Αν ήθελε κανείς να περιγράψει την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το σύστημα των υπηρεσιών ψυχικής υγείας στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια μ΄ ένα συνοπτικό τρόπο, ο όρος, ή η εικόνα που έρχεται στο μυαλό είναι αυτή του «κραχ» : όπως αυτό το πρόσφατο, της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης (λαμβανομένων, φυσικά, υπόψιν των διαφορετικών επιπέδων και τηρουμένων των αναλογιών και των μεγεθών). Και εδώ, τα σημάδια της κρίσης και οι συνέπειές τους είχαν φανεί από πολύν καιρό, και εδώ ξέσπασε μ΄ έναν εκρηκτικό τρόπο, και εδώ οι επιπτώσεις (όπως στην περίπτωση του παγκόσμιου κραχ, για δισεκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον πλανήτη) εξαιρετικά οδυνηρές για χιλιάδες ψυχικά ασθενείς, οικογένειες και λειτουργούς ψυχικής υγείας, για μιαν απροσδιόριστη περίοδο χρόνου.
Εδώ και 25 χρόνια, από τότε που υποτίθεται ότι ξεκίνησε, η «ψυχιατρική μεταρρύθμιση» στην Ελλάδα ταυτίστηκε, σχεδόν, με τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα της ΕΕ. Δεν υπήρξε καμιά άλλη χρηματοδότηση της ψυχικής υγείας από καθαρά ελληνικούς πόρους, πέρα από αυτούς επέβαλλε η υποχρέωση για μιαν ορισμένη αναλογία της ελληνικής συμμετοχής (στην αρχή 45% και αργότερα 25%) στα συγχρηματοδοτούμενα αυτά προγράμματα.
Όύτε, όμως, υπήρξε κάποιο σχέδιο για μια νέα πολιτική ψυχικής υγείας και υπηρεσίες που θα ανταποκρίνονταν στις ανάγκες των ψυχικά πασχόντων (και των οικογενειών τους) για στήριξη μέσα στην κοινότητα, για μια διαφορετικού τύπου «συνάντηση» (διάλογο, επικοινωνία, διαπραγμάτευση) των υπηρεσιών ψυχικής υγείας με τα άτομα αυτά, βασισμένη στο σεβασμό των δικαιωμάτων και του ιδιαίτερου τρόπου ύπαρξής τους μέσα στον κόσμο.
Η εμπειρία της παρέμβασης στη Λέρο, στην οποία η ελληνική ψυχιατρική κοινότητα, στο μεγαλύτερο μέρος της, (όταν δεν κώφευε) απλώς σύρθηκε (κυρίως λόγω του διεθνούς διασυρμού της χώρας), χωρίς, όμως, ποτέ να θέσει σε «πρακτική κριτική» την κουλτούρα και τις πρακτικές που την οδήγησαν σ΄ αυτή την ιδρυματική βαρβαρότητα, ακριβώς γι΄ αυτό το λόγο δεν αξιοποιήθηκε, δεν συζητήθηκε περαιτέρω και έκλεισε «για να πάμε παρακάτω», χωρίς ποτέ να βγουν τα πραγματικά μαθήματα - όχι μόνο από το πώς δημιουργήθηκε, αλλά και από την εμπειρία των παρεμβάσεων για την διαλεκτική άρνηση και το ξεπέρασμά της. Η Λέρος προσφερόταν για μια τέτοια συζήτηση και αυτογνωσία ακριβώς γιατί ήταν προïόν και αναπόσπαστο μέρος της λειτουργίας ολόκληρου του ελληνικού ψυχιατρικού συστήματος για 30 χρόνια.
Ολη αυτή την περίοδο, τα περισσότερα από τα μεταρρυθμιστικά προγράμματα σταματούσαν τη λειτουργία τους όταν τέλειωνε η κοινοτική χρηματοδότηση. Το ελληνικό κράτος δεν αναλάμβανε καμιά ευθύνη για τη συνέχιση της χρηματοδότησής τους και την παγίωσή τους. Από αυτή τη «μοίρα» δεν γλύτωσε ούτε η Λέρος, η μεταρρυθμιστική δραστηριότητα της οποίας, μετά από μια σημαντική δουλειά αποιδρυματοποίησης και απελευθέρωσης των εγκλείστων, βρέθηκε, στα μέσα του 1995, σε συνθήκες πλήρους κατάρρευσης (απότομα, από τη μια μέρα στην άλλη, ένα πραγματικό, δηλαδή, «κραχ»), όταν τερματίστηκαν τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα. Η παρέμβαση για το μετασχηματισμό (και την κατάργηση) του ψυχιατρείου στη Λέρο, αν και είχε προλάβει ν΄ ανατρέψει την απερίγραπτη κατάσταση που υπήρχε, έμεινε κυριολεκτικά στη μέση.
Λίγο αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του 90, η ελληνική κυβέρνηση καταθέτει για χρηματοδότηση, μέσω των ευρωπαϊκών κοινοτικών προγραμμάτων, ένα δεκαετές πρόγραμμα («Ψυχαργώς») που προέβλεπε την κατάργηση όλων των (8) ψυχιατρείων – των τεσσάρων μικρότερων μέχρι το 2006 και των τεσσάρων μεγαλύτερων (συμπεριλαμβανομένης της Λέρου) μέχρι το 2015. Για να διευκολυνθεί και επιταχυνθεί η όλη διαδικασία, ένα μέρος της στεγαστικής μετεγκατάστασης των χρονίων εγκλείστων των δημόσιων ψυχιατρείων (περίπου το 30% του όλου ‘έργου’) ανατέθηκε σε ιδιωτικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες. Λέμε «μετεγκατάσταση» και όχι «αποιδρυματοποίηση», γιατί η όλη διαδικασία είχε χαρακτηριστικά transinstitutionalization και όχι αποιδρυματοποίησης (deinstitutionalization), με την έννοια που αυτή έχει ως μετασχηματισμός των σχέσεων εξουσίας, ανάδυση των νέων υποκειμένων, δημιουργία υπηρεσιών και πρακτικών ριζικά εναλλακτικών στον εγκλεισμό, μετατροπή των πόρων κλπ. Απλώς, οι έγκλειστοι μεταφέρθηκαν από τις πτέρυγες χρόνιας παραμονής στα ψυχιατρεία σε στεγαστικές μονάδες του δημοσίου ή ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών εταιρειών – όπου, αλλού η ζωή τους βελτιώθηκε σημαντικά, αλλού, όμως, όπως ήταν το συνηθέστερο, βρέθηκαν σε συνθήκες κοινωνικού περιθωρίου και, στο εσωτερικό των στεγαστικών δομών, σε συνθήκες παρόμοιες με τα ψυχιατρεία, με μηχανικές καθηλώσεις, κλειδωμένες πόρτες και συχνά με την επιτήρηση από κάμερες.
Σ΄ αυτό το σημείο να προσθέσουμε ότι οι λεγόμενοι «ιδιωτικοί μη κερδοσκοπικοί» φορείς ήταν, συχνά, χωρίς καμιά ιστορία στο χώρο της ψυχικής υγείας, χωρίς καμιά δική τους ανεξάρτητη βάση : δημιουργήθηκαν εκ του μηδενός και χρησιμοποιήθηκαν ως όχημα για την απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων, φέρνοντας ως μόνη «καινοτομία» την ιδιωτικοποίηση των σχέσεων εργασίας των λειτουργών που προσέλαβαν. Αυτό επρόκειτο να έχει ολέθριες συνέπειες στην περίοδο που ακολούθησε την πρώτη φάση υλοποίησης των προγραμμάτων, όταν τέλειωνε η περίοδος της 18μηνης συγχρηματοδότησης.
Η συρρίκνωση και το κλείσιμο των ψυχιατρείων, όλη αυτή την περίοδο, δεν συνοδεύτηκε από την δημιουργία κοινοτικών υπηρεσιών. Οι ελάχιστες που υπάρχουν, λειτουργούν εντελώς περιφερειακά στο κύκλωμα των ψυχιατρικών υπηρεσιών, αυτοαναφορικά και με λογικές που βασίζονται σε αυτο-επιβαλλόμενα κριτήρια επιλογής και αποκλεισμού : έννοιες και πρακτικές όπως «ανάληψη της ευθύνης για τις ανάγκες ψυχικής υγείας μιας ορισμένης περιοχής», «τομεοποίηση», «θεραπευτική συνέχεια» και «ολοκληρωμένο φάσμα υπηρεσιών για τη στήριξη στον τόπο κατοικίας», σπανίζουν στην κουλτούρα των υπηρεσιών και, πολύ περισσότερο, στα ενδιαφέροντα και στις επιδιώξεις τους.
Ασθμαίνοντας στο κυνήγι της απορρόφησης των κονδυλίων, στο τρέξιμο από το ένα Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης στο επόμενο, η αλλαγή στο πεδίο των υπηρεσιών ψυχικής υγείας – στα πλαίσια του προγράμματος «Ψυχαργώς» - έχει οδηγηθεί στην παγίωση ενός νεοϊδρυματικού μοντέλου μεταστέγασης των πρώην εγκλείστων στα δημόσια ψυχιατρεία σε στεγαστικές δομές στην κοινότητα (στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα), χωρίς κατ΄ ουδένα τρόπο ν΄ αλλάζει το κλασσικό ‘ψυχιατρικό παράδειγμα’.
Το μοντέρνο νεοϊδρυματικό και νοσοκομειοκεντρικό τοπίο διακρίνεται για τη διαιωνιζόμενη φτώχεια των επιλογών του και την εσαεί αναπαραγωγή της ιδρυματικής βαρβαρότητας. Περίπου το 55-60% των εισαγωγών στις νοσοκομειακές ψυχιατρικές μονάδες (στα ψυχιατρεία και στις ψυχιατρικές κλινικές των γενικών νοσοκομείων) είναι ακούσιες. Ο εγκλεισμός (που αντιλαμβάνεται την προστασία κυρίως ως φύλαξη και την θεραπεία συνήθως συνυφασμένη με τη στέρηση της ελευθερίας) και οι μέθοδοί του (μηχανικές καθηλώσεις, κλειδωμένες πόρτες, ιδρυματική βία), ζουν και βασιλεύουν παρά την 25χρονη «μεταρρύθμιση». Το αίτημα για παροχή υπηρεσιών ψυχικής υγείας και οι απαντήσεις που το διαμορφώνουν, εξακολουθούν να επικεντρώνονται στην παροχή κλίνης (είτε για νοσηλεία είτε για στέγαση), αδυνατώντας να επαναδιατυπωθούν και να λάβουν απαντήσεις για παροχή φροντίδας για στήριξη στην κοινότητα, μέσα από μια άλλη σχέση, μια άλλη «συνάντηση», μια άλλη επικοινωνία και διαπραγμάτευση.
Η εικόνα του τοπίου που έχει διαμορφωθεί συμπληρώνεται επίσης
-από τον πατερναλιστικό χαρακτήρα των «μεταρρυθμισμένων» θεσμών και των «λειτουργών» τους, που, συνήθως, δεν αφήνουν χώρο για τα νέα υποκείμενα και τα νέα κινήματα, τους χρήστες των υπηρεσιών, τις οικογένειες, τις κινήσεις αυτοβοήθειας.
-από την προϊούσα εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση της ψυχικής υγείας, μια μορφή της οποίας ήταν η πλημμυρίδα των λεγόμενων «μη κερδοσκοπικών» (μεν, αλλά κρατικοδίαιτων) εταιρειών (ή ΜΚΟ),
-από την πρωτοφανή χειραγώγηση των ιατρικών πρακτικών από το βιο-φαρμακο-βιομηχανικό σύμπλεγμα.
Αφήνουμε στο τέλος τη δραστική μείωση των διατιθέμενων πόρων (ή καλλίτερα, την καθήλωσή τους στα χαμηλά επίπεδα που ήταν πάντα) μέσω του εθνικού προϋπολογισμού, που αποτέλεσε και τη βασική αιτία για το «κραχ» στο οποίο αναφερθήκαμε στην αρχή.
Είναι περίπου τρία χρόνια που έληξε η περίοδος της συγχρηματοδότησης και που η ελληνική κυβέρνηση θα έπρεπε να αναλάβει τη συνέχιση της χρηματοδότησης μέσα από τον κρατικό προϋπολογισμό και της λειτουργίας των έργων που δημιουργήθηκαν την προηγούμενη περίοδο. Το πρόβλημα άρχισε να εμφανίζεται σιγά-σιγά, καθώς η συγχρηματοδότηση για κάθε δράση (πχ, για μια στεγαστική δομή, ένα Κέντρο Ημέρας κλπ) διαρκεί για 18 μήνες, μετά τους οποίους πρέπει να αναλάβει ο ελληνικός κρατικός προϋπολογισμός. Ηταν γνωστό, από ολόκληρη την προηγούμενη ιστορία της ελληνικής ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, ότι το ελληνικό κράτος άλλοτε άφηνε να καταρρεύσουν οι υπηρεσίες που δημιουργούνταν από τα κοινοτικά προγράμματα, άλλοτε τα άφηνε απλώς να φυτοζωούν και άλλοτε έψαχνε μια νέα κοινοτική χρηματοδότηση για να κρατήσει στη ζωή όσες από τις νεοδημιουργούμενες υπηρεσίες δεν μπορούσε, χωρίς σοβαρό τίμημα, ν΄ αφήσει να καταρρεύσουν - και έτσι…. φτάσαμε στο τέλος του Γ΄ΚΠΣ.
Αυτή τη φορά, όμως, δεν είχαμε, πχ, ένα πρόγραμμα επαγγελματικής κατάρτισης που «δεν μας νοιάζει» αν μετά 12 ή 18 μήνες, στη διάρκεια των οποίων οι ασθενείς παίρνουν για πρώτη φορά μια αμοιβή και οικοδομούν μια νέα ελπίδα για ζωή, για ένα μέλλον, κλείνει το πρόγραμμα και «θάβουμε την ελπίδα», στέλνοντάς τους πίσω από τα τείχη του ασύλου.
Αυτή τη φορά είχαμε να κάνουμε με τη μαζική μετεγκατάσταση 3000 (από τους
5500) εγκλείστων των δημόσιων ψυχιατρείων (οι περισσότεροι από αυτούς στο διάστημα 1999-2004) σε περίπου 400 στεγαστικές δομές στην κοινότητα, ξενώνες, οικοτροφεία και προστατευόμενα διαμερίσματα. Μη αναλαμβάνοντας την περαιτέρω χρηματοδότηση, ή μειώνοντάς την στο ελάχιστο, το κράτος τίναζε στον αέρα ολόκληρη τη επιχείρηση, την οποία έστησε την προηγούμενη περίοδο. Αν και οι συνέπειες των περικοπών αφορούν τόσο το δημόσιο, όσο και τον ιδιωτικό τομέα (με επιπτώσεις τόσο στη μείωση του προσωπικού, όσο και στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών στους ενοίκους), σ΄ αυτόν τον δεύτερο, λόγω της ιδιωτικής διαχείρισης και των ιδιωτικών σχέσεων εργασίας, είναι πιο ορατές και εκκωφαντικές: με τους εργαζόμενους να μένουν απλήρωτοι για 8 και 10 μήνες, με τις απολύσεις προσωπικού, τις παραιτήσεις, την κόπωση, την επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των ενοίκων των στεγαστικών δομών - και με τα φαινόμενα διαφθοράς μεταξύ των ιδιοκτητών των εταιρειών να παίρνουν πρωτοφανείς διαστάσεις.
Αλλά και στο δημόσιο τομέα είχαμε φαινόμενα χρεοκοπίας (ή και αναστολής της λειτουργίας) ψυχιατρικών νοσοκομειακών μονάδων, στα πλαίσια των τεράστιων ελλειμμάτων και χρεών που έχουν όλα τα δημόσια νοσοκομεία στην Ελλάδα προς τους προμηθευτές τους και προς τις φαρμακευτικές εταιρείες – με αποτέλεσμα να μη μπορούν να πληρώνουν έγκαιρα τα ενοίκια στους ιδιοκτήτες των δεκάδων στεγαστικών δομών που έχουν ενοικιάσει και όπου μεταφερθεί εκατοντάδες πρώην έγκλειστοι (συχνά χρωστούν νοίκια έως και 10 μηνών), ενώ ενίοτε, λόγω των χρεών, συναντούν μεγάλα προβλήματα, πλέον, στην προμήθεια εντελώς απαραίτητων υλικών, φαρμάκων κλπ.
Με μειωμένες τις κλίνες των ψυχιατρείων (ή και το κλείσιμό τους) και χωρίς την ανάπτυξη εναλλακτικών κοινοτικών υπηρεσιών, κλιμακώθηκε μια ασφυκτική πίεση στις μονάδες νοσοκομειακής νοσηλείας, πίεση της οποίας, η ορατή πλευρά, είναι τα δεκάδες ράντζα στα τμήματα εισαγωγών των ψυχιατρείων και των ψυχιατρικών κλινικών των γενικών νοσοκομείων (και η δημιουργία συνθηκών για ακραίες μορφές ιδρυματικής βίας), η «περιστρεφόμενη πόρτα» και η ραγδαία άνθηση των ιδιωτικών ψυχιατρικών κλινικών σε όλη την Ελλάδα.
Το πρόβλημα, φυσικά, δεν είναι μόνο, απλά και γραμμικά, «η χρηματοδότηση», αλλά και η επικρατούσα κουλτούρα της ψυχιατρικής κοινότητας και οι λογικές με τις οποίες έχει επιλέξει να διαιωνίσει τη λειτουργία της ως εντολοδόχου για τον κοινωνικό έλεγχο, αντί για τη χειραφέτηση των ψυχικά πασχόντων υποκειμένων, μια χειραφέτηση που είναι προϋπόθεση της δικής της χειραφέτησης, δηλαδή των λειτουργών που τους περιθάλπουν. Γιατί, για να θυμηθούμε τον Basaglia, για να «είναι o ασθενής ένα “πρόσωπο” και να περιθάλπεται και να θεραπεύεται ως τέτοιο», πρέπει εμείς «να ξεχάσουμε ότι είμαστε ψυχίατροι και για να θυμηθούμε ότι είμαστε “πρόσωπα”». Λέμε, «έχει επιλέξει», γιατί, αν δεν είχε επιλέξει, θα διεκδικούσε.
Η μείωση της χρηματοδότησης κάνει πιο ορατό το πρόβλημα, το οποίο, όμως, δεν συνίσταται μόνο σ΄ αυτή τη μείωση, αλλά στην αλληλεπίδραση και την αλληλοτροφοδότησή της με μιαν «εκμοντερνισμένη», αν και απορρυθμισμένη, μορφή του κλασσικού ψυχιατρικού, ιδρυματικού παραδείγματος.
Μπροστά στα αδιέξοδα που έχουν δημιουργηθεί, υπάρχουν προτάσεις και προσπάθειες, από τη μεριά του κράτους και της κατεστημένης ψυχιατρικής κοινότητας, να ‘επιδιορθώσουν’ το χάος με ακόμα πιο αντιδραστικά μέτρα, όπως το άνοιγμα ξανά των ψυχιατρείων, με τις όποιες παλιές, ή νέες μορφές. Πχ, προωθείται μια πρόταση για ίδρυση «ειδικών οικοτροφείων» για «δυσίατα» περιστατικά, μια άλλη για ψυχιατρεία «μέσης ασφαλείας», όπως στη Βρετανία, για «ψυχικά πάσχοντες επικίνδυνους μη παραβάτες», μια τρίτη για κατάργηση των ΚΨΥ (που, ούτως ή άλλως, δεν υπάρχουν, αλλά μπορούμε να πούμε ότι είναι υπό διεκδίκηση): δηλαδή, να καταργηθούν τελείως ως προοπτική και να αντικατασταθούν από μια ισχνή παρουσία λειτουργών ψυχικής υγείας (ψυχιάτρου, παιδοψυχιάτρου, ψυχολόγου, κοινωνικού λειτουργού και επισκέπτριας υγείας) μέσα στα Κέντρα Υγείας (που κι΄ αυτά ελάχιστα υπάρχουν, αλλά «θα γίνουν περισσότερα» στο μέλλον…), στο όνομα της σχέσης της Ψυχικής Υγείας με την Υγεία γενικά, της οποίας η πρώτη πρέπει ν΄ αποτελεί μέρος… .αλλά μ΄ αυτό τον τρόπο, της διάλυσης της μιας μέσα στην άλλη.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν σοβαρές προσπάθειες για «εναλλακτικές πρακτικές», στην κατεύθυνση της υπέρβασης των θεσμών της παραδοσιακής ψυχιατρικής και της ιδρυματικής βίας – παρόλο που, για λόγους που δεν είναι του παρόντος ν΄ αναλυθούν, δεν έγινε δυνατή η οικοδόμηση ενός ευρύτερου κινήματος για την ψυχική υγεία και τη χειραφέτηση των εγκλείστων των ψυχιατρείων, σε σύνδεση μ΄ ένα ευρύτερο κοινωνικό κίνημα για δικαιώματα και διαδικασίες κοινωνικής χειραφέτησης. Ισως σήμερα, με την άνοδο, που υπάρχει, ενός κινήματος αμφισβήτησης των κατεστημένων θεσμών στην Ελλάδα, κινήματος νεολαίας και καταπιεσμένων στρωμάτων, να γίνει δυνατή μια τέτοια προοπτική. «Εναλλακτικές πρακτικές» στο χώρο της ψυχικής υγείας, ωστόσο, αν και λίγες, είναι υπαρκτές, παρόλη την επικράτηση της νεοϊδρυματικής διαχείρισης. Μάλιστα, μπορεί να πει κανείς ότι είναι ακριβώς αυτές οι «κριτικές στην πράξη», οι «εναλλακτικές νησίδες», που έχουν αναδείξει αφενός, το νεο-βάρβαρο και αντιθεραπευτικό χαρακτήρα και αφετέρου, τα συσσωρευόμενα αδιέξοδα και την κλιμακούμενη κρίση (θεσμική και οικονομική) του «νεοιδρυματικού μοντέλου» - που είναι πιο πολύ μια κατάσταση «απορρύθμισης» παρά «μοντέλο», με ό, τι σημαίνει αυτή η λέξη.
Κρίσιμα σημεία διεκδίκησης, άξονες για την οικοδόμηση ενός κινήματος για την ψυχική υγεία και ενάντια στην ιδρυματική βαρβαρότητα, είναι ζητήματα όπως:
- η διασφάλιση του δημόσιου, υψηλού ποιοτικού επιπέδου και δωρεάν χαρακτήρα της ψυχικής υγείας, με αποφασιστικό έλεγχο των εργαζομένων στην ψυχική υγεία, των «ληπτών», των οικογενειών.
-οι «ανοιχτές πόρτες» και η «κατάργηση των πρακτικών του εγκλεισμού και των μεθόδων της ιδρυματικής βίας» (μηχανικής καθήλωσης και της απομόνωσης),
- η «απαγόρευση των εισαγωγών στα ψυχιατρεία» – με την άμεση μεταφορά όλων των νοσοκομειακών / νοσηλευτικών μονάδων σε γενικά νοσοκομεία (υπό όρους ριζικά διαφορετικούς από τους σημερινούς, που είναι ομοειδείς προς αυτούς των ψυχιατρείων) και σε ΚΨΥ που πρέπει να ιδρυθούν
-η άμεση εφαρμογή μιας πραγματικής τομεοποίησης (τομείς το πολύ των 100.000 κατοίκων) σε όλη τη χώρα, με υποχρέωση όλων των υπηρεσιών να λειτουργήσουν στη βάση της «ευθύνης για τις ανάγκες του πληθυσμού μιας ορισμένης περιοχής», με απαρέγκλιτους άξονες τη «θεραπευτική συνέχεια», την «κινητοποίηση των πολλαπλών πόρων της κοινότητας», τη «σφαιρικότητα των παρεμβάσεων», την «πρόληψη του εγκλεισμού και της νοσοκομειακής νοσηλείας», τη «στήριξη στον τόπο κατοικίας» με πλήρη δικαιώματα και με αξιοπρεπείς κοινωνικούς ρόλους.
- η διεκδίκηση επαρκούς χρηματοδότησης και οι προσλήψεις, ιδιαίτερα νοσηλευτών.
Η κοινωνική έκρηξη του Δεκέμβρη, που ακολούθησε την δολοφονία του νεαρού
Αλέξη Γρηγορόπουλου, έχει σημάνει μια τομή στην κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα αυτής της χώρας. Η σφαίρα που σκότωσε το νεαρό μαθητή, έπληξε εξίσου θανάσιμα την επίπλαστη πολιτικο-κοινωνική ισορροπία στην οποία βρισκόταν η χώρα, μέσα σε συνθήκες ραγδαία επιδεινούμενης οικονομικής κρίσης. Η κρίση των θεσμών προϋπήρχε και ήταν βαθιά. Μετά το «Δεκέμβρη» αυτή η κρίση τίθεται με νέους όρους : βαθαίνει και, ταυτόχρονα, αποχτά και μια νέα δυναμική. Αναδεικνύει την σκλήρυνση των θεσμικών εξουσιών και του κράτους, αλλά και τον ευάλωτο χαρακτήρα τους. Αναδεικνύει αδιέξοδα και δυσκολίες, αλλά, ταυτόχρονα, νέες ευκαιρίες. Το ίδιο ισχύει και για την κρίση στον ψυχιατρικό θεσμό.
Όπως έλεγε ο Basaglia «από τη στιγμή που ένας έγκλειστος, ή πρώην έγκλειστος, δεν έχει ρούχα, δεν έχει σπίτι, δεν έχει εισόδημα, τότε μιλάει για το πρόβλημα όλων : για το πρόβλημα των ρούχων, του σπιτιού, του εισοδήματος που κανένας δεν έχει. Τότε αυτή η “πέτρα” που πετάχτηκε για να καταγγείλει αυτές τις ελλείψεις στην κατάσταση του ιδρύματος, στην πραγματικότητα αποκαλύπτει τα κακώς κείμενα ολόκληρης της κοινωνίας».
Ζούμε σε μιαν εποχή όπου, όσο περισσότερο κλιμακώνεται η αντίσταση ενάντια στον αποκλεισμό και στους κοινωνικούς όρους «απανθρωποποίησης» του ανθρώπου, τόσο περισσότερο οι θεσμοί της βίας επιχειρούν ν΄ ασκήσουν, όπως λέει ο G. Agamben, «μια συνολική κυριαρχία πάνω στον άνθρωπο…έναν έλεγχο επί της ζωής μέσω μιας κατάστασης εξαίρεσης». Αυτή η «κατάσταση εξαίρεσης» ισχύει για τους δεκάδες ψυχικά ασθενείς που εξακολουθούν να πεθαίνουν δεμένοι μέσα στις ελληνικές ψυχιατρικές μονάδες, καθώς και γι΄ αυτούς που κακοποιούνται μέσα σε αστυνομικά τμήματα γιατί θεωρήθηκαν ενοχλητικοί για τους γύρω και μεταφέρονται σε κωματώδη κατάσταση στο νοσοκομείο (όπως ο Χρ. Χρονόπουλος στην Καλλιθέα και πολλοί άλλοι). Ισχύει για τους δεκάδες μετανάστες «χωρίς χαρτιά» που βασανίζονται ή δολοφονούνται στα πλαίσια αστυνομικών επιχειρήσεων. Ισχύει για τη συνδικαλίστρια Κωνσταντίνα Κούνεβα που, αφού την περιέλουσαν με βιτριόλι, την ανάγκασαν και να το καταπιεί, επειδή υπεράσπιζε τα δικαιώματα των καθαριστριών, που δουλεύουν σε νοσοκομεία και δημόσιους οργανισμούς, κάτω από δουλοκτητικές συνθήκες. Ισχύει για τους μαθητές που διαδηλώνουν και αφού συλληφθούν και κακοποιηθούν στα αστυνομικά τμήματα, σύρονται στα δικαστήρια με την κατηγορία του «τρομοκράτη». Συμβάντα σαν αυτά συγκροτούν, πλέον, τη νέα μας «καθημερινότητα» και, σύμφωνα και πάλι με τον G. Agamben, δεν εκφράζουν παρά αυτή τη διάχυτη «κυριαρχία και τον έλεγχο» που ασκούν οι εξουσιαστικοί θεσμοί «πάνω στον απογυμνωμένο από κάθε ιδιότητα και δικαίωμα άνθρωπο, στον οποίο ασκείται ένα δικαίωμα ζωής ή θανάτου».
Η ανατροπή των εξουσιαστικών θεσμών και σχέσεων παντού (κρατικούς θεσμούς, εκπαιδευτικό σύστημα, ψυχική υγεία (γενικότερα στην υγεία), οικογένεια, στο πεδίο του πολιτισμού, είναι προϋπόθεση για την κοινωνική χειραφέτηση του ανθρώπου.
Μπορούμε έτσι να καταλάβουμε γιατί η «πέτρα» που πετάει ένας αποκλεισμένος, αντί να μετατρέπεται σε ανάθεμα, μπορεί μιλάει για όλη την κοινωνία.
Μπορούμε, επίσης, να καταλάβουμε γιατί ριζικές αλλαγές στο χώρο της ψυχικής υγείας είναι δυνατές, όπως και η υπεράσπιση σημαντικών και ζωτικών καταχτήσεων του παρελθόντος είναι δυνατή, μόνο στη βάση αυτού του ευρύτερου κινήματος στα πλαίσια του οποίου, οι αποκλεισμένοι και αυτοί που απειλούνται με αποκλεισμό, παίρνουν την τύχη τους στα χέρια τους, διεκδικώντας μια κοινωνική συνθήκη, μια νέα Κοινωνική Τάξη στο εσωτερικό της οποίας θα υπάρχει ο αναγκαίος «χώρος» για τον καθένα, για να εκφράσει ισότιμα τον εαυτό του και τις ιδιαίτερες ανάγκες του και
αυτές οι ανάγκες να μπορούν να βρίσκουν ουσιαστική απάντηση και ικανοποίηση.
8 Μαρτίου 2009
Θ. Μεγαλοοικονόμου