθες στη Βουλή ο Αν. Λοβέρδος:

Τα παραπάνω θα ισχύσουν άμεσα, εάν εγκριθούν τελικά από τη Βουλή οι δύο σχετικές προσθήκες - τροπολογίες τις οποίες κατέθεσε χθες αιφνιδιαστικά ο υπουργός Υγείας Αν. Λοβέρδος στο νομοσχέδιο για τις μεταμοσχεύσεις, το οποίο συζητείται στην επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής.

Το ύψος του κλιμακωτού ποσοστού επί της σύνταξης των πασχόντων θα προσδιορισθεί αργότερα με απόφαση του υπουργού Υγείας.

Τέλος, με άλλη προσθήκη την οποία κατέθεσε επίσης χθες ο Αν. Λοβέρδος στο ίδιο νομοσχέδιο, παρέχεται η δυνατότητα στις διοικήσεις των νοσοκομείων του ΕΣΥ να συνάπτουν συμβάσεις με ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες για την κάλυψη των παρεχομένων στους ασφαλισμένους τους ιατρικών και νοσηλευτικών υπηρεσιών κατά την ολοήμερη λειτουργία των ιδρυμάτων, δηλαδή για το χρονικό διάστημα πέραν του τακτικού ωραρίου λειτουργίας των νοσοκομείων.

Β.Β. »

 


Σχόλιο από psyspirosi.gr :

Ισως δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η κατακρεούργηση των γλίσχρων εισοδημάτων των ψυχικά πασχόντων εισάγεται μέσω του νομοσχεδίου για τις μεταμοσχεύσεις. Ο Λοβέρδος, ως τυφλό εκτελεστικό όργανο της κρεατομηχανής του ΔΝΤ, ως άλλος «έμπορος οργάνων», θεωρεί ότι ήρθε η ώρα να μεταμοσχεύσει βίαια ακόμα και τα πιο στοιχειώδη υλικά μέσα επιβίωσης των πιο ψυχικά πασχόντων πάνω στο ημιθανές σώμα του χρεοκοπημένου συστήματος που υπηρετεί. Η φύση αυτής της οικονομικής πολιτικής ( των «νεοφιλελεύθερων παιδιών» του Μίλτον Φρίντμαν), συνυφασμένης με τις επιταγές της τρόικας για την συστηματική κατεδάφιση του Κράτους Πρόνοιας, συνεπάγεται μιαν ορισμένη πολιτική πρακτική, αλλά και ηθική: την εξόντωση των πιο αδύναμων και αποκλεισμένων στρωμάτων αυτής της κοινωνίας. Ποτέ αυτές οι λέξεις και αυτοί οι χαρακτηρισμοί δεν είχαν πιο συγκεκριμένο υλικό αντίκρισμα, δεν έκφραζαν πιο πιστά και δεν ενσάρκωναν κυριολεκτικά την φύση του πραγματικού, όσο σ΄ αυτήν ακριβώς τη συγκυρία.

Και προφανώς το Λοβέρδο και το επιτελείο του (πραγματικά «τρωγόμαστε» από την περιέργεια να μάθουμε ποιός ήταν αυτός, ο τόσο γνώστης των «λεπτομερειών», που του έκανε αυτή την τόσο «ειδική» πρόταση/υπόδειξη…. ήταν άραγε από το «χώρο»;) δεν τους νοιάζει καθόλου, ούτε καν σκέφτονται, ότι παρανομούν μ΄ ένα τέτοιο μέτρο, αφού το κάθε ταμείο (και το κράτος γι΄ αυτούς που παίρνουν το επίδομα της πρόνοιας) ήδη πληρώνει νοσήλιο, ή ειδικό νοσήλιο, για την παραμονή (νοσηλεία, φιλοξενία κοκ) του όποιου «ωφελούμενου» στο όποιο ίδρυμα. Πρόκειται, δηλαδή, για κανονική κατάσχεση, με το ζόρι, προσωπικού εισοδήματος (που, συνήθως, ανέρχεται γύρω στα 10 ευρώ την ημέρα).

Σύμφωνα με αυτή την διάταξη, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, όποιος αρνηθεί, θα κινδυνεύει να εκδιωχθεί…. Η ιδιωτικοποίηση (που φτάνει μέχρι και στον «αέρα που αναπνέουμε») σε όλο της το άθλιο και κτηνώδες «μεγαλείο». Γνωρίζοντας, μάλιστα, τις συνθήκες νοσηλείας στα δημόσια ιδρύματα, ψυχιατρεία και άλλα, το ότι θα φτάναμε στο σημείο να πληρώνει κάποιος από την σύνταξή του για τον κρατούν δεμένο στο κρεβάτι, στον πάγκο ή μέσα σ’ ένα κλουβί, μόνο από ένα «Λοβέρδο» θα μπορούσαμε να το περιμένουμε. Βέβαια, η πρωτοτυπία αφορά μόνο στην εφαρμογή του μέτρου στο Δημόσιο, γιατί οι ιδιωτικές κλινικές πάντα έτσι δούλευαν: εισπράττουν το νοσήλιο και συμφωνούν με τους συγγενείς να τους καταβάλλεται και η σύνταξη (ενίοτε και «κάτι «παραπάνω») για να κρατούν το άτομο εν ζωή στα βάθη της αβύσσου, «εν ζωή» μόνο ως «αντικειμένου» που δικαιολογεί την συνέχιση της καταβολής του νοσήλιου και της σύνταξης.

Εσπευσαν, λοιπόν, στο ΨΝΑ και αλλού, να μοιράσουν «αθώα» ερωτηματολόγια, με υποχρεωτική την ταχεία συμπλήρωση και επιστροφή, που είναι κομμένα και ραμμένα (όπως καθαρά φαίνεται εκ των υστέρων) στη συλλογή στοιχείων με στόχο τις περικοπές, τη μείωση κλινών και δομών, την κατακράτηση συντάξεων ασθενών κοκ. Ποτέ στο παρελθόν η στατιστική καταγραφή δεν ήταν τόσο στενά συνυφασμένη, τόσο συγχρονική, με την πρακτική της κατεδάφισης και της εξόντωσης (παρά μόνο, ίσως, στη ναζιστική εποχή).

Βέβαια, το μέτρο της «κατάσχεσης» των συντάξεων αυτού του τύπου είχε ήδη εισαχθεί, ανεπίσημα, στις στεγαστικές δομές του «Ψυχαργώς», πχ, από κάποιες ΜΚΟ, που δεν δέχονται φιλοξενούμενους οι οποίοι δεν έχουν ένα μίνιμουμ εισόδημα μέσω σύνταξης, ή που τα ταμεία τους δεν έχουν κάνει την προγραμματική συμφωνία με το Υπουργείο Υγείας για την καταβολή του ειδικού νοσηλείου (πχ, δεν δέχονται ασφαλισμένους του δημοσίου, αλλά, ενίοτε και πρόνοιας κοκ). Σε κάποιες ΜΚΟ είχε αποκαλυφθεί πλήρης και απροκάλυπτος σφετερισμός των συντάξεων προκειμένου ν΄ αντιμετωπιστούν τα όποια προβλήματα λειτουργίας της δομής, ιδιαίτερα όταν καθυστερούσαν ή μειώνονταν οι κρατικές επιχορηγήσεις (οι σχετικές καταγγελίες που έγιναν δημόσια και προς την Δικαιοσύνη φαίνεται να έχουν χαθεί βαθιά στο τούνελ της άνωθεν συγκάλυψης και της ατιμωρησίας). Αλλά και στις δομές του Δημοσίου οι συντάξεις είναι πάντα ένας «πειρασμός» για την αντιμετώπιση της υποχρηματοδότησης των δομών, συνήθως μέσω του «καλέσματος» προς τους ενοίκους να συνεισφέρουν για αντικείμενα και υπηρεσίες που κανονικά θα ήταν υποχρέωση του φορέα να τα παρέχει και να τις καλύπτει.

Για την ΕΕ και το ΔΝΤ, για τον Λοβέρδο, τους επιτελείς και τους ψυχο-συμβουλάτορές του, οι ψυχικά ασθενείς είναι, για μιαν ακόμη φορά στην ιστορία (η προηγούμενη θυμόμαστε όλοι πότε ήταν, πώς ξεκίνησε και πού κατέληξε), «ζωές ανάξιες να ζουν». Χρέος όλων μας είναι να μην αφήσουμε να περάσει αυτή η πολιτική.

Η αντίσταση, με κάθε μέσο, σ΄ αυτή την τροπολογία και το μποϋκοτάρισμα αυτού του μέτρου, με κάθε δυνατό τρόπο, είναι μια ευκαιρία για κοινό αγώνα θεραπευτών (που βλέπουν να καταληστεύονται οι αποδοχές τους και η θέση εργασίας τους να γίνεται επισφαλής) με τους θεραπευόμενους (που στερούνται και τα τελευταία δικαιώματα και απολαβές τους) και μαζί με όλη την κοινωνία που αντιστέκεται σ΄ αυτό το οικονομικό και κοινωνικό ηλεκτροσόκ της τρόικας.

Αναδημοσίευση - Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

ΑΥΤΙΣΤΙΚΟΣ ΝΟΣΗΛΕΥΕΤΑΙ ΜΑΖΙ ΜΕ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΑ ΑΣΘΕΝΕΙΣ

Της ΕΛΙΖΑΜΠΕΤΤΑΣ ΚΑΖΑΛΟΤΤΙ

Σε ένα σύστημα υγείας που ψυχορραγεί, ασθενείς με αυτισμό, ακόμη και κωφάλαλοι, πετάγονται στην κυριολεξία στα αζήτητα και μεταφέρονται σε αποθήκες ψυχών όπου νοσηλεύονται άτομα με «σχιζοφρενικές ψυχώσεις».

 


Το κατήγγειλε οργισμένη στην «Ε» η Μαρία Κ., μητέρα ενός 20χρονου που πάσχει από αυτισμό. Μας διηγήθηκε την οδύσσειά της: «Ο γιος μου στην εφηβεία παρουσίασε επιθετικότητα και νοσηλεύτηκε στο Παιδοψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής στην μονάδα επειγόντων για τρία ολόκληρα χρόνια γιατί δεν βρισκόταν οικοτροφείο για παιδιά με αυτισμό. Τον Ιανουάριο του 2011 ο γιατρός του με ενημέρωσε ότι ο διοικητής του ΠΝΑ πιέζεται να κλείσει τη μονάδα επειγόντων.

Τα παιδιά μοιράστηκαν, άλλα σε οικοτροφεία του νοσοκομείου και τρία από αυτά, ανάμεσά τους και ο γιος μου, αλλά και ένα παιδί κωφάλαλο, πετάχτηκαν στην κυριολεξία στο "Δαφνί", στο Προκάτ 1, μαζί με χρόνιους ασθενείς που πάσχουν από "σχιζοφρενικές ψυχώσεις"».

Σύμφωνα με τη Μαρία Κ., οι συνθήκες νοσηλείας στη συγκεκριμένη μονάδα είναι τραγικές. Οι ασθενείς όλη την ημέρα δεν ασχολούνται με τίποτα. Τα προγράμματα είναι ελάχιστα και για λίγους τυχερούς.

«Εγώ», εξήγησε συγκεκριμένα η άτυχη μητέρα, «πηγαίνω κάθε απόγευμα στον γιο μου γιατί φοβάμαι να τον αφήσω μόνο του. Η κατάσταση είναι τραγική, όχι μόνο για εκείνον, αλλά και για όλες τις ψυχές που βασανίζονται από την απραξία και την κακομεταχείριση. Τα παιδιά με αυτισμό δεν έχουν καμιά δουλειά εκεί μέσα, δεν είναι ο κατάλληλος χώρος νοσηλείας, μπορούν να βελτιωθούν σημαντικά με την κατάλληλη θεραπευτική και εκπαιδευτική αντιμετώπιση.

Χρειάζονται εξειδικευμένο προσωπικό και προγράμματα απασχόλησης, αλλιώς παλινδρομούν. Ο γιος μου δεν βγαίνει από το δωμάτιό του παρά μόνο για να πάει στην τραπεζαρία. Στην τουαλέτα δεν πηγαίνει παρά μόνο αν είμαι εκεί, τις άλλες ώρες λερώνει μέσα στο δωμάτιό του γιατί φοβάται να βγει έξω. Οι τουαλέτες είναι άθλιες. Δύο λεκάνες με σπασμένα καπάκια, δύο ντουζιέρες με ένα σπιράλ για ντους για να πλένονται 38 άνθρωποι. Οταν ένας ασθενής είναι ανήσυχος, του κάνουν εναίσιμο και καθήλωση με εντολή ψυχίατρου. Το προσωπικό είναι ανεπαρκές και με μισθούς πείνας, κάποιοι κάνουν ό,τι μπορούν για τους ασθενείς, αλλά τι υπηρεσίες να προσφέρουν 2 ή 3 άτομα προσωπικό σε 38 ανθρώπους;»

«Πετάξατε τον γιο μου», καταλήγει η Μαρία Κ., «σε μια αποθήκη ψυχών μαζί με ανθρώπους που δεν έχουν συγγενείς, ή αν έχουν δεν ενδιαφέρονται να διεκδικήσουν τα δικαιώματα των ανθρώπων τους».

Σχετικά με τις καταγγελίες, η «Ε» επικοινώνησε με τη νευρολόγο-ψυχίατρο Μαρία Κάτσανου, διευθύντρια ιατρικής υπηρεσίας του ΨΝΑ «Δαφνί». Μας επιβεβαίωσε το γεγονός ότι δεν υπάρχει στο νοσοκομείο ειδική και κατάλληλη μονάδα για άτομα που πάσχουν από αυτισμό και πρόσθεσε ότι το διοικητικό συμβούλιο του νοσοκομείου έχει ήδη λάβει την απόφαση να ζητήσει από το υπουργείο Υγείας τη δημιουργία οικοτροφείου καταλλήλως επανδρωμένου και εξοπλισμένου για τη νοσηλεία παρόμοιων περιστατικών. Τόνισε επίσης ότι προς το παρόν οι ασθενείς με αυτισμό όντως νοσηλεύονται σε μονάδες με ψυχιατρικούς ασθενείς, οι οποίοι ωστόσο βρίσκονται στη φάση της επανένταξης. *

Ο μετασχηματισμός της πραγματικότητας και η ανάπτυξη μιας ουσιαστικής θεραπευτικής δραστηριότητας στον χώρο της ψυχικής υγείας προϋποθέτει την υιοθέτηση μιας κριτικής στάσης, θεωρητικής και πρακτικής.

“Ακριβώς όπως κάθε διαδικασία μάθησης, έγραφε ο Franco Basaglia, δεν μπορεί παρά να περάσει διαμέσου της κριτικής, ως μέσου ιδιοποίησης (γνώσης) της πραγματικότητας, μια κατάσταση θα είναι θεραπευτική, όταν προωθείται ως διαλεκτική διαδικασία…”. (1).

Σύμφωνα με αυτόν, αν η κριτική της τρέχουσας “επιστημονικής” ιδεολογίας και η ιδρυματική ανατροπή (πρακτική κριτική) αναπτυχθούν σε μια διαδικασία πρακτικού μετασχηματισμού (που φέρνει στην επιφάνεια και καταπιάνεται με τις αντιφάσεις, στο κοινωνικό και επιστημονικό πεδίο, που τροφοδοτούν την ψυχική αρρώστια), τότε, και μόνο τότε, η ψυχιατρική θα μπορέσει να γίνει πραγματικά θεραπευτική.

Η ανάγκη για την ανάπτυξη της κριτικής στάσης γίνεται ζωτική στις μέρες μας, όπου και στην ψυχιατρική (όπως στο κοινωνικό πεδίο) διακηρύσσεται το “τέλος της ιστορίας” (το τέλος, δηλαδή, των αντιφάσεων, συμπεριλαμβανομένης της ανθρώπινης/ υπαρξιακής αντίφασης, που σηματοδοτεί η ψυχική οδύνη), που υποτίθεται ότι επιτυγχάνεται με την ανάπτυξη της βιολογικής έρευνας, των νευροεπιστημών και με την “χαρτογράφηση του γονιδιώματος”.

Το πιο προωθημένο διαχειριστικό μοντέλο της ψυχιατρικής είναι αυτό που ανάγει την ανθρώπινη ύπαρξη σ΄ ένα αστερισμό συμπτωμάτων, κωδικοποιημένων μέσα σ΄ ένα ταξινομικό σύστημα (DSM IV και ICD 10) και που, σε κάθε “διαγνωστικό κωδικό” ( που σηματοδοτεί μια παθολογική διαταραχή), προβλέπει την κατάλληλη επανορθωτική παρέμβαση, με κάποια τεχνική, βιολογική και/ή ψυχοθεραπευτική. Αν και, επισήμως, το DSM IV, πχ, δεν είναι παρά μια «συναινετική» διευθέτηση, που σκόπιμα αφήνει απ΄ έξω κάθε αναφορά σε «αιτίες», δεν παύει, ωστόσο, ν΄ αποτελεί αφετηρία για να ρίχνονται (από τους γεννήτορές του) γέφυρες στην «απόλυτη», υποτίθεται, γνώση των «αιτιών» της ψυχικής διαταραχής, όπως (με τον κλασσικό αναγωγιστικό τρόπο των παλαιών «οργανιστών») βαφτίζονται πορίσματα των νευροεπιστημών, τα οποία, από μόνα τους, ουδόλως προσφέρονται για μια παρόμοια (ιδεολογική) εκμετάλλευση.

Η κρίση της κλασσικής, θετικιστικής ψυχιατρικής (ως θεωρίας, πρακτικής, θεσμού) είχε, ήδη από την δεκαετία του 60, θέσει το αίτημα της μετάβασης – που συνίστατο στην άρνηση και την υπέρβαση των παραδοσιακών λειτουργιών της του κοινωνικού ελέγχου, καθώς και ως τεχνικής της βιοεξουσίας (ως εντολοδόχου του Κεφαλαίου στην ρύθμιση της αγοράς εργασίας) - στην κατεύθυνση της εγκαθίδρυσης ενός εναλλακτικού συστήματος υπηρεσιών και φροντίδας, προσανατολισμένου στην προαγωγή της ψυχικής υγείας, στην χειραφέτηση και την κατοχύρωση των δικαιωμάτων.

Επρόκειτο όχι τόσο για ένα “νέο επιστημονικό παράδειγμα”, για ένα νέο δόγμα, όσο

για την αμφισβήτηση του “παλιού παραδείγματος”, συνυφασμένη, όμως, με μια διαδικασία κοινωνικού μετασχηματισμού, από την οποία, αυτή η ιδεολογική/ επιστημολογική/πρακτική αμφισβήτηση, αντλούσε το περιεχόμενό της, την κινητήρια δύναμή της, ως μια διαδικασία χειραφέτησης και όχι ως νέα μορφή διαχείρισης και κοινωνικού ελέγχου.

Όταν μιλάμε για “μετάβαση”, αναφερόμαστε σ΄ ένα φιλοσοφικό όρο, που εκφράζει την αντιφατική διαδικασία αυτοάρνησης και υπέρβασης της αντικειμενικής πραγματικότητας, τον τρόπο που αλλάζει, που μετασχηματίζεται η κοινωνία, μέσα στην οποία ζούμε. Και η πηγή των προβλημάτων, που αντιμετωπίζουμε σήμερα, οφείλεται στο γεγονός ότι δεν είναι αυτή ή η άλλη πλευρά, αλλά η ίδια η μετάβαση (2) που βρίσκεται σε κρίση. Και όχι μόνο, φυσικά, στην ψυχιατρική, αλλά στο επίπεδο της κοινωνίας ολόκληρης, της ιδεολογίας και του πολιτισμού. Είναι η κρίση της εναλλακτικής διεξόδου. Η κρίση της ψυχιατρικής είναι μέρος και μορφή έκφρασης αυτής της κρίσης.

Στον βαθμό που η “κρίση μετάβασης” δεν υπερβαίνεται στην κατεύθυνση της χειραφέτησης του ανθρώπου, τότε αναπόφευκτα οδηγεί, στην κοινωνία και στους θεσμούς της, όπως η ψυχιατρική, σε μια διευρυμένη αναπαραγωγή των αντιφάσεων (3) : ποτέ ο σημειολογικός αναγωγισμός της ανθρώπινης ύπαρξης, η αποιστορικοποίηση και αποκοινωνικοποίησή της δεν είχαν φτάσει σ΄ αυτό το βαθμό αφαίρεσης, αντικειμενοποίησης, πραγμοποίησης και εργαλειοποίησης, όσο στην σημερινή περίοδο της “παγκοσμιοποίησης” του DSM και του ICD. Ποτέ η διάρρηξη του κοινωνικού ιστού και ο κοινωνικός αποκλεισμός δεν είχαν πάρει ένα τόσο διευρυμένο, διαβρωτικό και απειλητικό χαρακτήρα. Και η λεγόμενη “μεταρρύθμιση των θεσμών”, ιδιαίτερα στην ψυχιατρική, ποτέ δεν ανταποκρινόταν περισσότερο στην διαπίστωση του G. Debor, για την σύγχρονη «κοινωνία του θεάματος», ότι «επειδή δεν είναι, γι΄ αυτό φαίνεται», μια αναφορά στην αναγωγή της πραγματικότητας σε εικόνα (4).

Αυτό που βρίσκουμε να επικρατεί διεθνώς, αρχίζοντας βαθμιαία από την δεκαετία του 80, είναι όχι ένα εναλλακτικό παράδειγμα, αλλά η διευρυνόμενη κυριαρχία αυτού, που επιτυχώς χαρακτηρίστηκε, ως «ξέπλυμα» του κλασσικού παραδείγματος – δηλαδή, η ανανέωση του κλασσικού «παραδείγματος».

Βασίστηκε αφενός στην προαναφερθείσα ραγδαία πρόοδο της βιολογικής έρευνας και των νευροεπιστημών, στην ανακάλυψη και επικράτηση της χρησιμοποίησης των ψυχοφαρμάκων, αλλά και στην μεταβολή της «ατμόσφαιρας» διεθνώς, στη βάση της ανάπτυξης της οικονομικής κρίσης και της συντηρητικής στροφής στο πολιτικό πεδίο και σ΄ αυτό της κουλτούρας. Με την αντιδραστική ιδεολογική εκμετάλλευση πρακτικών «αποιδρυματοποίησης», που ισοδυναμούσαν με εγκατάλειψη και εξαθλίωση των ασθενών (απονοσοκομειοποίηση), πρακτικών που βασίζονταν στις ανάγκες δημοσιονομικής αναδιάρθρωσης του Κράτους και όχι στις ανάγκες και τα δικαιώματα των ασθενών.

Αλλά και με πρακτικές «ενσωμάτωσης και αφομοίωσης» : με την ακύρωση, δηλαδή, των αμφισβητήσεων και του ανατρεπτικού περιεχομένου των καταχτήσεων των δεκαετιών του 60 και του 70, με τις κάθε είδους «συνθηκολογήσεις με την εξουσία», που αποτέλεσε και τον υλικό φορέα της «ενσωμάτωσης και αφομοίωσης» αυτών των αμφισβητήσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι, πχ, η μετάθεση / αναγωγή της σημασίας των κοινωνικών αντιφάσεων στην έκλυση και όξυνση της ψυχικής αρρώστιας (και τις πραγματικές συνέπειες που αυτό έχει στο θεραπευτικό πεδίο) στην αφαίρεση των λεγόμενων «κοινωνικών παραγόντων».

Η κυριαρχία, όμως, του «ανανεωμένου κλασσικού μοντέλου», (ως νεοκρεπελινισμού, ως αποστειρωμένων και απομονωμένων «τεχνικών» κάθε είδους κλπ) δεν σημαίνει το ξεπέρασμα, αλλά, αντίθετα, την παραπέρα όξυνση της κρίσης του κλασσικού μοντέλου - δεν σημαίνει παρά μια παράταση ζωής, μέσα από μεταμορφώσεις προσαρμοσμένες στις νέες ανάγκες κοινωνικού ελέγχου, (μεταμορφώσεις που φτάνουν, ενίοτε, στο σημείο να παίρνουν την όψη, τη γλώσσα, τις φόρμες, του εξουδετερωμένου «αντιπάλου»). Αυτή την όξυνση της κρίσης μπορούμε να την δούμε γύρο μας, στην κατάσταση της ψυχιατρικής και των υπηρεσιών ψυχικής υγείας διεθνώς, ιδιαίτερα τις υπηρεσίες που αφορούν τα φτωχά στρώματα.

Η μορφή εμφάνισης της κρίσης της ψυχιατρικής στην σημερινή Ελλάδα, μια χώρα που εξακολουθεί να είναι εισαγωγέας «μοντέλων» ( σε όλα τα πεδία) από τις μητροπολιτικές καπιταλιστικές χώρες, πλην των άλλων, προσδιορίζεται και από την εισαγωγή όχι απλά ξένων μοντέλων, αλλά της κρίσης (5) των μοντέλων αυτών.

Το ζήτημα, που συνήθως τίθεται, όσον αφορά στις πιο καθυστερημένες χώρες, είναι αν η αναπόφευκτη (λόγω της εξαρτημένης ή υποτελούς θέσης τους στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας) «εισαγωγή μοντέλων» γίνεται με τον τρόπο της «παθητικής αντιγραφής», ή μέσω της «δημιουργικής αφομοίωσης», όχι, δηλαδή, αφηρημένα, όχι ως «έτοιμες απαντήσεις», αλλά ως ανάπτυξη της μεθοδολογίας για απάντηση στις πραγματικές ανάγκες του συγκεκριμένου τόπου, του συγκεκριμένου πληθυσμού. Η έννοια του «μοντέλου» ή προτύπου αποτελεί μιαν αφαίρεση από μια συγκεκριμένη, ζωντανή, αντιφατική πραγματικότητα, από μιαν εμπειρία, που πήγασε από την απάντηση σε συγκεκριμένες, πραγματικές ανάγκες. Η αναγωγή της ζωντανής εμπειρίας και των θεωρητικοποιήσεων, που προκύπτουν από αυτήν, σε «μοντέλο», αποτελεί μιαν ιδεολογική κατασκευή, που συγκαλύπτει τις πραγματικές ανάγκες, που ως αντίφαση ήρθαν στην επιφάνεια. Λειτουργεί ομαλοποιητικά απέναντι σ΄ αυτές τις αντιφάσεις και, αντί για απάντηση σ΄ αυτές, μετατρέπεται σε μια νέα μορφή ελέγχου και διαχείρισής τους.

Η συναφής με τα ανωτέρω μυστικοποίηση γίνεται ακόμα πιο βαθιά, όταν η μεταφορά (η εισαγωγή) αφορά «μοντέλα σε κρίση», που έχουν, δηλαδή, ήδη δείξει τις ανεπάρκειές τους, όσον αφορά στην ικανότητά τους ν΄ απαντούν στις πραγματικές ανάγκες των ψυχικά πασχόντων, καθώς και την ιδεολογική λειτουργία τους και τον ρόλο τους στην ανανέωση των μηχανισμών του κοινωνικού ελέγχου.

Η λεγόμενη «ψυχιατρική μεταρρύθμιση» στην Ελλάδα πρόκυψε, ως επιβεβαίωση των ανωτέρω, μέσω μιας ειδικής χρηματοδότησης της ΕΕ για τον εκσυγχρονισμό του απαρχαιωμένου ψυχιατρικού συστήματος της χώρας, που ξεκίνησε το 1984 και διήρκεσε μέχρι το 1995.

Ολες οι αλλαγές προέκυψαν μέσω ειδικών κοινοτικών χρηματοδοτήσεων, με ελληνική συμμετοχή, φυσικά, αλλά ποτέ έξω από συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα. Αυτό σήμαινε ότι, όταν τέλειωνε ένα πρόγραμμα, έμενε μετέωρη η περαιτέρω χρηματοδότηση των νέων υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων, που είχαν δημιουργηθεί μέσω της υλοποίησής του και άλλοτε αυτή αναλαμβανόταν από το κράτος, άλλοτε, όμως, η κατάσταση παλινδρομούσε, συχνά μέχρις πλήρους ακύρωσης.

Για παράδειγμα δεκάδες και εκατοντάδες παρακολούθησαν προγράμματα κατάρτισης για ένα ή δύο χρόνια, παίρνοντας κάποια αμοιβή (μερικοί ύστερα από πολύ καιρό ή και για πρώτη φορά στη ζωή τους) και μετά το τέλος των προγραμμάτων ξαναγύριζαν στην ίδια κατάσταση (που, συχνά, συνοδευόταν από χειρότερη ψυχική κατάσταση) επειδή δεν υπήρχε θέση εργασίας, ή άλλο εισόδημα, ν΄ αντικαταστήσει το επίδομα της κατάρτισης. ΄Η, πολλοί που προετοιμάστηκαν για να πάνε σε στεγαστικές δομές εκτός ψυχιατρείου, αλλά, με το τέλος της διάρκειας του προγράμματος, είτε δεν υπήρχε στεγαστική δομή ή απολύονταν το συμβασιούχο προσωπικό, που θα τους φρόντιζε αν πήγαιναν να κατοικήσουν στις δομές αυτές. ΄Η, άλλοι, που συνέχισαν να εργάζονται σε δομές προστατευμένης εργασίας, αλλά, πλέον, με πολύ λιγότερο ενθουσιασμό και χωρίς περαιτέρω προοπτικές και ελπίδα για τα μέλλον, επειδή απολύθηκε (λόγω τέλους του προγράμματος) το προσωπικό, που στήριζε αυτές τις δομές

Αυτή η πρακτική, μεταξύ άλλων, δεν επέτρεψε σχεδόν ποτέ την «συνέχεια της δουλειάς» μιας ομάδας, ιδιαίτερα αν αυτή αφορούσε μιαν εναλλακτική, κριτική δραστηριότητα – δεν επέτρεψε την εμπέδωση και το ρίζωμα μιας νέας εναλλακτικής κουλτούρας, που αυτή η ομάδα ήταν φορέας της, ενώ και οι κατακτήσεις των ασθενών είχαν, συνήθως, ημερομηνία λήξεως, αυτή του προγράμματος.

Στα δεκαπέντε χρόνια, που πέρασαν, δεν έγινε δυνατή η συγκρότηση μιας Πολιτικής Ψυχικής Υγείας, με συγκεκριμένους στόχους, που να θεμελιώνουν μιαν εναλλακτική, στην υπάρχουσα ιδρυματική αθλιότητα των ασύλων, οργάνωση υπηρεσιών.

Για πρώτη φορά, ένας νέος νόμος για την Ψυχική Υγεία, που ψηφίστηκε πέρσι, αλλά δεν έχει ακόμα πλήρως εφαρμοστεί, θεσμοθετεί τις νέες υπηρεσίες (ξενώνες, προστατευμένα διαμερίσματα, ΚΨΥ, Κινητές Μονάδες, Μονάδες Κατάρτισης και Αποκατάστασης, ένα είδος κοινωνικών συνεταιρισμών κλπ). Θεσμοθετεί, επίσης, για πρώτη φορά την Τομεοποίηση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας, κάτι που, αν υλοποιούνταν πάνω σε αρχές μιας πραγματικής στροφής στην κοινότητα και όχι με ένα διοικητικό τρόπο, θα μπορούσε να βελτιώσει την υπάρχουσα κατάσταση.

Οι προβλέψεις αυτές, του νέου νόμου, δεν αντανακλούν μιαν ευρέως διαδεδομένη κουλτούρα Αποκατάστασης και “στροφής στην κοινότητα”, αλλά είναι μέτρα που έπρεπε να έχουν θεσμοθετηθεί εδώ και 15 χρόνια, για να κάνουν ικανές τις νέες υπηρεσίες να λειτουργούν (να μπορούν απρόσκοπτα να χρηματοδοτούνται κλπ) και επιβλήθηκαν, σε τελευταία ανάλυση, από τη ΕΕ προκειμένου να υπάρξει η δυνατότητα περαιτέρω χρηματοδότησης. Είναι μέτρα αναγκαστικού εκσυγχρονισμού και προσαρμογής στα πρότυπα που επικρατούν σήμερα στην ΕΕ.

Ο νόμος προβλέπει, ωστόσο, και την δυνατότητα όχι μόνο μη κερδοσκοπικών, αλλά και κερδοσκοπικών εταιρειών, ν΄ αναλαμβάνουν κομμάτια της Αποκατάστασης, και δεν μπορεί αυτή τη στιγμή κανείς να προβλέψει τι έκταση θα πάρει αυτή η δυνατότητα, δεδομένης της γραφειοκρατικής αγκύλωσης του δημόσιου τομέα και των προβλημάτων, που συναντά η Αποκατάσταση να ριζώσει, ως κουλτούρα και ως πρακτική της μεγάλης πλειοψηφίας των επαγγελματιών στα μεγάλα ψυχιατρεία.

Μένει να δει κανείς πώς θα εφαρμοστεί ο νέος νόμος, δεδομένου μάλιστα ότι, πέρα από τις θεσμοθετήσεις και γενικόλογες προβλέψεις, αφήνει ανοικτό ( και μάλλον ευνοεί) το ενδεχόμενο για την παγίωση της «δύσμορφης» κατάστασης στον τομέα των υπηρεσιών ψυχικής υγείας, που έχει εγκαθιδρυθεί τα τελευταία χρόνια.

Φυσικά, το νομοσχέδιο, υπακούοντας στα κελεύσματα των δυνάμεων που κυριαρχούν στην ελληνική ψυχιατρική, δεν τολμά :

για μιαν ακόμα φορά δεν τίθεται μια σαφής προοπτική για το κλείσιμο των ψυχιατρείων και την υποκατάστασή τους από ένα ολοκληρωμένο δίκτυο κοινοτικών υπηρεσιών.

Αλλωστε, ποτέ δεν τέθηκε στο παρελθόν, σε επίπεδο κυβερνητικής πολιτικής, το κλείσιμο ούτε ενός ψυχιατρείου, ούτε καν αυτού της Λέρου.

Παρά τις διακηρύξεις για «στροφή στην κοινότητα», η ψυχιατρική περίθαλψη στην Ελλάδα εξακολουθεί να κυριαρχείται από το ψυχιατρικό νοσοκομείο (ΨΝ).

Όλα αυτά τα χρόνια δόθηκε έμφαση στην δημιουργία Ψυχιατρικών Τμημάτων στα Γενικά Νοσοκομεία (ΨΤΓΝ) και δευτερευόντως στην δημιουργία Κέντρων Ψυχικής Υγείας (ΚΨΥ). Από τα τελευταία, έχουν δημιουργηθεί και λειτουργήσει μόλις 15 στο δημόσιο τομέα, ενώ υπολογίζουν ότι χρειάζονται 80 - υπολογισμοί που γίνονται, φυσικά, σύμφωνα με το ρόλο και την λειτουργία, που το τωρινό σύστημα και η επικρατούσα αντίληψη αποδίδει σ΄ αυτά : κανένα από αυτά δεν λειτουργεί 24 ώρες την ημέρα και 7 μέρες την εβδομάδα. Τα ΚΨΥ δεν έχουν μια σαφώς ανειλημμένη υπευθυνότητα για τον πληθυσμό μιας περιοχής, τις υπηρεσίες του προσφέρουν, σε τι έκταση κλπ.

Σύμφωνα με στοιχεία μιας έρευνας (6), το 1995, υπήρχαν 5000 κλίνες στα 8 δημόσια ψυχιατρεία ενηλίκων (το 93.9% των δημόσιων κλινών) και 325 κλίνες στα ΨΤΓΝ (6.1%). Την ίδια χρονιά έγιναν 9.798 εισαγωγές στα δημόσια ψυχιατρεία (το 78.8% των συνολικών εισαγωγών) και 2.630 εισαγωγές στα ΨΤΓΝ (το 21.2% των συνολικών εισαγωγών). Είναι φανερό ότι ο κύριος όγκος των εισαγωγών εξακολουθεί να γίνεται στα ψυχιατρεία.

Το πρόβλημα εμφανίζεται σ΄ όλη τη σοβαρότητά του αν σκεφτεί κανείς ότι οι εισαγωγές στα ΨΤΓΝ είναι εκούσιες νοσηλείες, καθώς και νέα ψυχιατρική «πελατεία», που προέκυψε με την λειτουργία των υπηρεσιών αυτών, ενώ, συνήθως, οι ακούσιες εισαγωγές, τα πιο πολύπλοκα περιστατικά, οδηγούνται κατευθείαν στα ψυχιατρεία, το φορτίο των οποίων έχει περαιτέρω αυξηθεί και λόγω, ακριβώς, της λειτουργίας των ΨΤΓΝ και, φυσικά, λόγω της εντατικοποίησης των φαινομένων του κοινωνικού αποκλεισμού.

Αυτό, που είναι αξιοσημείωτο, είναι ότι έχει δημιουργηθεί και παγιωθεί μια νοοτροπία (στους κύκλους των επαγγελματιών, αλλά και σε επίπεδα σχεδιασμού της κρατικής πολιτικής και οπωσδήποτε στην έδρα της Ψυχιατρικής του Πανεπιστήμιου της Αθήνας), που θεωρεί αναπόφευκτη την θεσμοθέτηση ενός «τριαδικού συστήματος» – ΚΨΥ, ΨΤΓΝ, ΨΝ- όπου το ΨΤΓΝ και το ΚΨΥ δεν λειτουργούν ως πραγματικοί «ηθμοί», όπως κάποτε λεγόταν, που θα βοηθούσαν στην συρρίκνωση των ΨΝ, αλλά αναλαμβάνουν το καθένα πάγια και διακριτά χαρακτηριστικά, που υποτίθεται ότι ανταποκρίνονται σε διαφορετικές παθολογίες, διαφορετικά στάδια στην πορεία και στην έκβαση και στο κριτήριο εκούσιος / ακούσιος.

Ετσι, το ΚΨΥ θεωρείται ότι πρέπει να κάνει μόνο «πρωτοβάθμια φροντίδα», το ΨΤΓΝ να νοσηλεύει σχετικά ελαφρότερα και πάντως «εκούσια» περιστατικά - και για μια ορισμένη, μικρή περίοδο χρόνου, μετά την οποία πρέπει, αν χρειάζεται περαιτέρω νοσηλεία, ο ασθενής να μεταφερθεί σε ψυχιατρείο. Και το ΨΝ, ως ο έσχατος κρίκος στην αλυσίδα των κυρώσεων, για τους «ακούσιους» του νόμου 2071και για τα φτωχότερα στρώματα, που χρησιμοποιούν την υπηρεσία ψυχικής υγείας ως τόπο διαμονής.

Οι ακούσιες εισαγωγές, δεδομένης της εσωστρέφειας της όλης λειτουργίας, «αποσπασματικής», «επιλεκτικής» και «ασύνδετης», των νέων υπηρεσιών, αποτελούν την πλειοψηφία των εισαγωγών στα ψυχιατρεία. Μπορούμε να πούμε, με περισσότερη ακρίβεια, ότι, το σύστημα λειτουργεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να παράγει περισσότερα «ακούσια» περιστατικά. Λειτουργεί μέσα από τη συνεχή δημιουργία συνθηκών «επείγουσας κατάστασης», οξέων καταστάσεων και αναγκών.

Το μοντέλο του «τριαδικού συστήματος» αποτέλεσε αρχικά, στην δεκαετία του 80, κακέκτυπη μεταφορά του μοντέλου το γαλλικού τομέα, αλλά σήμερα βρίσκει ευρύτερες αναφορές στις περισσότερες προηγμένες χώρες.

Μισόν αιώνα μετά την Θεραπευτική Κοινότητα του Μaxwell Jones, το πρόβλημα του ψυχιατρείου εξακολουθεί να παραμένει κεντρικό πρόβλημα της Ψυχιατρικής σε όλες τις χώρες. Γιατί παντού, εκτός από την Ιταλία, οι επίσημες πολιτικές, τόσο των κυβερνήσεων, όσο και των επαγγελματικών σωμάτων ευνόησαν μεν τη συρρίκνωση των ΨΝ, αλλά και την διαιώνισή τους ως αναπόσπαστων στοιχείων του εκσυγχρονισμένου ψυχιατρικού κυκλώματος, που συνδυάζει τις κλειστές μορφές εγκλεισμού, με τις “υπερταχείες μορφές ελέγχου στον ανοιχτό χώρο”, στις οποίες αναφέρονται ο Deleuze, ο Foucault και άλλοι. Και η παραμονή του, έστω και στην περιφέρεια του κυκλώματος, μολύνει, όπως έγραψε ο Basaglia, ολόκληρο το σύστημα.

Υπάρχει μια σημαντική, κατά την γνώμη μας, δήλωση του Basaglia, σε μια συζήτηση ανάμεσα στα μέλη της ομάδας (equipe) το 67 στην Gorizia, πάνω στο άνοιγμα της πόρτας ενός τμήματος (του τελευταίου, που δεν είχε ανοίξει ακόμη) (7). Συζητώντας για τη σχέση ανάμεσα στην ιδρυματική ανατροπή (την αποδόμηση, την απεξάρθρωση του ψυχιατρείου) και την ανατροπή της ψυχιατρικής, αν, δηλαδή, το δεύτερο έρχεται σ΄ ένα επόμενο, ποιοτικά, στάδιο, σε σχέση με το πρώτο, λέει : “το κάνουμε ταυτόχρονα, το “σπάσιμο” (ανατροπή) των τμημάτων και το “σπάσιμο” (ανατροπή) της ψυχιατρικής”… “είναι πιθανό, προσθέτει, ότι η μοντέρνα ψυχιατρική, δεν είναι παρά μια τελειοποίηση της παλιάς ψυχιατρικής” (8).

Το πρόβλημα της “ανοιχτής πόρτας” οδηγεί, μέσα από μια σειρά διαμεσολαβήσεων, στο “ζήτημα της ψυχιατρικής” – αποτελεί πυρήνα αυτού του προβλήματος. Δεν αποτελεί δικαιολογία ότι “όλες οι πόρτες (των κοινοτικών υπηρεσιών) είναι ανοιχτές, εκτός από μια (του ΨΝ), που χρειάζεται να παραμένει κλειστή” : το ίδιο γινόταν πάντα στα περισσότερα ψυχιατρεία, που πάντα, και τα πιο εξανθρωπισμένα, κρατούσαν τουλάχιστον μια πόρτα κλειστή - η απειλή της έσχατης κύρωσης, το κομβικό και πιο αποφασιστικό σημείο του όλου συστήματος της πειθάρχισης, το στοιχείο που δίνει τον τόνο στο όλο σύστημα.

Η “κλειστή” ή “ανοιχτή πόρτα” δεν έχει να κάνει μόνο με τις μικροκοινωνιολογικές δυναμικές στο εσωτερικό ενός τμήματος. Εχει να κάνει με την κοινωνική αποστολή και το περιεχόμενο της ψυχιατρικής πράξης. Εχει να κάνει με το καίριο ζήτημα της εξουσίας ανάμεσα σ΄ αυτόν, που του έχει ανατεθεί η διαχείριση της ψυχικής οδύνης και σ΄ αυτόν που την υφίσταται - μια σχέση που αποτελεί συστατικό στοιχείο της θεραπευτικής πράξης, ακόμα και των αυτοναφερόμενων ως κατ΄ εξοχήν “ουδέτερων τεχνικών”.

Από τη στιγμή που οι μοντέρνες, “ανοιχτές” κοινοτικές υπηρεσίες στηρίζονται στις πλάτες του ψυχιατρείου, η “κλειστή πόρτα” αφορά και αυτές, διαπερνά την δική τους λειτουργία, ακυρώνει και την δική τους θεραπευτικότητα, γιατί αποτελεί, έστω και υπονοούμενο, μέρος της θεραπευτικής συλλογιστικής τους για οποιοδήποτε περιστατικό.

Η “κλειστή” ή “ανοιχτή πόρτα” δεν υπάρχει, σε τελευταία ανάλυση, μόνο στην φυσική της μορφή, αλλά και στα “μυαλά”, στην νοοτροπία, την κουλτούρα. Είναι οι αντιλήψεις, που καλλιεργούν στάσεις, που περιχαρακώνουν και περιθωριούν το πάσχων υποκείμενο μέσα στην κοινότητα. Που υψώνουν κριτήρια συμπερίληψης ή αποκλεισμού. Που λειτουργούν με νέες κατηγοριοποιήσεις, όχι μόνο αυτές των κλινικών ταξινομητικών συστημάτων, αλλά και στο εσωτερικό των πρακτικών της ίδιας της Αποκατάστασης, που χρησιμοποιείται από πολλούς, αντί για χειραφέτηση και κατοχύρωση των δικαιωμάτων, ως νέο μέσο επιλογής και εγκλεισμού : στην Ελλάδα τόσο η επίσημη πολιτική, όσο και η επικρατούσα κουλτούρα στον, έτσι κι΄ αλλοιώς, μικρό χώρο που καταλαμβάνει η Αποκατάσταση, κυριαρχείται από την κατασκευή κριτηρίων που διακρίνουν ανάμεσα σε “αποκαταστάσιμους” και “μη αποκαταστάσιμους” ( που πρέπει, δηλαδή, να μείνουν στο ψυχιατρείο, ή εν γένει σε προνοιακά ιδρύματα, για απλή συντήρηση). Και ανάμεσα στους “αποκαταστάσιμους” προβλέπονται διάφορες κατηγοριοποιήσεις και υποδιαιρέσεις. Για παράδειγμα, στο μεγαλύτερο ψυχιατρείο της χώρας, το ΨΝΑ , που πριν τον καταστροφικό σεισμό της 7ης Σεπτέμβρη 1999, είχε 1800 εγκλείστους, είχαν δηλωθεί, επισήμως, ως “αποκαταστάσιμοι”, δηλαδή, δυνάμενοι να επανενταχθούν κοινωνικά, μόλις 160.

Οι νέες δομές, που στηρίζονται στις πλάτες του ψυχιατρείου (έστω και ενός “μικρού ψυχιατρείου”) δεν αποτελούν, τελικά, παρά την άλλη όψη του: αντιπαρατίθενται στους “θεσμούς της βίας” (ΨΝ), ως αυτό που, και πάλι, ο Basaglia αποκάλεσε «θεσμοί της ανοχής» (8). Ανοχή δεν ισοδυναμεί με πραγματική ελευθερία, οικοδόμηση δικαιωμάτων και χειραφέτηση, αλλά με την προσπάθεια για κοινωνικό έλεγχο μέσω «συναινετικών διαδικασιών», στις οποίες υπάρχει μια ετεροβαρής κατοχή και άσκηση της εξουσίας. Εχει τα κοινωνικά χαρακτηριστικά αυτού, που ο Η. Marcuse είχε ονομάσει «καταπιεστική ανοχή», μια, δηλαδή, μορφή διαχείρισης και συγκάλυψης των κοινωνικών αντιφάσεων.

Η «ανοχή» δεν είναι διαλεκτική άρνηση και υπέρβαση της βίας, αλλά μια άλλη μορφή της. Δεν αρνείται, αλλά εμπεριέχει την βία. Στην ψυχιατρική αυτό εκφράζεται : πρώτα, με την μέθοδο της επιλογής και της παραπομπής στο ψυχιατρείο των πιο φτωχών και πολύπλοκων περιστατικών. Δεύτερο, με την ψυχιατρικοποίηση (που δημιουργούν οι νέες υπηρεσίες) φέρνοντας νέες κατηγορίες κοινωνικών προβλημάτων και ομάδες πληθυσμού στην δικαιοδοσία του ψυχιατρικού ελέγχου (διάγνωση, ετικέτα), με τη μέθοδο της αναγωγής του κοινωνικού στο ατομικό και του ατομικού στο ενδοψυχικό και/ ή στο βιολογικό. Τρίτο, με τις επίπλαστες και χειριστικές διαδικασίες, που διακρίνονται από μια ρηχή «δημοκρατικότητα» και «συναινετικό πνεύμα»: επίπλαστες στο βαθμό που δεν βασίζονται πάνω στην αντιμετώπιση της συνολικής πραγματικότητας του αρρώστου, αλλά λειτουργούν ομαλοποιητικά, στην λογική της προσαρμογής στους κανόνες (κανόνες ενός παιχνιδιού, που έχει ορίσει και τηρεί την εφαρμογή τους ο ένας από τους παίχτες και πάντως όχι ο «ασθενής»).

Συχνά, πίσω από μιαν υποτιθέμενη «συναινετική διαδικασία», κρύβεται η πιο αδιαπραγμάτευτη επιβολή εξουσίας, που πνίγει την αντίφαση, που ο άρρωστος αντιπροσωπεύει, χειραγωγώντας τον, άλλοτε μέσω της ετικετοποίησης, άλλοτε μέσω της υποβολής, για εσωτερίκευση, της «γλώσσας της αρρώστιας» (του αφηρημένου συμπτώματος) για την κατανόηση και έκφραση των προσωπικών, υπαρξιακών του, αναπάντητων, αναγκών, άλλοτε με την χρήση, από την μεριά αυτών που έχουν την εξουσία, της ανοιχτής απειλής της κύρωσης του εγκλεισμού, ή της εγκατάλειψης.

Είναι κοινή εμπειρία ότι, συχνά, η «εκούσια επιλογή» δεν επιτυγχάνεται παρά μέσα από μια ομοβροντία καταναγκασμών και απειλών «για το τι θα γίνει αν» ο ασθενής δεν συμφωνήσει «εκούσια»… Πολλές φορές δεν χρειάζεται να ξύσει κανείς πολύ το επίχρισμα της «ανοχής» για να προσκρούσει πάνω στον ύφαλο της βίας, μιας βίας διαβρωτικής, διεισδυτικής, συχνά πιο σκληρής από την ανοιχτή βία.

Η δημοκρατία είτε αφορά όλους εξίσου, θεραπευτές και θεραπευόμενους, είτε δεν είναι δημοκρατία. Προϋποθέσεις για δημοκρατική λειτουργία θα είχε μια ομάδα, αν συγκροτούνταν, όχι με αναφορά τον εαυτό της, αλλά γύρο από τον κοινό στόχο της κατανόησης και της απάντησης στις πραγματικές ανάγκες του ψυχικά πάσχοντα (κι΄ αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την επερώτηση ολόκληρης της πραγματικότητας, μέσα στην οποία λειτουργούμε):

Με την οικοδόμηση μιας πραγματικής, αμοιβαίας και ελεύθερης επικοινωνίας μαζί του.

Με την δυνατότητα ν΄ ανοικοδομήσει την σχέση με τον κατακερματισμένο εαυτό του, διαμέσου της ανοικοδόμησης της σχέσης του με τον άλλο (θεραπευτή κλπ).

Με την δυνατότητα να γίνει, και μέσα στην οδύνη του, αποδεκτός και σεβαστός, στην ολότητα της ύπαρξής του, ως υποκείμενο, του οποίου η οδύνη έχει ένα νόημα, το οποίο μπορεί και πρέπει να επιχειρηθεί να γίνει κατανοητό, έστω και αν παραπέμπει σε κώδικες εξαιρετικά προσωπικούς, αυτοαναφορικούς και ελάχιστα επικοινωνιακούς.

Με την δυνατότητα, επομένως, το νόημα της οδύνης του να γίνει κατανοητό όχι ως ερμηνεία μιας αλληλουχίας συμπτωμάτων, μιας ψυχοπαθολογίας, αλλά ως προσωπική ιστορία, ως διαδρομή ενός υποκειμένου σε αναζήτηση αυτοεπιβεβαίωσης, κατανόησης του κόσμου και επικοινωνίας με τον άλλο.

Με τη οικοδόμηση ικανοτήτων, ευκαιριών και υλικών όρων, που κάνουν πραγματικά δυνατή την συμμετοχή και την άσκηση της δημοκρατίας και από την μεριά του «ασθενή» (empowerment).

Σε αντίθετη περίπτωση, το προσωπικό της υπηρεσίας μετατρέπεται, το ίδιο, σε πρωτεύον αντικείμενο της δικής του θεραπευτικής δραστηριότητας, σε μια προσπάθεια ν΄ αντιμετωπίσει τις ματαιώσεις, που του επιφυλάσσει μια (εικονική, κατασκευασμένη) πραγματικότητα, κατ΄ εικόνα ομοίωση των αυθαίρετων κριτηρίων, δογμάτων και ιδεολογίας.

Αυτός είναι ο λόγος που, κατά την γνώμη μας, εκεί όπου υπάρχει ψυχιατρείο, πλάϊ σε άλλες, κοινοτικές υπηρεσίες, μόνο μια δουλειά, σε βάθος, απεξάρθρωσης και υπέρβασης του ψυχιατρείου, μπορεί να οδηγήσει σε μια πραγματικά νέα κουλτούρα χειραφέτησης και παραγωγής νοήματος και αξίας στη ζωή των «ασθενών».

Το ψυχιατρείο δεν μπορεί να παρακαμφθεί για να στηθούν, έξω και ανεξάρτητα από αυτό, κοινοτικές υπηρεσίες, όσο καλά και αν έχουν σχεδιαστεί να λειτουργούν. Σ΄ αυτές τις περιπτώσεις, η άρνηση αυτού, που συνιστά την ουσία του ψυχιατρείου, ως πρακτικής, είναι μόνο φαινομενική. Δεν μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη μιας πρακτικής, που πραγματικά να επιδρά και να μετασχηματίζει την επικρατούσα αντίληψη για την ψυχική αρρώστια. Κατά συνέπεια, αδυνατεί ν΄ αντιπαλέψει τις προκαταλήψεις πάνω στο ανίατο της ψυχικής αρρώστιας, διαψεύδοντας τα ίδια τα κηρύγματα των εκσυγχρονιστών ότι η ψυχική αρρώστια είναι μια αρρώστια «όπως όλες οι άλλες» (και γι΄ αυτό μπορεί και πρέπει να αντιμετωπίζεται στο γενικό νοσοκομείο).

Η αφηρημένη, επομένως, αντιπαράθεση του «ανοιχτού» στο «κλειστό» δεν μπορεί να αρνηθεί αυτό, που (στην πράξη και την θεωρία) συνιστά την πεμπτουσία των πρακτικών της «πειθαρχίας» (Foucault) και του κοινωνικού ελέγχου. Σημασία έχουν οι μεταβάσεις από το δεύτερο στο πρώτο, σε επίπεδο πρακτικής των υπηρεσιών και σε επίπεδο σχεδιασμού μιας γενικής πολιτικής ψυχικής υγείας. Αφετηρία και οδηγός - κινητήρια δύναμη - των μεταβάσεων αυτών θα έπρεπε να είναι οι πραγματικές ανάγκες των ψυχικά πασχόντων, στην σχέση τους με την ολότητα των κοινωνικών σχέσεων. Εδώ έγκειται και η σημασία του να περάσει κανείς μέσα από την αντίφαση («διαμέσου του ψυχιατρείου»), ώστε πραγματικά, διαλεκτικά, να την αρνηθεί και όχι να την παρακάμψει. Γιατί «παράκαμψη της αντίφασης» σημαίνει παράκαμψη του «αιτήματος για παροχή φροντίδας ψυχικής υγείας», στην ολότητά του.

Το «ξεπέρασμα» (9) δεν μπορεί παρά να έχει ένα διαλεκτικό χαρακτήρα, τέτοιο όπου, η, μέσα από την πρακτική/κριτική δραστηριότητα, αυτοάρνηση του υπάρχοντος (του ψυχιατρείου), διατηρεί αρνημένο τον προηγούμενο όρο και έτσι τον ξεπερνά. Δεν τον απορρίπτει, δεν αδιαφορεί γι΄ αυτόν, αλλά είναι το αντίθετό του, αυτού δηλαδή του όρου(**).

Η «ανοιχτή πόρτα», για παράδειγμα, δεν μπορεί να είναι ένα απλό σύνθημα, ένα ιδεολόγημα, αλλά η όλη διαδικασία δημιουργίας των όρων, υλικών και νοητικών (κουλτούρας), που κάνει πρακτικά δυνατή την άρνηση της «κλειστής πόρτας», με ό, τι αυτό σημαίνει στο υλικό και συμβολικό πεδίο.

Επίσης, η «καταπιεστική προστασία» του ασύλου, δεν βρίσκει το αντίθετό της στην ανοχή (ούτε, φυσικά, στην εγκατάλειψη), αλλά στην ελευθερία και στην χειραφέτηση. Η προστασία δεν απορρίπτεται απλώς, αλλά παύει να είναι μορφή ελέγχου, συμμετέχοντας στην υλική οικοδόμηση των όρων της αυτονομίας, που με τη σειρά της (η αυτονομία) δεν είναι η θεοποίηση του απομονωμένου ατόμου, αλλά «κοινωνική αμοιβαιότητα».

Υπάρχουν μερικές παράμετροι της θεραπευτικής πρακτικής τις οποίες δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει χωρίς, τουλάχιστον, να έχει πλήρη συνείδηση των συνεπειών. Τι είναι ο ψυχιατρικός θεσμός; Τι είναι θεραπεία; Στο σύστημα, που ζούμε, οι θεσμοί εξυπηρετούν, φυσικά, την κοινωνική ενσωμάτωση, την άσκηση των τεχνικών της βιοεξουσίας. Ο ψυχιατρικός θεσμός είχε πάντα αποστολή του τον κοινωνικό έλεγχο για την προστασία της Κοινωνικής Τάξης.

Δεν είναι, όμως, μόνο το ψυχιατρείο, αλλά και οι νέες, κοινοτικές υπηρεσίες που μπορούν να μετατραπούν σε όργανα κοινωνικού ελέγχου αν χάσουν, αν πνίξουν, αυτό που ο Basaglia αποκάλεσε «περιθώριο της ελευθερίας και της πρακτικής επινόησης σε μια διαδικασία μετασχηματισμού» (10). Το «περιθώριο της ελευθερίας» είναι αυτό που αποτελεί το κρίσιμο σημείο του θεραπευτικού δυναμικού ενός αληθινού μετασχηματισμού, που βασίζεται στην θεωρητική και πρακτική κριτική του υπάρχοντος, που θέτει σε αμφισβήτηση τη λειτουργία της ψυχιατρικής ως θεσμού κοινωνικού ελέγχου και ενσωμάτωσης. Είναι ακριβώς η (κριτική πρακτική) διαδικασία, όπου συμμετέχουν όλα τα μέρη και όπου όλα μετασχηματίζονται και όχι απλώς μεταλλάσσονται : οι σχέσεις μεταξύ τους, οι ρόλοι, οι εξουσίες, η κουλτούρα.

Η θεραπευτική διάσταση έχει ένα τεχνικό και ένα πολιτικό στοιχείο. Είναι μεγάλη αυταπάτη, όπως έδειξε η εμπειρία μας στην Ελλάδα τα τελευταία 15 χρόνια, να δούμε τους μετασχηματισμούς στην ψυχική υγεία ως απλή διάδοση των νέων, «καλών πρακτικών». Η απορρόφηση της πολιτικής από το τεχνικό στοιχείο οδηγεί στην ατροφία, στον ακρωτηριασμό της κριτικής, στην υπονόμευση της θεραπευτικότητας. Στην αναπαραγωγή, δηλαδή, του παλιού «παραδείγματος» με νέα μορφή, έτσι ώστε να γίνει πιο αποτελεσματικό στις νέες ανάγκες του συστήματος για κοινωνικό έλεγχο στην εποχή της «παγκοσμιοποίησης».

Για την σημερινή Ελλάδα (αλλά, νομίζω, όχι μόνο γ΄ αυτήν)έχει κεντρική σημασία, όπως είχε και για την Ιταλία του 60, η επιμονή του Basaglia ότι « η πολιτικοποίηση της πράξης μας είναι ακόμα η μόνη θεραπευτική πράξη, που μπορεί να συλληφθεί και που συμπίπτει με την αποκάλυψη - σε όλα τα επίπεδα της κοινότητας- των πιο σοβαρών και κρυμμένων αντιφάσεων του συστήματός μας…» (11).

Η πολιτικοποίηση αφορά την αντιιδρυματική πάλη, τόσο μέσα στο ψυχιατρείο, όσο και ενάντια στο νεοϊδρυματισμό των σύγχρονων υπηρεσιών, σε σύνδεση με την γενικότερη πολιτική/κοινωνική διαδικασία.

Μέχρι τώρα υπήρξαν στην Ελλάδα ορισμένες σημαντικές, εναλλακτικές εμπειρίες μεταρρύθμισης σε ψυχιατρεία : στο ΨΝΘ, από το 1985-1990, στο Κ Θ Λέρου, από το 1990-1995, στο Δρομοκαίτειο, στο ΨΝ Χανίων. Θα επικεντρώσουμε στις δύο πρώτες, που θεωρούμε ότι ήταν μεγαλύτερης εμβέλειας και που έχουν τώρα ολοκληρώσει μια διαδρομή. Και οι δύο αφορούσαν την Αποιδρυματοποίηση και την κοινωνική επανένταξη ασθενών χρόνιας παραμονής και συνέβαλαν στην αλλαγή του σκηνικού στο χώρο της Αποκατάστασης και στην έμπρακτη απόδειξη της δυνατότητας για υπέρβαση του ψυχιατρείου. Για διαφορετικούς λόγους στην κάθε περίπτωση, δεν έγινε δυνατή μια παρέμβαση στην βάση του όλου του ψυχιατρικού αιτήματος, δηλαδή στην ταυτόχρονη αμφισβήτηση του κλασσικού παραδείγματος όσον αφορά στις νέες εισαγωγές και στην συνολική λειτουργία του ψυχιατρικού κυκλώματος. Αν και σημαντικές, οι εμπειρίες αυτές μόνο «εν μέρει» αμφισβήτησαν το ψυχιατρείο.

Από τη μεριά τους, το κράτος και η επιστημονική κοινότητα είτε αδιαφόρησαν για το καινούργιο, που έφερναν αυτές οι εμπειρίες, είτε το ενσωμάτωσαν και το αφομοίωσαν, μετατρέποντάς το σε εικόνα εκσυγχρονισμού, συσκοτίζοντας το πραγματικό τους μήνυμα..

Από την άλλη, υπήρξαν ελάχιστες εμπειρίες, ιδιαίτερα στην επαρχία, που επιχείρησαν, μέσα από μια κοινοτική παρέμβαση, να μπλοκάρουν τις εισαγωγές στο ψυχιατρείο, με μερική επιτυχία. Δεν έκαναν, όμως, καμιά παρέμβαση σε ψυχιατρείο, αδιαφόρησαν για την ύπαρξη και λειτουργία του και προώθησαν στην άποψη ότι η «περικύκλωση» του ψυχιατρείου από κοινοτικές υπηρεσίες, που θα λειτουργούν ως «φίλτρα» (δεν εξετάζουμε εδώ το πόσο αποτελεσματικά αυτές οι μονάδες λειτούργησαν ως φίλτρα), θα έφερνε, μια μέρα, την αυτόματη «κατάρρευση της Βαστίλης».

Είπαμε, παραπάνω, γιατί νομίζουμε ότι αυτή η αντίληψη αναπαράγει το παλιό «ψυχιατρικό παράδειγμα».

Σήμερα βρισκόμαστε σε μια φάση, όπου το κράτος επιχειρεί, με μύριες γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, να χρησιμοποιήσει νέες κοινοτικές χρηματοδοτήσεις για να συνεχίσει τις αλλαγές, που έγιναν από 1984-95, στην βάση του καν. ΕΕ 815/84 και έκτοτε έμειναν στη μέση. Γίνεται προσπάθεια να υπάρξει ένας προγραμματισμός, που, όμως, δεν πάει παραπέρα από την θεσμοθέτηση (καθαγιασμό) της άναρχης, αποσπασματικής, ασύνδετης κατάστασης που έχει δημιουργηθεί στο σύστημα των υπηρεσιών ψυχικής υγείας της χώρας. Ο προγραμματισμός υποτίθεται ότι αφορά την συρρίκνωση των ψυχιατρείων, χωρίς, όμως ούτε στιγμή, στο προβλεπτό μέλλον, να τίθεται ζήτημα κλεισίματος και υποκατάστασής τους από κοινοτικές υπηρεσίες.

Τα ψυχιατρεία έχουν αρχίσει, εδώ και χρόνια, να εφοδιάζονται με «τμήματα οξέων περιστατικών», που έχουν μετατραπεί στον πιο ασφαλή προθάλαμο χρονιοποίησης και μετακόμισης πολλών από τους νοσηλευόμενους στις πτέρυγες των χρόνιων. Καθήλωση και ψυχοφάρμακα είναι οι, συνήθως αποκλειστικές, τεχνικές «θεραπείας».

Ισως, από αυτήν άποψη, να είναι απόλυτα «λογικό» αυτό που συμβαίνει με τα καινούργια προγράμματα κοινωνικής επανένταξης ασθενών χρόνιας παραμονής : δηλαδή να αφορούν επιλεκτικά ορισμένους μόνο ασθενείς, που «τοποθετούνται» σε ξενώνες, χωρίς καμιά διαδικασία αλλαγής της ιδρυματικής κουλτούρας, χωρίς κανένα μετασχηματισμό. Προετοιμάζονται λύσεις transintitutionalization, με τον διαχωρισμό και την μεταφορά των νοητικά καθυστερημένων και των γερόντων σε άλλα ιδρύματα, ίσως και ιδιωτικού δικαίου. Η διεργασία αυτή έχει αναχθεί σε ζήτημα, πρωτίστως, διοικητικού χαρακτήρα και, αυτό που προέχει, είναι η αριθμητική μείωση του πληθυσμού των ψυχιατρείων. Εδώ έχουμε όχι απλώς την απορρόφηση της πολιτικής από την τεχνική, αλλά και της τεχνικής από την διοικητική διαδικασία. Ισως, μάλιστα, η «διοικητική προσέγγιση» να είναι η κατ΄ εξοχήν «τεχνική», στις διαδικασίες που εκτυλίσσονται στην Ελλάδα σήμερα.

Θεωρούμε, αντίθετα, ότι χρειάζεται η οργάνωση υπηρεσιών και πρακτικών, που θα μπλοκάρουν το κύκλωμα των παραπομπών στο ψυχιατρείο ( και έτσι της «περιστρεφόμενης πόρτας») και θα λειτουργούν σε κατεύθυνση αντίθετη εκείνης των διαδικασιών του αποκλεισμού και του εγκλεισμού. Η «χρονιοποίηση» μπορεί ν΄ αρχίσει ν΄ αντιμετωπίζεται ουσιαστικά όταν τουλάχιστον ο ψυχιατρικός θεσμός οργανώνεται με τρόπο που να την εμποδίζει και όχι να την τρέφει. Αυτό σημαίνει την λειτουργία στην λογική του «τομέα ευθύνης», που δεν θα βασίζεται σε διοικητικές προδιαγραφές, αλλά σε ένα θεραπευτικό, στην ουσία του, σκεπτικό, αρθρωμένο, όχι γύρο από την καταπολέμηση της αρρώστιας και την διατήρηση της Κοινωνικής Τάξης, αλλά γύρο από την προαγωγή της ψυχικής υγείας και τα δικαιώματα.

Στη βάση αυτής της λογικής προτείναμε στο ΨΝΑ την οργάνωση μιας παρέμβασης σε μια περιοχή της Αθήνας, περίπου 100.000 κατοίκων, από την ομάδα του προσωπικού ενός ψυχιατρικού τμήματος, που έχει, ήδη, ξεκινήσει διαδικασίες αποκατάστασης και κοινωνικής επανένταξης των ασθενών του χρόνιας παραμονής σε εξωτερικούς ξενώνες και προστατευμένα διαμερίσματα. Σε συνεργασία με τις υπηρεσίες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η οποία είχε, ήδη, δώσει την θερμή πολιτική της στήριξη, η ομάδα θα ξεκινούσε με το να παρακολουθεί τους ασθενείς, που είχαν νοσηλευθεί στο ΨΝΑ, ή που θα ετίθετο το αίτημα της εισαγωγής τους. Θα ανέπτυσσε περαιτέρω τις υπηρεσίες της στην δοσμένη περιοχή και θα προσπαθούσε, σιγά-σιγά, να οικοδομήσει ένα δίκτυο κοινοτικών υπηρεσιών με την μεταφορά / μετατροπή των υπαρχόντων πόρων του ψυχιατρείου, ανθρώπινων και υλικών, στην κατεύθυνση της κοινοτικής παρέμβασης, επιφέροντας, έτσι, στην πράξη την διαλεκτική αντιστροφή του «παραδείγματος». Βαθμιαία, θα μεταφερόταν όλη η δραστηριότητα του τωρινού ψυχιατρικού τμήματος, σε ένα ΚΨΥ με τις δορυφορικές του υπηρεσίες, που θα κάλυπτε πλήρως την δοσμένη περιοχή – και για τις περιπτώσεις εσωτερικής νοσηλείας. Το σχέδιο αυτό συνάντησε, ωστόσο, την αντίδραση του ΔΣ του ΨΝΑ, που έχει, προς το παρόν, απαγορεύσει την υλοποίησή του.

Εχει λεχθεί ότι ένα σύστημα υπηρεσιών υγείας δεν μπορεί να πάει πέρα από τις οικονομικές ανάγκες της δοσμένης ταξικής κοινωνίας, πέρα από τις ανάγκες αναπαραγωγής του κεφαλαίου στη συγκεκριμένη συγκυρία. Εχει παρατηρηθεί, για παράδειγμα, ότι, αν στην μεταπολεμική Βρετανία προωθήθηκαν οι κοινοτικές πρακτικές και έγινε δυνατή η δημιουργία υπηρεσιών με στόχο την Αποκατάσταση ασθενών, για μια κοινωνία που είχε ανάγκη εργατικά χέρια, σε άλλες χώρες, όπως πχ στην Ιταλία, όπου, τότε, δεν προέκυπτε αυτή η ανάγκη (ανάγκη οικονομική, κοινωνική), η Αποκατάσταση πέρασε μέσα από την πάλη για την ανατροπή των ιδρυμάτων της βίας. Ηταν μια πάλη ανταγωνιστική προς το κοινωνικό σύστημα, του οποίου η ψυχιατρική αποτελεί συστατικό θεσμό, φέρνοντας στην επιφάνεια (μέσα από πολιτική πάλη) αντιφάσεις, που καμιά καθαρά τεχνική λύση δεν θα μπορούσε να συγκαλύψει.

Αναρωτιώμαστε : ποια η ανάγκη του συστήματος, σήμερα, να προωθήσει την κοινωνική επανένταξη, την Αποιδρυματοποίηση και την Αποκατάσταση, όταν είναι γνωστή η σχέση τους με την κατάσταση στην αγορά εργασίας ; Πώς μπορεί να γίνει Αποκατάσταση, πώς μπορούν να αναγνωριστούν και να κατοχυρωθούν δικαιώματα, χωρίς θέσεις εργασίας, χωρίς χρηματοδότηση και στήριξη των προσπαθειών για κοινωνικές επιχειρήσεις, συνεταιρισμούς κλπ ;

Φαίνεται, λοιπόν, ότι αυτό που ανταποκρίνεται περισσότερο στις ανάγκες του κοινωνικοοικονομικού συστήματος, στην παρούσα ιστορική φάση της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης (της βαθύτατης κρίσης της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου), είναι η χρήση της Αποκατάστασης - που πάντα χρησιμοποιήθηκε ως ρυθμιστικός παράγοντας της σχέσης του «εφεδρικού βιομηχανικού στρατού» με την αγορά εργασίας - στη ρύθμιση, όχι της ένταξης, αλλά του αποκλεισμού από μια ολοένα συρρικνούμενη αγορά εργασίας. Μ΄ άλλα λόγια, η χρήση της ως μιας ορθοπεδικού(12) τύπου διαδικασίας, ως ενός, ακόμα, εργαλείου κοινωνικής διαχείρισης και ελέγχου.

Θεωρούμε, λοιπόν, ότι και στην σημερινή Ελλάδα (και όχι μόνο), η ψυχιατρική μεταρρύθμιση θα μπορέσει πραγματικά να προχωρήσει όχι ως θεραπαινίδα, αλλά σε μια πάλη ανταγωνιστική προς τις άμεσες ανάγκες το συστήματος, που διέπονται από τις συνθήκες του άγριου καπιταλισμού της «ελεύθερης αγοράς», της κατεδάφισης του «Κράτους Πρόνοιας», της μαζικής ανεργίας, της «ελαστικής εργασίας», της εντατικοποίησης του κοινωνικού αποκλεισμού. Ως πάλη, δηλαδή, ενός κοινωνικού κινήματος, για το οποίο, η προαγωγή της ψυχικής υγείας, η ποιότητα των υπηρεσιών της, η λειτουργία της ως παράγοντα οικοδόμησης δικαιωμάτων, χειραφέτησης, κοινωνικής ενσωμάτωσης, θα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος.

Η πάλη, επομένως, κατά του ιδρύματος, συνυφασμένη με την αμφισβήτηση της «ανανεωμένης» κλασσικής ψυχιατρικής, είναι, για μιαν ακόμη φορά, όχι σε μια οργανική, τεχνικού χαρακτήρα, σχέση με το κοινωνικό σύστημα των παγκοσμιοποιημένων αντιφάσεων, αλλά σε ασυμφιλίωτο ανταγωνισμό μαζί του. Είναι συνδεδεμένη, επίσης, με την προσπάθεια για δημιουργία εναλλακτικών πηγών θέσεων εργασίας, μέσω, ιδιαίτερα, των κοινωνικών συνεταιρισμών, μονάδων στραμμένων προς την αγορά, αλλά που θα επιχειρούν, ταυτόχρονα, να υλοποιήσουν ένα διαφορετικό εργασιακό πλαίσιο, που, σε αντίθεση με τις παθογόνες, εκμεταλλευτικές σχέσεις της ελεύθερης αγοράς εργασίας του άγριου καπιταλισμού, να προάγει την αυτοεπιβεβαίωση, την έκφραση των δημιουργικών δυνατοτήτων, την αλληλεγγύη και να παρέχει, φυσικά, ένα αξιοπρεπές εισόδημα. Αυτοί είναι, άλλωστε, βασικοί όροι προαγωγής της ψυχικής υγείας.

Η αντίφαση αυτών των πρακτικών με τις τρέχουσες ανάγκες και τάσεις του συστήματος είναι το στοιχείο που, αφενός μπορεί ν΄ αναδείξει την θεραπευτικότητά τους και αφετέρου, ν΄ αναπτύξει την συνειδητοποίηση των αντιφάσεων αυτών, ως μέρος μιας πολιτικής σύγκρουσης.

Η σημερινή κρίση δεν μπορεί να ξεπεραστεί με τον περιορισμό σε μικρές επανορθωτικές, απομονωμένες κινήσεις, με την απλή, μέρα με τη μέρα, διαχείριση του υπάρχοντος : διαχείριση των ανθρώπων που πάσχουν, τακτοποίηση των προβλημάτων, δηλαδή των αντιφάσεων, που εκφράζονται μέσα από αυτά.

Η «κρίση της μετάβασης», στην οποία αναφερθήκαμε στην αρχή, μπορεί να αρχίσει να ξεπερνιέται, όταν η αντιμετώπιση της καθημερινότητας ενσωματωθεί στην ενασχόληση με τα θεμελιώδη, όταν συλλογικά ξανακαταπιαστούμε με την κριτική της τρέχουσας επιστημονικής ιδεολογίας και την κριτική πρακτική ανατρεπτική πράξη, μέσα και έξω από το ίδρυμα..

Υποσημειώσεις

*Το κείμενο αυτό παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο του «International Mental Health Network”, με γενικό τίτλο «Η πρόκληση για μια Νέα Επιστήμη, Φροντίδα και Υπηρεσίες στον τομέα της Ψυχικής Υγείας», που έγινε στις 22-25 Μαίου 2000, στο

Prato της Ιταλίας.

**Το «ξεπέρασμα» μπορεί να αποδοθεί ακριβέστερα με τον όρο του HegelAufheben”, που περιέχει όλες οι στιγμές της διαλεκτικής άρνησης: διατήρηση, άρνηση, ξεπέρασμα. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι, κατά την άποψή μας, στην κατανόηση της φύσης και των αντιφάσεων της “μεταρρύθμισης του ψυχιατρικού θεσμού” (ως κοινωνικού μετασχηματισμού), η “διαλεκτική” παίζει ένα, αναγκαίο και αναπόφευκτο ρόλο.

Βιβλιογραφικές αναφορές

1. Franco Basaglia : “Le istituzioni della violenza e le istituzioni della tolleranza”. Scritti Vol. II, EINAUDI.

2. Σ. Μιχαήλ : «Εγκλεισμός και Ελεγχος» ΤΨ Νο 66.

3. Οππ

4. Guy Debor : «Η Κοινωνία του Θεάματος». Εκδ. Ελεύθερος Τύπος.

5. Σ. Μιχαήλ οππ και Θ. Μεγαλοοικονόμου : «Ιδεολογίες του ψυχιατρικού εκσυγχρονισμού».

6. Μ. Μαδιανός : «Η χαμένη ευκαιρία για μια ψυχιατρική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα». ΤΨ Νο 64.

7. Fr. Basaglia : “ L istituzione negata”. Επισήμανση στο σχετικό διάλογο κάνει ο συνεργάτης του Basaglia, Agostino PirellaIl problema psichiatrico” ( “fogli di informazione” No 180, 1999).

8. Οππ.

9. Βλέπε σημ. 1.

10. Fr. Basaglia : “Riabilitazione e controllo sociale”. Scritti Vol II.

11. Bλέπε σημ. 1. Επίσης βλέπε τα κείμενα : “Appunti di psichiatria istituzionale”, “Lettera da New York: Il malato artificiale”, «Introduzione a “morire di classe” .Scritti Vol II.

12. Ορθοπεδικές αποκλήθηκαν οι επιστήμες του ανθρώπου που «τείνουν στην προσαρμογή και στην ενσωμάτωση μέσα στο υπάρχον σύστημα», σε αντίθεση με τις «κριτικές επιστήμες του ανθρώπου», σε ντοκουμέντο των φοιτητών της Σορβόννης στην περίοδο του Μάη-Ιούνη 1968. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται και στην ψυχιατρική αποκατάσταση για τις πρακτικές εκείνες, που τείνουν να ποδηγετούν, να πνίγουν την ελεύθερη ανάπτυξη και την επιλογή του υποκειμένου, με στόχο, αντί για την χειραφέτηση, την προσαρμογή στην δοσμένη κατάσταση του κοινωνικού είναι.

Θ. Μεγαλοοικονόμου

Πολλά άτομα που προηγούμενα αντιμετωπίζονταν ως πλήρως υγιή, θα μπορούσαν στο μέλλον ν΄ ακούσουν να τους λέγεται ότι είναι άρρωστα. Η τελευταία έκδοση της Βίβλου των γιατρών για την ψυχική υγεία (DSM V) θα μπορούσε να συμπεριλάβει διάγνωση για «διαταραχές» όπως παιδικές ιδιαιτερότητες και παραξενιές και οι ειδικοί βεβαιώνουν ότι σύντομα κανείς δεν θα μπορούσε πλέον να ταξινομηθεί ως κανονικός.

Την περασμένη Τρίτη (3 Μαίου) εξέχοντες ειδικοί της ψυχικής υγείας συναντήθηκαν για να καλέσουν σε επαγρύπνηση πάνω στο γεγονός ότι η νέα έκδοση του Διαγνωστικού Στατιστικού Εγχειριδίου για τις Ψυχικές Διαταραχές (DSM), που αυτή τη περίοδο βρίσκεται υπό αναθεώρηση προκειμένου να εκδοθεί μια νέα επικαιροποιημένη εκδοχή του το 2013, θα μπορούσε να μειώσει τη σοβαρότητα της ψυχικής αρρώστιας και να φτάσει μέχρι το σημείου να ετικετάρει τον οποιονδήποτε με μια κάποια μορφή διαταραχής.

Παραθέτοντας παραδείγματα νέων διαγνώσεων, όπως «ήπια αγχώδης κατάθλιψη», «σύνδρομο επαπειλούμενης ψύχωσης», «διαταραχή ρύθμισης της διάθεσης», οι ειδικοί αυτοί βεβαιώνουν ότι πολλά άτομα που πριν αντιμετωπίζονταν ως πλήρως υγιή, θα μπορούσαν στο μέλλον ν΄ ακούσουν να τους λέγεται ότι είναι άρρωστα.

«Διεισδύει μέσα στην κανονικότητα. Περιορίζει το φάσμα (αγγλ. pool) αυτού που είναι κανονικό μέσα σ΄ ένα μικρό λάκκο με λασπόνερα», δήλωσε ο Til Wykes, του Ψυχιατρικού Ινστιτούτου Kings College του Λονδίνου.

Το DSM εκδίδεται από την Αμερικάνικη Ψυχιατρική Εταιρεία (ΑΡΑ) και περιλαμβάνει περιγραφές, συμπτώματα και άλλα κριτήρια για τη διάγνωση των ψυχικών διαταραχών. Θεωρείται ως η παγκόσμια διαγνωστική βίβλος στο χώρο της ψυχικής υγείας. Τα κριτήρια έχουν φτιαχτεί έτσι ώστε να παρέχουν σαφείς ορισμούς τόσο στους επαγγελματίες που περιθάλπουν ασθενείς με ψυχικές διαταραχές, όσο και στους ερευνητές και στις φαρμακευτικές βιομηχανίες που θέλουν ν΄ αναπτύξουν νέους δρόμους θεραπείας.

Ο Wykes και οι συνάδελφοί του Felicity Callari, επίσης από το Ινστιτούτο Kings College του Λονδίνου και Nick Craddock, του τμήματος ιατρικής ψυχολογίας και νευρολογίας του Πανεπιστημίου του Cardiff, βεβαιώνουν ότι πολλοί μέσα στη ψυχιατρική κοινότητα ανησυχούν για το γεγονός ότι, όσο πιο πέρα θα μετατοπιστούν οι παράμετροι, τόσο πιο πιθανό θα είναι ότι κανείς δεν θα ταξινομείται πλέον ως υγιής.

«Τεχνικά, με την ταξινόμηση τόσο πολλών νέων διαταραχών, όλοι θα έχουμε διαταραχές», λένε σε μια κοινή τους ανακοίνωση. «Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στην πεποίθηση ότι πολύ περισσότερα άτομα ‘χρειάζονται’ φάρμακα για να θεραπεύσουν την κατάστασή τους – και πολλά από αυτά τα φάρμακα έχουν παρενέργειες δυσάρεστες ή επικίνδυνες».

Οι επιστήμονες βεβαιώνουν ότι η διάγνωση «σύνδρομο επαπειλούμενης ψύχωσης» είναι ιδιαίτερα ανησυχητική, γιατί θα μπορούσε να ετικετάρει εσφαλμένα νέους που μπορεί να έχουν μόνο μιαν ελάχιστη πιθανότητα ν΄ αναπτύξουν μιαν αρρώστια.

«Είναι κάπως σαν να πούμε σε 10 άτομα με κοινό κρυολόγημα ότι έχουν μια διαταραχή

‘επαπειλούμενης πνευμονίας’, ενώ είναι πιθανό ότι μόνο ένας από αυτούς θα την αναπτύξει», είπε ο Wykes στη συνέντευξη. Η Αμερικάνικη Ψυχιατρική Εταιρεία δεν απάντησε στο αίτημα να κάνει ένα άμεσο σχόλιο.

Οι επιστήμονες έδωσαν παραδείγματα της προηγούμενης έκδοσης του DSM (το DSM 4), το οποίο περιελάμβανε μια πιο ευρεία διάγνωση και κριτήρια για την διαταραχή της ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ADHD), τον αυτισμό και την παιδική διπολική διαταραχή.

Αυτό, είπαν, «συνέβαλε στην δημιουργία ψευδών επιδημιών» αυτών των καταστάσεων, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ.

«Πόσοι γιατροί, την τελευταία δεκαετία, δεν έχουν κατηγορηθεί από γονείς που ανησυχούσαν με τη συνταγογράφηση φαρμάκων όπως η Ritalin σε παιδιά που δεν την είχαν πραγματικά ανάγκη;» ρωτούν στην ανακοίνωσή τους.

Εκατομμύρια άτομα σ΄ όλο τον κόσμο, πολλοί απ΄ αυτούς είναι παιδιά, παίρνουν φάρμακα για την ADHD, συμπεριλαμβανομένης τη ριταλίνης, προϊόντος της Novartis, γνωστής και με το όνομα της δραστικής ουσίας που είναι η μεθυλφαινιδάτη, και φάρμακα παρόμοια, όπως το Adderal και το Vyvanse, προϊόντα της Shire Plcs. Μόνο στις ΗΠΑ, η πώληση αυτών των φαρμάκων έφτασε τα 4.8 δις δολ. το 2008.

Οι Wykes και Callari έχουν δημοσιεύσει ένα σχόλιο στο περιοδικό “The Journal of Mental Health”, εκφράζοντας την ανησυχία τους για την προσεχή αναθεώρηση του DSM και παραθέτοντας πάνω από δέκα άρθρα δημοσιευμένα στο ίδιο περιοδικό από άλλους επιστήμονες εξίσου ανήσυχους γι΄ αυτή την αναθεώρηση. Το DSM 5 αναμένεται να εκδοθεί τον Μάϊο του 2013.

(πηγή: health.yahoo.net, 8 Μαίου 2011)

 

 

H συζήτηση για τις ιδεολογικές αναφορές των ρευμάτων της σύγχρονης ψυχιατρικής δεν είναι μια επιστροφή σε θέματα «παρωχημένων εποχών», κατά την προσφιλή φρασεολογία του μεταμοντέρνου αντιθεωρητικού, διαχειριστικού και τεχνοκρατικού πενύματος, αλλά συμβολή και όρος για την ανάπτυξη μιας κριτικής στάσης, θεωρητικής και πρακτικής, απέναντι στην κατάσταση που έχει διαμορφωθεί.

Η ανάπτυξη και εξάπλωση του διαχειριστικού λόγου και της πρακτικής του λεγόμενου «εκσυγχρονισμού», ως ενός «εξορθολογισμού» και «ομαλοποιητικής τακτοποίησης» στον χώρο της ψυχικής υγείας, επωφελείται ιδιαίτερα από την ατροφία (αλλά και, ενίοτε, από την ενσωμάτωση / αφομοίωση) του κριτικού λόγου και της κριτικής πράξης. Υπάρχει η τάση να ανάγονται τα προβλήματα, που προκύπτουν, σε προσωρινές, συγκυριακές «δυσλειτουργίες» της μετάβασης στο «νέο» ψυχιατρικό σύστημα (που αναπτύσσεται, μ΄ ένα τεθλασμένο, μεν, τρόπο, αλλά, οπωσδήποτε, στη βάση ενός μοντέλου γραμμικής ανάπτυξης) και όχι σε αντιφάσεις με κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό /επιστημονικό χαρακτήρα.

Από καιρό σε καιρό, οι έμφυτες και συστατικές του συστήματος αντιφάσεις εκρήγνυνται, διαρρηγνύοντας και ξεσκεπάζοντας την «εικόνα» (ιδεολογία) της γραμμικής προόδου. Πρόσφατο και τραγικό παράδειγμα είναι η κρίση που έπληξε το ΨΝΑ, με αφορμή τον καταστροφικό σεισμό της 7 Σεπτέμβρη. Η κρίση δεν αφορά μόνο το ΨΝΑ και τις εκατοντάδες εγκλείστους, που για τρίτο συνεχή μήνα ταλαιπωρούνται συνωστισμένοι μέσα άθλιες συνθήκες. Είναι κρίση που αφορά όλο το ψυχιατρικό σύστημα της χώρας, αλλά και πέραν αυτού, ολόκληρο το κοινωνικό, πολιτικό, ποινικό / δικαστικό σύστημα, των οποίων το ΨΝΑ αποτελούσε, ανέκαθεν τον έσχατο τόπο παραπομπής (και αποπομπής ) όλων των πολύπλοκων, κοινωνικά και θεραπευτικά, περιστατικών, την αδιαμφισβήτητα εξασφαλισμένη αποθήκη, που στέγαζε όλες τις «θεραπευτικές αποτυχίες», όλους όσους τύχαινε να είναι οικογενειακό και κοινωνικό βάρος, όντας τρελοί και φτωχοί, «παρεκκλίνοντες» και «μη παραγωγικοί».

Η κρίση με αφορμή το σεισμό και η αχρήστευση του ΨΝΑ, λειτούργησε ως η «μαύρη τρύπα» του ψυχιατρικού εκσυγχρονισμού, αποκαλύπτοντας την ευθραυστότητα, το οιωνεί ετοιμόρροπο του όλου ψυχιατρικού συστήματος, που οικοδομήθηκε την τελευταία δεκαπενταετία, δείχνοντας πόσο λίγο έχει σχεδιαστεί για να λειτουργήσει ως εναλλακτική λύση στο ψυχιατρείο. Η έκταση της καταστροφής, όμως, δεν οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός του σεισμού ως φυσικού φαινομένου, αλλά έχει κοινωνικές παραμέτρους, την ακολουθούμενη, δηλαδή, πολιτική στο χώρο της ψυχικής υγείας. Εχει να κάνει με την όλη ιστορία εγκατάλειψης του ΨΝΑ, ως κομβικού σημείου της κρίσης της ψυχιατρικής : συνθήκες διαβίωσης και συνωστισμός των ασθενών ήδη προ του σεισμού, προβλήματα ακαταλληλότητας των κτιρίων, προβλήματα ανεπαρκούς στελέχωσης, προβλήματα στρατηγικής, σχεδιασμού και προώθησης της αποϊδρυματοποίησης, διοικητική / ιδρυματική και μη θεραπευτική προσέγγιση των αναγκών των ασθενών και των σχεδίων για στεγαστική μετεγκατάστασή τους. Η κρίση αυτή δεν είναι απλώς μια κρίση της ψυχιατρικής, αλλά μια κοινωνική και πολιτική κρίση, ο χαρακτήρας της οποίας έχει μέχρι τώρα συγκαλυφθεί.

Όταν μιλάμε για την αντιμετώπιση της κοινωνικής αντίφασης, που αποτελεί το θεμέλιο της κρίσης της ψυχιατρικής, αγγίζουμε τον χώρο της ιδεολογίας, μιας έννοιας πολύ αμφιλεγόμενης όχι μόνο στον σύγχρονη ψυχιατρική, αλλά στον σημερινό κόσμο γενικότερα. Ο κριτικός λόγος (και πράξη) έχει συχνά κατηγορηθεί για «ιδεολογικοποίηση» της επιστήμης, της θεραπευτικής πρακτικής, της κλινικής πράξης, ή και για παραμέληση (ή αντιπαράθεση) της κλινικής πρακτικής στο όνομα της ιδεολογίας και της πολιτικής.

Θεωρούμε ότι αυτές οι μομφές για «ιδεολογικοποίηση» αντανακλούν το γενικότερο παγκόσμιο κλίμα αποϊδεολογικοποίησης, ήδη υπαρκτό από την δεκαετία του 70, αλλά που κυριάρχησε στα τέλη της δεκαετίας του 80 και την δεκαετία του 90, στην βάση των παγκόσμιων πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών εξελίξεων. Σ΄ αυτό το πεδίο, της διεθνούς συζήτησης για ζητήματα φιλοσοφίας και κοσμοθεωρίας, η ανακήρυξη της εποχής μας ως εποχής του «τέλους των ιδεολογιών» είχε κιόλας τον αντίλογό της στον χαρακτηρισμό αυτής της διαπίστωσης ως «ιδεολογίας του τέλους» – δηλαδή της ιστορικής παρακμής του κοινωνικού συστήματος που εκφράζει. Όχι μόνο το «τέλος των ιδεολογιών», αλλά και το «τέλος της πολιτικής» και το «τέλος της ιστορίας» έχει διακηρυχθεί από τους εκφραστές της λεγόμενης «μονόδρομης σκέψης», σύμφωνα με την οποία, η κυριαρχία και η ανεμπόδιστη λειτουργία της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς, έχει καταστεί ο μοναδικός και αιώνιος ρυθμιστής της ζωής των ανθρώπων και οι αναγκαιότητές της αποτελούν, καθεαυτές, την μόνη «πολιτική», την μόνη «φυσική/κοινωνική» κατάσταση του ανθρώπου, που είναι δυνατό να συλληφθεί στις μέρες μας - αχρηστεύοντας την ανάγκη για οποιαδήποτε άλλη πολιτική, πολύ περισσότερο για μια πολιτική που θα αμφισβητούσε αυτό το αποτρόπαιο ιδεολόγημα.

Αυτοί που απορρίπτουν την ιδεολογία (κάθε ιδεολογική αναφορά εν γένει), την θεωρούν, μονόπλευρα, ως «ψευδή συνείδηση» ( που χρησιμοποιείται, δηλαδή, από μια κοινωνική ομάδα για να δικαιολογήσει τις πράξεις της και να προβάλλει τις διεκδικήσεις της ) σε αντιπαράθεση με την «καθαρή επιστήμη». Ηδη από την δεκαετία του 60 ο R. Aron υποστήριζε ότι οι ιδεολογίες αφορούν τις καθυστερημένες οικονομικά χώρες. Οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες, σύμφωνα με αυτή την άποψη, έχουν ξεπεράσει το στάδιο που απαιτεί μια ιδεολογία και έχουν μπει σε μια «μη ιδεολογική εποχή». Υπάρχει εδώ η επιστημονική- τεχνοκρατική αυταπάτη ότι όλα τα κοινωνικά προβλήματα μπορούν να λυθούν με καθαρά τεχνικά μέσα, με την επικράτηση ενός κοινωνικά ουδέτερου τεχνοκρατικού εξορθολογισμού με «εκσυγχρονιστικό» χαρακτήρα.

«Ιδεολογικοποίηση» και «αποιδεολογικοποίηση», ωστόσο, μπορεί και οι δύο να έχουν έναν αρνητικό ή θετικό χαρακτήρα. Εξαρτάται για ποια ιδεολογία γίνεται λόγος, στο όνομα ποιας κοινωνικής προοπτικής και στο όνομα ποιού ιστορικού κοινωνικού υποκειμένου. Αλλοτε χρειάζεται να διαρρήξει κανείς τον ιδεολογικό μανδύα ισχυρισμών, που παρουσιάζονται ως θέσφατα με απόλυτη και αιώνια αλήθεια, επιστημονική κλπ, ενώ αντιπροσωπεύουν μορφές χειραγώγισης και υποδούλωσης του ανθρώπου. Αλλοτε χρειάζεται να ενισχυθεί ο ιδεολογικός χαρακτήρας θεωριών και κινημάτων, που είναι φορείς ιστορικής προόδου και κοινωνικής χειραφέτησης. Η ίδια η επιστήμη δεν είναι απαλλαγμένη από ιδεολογικά στοιχεία, ούτε, πολύ περισσότερο, από ιδεολογική χρήση (1).

Ο σκεπτικισμός απέναντι στην ιδεολογία πηγάζει, συχνά, από την σύλληψή της ως μιας «αρνητικής έννοιας», που περιγράφει την «ψευδή κοινωνική συνείδηση», μια μυστικοποιημένη, δηλαδή, πλαστή αντίληψη της αντικειμενικής πραγματικότητας(2). Για την σχέση ανάμεσα στην ιδεολογία, την επιστήμη και την φιλοσοφία και ιδιαίτερα για το πολύ σημαντικό ζήτημα του αν, και κάτω από ποιους όρους, μπορούμε να μιλάμε για την ύπαρξη, στην ιδεολογία, ενός πυρήνα επιστημονικής αλήθειας, για τις προϋποθέσεις, δηλαδή, μιας επιστημονικής ιδεολογίας (ιστορικού, μεταβατικού χαρακτήρα), δεν μπορεί να γίνει εδώ περισσότερος λόγος(3,4,5). Χρειάζεται, όμως, να υπογραμμίσουμε την ανάγκη να γίνεται πάντα η διάκριση ανάμεσα την μορφή («ψευδής συνείδηση», μυστικοποίηση) και το περιεχόμενο της ιδεολογίας, που έχει ένα θετικό χαρακτήρα, αντανακλώντας μιαν ιστορικά συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα και ολόκληρη την κοινωνικο - ιστορική διαδικασία, από μιαν ορισμένη κοινωνική σκοπιά, αυτή μιας κοινωνικής ομάδας ή τάξης.(*) (6).

Αναφερόμενος στον ιστορικά μεταβαλλόμενο χαρακτήρα της ιδεολογίας ο Fr. Basaglia επαναλαμβανε τα λόγια του Sartre ότι «οι ιδεολογίες είναι ελευθερία όταν γίνονται και καταπίεση όταν έχουν γίνει (πραγματοποιηθεί)». Η ιδεολογία, που καθοδήγησε την γαλλική αστική επανάσταση ενάντια στην φεουδαρχία, ήταν απελευθερωτική. Όταν το σύστημα των κοινωνικών σχέσεων, το οποίο η ιδεολογία αυτή εκπροσωπούσε, εγκαθιδρύθηκε και σταθεροποιήθηκε και άρχισε ν΄ αμύνεται απέναντι σε όσους το αμφισβητούσαν, μετατράπηκε σε απολογητική και το θετικό της περιεχόμενο (αυτό ενός φορέα ιστορικής προόδου) πέρασε στο αντίθετό του, στην συγκάλυψη και την καταπολέμηση της νέας αντίφασης, που ήρθε στην επιφάνεια και έτσι στην ολοσχερή μυστικοποίηση της πραγματικότητας («ψευδής συνείδηση»). Αλλά και στο πεδίο των μικροκοινωνικών πρακτικών πειθάρχισης και ελέγχου, όπως και σ΄ αυτό της επιστήμης κλπ, το ιδεολογικό στοιχείο εμφανίζει, συχνά, μιαν αντίστοιχη διαδρομή. Στην ψυχιατρική, το άσυλο ξεκίνησε μ΄ ένα θεραπευτικό πρόγραμμα και κατάντησε η πιο μεγάλη τυραννία. Το ίδιο ισχύει και για άλλες τεχνικές και δραστηριότητες που είχαν αρχικά ένα χειραφετητικό χαρακτήρα. Παράδειγμα είναι ο ιδεολογικός χαρακτήρας που απέκτησε η «Θεραπευτική Κοινότητα» στη Βρετανία, όταν πήρε μιαν επιστημονική διατύπωση, αναγκαία για την θεσμοθέτησή της ως της νέας διαχείρισης που επιβλήθηκε. Αυτή η διατύπωση χρησίμευε για να σκεπάσει την αντίφαση, που ήρθε στην επιφάνεια, με την εισαγωγή της Θεραπευτικής Κοινότητας, η οποία αποκάλυπτε μια πολιτική λειτουργία στο ψυχιατρικό ίδρυμα, που είναι ο κοινωνικός έλεγχος του ασθενή. Το ίδιο ισχύει για την ψυχανάλυση και άλλα ρεύματα.

Η συχνή χρήση του όρου «ιδεολογία» (ή «φιλοσοφία») στην ψυχιατρική δείχνει ότι τα διάφορα ρεύματα της ψυχιατρικής, μακριά από το να αντιπροσωπεύουν μιαν «καθαρμένη από ιδεολογία επιστήμη», αποτελούν συστήματα απόψεων, ιδεών, στάσεων και πρακτικών, που διαπερνώνται από τις ιστορικά σύγχρονες και κοινωνικά

επιρατούσες αντιλήψεις για το Κανονικό και το Φυσιολογικό και συνδέονται με επιστήμες και θεωρίες κοινωνικές, βιολογικές κλπ, με φιλοσοφικά ρεύματα - πράγμα που έχει άμεσες ή έμμεσες επιπτώσεις στην ίδια την κλινική πρακτική. Ο θετικισμός, ο εμπειρισμός και άλλα φιλοσοφικά ρεύματα, η συστημική θεωρία, οι θεωρίες του «εκφυλισμού» στις παλιές και στις σύγχρονες εκδοχές τους, ο κοινωνικός δαρβινισμός, κοινωνικές και ψυχολογικές θεωρίες, πολιτικές αντιλήψεις και συστήματα αξιών, ηθικής και δεοντολογίας, αποτελούν τον «φέροντα οργανισμό» της ψυχιατρικής θεωρίας και πράξης, στις διάφορες εκφάνσεις της, στην παραμικρή καθημερινή της εκδήλωση και εφαρμογή.

Είναι, επομένως, αδύνατο να αποφύγει κανείς το ζήτημα της ιδεολογίας στην

ψυχιατρική. Η τελευταία, στο βαθμό που, εκτός από μια θεραπευτική δραστηριότητα, αποτελεί και μια τεχνική / θεσμό της βιο – εξουσίας, τείνοντας να υποτάσσει την πρώτη (δηλαδή την θεραπευτική δραστηριότητα) στην δεύτερη, απαιτεί μια διαρκή και σε βάθος κριτική στάση απέναντι στα θεωρήματα και τις εφαρμογές της : απέναντι στους «θεραπευτικούς» ισχυρισμούς της και απέναντι στους αναγωγισμούς, τις ετικέτες και τις ταξινομήσεις της. Μόνον έτσι μπορεί να «διασώζεται» η πραγματικότητα του ψυχικά πάσχοντα και η ακεραιότητα του υποκειμενικού, υπαρξιακού του βιώματος, ενάντια στο «αντικειμενοποιητικό βλέμα» και τις πρακτικές του αποκλεισμού και του στιγματισμού και, ταυτόχρονα, να γίνεται δυνατό, τα εμπειρικά ευρήματα, οι ανακαλύψεις και η επιστημονική έρευνα (όλων των παραμέτρων, βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών) να αποχτούν τη σημασία τους και να εντάσσονται, μ΄ ένα διαλεκτικό τρόπο, σε μια θεραπευτική / χειραφετητική προοπτική για το πάσχων υποκείμενο.

Η χρήση, πχ, του φάρμακου έχει μιαν ορισμένη σημασία σε μια κλασσική, ιδρυματικού/βιολογικού τύπου αντίληψη, σε μια, δηλαδή, αντίληψη (ιδεολογία) που ανάγει την πολυπλοκότητα της ψυχικής οδύνης σε μονοδιάσταση εγκεφαλική (βιολογική, γονιδιακή, κλπ ) δυσλειτουργία και αποβλέπει στην «καταστολή» (στην ακύρωση του λόγου του ψυχικά πάσχοντα, στην «εξαφάνιση του συμπτώματος» κοκ). Αποκτά, όμως, μιαν άλλη σημασία σε μια πολυδιάσταση προσέγγιση του «πολύπλοκου αντικειμένου της ψυχιατρικής», όπου σκοπός είναι η προαγωγή της ψυχικής υγείας, η κοινωνική αναπαραγωγή του ασθενή ως υποκειμένου, η αναζήτηση νοήματος ( όχι μόνο ως προσέγγιση στην ψυχοπαθολογία, αλλά και ως θεραπευτικός στόχος) και η χειραφέτηση. Υπάρχει, επίσης, ένα επιστημονικό ( εμπειρικό ) στοιχείο στη χρήση του φάρμακου, που παραβλέπεται όταν γίνεται μια κατασταλτικού τύπου (δηλαδή «ιδεολογική») χρήση του, όταν, δηλαδή, γι΄αυτό το σκοπό, χορηγούται, πχ, ανεπίτρεπτα υψηλές δοσολογίες, ή όταν με «ευκολία» υιοθετούνται και ευρέως χρησιμοποιούνται φάρμακα μη επαρκώς δοκιμασμένα, στην λογική της (κατευθυνόμενης, προφανώς) αναζήτησης του «τέλειου φαρμάκου», που, επιτέλους, θα έλυνε το πρόβλημα…Το ίδιο ισχύει και για την Ψυχοκοινωνική Αποκατάσταση.

Δεν πρόκειται, επομένως, απλώς, για «επιστημονικές διαφορές», αλλά, επίσης, για «ιδεολογικές»: για ποια, δηλαδή, ψυχιατρική μιλάμε, με τι στόχο, με ποιες αρχές και αξίες και στο όνομα τίνος: των θεραπευτικών και κοινωνικών συμφερόντων του ψυχικά πάσχοντα ή των μηχανισμών που τον αποκλείουν και τον ακυρώνουν ; Αυτό το «ιδεολογικό» και, ταυτόχρονα, «πολιτικό», στοιχείο, είναι αναπόφευκτα, όπως θα δούμε παρακάτω, εσωτερικό, συστατικό στοιχείο της ίδιας της θεραπευτικής πράξης, προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, σε άλλοτε άλλο βαθμό. Είναι, μπορούμε να πούμε, μια πολιτική στο επίπεδο των «μικροκοινωνικών πρακτικών της εξουσίας» (Φουκώ), που συναρθρώνονται διαλεκτικά με «μακροκοινωνικές» διεργασίες. Ανεξάρτητα, επομένως, από προθέσεις, υπάρχει μια «ιδεολογία» και μια «πολιτική» ακόμα και στις (μονοδιάστατες) βιολογικές θεραπείες και στις (μονοδιάστατες) ψυχοθεραπευτικές τεχνικές (ιδιαίτερα όσες στοχεύουν στην απλή προσαρμογή του υποκειμένου στην δοσμένη κατάσταση) κοκ.

Είναι σημαντική, από αυτή την άποψη, η ιδεολογική χρήση, που έγινε στην Ελλάδα, της «εισαγωγής», διαχρονικά, ψυχιατρικών θεωριών, πρακτικών και προτύπων οργάνωσης υπηρεσιών και τις συνέπειες, που αυτό είχε, στην εξέλιξη της εγχώριας ψυχιατρικής. Αυτή η «εισαγωγή» ακολουθεί τα πρότυπα της αναπόφευκτης μεταφοράς, από προηγμένες καπιταλιστικές χώρες τεχνολογίας, επιστήμης, φιλοσοφικής θεωρίας, κουλτούρας, τρόπων ζωής, στην βάση μιας αλληλεπίδρασης, που χαρακτηρίζεται από εξάρτηση και υποτέλεια.

Σ΄αυτό το πεδίο έχουμε την εκδήλωση των παγκόσμιων διεργασιών της «ανισόμερης και συνδυασμένης εξέλιξης»(8), που, από τη μια, απομακρύνουν το επίπεδο ανάπτυξης της μιας χώρας από εκείνο μιας άλλης και των διαφόρων επιπέδων στο εσωτερικό της κάθε χώρας και, από την άλλη, τείνουν να εξισώνουν τα διαφορετικά επίπεδα και να κάνουν ικανή μια καθυστερημένη χώρα (ή τομείς της) να υπερπηδήσει στάδια εξέλιξης, μέσω των εισαγωγών κεφαλαίου, τεχνολογίας, μεθόδων εργασίας, επιστημονικών θεωριών κλπ. Αυτή η τάση είναι συναφής στην παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου, που τείνει, ιδιαίτερα σήμερα, την εποχή της κυριαρχίας και της κρίσης του χρηματιστικού κεφαλαίου, να κυριαρχεί και να επιβάλλεται παντού, όχι μόνο στο οικονομικό, το πολιτικό και το στρατιωτικό πεδίο, αλλά και σ΄ αυτό της επιστήμης, της τεχνολογίας, της κουλτούρας και του ίδιου του τρόπου ζωής.

Είναι σύνηθες φαινόμενο, λόγω της φύσης της διεθνούς αλληλεπίδρασης, η παθητική μίμηση και η μηχανική αναπαραγωγή των εισαγόμενων θεωριών και πρακτικών. Η αντιθεωρητική στάση (εμπειρισμός από τη μια και αφηρημένος ακαδημαϊσμός από την άλλη) στην πρόσληψη αυτών επιρροών είναι το όχημα της μηχανικής αναπαραγωγής των ξένων προτύπων, συντελώντας στην ιδεολογική τους λειτουργία(**). Η δημιουργική αφομοίωση της διεθνούς εμπειρίας απαιτεί πάντα μια συγκεκριμένη θεωρητική (και όχι ακαδημαϊκή) ανάπτυξη, ικανή να επιτύχει μια συγκεκριμένη, πρακτική και πρωτότυπη συνάρθρωση των τοπικών ιδιαιτεροτήτων και αναγκών με την διεθνή πρακτική.

Είναι φυσικό στην ίδια την έννοια και την πράξη της απλής μεταφοράς, της «αντιγραφής», η διόγκωση των αδυναμιών και των δυσλειτουργιών του αρχικού προτύπου. Αλλωστε, ένα πρόβλημα στην πρακτική της «αντιγραφής μοντέλων» είναι η αντιμετώπιση των διεθνών πρακτικών ως προτύπων με καθολική, απόλυτη και ενίοτε αιώνια ισχύ, μ΄ ένα, δηλαδή, δογματικό τρόπο κάνοντας, έτσι, αφαίρεση της λογικής και της μεθοδολογίας που ακολουθήθηκε για να αντιμετωπιστεί μια ορισμένη, συγκεκριμένη πραγματικότητα. Μ΄αυτό τρόπο, η «μεταφορά» αποχτά «ιδεολογικό» χαρακτήρα, γίνεται σκέτη φόρμα, χωρίς το αρχικό χειραφετητικό της περιεχόμενο.

Μπορεί κανείς να επωφεληθεί από διεθνείς πρακτικές, αν ξεκινάει από την πραγματικότητα του ανθρώπου, που πάσχει και από την συγκεκριμένη ολότητα των σχέσεων της κοινωνίας, μέσα στην οποία ζει και μέσα στην οποία αναδύεται ο ψυχικός του πόνος. Ένα παράδειγμα αποτελεί, στην ψυχιατρική, ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε ο γαλλικός «Τομέας» (Secteur). Στην χώρα καταγωγής είναι ένας τρόπος οργάνωσης που συναρθρώνει συμπληρωματικά ψυχιατρείο και εξωνοσοκομειακές δομές - δεν αμφιβητεί την διατήρηση του ψυχιατρείου αλλά το αναπαράγει σαν αναπόσπαστο στοιχείο ένος συστήματος ψυχικής υγείας, του οποίου δεν αποτελεί πλέον το κέντρο, αλλά μια περιφερική δομή που διασυνδέεται με δομές «πρόληψης» και δομές «αποκατάστασης». Μια βασική αδυναμία του «προτύπου» αυτού, που έχει εδώ και πολλά χρόνια υποστεί κριτική, είναι ο διοικητικός του χαρακτήρας, που, μέσω της παραγωγής «από τα πάνω» αφηρημένων απαντήσεων στις ανάγκες του πληθυσμού (που πρέπει να προσαρμόζονται στις απαντήσεις αυτές -τεχνικές κλπ), καταλήγει σ΄ ένα τεχνολογικό εκμοντερνισμό, αποφεύγοντας να θέσει σε κριτική την ύπαρξη των ψυχιατρικών ιδρυμάτων και να κινητοποιήσει τα

υποκείμενα, που θα ενδιαφέρονταν για το μετασχηματισμό τους (βλ.Fr. Basaglia- J. GallioLa vocazione terapeutica”). Η εισαγωγή των οργανωτικών αρχών του Τομέα στην Ελλάδα (μ΄ ένα τρόπο, είναι αληθεια, ισχνό, αδύναμο και αναμεμειγμένο με άλλα οργανωτικά «πρότυπα») πήρε μια «εκχυδαϊσμένη» μορφή, όπου, όχι μόνο οι εγγενείς αδυναμίες του αρχικού «μοντέλου» (διοικητικός χαρακτήρας κλπ) διογκώνονται, αλλά και βασικές επιδιώξεις του Τομέα, όπως η εξασφάλιση της θεραπευτικής συνέχειας, στην κίνηση από το άσυλο στην κοινότητα (θεραπευτική ομάδα, που διασφαλίζει το «θεραπευτικό συνεχές» κοκ ), παραβλέπονται πλήρως. Αυτή η εμπειρία, όπως και άλλες αντίστοιχες ευρωπαϊκές, αντιμετωπίστηκαν, συχνά, σαν μορφή χωρίς περιεχόμενο (πχ το λεγόμενο «τριαδικό σύστημα» –ΚΨΥ, ΨΤ του Γεν. Νοσοκομείου, Ψυχιατρείο- με «θεραπευτικό κατακερματισμό» αντί γιά «θεραπευτικό συνεχές»).

Η διαμόρφωση της ψυχιατρικής στην Ελλάδα ήταν αποτέλεσμα της προσαρμογής, στις κοινωνικά καθυστερημένες ελληνικές συνθήκες, των προτύπων της ευρωπαϊκής (και πιο πρόσφατα της αμερικάνικης) ψυχιατρικής και πρωτίστως του βιολογικού – ιδρυματικού μοντέλου. Η κατάσταση στην Λέρο δεν ήταν, πχ, η δήθεν έκφραση μιας ελληνικής «εθνοψυχιατρικής», όσο κι΄ αν είχε να κάνει με ελληνικές ευθύνες. Η Λέρος, πριν δέκα χρόνια, έκφραζε την πεμπτουσία της ευρωπαϊκής ιδρυματικής ψυχιατρικής, του κρεπελινισμού, του βιολογισμού, του κοινωνικού δαρβινισμού, της θεραπευτικής και κοινωνικής εγκατάλειψης(9).

Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε αυτό που συνέβη τα τελευταία χρόνια, με την απόπειρα «ψυχιατρικής μεταρρύθμισης» στην Ελλάδα, αν δεν δούμε την αλληλεπίδραση των ελληνικών συνθηκών με τις διεθνείς εξελίξεις στην ψυχιατρική, αλλά και στο πεδίο της οικονομίας, των κοινωνικών πολιτικών και των δικαιωμάτων.

Ως απάντηση στο αίτημα ( από ομάδες ελλήνων επαγγελματιών ψυχικής υγείας) για αλλαγή των άθλιων συνθηκών της ελληνικής ιδρυματικής ψυχιατρικής, έρχεται η έναρξη υλοποίησης του καν. ΕΕ 815/84, που συναντάει, αφενός ένα μείγμα άγνοιας, αμηχανίας και γραφειοκρατικής αγκύλωσης, αλλά και πυρετωδών συζητήσεων, αμφισβητήσεων, κινήσεων, ενθουσιασμού και ελπίδων. Κοινωνική ψυχιατρική, ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, εγχειρήματα αποκατάστασης και αποιδρυματοποίησης σε ψυχιατρεία : ένα μικρό μέτωπο κατά του βιολογισμού και του ιδρυματισμού. Μια βραχύβια «άνοιξη». Είναι την ίδια περίοδο που το αίτημα (και οι υποσχέσεις) για την ανάπτυξη ενός «κράτους πρόνοιας» στην Ελλάδα, στις αρχές της δεκαετίας του 80, πνίγεται εν τη γενέσει του, με την επιβολή των πρώτων πακέτων λιτότητας, το 1986, ως συνέπεια της νέας φάσης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.

Η κατάσταση που διαμορφώθηκε, τελικά, στη Ελλάδα, με τους σχεδιασμούς της τελευταίας δεκαπενταετίας, επηρεάστηκε από τέσσερα στοιχεία :

πρώτο, από την αδυναμία των ομάδων, που έθεσαν το αίτημα για μεταρρύθμιση, να σφυρηλατήσουν ένα κοινωνικό κίνημα και επίσης να κερδίσουν έστω και μια ευρεία μειοψηφία των επαγγελματιών του χώρου της ψυχικής υγείας, ιδιαίτερα των ψυχιάτρων.

δεύτερο, από την μεταφορά, από τις προηγμένες χώρες της Ευρώπης, ενός αστερισμού «μοντέλων», που ήδη διέπονταν από τον κατακερματισμό, την διαμερισματοποίηση και την επιλεκτικότητα και που λειτουργούν παράπλευρα στο ψυχιατρείο, στη βάση της λογικής «μια υπηρεσία για κάθε πρόβλημα»(Fr. Rotelli κά, 1985) (10). Τρία ήταν τα βασικά μοντέλα στις προηγμένες δυτικές χώρες: το ιατρικό, με προνομιακή έδρα το γενικό νοσοκομείο, το κοινωνικό, που παρέχει κοινωνική βοήθεια και υλικές παροχές και το ψυχοθεραπευτικό. Στο εσωτερικό του καθενός και ανάμεσά τους αναπτύχθηκε περαιτέρω κατακερματισμός και απουσία σχέσεων, επιλογή του προβλήματος σύμφωνα με τα κριτήρια της υπηρεσίας και αποκλεισμός και παραπομπή όσων δεν τα πληρούν. Η προσφορά, από μια μονάδα, ενός είδους υπηρεσίας αφήνει ακάλυπτο το άτομο από την παροχή των άλλων, εκτός αν μεσολαβήσει άλλη αρμόδια μονάδα.

τρίτο, για την εγχώρια ψυχιατρική, τα πρότυπα αυτά κατέληξαν να σημαίνουν, στην εφαρμογή τους, μιαν αντίληψη της μετάβασης στην κοινότητα, ως απλής μετατόπισης του χώρου άσκησης της ίδιας (όπως στο ίδρυμα) ιατροκεντρικής πρακτικής. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, η μετάβαση αυτή δεν αντιμετωπίστηκε σαν εναλλακτική και ολοκληρωμένη αντιμετώπιση του συνολικού ψυχιατρικού αιτήματος, αλλά σαν όχημα εγκατάλειψης των χρονίων και δύσκολων περιστατικών, με την μεταφορά των ίδιων θεραπευτικών προτύπων και θεσμικών ιεραχιών. Αλλά και το λεγόμενο «ψυχοθεραπευτικό μοντέλο» (ιδιαίτερα η ψυχανάλυση) παρέμεινε όχι μόνο έξω από τον χώρο των ιδρυμάτων, αλλά, σε μεγάλο βαθμό, και έξω από τις λεγόμενες νέες υπηρεσίες. Σε όσες από τις ελάχιστες νέες υπηρεσίες, όπου υπήρξε μια ψυχαναλυτική προσέγγιση, πρόκυψαν θετικά στοιχεία στην δραστηριότητά τους (δουλειά στον τόπο κατοικίας, δημιουργία πραγματικού «φίλτρου» στις εισαγωγές στα ψυχιατρεία κοκ) είναι πιθανό ότι η αποτελεσματικότητά τους οφείλεται πρωτίστως στο κοινοτικό στοιχείο της παρέμβασής τους.

Η κατάσταση που διαμορφώθηκε δεν σχετίζεται μόνο με τα παραπάνω, ούτε μόνο με την ασυνέχεια των χρηματοδοτήσεων των προγραμμάτων, την έλειψη νομικού πλαισίου κλπ. Εχει να κάνει, κατά την γνώμη μας, πρωτίστως - και αυτό είναι το τέταρτο στοιχείο - με την διεθνή στροφή, από τις αρχές της δεκαετίας του 80, ξανά στην πρωτοκαθεδρία της βιολογικής ψυχιατρικής – που συνοδεύεται από την κριτική (συχνά ως άλλοθι) στα αποτελέσματα της αποιδρυματοποίησης, που εφαρμόστηκε στις ΕΠΑ και αλλού ως απονοσοκομειοποίηση - στην συντηρητική στροφή στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, με τον νεοφιλελευθερισμό, την έναρξη κατεδάφισης του κράτους πρόνοιας και τις νέες ανάγκες κοινωνικού ελέγχου.

Είναι γνωστή η κριτική που γίνεται, επί κυβερνήσεως Μπλερ, στην «αποτυχία» του κοινοτικού συστήματος στην Βρετανία να ελέγξει αποτελεσματικά την «επικινδυνότητα» (προφανώς ιδεολογικό άλλοθι περαιτέρω περικοπών της χρηματοδότησης, που η ήδη συντελεσθείσα μείωσή της είχε σαν συνέπεια της αδυναμία των κοινοτικών υπηρεσιών να λειτουργήσουν σωστά), καθώς και τα συστήματα καταγραφής, που έχουν εισαχθεί, των «επικινδύνων» ψυχασθενών από το σύστημα κοινοτικής ψυχιατρικής, η διαβάθμισή τους σε απλώς «επικίνδυνους» και «πολύ επικίνδυνους» και η μελέτη δημιουργίας ειδικών ιδρυμάτων για «πολύ επικίνδυνα άτομα».

Τα έγκυρα επιστημονικά περιοδικά της διεθνούς ψυχιατρικής βρίθουν από σχόλια, του τύπου : «η αποιδρυματοποίηση των ατόμων με σοβαρή ψυχική νόσο στις ΗΠΑ έχει αποτελέσει το μεγαλύτερης έκτασης αποτυχημένο κοινωνικό πείραμα του εικοστού αιώνα.Πολλοί από τους ασθενείς που έλαβαν μέρος δεν κατάφεραν να επιβιώσουν στην κοινότητα λόγω ανεπαρκούς φροντίδας, ενώ τα κρατητήρια και οι φυλακές της Αμερικής αντικατέστησαν σιγά-σιγά τα ψυχιατρεία ως κύρια κέντρα παροχής ιδρυματικής φροντίδας για τους ασθενείς με ψυχική νόσο (Torrey E. Jails and prisons, Am.J.Publ. Health. 85, 1995).

«Από διάφορους υπολογισμούς προκύπτουν ενδείξεις ότι τώρα, σε συνεχή βάση, υπάρχει στην φυλακή διπλάσιος αριθμός ασθενών με σοβαρή ψυχική νόσο από ότι σε κρατικά ψυχιατρεία. Από τα στοιχεία που συγκεντρώνονται προκύπτει ότι το κλείσιμο των ψυχιατρικών νοσοκομείων, σε συνδυασμό με την ανεπαρκή χρηματοδότηση της φροντίδας σε επίπεδο κοινότητας οδηγεί σε ανάλογο πρόβλημα και στην Βρετανία» (L. Birmingham, BJ of Psych. 174, 1999).

Στο ερώτημα, πώς θα προωθήσουμε την αποιδρυματοποίηση στα ελληνικά ψυχιατρεία, ακούγονται συχνά αυτά τα επιχειρήματα, από την διεθνή εμπειρία, από ορισμένους λειτουργούς ψυχικής υγείας των ελληνικών ασύλων…

Η παλαιά ασυλική νοοτροπία έρχεται να συναντήσει και να ανανεωθεί μέσα από τον διεθνώς επελαύνοντα νεοκρεπελινισμό, τα διαδοχικά DSM, την αντίληψη και την πρακτική της αποιδρυματοποίησης ως αριθμητικής συρρίκνωσης των ψυχιατρείων. Μια άλλη πλευρά της ίδιας πραγματικότητας είναι ο, ιδιαίτερα εμφανής στο λεκανοπέδιο της Αττικής, αποχωρισμός της «ακαδημαϊκής γνώσης» από την άθλια καθημερινή πραγματικότητα του ψυχικά πάσχοντα και των ασύλων. Το πανεπιστήμιο ανακυκλώνει ως «επιστήμη» όλα τα διεθνή ρεύματα, κάτω, φυσικά, από το σκήπτρο του βιολογισμού, κρατώντας για τον εαυτό του αφενός τα διαπιστευτήρια μιας ξεκομένης «γνώσης» και «έρευνας» και αφετέρου τον ρόλο του ρυθμιστή της συνολικής ψυχιατρικής πραγματικότητας, με την οποία, ωστόσο δεν θέλει να έχει καμιά άλλη σχέση παρά μόνο αυτή : του ρυθμιστή και του ρυθμιζόμενου. (Σ΄ αυτούς τους ρόλους έχει τώρα πιθανώς ως ανταγωνιστές μερικές ελίτ δομές του ΕΣΥ και ορισμένους ιδιωτικούς φορείς).

Για να κατανοήσουμε, όμως, την ιδεολογική λειτουργία της σύγχρονης ψυχιατρικής, ως θεωρίας και πράξης, πρέπει να εξετάσουμε την εσωτερική, συστατική της αντίφαση, που αναπαράγει διαρκώς την κρίση της ως θεσμού. Για να γίνει αυτό δυνατό, πρέπει να σταθούμε, στο κεντρικό, ιδεολογικό / θεσμικό / θεραπευτικό της πρόβλημα, που ήταν στο κέντρο του αιτήματος για αλλαγή. Η ψυχιατρική, από τη σύστασή της στις αρχές του 19ου αιώνα, διαπερνιέται από μιαν αντίφαση: από τη μια έχει διακηρυγμένους θεραπευτικούς στόχους και από την άλλη πολιτικο –διοικητικές λειτουργίες κοινωνικού ελέγχου. Ο ψυχίατρος, στην άσκηση της επαγγελματικής του αποστολής, είναι ταυτόχρονα και γιατρός και εγγυητής της δημόσιας τάξης, καθώς συμπυκνώνει στην αποκαλούμενη θεραπευτική του πρακτική και στις ιατρικές του γνώσεις και πεποιθήσεις και τις απαιτήσεις του ποινικού συστήματος της κοινωνίας, της οποίας ο ίδιος αποτελεί μέρος - απαιτήσεις που αφορούν την υπεράσπιση των ορίων της επικρατούσας κανονικότητας / ομαλότητας, απέναντι σε κάθε επιβουλή ή παραβίασή τους.

Συνήθως, όμως, αρνείται αυτή την αντίφαση και διατείνεται ότι είναι απλώς φορέας μια ειδίκευσης, αρμόδιας και ικανής να θεραπεύει την ψυχική αρρώστια. Αλλοτε με πιο παραδοσιακό τρόπο, κατά τα πρότυπα της σωματικής ιατρικής και άλλοτε με πιο μοντέρνα σχήματα και φαινομενικά πιο απόμακρα από το παραδοσιακό ιατρικό μοντέλο (ψυχοθεραπείες κλπ). Αλλά και στις δύο περιπτώσεις, η ειδικευμένη αυτή λειτουργία της ψυχιατρικής αναζητά την μετατόπιση της αντίφασης, που συνιστά την ίδια την ύπαρξή της. Όπως τονίζει ο R. Castel (11), λειτουργεί ως εάν η τελειοποίηση της επιστήμης ή κάποιος θεσμικός νεωτερισμός θα μπορούσαν να επιφέρουν κάποια λύση του προβλήματος. Όταν κάποιος αρνείται ή δεν πιστεύει στην δυνατότητα υπέρβασης της αντίφασης, μέσα στην οποία ο ίδιος είναι εγκλωβισμένος, τότε το μόνο που του μένει είναι να διαχειριστεί, να λειτουργήσει μόνο πάνω σ΄ έναν από τους όρους της αντίφασης, αυτόν που του είναι πιο εύκολος στην πρόσβαση, υποβαθμίζοντας ή δίνοντας μιαν απάντηση στα λόγια στην παρουσία του άλλου όρου. Αλλά μ΄ αυτό τον τρόπο δεν λύνει την αντίφαση. Απλώς την αποκρύπτει. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η αυταπάτη του λειτουργού, που όσο πιο συγκεκριμένη, όσο πιο συνεπής, όσο πιο τίμια είναι η πρακτική του, τόσο πιο πολύ γίνεται μυστικοποιητική: θεωρεί ότι έχει αντιμετωπίσει όλες τις δυσκολίες που είναι στην αρμοδιότητά του.

Αλλά ακριβώς εξαιτίας αυτού, όπως λέει ο Castel (12), το αδιέξοδο που βρίσκεται κάτω από το έδαφος, πάνω στο οποίο κινείται η πράξη του, έχει μετακινηθεί αλλού. Πρόκειται για μιαν υποκατάσταση, για μια συγκάλυψη, από μια τεχνική, ενός ζητήματος εξουσίας, για την διολίσθηση, δηλαδή, μιας κοινωνικοπολιτικής αντίφασης σε μια τεχνικοεπιστημονική λύση : αυτό είναι το θεμελιακό ιστορικό πρόβλημα της ψυχιατρικής, που εξακολουθεί να την χαρακτηρίζει μέσα από κάθε εκσυγχρονισμό και νεωτερισμό της.

Δημόσια ασφάλεια και ελευθερία του προσώπου : την αντίφαση ήρθε να καλύψει, από τις αρχές του 19ου αιώνα, μια τεχνικοεπιστημονική λύση - η απομόνωση και το ειδικό ίδρυμα, μέσω του εγκλεισμού ή της νοσηλείας. Δεν υπάρχει μια εύκολη λύση στην αντίφαση αυτή. Οι δύο ρόλοι, θεραπευτικός και εγγυητής της δημόσιας τάξης, εγγυητής δηλαδή των κατεστημένων ορίων της ομαλότητας, είναι σε προφανή αντίφαση : υπερέχει το ιατρικό καθήκον απέναντι στον ασθενή, ή η εγγύηση της νόρμας του κόσμου των «υγιών»; Ποιος ρόλος επικρατεί, τελικά; Με ποιόν τρόπο μπορεί κάποιος να θεωρεί ότι θεραπεύει όποιον ξεπερνά τα όρια του κανονικού, εάν η κύρια ενασχόλησή του είναι η προσαρμογή στο κανονικό και η διατήρηση των ορίων του;

Μια απάντηση δόθηκε από τον Franco Basaglia (13), όταν τόνιζε την ανάγκη να κρατηθούν μαζί και να δουλεύονται από κοινού οι δύο όροι της αντίφασης. Να μην ανάγεται η αντίφαση ούτε σε μιαν απλοποιητική απάντηση, μήτε σε μιαν αφηρημένη κριτική της παραδοσιακής ψυχιατρικής. Ούτε, από την μια, ο τεχνικοεπιστημονικός αναγωγισμός, μήτε, από την άλλη, η αφηρημένη πολιτικοποίηση της αρρώστιας και της ψυχιατρικής : το ζήτημα, κατ΄ αυτόν, ήταν να ξαναβρεθεί, στην καθημερινή πρακτική, η πολιτική διάσταση της αντίφασης, που έχει καλυφθεί από την ψυχιατρική. «Εάν ο άρρωστος, έγραφε, είναι η μόνη πραγματικότητα, στην οποία πρέπει ν΄ αναφερόμαστε, πρέπει να αντιμετωπιστούν και οι δύο πλευρές από τις οποίες συνίσταται αυτή η πραγματικότητα : το ότι είναι άρρωστος, με μια προβληματική ψυχοπαθολογίας (διαλεκτική και όχι ιδεολογική) και ότι είναι αποκλεισμένος, ένας κοινωνικά στιγματισμένος»(14).

Το ζήτημα, επομένως, δεν είναι η απλή αναγνώριση των πολύπλευρων υπαρξιακών, κοινωνικών και πολιτικών διαστάσεων της ψυχικής οδύνης, σαν κάτι, όμως, που παραμένει έξω από τα όρια της θεραπευτικής πρακτικής, σαν κάτι που την περιγράφει από τα έξω. Μάλιστα, στο βαθμό που ο λειτουργός είναι πολιτικοποιημένος, μπορεί να θεωρήσει αυτό, το έξω από την θεραπευτική του πρακτική, το κοινωνικό και πολιτικό, ότι είναι και το πιο σημαντικό και ουσιαστικό. Αλλά επαγγελματικά, στην θεραπευτική πρακτική, δεν κάνει άλλο από το να επιδιώκει την τελειοποίηση και την επέκταση των θεραπευτικών του τεχνικών που παραμένουν στο ιατρικό και ψυχολογικό πεδίο. Όπως τονίζει και πάλι ο Castel (15), μ΄ αυτό τον τρόπο η ψυχιατρική μπορεί να φτάσει μέχρι το να αποχτήσει επίγνωση των αποτυχιών της, ή, καλλίτερα, των ορίων της. Θα κάνει πάντα την αυτοκριτική της για να βρει ένα καλλίτερο απόθεμα θεραπειών για να προχωρήσει παραπέρα. Το ζήτημα, όμως, είναι πώς θ΄ αναπτυχθεί μια θεραπευτική πρακτική, που ενώ θα έχει συνείδηση της κοινωνικής αποστολής, που της έχει ανατεθεί, δηλαδή η ομαλοποίηση και ο αποκλεισμός, θα αρνηθεί πρακτικά, στο ίδιο το θεραπευτικό πεδίο, αυτή την αποστολή (16).

Συχνά, ωστόσο, η επιδίωξη της ψυχιατρικής ν΄ απαλλαγεί από τις λειτουργίες του κοινωνικού ελέγχου, πήρε τη μορφή της απομάκρυνσης και της απόρριψης του αντικειμένου της. Καλυπτόμενη πίσω από την επιδίωξη ν΄ αποχτήσει επιστημονικό status αντίστοιχο μ΄ αυτό των ειδικοτήτων της σωματικής ιατρικής, εγκλωβισμένη στην αλλοτριωμένη και αλλοτριωτική επιδίωξη της μονομερούς τελειοποίησης των τεχνικών της (φαρμάκων, ψυχοθεραπείας κλπ), μετέτρεψε τις τεχνικές αυτές σε ιδεολογίες και μέσα διαχείρισης και χειραγώγισης και τις αντίστοιχες υπηρεσίες, που τις παρέχουν, σε μέσα επιλογής και αποκλεισμού περιστατικών.

Η κρίση της σύγχρονης ψυχιατρικής εκφράζεται, επίσης, στην λειτουργία του κυκλώματος των υπηρεσιών της, αφενός ως μοχλού χρονιοποίησης (παρά τη γνώση που έχει συσωρευθεί τα τελευταία χρόνια) και στην ταυτόχρονη, αφετέρου, μετατόπιση του ενδιαφέροντος μακρυά από το χρόνιο περιστατικό. Αυτό, κατά τη γνώμη μας, αντανακλά κοινωνικοοικονομικές αναγκαιότητες (συρρίκνωση / αναδιάρθρωση του κράτους πρόνοιας), που στοχεύουν όχι στην κοινωνική αναπαραγωγή αλλά στην απλή βιολογική συντήρηση των «χρονίων» ασθενών και των ατόμων εν γένει με σοβαρές αναπηρίες και επιδρούν στην διαμόρφωση πολιτικών προτεραιοτήτων και ιδεολογικής «ατμόσφαιρας», που εμποτίζει την ψυχιατρική θεωρία και πράξη, καθώς είναι, όπως είπαμε, στενά συνδεμένη με το κράτος και τις κυρίαρχες νόρμες.

Πιστεύουμε ότι η τάση, που διαπιστώνεται διεθνώς, ως προτίμηση των λειτουργών να εργάζονται με περιστατικά που δεν απαιτούν μακρόχρονη φροντίδα, δηλαδή περιστατικά που έχουν ελάσσονες διαταραχές και υψηλότερο λειτουργικό επίπεδο [θεωρώντας ότι έτσι έχουν θετικότερα αποτελέσματα, βλ. S. Ramon, 1992 (17), Bachrach 1983 (18), Patmore, 1987(19)], αναπαράγεται σε όλες τις υπηρεσίες και μέσα στο ίδιο το ψυχιατρείο, όπου βρίσκουμε μονάδες “οξέων περιστατικών”, που λειτουργούν με προνομιακά, επιλεκτικά κριτήρια, που δεν βασίζονται σε καμιά θεραπευτική βάση.

Το ίδιο άλλωστε ισχύει και για ορισμένα ψυχιατρικά τμήματα γενικών νοσοκομείων, η απροθυμία, ή και η άρνηση, των οποίων να νοσηλεύουν “ακούσιες εισαγωγές” και εν γένει πολύπλοκα περισταστικά, δεν βασίζεται σε καμιά “νοσολογική” ή “θεραπευτική” βάση, παρά μόνο στην ανάγκη του εγκλεισμού, της απομόνωσης και της καθήλωσης, στη μετατόπιση, δηλαδή, του πόλου της αντίφασης, που αφορά την ανοιχτή επιβολή της κύρωσης στον ψυχικά πάσχοντα, στους χώρους των ολοπαγών ιδρυμάτων, αυτών δηλαδή που η επιδίωξη κατάργησής τους αποτελούσε την γενεσιουργό αιτία αυτών των υπηρεσιών.

Αυτό που έχουμε είναι όχι μια υπέρβαση του κλασσικού ψυχιατρικού μοντέλου, αλλά την δημιουργία του συστήματος της “περιστρεφόμενης πόρτας”: δηλαδή επιλογή και αποκλεισμός των περιστατικών, παραπομπές από την μια υπηρεσία στην άλλη, συχνά με κριτήρια όχι θεραπευτικά αλλά ταξικά, παραγωγή χρονιότητας. Αλλωστε, ποια θα ήταν τα “θεραπευτικά κριτήρια” για την παραπομπή σ΄ένα ψυχιατρείο, ύστερα από την γνώση που έχουμε αποκτήσει τις τελευταίες δεκαετίες; Προς τι η υποκρισία των επίσημων πολιτικών για το “ειδικό ψυχιατρικό νοσοκομείο”(ιδεολογικό κατασκεύσμα ως έννοια –πτωχοκομείο στην πραγματικότητα), που θα προσφέρει “ειδικές υπηρεσίες” ; Και ποιες είναι αυτές, που δεν μπορούν να προσφερθούν σε οποιαδήποτε ψυχιατρική κλινική γενικού νοσοκομείου, εκτός από τις αρχαϊκές λειτουργίες της απομόνωσης, της καθήλωσης, της κλειδωμένης πόρτας και ιδιαίτερα του ξεφορτώματος των κοινωνικά και θεραπευτικά ανεπιθύμητων πελατών ; Και πώς τα άσυλα θα βοηθηθούν να ξεπεράσουν την αποτελμάτωση, την ιδρυματική απάθεια, τις πρακτικές της βίας, πώς θα βοηθηθούν να εξανθρωπίσουν τις πρακτικές τους, να στραφούν στην κοινότητα, να αφήσουν πια τα προσχήματα και να ξεπεράσουν την αμυντική στάση και καχυποψία απέναντι σ΄ένα άνοιγμα “προς τα έξω”, στην συνεργασία, στην διασύνδεση, στην κοινότητα - πράγμα ιδιαίτερα σημαντικό για την λειτουργία των υπό θεσμοθέτηση τομέων - αν διαιωνίζεται, και με το νέο νόμο θεσμοθετηθεί, ο ρόλος της (έστω και τομεοποιημένης) αποθήκης, του αποδέκτη, δηλαδή, των παραπομπών του ψυχιατρικού συστήματος και των αποκλεισμένων από την κοινωνία;

Είναι σαφές ότι η ψυχική υγεία είναι τελευταία στις προτεραιότητες του κράτους και της κυβέρνησης, και σίγουρα αυτό προκαλεί κρίση και παράλυση στην αντιμετώπιση των προβλημάτων και ακυρώνει προσπάθειες στελεχών. Είναι, επίσης, βέβαιο ότι υπάρχει κρίση στρατηγικής, έλειψη συγκεκριμένου, πρακτικού ( και όχι στα χαρτιά) σχεδιασμού και προγραμματισμού. Αλλά αυτό είναι η μορφή εμφάνισης μιας γενικής πολιτικής, ενός συνολικού τρόπου διαχείρισης των κοινωνικών προβλημάτων, του κοινωνικού αποκλεισμού, της φτώχειας και της κλιμακούμενης από την κρίση κοινωνικής “αταξίας”. Ισως θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι, στη δοσμένη φάση οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης αυτής της χώρας, η κατεστημένη ψυχιατρική και οι διάφορες ιδρυματικές γραφειοκρατίες, για να υπερασπίσουν τους όρους αναπαραγωγής τους και το κράτος, για να ανταποκριθεί στις ανάγκες κοινωνικού ελέγχου στην νέα μεταβατική κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας, υιοθετούν, γενικά, μια συγκεκριμένη “επιστημονική” γλώσσα και την υπάρχουσα ιδρυματική πραγματικότητα. (ένα, δηλαδή, πραγματιστικό συνδυασμό μορφών εγκλεισμού –άσυλα - με ανοιχτές μορφές κοινωνικού ελέγχου- κοινοτικές υπηρεσίες κλπ).

Η υιοθέτηση προτάσεων, που δεν ξεκινούν από την πρωταρχικότητα των αναγκών, κλινικών, υπαρξιακών και κοινωνικών, των ψυχικά πασχόντων, αλλά από τις θέσεις ισχύος διαφόρων κέντρων. Η έλλειψη ενδιαφέροντος να γίνει μια επίσημη και ουσιαστική αξιολόγιση των εμπειριών, που πραγματικά άλλαξαν καταστάσεις την τελευταία δεκαπενταετία (αντίθετα, υπάρχει η συστηματική αγνόηση των εμπειριών αυτών, που ευγενώς παραγκωνίστηκαν για να προχωρήσουμε μπροστά με τον ίδιο παλιό τρόπο). Η άκριτη υιοθέτηση θεωριών και πρακτικών, που δεν έχουν αλλάξει τίποτα στην κατάσταση στην οποία θα αναμενόταν να έχουν επίδραση (αλλά, απλώς, την ανακυκλώνουν με νέο τρόπο). Και, κυρίως, η διατήρηση των ιδρυμάτων στην παραδοσιακή τους λειτουργία της καταπίεσης και του ελέγχου: όλα αυτά δείχνουν την αδυναμία, όπως έλεγε ο Fr. Basaglia, “μιας ανανέωσης των πρακτικών και των αντίστοιχων τεχνικών, στο βαθμό που δεν μπαίνει σαν απαίτηση της οικονομικής πραγματικότητας”(***) (20).

Αυτή η κατάσταση κάνει επιτακτική την υποχρέωση να κατανοήσουμε την αντίφαση της ψυχιατρικής όχι μόνο στο επιστημολογικό πεδίο (ούτε, μόνο, με θεωρητικοποιήσεις στο επίπεδο της ψυχοπαθολογίας και των ιδιαιτεροτήτων των επιμέρους σχολών) αλλά και στην υλική, κοινωνική της βάση. Αυτό απαιτεί μια διαρκή προσπάθεια που, υπερβαίνοντας τον εμπειρισμό, τον ακαδημαϊσμό και τον αντιθεωρητισμό, θα αποσκοπεί σε μια, διαρκώς αναπτυσσόμενη, θεωρητική σύλληψη του ψυχιατρικού θεσμού ως μέρους του Ολου, στην συγκεκριμένη, δηλαδή, διαλεκτική σύνδεσή του με την φύση του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, με την πολιτική, την φιλοσοφία. Αυτή η μελέτη πρέπει να ξεκινάει από την υλική βάση αναπαραγωγής της κοινωνίας, τις τάσεις εξέλιξής της, τις νέες μορφές που παίρνει η επίδραση αυτών των εξελίξεων πάνω στην διαμόρφωση της υποκειμενικότητας καθώς και, φυσικά, πάνω στην ψυχική υγεία (ιδιαίτερα το ζήτημα της μακρόχρονης ανεργίας, η μετατροπή της χώρας σε μια πολυεθνική κοινωνία με το πλήθος των μεταναστών και τις ιδιαίτερες ανάγκες τους, οι διαρκείς πολεμικές συγκρούσεις στην περιοχή, η οικονομική ανάπτυξη που αναπαράγει μοντέλα, κοινωνικά, πολιτιστικά των δυτικών μητροπόλεων, με κλιμάκωση των κοινωνικών ανισοτήτων - από τη μια, νεόπλουτα στρώματα με παρασιτικά εισοδήματα, διεθνείς επενδύσεις, και “ευρωπαϊκό” τρόπο ζωής και, από την άλλη, εντεινόμενη εξαθλίωση και κοινωνικός αποκλεισμός, κρίση και μετασχηματισμός της οικογένειας, αδιέξοδο και αποπροσανατολισμός για μεγάλα στρώματα νεολαίας, που ζουν σε επισφαλείς συνθήκες υπαρξιακές, συναισθηματικές, εργασιακές).

Ζούμε σε μια κοινωνική πραγματικότητα, στο εσωτερικό της οποίας εντατικοποιούνται στο έπακρο και αποκορυφώνονται τα φαινόμενα της αλλοτρίωσης του ανθρώπου (από την εργασία του και το προϊόν της από τους άλλους και από τον εαυτό του). Είναι μια κοινωνική/υπαρξιακή πραγματικότητα, που χαρακτηρίζεται από την πιο βαθειά κρίση ταυτότητας και αλλοτρίωση της υποκειμενικότητας, με προφανείς συνέπειες στην ψυχική υγεία και προκλήσεις στην θεραπευτική αντιμετώπιση - στο βαθμό που αυτή δεν ανάγεται στην “ιδεολογία” του φάρμακου και στις τεχνικές της προσαρμογής στο δοσμένο Κοινωνικό Είναι, αλλά αποσκοπεί στην ανασυγκρότηση της υποκειμενικότητας και στην κοινωνική αναπαραγωγή του ανθρώπου που πάσχει ψυχικά. Για να μπορέσουμε να δούμε τον ανθρωπο στην ολότητά του και όχι ως μια αφηρημένη αντότητα, ταξινομημένη, κατηγοριοποιημένη και ως εκ τούτου διαχειρίσιμη, πρέπει να δούμε ότι ψυχική υγεία και ψυχική διαταραχή, λόγος και τρέλα, λογικό και μη – λογικό, δεν χωρίζονται με σινικά τείχη, αποκλείοντας το ένα το άλλο (πίσω από τοίχους ή κάτω από ταξινομήσεις) Αποτελούν και τα δύο πλευρές, στην δική μας ιστορική εποχή, ενός κόσμου ανεστραμένου, αλλοτριωμένου, που ανάγει και εμφανίζει τις σχέσεις ανθρώπων ως σχέσεις πραγμάτων (ανταλλακτικών αξιών). Αυτό δεν σημαίνει ότι “δεν υπάρχει ψυχική αρρώστια”, αλλά ότι χρειάζεται μια διαφορετική θεωρητική της σύλληψη και μια διαφορετική της αντιμετώπιση και μεταχείριση: δηλαδή, μια θεωρία ικανή να συλλάβει την πολυπλοκότητά της και μια απάντηση αντίστοιχη μ΄ αυτή την πολυπλοκότητα. Γιατί και μέσα στο λογικό και μέσα στο μη λογικό υπάρχει η άλυτη αντίφαση του αλλοτριωμένου κόσμου: το πραγματικό είναι ανεστραμένο και το ανεστραμένο είναι πραγματικό. Το λογικό βασίζεται και εκφράζει τον αλλοτριωμένο κόσμο (η κυριαρχούσα κανονικότητα), όπως και το μη λογικό ορίζεται και θεμελιώνεται πάνω στη βάση του υπάρχοντος (και κυριαρχούντος) λογικού. Είναι η ολότητα του κοινωνικού ανθρώπινου όντος, λογικού και μη λογικού, που είναι αλλοτριωμένη (22).

Αυτό έχει μια μεγάλη σημασία από τη σκοπιά της ανάγκης να υπερβούμε, στο θεραπευτικό πεδίο, την “ακατανόητο”, το “άνευ νοήματος” του λόγου του τρελού, το δήθεν απόκοσμο της τρέλας: αυτή δεν είναι ο αποκλειόμενος από τον λόγο μη λόγος, αλλά μια εναλλακτική μορφή λόγου, του οποίου πρέπει να δούμε τον λόγο ύπαρξης, την οπτική του, την οδύνη του και όχι να τον απορρίπτουμε ως το α - νόητο προϊόν ενός ελατωματικού γονιδίου ή των ανατομικών ιδιοτήτων μιας έλικας του εγκεφάλου.

Είναι, αλλωστε, αυτός ο ανεστραμένος κόσμος, που είναι, αφενός, πηγή ιδεολογιών και ιδεολογημάτων, ενώ, αφετέρου, υπεισέρχεται στην ίδια την θεραπευτική σχέση, που είναι μια ειδική ανθρώπινη σχέση, που αντανακλά τις ιεραρχικές σχέσεις εξουσίας, στην βάση των οποίων είναι δομημένη η δοσμένη κοινωνία. Η θεραπευτική σχέση δεν μπορεί με κανένα τρόπο να θεωρηθεί ως ουδέτερη και αποστειρωμένη, σ΄ ένα κόσμο αλλοτριωμένο - πέρα από τυχόν υποκειμενικές προθέσεις. Υπάρχει, λοιπόν, και αυτή (η θεραπευτική σχέση) ως σχέση εξουσίας, πατερναλιστική, αντικειμενοποιητική, κατά πρότυπα της σωματικής ιατρικής, συχνά μη διαπραγματεύσιμη, συχνά εμπορευματοποιημένη. Επομένως, η “ακρόαση του ασθενή” θα πρέπει, αν θέλει να είναι πραγματικά θεραπευτική και όχι χειριστική (“ιδεολογική”), ακόμα και κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες, αυτές του ασύλου, να είναι κριτική απέναντι στον εαυτό της, προσπαθώντας διαρκώς να υπερβαίνει την αντικειμενοποιητική στάση και την εξουσιαστική επιβολή της αυθεντίας (συχνά απόμακρης και αδιάφορης) προς την κατεύθυνση μιας σχέσης μεταξύ υποκειμένων. Μια σχέση αμοιβαιότητας και συμβολαίου μεταξύ ισότιμων υποκειμένων. Και όσο περισσότερο αυτή η ισοτιμία είναι υπονομευμένη (από πολλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων και η αρρώστια), τόσο περισσότερο πρέπει να ενισχύεται.

Η οργάνωση της απάντησης στο άνθρωπο που πάσχει, η κλινική, η υπαρξιακή και η κοινωνική του πραγματικότητα θα έπρεπε να είναι οδηγός για την οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών. Σ΄ αυτή τη λογική, όλες οι θεραπευτικές στρατηγικές πρέπει ν΄ αναθεωρηθούν στη βάση μιας επανεξέτασης των επιστημολογικών τους βάσεων - μια επανεξέταση που πρέπει να πάρει υπ΄ όψιν της τα νέα θεωρητικά και πρακτικά επιτεύγματα και αρμοδιότητες της κοινοτικής ψυχιατρικής. Αυτή, με τη σειρά της, δεν μπορεί να εννοείται ως μια πρακτική της οποίας σκοπός είναι η απλή διαχείριση και ο έλεγχος των παρεκλινόντων σε επίπεδο συμπτωμάτων και συμπεριφοράς, αλλά, αντίθετα, η εκτύλιξη διεργασιών “παραγωγής υγείας” και η διατήρηση και ενίσχυση των ψυχικά πασχόντων υποκειμένων μέσα στην κοινωνία : μέσω της οργάνωσης εναλλακτικών δυνατοτήτων ζωής, μέσω του μετασχηματισμού των τρόπων λειτουργίας των θεσμών (συμπεριλαμβανόμενων των υπηρεσιών υγείας), καθώς και όλων των μηχανισμών και των ομαλοποιητικών συστημάτων, που αλληλεπιδρούν στο επίπεδο του ίδιου του σχηματισμού του ψυχιατρικού αιτήματος,(23) στο πρωτογενές επίπεδο όπου η ψυχική οδύνη ( με όλη την πολλαπλότητα των πηγών και αιτιών της) αναδύεται μέσα από τις αντιφάσεις του κοινωνικού σώματος και αποκρυσταλλώνεται σε “ψυχική διαταραχή” ή “αρρώστια”.

Εχει από καιρό γίνει φανερή η ανάγκη, η έννοια της θεραπείας να ξεπεράσει το κλινικοεπανορθωτικό μοντέλο και να προσεγγίσει ένα σχήμα που διαπερνιέται από - και ταυτόχρονα τοποθετείται κριτικά προς - όλους τους μηχανισμούς και τις διαδρομές αναπαραγωγής της πολυπλοκότητας του υποκειμένου: κλινικές υποθέσεις, αλλά και τα ιδεολογικά και πολιτιστικά συστήματα που πρσδιορίζουν το πρόβλημα της διαφορετικότητας, την δυναμική διαδικασία ενσωμάτωσης/ αποκλεισμού, την σχέση κανονικό/μη κανονικό και τους συναφείς ομαλοποιητικούς μηχανισμούς, το ζήτημα των δικαιωμάτων, τα διάφορα γνωστικά πεδία που, στο πεδίο των επιστημών και της φιλοσοφίας, δίνουν διάφορους προσδιορισμούς στην έννοια του “ανθρώπου”

και της “ανθρώπινης λειτουργίας”, τις νέες κοινωνικές αντιλήψεις για την υγεία (24).

Μια πολιτική ψυχικής υγείας, θα έπρεπε να προωθεί (στο επίπεδο της υπηρεσίας, όσο και σ΄ αυτό της κυβερνητικής πολιτικής) την οργάνωση, πρακτικά, μιας πολλαπλότητας δραστηριοτήτων, εναλλακτικών λύσεων και απαντήσεων (στο συμβολικό και στο υλικό πεδίο) ανταποκρινόμενων στην πολυπλοκότητα του “αντικειμένου”. Θα έπρεπε να είναι ένα δίκτυο υπηρεσιών, φορέων κοινοτικών και κοινωνικών υποκειμένων, που αναγνωρίζει, στηρίζει, οργανώνει, παρακινεί και βοηθάει στην ανάπτυξη της υποκειμενικότητας και της κοινωνικής αναπαραγωγής του καθενός ψυχικά πάσχοντα.

Η κρίση στο ΨΝΑ μετά το σεισμό θα μπορούσε να είναι αφορμή για μια τέτοια στροφή. Είχαμε τονίσει, αμέσως μετά το σεισμό ότι “η αντιμετώπιση της κρίσης μπορεί είτε να ισχυροποιήσει ενέργειες διοικητικού εξωραϊστικού τύπου, είτε να γίνει αφορμή προς μια ταχεία κίνηση προς την αποιδρυματοποίηση και την αλλαγή της υπάρχουσας κουλτούρας.”(15-9-1999). Οι μέχρι τώρα εξελίξεις επιβεβαιώνουν την χειρότερη δυνατή εκδοχή της πρώτης εναλλακτικής κατεύθυνσης. Αντί για κινήσεις προς το μετασχηματισμό, παρατηρούμε μια πολιτική κατακερματισμού, ή διασποράς, αυτούσιου του ασύλου “μέσα” στην “κοινότητα”(πχ η πολιτική των μεγάλων μονάδων στο κέντρο της πόλης κοκ). Θεωρούμε ότι ο τρόπος που θα αντιμετωπιστεί η κρίση στο ΨΝΑ θα σημαδέψει τις εξελίξεις στο χώρο της ψυχικής υγείας, συνολικά, για πολλά χρόνια.

Μέχρι τώρα, η κατάσταση διακρίνεται από απουσία μιας στρατηγικής και ταχτικής αλληλουχίας των ενεργειών με αποτέλεσμα, το ένα βήμα να αντιστρατεύεται το άλλο και να δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα επιλύει. Στο κέντρο της είναι η σύμπτωση των επιδιώξεων ενός διαχειριστικού/διοικητικού λόγου και ενός σκληροπυρηνικού ασυλικού ψυχιατρικού λόγου, που αντιμετωπίζει την συρρίκνωση γραφειοκρατικά, ως αριθμητικό μέγεθος, ως μείωση των κλινών μέσα στο χώρο του ΨΝΑ, χωρίς καμιά σκέψη για αλλαγή στην λειτουργία και την ανάπτυξη πρακτικών υπέρβασης του ολοπαγούς ιδρύματος. Η εγκαθίδρυση της πρωταρχικότητας του υποκειμένου, του προσώπου του ασθενή και των δικαιωμάτων του, εξακολουθεί να παραμένει το μεγάλο ζητούμενο…

Για να αντιμετωπιστεί η κρίση θετικά, στην κατεύθυνση της αποιδρυματοποίησης, θα χρειαστεί μια τολμηρή πολιτική, μια σαφής στρατηγική αποιδρυματοποίησης και μια σαφής μεθοδολογία για πώς γίνονται όλα αυτά με θεραπευτικούς, αποκαταστασιακούς όρους. Δύο θάπρεπε να είναι οι άξονες: πρώτο, στροφή στην κοινότητα για την αντιμετώπιση των νέων εισαγωγών με νέο τρόπο. Σ΄ αυτή τη βάση, ισότιμη συμμετοχή στην τομεοποίηση, με ανάληψη από κάθε κλινική του ΨΝΑ τομέα ευθύνης, χωρίς “δορυφοροποίηση” από ψυχιατρικές κλινικές γενικών νοσοκομείων και με βαθμιαία οικοδόμηση δικτύου κοινοτικών δομών, για παροχή της θεραπείας “στον τόπο κατοικίας”. Δεύτερο, μια τολμηρή, αλλά μελετημένη οργάνωση της αποιδρυματοποίησης και της κοινωνικής επανένταξης των εγκλείστων. Όχι απλή αριθμητική συρρίκνωση, αλλά υπέρβαση, μετασχηματισμός της ιδρυματικής κουλτούρας και της νοσοκομειακής οργάνωσης.

Εν κατακλείδι, το ζήτημα εάν το ΨΝΑ ανοικοδομηθεί μ΄αυτή την θετική έννοια, ή σαν μια εκσυγχρονισμένη αποθήκη, αποτελεί ένα ανοιχτό ερωτηματικό και ένα καίριο ζήτημα για το μέλλον και τον τρόπο της ανάπτυξης των υπηρεσιών ψυχικής υγείας, της ψυχιατρικής και των χειραφετητικών προοπτικών των ψυχικά πασχόντων σ΄ αυτή τη χώρα.

3- 12- 1999

Θ. Μεγαλοοικονόμου

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(*) Η ιδεολογία, οριζόμενη ως ένα σύστημα πολιτικών, νομικών, ηθικών, φιλοσοφικών, αισθητικών και θρησκευτικών απόψεων και ιδεών, που αντιπροσωπεύουν την συνείδηση που έχουν για τον εαυτό τους και τον κοινωνικό τους ρόλο οι κοινωνικές τάξεις, ομάδες κλπ, μπορεί να είναι θεωρητικά επεξεργασμένη ή αυθόρμητη ( η καθημερινή συνείδηση των μαζών) και σε σχετική ανεξαρτησία από τις κοινωνικές θέσεις που βρίσκουν έκφραση σ΄ αυτήν. Η ίδια η γνωστική διαδικασία έχει μιαν ιδεολογική λειτουργία, χωρίς αυτό να σημαίνει, φυσικά, ότι είναι (η γνωστική διαδικασία) μηχανικά και άμεσα υποταγμένη σ΄ αυτή ή εκείνη την κοινωνική τάξη. Αυτό έχει, αφενός, να κάνει με το γεγονός ότι η γνώση (το γνωρίζειν) και ιδιαίτερα η φιλοσοφία, αφορά τόσο την κοινωνική όσο και την φυσική πραγματικότητα. Αλλά, πρωτίστως, έχει να κάνει με το γεγονός ότι η ιδεολογική λειτουργία του γνωρίζειν, της γνώσης, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος (αλλά μόνο μέρος) της συνολικής γνωστικής διαδικασίας, που είναι απεριόριστη σε περιεχόμενο και σημασία.(7)

(**) Η αντιθεωρητική παράδοση και η μηχανική αναπαραγωγή μοντέλων έχει την πηγή της, φυσικά, στην συγκεκριμένη ιστορική οικονομική, κοινωνική και πνευματική εξέλιξη του ελληνικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού.

(***) Όπως έγινε και αλλού, η εισαγωγή θεωριών και πρακτικών, που δεν ανταποκρίνονταν στις οικονομικές ανάγκες αναπαραγωγής του κεφαλαίου και των αναγκών της συγκυρίας για την διαχείριση των ορίων της Κανονικότητας, δεν παίζει παρά το ρόλο της ιδεολογικής προετοιμασίας για μια επόμενη φάση, όταν η λογική της αναπαραγωγής του κεφαλαίου θα αναπτυσσόταν με τρόπο που θα δημουργούσε μια νέα πραγματικότητα κοινωνικών αντιφάσεων, που θα καθιστούσαν αναγκαία την διαχείριση σύμφωνα με αυτά τα τεχνικοεπιστημονικά μέσα. Όπως τονίζει ο Basaglia, eπιστημονικές και θεραπευτικές πρακτικές, που θεωρούν τον εαυτό τους πρωτοπορειακό, εναλλακτικό, ή θέτουν σε κρίση το θεσμό μέσα στον οποίο δραστηριοποιούνται, καθώς εμποδίζονται να προωθήσουν το χειραφετητικό τους περιεχόμενο (στο βαθμό, δηλαδή, που ανταποκρίνονται σε αληθινές ανάγκες των προσώπων που πάσχουν), ή ενσωματώνονται, απορροφώνται, ως μια καθαρή ιδεολογία, που χρησιμεύει ως άλλοθι στην υπάρχουσα κατάσταση, εν αναμονή να παίξουν το ρόλο τους, όπως είπαμε παραπάνω, σ΄ ένα επόμενο στάδιο (21).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

1. Istvan Meszaros: “Philosophy, Ideology and Social Science”.

2. Karl Marx : «Η Γερμανική Ιδεολογία. Μέρος Ι, Φόϋερμπαχ», Progress Publishers, 1976, Moscow.

3. Theodore Oizerman : “Problems of the History of Philosophy”, Progress Publishers, 1973, Moscow.

4. E.B. Ilienkof : «Διαλεκτική Λογική. Δοκίμιο Ογδοο: Η Υλιστική αντίληψη της Νόησης σαν αντικείμενο της Λογικής», Εκδ. Gutenberg, 1983.

5. E.B. Ilienkof : “Τεχνοκρατία και ανθρώπινα ιδεώδη στο σοσιαλισμό», Εκδ. Οδυσσέας.

6. Th. Oizerman, οππ.

7. οππ.

8. L. Trotsky : “The Τhird International after Lenin”, 1929. New Park Publication, 1974.

9. Εϊμι Μπλου : « Η δημιουργία της ελληνικής ψυχιατρικής», Εκδ. Εξάντας, Τρίαψις Λόγος, 1999.

10. Fr. Rotelli, O. De Leonardis, D. Mauri :”Deistituzionalizzazione, un’ altra via (La riforma psichiatrica Italiana nel contesto dell’ Europa Occidentalee dei paesi avanzati)”, in Salute Mentale. Pragmatica e Complessita, ed Riv. Per La Salute Mentale.

11. Robert Castel : “ La Contraddizione Psichiatrica”, in “Crimini di Pace”, a cura di Fr. Basaglia e Fr. Ongaro Basaglia, Einaudi, 1975.

12. Οππ.

13. Fr. Basaglia : “L’ istituzione negata”, Einaudi, 1968.

14. Οππ.

15. R. Castel, οππ.

16. Οππ.

17. Shulamit Ramon : “The perspective of professional workers : living with ambiguity, ambivalence and challenge”, in “Psychiatric Hospital Closure.Myths and Realities”, Ed. Chapman & Hall, 1992.

18. L. Bachrach : “Concepts and issues in deinstitutionalization”, in Brodsky, Hudson R. (eds) “The chronic psychiatric patient in the community”, MTP Press, Lancaster, 1983.

19. C. Patmore “ Life after mental illness”, Croom Helm, London, 1987.

20. Fr. Basaglia : “ L’ Ideologia della Diversita” in “La maggioranza deviante. L’ ideologia del controllo sociale totale”, Einaudi, 1971.

21 Οππ.

22. Gianni Scalia : “ La Ragione della Follia”, in “La maggioranza deviante”, οππ..

23. Roberto Mezzina : “ Criteri e Logiche di intervento nella pratica terapeutica territoriale”, in Salute Mentale, Pragmatica e Complessita, ed. “Per La Salute Mentale”.

24. Οππ.

Νέα του Blog

Το αδύνατο που έγινε δυνατό

20.02.2017 | Slider
Εμφανίσεις: 4225