Homo sum, humani nihil a me alienum puto
(Είμαι άνθρωπος. Δε θεωρώ σε μένα ξένο τίποτα το ανθρώπινο,
Terenzio, Heautontimorumenos, v. 77)
«Το μάτι έγινε ανθρώπινο μάτι, μόλις το αντικείμενό του έγινε ένα κοινωνικό, ανθρώπινο αντικείμενο, φτιαγμένο από τον άνθρωπο και για τον άνθρωπο», μάς λέειο Μαρξ στα οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα του 1844.
Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε πως το ίδιο επακριβώς ισχύει για τον εγκέφαλο και για όλες τις αισθήσεις του, η μόρφωση των οποίων είναι «έργο όλης της ιστορίας της ανθρωπότητας μέχρι σήμερα». (idem)
Ο άνθρωπος, συνεπώς, δεν είναι μια ενσωμάτωση σε μια κάποια κοινωνική διάσταση, η σχέση του με την κοινωνία δεν είναι μια απλή εξωτερική σχέση. Ο άνθρωπος είναι η κοινωνική ύπαρξη.
Η βιολογική φύση του ανθρώπου και η ανθρώπινη συνειδητή σκέψη είναι αδύνατον να κατανοηθούν επιστημονικά αποσπασμένες από το ειδικό φυσικό περιβάλλον τους. Αυτό το περιβάλλον είναι η ολότητα των κοινωνικών σχέσεων.
Η συνείδηση, αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή ανθρώπινου ψυχισμού που συνίσταται στην ιδεατή, ψυχική αντανάκλαση της αντικειμενικής πραγματικότητας, η προέλευση της οποίας δε δύναται να εντοπιστεί στις νευρικές συνάψεις του εγκεφάλου αλλά στην ιστορική γενετήσια πράξη της ανθρώπινης κοινωνίας.
Ο ανθρώπινος ψυχισμός δεν είναι έμφυτος και ούτε η βιολογία του Homo Sapiens μάς χαρίστηκε από τη «θεά» Φύση ή μέσω μιας φυσικής επιλογής που με το αόρατο χέρι της επιλέγει τους καταλληλότερους που προσαρμόζονται σε ένα αφηρημένο και αμετακίνητο φυσικό περιβάλλον.
Κάθε πράξη παραγωγής διαμεσολαβείται από μια πράξη κατανάλωσης και κάθε πράξη κατανάλωσης διαμεσολαβείται από μια πράξη παραγωγής.
Τα ζώα, λόγου χάρη, παράγουν διαμέσου της πρακτικής τους δραστηριότητας προς μια κατεύθυνση και μονάχα υπό το βάρος της φυσικής αναγκαιότητας για την άμεση, βιολογική επιβίωση. Η πρακτική δραστηριότητα των ζώων παράγει το ειδολογικό περιβάλλον της επιβίωσής τους, το ειδικό φυσικό τους περιβάλλον αλλά πάντα αυτή η παραγωγική δραστηριότητα διαμεσολαβείται από την κατανάλωση των «έτοιμων» προϊόντων της φύσης. Έτσι όμως, ουσιαστικά, η μόνη παραγωγή των ζώων είναι η αναπαραγωγή της άμεσης βιολογικής ανάγκης και του είδους που τους υπαγορεύεται από τη βουβότητα του γενετικού ενστίκτου.
Κάθε μικρό ζώο από τη στιγμή που αναπτύσσει την αυτόνομη δραστηριότητά του πρέπει να δημιουργήσει ξανά και από την αρχή, μόνο του ή μέσα στις αγέλες, όλη την προγενέστερη επιγενετική γνώση και εμπειρία του είδους του. Γνώση και εμπειρία που με το θάνατο του ζώου χάνεται και δε γίνεται γνώση του είδους αφού δεν ενσωματώνεται στο βιολογικά κληρονομούμενο ένστικτο. Η μόνη καθολική γνώση που μένει πάντα είναι εκείνη που υπαγορεύεται από το ένστικτο για την ικανοποίηση της άμεσης βιολογικής αναγκαιότητας.
Η βιολογία, η φυσιολογία και ο ψυχισμός των ζώων αντανακλά την παραγωγική τους δραστηριότητα η οποία, σε τελική ανάλυση, ταυτίζεται γενικά με την κατανάλωση των έτοιμων προϊόντων της φύσης και ειδικότερα με την αναπαραγωγή της βιολογικής ανάγκης και του είδους τους που υπακούν στους σιδερένιους νόμους του βιολογικού ενστίκτου.
Ο άνθρωπος, σε πλήρη αντίθεση με τα υπόλοιπα ζώα και θηλαστικά, διαμέσου της δραστηριότητάς του, παράγει καθολικά και προς όλες τις κατευθύνσεις μονάχα όταν αυτή η δραστηριότητα δεν εξαρτάται από την ικανοποίηση των άμεσων βιολογικών του αναγκών και τούτο προϋποθέτει όχι την κατανάλωση των έτοιμων προϊόντων της Φύσης αλλά το μετασχηματισμό της.
Η παραγωγή του πρώτου υλικού αντικειμένου κατασκευασμένο από την πρακτική δραστηριότητα του πρωτόγονου ανθρώπου που ικανοποιεί την άμεση βιολογική αναγκαιότητα αποτελεί συνάμα και την πρώτη πράξη της Ιστορίας και αναγκαία προϋποθέτει την πρωτόγονη κομμουνιστική κοινωνία.
Αυτό φυσικά δε σημαίνει πως ο «άνθρωπος» ξύπνησε ως αυστραλοπίθηκος και κοιμήθηκε ως «σοφός άνθρωπος». Η βιολογική φύση αναπτύσσεται στην υλική ενότητά της με τις κοινωνικές σχέσεις αλλά η ενότητα προϋποθέτει τη διαφορά: ο πρωτόγονος κοινωνικός άνθρωπος αλλάζοντας και μετασχηματίζοντας την εξωτερική φύση, αλλάζει την εσωτερική του φύση, μετασχηματίζει την ανατομία, τη φυσιολογία και τη βιολογία του.
Η πρακτική δραστηριότητα του παραγωγικού μετασχηματισμού της Φύσης δεν παράγει μονάχα το υλικό αντικείμενο που ικανοποιεί μια συγκεκριμένη ανάγκη αλλά και τον ίδιο τον παραγωγό. Η ικανοποίηση της ανάγκης, η κατανάλωση του πραγματικού αντικειμένου της, παράγει μια νέα ανάγκη μετασχηματίζοντας την προηγούμενη (π.χ. άμεσα βιολογική) σε υποταγμένη στιγμή της ως διαλεκτικά ανηρμένη ανάγκη. Η βιολογία γίνεται κοινωνία.
Η ανθρώπινη συνείδηση και νόηση είναι αμέσως ιστορικό και κοινωνικό προϊόν και αποτέλεσμα της υλικής ενότητας και πάλης του ανθρώπου με τη Φύση, της ενότητας και πάλης του ανθρώπου με τις κοινωνικές του σχέσεις οι οποίες καθορίζονται από τις ιστορικές παραγωγικές σχέσεις των ανθρώπων μέσα από τις οποίες η Φύση μετασχηματίζεται και γίνεται Φύση για τον άνθρωπο, μέσα από τις οποίες ο άνθρωπος δημιουργεί την ανθρώπινη ύπαρξή του ανθρωποποιώντας τη βιολογία του, μεταβάλλοντάς την. Ανθρωποποίηση που προκύπτει από την πράξη κοινωνικοποίησης του βιολογικού του σώματος.
Η ενότητα της Φύσης και της κοινωνίας συνίσταται στην υλικότητά τους αλλά ενότητα σημαίνει και διαφορά αφού η Φύση μέσω της συνειδητής σκοποθετούσας δραστηριότητας του ανθρώπου μετασχηματίζεται και υποτάσσεται στις κοινωνικές του ανάγκες, η ίδια η κοινωνία είναι η ιστορικά μετασχηματιζόμενη Φύση. Οι άμεσες βιολογικές ανάγκες, μετατρέπονται σε κοινωνικές χωρίς φυσικά οι πρώτες να παύουν να υπάρχουν αφού διατηρούνται σε μετασχηματισμένες ανάγκες, σε διαλεκτικά υποταγμένες στιγμές της αντιφατικής ανάπτυξης του ανθρώπου.
Δεν είναι λοιπόν ο αφηρημένος, εξωιστορικός βιολογικός εγκέφαλος που σαν computer «σκέφτεται και συνειδητοποιεί». Η πρακτική, ανθρώπινη δραστηριότητα, δεν υπάρχει εν κενώ μέσα σε έναν αφηρημένο και αυτοαναφορικό αντικειμενικό κόσμο, ούτε ο κόσμος των αντικειμένων είναι ο κόσμος της «καθαρής» συνείδησης.
Η ανθρώπινη συνείδηση δε βρίσκεται απλώς σε υλική ενότητα με τη δραστηριότητα του υποκειμένου αλλά είναι και το ιδεατό προϊόν της που αντανακλά τον αντικειμενικό κόσμο μέσα στον ιστορικά κοινωνικοποιημένο βιολογικό εγκέφαλο. Η δραστηριότητα σφυρηλατεί τη συνείδηση και αυτή, με τη σειρά της, την καθορίζει και την επηρεάζει.
Οι έμφυτες βιολογικές ικανότητες του ανθρώπου μπορούν να υπάρξουν πραγματικά ως ικανότητες μονάχα αφομοιώνοντας τον κοινωνικό αντικειμενικό πλούτο. Η αφομοίωση του κοινωνικού πλούτου είναι όμως, ταυτόχρονα, η διαμεσολάβηση της πράξης δημιουργίας του.
Το ξεχωριστό άτομο, συνεπώς, γεννιέται ως ιδιαίτερη συμπύκνωση των κοινωνικών του σχέσεων στο βαθμό που τις υπερβαίνει διαλεκτικά για να επιβεβαιώσει την ανθρώπινη ζωή του.
Με άλλα λόγια, το ξεχωριστό άτομο είναι ένας ατομικός, προσωπικός τρόπος εκδήλωσης του καθολικού ανθρώπινου είδους και το καθολικό ανθρώπινο είδος δε μπορεί να είναι άλλο παρά ο καθολικός τρόπος εκδήλωσης του ξεχωριστού ατόμου.
Ένα παιδί όταν γεννιέται, γεννιέται χωρίς συνείδηση και χωρίς ψυχισμό. Γεννιέται ως φυσικό και βιολογικό άτομο και η ιστορία του μέχρις αυτού του σημείου είναι η ιστορία της βιολογίας και της φυσιολογίας του, ακριβώς όπως συμβαίνει καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής των ζώων παρόλη την εξαιρετικά διαφορετική βιολογική και φυσιολογική ποιότητα μεταξύ ζώου και νεογέννητου παιδιού.
Μονάχα και καθόσον η ιστορία του παιδιού γίνεται κοινωνική ιστορία το παιδί θα αναπτύξει συνείδηση και ψυχισμό, διότι μόνον τότε θα έχει παραγάγει μέσα στο κεφάλι του το είδος της συνείδησής του και το υποκειμενικό είδος του ψυχισμού του και σε ενότητα με αυτά ανθρωποποιεί τη βιολογία και τη φυσιολογία του.
Παρατηρούμε λοιπόν πως το οντογενετικό προτσές της ανθρώπινης ολότητας φέρει εντός του σε μετασχηματισμένη μορφή, όλη τη φυλογενετική ιστορία του ανθρώπινου είδους μέχρι σήμερα.
Αυτό το παιδί γίνεται ενήλικος και καταναλώνει ένα χάπι LSD. Από αυτή την πράξη συνεπάγεται πως είναι αρκετά πιθανό να αναπτύξει κάποιο ψυχωτικό σύνδρομο με ψευδαισθήσεις ή και με παραληρήματα. Θα αναπτύξει δηλαδή μια ψυχική διαταραχή και αυτό επειδή οι ενεργοί μεταβολίτες του χαπιού θα παρεμβληθούν σε κάποιες από τις λειτουργίες των νευρώνων του εγκεφάλου και σε αρκετές άλλες φυσικά στο υπόλοιπο σώμα του ενηλίκου. Αυτή η συγκεκριμένη διαπίστωση που είναι μια επιστημονική εμπειρική αλήθεια, είναι πάντα μια διαπίστωση αληθινή.
Αλλά αν θεωρούμε ή, ακόμα χειρότερα, θεωρητικοποιούμε πως η Κατάθλιψη ή ο Αλκοολισμός ή η Νευρική Ανορεξία ή ακόμα και αυτή η ίδια πρωταρχική πράξη του ενηλίκου να καταναλώσει το χάπι LSD, αποτελούν οργανικές ασθένειες του εγκεφάλου του, ένα «πράγμα καθ’ εαυτό», τότε θα πρέπει να μάς γεννάται αυτόματα και το ερώτημα: Για ποιόν ανθρώπινο εγκέφαλο κάνουμε λόγο; Για εκείνον τον «καθαρό» βιολογικό ή για εκείνον που είναι «μολυσμένος», που διαμεσολαβείται από τις κοινωνικές σχέσεις;
Ο πρώτος, σαν τέτοιος, δεν έχει υπάρξει ποτέ και οι κοινωνικές σχέσεις στον καπιταλισμό είναι, πραγματικά, σχέσεις χιμαιρικές.
Η κοινωνική παθογένεια ως πραγματική συνθήκη νοσηρότητας
Με την ουσιαστική υπαγωγή της εργασίας στο Κεφάλαιο, διανοίγεται και ο δρόμος για την πολιτική της βιοεξουσίας η οποία και εγκαθιδρύεται σταδιακά, στο πλάι της πολιτικής εξουσίας, μετά τη μεγάλη βιομηχανική επανάσταση.
Μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, η βιοεξουσία, ως παράγωγη των οικονομικών νόμων της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου που φτάνει και ως το σήμερα, μετατρέπεται στην πλέον «τριχοειδή» εξουσία και με τις νεώτερες τεχνικές αποκλεισμού και ελέγχου (που δεν είναι φανταστική αλλά ζώσα πραγματικότητα να τις συγκρίνουμε με το « Πανόπτικον» του Jeremy Bentham εφαρμοσμένο σε ευρεία κλίμακα σε όλη την κοινωνία) παράγονται τεράστια κέρδη για το Κεφάλαιο και την αστική τάξη. Η ψυχιατρική επιστήμη -των βιολογιστικών, οργανιστικών καταβολών -είναι ένα από τα πολλά νόμιμα τέκνα της πολιτικής της βιοεξουσίας.
Αν εξετάσουμε, μ’ ένα σύντομο αλλά διεισδυτικό βλέμμα, τη σύγχρονη ψυχιατρική επιστήμη των βιολογιστικών καταβολών θα διαπιστώσουμε το «υπαρξιακό» της άγχος να καθιερωθεί σαν ομοούσια επιστήμη με την επιστήμη της κλασικής οργανικής ιατρικής και γενικότερα με τις υπόλοιπες φυσικές επιστήμες.
Στην οργανική ιατρική, η έννοια της ασθένειας και της αρρώστιας, εμπεριέχει μια αντικειμενική συνθήκη νοσηρότητας, δηλαδή μια πραγματική αντιφατική συνθήκη ιστορικής ανάπτυξης της νόσου που μπορεί να αφαιρεθεί και να αντικειμενοποιηθεί νοητικά, κάνοντας επιστημονικές εννοιολογικές αφαιρέσεις, χρησιμοποιώντας τα μεθοδολογικά εργαλεία που είναι διαθέσιμα ιστορικά. Με αυτό τον τρόπο η ασθένεια μελετάται και κατανοείται στις πολύπλευρες και ουσιώδεις σχέσεις αλληλεπίδρασης και αλληλοδιείσδυσης των βιολογικών και κοινωνικών νομοτελειών της, αναδεικνύοντας εμπράκτως την ερμηνευτική και θεραπευτική αδυναμία του τυπικού μεταφυσικού σχήματος (σημαίνον -σημαινόμενο) που προϋποθέτει μια αρχική αιτία και ένα τελικό αποτέλεσμα και τη μεταξύ τους γραμμική σχέση.
Η ιατρική διάγνωση, προϋποθέτει τη διαλεκτική σχέση μεταξύ γιατρού και ασθενή: ο γιατρός ακούει τον ασθενή που του διηγείται τα συμπτώματα. Τα συμπτώματα συνιστούν το αισθητηριακά συγκεκριμένο, το ειδικό. Η ιατρική σκέψη, ξεκινώντας από το συγκεκριμένο, προσπαθεί να το γενικοποιήσει, να αντικειμενοποιήσει τις εξωτερικές και απλούστερες σχέσεις του (πρώτη άρνηση, Διάνοια) σε μια αντικειμενική σημειολογία στο σώμα του ασθενή προβαίνοντας σε σύνθεση διαμέσου της ανάλυσης, του διαμελισμού και της απόσπασης της ενιαίας -μέσα στη διαφορά -αντιφατικής ανάπτυξης της νόσου εκλαμβάνοντας την ουσία της νόσου ως ενυπάρχουσα στα αποκομμένα και διαμελισμένα μέρη της. Εδώ, οι ιατρικές νοητικές αφαιρέσεις και έννοιες είναι στατικές, δεδομένες, έτοιμες, αμετάβλητες και ταυτίζουν (ανάγουν) την αντικειμενικότητα της νόσου με τα διαμελισμένα μέρη και τις αποσπασμένες πλευρές της (ή και με το μηχανικό τους άθροισμα), το ουσιώδες με το επουσιώδες, την αναγκαιότητα με το τυχαίο και ούτω καθεξής.
Η ιατρική σκέψη, κατά την επιστροφή της από το αφηρημένο στην «επιφάνεια», στο ειδικό και συγκεκριμένο σύμπτωμα, προβαίνει σε διάγνωση των εσωτερικών του συνδέσεων και συναφειών, το ανασυνθέτει νοητικά ως εσωτερική ενότητα των διάφορων πολλαπλών προσδιορισμών της αντικειμενικής (πραγματικής) συνθήκης νοσηρότητας, υπερβαίνοντας διαλεκτικά τα άμεσα δεδομένα της εμπειρικής εποπτείας. (Λόγος και Γνώση, άρνηση της άρνησης). Εδώ, η ανάλυση γίνεται μέσω της σύνθεσης και ο ιατρικός Λόγος "διευρύνει" την υφή των ίδιων των ιατρικών εννοιών προβαίνοντας στην απεικόνιση της εσωτερικής ενότητας της νόσου δια της διαφοράς, η υλική ενότητα της νόσου συνίσταται στην εσωτερική συνάφεια του διαφορετικού και η διαφορά της παρίσταται μέσω της ενότητας, δηλαδή διαμέσου της νοητικής σύλληψης της ενότητας των πολλαπλών προσδιορισμών της πραγματικής συνθήκης νοσηρότητας από και διαμέσου της νοητικής -και όχι απλά και μόνο αισθητηριακής -ανασύνθεσης των διαμελισμένων από τη Διάνοια πλευρών και μερών ως στιγμών της ενιαίας αναπτυξιακής διαδικασίας της νόσου που διαμεσολαβούνται και αλληλοπροσδιορίζονται αμοιβαία και διαλεκτικά.
Η ιατρική νόηση στο επίπεδο του διαλεκτικού Λόγου είναι το ίδιο το μεταβαλλόμενο, το αναπτυσσόμενο περιεχόμενο της ουσίας της νόσου που μορφοποιείται στο Λόγο. Η ιατρική νόηση, ως Λόγος, αρνείται διαλεκτικά τη Διάνοια και στοχεύει στην Πράξη και στη θεραπεία.
Η ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη των τελευταίων δεκαετιών κάνει εφικτή την εργαστηριακή και εργαλειακή διάγνωση (ραδιογραφία, υπέρηχος, αξονική και μαγνητική τομογραφία, PET, SPECT…) που επιτρέπουν στο γιατρό να προβεί σε διάγνωση ασθένειας, δηλαδή να διαγνωστεί μια αντικειμενική συνθήκη νοσηρότητας, ανεξάρτητα, ως ένα βαθμό, από την παρουσία του υποκειμενικού συμπτώματος.
Στην περίπτωση της ψυχιατρικής, το σύμπτωμα, που είναι αυτό που λέει ο «ασθενής» για τον εαυτό του και για τον κόσμο και αυτό που λένε οι συγγενείς, οι φίλοι και οι γονείς του για αυτόν τον ίδιο, γίνεται αμέσως αντικειμενική σημειολογία, δηλαδή γίνεται άμεσα διάγνωση οργανικής ασθένειας του εγκεφάλου.
Η ψυχιατρική σκέψη, εγκλωβισμένη στην προδιαλεκτική βαθμίδα της γνώσης, στην
προσπάθειά της να ορίσει την αντικειμενική συνθήκη νοσηρότητας, διαπράττει και το «προπατορικό της αμάρτημα»: το πάσχων και υποφέρων υποκείμενο που καλείται να το κατανοήσει και να το ερμηνεύσει, απογυμνώνεται από την αντιφατική του υποκειμενικότητα και ανάγεται σε παθητικό αντικείμενο που προσεγγίζεται ποσοτικά και εφόσον «τεμαχίζεται» πάνω στο τραπέζι της αυτοψίας των κλινικών κατηγοριών και υποκατηγοριών.
Αυτή η αφαίρεση που αφαιρεί το άτομο από την ολότητα των κοινωνικών του σχέσεων αφαιρεί, ταυτοχρόνως, τον ανθρώπινο ψυχισμό από το οντολογικό του θεμέλιο καταλήγοντας σε μια αφαίρεση απριοριστική και στο βάλτο του βιολογικού αναγωγισμού, θεωρώντας τον ψυχισμό ενυπάρχων ή αναδυόμενο στον «καθεαυτό» βιολογικό εγκέφαλο. Μια τέτοια αφαίρεση, στη θέση του πραγματικού ατόμου, επινοεί το αφηρημένο άτομο, το μεταφυσικό άτομο που υπάρχει μονάχα στην ανθηρή ψυχιατρική φαντασία και σύμφωνα με την οποία, η ψυχική διαταραχή είναι ένα εσωτερικό γνώρισμα του πάσχοντος υποκειμένου, μια ιδιωτική και προσωπική του συνθήκη που χρίζει διαχείρισης, δηλαδή μια οργανική ασθένεια του εγκεφάλου του, όπου η σχέση του υποκειμένου με την κοινωνία είναι μια απλή εξωτερική σχέση.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθεί πως η ψυχιατρική είχε ήδη μετουσιώσει σε
σύλληψη και διαγνωστική πρακτική, από την εποχή του «Ληναίου της ψυχιατρικής», Emil Kraepelin, το νεο-θετικιστικό δόγμα «Evidence Based Medicine» -Ιατρική του «καθαρού γεγονότος» -το οποίο απονεκρώνει και την παραμικρή διαλεκτική σύλληψη της ασθένειας και την αντίστοιχη διαλεκτική μέθοδο διάγνωσής της, όπως αυτές συνοπτικά περιγράφτηκαν παραπάνω, αφού απολυτοποιεί την κίνηση της σκέψης από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο νοητά αφηρημένο (Διάνοια) με αποτέλεσμα η αντικειμενικότητα της νόσου ως νοητά συγκεκριμένη να ανάγεται στις ταξινομήσεις των συμπτωμάτων και στην εξωτερική ομοιότητα ουσιαστικά αποκομμένων και διαμελισμένων αντικειμενικών σημειολογιών (ή και στο μηχανικό άθροισμά τους).
Οι ψυχικές διαταραχές έχουν μια υλική προέλευση, δηλαδή μια προέλευση πραγματική, που δεν κατάγεται όμως μέσα «στο κεφάλι» εκείνου που υποφέρει. Ο άνθρωπος που υποφέρει ψυχικά και που μάλιστα μπορεί να υποφέρει ανυπερθέτως τραγικά, είναι η έκφραση μιας κοινωνικής αντίφασης. Η ψυχική διαταραχή είναι μια ανθρώπινη συνθήκη που εσωτερικοποίησε και εσωτερικοποιεί κοινωνικές αντιφάσεις και που τις κάνει δικές της, εσωτερικές και υποκειμενικές αντιφάσεις. Αντιφάσεις, που φυσικά διαμεσολαβούνται από το βιολογικό υπόστρωμα του υποκειμένου. Το Είναι, συνεπώς, καθορίζει τη συνείδηση.
Ο χυδαίος υλισμός, τυπικός της αστικής κοινωνίας που ανασυνθέτει το Όλον προσθέτοντας μηχανιστικά τα Επιμέρους διαμελισμένα τμήματά του, αποτραβά το
βλέμμα του από την κοινωνία και θεωρητικοποιεί τον μεταφυσικό άνθρωπο που πάσχει ψυχικά εξαιτίας μιας νευροενδοκρινολογικής ή και νευροδιαβιβαστικής διαταραχής και εσχάτως προστέθηκε και μια ενδοκυτταρική διαταραχή των νευρώνων στη διάδοση κάποιων χημικών μηνυμάτων.
Οι ενδεχόμενες και απειράριθμες συνέπειες της ψυχικής διαταραχής ταυτοποιούνται με τις αιτίες, η συνείδηση καθορίζει το Είναι, η αίσθηση εξομοιώνεται με το αισθανόμενο και ιδού πως αναγεννιέται «μαγικά» ο υποκειμενικός ιδεαλισμός πάνω στο έδαφος του χυδαίου υλισμού. Η (βιο)ψυχιατρική επιστήμη από τη γενετήσια πράξη της γίνεται ιδεολογία, αυθεντική σκοταδιστική δύναμη που μυστικοποιεί το πραγματικό της αντικείμενο και που μπορεί επάξια να σταθεί δίπλα στις υπόλοιπες παραποιητικές αστικές ιδεολογίες.
Η ιατρικοποίηση του ανθρώπινου υπαρξιακού αδιεξόδου και η ταύτιση του συναισθήματος της ευτυχίας ως εγγραφή μέσα στο νευρικό σύστημα του απομονωμένου «Ροβινσόνα» ανθρώπου αποτελεί ατόφια ιδεολογική κατασκευή που νομιμοποιεί με το κύρος του αστικού επιστημονισμού τις πραγματικές υλικές αντιφάσεις των καπιταλιστικών σχέσεων (ανα)παραγωγής της ανθρώπινης ζωής, όπου «τα πράγματα αποκτούν ιδιότητες προσώπων στο μέτρο που το πρόσωπο του ανθρώπου πραγμοποιείται». Ο αντικειμενοποιημένος άνθρωπος χωρίς αντικειμενική υποκειμενικότητα, ο άνθρωπος «πράγμα» τμήμα του εαυτού του, είναι ο «καθολικός, αφηρημένος και γενικός άνθρωπος» που συνιστά condicio sine qua non για την αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου – αναπαραγωγή που εξασφαλίζει την ταξικότητα των κοινωνιών και το homo homini lupus που τις χαρακτηρίζει -στις αλλοτριωμένες και αλλοτριωτικές κοινωνίες των μοντέρνων χρόνων της νεωτερικότητας και του ανορθόλογου ορθολογισμού της κοινωνικής σχέσης κεφάλαιο.
Παραφράζοντας τον Καρλ Μαρξ, μπορούμε να συνοψίσουμε με τη νουθέτηση πως, αυτό που πραγματικά χρειάζεται, δεν είναι να δημιουργήσουμε «μια σωστή επιστημονική συνείδηση» για το «υπάρχων γεγονός» των ψυχικών διαταραχών ως εκδηλώσεων της κακής λειτουργίας του βιολογικού σώματος του αφηρημένου ανθρώπου αλλά να ανατρέψουμε αυτό το «υπάρχων».
Σταύρος Κιολέογλου
Πηγές και προτεινόμενη βιβλιογραφία:
1. Per la critica dell’economia politica & introduzione del 1857 – K. Marx. Edizioni
“Lotta Comunista”, Italia
2. Manoscritti economico-filosofici del 1844 – K. Marx. Edizioni “Einaudi”, Italia.
3. L’utopia della realta – F. Basaglia. Edizioni “Einaudi”, Italia
4. Materialismo ed empiriocriticismo – V. I. Lenin. Edizioni “Lotta Comunista”, Italia
5. Sorvegliare e punire – M. Foucault. Edizioni “Einaudi”, Italia
6. Problemi dello sviluppo psichico – A. N. Leontyev. Edizioni “Riuniti”, Italia
.