Μερικά χρόνια πριν, ήταν απλώς σκηνές από επίκαιρα και ταινίες εποχής, από την κρίση που ξέσπασε το 1929, όταν αυτή η κρίση εικονογραφούνταν από ανθρώπους (εν προκειμένω, χρεωκοπημένους της Γουώλ Στρήτ) να πέφτουν από παράθυρα ουρανοξυστών και ν΄ αυτοκτονούν.
Σήμερα, αυτή η εικόνα και άλλες παρεμφερείς, τείνει να γίνεται η καθημερινή ζοφερή πραγματικότητα στη Ελλάδα του μνημονίου.
Σε μια χώρα που έχει από τα πιο χαμηλά ποσοστά αυτοκτονιών παγκοσμίως, παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια (δεν είναι σημερινό φαινόμενο) μια ραγδαία αύξηση των αυτοκτονιών (17%, στην περίοδο 2007-9, πριν, δηλαδή, ξεσπάσει η σημερινή κρίση και η κατάσταση της κατ΄ ουσίαν πτώχευσης της χώρας). Στη συνέχεια, σύμφωνα με ήδη δημοσιευθέντα στοιχεία, την περίοδο μεταξύ 2009 και 2010, παρατηρείται ένας σχεδόν διπλασιασμός των αυτοκτονιών (από περίπου μια ημερησίως, κατά μέσον όρο, ή 2.8% ανά 100.000 κατοίκους, το 2009, έφτασαν τις δύο ημερησίως, κατά μέσον όρο, ή 5.7% ανά 100.000 κατοίκους, το 2010).
Αύξηση αναμενόμενη, αν σκεφτεί κανείς ότι, σύμφωνα με διασταυρωμένες έρευνες σε Ευρώπη και Αμερική, κάθε αύξηση της ανεργίας κατά 3%, φέρει αύξηση των αυτοκτονιών κατά 5% (και των θανάτων που σχετίζονται με το αλκοόλ κατά 30%).
Παρόλο που τα ποσοστά των αυτοκτονιών εξακολουθούν να παραμένουν από τα πιο χαμηλά διεθνώς, αυτό που έχει σημασία είναι ότι παρουσιάζεται εδώ ένας από τους πιο υψηλούς, διεθνώς, ρυθμός ανόδου του αριθμού των ατόμων που οδηγούνται να βάζουν τέρμα στη ζωή τους.
Τα γεγονός ότι η κατάθλιψη, που συνδέεται ως ψυχοπαθολογική κατάσταση με την αυτοκτονία, αποτελεί την κατεξοχήν ψυχική διαταραχή της κρίσης (μαζί με τις αγχώδεις διαταραχές και, μεταξύ αυτών, ιδιαίτερα των κρίσεων πανικού) δείχνει τον καθοριστικό ρόλο που παίζει εν προκειμένω όχι μια περιγεγραμμένη ψυχοπαθολογική οντότητα, αλλά η αλληλεπίδραση του κοινωνικού πλαισίου με έναν εαυτό, που έχει τη δική του, ιδιαίτερη ιστορία και συγκρότηση.
Μια σειρά από συνθήκες (συνάρτηση εσωτερικών και εξωτερικών διεργασιών) οδηγούν σ΄ αυτή την ‘αποδόμηση της χρονικότητας’, που διακρίνει τον βαριά καταθλιπτικό και τον απελπισμένο, ο οποίος οδηγείται στην αυτοκτονία - μια κατάσταση όπου το παρελθόν δεν περνά (δεν γίνεται ‘παρελθόν’), μη επιτρέποντας, έτσι, στο παρόν να υπάρξει και στο μέλλον να έλθει. Μαζί με την επιθυμία, όταν το μέλλον ‘κλείνει’, εξανεμίζεται και η ελπίδα, που αποτελεί τον φέροντα οργανισμό της ανθρώπινης ύπαρξης, στο βαθμό που θεμελιώνει και κάνει δυνατή τη ζωή ως τον ορίζοντα που ανοίγει και αποκαλύπτεται ως μια προοπτική.
Αυτή η αγωνία του θανάτου που κατακλύζει το άτομο, που βιώνει την αδυναμία του ‘να μη μπορεί πια να ελπίζει’, σήμερα τροφοδοτείται (όταν δεν παράγεται) από την ανεργία και τις ευέλικτες σχέσεις εργασίας, που αυξάνουν την αβεβαιότητα και την κοινωνική απελπισία, από την ταυτόχρονη κατάρρευση εργασίας και κοινωνικού κράτους, από τα χρέη που δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν, από το σπίτι που κατάσχεται, από το μαγαζί που βάζει λουκέτο, από την διάρρηξη των προσωπικών και οικογενειακών σχέσεων, από την κρίση προοπτικών, που βιώνουν ιδιαίτερα οι νέοι. Η κρίση, εν τέλει, ακουμπάει κάτι πολύ πιο βαθύ, που αφορά την απώλεια της ‘ταυτότητας’ (αυτής που συγκροτούσε ο κοινωνικός ρόλος του κανονικά εργαζόμενου και η επιδίωξη και/ή επίτευξη της οικονομικής επάρκειας) και το ίδιο το νόημα της ζωής.
Ανάλογη κρίση ‘ταυτότητας’ αντιμετωπίζουν και στελέχη του συστήματος (ανώτερα ή κατώτερα), αυτά που ήταν η προσωποποίηση της κοινωνικής επιτυχίας, αποτελώντας, κάποτε, την ενσάρκωση του λεγόμενου ‘οικονομικού θαύματος’. Και εδώ, απώλεια νοήματος, εξατομίκευση, αίσθημα παγίδευσης και απομόνωσης μέσα σε συνθήκες που έχει δημιουργήσει η εμφάνιση νέων αντιφάσεων, εντός των οποίων αδυνατεί κανείς να λειτουργήσει όπως είχε μάθει μέχρι τώρα, Εχοντας μάθει να λειτουργεί ως άτομο και όχι ως συλλογικότητα, αισθάνεται ότι μερικοί τρόποι με τους οποίους είχε συνηθίσει να διαπραγματεύεται και να ‘τα καταφέρνει’ μέχρι τώρα, ‘δεν περνούν’ πια, αφήνοντάς του, έτσι, ως μόνη επιλογή, ή να συμμορφωθεί, ή να αντιδράσει με μορφές που ενέχουν μια δόση βιαιότητας, ενίοτε κατά των άλλων, αλλά συνήθως κατά του εαυτού. Συνήθως, εδώ, τα κτίρια, όπου λειτουργεί κανείς, είναι πολυόροφα και η έξοδος από το μπαλκόνι αποτελεί την πιο άμεσα διαθέσιμη, αλλά και πιο ασφαλή, για το σκοπό της, διαδρομή της
παρόρμησης που καλλιεργεί η απελπισία.
Και είναι ακριβώς σ΄ αυτές τις συνθήκες, οι οποίες παροξύνουν στο έπακρο τον ψυχικό πόνο (και που συχνά οδηγούν στον θάνατο) που η κυβέρνηση της τρόικας διαλύει, ταυτόχρονα, τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας (όπως και της υγείας συνολικά), συντελώντας στη στέρηση υπηρεσιών και φροντίδας, που θα μπορούσαν ν΄ ανακουφίσουν αυτό τον πόνο και να στηρίξουν το πάσχων υποκείμενο σε επιλογές ζωής και όχι θανάτου.
Καθώς η ραγδαία αύξηση των ψυχικών διαταραχών και ιδιαίτερα οι αυτοκτονίες, όπως και η εξίσου ραγδαία αύξηση των θανάτων από το αλκοόλ, τις τοξικές ουσίες κλπ, συμβαίνουν λόγω των οικονομικών μέτρων που οδηγούν σε αδιέξοδο και καταστρέφουν τη ζωή εκατομμυρίων, το ερώτημα, που αναπόφευκτα τίθεται, αφορά στις ευθύνες αυτών που παίρνουν αυτά τα μέτρα, αυτής, δηλαδή, της κυβέρνησης και αυτής της ‘Βουλής’, που ξέρουν πολύ καλά, αυτά τα μέτρα, τι συνέπειες έχουν.
Ιδιαίτερα, μάλιστα, σε μιαν εποχή που η έρευνα και οι μελέτες, εδώ και πάνω από 80 χρόνια, για τις επιπτώσεις του ‘οικονομικού κύκλου’ στην υγεία και στην ψυχική υγεία, στην ζωή και στον θάνατο πλατειών κοινωνικών στρωμάτων εξαιτίας των μέτρων οικονομικής εξόντωσης των πολλών για την ανάκτηση και την διατήρηση της κερδοφορίας των (πολύ) λίγων, είναι απολύτως γνωστές σ΄ αυτούς που παίρνουν αυτά τα μέτρα. Ξέρουν, δηλαδή, ότι με τα μέτρα αυτά σκοτώνουν ανθρώπους.
25/9/2011
Θ. Μεγαλοοικονόμου