Η ανακάλυψη των σύγχρονων ψυχοφαρμάκων, από την δεκαετία του 1950, θεωρήθηκε ως η μεγάλη επανάσταση στο θεραπευτικό οπλοστάσιο της ψυχιατρικής, επανάσταση που έδωσε απάντηση τόσο στον έλεγχο της συμπτωματολογίας σοβαρών ψυχικών διαταραχών, όσο και στην ανακούφιση από τα συνήθη, καθημερινά, συμπτώματα του άγχους και της κατάθλιψης, καθώς των λεγόμενων, «ελασσόνων» ψυχικών διαταραχών.
Σήμερα, ωστόσο, για κάθε καλοπροαίρετο γνώστη των πραγμάτων, οι θεραπευτικές προσδοκίες, που είχαν προκύψει από την πρώτη περίοδο της χρήσης τους, δεν φαίνεται να επαληθεύονται. Αντίθετα, όχι μόνο η θεραπευτική τους αποτελεσματικότητα φαίνεται ότι έχει φτάσει σ΄ ένα όριο, που η αθρόα παραγωγή ολοένα νέων ψυχοφαρμάκων δεν μπορεί να υπερβεί, αλλά έχει, επίσης, γίνει πιο φανερή η επιβλαβής λειτουργία τους, που ενίοτε υπερβαίνει και αυτή την «επιθυμητή δράση» τους.
Κάθε αναγνωρισμένο εγχειρίδιο ψυχοφαρμακολογίας εντάσσει τα ψυχοφάρμακα στην ιστορία των λεγόμενων «οργανικών θεραπειών», αυτών, δηλαδή, που απευθύνονται με φυσικά μέσα (μηχανικά ή χημικά) στην τροποποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αυτής που θεωρείται, σε μια δοσμένη εποχή και σύμφωνα με τα πρότυπα της κρατούσας «κανονικότητας» (που απορρέει από τις κυριαρχούσες αντιλήψεις μιας ορισμένης ταξικής κοινωνικής δομής), ως «μη φυσιολογική» ή «μη κανονική». Παρεκκλίνουσα ή παθολογική και / ή κοινωνικά ανεπιθύμητη.
Οι θεραπείες αυτές έχουν την καταγωγή τους στις μηχανικές και φυσικές μεθόδους, μέσω των οποίων, τους προηγούμενους αιώνες, έγινε προσπάθεια να «δαμαστεί» ( να υποταγεί) η τρέλα, η αιτία της οποίας εθεωρείτο ότι ενείχε μιαν ηθική διάσταση ( ο τρελός ως ενσάρκωση του «κακού», ή του δαίμονα). Ηταν η περίοδος που οι άνθρωποι ήταν φυλακισμένοι σε κλουβιά, καθηλωμένοι εφόρου ζωής με αλυσίδες, ή υφιστάμενοι κάθε είδους σωματικό βασανιστήριο στο όνομα της συμμόρφωσής τους με τον «ορθό» λόγο και την κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά.
Η θεραπευτική λογική, που αποσκοπεί στο να «δαμάσει» τον τρελό, τον παρεκκλίνοντα, δεν εξαφανίστηκε με τις «προόδους» που έγιναν τον 20ό αιώνα - που θεωρήθηκε ο αιώνας της βιολογικής επανάστασης στον τομέα της ψυχικής υγείας (παρόλο που, από τις αρχές του, έκαναν την παράλληλη εμφάνισή τους οι διάφορες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις). Δεν είναι τυχαία η συγκυρία (1), στον 20ό αιώνα, που ανέδειξε τις λεγόμενες βιολογικές θεραπείες : το ινσουλινικό κώμα του Sakel, το ηλεκτροσόκ, από τους Cerleti και BiniE. Moniz, στη Πορτογαλία του Σαλαζάρ. στην Ιταλία του Μουσολίνι (1938), η ψυχοχειρουργική του
Είναι γνωστό ότι η Ψυχιατρική δεν είναι μια ουδέτερη επιστήμη, που έχει, απλώς, ένα οπλοστάσιο θεραπευτικών μεθόδων για την αντιμετώπιση της ψυχικής αρρώστιας. Γεννημένη και συγκροτημένη στις αρχές του 19ου αιώνα και στην διάρκεια της ανόδου της Βιομηχανικής Επανάστασης, ενσωματώνει ένα σώμα επιστημονικών, νομοθετικών και διοικητικών μηχανισμών και κωδίκων σε ένα Θεσμό, που απευθύνεται στην αρρώστια, ως μιας ξεχωριστής οντότητας (κατά τα πρότυπα της σωματικής ιατρικής), τεχνητά αποχωρισμένης από το όλο της ανθρώπινης ύπαρξης και το κοινωνικό είναι του ανθρώπου.
Ο Καρλ Μαρξ, αναλύοντας στον 1ο τόμο του Κεφαλαίου, τα διάφορα τμήματα του εφεδρικού βιομηχανικού στρατού, αναφέρει με σαφήνεια εκείνο το κατώτερο τμήμα του, που «κατοικεί στην σφαίρα της εξαθλίωσης», που, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει «τους παραιτημένους και τους κουρελήδες και εκείνους που είναι ανίκανοι να εργασθούν, κυρίως άνθρωποι που υποκύπτουν στην ανικανότητά τους για προσαρμογή, λόγω του καταμερισμού της εργασίας. Οι άνθρωποι που έχουν περάσει την κανονική ηλικία του εργάτη, τα θύματα της βιομηχανίας ».
Η θεραπευτική επιδίωξη της Ψυχιατρικής συνυπάρχει σε μιαν αντιφατική ενότητα με την κοινωνική της αποστολή, που είναι, ακριβώς, η συμβολή στην διατήρηση της δημόσιας τάξης, στον έλεγχο, δηλαδή, των «επικίνδυνων τάξεων», όλων των φτωχών στρωμάτων της κοινωνίας, που ο Μαρξ αναφέρει κάτω από τον όρο του «παουπερισμού», ή, κατά την σύγχρονη ορολογία, αυτών που βρίσκονται, ή σπρώχνονται, στον χώρο του «κοινωνικού αποκλεισμού», αλλά και γενικότερα, όλων των καταπιεσμένων και εκμεταλλευόμενων στρωμάτων.
Το σύγχρονο φάρμακο αποτελεί ένα βασικό όπλο της Ψυχιατρικής, όχι μόνο στη λεγόμενη θεραπευτική της φαρέτρα, αλλά και ως εργαλείο στην απαίτηση, που της τίθεται από τις κυρίαρχες τάξεις και το Κράτος, να λειτουργήσει σαν μια τεχνική της βιοεξουσίας, ως μέρος, δηλαδή, εκείνων δηλαδή των μηχανισμών και των τεχνικών, που σκοπό έχουν να ελέγχουν και να πειθαρχούν τις λαϊκές μάζες στις ανάγκες της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, σ΄ αυτήν περίοδο της ιστορικής του κρίσης.
Η κατευθυνόμενη μαζική διάδοση της χρήσης του ψυχοφαρμάκου συνδέεται αφενός με την επιδίωξη της κερδοφορίας των πολυεθνικών του φαρμάκου και από την άλλη με την πρακτική της αναγωγής της πολυπλοκότητας των προβλημάτων του σύγχρονου ανθρώπου (ιδιαίτερα των καταπιεσμένων τάξεων), σε εσωτερικό, προσωπικό ζήτημα του ατόμου, σε ζήτημα (καλής ή κακής) προσαρμογής του σ΄ ένα, θεωρούμενο ως αμετακίνητο, Κοινωνικό Είναι.
Η μετατροπή του κοινωνικού ανθρώπου (που, ως Ολο, ενσωματώνει τις ψυχολογικές και βιολογικές του παραμέτρους), στο άτομο της ψυχολογίας και στο όργανο της βιολογίας (εγκέφαλος κλπ), αποσκοπεί σε μια μορφή κοινωνικού ελέγχου, όπου μια χημική ουσία αναλαμβάνει την λύση των προβλημάτων. Ο κοινωνικός έλεγχος δεν αφορά μόνο τους ψυχικά πάσχοντες, αλλά ολόκληρη την κοινωνία, μέσω και της διάδοσης ιδιαίτερα των λεγόμενων ελασσόνων ηρεμιστικών και υπναγωγών.
O Franco Basaglia, ηγετική μορφή του ιταλικού αντιιδρυματικού κινήματος στην Ιταλία, στις δεκαετίες του 60 και του 70, τόνιζε, σχετικά μ΄αυτό το ζήτημα, μιλώντας το 1979, λίγο πριν πεθάνει, σ΄ένα ριζοσπαστικό κοινό επαγγελματιών ψυχικής υγείας και διανοουμένων στην Βραζιλία :
"Σε μια οικογένεια εργατών υπάρχει ένα ανάπηρο παιδί και κάθε πρωϊ ο πατέρας και η μητέρα, που πρέπει να πάνε να δουλέψουν, φέρνουν το παιδί μια εδώ και μια εκεί, μια μέρα στο σπίτι ενός φίλου και την άλλη σ΄ ενός άλλου. Αλλά η αλληλεγγύη δεν είναι αιώνια και, αργά ή γρήγορα, αυτή η οικογένεια θα είναι υποχρεωμένη να κλείσει το παιδί σε κάποιο ίδρυμα, που δεν είναι φυσικά η ιδεώδης κατάσταση για το ανάπηρο παιδί. Αλλά αυτή η κατάσταση έχει σοβαρές συνέπειες γιατί παράγει άγχος στους γονείς, δημιουργεί μια κατάσταση νεύρωσης. Και να που εγώ, ως ψυχίατρος, στα πλαίσια της δουλειάς μου για την ψυχική υγεία, καλούμαι από αυτή την οικογένεια, που αισθάνεται ένοχη για τον εγκλεισμό του παιδιού. Ποια θα είναι η δουλειά μου; Να θεραπεύσω την νεύρωση της μητέρας ή την κατάθλιψη του πατέρα; Σίγουρα, έχω τα μέσα για να το κάνω,αλλά αυτή η παρέμβαση δεν θα ήταν παρά ένας τρόπος καταπίεσης της οικογένειας. Το πρόβλημα είναι ότι πρέπει να εξηγήσω στον πατέρα και στην μητέρα γιατί υποχρεώθηκαν να κλείσουν το παιδί στο ίδρυμα. Υποχρεώθηκαν γιατί η κοινωνική οργάνωση τους εμπόδισε να δώσουν στο παιδί τη στοργή, που αυτό είχε ανάγκη. Αυτή είναι μια πράξη πολιτική και ταυτόχρονα τεχνική και αυτή είναι η δουλειά μου ως ψυχιάτρου. Δεν είναι να δώσω φάρμακα στους γονείς, αλλά μάλλον να βοηθήσω να αποχτήσουν συνείδηση, δηλαδή ένα καινούργιο κώδικα, που επιτρέπει σ΄αυτά τα άτομα να καταλάβουν τα πράγματα"(2).
Υπάρχουν, όμως, ψυχίατροι που, την κατάθλιψη της συζυγου ενός ανέργου, σε μια οικογένεια που δεν έχουν να φάνε, την αντιμετωπίζουν απλώς με ισχυρά αντικαταθλιπτικά. Υπάρχουν, αντίστοιχα, ψυχολόγοι που, μπροστά σ΄ έναν άνεργο και αλκοολικό πατέρα, που κακοποιεί τα παιδιά του, προτείνουν, απλώς, μιαν οικογενειακή θεραπεία.
Θα παραθέσουμε μερικά ερευνητικά δεδομένα, που δείχνουν πώς τα ψυχοφάρμακα λειτουργούν στον κοινωνικό έλεγχο. Εχει παρατηρηθεί ότι η ψυχιατρική θεραπεία, ακόμα και όταν είναι χρήσιμη για την βελτίωση της κατάστασης ενός ασθενή είναι συχνά δυσάρεστη. Μερικές μορφές θεραπείας ανακουφίζουν, αλλά μπορούν να έχουν παρενέργειες, που παραμένουν και μετά το τέλος της θεραπείας και την πάροδο της διαταραχής (3).
Θα μείνουμε, για λόγους συντομίας, σε δύο μόνο κατηγορίες ψυχοφαρμάκων, τα αγχολυτικά/υπναγωγά (βενζοδιαζεπίνες) και τα νευροληπτικά, εξετάζοντάς τα στη βάση του συνεχούς "ευχάριστο-δυσάρεστο".
Στην πλειοψηφία τους τα φάρμακα αυτά λειτουργούν, παρά τις δαπανηρές διαφημίσεις των εταιρειών, στην λογική του "1/3, 1/3, 1/3", δηλαδή: 1/3 των ασθενών βελτιώνεται ανεξάρτητα από φάρμακο, 1/3 δεν ανταποκρίνεται και 1/3 παρουσιάζει μια βελτίωση.
Τα αγχολυτικά / υπνωτικά παρουσιάζουν μια σαφή ευφορική (ευχάριστη, "ηδονιστική") ενέργεια (αν και λιγότερο από τα οπιοειδή, την αμφεταμίνη και την κοκαϊνη), ενώ τα νευροληπτικά έχουν μια σαφώς αποδεδειγμένη δυσφορική ενέργεια.
Η ευφορική ενέργεια των αγχολυτικών/υπνωτικών εξηγεί γιατί οι χρήστες τους προτιμούν τις βενζοδιαζεπίνες αν και υπάρχουν άλλα μη ηδονιστικά αγχολυτικά. Εξηγεί, επίσης, την ευρεία και απερίσκεπτη συνταγογράφησή τους από γιατρούς άλλων ειδικοτήτων καθώς και τους μηχανισμούς της αυτοσυνταγογράφησης.
Η "ηδονιστική" δράση ακολουθείται, φυσικά, από την "τιμωρητική ", που προέρχεται από το σύνδρομο "στέρησης" (λόγω του εθισμού που προκαλούν), όταν γίνεται απόπειρα να διακοπεί η αγωγή.
Αντί να διερευνάται το πρόβλημα, που βρίσκεται πίσω από το σύμπτωμα (το άγχος, την κατάθλιψη κλπ), επιλέγεται μια λύση "ταμποναρίσματος", που απομακρύνει από τις πηγές του προβλήματος και από την συνειδητοποίησή τους. Σ΄ αυτή την πρακτική ανταποκρίνεται ένας προκατασκευασμένος και άκαμπτα κωδικοποιημένος τύπος ψυχιατρικής πρακτικής, που αποτελεί, παρά τις πιθανές "καλές προθέσεις", το μακρύ χέρι του κοινωνικού ελέγχου.
Εχει βρεθεί σε μελέτες, όπου συγκρίθηκαν δύο παρόμοιες ομάδες ασθενών, όπου στην μια δόθηκε φάρμακο και στην άλλη έγινε μια σύντομη συμβουλευτική/ψυχολογική παρέμβαση (που έδινε μερικές ενδείξεις στον ασθενήγια την φύση των προβλημάτων του), ότι το θεραπευτικό αποτέλεσμα (όσον αφορά στα συμπτώματα) ήταν, πρακτικά, και στις δύο περιπτώσεις, το ίδιο.
Οσο για τα νευροληπτικά, που έχουν ενδείξεις σε σοβαρές ψυχικές διαταραχές (σχιζοφρένεια, μανιοκατάθλιψη κλπ), έχει αποδεχθεί η σοβαρή και μόνιμη αναπηρία, που μπορεί να προκαλέσουν (όψιμη δυσκινησία, τύφλωση, κλπ, ακόμα και θάνατος), καθώς και οι βλάβες των γνωστικών λειτουργιών, μέχρι και άνοιας(4).
Παραδοσιακά, οι ψυχίατροι απέδιδαν την γνωστική έκπτωση στην σχιζοφρένεια χρόνιας διαδρομής στην ίδια την αρρώστια, αλλά η σύγχρονη έρευνα (σε επίπεδο ανατομικό και φυσιοπαθολογικό) έχει αποδείξει ότι αυτή οφείλεται, κυρίως, αφενός στα φάρμακα, αφετέρου στον ιδρυματισμό.
Εχει, επίσης, παρατηρηθεί ότι η αλόγιστη και υπέρογκη χρήση νευροληπτικών παραμορφώνει την "φυσική εξέλιξη" της αρρώστιας, που, συχνά, είναι μια εξέλιξη αυτόματης ανάνηψης (όπως έχει αποδειχτεί από διεθνείς έρευνες) και στην θέση της δημιουργεί μιαν ιατρογενή αρρώστια (μέσω των αλλοιώσεων, που το νευροληπτικό προκαλεί στις συνάψειςτου εγκεφάλου), που είναι ανίατη και τείνει να επιδεινώνετα κάθε φορά που γίνεται προσπάθεια να διακοπεί ή να μειωθεί η δόση του νευροληπτικού(5).
Αυτό έχει συντελέσει την επιδείνωση της έκβασης της σχιζοφρένειας στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, όπου σημαντικό ρόλο στην επιδείνωση αυτή παίζει, επίσης, η ανταγωνιστική φύση των καπιταλιστικών σχέσεων και η μαζική ανεργία.
Αντίθετα, παρατηρείται μια ηπιώτερη έκβαση (αν και η συχνότητα είναι η ίδια) της σοβαρής ψυχικής αρρώστιας στις χώρες του "Τρίτου Κόσμου" (ή, μάλλον, στα μέρη εκείνα των χωρών αυτών) όπου δεν έχουν κυριαρχήσει οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και ο ανταγωνιστικός τρόπος ζωής(6).
Η ψυχική αρρώστια φαίνεται σαν ένα λιγότερο δραματικό πρόβλημα παντού όπου γίνεται (ή όταν σε μια μελλοντική κοινωνία θα μπορέσει να γίνει) δεκτή σαν μέρος της ανθρώπινης κατάστασης και θα αντιμετωπίζεται μέσω της υποστήριξης της κοινότητας στα μέλη της που υποφέρουν, κινητοποιώντας εκείνα τα υλικά και πολιτιστικά μέσα, που ευοδώνουν την Ενότητα και την Συνέχεια του Υποκειμένου ως σώματος, ως ύπαρξης και ως κοινωνικού είναι, τόσο στην κατάσταση της υγείας, όσο και σ΄ αυτή της αρρώστιας.
Στη βάση αυτής της υπόθεσης, έχει μελετηθεί η διαφορά στην έκβαση της σχιζοφρένειας πχ σε κοινότητες μεταναστών σε προηγμένες χώρες(7), όπου κατάφεραν να ανασυγκροτηθούν ως τέτοιες, διατηρώντας την πολιτιστική τους κληρονομιά και επομένως το είδος (το στυλ) των κοινωνικών τους σχέσεων (πιο ήπια έκβαση), σε αντιπαράθεση με αυτό, που, συνήθως, συμβαίνει, δηλαδή την τραγική μοίρα μεταναστών (όταν αρρωσταίνουν), όταν δεν μπορούν να υπολογίζουν στους μηχανισμούς στήριξης της κουλτούρας του τόπου καταγωγής τους, ούτε να ταυτιστούν με την κουλτούρα του τόπου που τους "φιλοξενεί"(8).
Σχετικά με την δράση των νευροληπτικών (και όχι μόνο με τις παρενέργειες) έχουμε την μελέτη δύο ερευνητών, που έκαναν ένα σχετικό πείραμα στον εαυτό τους, παίρνοντας, ενδοφλεβίως, 5mg Αλοπεριδόλης(9).
«Μέσα σε δέκα λεπτά αναπτύχθηκε μια αξιοσημείωτη επιβράδυνση της σκέψης και της κίνησης, καθώς και μια βαθιά εσωτερική ανησυχία. Κανείς μας δεν μπόρεσε να συνεχίσει να δουλεύει και οι δύο δεν μπορέσαμε να ξαναπιάσουμε τη δουλειά μας πριν περάσουν 36 ώρες. Είχαμε παράλυση της θέλησης και έλλειψη φυσικής και ψυχικής ενέργειας. Αισθανόμαστε ανίκανοι να διαβάσουμε, να τηλεφωνήσουμε, ή να κάνουμε με δική πρωτοβουλία πράγματα του σπιτιού, αλλά μπορούσαμε να κάνουμε αυτά τα πράγματα όταν μας το ζητούσαν οι άλλοι. Εν είχαμε ούτε υπνηλία, ούτε καταστολή, αντίθετα και οι δυο αισθανόμαστε ανησυχία».
Όταν οι ψυχικά πάσχοντες, που υποχρεώνονται να παίρνουν αυτά τα φάρμακα, παραπονούνται γι΄ αυτά συμπτώματα, τότε αυτά αποδίδονται στην αρρώστια και όχι στο φάρμακο. Είναι αυτό που κάνει πραγματικό και όχι ιδεολογικό τον χαρακτηρισμό της δράσης των φαρμάκων αυτών σαν «χημικό ζουρλομανδύα». Το ερώτημα δεν είναι, επομένως, γιατί μερικοί άνθρωποι, με σοβαρές ψυχικές διαταραχές, αρνούνται να πάρουν αυτά τα φάρμακα, αλλά γιατί, φάρμακα που προκαλούν τόσο μεγάλη δυσφορία, γίνονται αποδεκτά από μεγάλο μέρος των ασθενών αυτών.
Εδώ, φυσικά, υπεισέρχονται οι κοινωνικοί μηχανισμοί της ανταμοιβής και της τιμωρίας, στην σχέση με τους θεράποντες και την αυξημένη αποδοχή από τους οικείους, αν, παίρνοντας το φάρμακο, παρουσιάσουν βελτίωση στα συμπτώματα. και την συμπεριφορά τους. Η θεραπεία με τα νευροληπτικά και μάλιστα σε μεγάλες δόσεις και για μεγάλη διάρκεια χρόνου, δείχνει ότι ο δεσμός ανάμεσα στην τιμωρία και την θεραπεία δεν έχει διακοπεί. Οτι εξακολουθεί να ευοδώνεται η ιδεολογία ενός δεσμού ανάμεσα στην οδύνη και την θεραπεία, που συνδέεται, με την σειρά του, με την ηθική αντίληψη για την ψυχική αρρώστια, η οποία, καθώς διαταράσσει την κοινωνική ζωή, αποτελεί πάντα την χρυσή ευκαιρία για παρεμβάσεις, όπου, θεραπεία και τιμωρία, είναι αξεδιάλυτα δεμένες(10).
Αλλωστε και τα νέα νευροληπτικά που λανσάρουν, τα ένα πίσω από το άλλο, οι φαρμακευτικές εταιρείες και θεωρούνται ότι δεν έχουν τις παρενέργειες των παλιών (κυρίως τις εξωπυραμιδικές, όψιμη δυσκινησία κλπ) δεν έχουν ακόμα δοκιμαστεί αρκετά για να δείξουν την ύπαρξη, ή μη, κινδύνων, αν και η αποτελεσματικότητά τους δεν είναι ανώτερη από τα παλιά. Φτάνει, δηλαδή, μέχρι τον έλεγχο κάποιων συμπτωμάτων χωρίς να εγγίζει την (άγνωστη μέχρι τώρα επακριβώς) ρίζα της αρρώστιας - ενώ η τιμή τους είναι πολλαπλάσια, μέχρι και 70 φορές πάνω από την τιμή των παλιών νευροληπτικών.
Μ΄ όλα αυτά δεν θέλουμε να ισχυριστούμε ότι, στις δοσμένες συνθήκες, δεν πρέπει να γίνει καμιά χρήση του ψυχοφάρμακου. Όπως πρέπει να απορριφθεί η ιδεολογική χρήση του ψυχοφάρμακου, για τον σκοπό, δηλαδή, του κοινωνικού ελέγχου, άλλο τόσο δεν πρέπει να υπάρξει μια ιδεολογική απόρριψή του. Πρέπει, όμως, να γίνει σωστή και όχι κατασταλτική χρήση. Όχι για τον κοινωνικό έλεγχο, αλλά σαν ένα βοηθητικό μέσο, που ανακουφίζει τόσο, όσο να δώσει την δυνατότητα στο υποκείμενο ν΄ αναπτύξει την αυτογνωσία του και ν΄ αποχτήσει συνείδηση της πηγής τω προβλημάτων του και της ψυχικής του δυσφορίας. Αλλωστε, έχει αποδειχτεί ότι, όσο πιο ανθρώπινες, θεραπευτικές, προστατευτικές/υποστηριχτικές, μη καταπιεστικές είναι οι συνθήκες που αντιμετωπίζεται ένα ψυχικά πάσχων άτομο, όσο περισσότερο εξασφαλίζονται τα κοινωνικά, πολιτικά και ατομικά του δικαιώματα, τόσο μικρότερη (και για λιγότερο χρόνο) είναι η ανάγκη χρησιμοποίησης του φαρμάκου.
Το ζήτημα, βέβαια, είναι ότι η αναφερόμενη παραπάνω ρίζα του προβλήματος δεν βρίσκεται στο δρόμο της έρευνας των γονιδίων και των εγκεφαλικών συνάψεων. Η ψυχική οδύνη και δυσφορία είναι μια ανθρώπινη αντίφαση, που έχει ένα βιολογικό υπόβαθρο, αλλά δεν μπορεί ν΄ αναχθεί σ΄ αυτό. Σχετίζεται με την κοινωνική ύπαρξη του ανθρώπου, με την σχέση του με τον ʼλλο, με την οργάνωση της εργασίας και της κοινωνίας, με την επικρατούσα κουλτούρα, που πηγάζει και αλληλεπιδρά με τις δοσμένες κοινωνικές παραγωγικές σχέσεις. Μόνο στην πάλη για την άρση των όρων της ανθρώπινης αλλοτρίωσης μπορεί ν΄ ανοίξει ο δρόμος για μια βαθύτερη κατανόηση και συνειδητοποίηση των ανθρώπων αντιφάσεων ( που η πιο οδυνηρή τους στιγμή και όριο είναι η τρέλα), σαν στιγμή, δηλαδή, του αγώνα για την καθολική ανθρώπινη χειραφέτηση.
Σημειώσεις
1. Συγκυρία οικονομική (η βαθιά ύφεση της δεκαετίαςτου 30), πολιτική (άνοδος του φασισμού), πολιτιστική / επιστημονική (εξάπλωση του κοινωνικού δαρβινισμού στις διάφορες μορφές του).
2. Franco Basaglia : "Le Conferenze Brasiliane". Ed Raffaello Cortina Editore. 2000.
3. Norman Sartorius : "Treatment of Mental Disorders in the 21st Century", 1992.
4. Peter Breggin : "Brain damage, dementia and persistent cognitive dysfunction associated with neuroleptic drugs : evidence, etiology, implications". The Journal of Mind and Behavior, 1992.
5. Richard Warner : "Recovery from schizophrenia", Ed Routledge, 1994.
6. Opp.
7. P.J. Guarnaccia et al.: "Si Dios quiere: hispanic families experience of caring of a seriously mentally ill family member. In Culture, Medecin and Psychiatry", v 16, 1992. Επίσης M. Swerdlow :"Chronicity, Nervios and Community Care. A case study of Puerto Rican psychiatric patients, in New York City, opp.
8. Delia Castelnuovo Frigessi e Michele Risso : " A mezza parete. Emigrazione, nostalgia, malattia mentale". Einaudi, Torino, 1992.
9. R.H, Belmaker and D. Wald : " Haloperidol in Normals". British Journal of Psychiatry, v. 131, 1977.
10. Giorgio Bignami : "Gli psichofarmaci quarant" anni dopo: lenta agonia di una grande illusione". Venti Anni di Fogli di Informazione, 1992.
Θ. Μεγαλοοικονόμου