H συζήτηση για τις ιδεολογικές αναφορές των ρευμάτων της σύγχρονης ψυχιατρικής δεν είναι μια επιστροφή σε θέματα «παρωχημένων εποχών», κατά την προσφιλή φρασεολογία του μεταμοντέρνου αντιθεωρητικού, διαχειριστικού και τεχνοκρατικού πενύματος, αλλά συμβολή και όρος για την ανάπτυξη μιας κριτικής στάσης, θεωρητικής και πρακτικής, απέναντι στην κατάσταση που έχει διαμορφωθεί.
Η ανάπτυξη και εξάπλωση του διαχειριστικού λόγου και της πρακτικής του λεγόμενου «εκσυγχρονισμού», ως ενός «εξορθολογισμού» και «ομαλοποιητικής τακτοποίησης» στον χώρο της ψυχικής υγείας, επωφελείται ιδιαίτερα από την ατροφία (αλλά και, ενίοτε, από την ενσωμάτωση / αφομοίωση) του κριτικού λόγου και της κριτικής πράξης. Υπάρχει η τάση να ανάγονται τα προβλήματα, που προκύπτουν, σε προσωρινές, συγκυριακές «δυσλειτουργίες» της μετάβασης στο «νέο» ψυχιατρικό σύστημα (που αναπτύσσεται, μ΄ ένα τεθλασμένο, μεν, τρόπο, αλλά, οπωσδήποτε, στη βάση ενός μοντέλου γραμμικής ανάπτυξης) και όχι σε αντιφάσεις με κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό /επιστημονικό χαρακτήρα.
Από καιρό σε καιρό, οι έμφυτες και συστατικές του συστήματος αντιφάσεις εκρήγνυνται, διαρρηγνύοντας και ξεσκεπάζοντας την «εικόνα» (ιδεολογία) της γραμμικής προόδου. Πρόσφατο και τραγικό παράδειγμα είναι η κρίση που έπληξε το ΨΝΑ, με αφορμή τον καταστροφικό σεισμό της 7 Σεπτέμβρη. Η κρίση δεν αφορά μόνο το ΨΝΑ και τις εκατοντάδες εγκλείστους, που για τρίτο συνεχή μήνα ταλαιπωρούνται συνωστισμένοι μέσα άθλιες συνθήκες. Είναι κρίση που αφορά όλο το ψυχιατρικό σύστημα της χώρας, αλλά και πέραν αυτού, ολόκληρο το κοινωνικό, πολιτικό, ποινικό / δικαστικό σύστημα, των οποίων το ΨΝΑ αποτελούσε, ανέκαθεν τον έσχατο τόπο παραπομπής (και αποπομπής ) όλων των πολύπλοκων, κοινωνικά και θεραπευτικά, περιστατικών, την αδιαμφισβήτητα εξασφαλισμένη αποθήκη, που στέγαζε όλες τις «θεραπευτικές αποτυχίες», όλους όσους τύχαινε να είναι οικογενειακό και κοινωνικό βάρος, όντας τρελοί και φτωχοί, «παρεκκλίνοντες» και «μη παραγωγικοί».
Η κρίση με αφορμή το σεισμό και η αχρήστευση του ΨΝΑ, λειτούργησε ως η «μαύρη τρύπα» του ψυχιατρικού εκσυγχρονισμού, αποκαλύπτοντας την ευθραυστότητα, το οιωνεί ετοιμόρροπο του όλου ψυχιατρικού συστήματος, που οικοδομήθηκε την τελευταία δεκαπενταετία, δείχνοντας πόσο λίγο έχει σχεδιαστεί για να λειτουργήσει ως εναλλακτική λύση στο ψυχιατρείο. Η έκταση της καταστροφής, όμως, δεν οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός του σεισμού ως φυσικού φαινομένου, αλλά έχει κοινωνικές παραμέτρους, την ακολουθούμενη, δηλαδή, πολιτική στο χώρο της ψυχικής υγείας. Εχει να κάνει με την όλη ιστορία εγκατάλειψης του ΨΝΑ, ως κομβικού σημείου της κρίσης της ψυχιατρικής : συνθήκες διαβίωσης και συνωστισμός των ασθενών ήδη προ του σεισμού, προβλήματα ακαταλληλότητας των κτιρίων, προβλήματα ανεπαρκούς στελέχωσης, προβλήματα στρατηγικής, σχεδιασμού και προώθησης της αποϊδρυματοποίησης, διοικητική / ιδρυματική και μη θεραπευτική προσέγγιση των αναγκών των ασθενών και των σχεδίων για στεγαστική μετεγκατάστασή τους. Η κρίση αυτή δεν είναι απλώς μια κρίση της ψυχιατρικής, αλλά μια κοινωνική και πολιτική κρίση, ο χαρακτήρας της οποίας έχει μέχρι τώρα συγκαλυφθεί.
Όταν μιλάμε για την αντιμετώπιση της κοινωνικής αντίφασης, που αποτελεί το θεμέλιο της κρίσης της ψυχιατρικής, αγγίζουμε τον χώρο της ιδεολογίας, μιας έννοιας πολύ αμφιλεγόμενης όχι μόνο στον σύγχρονη ψυχιατρική, αλλά στον σημερινό κόσμο γενικότερα. Ο κριτικός λόγος (και πράξη) έχει συχνά κατηγορηθεί για «ιδεολογικοποίηση» της επιστήμης, της θεραπευτικής πρακτικής, της κλινικής πράξης, ή και για παραμέληση (ή αντιπαράθεση) της κλινικής πρακτικής στο όνομα της ιδεολογίας και της πολιτικής.
Θεωρούμε ότι αυτές οι μομφές για «ιδεολογικοποίηση» αντανακλούν το γενικότερο παγκόσμιο κλίμα αποϊδεολογικοποίησης, ήδη υπαρκτό από την δεκαετία του 70, αλλά που κυριάρχησε στα τέλη της δεκαετίας του 80 και την δεκαετία του 90, στην βάση των παγκόσμιων πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών εξελίξεων. Σ΄ αυτό το πεδίο, της διεθνούς συζήτησης για ζητήματα φιλοσοφίας και κοσμοθεωρίας, η ανακήρυξη της εποχής μας ως εποχής του «τέλους των ιδεολογιών» είχε κιόλας τον αντίλογό της στον χαρακτηρισμό αυτής της διαπίστωσης ως «ιδεολογίας του τέλους» – δηλαδή της ιστορικής παρακμής του κοινωνικού συστήματος που εκφράζει. Όχι μόνο το «τέλος των ιδεολογιών», αλλά και το «τέλος της πολιτικής» και το «τέλος της ιστορίας» έχει διακηρυχθεί από τους εκφραστές της λεγόμενης «μονόδρομης σκέψης», σύμφωνα με την οποία, η κυριαρχία και η ανεμπόδιστη λειτουργία της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς, έχει καταστεί ο μοναδικός και αιώνιος ρυθμιστής της ζωής των ανθρώπων και οι αναγκαιότητές της αποτελούν, καθεαυτές, την μόνη «πολιτική», την μόνη «φυσική/κοινωνική» κατάσταση του ανθρώπου, που είναι δυνατό να συλληφθεί στις μέρες μας - αχρηστεύοντας την ανάγκη για οποιαδήποτε άλλη πολιτική, πολύ περισσότερο για μια πολιτική που θα αμφισβητούσε αυτό το αποτρόπαιο ιδεολόγημα.
Αυτοί που απορρίπτουν την ιδεολογία (κάθε ιδεολογική αναφορά εν γένει), την θεωρούν, μονόπλευρα, ως «ψευδή συνείδηση» ( που χρησιμοποιείται, δηλαδή, από μια κοινωνική ομάδα για να δικαιολογήσει τις πράξεις της και να προβάλλει τις διεκδικήσεις της ) σε αντιπαράθεση με την «καθαρή επιστήμη». Ηδη από την δεκαετία του 60 ο R. Aron υποστήριζε ότι οι ιδεολογίες αφορούν τις καθυστερημένες οικονομικά χώρες. Οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες, σύμφωνα με αυτή την άποψη, έχουν ξεπεράσει το στάδιο που απαιτεί μια ιδεολογία και έχουν μπει σε μια «μη ιδεολογική εποχή». Υπάρχει εδώ η επιστημονική- τεχνοκρατική αυταπάτη ότι όλα τα κοινωνικά προβλήματα μπορούν να λυθούν με καθαρά τεχνικά μέσα, με την επικράτηση ενός κοινωνικά ουδέτερου τεχνοκρατικού εξορθολογισμού με «εκσυγχρονιστικό» χαρακτήρα.
«Ιδεολογικοποίηση» και «αποιδεολογικοποίηση», ωστόσο, μπορεί και οι δύο να έχουν έναν αρνητικό ή θετικό χαρακτήρα. Εξαρτάται για ποια ιδεολογία γίνεται λόγος, στο όνομα ποιας κοινωνικής προοπτικής και στο όνομα ποιού ιστορικού κοινωνικού υποκειμένου. Αλλοτε χρειάζεται να διαρρήξει κανείς τον ιδεολογικό μανδύα ισχυρισμών, που παρουσιάζονται ως θέσφατα με απόλυτη και αιώνια αλήθεια, επιστημονική κλπ, ενώ αντιπροσωπεύουν μορφές χειραγώγισης και υποδούλωσης του ανθρώπου. Αλλοτε χρειάζεται να ενισχυθεί ο ιδεολογικός χαρακτήρας θεωριών και κινημάτων, που είναι φορείς ιστορικής προόδου και κοινωνικής χειραφέτησης. Η ίδια η επιστήμη δεν είναι απαλλαγμένη από ιδεολογικά στοιχεία, ούτε, πολύ περισσότερο, από ιδεολογική χρήση (1).
Ο σκεπτικισμός απέναντι στην ιδεολογία πηγάζει, συχνά, από την σύλληψή της ως μιας «αρνητικής έννοιας», που περιγράφει την «ψευδή κοινωνική συνείδηση», μια μυστικοποιημένη, δηλαδή, πλαστή αντίληψη της αντικειμενικής πραγματικότητας(2). Για την σχέση ανάμεσα στην ιδεολογία, την επιστήμη και την φιλοσοφία και ιδιαίτερα για το πολύ σημαντικό ζήτημα του αν, και κάτω από ποιους όρους, μπορούμε να μιλάμε για την ύπαρξη, στην ιδεολογία, ενός πυρήνα επιστημονικής αλήθειας, για τις προϋποθέσεις, δηλαδή, μιας επιστημονικής ιδεολογίας (ιστορικού, μεταβατικού χαρακτήρα), δεν μπορεί να γίνει εδώ περισσότερος λόγος(3,4,5). Χρειάζεται, όμως, να υπογραμμίσουμε την ανάγκη να γίνεται πάντα η διάκριση ανάμεσα την μορφή («ψευδής συνείδηση», μυστικοποίηση) και το περιεχόμενο της ιδεολογίας, που έχει ένα θετικό χαρακτήρα, αντανακλώντας μιαν ιστορικά συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα και ολόκληρη την κοινωνικο - ιστορική διαδικασία, από μιαν ορισμένη κοινωνική σκοπιά, αυτή μιας κοινωνικής ομάδας ή τάξης.(*) (6).
Αναφερόμενος στον ιστορικά μεταβαλλόμενο χαρακτήρα της ιδεολογίας ο Fr. Basaglia επαναλαμβανε τα λόγια του Sartre ότι «οι ιδεολογίες είναι ελευθερία όταν γίνονται και καταπίεση όταν έχουν γίνει (πραγματοποιηθεί)». Η ιδεολογία, που καθοδήγησε την γαλλική αστική επανάσταση ενάντια στην φεουδαρχία, ήταν απελευθερωτική. Όταν το σύστημα των κοινωνικών σχέσεων, το οποίο η ιδεολογία αυτή εκπροσωπούσε, εγκαθιδρύθηκε και σταθεροποιήθηκε και άρχισε ν΄ αμύνεται απέναντι σε όσους το αμφισβητούσαν, μετατράπηκε σε απολογητική και το θετικό της περιεχόμενο (αυτό ενός φορέα ιστορικής προόδου) πέρασε στο αντίθετό του, στην συγκάλυψη και την καταπολέμηση της νέας αντίφασης, που ήρθε στην επιφάνεια και έτσι στην ολοσχερή μυστικοποίηση της πραγματικότητας («ψευδής συνείδηση»). Αλλά και στο πεδίο των μικροκοινωνικών πρακτικών πειθάρχισης και ελέγχου, όπως και σ΄ αυτό της επιστήμης κλπ, το ιδεολογικό στοιχείο εμφανίζει, συχνά, μιαν αντίστοιχη διαδρομή. Στην ψυχιατρική, το άσυλο ξεκίνησε μ΄ ένα θεραπευτικό πρόγραμμα και κατάντησε η πιο μεγάλη τυραννία. Το ίδιο ισχύει και για άλλες τεχνικές και δραστηριότητες που είχαν αρχικά ένα χειραφετητικό χαρακτήρα. Παράδειγμα είναι ο ιδεολογικός χαρακτήρας που απέκτησε η «Θεραπευτική Κοινότητα» στη Βρετανία, όταν πήρε μιαν επιστημονική διατύπωση, αναγκαία για την θεσμοθέτησή της ως της νέας διαχείρισης που επιβλήθηκε. Αυτή η διατύπωση χρησίμευε για να σκεπάσει την αντίφαση, που ήρθε στην επιφάνεια, με την εισαγωγή της Θεραπευτικής Κοινότητας, η οποία αποκάλυπτε μια πολιτική λειτουργία στο ψυχιατρικό ίδρυμα, που είναι ο κοινωνικός έλεγχος του ασθενή. Το ίδιο ισχύει για την ψυχανάλυση και άλλα ρεύματα.
Η συχνή χρήση του όρου «ιδεολογία» (ή «φιλοσοφία») στην ψυχιατρική δείχνει ότι τα διάφορα ρεύματα της ψυχιατρικής, μακριά από το να αντιπροσωπεύουν μιαν «καθαρμένη από ιδεολογία επιστήμη», αποτελούν συστήματα απόψεων, ιδεών, στάσεων και πρακτικών, που διαπερνώνται από τις ιστορικά σύγχρονες και κοινωνικά
επιρατούσες αντιλήψεις για το Κανονικό και το Φυσιολογικό και συνδέονται με επιστήμες και θεωρίες κοινωνικές, βιολογικές κλπ, με φιλοσοφικά ρεύματα - πράγμα που έχει άμεσες ή έμμεσες επιπτώσεις στην ίδια την κλινική πρακτική. Ο θετικισμός, ο εμπειρισμός και άλλα φιλοσοφικά ρεύματα, η συστημική θεωρία, οι θεωρίες του «εκφυλισμού» στις παλιές και στις σύγχρονες εκδοχές τους, ο κοινωνικός δαρβινισμός, κοινωνικές και ψυχολογικές θεωρίες, πολιτικές αντιλήψεις και συστήματα αξιών, ηθικής και δεοντολογίας, αποτελούν τον «φέροντα οργανισμό» της ψυχιατρικής θεωρίας και πράξης, στις διάφορες εκφάνσεις της, στην παραμικρή καθημερινή της εκδήλωση και εφαρμογή.
Είναι, επομένως, αδύνατο να αποφύγει κανείς το ζήτημα της ιδεολογίας στην
ψυχιατρική. Η τελευταία, στο βαθμό που, εκτός από μια θεραπευτική δραστηριότητα, αποτελεί και μια τεχνική / θεσμό της βιο – εξουσίας, τείνοντας να υποτάσσει την πρώτη (δηλαδή την θεραπευτική δραστηριότητα) στην δεύτερη, απαιτεί μια διαρκή και σε βάθος κριτική στάση απέναντι στα θεωρήματα και τις εφαρμογές της : απέναντι στους «θεραπευτικούς» ισχυρισμούς της και απέναντι στους αναγωγισμούς, τις ετικέτες και τις ταξινομήσεις της. Μόνον έτσι μπορεί να «διασώζεται» η πραγματικότητα του ψυχικά πάσχοντα και η ακεραιότητα του υποκειμενικού, υπαρξιακού του βιώματος, ενάντια στο «αντικειμενοποιητικό βλέμα» και τις πρακτικές του αποκλεισμού και του στιγματισμού και, ταυτόχρονα, να γίνεται δυνατό, τα εμπειρικά ευρήματα, οι ανακαλύψεις και η επιστημονική έρευνα (όλων των παραμέτρων, βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών) να αποχτούν τη σημασία τους και να εντάσσονται, μ΄ ένα διαλεκτικό τρόπο, σε μια θεραπευτική / χειραφετητική προοπτική για το πάσχων υποκείμενο.
Η χρήση, πχ, του φάρμακου έχει μιαν ορισμένη σημασία σε μια κλασσική, ιδρυματικού/βιολογικού τύπου αντίληψη, σε μια, δηλαδή, αντίληψη (ιδεολογία) που ανάγει την πολυπλοκότητα της ψυχικής οδύνης σε μονοδιάσταση εγκεφαλική (βιολογική, γονιδιακή, κλπ ) δυσλειτουργία και αποβλέπει στην «καταστολή» (στην ακύρωση του λόγου του ψυχικά πάσχοντα, στην «εξαφάνιση του συμπτώματος» κοκ). Αποκτά, όμως, μιαν άλλη σημασία σε μια πολυδιάσταση προσέγγιση του «πολύπλοκου αντικειμένου της ψυχιατρικής», όπου σκοπός είναι η προαγωγή της ψυχικής υγείας, η κοινωνική αναπαραγωγή του ασθενή ως υποκειμένου, η αναζήτηση νοήματος ( όχι μόνο ως προσέγγιση στην ψυχοπαθολογία, αλλά και ως θεραπευτικός στόχος) και η χειραφέτηση. Υπάρχει, επίσης, ένα επιστημονικό ( εμπειρικό ) στοιχείο στη χρήση του φάρμακου, που παραβλέπεται όταν γίνεται μια κατασταλτικού τύπου (δηλαδή «ιδεολογική») χρήση του, όταν, δηλαδή, γι΄αυτό το σκοπό, χορηγούται, πχ, ανεπίτρεπτα υψηλές δοσολογίες, ή όταν με «ευκολία» υιοθετούνται και ευρέως χρησιμοποιούνται φάρμακα μη επαρκώς δοκιμασμένα, στην λογική της (κατευθυνόμενης, προφανώς) αναζήτησης του «τέλειου φαρμάκου», που, επιτέλους, θα έλυνε το πρόβλημα…Το ίδιο ισχύει και για την Ψυχοκοινωνική Αποκατάσταση.
Δεν πρόκειται, επομένως, απλώς, για «επιστημονικές διαφορές», αλλά, επίσης, για «ιδεολογικές»: για ποια, δηλαδή, ψυχιατρική μιλάμε, με τι στόχο, με ποιες αρχές και αξίες και στο όνομα τίνος: των θεραπευτικών και κοινωνικών συμφερόντων του ψυχικά πάσχοντα ή των μηχανισμών που τον αποκλείουν και τον ακυρώνουν ; Αυτό το «ιδεολογικό» και, ταυτόχρονα, «πολιτικό», στοιχείο, είναι αναπόφευκτα, όπως θα δούμε παρακάτω, εσωτερικό, συστατικό στοιχείο της ίδιας της θεραπευτικής πράξης, προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, σε άλλοτε άλλο βαθμό. Είναι, μπορούμε να πούμε, μια πολιτική στο επίπεδο των «μικροκοινωνικών πρακτικών της εξουσίας» (Φουκώ), που συναρθρώνονται διαλεκτικά με «μακροκοινωνικές» διεργασίες. Ανεξάρτητα, επομένως, από προθέσεις, υπάρχει μια «ιδεολογία» και μια «πολιτική» ακόμα και στις (μονοδιάστατες) βιολογικές θεραπείες και στις (μονοδιάστατες) ψυχοθεραπευτικές τεχνικές (ιδιαίτερα όσες στοχεύουν στην απλή προσαρμογή του υποκειμένου στην δοσμένη κατάσταση) κοκ.
Είναι σημαντική, από αυτή την άποψη, η ιδεολογική χρήση, που έγινε στην Ελλάδα, της «εισαγωγής», διαχρονικά, ψυχιατρικών θεωριών, πρακτικών και προτύπων οργάνωσης υπηρεσιών και τις συνέπειες, που αυτό είχε, στην εξέλιξη της εγχώριας ψυχιατρικής. Αυτή η «εισαγωγή» ακολουθεί τα πρότυπα της αναπόφευκτης μεταφοράς, από προηγμένες καπιταλιστικές χώρες τεχνολογίας, επιστήμης, φιλοσοφικής θεωρίας, κουλτούρας, τρόπων ζωής, στην βάση μιας αλληλεπίδρασης, που χαρακτηρίζεται από εξάρτηση και υποτέλεια.
Σ΄αυτό το πεδίο έχουμε την εκδήλωση των παγκόσμιων διεργασιών της «ανισόμερης και συνδυασμένης εξέλιξης»(8), που, από τη μια, απομακρύνουν το επίπεδο ανάπτυξης της μιας χώρας από εκείνο μιας άλλης και των διαφόρων επιπέδων στο εσωτερικό της κάθε χώρας και, από την άλλη, τείνουν να εξισώνουν τα διαφορετικά επίπεδα και να κάνουν ικανή μια καθυστερημένη χώρα (ή τομείς της) να υπερπηδήσει στάδια εξέλιξης, μέσω των εισαγωγών κεφαλαίου, τεχνολογίας, μεθόδων εργασίας, επιστημονικών θεωριών κλπ. Αυτή η τάση είναι συναφής στην παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου, που τείνει, ιδιαίτερα σήμερα, την εποχή της κυριαρχίας και της κρίσης του χρηματιστικού κεφαλαίου, να κυριαρχεί και να επιβάλλεται παντού, όχι μόνο στο οικονομικό, το πολιτικό και το στρατιωτικό πεδίο, αλλά και σ΄ αυτό της επιστήμης, της τεχνολογίας, της κουλτούρας και του ίδιου του τρόπου ζωής.
Είναι σύνηθες φαινόμενο, λόγω της φύσης της διεθνούς αλληλεπίδρασης, η παθητική μίμηση και η μηχανική αναπαραγωγή των εισαγόμενων θεωριών και πρακτικών. Η αντιθεωρητική στάση (εμπειρισμός από τη μια και αφηρημένος ακαδημαϊσμός από την άλλη) στην πρόσληψη αυτών επιρροών είναι το όχημα της μηχανικής αναπαραγωγής των ξένων προτύπων, συντελώντας στην ιδεολογική τους λειτουργία(**). Η δημιουργική αφομοίωση της διεθνούς εμπειρίας απαιτεί πάντα μια συγκεκριμένη θεωρητική (και όχι ακαδημαϊκή) ανάπτυξη, ικανή να επιτύχει μια συγκεκριμένη, πρακτική και πρωτότυπη συνάρθρωση των τοπικών ιδιαιτεροτήτων και αναγκών με την διεθνή πρακτική.
Είναι φυσικό στην ίδια την έννοια και την πράξη της απλής μεταφοράς, της «αντιγραφής», η διόγκωση των αδυναμιών και των δυσλειτουργιών του αρχικού προτύπου. Αλλωστε, ένα πρόβλημα στην πρακτική της «αντιγραφής μοντέλων» είναι η αντιμετώπιση των διεθνών πρακτικών ως προτύπων με καθολική, απόλυτη και ενίοτε αιώνια ισχύ, μ΄ ένα, δηλαδή, δογματικό τρόπο κάνοντας, έτσι, αφαίρεση της λογικής και της μεθοδολογίας που ακολουθήθηκε για να αντιμετωπιστεί μια ορισμένη, συγκεκριμένη πραγματικότητα. Μ΄αυτό τρόπο, η «μεταφορά» αποχτά «ιδεολογικό» χαρακτήρα, γίνεται σκέτη φόρμα, χωρίς το αρχικό χειραφετητικό της περιεχόμενο.
Μπορεί κανείς να επωφεληθεί από διεθνείς πρακτικές, αν ξεκινάει από την πραγματικότητα του ανθρώπου, που πάσχει και από την συγκεκριμένη ολότητα των σχέσεων της κοινωνίας, μέσα στην οποία ζει και μέσα στην οποία αναδύεται ο ψυχικός του πόνος. Ένα παράδειγμα αποτελεί, στην ψυχιατρική, ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε ο γαλλικός «Τομέας» (Secteur). Στην χώρα καταγωγής είναι ένας τρόπος οργάνωσης που συναρθρώνει συμπληρωματικά ψυχιατρείο και εξωνοσοκομειακές δομές - δεν αμφιβητεί την διατήρηση του ψυχιατρείου αλλά το αναπαράγει σαν αναπόσπαστο στοιχείο ένος συστήματος ψυχικής υγείας, του οποίου δεν αποτελεί πλέον το κέντρο, αλλά μια περιφερική δομή που διασυνδέεται με δομές «πρόληψης» και δομές «αποκατάστασης». Μια βασική αδυναμία του «προτύπου» αυτού, που έχει εδώ και πολλά χρόνια υποστεί κριτική, είναι ο διοικητικός του χαρακτήρας, που, μέσω της παραγωγής «από τα πάνω» αφηρημένων απαντήσεων στις ανάγκες του πληθυσμού (που πρέπει να προσαρμόζονται στις απαντήσεις αυτές -τεχνικές κλπ), καταλήγει σ΄ ένα τεχνολογικό εκμοντερνισμό, αποφεύγοντας να θέσει σε κριτική την ύπαρξη των ψυχιατρικών ιδρυμάτων και να κινητοποιήσει τα
υποκείμενα, που θα ενδιαφέρονταν για το μετασχηματισμό τους (βλ.Fr. Basaglia- J. Gallio “La vocazione terapeutica”). Η εισαγωγή των οργανωτικών αρχών του Τομέα στην Ελλάδα (μ΄ ένα τρόπο, είναι αληθεια, ισχνό, αδύναμο και αναμεμειγμένο με άλλα οργανωτικά «πρότυπα») πήρε μια «εκχυδαϊσμένη» μορφή, όπου, όχι μόνο οι εγγενείς αδυναμίες του αρχικού «μοντέλου» (διοικητικός χαρακτήρας κλπ) διογκώνονται, αλλά και βασικές επιδιώξεις του Τομέα, όπως η εξασφάλιση της θεραπευτικής συνέχειας, στην κίνηση από το άσυλο στην κοινότητα (θεραπευτική ομάδα, που διασφαλίζει το «θεραπευτικό συνεχές» κοκ ), παραβλέπονται πλήρως. Αυτή η εμπειρία, όπως και άλλες αντίστοιχες ευρωπαϊκές, αντιμετωπίστηκαν, συχνά, σαν μορφή χωρίς περιεχόμενο (πχ το λεγόμενο «τριαδικό σύστημα» –ΚΨΥ, ΨΤ του Γεν. Νοσοκομείου, Ψυχιατρείο- με «θεραπευτικό κατακερματισμό» αντί γιά «θεραπευτικό συνεχές»).
Η διαμόρφωση της ψυχιατρικής στην Ελλάδα ήταν αποτέλεσμα της προσαρμογής, στις κοινωνικά καθυστερημένες ελληνικές συνθήκες, των προτύπων της ευρωπαϊκής (και πιο πρόσφατα της αμερικάνικης) ψυχιατρικής και πρωτίστως του βιολογικού – ιδρυματικού μοντέλου. Η κατάσταση στην Λέρο δεν ήταν, πχ, η δήθεν έκφραση μιας ελληνικής «εθνοψυχιατρικής», όσο κι΄ αν είχε να κάνει με ελληνικές ευθύνες. Η Λέρος, πριν δέκα χρόνια, έκφραζε την πεμπτουσία της ευρωπαϊκής ιδρυματικής ψυχιατρικής, του κρεπελινισμού, του βιολογισμού, του κοινωνικού δαρβινισμού, της θεραπευτικής και κοινωνικής εγκατάλειψης(9).
Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε αυτό που συνέβη τα τελευταία χρόνια, με την απόπειρα «ψυχιατρικής μεταρρύθμισης» στην Ελλάδα, αν δεν δούμε την αλληλεπίδραση των ελληνικών συνθηκών με τις διεθνείς εξελίξεις στην ψυχιατρική, αλλά και στο πεδίο της οικονομίας, των κοινωνικών πολιτικών και των δικαιωμάτων.
Ως απάντηση στο αίτημα ( από ομάδες ελλήνων επαγγελματιών ψυχικής υγείας) για αλλαγή των άθλιων συνθηκών της ελληνικής ιδρυματικής ψυχιατρικής, έρχεται η έναρξη υλοποίησης του καν. ΕΕ 815/84, που συναντάει, αφενός ένα μείγμα άγνοιας, αμηχανίας και γραφειοκρατικής αγκύλωσης, αλλά και πυρετωδών συζητήσεων, αμφισβητήσεων, κινήσεων, ενθουσιασμού και ελπίδων. Κοινωνική ψυχιατρική, ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, εγχειρήματα αποκατάστασης και αποιδρυματοποίησης σε ψυχιατρεία : ένα μικρό μέτωπο κατά του βιολογισμού και του ιδρυματισμού. Μια βραχύβια «άνοιξη». Είναι την ίδια περίοδο που το αίτημα (και οι υποσχέσεις) για την ανάπτυξη ενός «κράτους πρόνοιας» στην Ελλάδα, στις αρχές της δεκαετίας του 80, πνίγεται εν τη γενέσει του, με την επιβολή των πρώτων πακέτων λιτότητας, το 1986, ως συνέπεια της νέας φάσης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Η κατάσταση που διαμορφώθηκε, τελικά, στη Ελλάδα, με τους σχεδιασμούς της τελευταίας δεκαπενταετίας, επηρεάστηκε από τέσσερα στοιχεία :
πρώτο, από την αδυναμία των ομάδων, που έθεσαν το αίτημα για μεταρρύθμιση, να σφυρηλατήσουν ένα κοινωνικό κίνημα και επίσης να κερδίσουν έστω και μια ευρεία μειοψηφία των επαγγελματιών του χώρου της ψυχικής υγείας, ιδιαίτερα των ψυχιάτρων.
δεύτερο, από την μεταφορά, από τις προηγμένες χώρες της Ευρώπης, ενός αστερισμού «μοντέλων», που ήδη διέπονταν από τον κατακερματισμό, την διαμερισματοποίηση και την επιλεκτικότητα και που λειτουργούν παράπλευρα στο ψυχιατρείο, στη βάση της λογικής «μια υπηρεσία για κάθε πρόβλημα»(Fr. Rotelli κά, 1985) (10). Τρία ήταν τα βασικά μοντέλα στις προηγμένες δυτικές χώρες: το ιατρικό, με προνομιακή έδρα το γενικό νοσοκομείο, το κοινωνικό, που παρέχει κοινωνική βοήθεια και υλικές παροχές και το ψυχοθεραπευτικό. Στο εσωτερικό του καθενός και ανάμεσά τους αναπτύχθηκε περαιτέρω κατακερματισμός και απουσία σχέσεων, επιλογή του προβλήματος σύμφωνα με τα κριτήρια της υπηρεσίας και αποκλεισμός και παραπομπή όσων δεν τα πληρούν. Η προσφορά, από μια μονάδα, ενός είδους υπηρεσίας αφήνει ακάλυπτο το άτομο από την παροχή των άλλων, εκτός αν μεσολαβήσει άλλη αρμόδια μονάδα.
τρίτο, για την εγχώρια ψυχιατρική, τα πρότυπα αυτά κατέληξαν να σημαίνουν, στην εφαρμογή τους, μιαν αντίληψη της μετάβασης στην κοινότητα, ως απλής μετατόπισης του χώρου άσκησης της ίδιας (όπως στο ίδρυμα) ιατροκεντρικής πρακτικής. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, η μετάβαση αυτή δεν αντιμετωπίστηκε σαν εναλλακτική και ολοκληρωμένη αντιμετώπιση του συνολικού ψυχιατρικού αιτήματος, αλλά σαν όχημα εγκατάλειψης των χρονίων και δύσκολων περιστατικών, με την μεταφορά των ίδιων θεραπευτικών προτύπων και θεσμικών ιεραχιών. Αλλά και το λεγόμενο «ψυχοθεραπευτικό μοντέλο» (ιδιαίτερα η ψυχανάλυση) παρέμεινε όχι μόνο έξω από τον χώρο των ιδρυμάτων, αλλά, σε μεγάλο βαθμό, και έξω από τις λεγόμενες νέες υπηρεσίες. Σε όσες από τις ελάχιστες νέες υπηρεσίες, όπου υπήρξε μια ψυχαναλυτική προσέγγιση, πρόκυψαν θετικά στοιχεία στην δραστηριότητά τους (δουλειά στον τόπο κατοικίας, δημιουργία πραγματικού «φίλτρου» στις εισαγωγές στα ψυχιατρεία κοκ) είναι πιθανό ότι η αποτελεσματικότητά τους οφείλεται πρωτίστως στο κοινοτικό στοιχείο της παρέμβασής τους.
Η κατάσταση που διαμορφώθηκε δεν σχετίζεται μόνο με τα παραπάνω, ούτε μόνο με την ασυνέχεια των χρηματοδοτήσεων των προγραμμάτων, την έλειψη νομικού πλαισίου κλπ. Εχει να κάνει, κατά την γνώμη μας, πρωτίστως - και αυτό είναι το τέταρτο στοιχείο - με την διεθνή στροφή, από τις αρχές της δεκαετίας του 80, ξανά στην πρωτοκαθεδρία της βιολογικής ψυχιατρικής – που συνοδεύεται από την κριτική (συχνά ως άλλοθι) στα αποτελέσματα της αποιδρυματοποίησης, που εφαρμόστηκε στις ΕΠΑ και αλλού ως απονοσοκομειοποίηση - στην συντηρητική στροφή στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, με τον νεοφιλελευθερισμό, την έναρξη κατεδάφισης του κράτους πρόνοιας και τις νέες ανάγκες κοινωνικού ελέγχου.
Είναι γνωστή η κριτική που γίνεται, επί κυβερνήσεως Μπλερ, στην «αποτυχία» του κοινοτικού συστήματος στην Βρετανία να ελέγξει αποτελεσματικά την «επικινδυνότητα» (προφανώς ιδεολογικό άλλοθι περαιτέρω περικοπών της χρηματοδότησης, που η ήδη συντελεσθείσα μείωσή της είχε σαν συνέπεια της αδυναμία των κοινοτικών υπηρεσιών να λειτουργήσουν σωστά), καθώς και τα συστήματα καταγραφής, που έχουν εισαχθεί, των «επικινδύνων» ψυχασθενών από το σύστημα κοινοτικής ψυχιατρικής, η διαβάθμισή τους σε απλώς «επικίνδυνους» και «πολύ επικίνδυνους» και η μελέτη δημιουργίας ειδικών ιδρυμάτων για «πολύ επικίνδυνα άτομα».
Τα έγκυρα επιστημονικά περιοδικά της διεθνούς ψυχιατρικής βρίθουν από σχόλια, του τύπου : «η αποιδρυματοποίηση των ατόμων με σοβαρή ψυχική νόσο στις ΗΠΑ έχει αποτελέσει το μεγαλύτερης έκτασης αποτυχημένο κοινωνικό πείραμα του εικοστού αιώνα.Πολλοί από τους ασθενείς που έλαβαν μέρος δεν κατάφεραν να επιβιώσουν στην κοινότητα λόγω ανεπαρκούς φροντίδας, ενώ τα κρατητήρια και οι φυλακές της Αμερικής αντικατέστησαν σιγά-σιγά τα ψυχιατρεία ως κύρια κέντρα παροχής ιδρυματικής φροντίδας για τους ασθενείς με ψυχική νόσο (Torrey E. Jails and prisons, Am.J.Publ. Health. 85, 1995).
«Από διάφορους υπολογισμούς προκύπτουν ενδείξεις ότι τώρα, σε συνεχή βάση, υπάρχει στην φυλακή διπλάσιος αριθμός ασθενών με σοβαρή ψυχική νόσο από ότι σε κρατικά ψυχιατρεία. Από τα στοιχεία που συγκεντρώνονται προκύπτει ότι το κλείσιμο των ψυχιατρικών νοσοκομείων, σε συνδυασμό με την ανεπαρκή χρηματοδότηση της φροντίδας σε επίπεδο κοινότητας οδηγεί σε ανάλογο πρόβλημα και στην Βρετανία» (L. Birmingham, BJ of Psych. 174, 1999).
Στο ερώτημα, πώς θα προωθήσουμε την αποιδρυματοποίηση στα ελληνικά ψυχιατρεία, ακούγονται συχνά αυτά τα επιχειρήματα, από την διεθνή εμπειρία, από ορισμένους λειτουργούς ψυχικής υγείας των ελληνικών ασύλων…
Η παλαιά ασυλική νοοτροπία έρχεται να συναντήσει και να ανανεωθεί μέσα από τον διεθνώς επελαύνοντα νεοκρεπελινισμό, τα διαδοχικά DSM, την αντίληψη και την πρακτική της αποιδρυματοποίησης ως αριθμητικής συρρίκνωσης των ψυχιατρείων. Μια άλλη πλευρά της ίδιας πραγματικότητας είναι ο, ιδιαίτερα εμφανής στο λεκανοπέδιο της Αττικής, αποχωρισμός της «ακαδημαϊκής γνώσης» από την άθλια καθημερινή πραγματικότητα του ψυχικά πάσχοντα και των ασύλων. Το πανεπιστήμιο ανακυκλώνει ως «επιστήμη» όλα τα διεθνή ρεύματα, κάτω, φυσικά, από το σκήπτρο του βιολογισμού, κρατώντας για τον εαυτό του αφενός τα διαπιστευτήρια μιας ξεκομένης «γνώσης» και «έρευνας» και αφετέρου τον ρόλο του ρυθμιστή της συνολικής ψυχιατρικής πραγματικότητας, με την οποία, ωστόσο δεν θέλει να έχει καμιά άλλη σχέση παρά μόνο αυτή : του ρυθμιστή και του ρυθμιζόμενου. (Σ΄ αυτούς τους ρόλους έχει τώρα πιθανώς ως ανταγωνιστές μερικές ελίτ δομές του ΕΣΥ και ορισμένους ιδιωτικούς φορείς).
Για να κατανοήσουμε, όμως, την ιδεολογική λειτουργία της σύγχρονης ψυχιατρικής, ως θεωρίας και πράξης, πρέπει να εξετάσουμε την εσωτερική, συστατική της αντίφαση, που αναπαράγει διαρκώς την κρίση της ως θεσμού. Για να γίνει αυτό δυνατό, πρέπει να σταθούμε, στο κεντρικό, ιδεολογικό / θεσμικό / θεραπευτικό της πρόβλημα, που ήταν στο κέντρο του αιτήματος για αλλαγή. Η ψυχιατρική, από τη σύστασή της στις αρχές του 19ου αιώνα, διαπερνιέται από μιαν αντίφαση: από τη μια έχει διακηρυγμένους θεραπευτικούς στόχους και από την άλλη πολιτικο –διοικητικές λειτουργίες κοινωνικού ελέγχου. Ο ψυχίατρος, στην άσκηση της επαγγελματικής του αποστολής, είναι ταυτόχρονα και γιατρός και εγγυητής της δημόσιας τάξης, καθώς συμπυκνώνει στην αποκαλούμενη θεραπευτική του πρακτική και στις ιατρικές του γνώσεις και πεποιθήσεις και τις απαιτήσεις του ποινικού συστήματος της κοινωνίας, της οποίας ο ίδιος αποτελεί μέρος - απαιτήσεις που αφορούν την υπεράσπιση των ορίων της επικρατούσας κανονικότητας / ομαλότητας, απέναντι σε κάθε επιβουλή ή παραβίασή τους.
Συνήθως, όμως, αρνείται αυτή την αντίφαση και διατείνεται ότι είναι απλώς φορέας μια ειδίκευσης, αρμόδιας και ικανής να θεραπεύει την ψυχική αρρώστια. Αλλοτε με πιο παραδοσιακό τρόπο, κατά τα πρότυπα της σωματικής ιατρικής και άλλοτε με πιο μοντέρνα σχήματα και φαινομενικά πιο απόμακρα από το παραδοσιακό ιατρικό μοντέλο (ψυχοθεραπείες κλπ). Αλλά και στις δύο περιπτώσεις, η ειδικευμένη αυτή λειτουργία της ψυχιατρικής αναζητά την μετατόπιση της αντίφασης, που συνιστά την ίδια την ύπαρξή της. Όπως τονίζει ο R. Castel (11), λειτουργεί ως εάν η τελειοποίηση της επιστήμης ή κάποιος θεσμικός νεωτερισμός θα μπορούσαν να επιφέρουν κάποια λύση του προβλήματος. Όταν κάποιος αρνείται ή δεν πιστεύει στην δυνατότητα υπέρβασης της αντίφασης, μέσα στην οποία ο ίδιος είναι εγκλωβισμένος, τότε το μόνο που του μένει είναι να διαχειριστεί, να λειτουργήσει μόνο πάνω σ΄ έναν από τους όρους της αντίφασης, αυτόν που του είναι πιο εύκολος στην πρόσβαση, υποβαθμίζοντας ή δίνοντας μιαν απάντηση στα λόγια στην παρουσία του άλλου όρου. Αλλά μ΄ αυτό τον τρόπο δεν λύνει την αντίφαση. Απλώς την αποκρύπτει. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η αυταπάτη του λειτουργού, που όσο πιο συγκεκριμένη, όσο πιο συνεπής, όσο πιο τίμια είναι η πρακτική του, τόσο πιο πολύ γίνεται μυστικοποιητική: θεωρεί ότι έχει αντιμετωπίσει όλες τις δυσκολίες που είναι στην αρμοδιότητά του.
Αλλά ακριβώς εξαιτίας αυτού, όπως λέει ο Castel (12), το αδιέξοδο που βρίσκεται κάτω από το έδαφος, πάνω στο οποίο κινείται η πράξη του, έχει μετακινηθεί αλλού. Πρόκειται για μιαν υποκατάσταση, για μια συγκάλυψη, από μια τεχνική, ενός ζητήματος εξουσίας, για την διολίσθηση, δηλαδή, μιας κοινωνικοπολιτικής αντίφασης σε μια τεχνικοεπιστημονική λύση : αυτό είναι το θεμελιακό ιστορικό πρόβλημα της ψυχιατρικής, που εξακολουθεί να την χαρακτηρίζει μέσα από κάθε εκσυγχρονισμό και νεωτερισμό της.
Δημόσια ασφάλεια και ελευθερία του προσώπου : την αντίφαση ήρθε να καλύψει, από τις αρχές του 19ου αιώνα, μια τεχνικοεπιστημονική λύση - η απομόνωση και το ειδικό ίδρυμα, μέσω του εγκλεισμού ή της νοσηλείας. Δεν υπάρχει μια εύκολη λύση στην αντίφαση αυτή. Οι δύο ρόλοι, θεραπευτικός και εγγυητής της δημόσιας τάξης, εγγυητής δηλαδή των κατεστημένων ορίων της ομαλότητας, είναι σε προφανή αντίφαση : υπερέχει το ιατρικό καθήκον απέναντι στον ασθενή, ή η εγγύηση της νόρμας του κόσμου των «υγιών»; Ποιος ρόλος επικρατεί, τελικά; Με ποιόν τρόπο μπορεί κάποιος να θεωρεί ότι θεραπεύει όποιον ξεπερνά τα όρια του κανονικού, εάν η κύρια ενασχόλησή του είναι η προσαρμογή στο κανονικό και η διατήρηση των ορίων του;
Μια απάντηση δόθηκε από τον Franco Basaglia (13), όταν τόνιζε την ανάγκη να κρατηθούν μαζί και να δουλεύονται από κοινού οι δύο όροι της αντίφασης. Να μην ανάγεται η αντίφαση ούτε σε μιαν απλοποιητική απάντηση, μήτε σε μιαν αφηρημένη κριτική της παραδοσιακής ψυχιατρικής. Ούτε, από την μια, ο τεχνικοεπιστημονικός αναγωγισμός, μήτε, από την άλλη, η αφηρημένη πολιτικοποίηση της αρρώστιας και της ψυχιατρικής : το ζήτημα, κατ΄ αυτόν, ήταν να ξαναβρεθεί, στην καθημερινή πρακτική, η πολιτική διάσταση της αντίφασης, που έχει καλυφθεί από την ψυχιατρική. «Εάν ο άρρωστος, έγραφε, είναι η μόνη πραγματικότητα, στην οποία πρέπει ν΄ αναφερόμαστε, πρέπει να αντιμετωπιστούν και οι δύο πλευρές από τις οποίες συνίσταται αυτή η πραγματικότητα : το ότι είναι άρρωστος, με μια προβληματική ψυχοπαθολογίας (διαλεκτική και όχι ιδεολογική) και ότι είναι αποκλεισμένος, ένας κοινωνικά στιγματισμένος»(14).
Το ζήτημα, επομένως, δεν είναι η απλή αναγνώριση των πολύπλευρων υπαρξιακών, κοινωνικών και πολιτικών διαστάσεων της ψυχικής οδύνης, σαν κάτι, όμως, που παραμένει έξω από τα όρια της θεραπευτικής πρακτικής, σαν κάτι που την περιγράφει από τα έξω. Μάλιστα, στο βαθμό που ο λειτουργός είναι πολιτικοποιημένος, μπορεί να θεωρήσει αυτό, το έξω από την θεραπευτική του πρακτική, το κοινωνικό και πολιτικό, ότι είναι και το πιο σημαντικό και ουσιαστικό. Αλλά επαγγελματικά, στην θεραπευτική πρακτική, δεν κάνει άλλο από το να επιδιώκει την τελειοποίηση και την επέκταση των θεραπευτικών του τεχνικών που παραμένουν στο ιατρικό και ψυχολογικό πεδίο. Όπως τονίζει και πάλι ο Castel (15), μ΄ αυτό τον τρόπο η ψυχιατρική μπορεί να φτάσει μέχρι το να αποχτήσει επίγνωση των αποτυχιών της, ή, καλλίτερα, των ορίων της. Θα κάνει πάντα την αυτοκριτική της για να βρει ένα καλλίτερο απόθεμα θεραπειών για να προχωρήσει παραπέρα. Το ζήτημα, όμως, είναι πώς θ΄ αναπτυχθεί μια θεραπευτική πρακτική, που ενώ θα έχει συνείδηση της κοινωνικής αποστολής, που της έχει ανατεθεί, δηλαδή η ομαλοποίηση και ο αποκλεισμός, θα αρνηθεί πρακτικά, στο ίδιο το θεραπευτικό πεδίο, αυτή την αποστολή (16).
Συχνά, ωστόσο, η επιδίωξη της ψυχιατρικής ν΄ απαλλαγεί από τις λειτουργίες του κοινωνικού ελέγχου, πήρε τη μορφή της απομάκρυνσης και της απόρριψης του αντικειμένου της. Καλυπτόμενη πίσω από την επιδίωξη ν΄ αποχτήσει επιστημονικό status αντίστοιχο μ΄ αυτό των ειδικοτήτων της σωματικής ιατρικής, εγκλωβισμένη στην αλλοτριωμένη και αλλοτριωτική επιδίωξη της μονομερούς τελειοποίησης των τεχνικών της (φαρμάκων, ψυχοθεραπείας κλπ), μετέτρεψε τις τεχνικές αυτές σε ιδεολογίες και μέσα διαχείρισης και χειραγώγισης και τις αντίστοιχες υπηρεσίες, που τις παρέχουν, σε μέσα επιλογής και αποκλεισμού περιστατικών.
Η κρίση της σύγχρονης ψυχιατρικής εκφράζεται, επίσης, στην λειτουργία του κυκλώματος των υπηρεσιών της, αφενός ως μοχλού χρονιοποίησης (παρά τη γνώση που έχει συσωρευθεί τα τελευταία χρόνια) και στην ταυτόχρονη, αφετέρου, μετατόπιση του ενδιαφέροντος μακρυά από το χρόνιο περιστατικό. Αυτό, κατά τη γνώμη μας, αντανακλά κοινωνικοοικονομικές αναγκαιότητες (συρρίκνωση / αναδιάρθρωση του κράτους πρόνοιας), που στοχεύουν όχι στην κοινωνική αναπαραγωγή αλλά στην απλή βιολογική συντήρηση των «χρονίων» ασθενών και των ατόμων εν γένει με σοβαρές αναπηρίες και επιδρούν στην διαμόρφωση πολιτικών προτεραιοτήτων και ιδεολογικής «ατμόσφαιρας», που εμποτίζει την ψυχιατρική θεωρία και πράξη, καθώς είναι, όπως είπαμε, στενά συνδεμένη με το κράτος και τις κυρίαρχες νόρμες.
Πιστεύουμε ότι η τάση, που διαπιστώνεται διεθνώς, ως προτίμηση των λειτουργών να εργάζονται με περιστατικά που δεν απαιτούν μακρόχρονη φροντίδα, δηλαδή περιστατικά που έχουν ελάσσονες διαταραχές και υψηλότερο λειτουργικό επίπεδο [θεωρώντας ότι έτσι έχουν θετικότερα αποτελέσματα, βλ. S. Ramon, 1992 (17), Bachrach 1983 (18), Patmore, 1987(19)], αναπαράγεται σε όλες τις υπηρεσίες και μέσα στο ίδιο το ψυχιατρείο, όπου βρίσκουμε μονάδες “οξέων περιστατικών”, που λειτουργούν με προνομιακά, επιλεκτικά κριτήρια, που δεν βασίζονται σε καμιά θεραπευτική βάση.
Το ίδιο άλλωστε ισχύει και για ορισμένα ψυχιατρικά τμήματα γενικών νοσοκομείων, η απροθυμία, ή και η άρνηση, των οποίων να νοσηλεύουν “ακούσιες εισαγωγές” και εν γένει πολύπλοκα περισταστικά, δεν βασίζεται σε καμιά “νοσολογική” ή “θεραπευτική” βάση, παρά μόνο στην ανάγκη του εγκλεισμού, της απομόνωσης και της καθήλωσης, στη μετατόπιση, δηλαδή, του πόλου της αντίφασης, που αφορά την ανοιχτή επιβολή της κύρωσης στον ψυχικά πάσχοντα, στους χώρους των ολοπαγών ιδρυμάτων, αυτών δηλαδή που η επιδίωξη κατάργησής τους αποτελούσε την γενεσιουργό αιτία αυτών των υπηρεσιών.
Αυτό που έχουμε είναι όχι μια υπέρβαση του κλασσικού ψυχιατρικού μοντέλου, αλλά την δημιουργία του συστήματος της “περιστρεφόμενης πόρτας”: δηλαδή επιλογή και αποκλεισμός των περιστατικών, παραπομπές από την μια υπηρεσία στην άλλη, συχνά με κριτήρια όχι θεραπευτικά αλλά ταξικά, παραγωγή χρονιότητας. Αλλωστε, ποια θα ήταν τα “θεραπευτικά κριτήρια” για την παραπομπή σ΄ένα ψυχιατρείο, ύστερα από την γνώση που έχουμε αποκτήσει τις τελευταίες δεκαετίες; Προς τι η υποκρισία των επίσημων πολιτικών για το “ειδικό ψυχιατρικό νοσοκομείο”(ιδεολογικό κατασκεύσμα ως έννοια –πτωχοκομείο στην πραγματικότητα), που θα προσφέρει “ειδικές υπηρεσίες” ; Και ποιες είναι αυτές, που δεν μπορούν να προσφερθούν σε οποιαδήποτε ψυχιατρική κλινική γενικού νοσοκομείου, εκτός από τις αρχαϊκές λειτουργίες της απομόνωσης, της καθήλωσης, της κλειδωμένης πόρτας και ιδιαίτερα του ξεφορτώματος των κοινωνικά και θεραπευτικά ανεπιθύμητων πελατών ; Και πώς τα άσυλα θα βοηθηθούν να ξεπεράσουν την αποτελμάτωση, την ιδρυματική απάθεια, τις πρακτικές της βίας, πώς θα βοηθηθούν να εξανθρωπίσουν τις πρακτικές τους, να στραφούν στην κοινότητα, να αφήσουν πια τα προσχήματα και να ξεπεράσουν την αμυντική στάση και καχυποψία απέναντι σ΄ένα άνοιγμα “προς τα έξω”, στην συνεργασία, στην διασύνδεση, στην κοινότητα - πράγμα ιδιαίτερα σημαντικό για την λειτουργία των υπό θεσμοθέτηση τομέων - αν διαιωνίζεται, και με το νέο νόμο θεσμοθετηθεί, ο ρόλος της (έστω και τομεοποιημένης) αποθήκης, του αποδέκτη, δηλαδή, των παραπομπών του ψυχιατρικού συστήματος και των αποκλεισμένων από την κοινωνία;
Είναι σαφές ότι η ψυχική υγεία είναι τελευταία στις προτεραιότητες του κράτους και της κυβέρνησης, και σίγουρα αυτό προκαλεί κρίση και παράλυση στην αντιμετώπιση των προβλημάτων και ακυρώνει προσπάθειες στελεχών. Είναι, επίσης, βέβαιο ότι υπάρχει κρίση στρατηγικής, έλειψη συγκεκριμένου, πρακτικού ( και όχι στα χαρτιά) σχεδιασμού και προγραμματισμού. Αλλά αυτό είναι η μορφή εμφάνισης μιας γενικής πολιτικής, ενός συνολικού τρόπου διαχείρισης των κοινωνικών προβλημάτων, του κοινωνικού αποκλεισμού, της φτώχειας και της κλιμακούμενης από την κρίση κοινωνικής “αταξίας”. Ισως θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι, στη δοσμένη φάση οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης αυτής της χώρας, η κατεστημένη ψυχιατρική και οι διάφορες ιδρυματικές γραφειοκρατίες, για να υπερασπίσουν τους όρους αναπαραγωγής τους και το κράτος, για να ανταποκριθεί στις ανάγκες κοινωνικού ελέγχου στην νέα μεταβατική κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας, υιοθετούν, γενικά, μια συγκεκριμένη “επιστημονική” γλώσσα και την υπάρχουσα ιδρυματική πραγματικότητα. (ένα, δηλαδή, πραγματιστικό συνδυασμό μορφών εγκλεισμού –άσυλα - με ανοιχτές μορφές κοινωνικού ελέγχου- κοινοτικές υπηρεσίες κλπ).
Η υιοθέτηση προτάσεων, που δεν ξεκινούν από την πρωταρχικότητα των αναγκών, κλινικών, υπαρξιακών και κοινωνικών, των ψυχικά πασχόντων, αλλά από τις θέσεις ισχύος διαφόρων κέντρων. Η έλλειψη ενδιαφέροντος να γίνει μια επίσημη και ουσιαστική αξιολόγιση των εμπειριών, που πραγματικά άλλαξαν καταστάσεις την τελευταία δεκαπενταετία (αντίθετα, υπάρχει η συστηματική αγνόηση των εμπειριών αυτών, που ευγενώς παραγκωνίστηκαν για να προχωρήσουμε μπροστά με τον ίδιο παλιό τρόπο). Η άκριτη υιοθέτηση θεωριών και πρακτικών, που δεν έχουν αλλάξει τίποτα στην κατάσταση στην οποία θα αναμενόταν να έχουν επίδραση (αλλά, απλώς, την ανακυκλώνουν με νέο τρόπο). Και, κυρίως, η διατήρηση των ιδρυμάτων στην παραδοσιακή τους λειτουργία της καταπίεσης και του ελέγχου: όλα αυτά δείχνουν την αδυναμία, όπως έλεγε ο Fr. Basaglia, “μιας ανανέωσης των πρακτικών και των αντίστοιχων τεχνικών, στο βαθμό που δεν μπαίνει σαν απαίτηση της οικονομικής πραγματικότητας”(***) (20).
Αυτή η κατάσταση κάνει επιτακτική την υποχρέωση να κατανοήσουμε την αντίφαση της ψυχιατρικής όχι μόνο στο επιστημολογικό πεδίο (ούτε, μόνο, με θεωρητικοποιήσεις στο επίπεδο της ψυχοπαθολογίας και των ιδιαιτεροτήτων των επιμέρους σχολών) αλλά και στην υλική, κοινωνική της βάση. Αυτό απαιτεί μια διαρκή προσπάθεια που, υπερβαίνοντας τον εμπειρισμό, τον ακαδημαϊσμό και τον αντιθεωρητισμό, θα αποσκοπεί σε μια, διαρκώς αναπτυσσόμενη, θεωρητική σύλληψη του ψυχιατρικού θεσμού ως μέρους του Ολου, στην συγκεκριμένη, δηλαδή, διαλεκτική σύνδεσή του με την φύση του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, με την πολιτική, την φιλοσοφία. Αυτή η μελέτη πρέπει να ξεκινάει από την υλική βάση αναπαραγωγής της κοινωνίας, τις τάσεις εξέλιξής της, τις νέες μορφές που παίρνει η επίδραση αυτών των εξελίξεων πάνω στην διαμόρφωση της υποκειμενικότητας καθώς και, φυσικά, πάνω στην ψυχική υγεία (ιδιαίτερα το ζήτημα της μακρόχρονης ανεργίας, η μετατροπή της χώρας σε μια πολυεθνική κοινωνία με το πλήθος των μεταναστών και τις ιδιαίτερες ανάγκες τους, οι διαρκείς πολεμικές συγκρούσεις στην περιοχή, η οικονομική ανάπτυξη που αναπαράγει μοντέλα, κοινωνικά, πολιτιστικά των δυτικών μητροπόλεων, με κλιμάκωση των κοινωνικών ανισοτήτων - από τη μια, νεόπλουτα στρώματα με παρασιτικά εισοδήματα, διεθνείς επενδύσεις, και “ευρωπαϊκό” τρόπο ζωής και, από την άλλη, εντεινόμενη εξαθλίωση και κοινωνικός αποκλεισμός, κρίση και μετασχηματισμός της οικογένειας, αδιέξοδο και αποπροσανατολισμός για μεγάλα στρώματα νεολαίας, που ζουν σε επισφαλείς συνθήκες υπαρξιακές, συναισθηματικές, εργασιακές).
Ζούμε σε μια κοινωνική πραγματικότητα, στο εσωτερικό της οποίας εντατικοποιούνται στο έπακρο και αποκορυφώνονται τα φαινόμενα της αλλοτρίωσης του ανθρώπου (από την εργασία του και το προϊόν της από τους άλλους και από τον εαυτό του). Είναι μια κοινωνική/υπαρξιακή πραγματικότητα, που χαρακτηρίζεται από την πιο βαθειά κρίση ταυτότητας και αλλοτρίωση της υποκειμενικότητας, με προφανείς συνέπειες στην ψυχική υγεία και προκλήσεις στην θεραπευτική αντιμετώπιση - στο βαθμό που αυτή δεν ανάγεται στην “ιδεολογία” του φάρμακου και στις τεχνικές της προσαρμογής στο δοσμένο Κοινωνικό Είναι, αλλά αποσκοπεί στην ανασυγκρότηση της υποκειμενικότητας και στην κοινωνική αναπαραγωγή του ανθρώπου που πάσχει ψυχικά. Για να μπορέσουμε να δούμε τον ανθρωπο στην ολότητά του και όχι ως μια αφηρημένη αντότητα, ταξινομημένη, κατηγοριοποιημένη και ως εκ τούτου διαχειρίσιμη, πρέπει να δούμε ότι ψυχική υγεία και ψυχική διαταραχή, λόγος και τρέλα, λογικό και μη – λογικό, δεν χωρίζονται με σινικά τείχη, αποκλείοντας το ένα το άλλο (πίσω από τοίχους ή κάτω από ταξινομήσεις) Αποτελούν και τα δύο πλευρές, στην δική μας ιστορική εποχή, ενός κόσμου ανεστραμένου, αλλοτριωμένου, που ανάγει και εμφανίζει τις σχέσεις ανθρώπων ως σχέσεις πραγμάτων (ανταλλακτικών αξιών). Αυτό δεν σημαίνει ότι “δεν υπάρχει ψυχική αρρώστια”, αλλά ότι χρειάζεται μια διαφορετική θεωρητική της σύλληψη και μια διαφορετική της αντιμετώπιση και μεταχείριση: δηλαδή, μια θεωρία ικανή να συλλάβει την πολυπλοκότητά της και μια απάντηση αντίστοιχη μ΄ αυτή την πολυπλοκότητα. Γιατί και μέσα στο λογικό και μέσα στο μη λογικό υπάρχει η άλυτη αντίφαση του αλλοτριωμένου κόσμου: το πραγματικό είναι ανεστραμένο και το ανεστραμένο είναι πραγματικό. Το λογικό βασίζεται και εκφράζει τον αλλοτριωμένο κόσμο (η κυριαρχούσα κανονικότητα), όπως και το μη λογικό ορίζεται και θεμελιώνεται πάνω στη βάση του υπάρχοντος (και κυριαρχούντος) λογικού. Είναι η ολότητα του κοινωνικού ανθρώπινου όντος, λογικού και μη λογικού, που είναι αλλοτριωμένη (22).
Αυτό έχει μια μεγάλη σημασία από τη σκοπιά της ανάγκης να υπερβούμε, στο θεραπευτικό πεδίο, την “ακατανόητο”, το “άνευ νοήματος” του λόγου του τρελού, το δήθεν απόκοσμο της τρέλας: αυτή δεν είναι ο αποκλειόμενος από τον λόγο μη λόγος, αλλά μια εναλλακτική μορφή λόγου, του οποίου πρέπει να δούμε τον λόγο ύπαρξης, την οπτική του, την οδύνη του και όχι να τον απορρίπτουμε ως το α - νόητο προϊόν ενός ελατωματικού γονιδίου ή των ανατομικών ιδιοτήτων μιας έλικας του εγκεφάλου.
Είναι, αλλωστε, αυτός ο ανεστραμένος κόσμος, που είναι, αφενός, πηγή ιδεολογιών και ιδεολογημάτων, ενώ, αφετέρου, υπεισέρχεται στην ίδια την θεραπευτική σχέση, που είναι μια ειδική ανθρώπινη σχέση, που αντανακλά τις ιεραρχικές σχέσεις εξουσίας, στην βάση των οποίων είναι δομημένη η δοσμένη κοινωνία. Η θεραπευτική σχέση δεν μπορεί με κανένα τρόπο να θεωρηθεί ως ουδέτερη και αποστειρωμένη, σ΄ ένα κόσμο αλλοτριωμένο - πέρα από τυχόν υποκειμενικές προθέσεις. Υπάρχει, λοιπόν, και αυτή (η θεραπευτική σχέση) ως σχέση εξουσίας, πατερναλιστική, αντικειμενοποιητική, κατά πρότυπα της σωματικής ιατρικής, συχνά μη διαπραγματεύσιμη, συχνά εμπορευματοποιημένη. Επομένως, η “ακρόαση του ασθενή” θα πρέπει, αν θέλει να είναι πραγματικά θεραπευτική και όχι χειριστική (“ιδεολογική”), ακόμα και κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες, αυτές του ασύλου, να είναι κριτική απέναντι στον εαυτό της, προσπαθώντας διαρκώς να υπερβαίνει την αντικειμενοποιητική στάση και την εξουσιαστική επιβολή της αυθεντίας (συχνά απόμακρης και αδιάφορης) προς την κατεύθυνση μιας σχέσης μεταξύ υποκειμένων. Μια σχέση αμοιβαιότητας και συμβολαίου μεταξύ ισότιμων υποκειμένων. Και όσο περισσότερο αυτή η ισοτιμία είναι υπονομευμένη (από πολλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων και η αρρώστια), τόσο περισσότερο πρέπει να ενισχύεται.
Η οργάνωση της απάντησης στο άνθρωπο που πάσχει, η κλινική, η υπαρξιακή και η κοινωνική του πραγματικότητα θα έπρεπε να είναι οδηγός για την οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών. Σ΄ αυτή τη λογική, όλες οι θεραπευτικές στρατηγικές πρέπει ν΄ αναθεωρηθούν στη βάση μιας επανεξέτασης των επιστημολογικών τους βάσεων - μια επανεξέταση που πρέπει να πάρει υπ΄ όψιν της τα νέα θεωρητικά και πρακτικά επιτεύγματα και αρμοδιότητες της κοινοτικής ψυχιατρικής. Αυτή, με τη σειρά της, δεν μπορεί να εννοείται ως μια πρακτική της οποίας σκοπός είναι η απλή διαχείριση και ο έλεγχος των παρεκλινόντων σε επίπεδο συμπτωμάτων και συμπεριφοράς, αλλά, αντίθετα, η εκτύλιξη διεργασιών “παραγωγής υγείας” και η διατήρηση και ενίσχυση των ψυχικά πασχόντων υποκειμένων μέσα στην κοινωνία : μέσω της οργάνωσης εναλλακτικών δυνατοτήτων ζωής, μέσω του μετασχηματισμού των τρόπων λειτουργίας των θεσμών (συμπεριλαμβανόμενων των υπηρεσιών υγείας), καθώς και όλων των μηχανισμών και των ομαλοποιητικών συστημάτων, που αλληλεπιδρούν στο επίπεδο του ίδιου του σχηματισμού του ψυχιατρικού αιτήματος,(23) στο πρωτογενές επίπεδο όπου η ψυχική οδύνη ( με όλη την πολλαπλότητα των πηγών και αιτιών της) αναδύεται μέσα από τις αντιφάσεις του κοινωνικού σώματος και αποκρυσταλλώνεται σε “ψυχική διαταραχή” ή “αρρώστια”.
Εχει από καιρό γίνει φανερή η ανάγκη, η έννοια της θεραπείας να ξεπεράσει το κλινικοεπανορθωτικό μοντέλο και να προσεγγίσει ένα σχήμα που διαπερνιέται από - και ταυτόχρονα τοποθετείται κριτικά προς - όλους τους μηχανισμούς και τις διαδρομές αναπαραγωγής της πολυπλοκότητας του υποκειμένου: κλινικές υποθέσεις, αλλά και τα ιδεολογικά και πολιτιστικά συστήματα που πρσδιορίζουν το πρόβλημα της διαφορετικότητας, την δυναμική διαδικασία ενσωμάτωσης/ αποκλεισμού, την σχέση κανονικό/μη κανονικό και τους συναφείς ομαλοποιητικούς μηχανισμούς, το ζήτημα των δικαιωμάτων, τα διάφορα γνωστικά πεδία που, στο πεδίο των επιστημών και της φιλοσοφίας, δίνουν διάφορους προσδιορισμούς στην έννοια του “ανθρώπου”
και της “ανθρώπινης λειτουργίας”, τις νέες κοινωνικές αντιλήψεις για την υγεία (24).
Μια πολιτική ψυχικής υγείας, θα έπρεπε να προωθεί (στο επίπεδο της υπηρεσίας, όσο και σ΄ αυτό της κυβερνητικής πολιτικής) την οργάνωση, πρακτικά, μιας πολλαπλότητας δραστηριοτήτων, εναλλακτικών λύσεων και απαντήσεων (στο συμβολικό και στο υλικό πεδίο) ανταποκρινόμενων στην πολυπλοκότητα του “αντικειμένου”. Θα έπρεπε να είναι ένα δίκτυο υπηρεσιών, φορέων κοινοτικών και κοινωνικών υποκειμένων, που αναγνωρίζει, στηρίζει, οργανώνει, παρακινεί και βοηθάει στην ανάπτυξη της υποκειμενικότητας και της κοινωνικής αναπαραγωγής του καθενός ψυχικά πάσχοντα.
Η κρίση στο ΨΝΑ μετά το σεισμό θα μπορούσε να είναι αφορμή για μια τέτοια στροφή. Είχαμε τονίσει, αμέσως μετά το σεισμό ότι “η αντιμετώπιση της κρίσης μπορεί είτε να ισχυροποιήσει ενέργειες διοικητικού εξωραϊστικού τύπου, είτε να γίνει αφορμή προς μια ταχεία κίνηση προς την αποιδρυματοποίηση και την αλλαγή της υπάρχουσας κουλτούρας.”(15-9-1999). Οι μέχρι τώρα εξελίξεις επιβεβαιώνουν την χειρότερη δυνατή εκδοχή της πρώτης εναλλακτικής κατεύθυνσης. Αντί για κινήσεις προς το μετασχηματισμό, παρατηρούμε μια πολιτική κατακερματισμού, ή διασποράς, αυτούσιου του ασύλου “μέσα” στην “κοινότητα”(πχ η πολιτική των μεγάλων μονάδων στο κέντρο της πόλης κοκ). Θεωρούμε ότι ο τρόπος που θα αντιμετωπιστεί η κρίση στο ΨΝΑ θα σημαδέψει τις εξελίξεις στο χώρο της ψυχικής υγείας, συνολικά, για πολλά χρόνια.
Μέχρι τώρα, η κατάσταση διακρίνεται από απουσία μιας στρατηγικής και ταχτικής αλληλουχίας των ενεργειών με αποτέλεσμα, το ένα βήμα να αντιστρατεύεται το άλλο και να δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα επιλύει. Στο κέντρο της είναι η σύμπτωση των επιδιώξεων ενός διαχειριστικού/διοικητικού λόγου και ενός σκληροπυρηνικού ασυλικού ψυχιατρικού λόγου, που αντιμετωπίζει την συρρίκνωση γραφειοκρατικά, ως αριθμητικό μέγεθος, ως μείωση των κλινών μέσα στο χώρο του ΨΝΑ, χωρίς καμιά σκέψη για αλλαγή στην λειτουργία και την ανάπτυξη πρακτικών υπέρβασης του ολοπαγούς ιδρύματος. Η εγκαθίδρυση της πρωταρχικότητας του υποκειμένου, του προσώπου του ασθενή και των δικαιωμάτων του, εξακολουθεί να παραμένει το μεγάλο ζητούμενο…
Για να αντιμετωπιστεί η κρίση θετικά, στην κατεύθυνση της αποιδρυματοποίησης, θα χρειαστεί μια τολμηρή πολιτική, μια σαφής στρατηγική αποιδρυματοποίησης και μια σαφής μεθοδολογία για πώς γίνονται όλα αυτά με θεραπευτικούς, αποκαταστασιακούς όρους. Δύο θάπρεπε να είναι οι άξονες: πρώτο, στροφή στην κοινότητα για την αντιμετώπιση των νέων εισαγωγών με νέο τρόπο. Σ΄ αυτή τη βάση, ισότιμη συμμετοχή στην τομεοποίηση, με ανάληψη από κάθε κλινική του ΨΝΑ τομέα ευθύνης, χωρίς “δορυφοροποίηση” από ψυχιατρικές κλινικές γενικών νοσοκομείων και με βαθμιαία οικοδόμηση δικτύου κοινοτικών δομών, για παροχή της θεραπείας “στον τόπο κατοικίας”. Δεύτερο, μια τολμηρή, αλλά μελετημένη οργάνωση της αποιδρυματοποίησης και της κοινωνικής επανένταξης των εγκλείστων. Όχι απλή αριθμητική συρρίκνωση, αλλά υπέρβαση, μετασχηματισμός της ιδρυματικής κουλτούρας και της νοσοκομειακής οργάνωσης.
Εν κατακλείδι, το ζήτημα εάν το ΨΝΑ ανοικοδομηθεί μ΄αυτή την θετική έννοια, ή σαν μια εκσυγχρονισμένη αποθήκη, αποτελεί ένα ανοιχτό ερωτηματικό και ένα καίριο ζήτημα για το μέλλον και τον τρόπο της ανάπτυξης των υπηρεσιών ψυχικής υγείας, της ψυχιατρικής και των χειραφετητικών προοπτικών των ψυχικά πασχόντων σ΄ αυτή τη χώρα.
3- 12- 1999
Θ. Μεγαλοοικονόμου
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(*) Η ιδεολογία, οριζόμενη ως ένα σύστημα πολιτικών, νομικών, ηθικών, φιλοσοφικών, αισθητικών και θρησκευτικών απόψεων και ιδεών, που αντιπροσωπεύουν την συνείδηση που έχουν για τον εαυτό τους και τον κοινωνικό τους ρόλο οι κοινωνικές τάξεις, ομάδες κλπ, μπορεί να είναι θεωρητικά επεξεργασμένη ή αυθόρμητη ( η καθημερινή συνείδηση των μαζών) και σε σχετική ανεξαρτησία από τις κοινωνικές θέσεις που βρίσκουν έκφραση σ΄ αυτήν. Η ίδια η γνωστική διαδικασία έχει μιαν ιδεολογική λειτουργία, χωρίς αυτό να σημαίνει, φυσικά, ότι είναι (η γνωστική διαδικασία) μηχανικά και άμεσα υποταγμένη σ΄ αυτή ή εκείνη την κοινωνική τάξη. Αυτό έχει, αφενός, να κάνει με το γεγονός ότι η γνώση (το γνωρίζειν) και ιδιαίτερα η φιλοσοφία, αφορά τόσο την κοινωνική όσο και την φυσική πραγματικότητα. Αλλά, πρωτίστως, έχει να κάνει με το γεγονός ότι η ιδεολογική λειτουργία του γνωρίζειν, της γνώσης, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος (αλλά μόνο μέρος) της συνολικής γνωστικής διαδικασίας, που είναι απεριόριστη σε περιεχόμενο και σημασία.(7)
(**) Η αντιθεωρητική παράδοση και η μηχανική αναπαραγωγή μοντέλων έχει την πηγή της, φυσικά, στην συγκεκριμένη ιστορική οικονομική, κοινωνική και πνευματική εξέλιξη του ελληνικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού.
(***) Όπως έγινε και αλλού, η εισαγωγή θεωριών και πρακτικών, που δεν ανταποκρίνονταν στις οικονομικές ανάγκες αναπαραγωγής του κεφαλαίου και των αναγκών της συγκυρίας για την διαχείριση των ορίων της Κανονικότητας, δεν παίζει παρά το ρόλο της ιδεολογικής προετοιμασίας για μια επόμενη φάση, όταν η λογική της αναπαραγωγής του κεφαλαίου θα αναπτυσσόταν με τρόπο που θα δημουργούσε μια νέα πραγματικότητα κοινωνικών αντιφάσεων, που θα καθιστούσαν αναγκαία την διαχείριση σύμφωνα με αυτά τα τεχνικοεπιστημονικά μέσα. Όπως τονίζει ο Basaglia, eπιστημονικές και θεραπευτικές πρακτικές, που θεωρούν τον εαυτό τους πρωτοπορειακό, εναλλακτικό, ή θέτουν σε κρίση το θεσμό μέσα στον οποίο δραστηριοποιούνται, καθώς εμποδίζονται να προωθήσουν το χειραφετητικό τους περιεχόμενο (στο βαθμό, δηλαδή, που ανταποκρίνονται σε αληθινές ανάγκες των προσώπων που πάσχουν), ή ενσωματώνονται, απορροφώνται, ως μια καθαρή ιδεολογία, που χρησιμεύει ως άλλοθι στην υπάρχουσα κατάσταση, εν αναμονή να παίξουν το ρόλο τους, όπως είπαμε παραπάνω, σ΄ ένα επόμενο στάδιο (21).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
1. Istvan Meszaros: “Philosophy, Ideology and Social Science”.
2. Karl Marx : «Η Γερμανική Ιδεολογία. Μέρος Ι, Φόϋερμπαχ», Progress Publishers, 1976, Moscow.
3. Theodore Oizerman : “Problems of the History of Philosophy”, Progress Publishers, 1973, Moscow.
4. E.B. Ilienkof : «Διαλεκτική Λογική. Δοκίμιο Ογδοο: Η Υλιστική αντίληψη της Νόησης σαν αντικείμενο της Λογικής», Εκδ. Gutenberg, 1983.
5. E.B. Ilienkof : “Τεχνοκρατία και ανθρώπινα ιδεώδη στο σοσιαλισμό», Εκδ. Οδυσσέας.
6. Th. Oizerman, οππ.
7. οππ.
8. L. Trotsky : “The Τhird International after Lenin”, 1929. New Park Publication, 1974.
9. Εϊμι Μπλου : « Η δημιουργία της ελληνικής ψυχιατρικής», Εκδ. Εξάντας, Τρίαψις Λόγος, 1999.
10. Fr. Rotelli, O. De Leonardis, D. Mauri :”Deistituzionalizzazione, un’ altra via (La riforma psichiatrica Italiana nel contesto dell’ Europa Occidentalee dei paesi avanzati)”, in Salute Mentale. Pragmatica e Complessita, ed Riv. Per La Salute Mentale.
11. Robert Castel : “ La Contraddizione Psichiatrica”, in “Crimini di Pace”, a cura di Fr. Basaglia e Fr. Ongaro Basaglia, Einaudi, 1975.
12. Οππ.
13. Fr. Basaglia : “L’ istituzione negata”, Einaudi, 1968.
14. Οππ.
15. R. Castel, οππ.
16. Οππ.
17. Shulamit Ramon : “The perspective of professional workers : living with ambiguity, ambivalence and challenge”, in “Psychiatric Hospital Closure.Myths and Realities”, Ed. Chapman & Hall, 1992.
18. L. Bachrach : “Concepts and issues in deinstitutionalization”, in Brodsky, Hudson R. (eds) “The chronic psychiatric patient in the community”, MTP Press, Lancaster, 1983.
19. C. Patmore “ Life after mental illness”, Croom Helm, London, 1987.
20. Fr. Basaglia : “ L’ Ideologia della Diversita” in “La maggioranza deviante. L’ ideologia del controllo sociale totale”, Einaudi, 1971.
21 Οππ.
22. Gianni Scalia : “ La Ragione della Follia”, in “La maggioranza deviante”, οππ..
23. Roberto Mezzina : “ Criteri e Logiche di intervento nella pratica terapeutica territoriale”, in Salute Mentale, Pragmatica e Complessita, ed. “Per La Salute Mentale”.
24. Οππ.