Γιατί ο Basaglia εξακολουθεί να είναι επίκαιρος-
Μια ανάλυση για την επιβίωση των “δικαστικών ψυχιατρείων”
του Pier Aldo Rovatti
Συνήθως, για να κατευνάσουμε τη συνείδηση μας, σκεφτόμαστε πως η εποχή των ασύλων έχει πια τελειώσει. Σαν να πρόκειται για ένα χτες πολύ μακρινό, θυμόμαστε πιονέρους σαν τον Franco Basaglia, ο οποίος εγκατέλειψε τη θέση του στο Πανεπιστήμιο για να πάει να διευθύνει το ψυχιατρείο της Gorizia: ανακάλυψε μια επίγεια κόλαση και τα συμπεράσματά του κατατέθηκαν σε κείμενα και εικόνες που έκαναν το γύρο του κόσμου - μέχρι και το αφηγηματικό ντοκουμέντο, που μετέδωσε η δημόσια τηλεόραση, λίγα χρόνια πριν. Ωστόσο, στο μυαλό των ανθρώπων, τα άσυλα είναι τώρα ένα κεφάλαιο που έκλεισε και ο Basaglia, με το νόμο “του”, του 1978, μετά από μια σχεδόν δεκαετία αντι-ιδρυματικών μαχών στην Τεργέστη, θα είχε σφραγίσει την οριστική εξαφάνισή τους. Βέβαια, δεν έκλεινε το κεφάλαιο για την ψυχική υγεία (στην πραγματικότητα άνοιγε πανηγυρικά), τα άσυλα, παρ' όλα αυτά, γίνονταν κάτι σαν μια κακή ανάμνηση.
Δεν είναι έτσι. Όχι μόνο επειδή η ασυλιακή πραγματικότητα στον κόσμο εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά κι επειδή, παρ' όλα αυτά, στην ίδια μας τη χώρα σπαρακτικά επιβιώνει. Πάρτε μόνο το παράδειγμα των λεγόμενων “δικαστικών ψυχιατρείων” (Ospedali psichiatrici giudiziari-Opg): όπως γνωρίζετε έπρεπε να έχουν καταργηθεί μέσα σ' αυτό το μήνα, αλλά έχει ήδη αποφασιστεί παράταση της λειτουργίας τους και υπάρχει μεγάλη αμφιβολία σχετικά με την μετατροπή τους σε “προστατευόμενες κοινότητες”. Η προθεσμία - που δεν τηρήθηκε- έχει επιστήσει την προσοχή μας στο θέμα των σημαντικών πληροφοριών: στην ίδια αυτή εφημερίδα έχει παρουσιαστεί ένα ρεπορτάζ του Andriano Sofri που είχε καταφέρει να μπει στο Opg της Barcelona, της περιοχής Pozzo di Gotto (της Messina), να μιλήσει με τους εγκλείστους και να μας ξαναφέρει στο νου την εικόνα της κόλασης. Έτσι αναζωπυρώθηκαν ορισμένες κρίσιμες πτυχές, πληγές θεσμικές και πολιτιστικές, που απέχουν πολύ απ' το να επουλωθούν: η σχέση μεταξύ της ιδέας της «κοινωνικής επικινδυνότητας» και της ψυχικής διαταραχής, μια σύνδεση σαν κόμπος, φοβερή και διαρκής, μια έκδηλη επιβίωση ενός ζητήματος που ποτέ δεν λύθηκε, με όλη την πολιτική και κοινωνική του βαρβαρότητα. Είναι απαραίτητο, όμως, να δούμε εδώ πώς διαιωνίζεται η “σταδιοδρομία” των εγκλείστων: μπαίνει κάποιος στην φυλακή-ψυχιατρείο για ήσσονος σημασίας επεισόδια (όπως π.χ. μια κλοπή, ένα βίαιο καυγά) και στη συνέχεια παραμένει επ' αόριστον, ίσως ακόμα εκεί και να πεθάνει (ή μέχρι ν' αποφασίσει να τελειώνει μόνος του) μέσα από μια διαδοχική σειρά επιβεβαιώσεων ότι αποτελεί μόνιμο κίνδυνο. Γιατί συμβαίνει αυτό; Κυρίως εξαρτάται από την αδυναμία του να προσαρμοστεί στο καθεστώς της φυλάκισης (και να το συνηθίσει) και στη συμμόρφωση σε μια φαρμακολογική αγωγή, που χορηγείται με σκοπό την απλή καταστολή. Δεν υφίσταται πραγματική θεραπεία, κι έτσι, δεν υπάρχει καμία αποκατάσταση, ούτε θεραπευτική, ούτε κοινωνική. Τίποτα που να μοιάζει με ανάρρωση δεν συντελείται. Αν εξεγερθείς, επειδή πιστεύεις πως είσαι αντικείμενο μιας τρομακτικής αδικίας, η εξέγερσή σου θ' αποτελεί την απόδειξη ότι είσαι ακόμα “κοινωνικά επικίνδυνος”, κι΄ έτσι (ανά δύο χρόνια) , η “κατάσταση” σου ως έγκλειστου θα επιβεβαιώνεται. Θα έλεγε κάποιος: ευτυχώς αυτά τα φαύλα δικαστικά ψυχιατρεία τα αφήνουμε στην άκρη. Όσον αφορά το θέμα αυτό, ωστόσο, συντρέχουν αρκετές δικαιολογημένες αμφιβολίες. Κανείς δεν ξέρει ακόμα τι θα πρέπει να είναι μια προστατευόμενη δομή, πού τέτοιες δομές θα προκύψουν, ποια θα πρέπει να είναι η διάρθρωση του ψυχιατρικού με το δικαστικό σύστημα και ποιοι θα «εισάγονται» εκεί εκτός απ' τους επιζώντες των δικαστικών ψυχιατρείων. Αν μπορεί κανείς να προβλέψει ότι και μέσα σ' αυτά η ψυχιατρική (αλλά ποια;) θα έχει ένα πρωτεύοντα ρόλο, τίποτα δεν μας επιτρέπει να σκεφτούμε ότι το ασυλικό στοιχείο και, ουσιαστικά, το πρόβλημα της επικινδυνότητας, ως διά μαγείας θα εξαφανιστεί. Είναι πιο εύκολο να υποθέσουμε το αντίθετο, ότι, δηλαδή, η ασυλιακή κουλτούρα θα μπορεί να βρει εδώ ένα περαιτέρω έδαφος για να διαδοθεί, συνδυαζόμενη με μια σειρά από στοιχεία που προέρχονται από την "κανονική" άσκηση της ψυχιατρικής πρακτικής στις ψυχιατρικές κλινικές των γενικών νοσοκομείων (“Diagnosi e Cura”) και στην διάχυση, ήδη υπαρκτή μέσα στην κοινότητα, πρακτικών περιορισμού της ψυχικής διαταραχής. Νομίζω ότι η προσοχή στα Opg, έχει, σε κάθε περίπτωση, θέσει σε κίνηση μιαν ανησυχία (ένα συναγερμό) που θα μπορούσε να εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον ψυχιατρικό θεσμό. Αυτή η ανησυχία οδηγεί σε μια δραματική ερώτηση: «Αλλά μπορεί κανείς ν΄ αναρρώσει και πώς»; Και πάνω απ' όλα: «Πού»; 'Ισως η «ανάρρωση» να είναι μια λέξη που με τον προφανή κατηγορηματικό της χαρακτήρα, θα μπορούσε να μας ξεστρατίσει και να μας μπλοκάρει στο δίπολο “ασθένεια-υγεία”, ενώ, αντίθετα, εδώ, ανάρρωση δεν σημαίνει μόνο να βρούμε τη σωστή διάγνωση της διαταραχής και μια ικανοποιητική φαρμακολογική απάντηση. Αλλά σημαίνει, πάνω απ΄ όλα, την ανάδυση από μια κατάσταση μη-υποκειμενικότητας σε μια κατάσταση υποκειμένων, ελεύθερων και με αναγνωρισμένα κοινωνικά δικαιώματα. Μιας κατάστασης ξυπνήματος στην πράξη της υποκειμενικότητας, η οποία θα μπορούσε ν' αποτελέσει το μόνο αληθινό αντίδοτο στη διάχυτη ακόμα ασυλιακή κουλτούρα. Ενώ αυτή η κουλτούρα εξακολουθεί να τείνει πάντα στην υπεράσπιση της κοινωνίας απ' την ψυχική διαταραχή, με το να απομονώνει τους λεγόμενους τρελούς, η κουλτούρα της αναδυόμενης υποκειμενικότητας πηγαίνει προς την αντίθετη κατεύθυνση: θα μπορούσε να εξαλείψει κάθε μορφή εγκλεισμού και προστατευτικής απομόνωσης και να επιστρέψει την υποκειμενικότητα σ' αυτούς που την στερούνται, ή από την οποία έχουν εκπέσει. Δεν είναι αυτή η κληρονομιά που μας άφησε Basaglia; Ότι, δηλαδή, δεν φτάνει να κλείσουν τα άσυλα για να εξαλειφθεί η ασυλιακή κουλτούρα; Αν ναι, όπως πιστεύω, τότε θα πρέπει να δεχτούμε ότι το μήνυμα έχει ακουστεί μόνο εν μέρει και μόνο σε τοπικό επίπεδο, και ότι τώρα χρειάζεται μια αποφασιστική πολιτική βούληση για να πραγματοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος αυτής της δουλειάς.
[ Βρήκα πολλά και χρήσιμα σημεία σ΄ ένα βιβλίο που μόλις εκδόθηκε (Guarire si puo. Persone e disturbo mentale, της Izabel Marin και της Silva Bon, εισαγωγή του Roberto Mezzina, εκδόσεις Alpha Beta Verlag του Merano), που αναφέρεται, με μαρτυρίες και στοχασμούς, σε μιαν έρευνα που έγινε στη Τεργέστη για την ανάρρωση (recovery, που μπορούμε να μεταφράσουμε με την «ανάληψη» ή την «εκ νέου ανάδυση» του υποκειμένου). Αυτό τo βιβλίο εμφανίστηκε σε μια σειρά εκδόσεων όπου, επίσης, δημοσιεύτηκε το σενάριο του τηλεοπτικού φιλμ του Marco Turco, που θυμήθηκα στην αρχή, «C’ era una volta la citta dei matti».]
(Τo κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα La Repubblica, στις 29/3/2013. Ο Pier Aldo Rovatti είναι καθηγητής της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Τεργέστης).