Σε όλη τη γνωστή ιστορία οι διάφορες κοινωνικές ομάδες έκριναν πάντα ορισμένα φαινόμενα ως ευρισκόμενα έξω από τα όρια του εκάστοτε αποδεκτού ως «κανονικού» και «υγιούς» και τα χαρακτήριζαν ως «ψυχική αρρώστια» (mental illness),* ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα ονόματα που τους απέδιδαν και τα ιδιαίτερα πλαίσια που χρησιμοποιούσαν για να τα ταξινομήσουν. Ιστορικά, όμως, πάντα αυτοί οι χαρακτηρισμοί και οι ταξινομήσεις εφαρμόζονταν μόνο σ΄ ένα μικρό αριθμό σοβαρά διαταραγμένων  και διαταρακτικών καταστάσεων. Αυτό μέχρι σχετικά πρόσφατα  Γιατί αυτή η σχετικά περιορισμένη η χρήση της ετικέτας «ψυχική αρρώστια» φαίνεται ότι έχει αλλάξει σε σημείο που ξεπερνά κάθε φαντασία. Η μεγάλη ποικιλία των συνθηκών που θεωρούνται «ψυχικές αρρώστιες», ο μεγάλος αριθμός και η ευρεία κατανομή των ανθρώπων που υποτίθεται ότι πάσχουν από αυτές, είναι χωρίς προηγούμενο (1). Οι λόγοι που οι «ψυχικές αρρώστιες» έχουν τόσο πολλαπλασιαστεί στη σύγχρονη κοινωνία έχουν τη ρίζα τους στις ιστορικά συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες και στα ποικίλα συμφέροντα που συναρθρώνονται γύρω από την προεξάρχουσα επιρροή του βιο-φαρμακο-βιομηχανικού συμπλέγματος και επωφελούνται από την ταξινόμηση «ψυχολογικών καταστάσεων» ως «νοσηρών καταστάσεων», ως νόσων (diseases).

 

Σ΄ όλη την ιστορική της διαδρομή η ψυχιατρική, ιδιαίτερα από την εποχή του Κρέπελιν μέχρι τη σημερινή του DSM IV, κουβαλάει μαζί της, στην προσέγγισή της στο φαινόμενο του ψυχικού πόνου, μια δομική σύγχυση ανάμεσα σε τρία επίπεδα, το φαινομενολογικό, το νοσολογικό και το αιτιολογικό (2). Ολη η ιστορία της μπορεί να ιδωθεί και ως ένας διαρκής διάλογος, μια διαμάχη, ανάμεσα σε προσπάθειες χειραφέτησης από αυτή τη σύγχυση και στο διαδοχικό κατρακύλισμα σ΄ αυτό το αδιέξοδο.

 

Παρόλο που η ψυχιατρική προσπάθησε ν΄ αποχτήσει επιστημονική νομιμοποίηση με την υιοθέτηση της επιστημονικής γλώσσας της ιατρικής, αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να πάρει ένα δρόμο σε αντίθετη κατεύθυνση απ΄ αυτόν της ιατρικής. - ακριβώς πάνω στο κρίσιμο ζήτημα της σχέσης νοσολογίας - αιτιολογίας. Ενώ η ιατρική αποδεικνυόταν τόσο περισσότερο επιστημονική όσο μπορούσε να συσχετίσει τη νοσολογία με μιαν ορισμένη αιτιολογία - προσδιορίζοντας πάντα καλλίτερα τις διάφορες νόσους σε σχέση με τις αιτίες ή τους παθογενετικούς παράγοντες (πχ, πνευμονία από πνευμονιόκοκκο)- η ψυχιατρική, αντίθετα, φάνηκε αναγκασμένη να παράγει μία νοσολογία πάντα τελείως αποσυνδεδεμένη από την αιτιολογία. (3)

 

Αυτό αντανακλάται στην ιστορική διαδρομή των νοσολογικών προτύπων του αμερικανικού ταξινομικού συστήματος, από το DSM I μέχρι το DSM IV. Η εμφάνιση, το 1980, του DSM III, σήμανε την εγκαθίδρυση της λεγόμενης «διαγνωστικής ψυχιατρικής», ως επικράτηση του βιο-ιατρικού νοσολογικού μοντέλου απέναντι στην επιρροή της ψυχοδυναμικής (ψυχαναλυτικής) ψυχιατρικής, που επικρατούσε μέχρι τότε στις ΕΠΑ και είχε προσδιορίσει τη μορφή και το περιεχόμενο του DSM Ι (1952) και του DSM II (1968) (4).

 

Το DSM IV, βαδίζοντας περαιτέρω σ’ αυτή την κατεύθυνση, διακηρύσσει ανοιχτά την αποσύνδεση νοσολογίας και αιτιολογίας υπογραμμίζοντας ότι, ακριβώς η συγκρότηση μιας νοσολογίας «ουδέτερης», χωρίς καμιάν αιτιολογική δέσμευση, αποτελεί μιαν «ώριμη κατάληξη», ύστερα από μια ταραχώδη περίοδο διαπάλης των διαφόρων σχολών, που η κάθε μια τους προσπαθούσε να επιβάλλει το ταξινομικό σύστημα της προτίμησής της, βασισμένη πάνω στις αντίστοιχες ψευδο-αιτιολογικές της προτιμήσεις. Το ζήτημα της νοσολογίας διακρίνεται, πλέον, πλήρως από το ζήτημα των αιτιών, το οποίο πρόκειται να κριθεί στο μέλλον –δεδομένου ότι, προς το παρόν, υπάρχουν μόνο αιτιολογικές υποθέσεις των οποίων αναμένεται να εξακριβωθεί η όποια υλική/εμπειρική τους βάση (5).

 

Γυρίζοντας λίγο πιο πίσω, βλέπουμε ότι, στη διάρκεια του 20ου αιώνα (και μέχρι τη δεκαετία του 60), η ψυχοδυναμική ψυχιατρική είχε ήδη παθολογικοποιήσει ένα ευρύ και ετερογενές φάσμα καταστάσεων της ανθρώπινης ύπαρξης, διευρύνοντας τον ορισμό του παθολογικού ώστε να περιλάβει, πέρα από τις ψυχώσεις και καταστάσεις, όπως το άγχος, η υστερία, η σεξουαλική διαστροφή, οι χαρακτηρολογικές διαταραχές. Κοινές διαδικασίες

(ασυνείδητοι μηχανισμοί) οδηγούσαν και στις νευρωτικές και στις θεωρούμενες ως φυσιολογικές συμπεριφορές και έτσι αυτές οι παθολογικές καταστάσεις περιγράφτηκαν στα πλαίσια ενός συνεχούς (continuum) και όχι ως κάτι το διακριτό από το κανονικό (6).

 

Η επιρροή, ωστόσο, της ψυχοδυναμικής ψυχιατρικής ξεπέρασε τα όρια των τυπικά ασθενών για να επηρεάσει διανοούμενους και καλλιτέχνες που χρησιμοποιούσαν τις ψυχοδυναμικές εξηγήσεις για να εστιάσουν πάνω στην εσωτερική τους ζωή και για ν΄ απορρίψουν τις παραδοσιακές ηθικές αξίες και συστήματα. Στα μέσα του 20ου αιώνα, η ψυχοδυναμική ψυχιατρική ασκούσε, πλέον, σημαντική επιρροή στην επικρατούσα κουλτούρα και οι ψυχοδυναμικοί λειτουργοί κατέληξαν να θεραπεύουν ανθρώπους όχι μόνο για τα συμπτώματά τους, αλλά και για την έλλειψη ικανοποίησης από την επαγγελματική τους καριέρα, το γάμο τους, τη ζωή τους και τον εαυτό τους, για το νόημα της ζωής, όπως και ακούσιους πελάτες, όπως παρεκλίνοντες διαφόρων ειδών κλπ (7).

 

Το χαλαρό ταξινομικό σύστημα της ψυχοδυναμικής ψυχιατρικής είχε τη θέση

του στη διάρκεια μιας περιόδου που τα επαγγέλματα ψυχικής υγείας δεν απαιτούσαν ένα εξορθολογισμένο και ποσοτικοποιημένο σύστημα σκέψης σχετικά με την ψυχική διαταραχή. Όταν οι οικονομικές, οργανωτικές και επαγγελματικές συνθήκες άλλαξαν, οι αδυναμίες του ψυχοδυναμικού συστήματος έγιναν προφανείς: οι ψυχοδυναμικές ταξινομήσεις δεν  προσφέρονταν σε ακριβή συστήματα μέτρησης (8). Αυτή η αδυναμία έκανε δύσκολη τη μέτρηση της έκβασης μιας θεραπείας, ένα μειονέκτημα που έγινε πιο πιεστικό όταν τέθηκε ζήτημα πληρωμής των θεραπειών από τα ασφαλιστικά ταμεία (κατ΄ αρχήν και κυρίως στις ΕΠΑ, αλλά και αλλού) και απαιτήθηκε έλεγχος και ανταποδοτικότητα, την ίδια στιγμή που εισάγονταν στην αγορά τα νέα ψυχοφάρμακα, αγχολυτικά και αντικαταθλιπτικά, προσφέροντας ταχύτερες και πιο μετρήσιμες λύσεις..

 

Η αντικατάσταση, που επέφερε το DSM III, των αδιαφοροποίητων και ασαφών ασυνείδητων μηχανισμών, μ΄ ένα σύστημα επακριβώς καθορισμένων, βασισμένων στο σύμπτωμα νοσολογικών οντοτήτων, δεν έγινε βαθμιαία – ήταν ένας καθολικός μετασχηματισμός του συστήματος της ψυχιατρικής σκέψης σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.

 

Στη θέση των πολύ γενικών ταξινομήσεων της ψυχοδυναμικής ψυχιατρικής, η «διαγνωστική ψυχιατρική» ορίζει, όπως είπαμε, τις νόσους μέσα από την παρουσία έκδηλων συμπτωμάτων, ανεξάρτητα από τις αιτίες τους. Βλέπει τις νόσους ως διακριτές φυσικές οντότητες που υπάρχουν στον εγκέφαλο και οι οποίες παράγουν τα συμπτώματα που παρουσιάζει το άτομο. Αυτή η προσέγγιση στην ψυχική νόσο επιτρέπει την αντιμετώπισή της ως αντικειμένου ανεξάρτητου από το όλο της ανθρώπινης .ύπαρξης και από το κοινωνικό πλαίσιο στο εσωτερικό των οποίων αναδύεται. Αναζητώντας τις αιτίες των διαταραχών στον εγκέφαλο αντί στην ιστορία και τις σχέσεις του ατόμου, το διαγνωστικό μοντέλο προσανατολίζει τη θεραπεία στην αναζήτηση του καλλίτερου φαρμάκου για την ανακούφιση των συμπτωμάτων.

 

Γνωρίζουμε ότι η αναγωγή του κοινωνικού στο ατομικό/ψυχολογικό και αυτού στο εγκεφαλικό/βιολογικό (και τις τελευταίες δεκαετίες, στο μοριακό) ήταν πάντα και είναι σήμερα, περισσότερο από ποτέ στην ιστορία του καπιταλισμού, η κύρια στρατηγική της βιο-εξουσίας.

 

Αναφερόμαστε σ΄ αυτό τον όρο με την έννοια του Φουκώ, που βλέπει την εξουσία, από την κλασσική εποχή και ύστερα, να συνίσταται στην επιδίωξη μιας θετικής επιρροής πάνω στη ζωή, σε μια προσπάθεια να την διοικήσει και να την πλάσει, να την υποτάξει σε ακριβείς ελέγχους, ταξινομήσεις και ολόπλευρες ρυθμίσεις (9). 

 

Η νέα πραγματικότητα στην οποία πρέπει, σήμερα, «ελεγχόμενα να ενταχθούν και να διοικηθούν τα ανθρώπινα σώματα», όπως λέει ο Φουκώ και να «προσαρμοστεί η συσσώρευση των ανθρώπων στη συσσώρευση του κεφαλαίου», είναι αυτή της όψιμης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, με  τη

γενίκευση των επισφαλών σχέσεων εργασίας και συνθηκών ύπαρξης. 

 

Είναι ακριβώς σ΄ αυτή την περίοδο που η προώθηση των βιο-τεχνικών και της βιο-ψυχιατρικής αποκτά διαρκώς επιταχυνόμενους ρυθμούς, υπό την αιγίδα του γνωστού ως «βιοτεχνο-φαρμακο-βιομηχανικού συμπλέγματος», το οποίο χειραγωγεί αποφασιστικά τη ζωή των ανθρώπων, ως ατόμων και ως συλλογικότητας (ως πληθυσμού), προς μιαν ορισμένη κατεύθυνση.

 

Στο χώρο της ψυχικής υγείας ο σκοπός είναι, μεταξύ των άλλων, η κατασκευή διαταραχών που είναι μετρήσιμες, ποσοτικοποιήσιμες και κατάλληλες ως αντικείμενο έρευνας (βιοχημικής, μοριακής, γενετικής έρευνας), με στόχο την παραγωγή φαρμακευτικών σκευασμάτων, αλλά και τροποποιητικών παρεμβάσεων στο γενετικό υλικό.

 

Είναι σ΄ αυτά τα πλαίσια, επομένως, που οι θολές κατηγοριοποιήσεις του ψυχοδυναμικού μοντέλου επαναταξινομούνται σε ειδικές, διακριτές κατηγορίες διαταραχών. Αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι ο μεγάλος αριθμός των κατηγοριοποιημένων, πλέον, διαταραχών του DSM διατήρησε και επεξέτεινε όλο το φάσμα των εκδηλώσεων της προσωπικής δυσφορίας και των διαταρακτικών συμπεριφορών, που μέχρι τώρα αποτελούσαν αντικείμενο θεραπευτικής αντιμετώπισης (10).

 

Ετσι, δεν είναι εκπληκτικό ότι το DSM, περιείχε στη έκδοση του 1968 (DSM II) 180 διαφορετικές διαταραχές, στην έκδοση του 1980 (DSM III) 265, στην έκδοση του 1987 (DSM III R) 292 και στην έκδοση του 1994 (DSM IV) 297 (Ο πραγματικός αριθμός των κωδικών στην ταξινόμηση του DSM IV είναι 374!).

 

Παραθέτουμε μερικά παραδείγματα. Καταστάσεις όπως η ζωηράδα της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, ο ενθουσιασμός τύπου «Τομ Σώγιερ», αντιμετωπιζόταν ως μέρος του φυσικού πνεύματος της ηλικίας. Μετά την δεκαετία του 60 αυτή η συμπεριφορά άρχισε να παίρνει μια σειρά από διαγνώσεις, που την ορίζουν ως παθολογική: «ελαφρά εγκεφαλική δυσλειτουργία», αρχικά και «διαταραχή της προσοχής και υπερκινητικότητα» (ADHD), εν συνεχεία (11).

 

Ως προς την τελευταία, η εκτατική χρήση της ως διάγνωσης τείνει να συμπεριλάβει, πέρα από το πραγματικό πρόβλημα,  κάθε κατάσταση παιδιών ανήσυχων, απρόσεχτων, που δεν «ακούνε», που «δεν φέρνουν σε πέρας τα καθήκοντά τους», ή «δεν ακολουθούν τις οδηγίες», «δεν έχουν θέληση», «χάνουν τα πράγματά τους», είναι «παρορμητικά», «ακατάστατα», «ενοχλητικά», «μιλάνε πολύ», «διακόπτουν τους άλλους», «μπερδεύονται στα πόδια των άλλων». Τελευταία, στις ΕΠΑ και στην Αγγλία αναπτύσσεται η κουλτούρα του ADHD, ότι, δηλαδή, αυτό είναι ένα οργανικό σύνδρομο που δεν έχει τύχει της αναγκαίας αναγνώρισης, με αποτέλεσμα την κινητοποίηση των οικογενειών για την αναγνώρισή του. Η κατασκευή του συνδρόμου ως προβλήματος προωθείται  στον ίδιο βαθμό που καταρρέει το σχολείο ως χώρος ζωής – οπότε ο ειδικός και το φάρμακο παρουσιάζονται ως η μόνη και εύκολη απάντηση σε όλα τα κακά που δεν βρίσκουν πραγματική απάντηση. Η ριταλίνη, με τις τόσες παρενέργειες, έχει γίνει το σύμβολο του γρήγορου ναρκωτικού, επαρκούς, σιωπηλού, συμπτωματικού, το «χάπι της υπακοής».

 

Το αν υπάρχει η «Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες» (PTSD) ως διακριτή νοσολογική οντότητα (που παγιώθηκε ως τέτοια σε σύνδεση με το Βιετνάμ και τις συνέπειές του) είναι ένα άκρως αμφιλεγόμενο ζήτημα. Το πρόβλημα αποχτά μια χωρίς προηγούμενο διάσταση όταν τίθεται αυτή η διάγνωση σε παιδιά που είχαν τρομάξει με ταινίες όπως ο Batman. Όταν η ψυχιατρική προσπαθεί να πείσει τους γονείς ότι τα άγχη των παιδιών από καθημερινά προβλήματα ωρίμανσης πρέπει να επαναπροσδιοριστούν ως διακριτή ιατρική διαταραχή (12).

 

Το ίδιο ισχύει με τον ορισμό της κατάθλιψης, που έφτασε να ισοδυναμεί με τη δυσφορία, με το αίσθημα δυστυχίας, την αϋπνία και την ανορεξία.

 

Οσο για τις λεγόμενες διαταραχές προσωπικότητας, κατέληξαν ν΄ αποτελούν μιαν εύκολη ετικέτα, με την οποία αποδίδεται το status του ασθενή ακόμα και σ΄ όποιον είναι ενοχλητικός στους διπλανούς του, παθολογικοποιώντας, συχνά, μια κατά άλλα κανονική, αν και ερεθιστική συμπεριφορά. Οι διαγνώσεις της «αντικοινωνικής προσωπικότητας», όπως και της «πολλαπλής διαταραχής προσωπικότητας» έγιναν επιδημία από τη δεκαετία  του 80, όταν η λεγόμενη «ανεκτική κοινωνία» έφτανε στο τέλος της (ως κουλτούρα και ως κοινωνική/αστυνομική πρακτική).

 

Κλασσικό παράδειγμα σύγχρονης «κατασκευής νόσου» αποτελεί το γνωστό ως σύνδρομο”burnout, που αποτελεί άλλοθι για τη διατήρηση αμετάβλητων των εργασιακών όρων και της κουλτούρας του εργασιακού πλαισίου, διατυπώνοντας την κόπωση (ή εξουθένωση) του υπ΄ αυτούς τους όρους εργαζόμενου, ως «αρρώστια» (σύνδρομο) που, εκτός από την διαγνωστική ετικέτα, χρειάζεται και θεραπεία (13).

 

Τέλος, μια υπό σύσταση «νόσος» είναι η «κατάθλιψη των έγκυων γυναικών». Υπάρχει μια σοβαρή κίνηση στις ΕΠΑ που επιδιώκει να εγκαθιδρύσει ότι όλες οι έγκυες γυναίκες πάσχουν από κατάθλιψη. Πολλές εγκυμονούσες μπορούν, βέβαια, να παρουσιάσουν κατά καιρούς καταθλιπτικά συμπτώματα, όπως αίσθημα κόπωσης, διαταραχή του ύπνου, άγχος, έλλειψη επιθυμίας για ερωτική συνεύρεση. Αλλά, άλλο είναι «καταθλιπτικού τύπου συμπτώματα» και άλλο «κατάθλιψη». Σύμφωνα, όμως, με ένα νομοσχέδιο που έχει κατατεθεί για έγκριση στο Ιλλινόϊς (και το οποίο έχει ήδη κατατεθεί, ή υιοθετηθεί και σε άλλες πολιτείες των ΕΠΑ), θα απαιτείται από τους επαγγελματίες της υγείας να αξιολογούν τις γυναίκες για συναισθηματικές διαταραχές, τουλάχιστον τέσσερις φορές: μια στο προγεννητικό στάδιο (στο πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης), μια δεύτερη πριν πάρουν εξιτήριο από την κλινική που γέννησαν, μια τρίτη στην αρχική φάση της επιλόχειας περιόδου και τουλάχιστον μια τέταρτη σε κάθε μεταγεννητικό έλεγχο μέχρι τα πρώτα γενέθλια του παιδιού. «Κάθε γυναίκα που σκέπτεται να μείνει έγκυος, είναι έγκυος, ή απέκτησε παιδί πριν ένα χρόνο, μπορεί να πάθει κατάθλιψη ή άλλες συναισθηματικές διαταραχές», προειδοποιεί το Advocate Good Samaritan Hospital, στο Downers Grove του Ιλλινόϊς, που ήδη επιβάλει αυτό τον έλεγχο και τη χορήγηση αντικαταθλιπτικών. Ετσι, η νέα εν δυνάμει βάση καταναλωτών των SSRI s (μ΄ όλες τις επικίνδυνες επιπτώσεις που μπορεί να έχουν, πχ, για την εγκυμοσύνη και το έμβυο) δεν περιορίζεται στην περίπτωση της «επιλόχειας κατάθλιψης», αλλά διευρύνεται για να περιλάβει τις συναισθηματικές διαταραχές (14).

 

Για τις φαρμακοβιομηχανίες, η προώθηση της επαναταξινόμησης στο νοσολογικό σύστημα του DSM III (και εν συνεχεία του DSM IV) μιας σειράς καταστάσεων ως  ειδικών νόσων (special diseases), είχε μια κρίσιμη σημασία. Οι φαρμακευτικές βιομηχανίες μπορούν να παίρνουν έγκριση και να προωθούν στην αγορά προϊόντα που θεωρείται ότι θεραπεύουν συγκεκριμένες νοσολογικές οντότητες. Για να μπορέσουν να πουλήσουν οι φαρμακοβιομηχανίες πρέπει τα γενικά ανθρώπινα προβλήματα να επαναδιατυπωθούν ως νόσοι που μπορούν να γίνουν αντικείμενο φαρμακευτικής θεραπείας. Παράδειγμα: με την τεράστια διαφήμιση, από τον Τύπο και την Τηλεόραση, τρία από τα επτά πιο συνταγογραφούμενα φάρμακα κάθε είδους ήταν (στις ΕΠΑ, στις αρχές του 21ου αιώνα) από αυτά που ανεβάζουν τη διάθεση (15). Ψυχίατροι και άλλες ομάδες συμμετέχουν στη διάδοση της κουλτούρας που ωθεί στη χρήση των ψυχοφαρμάκων για την αντιμετώπιση των καταστάσεων δυσφορίας.

 

Επιπλέον, οι φαρμακευτικές εταιρείες ενδιαφέρονται να δείχνουν ότι όχι μόνο τα γενικά ανθρώπινα προβλήματα είναι νόσοι, αλλά και ότι αυτές οι νόσοι είναι ευρέως διαδεδομένες στον πληθυσμό. Για παράδειγμα, διάφορες. έρευνες δείχνουν ότι 19 εκατ. αμερικανοί έχουν γενικευμένη αγχώδη διαταραχή, 19 εκατ. πάσχουν από κοινωνική φοβία και πάνω από 19 εκατ. πάσχουν από μείζονα κατάθλιψη (16). Εξαιτίας του γεγονότος ότι χρησιμοποιούν την ίδια (τη βασισμένη στα συμπτώματα) λογική που διέπει το DSM, οι έρευνες  περιλαμβάνουν στους ορισμούς τους για τις ψυχικές διαταραχές, εκτός από αυτούς που υποφέρουν από εσωτερικού χαρακτήρα ψυχολογικές δυσλειτουργίες και. άτομα των οποίων τα συμπτώματα πηγάζουν από μια ποικιλία στρεσογόνων κοινωνικών καταστάσεων, ή ελεύθερα επιλεγμένων συμπεριφορών. Η σύγχυση της δυσφορίας με την ψυχική διαταραχή είναι ένα συχνό και καθόλου αθώο πρόβλημα στις επιδημιολογικές μελέτες στην κοινότητα. H επακόλουθη υψηλή επικράτηση των ψυχικών διαταραχών είναι, ακριβώς, το ζητούμενο για τις πωλήσεις των φαρμακοβιομηχανιών (17).

 

Η αναπαραγωγή καταστάσεων κατάθλιψης, κατάχρησης αλκοόλ, διατροφικών διαταραχών, κρίσεων πανικού κλπ από τα ΜΜΕ (έντυπα και ηλεκτρονικά), τις θέτει στη διάθεση του «κοινού» με τρόπο που μπορεί ν΄ αποτελέσουν το υλικό στη βάση του οποίου, άνθρωποι υπό ψυχοπιεστικές κοινωνικές και διαπροσωπικές συνθήκες, να μορφοποιούν και να συμμορφώνουν τα συμπτώματά τους προς τις νοσολογικές καταστάσεις για τις οποίες διαβάζουν και τις οποίες βλέπουν. Σε τελευταία ανάλυση, το ταξινομικό σύστημα της «διαγνωστικής ψυχιατρικής» μπορεί να δημιουργήσει τις καταστάσεις που ισχυρίζεται ότι αναπαριστά, υποδεικνύοντας και τις κατάλληλες θεραπείες(18).

Σε κάθε περίπτωση και για να μην αφήνεται ποτέ τίποτα στην τύχη, οι φαρμακοβιομηχανίες έχουν φροντίσει να ελέγχουν τα ίδια τα επιστημονικά σώματα που αποφασίζουν για το DSM. Όπως έγινε γνωστό από μια έρευνα που είδε το φως της δημοσιότητας τον περασμένο Απρίλη (2006), οι αποφάσεις για τα περιεχόμενα του DSM γίνονται από ομάδες ψυχιάτρων, οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν οικονομικούς δεσμούς με τις φαρμακευτικές εταιρείες. Περίπου 170 εμπειρογνώμονες εργάσθηκαν για το DSM IV. Απ΄ αυτούς, οι μισοί χρηματοδοτήθηκαν για τις έρευνές τους από τις φαρμακευτικές εταιρείες, το 22% ήταν σύμβουλοι και το 15 % ομιλητές σε πάνελ. Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο αμερικάνικο ιατρικό περιοδικό «Ψυχοθεραπεία και Ψυχοσωματική» (19).

 

Η βιολογική εξήγηση των προβλημάτων, ιδιαίτερα των προσωπικών προβλημάτων, έχει αυτή την περίοδο πρωτοφανή πολιτιστική απήχηση στις δυτικές χώρες. Αντιλήψεις που ορίζουν την ψυχική αρρώστια ως προερχόμενη από μια χημική ανισορροπία, ή από νόσους του εγκεφάλου, είναι συμβατές προς ευρύτερα πνευματικά ρεύματα που δίνουν έμφαση στους βιολογικούς παράγοντες και υποβαθμίζουν το ρόλο των κοινωνικών συνθηκών στην εξήγηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Για πολλούς, η πίστη ότι υποφέρουν από μια χημική ανισορροπία που μπορεί να διορθωθεί με τη φαρμακοθεραπεία ορίζει το πρόβλημά του μ΄ ένα τρόπο που όχι μόνο τους απαλλάσσει από κάθε ευθύνη ή μομφή, αλλά τους προσφέρει και την ελπίδα για γρήγορη ανάρρωση.

 

Είναι σαφές ότι στη συγκρότηση των διαφόρων μορφών «προσωπικής δυσφορίας» υπό κοινωνικές ψυχοπιεστικές συνθήκες, σε «διακριτές νόσους» του διαγνωστικού συστήματος υπάρχει μια διαδικασία κοινωνικής κατασκευής (20). Για να μπορούμε να χαρακτηρίσουμε μια ανθρώπινη κατάσταση ως καθαυτό (έγκυρη - valid) ψυχική διαταραχή πρέπει να υπάρχει κάποιο πρόβλημα στη λειτουργία ενός ψυχολογικού μηχανισμού και αυτή η δυσλειτουργία να ορίζεται ως  κοινωνικά ακατάλληλη. Αυτός ο ορισμός διακρίνει την καθαυτό ψυχική διαταραχή από τις λεγόμενες φυσιολογικές αντιδράσεις σε στρεσογόνες κοινωνικές συνθήκες (όσο και από τις καταστάσεις κοινωνικής παρέκλισης, που αποτελούν ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο που ξεφεύγει από τους σκοπούς του παρόντος)(21). Οι τρέχουσες ταξινομήσεις των ψυχικών ασθενειών συμπεριλαμβάνουν τις δυσφορικές καταστάσεις, που είναι οι κατάλληλες αντιδράσεις σε στρεσογόνες συνθήκες. Αυτές οι καταστάσεις δεν είναι ψυχικές διαταραχές, στο βαθμό που παρέρχονται όταν οι συνθήκες, που οδήγησαν στην εμφάνισή τους, εξαφανίζονται.

 

Η αντίδραση στο στρες συνίσταται σε γενικές, μη ειδικές εκδηλώσεις που

περιλαμβάνουν καταθλιπτικά, αγχώδη και ψυχοφυσιολογικά συμπτώματα. Ψυχολογικά συμπτώματα όπως έλλειψη ενδιαφέροντος, απελπισία, κατάθλιψη, άγχος, συνοδεύονται, συνήθως, από κούραση, αδυναμία, μειωμένη κινητική δραστηριότητα, διαταραχή του ύπνου και της όρεξης. Η αντίδραση στο στρες συνοδεύεται συχνά από άγχος, φόβο, διατροφικά προβλήματα.

 

Αυτά τα συμπτώματα επικαλύπτονται με αυτά ορισμένων διαγνωστικών  κατηγοριών (και έτσι συσχετίζονται σε υψηλό βαθμό με άλλους δείκτες κατάθλιψης, άγχους και αυτοεκτίμησης). Οι κλίμακες που μετρούν ευρέα και μη ειδικά συμπτώματα της δυσφορίας παρέχουν το πιο κατάλληλο μέτρο των ψυχολογικών συνεπειών του κοινωνικού στρες (22).

 

Μια πιθανή συνέπεια των εκτατικών ορισμών των ψυχικών διαταραχών στη συγκρότηση της δημόσιας πολιτικής για την υγεία είναι η ενίσχυση των τάσεων που υπάρχουν να προσανατολίζεται η προσφορά θεραπευτικών  υπηρεσιών σε ανθρώπους που αντιμετωπίζουν «καθημερινά προβλήματα της ζωής» και όχι σ΄ αυτούς που έχουν «καθαυτό ψυχικές διαταραχές».(αυτό φαίνεται και από τους χρήστες των ψυχοθεραπευτικών υπηρεσιών στις ΕΠΑ, ιδιαίτερα αυτούς που έκαναν περισσότερες από 20 επισκέψεις μέσα σ΄ ένα χρόνο και οι οποίοι ήταν άτομα με γενικά καλή υγεία, δεν ανέφεραν σημαντικά ψυχιατρικά προβλήματα και δεν είχαν μείζονες λειτουργικές βλάβες) (23).

 

Το συμπέρασμα είναι ότι για την πλειοψηφία των ανθρώπων που προσέρχονται με συμπτώματα ψυχικής δυσφορίας λόγω στρεσογόνων συνθηκών ζωής, η καλλίτερη αντιμετώπιση είναι η κοινωνική και πολιτική κινητοποίηση για την αλλαγή αυτών των συνθηκών και η ανάληψη της ευθύνης του εαυτού και όχι η ιατρικοποίηση και ψυχολογικοποίηση της δυσφορίας και η καταφυγή στο «χάπι της ευτυχίας».

 

Αυτό που χρειάζεται ανάπτυξη είναι οι υπηρεσίες που απευθύνονται σ΄ αυτούς

που έχουν «καθαυτό ψυχικές διαταραχές», η απάντηση στις οποίες απαιτεί την αντιμετώπιση προβλημάτων όπως η στέγη, το προσωπικό εισόδημα, η εργασία, η στήριξη στην καθημερινότητα και στη διάρκεια των κρίσεων – τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό, αν όχι περισσότερο, από τα φάρμακα (24).

 

Αντίθετα, πολιτικές που σκοπό έχουν την αντιμετώπιση της φτώχειας, της οικονομικής ανασφάλειας, της κοινωνικής απομόνωσης, του ρατσισμού όλων των ειδών, της ανεργίας και των συνθηκών εργασίας, της ανατροφής και της εκπαίδευσης των παιδιών, ή της μέριμνας για τους ηλικιωμένους, μπορεί να κάνουν πολύ περισσότερα για την αντιμετώπιση «δυσφορικών» καταστάσεων μπροστά σε κοινωνικά και διαπροσωπικά προβλήματα» από την αναζήτηση ψυχιατρικής/ψυχολογικής θεραπείας.

 

Μιλάμε, φυσικά, για μια άλλη, ριζοσπαστικά διαφορετική κοινωνική και πολιτική κατεύθυνση σε όλα τα επίπεδα. Μόνο σ΄ αυτή την κατεύθυνση είναι δυνατό να φανταστεί κανείς την αναστροφή του κλίματος και των πρακτικών στο χώρο των επαγγελμάτων ψυχικής υγείας, σε κατεύθυνση αντίθετη με αυτή της ιατρικοποίησης και της ψυχολογικοποίησης του ψυχικού πόνου, ενεργού αντίστασης, ιδιαίτερα των ψυχιάτρων, στη μετατροπή τους σε εκούσιους διαμεσολαβητές των προϊόντων των φαρμακευτικών εταιρειών σ΄ αυτούς που καταφεύγουν στη βοήθειά τους και ανάκτησης του θεραπευτικού χαρακτήρα της σχέσης τους μαζί τους.

 

 

 

Θ.Μεγαλοοικονόμου

 

 

 

 ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

* Σύμφωνα με μιαν ανθρωπολογική οπτική, η αρρώστια (illness) αναφέρεται στην αντίληψη, στην εμπειρία και στην έκφραση του ασθενή, καθώς και στους τόπους αντιμετώπισης των συμπτωμάτων, ενώ η νόσος (disease) στον τρόπο που οι ειδικοί αναδιαμορφώνουν την αρρώστια στη βάση των δικών τους θεωρητικών  μοντέλων για την παθολογία. (βλ. Arthur Kleinman “Rethinking Psychiatry”. Free Press, 1988.


 

Βιβλιογραφικές αναφορές

 

1.      Allan V. Horwitz : “Creating Mental Illness”. The University of Chicago Press, 2002.

2.      Furio Di Paola : L’ istituzione del male mentale”. Manifesto Libri, 2000.

3.      οππ.

4.      Allan V. Horwitz, οππ.

5.      Furio Di Paola, οππ.

6.      Allan V. Horwitz, οππ.

7.      οππ.

8.      οππ.

9.      Μισέλ Φουκώ : «Η Ιστορία της σεξουαλικότητας. 1. Η δίψα της γνώσης». Ελληνική μετάφραση, εκδ. Ράππα, 1978.

10. Allan V. Horwitz, οππ.

11. Eduard Shorter : “A History of Psychiatry”. Ed. John Wiley and Sons, Inc, 1997.

12. οππ.

13. Θ. Μεγαλοοικονόμου : «Τα σύνδρομο κοπώσεως στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας», «Τετράδια Ψυχιατρικής» 1998.

14. Evelyn Pringle : “Drug Makers Want Women of Childbearing Years”. 4 Απρίλη 2007, ΟpEdNews.com La Leva Di Archimede (ENG). www.laleva.org

15. Allan Horwitz, οππ.

16. οππ.

17. οππ.

18. οππ

19. Rob Waters : «Psychiatric manual linked to drug makers”. 20 Απρίλη 2006, Salt Lake Tribune. La Leva Di Archimede, οππ..

20. Allan V. Horwitz, οππ.

21. οππ.

22. οππ.

23. οππ.

24. οππ.


Magazine - Other articles

Νέα του Blog

Το αδύνατο που έγινε δυνατό

20.02.2017 | Slider
Εμφανίσεις: 4097