ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ
(Το κείμενο αυτό παρουσιάστηκε στο διήμερο συνέδριο “Why change? Creativity and Innovation in Mental Health development”, 26-27/10/2012, που έγινε στα πλαίσια του «Trieste International School», 22-27/10/2012.)
Θα προσπαθήσω σ΄ αυτή την παρέμβαση να δώσω μιαν εικόνα των συνεπειών από την «συνάντηση», τα τελευταία δύο χρόνια, ενός δυσλειτουργικού, νεοϊδρυματικού και ανέκαθεν υποχρηματοδοτημένου συστήματος ψυχικής υγείας, όπως είναι αυτό που διαμορφώθηκε στην Ελλάδα τα τελευταία 15 χρόνια, με μια πρωτοφανούς βάθους και έκτασης οικονομική κρίση που σαρώνει όλη την Ευρώπη, με τη Ελλάδα ν΄ αποτελεί (σ΄ αυτή τη φάση της διεθνούς κρίσης) την πιο κραυγαλέα και τραγική έκφρασή της. Θα επιχειρήσω να δω αυτή τη «συνάντηση» από τη σκοπιά και σε συνάρτηση με τις προσπάθειες για την λειτουργία, στην Αθήνα, μιας κοινοτικής υπηρεσίας ψυχικής υγείας που αποβλέπει σε μια ψυχιατρική «πέρα τα τείχη», σε κατεύθυνση ριζικά εναλλακτική από το επικρατούν ψυχιατρικό παράδειγμα.
Το νήμα σ΄ αυτή τη διαδρομή ξεδιπλώνεται και έχει σαν οδηγό του την διατύπωση του Franco Basaglia για τη σχέση ανάμεσα στο πάσχων υποκείμενο, τον θεραπευτικό θεσμό και το κοινωνικό σύστημα – μια διατύπωση αξεπέραστη ως προς τον διαλεκτικό (και όχι γραμμικό/αθροιστικό) χαρακτήρα της σύλληψής, καθώς μόνο κατ΄ αυτόν τον διαλεκτικά συνθετικό τρόπο μπορεί να ανοίγει το δρόμο σε μια πρακτική προς μιαν εναλλακτική/ανατρεπτική κατεύθυνση. Όπως τονίζει στο “Riabilitazione e controllo sociale”, το πρόβλημα κινείται σε τρία επίπεδα : το επίπεδο του ατόμου, του αρρώστου και της αρρώστιας του, το θεσμικό επίπεδο, τον θεραπευτικό, δηλαδή, θεσμό που ορίζει, κωδικοποιεί και αποφασίζει για τον τρόπο αντιμετώπισης της αρρώστιας και το δομικό/κοινωνικό επίπεδο, δηλαδή, την στρατηγικού χαρακτήρα δομική σημασία του θεσμού στο εσωτερικό του κοινωνικού συστήματος, του οποίου αποτελεί έκφραση. Τρία επίπεδα που κινούνται, σε συνάρτηση το ένα με το άλλο και με τρόπο ανταγωνιστικό - κινούνταν πάντα ανταγωνιστικά, αλλά ακόμα περισσότερο σήμερα. Το ίδρυμα/θεσμός, εκτός από την αντικειμενοποίηση και την πραγμοποίηση του υποκειμένου (και διαμέσου αυτών), επιτελεί, ταυτόχρονα, όπως τονίζει ο Basaglia, μια στρατηγικού χαρακτήρα λειτουργία διακρίσεων και αποκλεισμού, αποτελώντας έναν από τους βασικούς πυλώνες για την επιβολή και διατήρηση της κατεστημένης κοινωνικής τάξης.
Είναι αδύνατο να κατανοήσει κανείς σήμερα τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα της Ψυχιατρικής και του συστήματος υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας στην Ελλάδα, όπως, αντίστοιχα, σ΄ ολόκληρη την Ευρώπη, αγνοώντας την αφετηρία και υλική βάση αυτών των αντιφάσεων : δηλαδή, την διεθνή οικονομική κρίση, συνέπεια της οποίας είναι η ολοσχερής χρεωκοπία της ελληνικής οικονομίας και η δικτατορική επιβολή, από την τρόικα ΔΝΤ/ΕΕ/ΕΚΤ, του «μνημονίου», ενός κατ΄ ευφημισμόν ονομαζόμενου «προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής». Αυτή η κρίση βρίσκεται, την ίδια στιγμή, σε μια δομικού τύπου συνάρτηση με τις νέες ανάγκες του κυρίαρχου συστήματος διεθνώς, για μια «βιο-πολιτική του πληθυσμού» που μετατρέπεται, πλέον, σε «θανατο-πολιτική», όχημα της οποίας είναι μια «βιο-εξουσία», που, όλο και περισσότερο, βλέπει, πλέον, και ασκεί αυτό που ο Μισέλ Φουκώ χαρακτήριζε ως «χειραγώγηση των σωμάτων και την υπολογιστική διαχείριση της ζωής» υπό το πρίσμα του εξοστρακισμού από τη ζωή και της εξόντωσης.
Είναι αυτή η κατάσταση της οικονομικής κατάρρευσης που έρχεται να συναντήσει την ήδη από μακρού σοβούσα κρίση του συστήματος Ψυχικής Υγείας στην Ελλάδα. Την αποτυχία, δηλαδή, της ελληνικής «ψυχιατρικής μεταρρύθμισης», εδώ και πάνω από 25 χρόνια και του εθνικού της προγράμματος, εδώ και 10 χρόνια, του περίφημου ‘Ψυχαργώς’, που δεν κατάφερε επ΄ ουδενί να πάει ‘πέρα από’ τον ολοπαγή θεσμό, το ψυχιατρείο και τα όποια νεοϊδρυματικά αντίγραφά του.
Την προηγούμενη δεκαετία, στη βάση αυτού του προγράμματος, έκλεισαν, υποτίθεται, τα τέσσερα μικρότερα ψυχιατρεία, καθώς και το παιδοψυχιατρικό νοσοκομείο και συρρικνώθηκαν τα τρία μεγαλύτερα. (Η Λέρος μένει πάντα εκτός των όποιων υπολογισμών: με 300 ακόμα εν ζωή χρήστες/νοσηλευόμενους, εξακολουθεί να υπάρχει). Όμως, αυτή η διαδικασία δεν συνοδεύτηκε από την δημιουργία κοινοτικών υπηρεσιών, ολοκληρωμένων και εναλλακτικών στο ψυχιατρείο και στο παραδοσιακό «κύκλωμα του ελέγχου». Και πώς να υπάρξουν κοινοτικές υπηρεσίες όταν στην Ελλάδα, εν έτει 2012, εξακολουθεί να μην υπάρχει τομεοποίηση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας;
Η ελληνική ‘ψυχιατρική μεταρρύθμιση’, σε αντιδιαστολή με αυτό που ορίζουμε ως Αποιδρυματοποίηση (deinstitutionalization), αποτέλεσε μια διασπορά των θραυσμάτων του κατακερματισμένου ασύλου (transinstitutionalization) στην κοινότητα, με την μετεγκατάσταση των ασθενών από τις πτέρυγες χρόνιας παραμονής στα ψυχιατρεία σε στεγαστικές μονάδες του δημοσίου, ή ιδιωτικών «μη κερδοσκοπικών» εταιρειών, χωρίς το σύστημα, οι δομές και η λειτουργία του, οι πρακτικές και η κουλτούρα του ν΄ αλλάζουν. Με συνθήκες, σε αρκετές από αυτές τις εξωνοσοκομειακές δομές, παρόμοιες με αυτές στα ψυχιατρεία, με μηχανικές καθηλώσεις, κλειδωμένες πόρτες και συχνά με την επιτήρηση από κάμερες.
Καθώς το ‘κλείσιμο’ (των μικρότερων) ή η συρρίκνωση των (μεγαλύτερων) ψυχιατρείων δεν συνοδεύτηκε από την δημιουργία ολοκληρωμένων κοινοτικών υπηρεσιών, το κενό που δημιουργήθηκε, αποτέλεσε ένα πρόσφορο έδαφος για μια πραγματική άνθηση των ιδιωτικών ψυχιατρικών κλινικών σε διάφορες περιοχές της χώρας. Σε πολλές από αυτές υπάρχουν πληροφορίες ότι ασκούνται εξαιρετικά βίαιες μέθοδοι καταστολής των εγκλείστων.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, ακόμα και τα ψυχιατρεία που ‘έκλεισαν’, δεν καταργήθηκαν ως οργανισμοί, αλλά ούτε και ως χώροι νοσηλείας, με την έννοια ότι, στα περισσότερα από αυτά (με μόνη εξαίρεση αυτό των Χανίων) παρέμειναν οι κλίνες ‘οξείας νοσηλείας’ (στο ΨΝ Τρίπολης και χρόνιας παραμονής).
Επομένως, το ‘πρόβλημα του ψυχιατρείου’, παρά την όποια φιλολογία περί κλεισίματος και τα όποια προγράμματα, ποτέ δεν ξεπεράστηκε στην ουσία του, ως κουλτούρα, πρακτική και τρόπος οργάνωσης των υπηρεσιών ψυχικής υγείας και ως θεσμός-φορέας μιας κοινωνικής ανάθεσης για την διατήρηση της κατεστημένης Κοινωνικής Τάξης.
Μια άλλη παράμετρος ήταν ο ρόλος του λεγόμενου ιδιωτικού ‘μη κερδοσκοπικού’ τομέα στην Ελλάδα, που λειτούργησε με κρατική χρηματοδότηση, περισσότερο ως παρα-κυβερνητική παρά ως ‘μη κυβερνητική’ δραστηριότητα, συμβάλλοντας στην ιδιωτικοποίηση της ψυχικής υγείας (μέσω της ιδιωτικοποίησης και της επισφάλειας των εργασιακών σχέσεων του προσωπικού τους), αλλά και στην αναπαραγωγή του κατακερματισμού και της παράλληλης και αποκομμένης (σε αντίθεση προς την εναλλακτική) δραστηριότητας σε σχέση με το υπάρχον ιδρυματικό σύστημα των υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας. Λειτούργησαν πιο πολύ στην κατεύθυνση της απορρόφησης κονδυλίων και πολύ λιγότερο (έως και καθόλου) της ανάληψης της ευθύνης για απάντηση στις ανάγκες του πληθυσμού μιας ορισμένης περιοχής (χωρίς να επικεντρώνουν, δηλαδή, στην συμμετοχή τους σε κοινές δράσεις και σε συνέργειες, στη λογική του ‘τομέα ευθύνης’, αλλά έχοντας ως σημείο αναφοράς πρωτίστως τις ανάγκες και επιδιώξεις της εκάστοτε εταιρείας).
Πολλοί στο χώρο των ΜΚΟ δεν έπαψαν να χρησιμοποιούν κατά κόρον τη νέα μεταρρυθμιστική «επιστημονική ιδεολογία» (ενάντια στο ψυχιατρείο, στροφή στην κοινότητα κλπ, ακόμα και τις ιδέες του Basaglia) και διαμέσου γενικόλογων διακηρύξεων για μεταρρυθμίσεις, όπως έλεγε ο ίδιος ο Basaglia, να την χρησιμοποιούν ως «συγκάλυψη της ακινησίας και της ακαμψίας» του θεσμού και των πρακτικών τους, με αποτέλεσμα οι νεωτεριστικές ιδέες, με την μυστικοποίηση που υφίσταται ο πραγματικά εναλλακτικός τους χαρακτήρας, το επιστημονικό άνοιγμα που εισάγουν, να μετατρέπονται σε «δήθεν μεταρρυθμιστικές ιδέες», δηλαδή, να προσαρμόζονται και ν΄ αποτελούν το άλλοθι της διατήρησης, στην αρχική του κατάσταση, του θεσμού που υποτίθεται ότι ήθελαν να μετασχηματίσουν.
Είναι μέσα σ΄ αυτή την κατάσταση, την προηγούμενη δεκαετία, του συστήματος της Ψυχικής Υγείας στην Ελλάδα και σε μια διαδικασία της έμπρακτης αμφισβήτησής της, που έγινε δυνατό να ευοδωθεί μια προσπάθεια (που είχε ξεκινήσει ήδη από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας) για μιαν ουσιαστική στροφή στην κοινότητα. Το ΚΨΥ Αγίων Αναργύρων άρχισε να λειτουργεί, ως αποκεντρωμένη μονάδα του ΨΝΑ, το Νοέμβριο του 2006.
Η ίδρυση και λειτουργία του ΚΨΥ ήρθε ως μια στιγμή στο συνεχές μιας διαδικασίας Αποιδρυματοποίησης στο εσωτερικό του ΨΝΑ, πρώτα με το κλείσιμο μιας πτέρυγας χρόνιας παραμονής (μέσω της μετάβασης των εγκλείστων σε ξενώνες, οικοτροφεία και προστατευόμενα διαμερίσματα) και εν συνεχεία, με την έναρξη λειτουργίας, από τον Αύγουστο του 2004, της μονάδας εισαγωγών του 9ου ΨΤ.
Βασικό στοιχείο της θεραπευτικής προσέγγισης, ήδη από την αρχή, ήταν η αποδόμηση, στην πράξη, του εγκλεισμού, κατ΄ αρχήν στις πιο ορατές και περιοριστικές μορφές του, όπως είναι οι κλειδωμένες πόρτες και οι μηχανικές καθηλώσεις και απομονώσεις.
Μέσα σ΄ αυτή τη συγκυρία έγινε, εν συνεχεία, δυνατό, ένα μικρό, σχετικά, κτίριο, που ήταν έτοιμο να λειτουργήσει, από τη δική μας θεραπευτική ομάδα, ως οικοτροφείο, ν΄ αλλάξει χρήση (το 2006) και να λειτουργήσει ως ΚΨΥ.
Τρεις ήταν οι βασικές παράμετροι, που ήταν οι εκ των ουκ άνευ, αλληλεξαρτώμενες μεταξύ τους, προϋποθέσεις για την ίδρυση και λειτουργία από τη δική μας θεραπευτική ομάδα αυτού του ΚΨΥ.
Πρώτον, ότι θα ήταν διασυνδεδεμένο λειτουργικά με την νοσοκομειακή μας μονάδα νοσηλείας μέσα στο ΨΝΑ (9ο ΨΤΕ). Ότι, δηλαδή, δεν θα αναπαρήγαγε το γνωστό μοντέλο οργάνωσης ‘κοινοτικών’ μονάδων τύπου ‘εξωτερικού ιατρείου’, που διαιωνίζουν την ανάγκη (και λειτουργούν στην υπηρεσία) του ψυχιατρείου (και της νοσοκομειακής νοσηλείας) αντί για την υπέρβασή τους. Το ζητούμενο, εν προκειμένω, επρόκειτο να είναι η εναλλακτική απάντηση, πρωτίστως, στο πλήρες φάσμα των αναγκών του πληθυσμού (μιας ορισμένης περιοχής).
Δεύτερον, ότι θα λειτουργούσαμε σε τομεοποιημένη βάση – μέσα συνθήκες που δεν εφαρμόζεται καμιά τομεοποίηση στην περιοχή της Αθήνα (όπως, επίσης, πρακτικά και σε όλη τη χώρα). Εγινε δυνατό να γίνει αποδεκτό και να καθιερωθεί στο ΨΝΑ ότι όλοι όσοι εισάγονται στο ΨΝΑ και είναι κάτοικοι μιας συγκεκριμένης περιοχής (τομέας ευθύνης), να νοσηλεύονται στο δικό μας τμήμα εισαγωγών (το 9ο), έτσι ώστε, εν συνεχεία, να μπορούν να παρακολουθούνται και να στηρίζονται από το ΚΨΥ. Αυτό σημαίνει ότι η πρώτη γνωριμία του ΚΨΥ με τα περισσότερα από τα λεγόμενα πιο ‘δύσκολα’ περιστατικά γίνεται μέσω της νοσηλείας, εκούσιας ή ακούσιας, στο ψυχιατρείο.
Τρίτον, ότι αυτή η λειτουργία θα διεξαγόταν από την ίδια θεραπευτική ομάδα που, μέχρι την ίδρυση του ΚΨΥ, λειτουργούσε στο εσωτερικό του ψυχιατρείου. Η συντριπτική πλειοψηφία όσων εργάζονται στο ΚΨΥ είναι προσωπικό του ψυχιατρείου που μετακινήθηκε εκεί, σε μια λογική «μετατροπής των (ανθρώπινων)
πόρων». Είναι οι ίδιοι λειτουργοί, ψυχίατροι, νοσηλευτές, ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, εργοθεραπευτές κλπ, που πριν λειτουργούσαν «μέσα», στον ορίζοντα του «κλειστού», ολοπαγούς ιδρύματος, οι οποίοι τώρα μετακινήθηκαν «έξω», στο ΚΨΥ - άλλοι αποκλειστικά και άλλοι μοιράζοντας το χρόνο τους μεταξύ τμήματος νοσοκομειακής νοσηλείας και ΚΨΥ (αλλά και των στεγαστικών δομών). Η ίδια, λοιπόν, θεραπευτική ομάδα «μέσα» και «έξω». Για τη συνέχεια της θεραπευτικής δουλειάς κατά τη διάρκεια και μετά τη νοσοκομειακή νοσηλεία.
Όπως ήταν προγραμματισμένο από τα επίσημα πλάνα και όπως είναι η συνήθεια στην Ελλάδα, μαζί με το ΚΨΥ ενηλίκων δημιουργήθηκε (στον ίδιο οργανισμό) και ένα ιατροπαιδαγωγικό τμήμα, το οποίο στελεχώθηκε με προσλήψεις προσωπικού, εξαιρετικά αδύναμο, ακόμα, από την άποψη του αριθμού του προσωπικού.
Η λειτουργία του ΚΨΥ, μέχρι τώρα, είναι 12 ώρες την ημέρα, από Δευτέρα έως Παρασκευή. Ένας λόγος είναι η αριθμητική ανεπάρκεια του προσωπικού. Το σχέδιο είναι οι ημέρες λειτουργίας να αυξηθούν στις 6 και αργότερα στις 7 και η ημερήσια λειτουργία του να φτάσει τις 24 ώρες και, επίσης, να αποκτήσει κλίνες νοσηλείας.
Γίνεται προσπάθεια το ΚΨΥ ν΄ αποτελεί ένα χώρο «συνάντησης και επικοινωνίας», που προσφέρει υπηρεσίες, διενεργεί παρεμβάσεις και υλοποιεί προγράμματα, τόσο για τους χρήστες, όσο και για τις οικογένειές τους. Τα θεραπευτικά προγράμματα υλοποιούνται τόσο με τις επισκέψεις των χρηστών στο ΚΨΥ, όσο και με επισκέψεις των λειτουργών στα σπίτια.
Το 2011 υπήρξαν 5.476 επισκέψεις ενηλίκων χρηστών στο ΚΨΥ και 1588 επισκέψεις κατ΄ οίκον.
Τα αποτελέσματα της δουλειάς του ΚΨΥ είναι περισσότερο ορατά στην ποιότητα των θεραπευτικών απαντήσεων παρά στα καθαυτό ποσοτικά στοιχεία και αυτό έχει να κάνει με γενικότερες αντιφάσεις μέσα στο σύστημα υπηρεσιών σε μια μεγαλούπολη, όπου τα πάντα εξακολουθούν να λειτουργούν με τον «παλιό τρόπο». Για παράδειγμα, η οργάνωση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (Primary Health Care) είναι πρωτόγονη, κατακερματισμένη και υποχρηματοδοτημένη (πολύ περισσότερο σήμερα λόγω των περικοπών), χωρίς καμιά διασύνδεση μεταξύ Υγείας και Ψυχικής Υγείας σε οποιοδήποτε επίπεδο. Ετσι, όλα τα αιτήματα, ακόμα και το πιο ήπιο και στοιχειώδες πρόβλημα, που θα μπορούσε ν΄ αντιμετωπιστεί, πχ, στο επίπεδο ενός γενικού γιατρού (με την συμβουλευτική πλαισίωσή του, όπου χρειάζεται, από την υπηρεσία ψυχικής υγείας), πλημμυρίζουν το ΚΨΥ, σε αναζήτηση ενός ψυχιάτρου, ή, πιο συχνά ενός ψυχολόγου. (Στην αλματώδη αύξηση των αιτημάτων προς το ΚΨΥ έχει, ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο, συμβάλει και το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης). Από την άλλη, η στάση των κυρίαρχων ιεραρχιών στο ΨΝΑ απέναντι στο ΚΨΥ είναι ότι, απλώς, το «ανέχονται» (όταν δεν το υπονομεύουν, όπως στην περίπτωση του κτιριακού προβλήματος, αλλά και άλλων).
Τα προβλήματα, εξ΄ αιτίας αυτού, στην λειτουργία του είναι πολύ μεγάλα και γίνονται ακόμα μεγαλύτερα
-από τον εξαιρετικά μεγάλο τομέα ευθύνης (κοντά στις 450.000 κατοίκους, πράγμα που δημιουργεί ένα τεράστιο φορτίο, το οποίο συχνά είναι εξαιρετικά δύσκολο να «σηκωθεί» από μια ομάδα που ο αριθμός των μελών της δεν είναι επαρκής ούτε για την ολοκληρωμένη κάλυψη των αναγκών ενός πληθυσμού 100.000 κατοίκων - που είναι το μέγεθος του τομέα ευθύνης που επιδιώκουμε),
-την υποστελέχωση,
-την έλλειψη μέσων και πόρων για την καθημερινή δουλειά, αλλά και
-της κατάλληλης κτιριακής υποδομής κλπ.
Ένα από τα πιο ορατά αποτελέσματα της 6χρονης περίπου δουλειάς του ΚΨΥ ήταν η δραστική μείωση των ακούσιων νοσηλειών των ασθενών που είχαν ήδη αναληφθεί από το ΚΨΥ - από το 55%, που είναι κατά μέσον όρο η αναλογία των ακούσιων εισαγωγών επί του συνόλου των εισαγωγών πανελλαδικά (και στο ΨΝΑ), στο 27% το 2011. Πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπόψιν ότι έχει μειωθεί δραστικά και το ποσοστό των λεγόμενων “dropouts”. Ακόμα και αν ένας ασθενής, που έχει αναληφθεί από το ΚΨΥ, τύχει μια φορά να νοσηλευθεί, για διάφορους λόγους, σε ένα άλλο νοσοκομείο, προσπαθούμε να τον/την μεταφέρουμε με την δική του/της συναίνεση στο δικό μας τμήμα εισαγωγών. Αντίθετα μ΄ αυτό, συμβαίνει πολύ συχνά, εξαιτίας του τρόπου λειτουργίας του υπάρχοντος συστήματος υπηρεσιών, ιδιαίτερα στην Αθήνα, ένας ασθενής να εισάγεται σε διαφορετικό νοσοκομείο κάθε φορά που χρειάζεται να νοσηλευθεί. Είχαμε μια πολύ μικρή μείωση του ποσοστού των επανεισαγωγών (από 36.7% πριν την λειτουργία του ΚΨΥ, στο 34.3% μετά από πέντε χρόνια) , αλλά, όπως λέχθηκε ανωτέρω, οι περισσότερες είναι εκούσιες.
Είναι, λοιπόν, εν μέσω αυτής της προσπάθειας, στο εσωτερικό του περιγραφέντος ανωτέρω νεο-ιδρυματικού μοντέλου σε εθνική κλίμακα, το οποίο ήταν ήδη σε κρίση, που ήλθε να επιδράσει η σημερινή οικονομική κρίση.
Μια πρώτη προϋπόθεση (αναγκαία, αν και όχι επαρκής από μόνη της) για να γίνει κατανοητό το που οδηγείται ο ψυχιατρικός θεσμός, είναι η κατανόηση του ίδιου του βάθους της κρίσης :
-το ιλιγγιώδες χρέος που είναι πέραν πάσης δυνατότητας διαχείρισης (από όλες τις πλευρές χαρακτηρισμένο ως «μη βιώσιμο» και που διαρκώς αυξάνει, μεταξύ άλλων και μέσω και της καταβολής των δόσεων αποπληρωμής του),
-η αντίληψη της κρίσης στη Ελλάδα ως μέρους μιας ευρωπαϊκής και παγκόσμιας, χωρίς κανένα ιστορικό προηγούμενο, κρίσης,
-η προοπτική πολλών δεκαετιών με διαδοχικά ‘μνημόνια’, το περιεχόμενο των οποίων πρόκειται να κινείται, σε όλο και μεγαλύτερες δόσεις, στη γραμμή της τριπλής αποδόμησης, της αγοράς εργασίας (πλήρης ελαστικοποίηση και απορρύθμιση), του δημόσιου (με τις απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, την ιδιωτικοποίηση και το ξεπούλημα των πάντων) και του κράτους πρόνοιας (όποιου τέλος πάντων υπήρχε σ΄ αυτή τη χώρα, επιδομάτων, συντάξεων κοκ).
Με την ανεργία να φτάνει το 2012, επισήμως, το 24% (στην πραγματικότητα, πάνω από 30%), με μια κοινωνία σε γενικευμένη πτώχευση, με την πλειονότητα να αδυνατεί ν΄ αναπαράγει την κοινωνική της ύπαρξη και με μόνη διάκριση, εντός της κοινωνίας, μεταξύ αυτών που είναι τελείως εκτός εργασίας και του όποιου εισοδήματος και αυτών που εξακολουθούν να εργάζονται με μισθό που δε τους φτάνει να ζήσουν. Αρκεί μόνο να σκεφτεί κανείς ότι ένας στους τρείς στην Ελλάδα είναι ανασφάλιστος και δεν μπορεί να προμηθεύεται τα φάρμακά του, ενώ και οι περισσότεροι από αυτούς που έχουν ασφάλιση αδυνατούν πλέον να καταβάλουν την όλο και μεγαλύτερη συμμετοχή τους στην αγορά των φαρμάκων, στις εργαστηριακές εξετάσεις και στη νοσηλεία τους, πράγμα που, εν τέλει, τους καθιστά στην ουσία και αυτούς ανασφάλιστους. Το σύστημα Υγείας και τα ασφαλιστικά ταμεία είναι σε πλήρη κατάρρευση, οι συντάξεις και τα επιδόματα αναπηρίας μειώνονται σε τρομακτικά ποσοστά (σε μια επιχείρηση πραγματικής γενοκτονίας της τρίτης ηλικίας και των ατόμων με αναπηρία και ψυχιατρικά προβλήματα) - και το ίδιο δραστικά έχουν μειωθεί, μειώνονται διαρκώς και πρόκειται να μειωθούν κι΄ άλλο, οι μισθοί στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Στα πλαίσια, μάλιστα, της πολιτικής για δραστική μείωση του Δημόσιου τομέα, υπολογίζεται ότι, μέχρι το 2016, με μόνη την αποχώρηση των συνταξιοδοτούμενων χωρίς να υπάρξει αντικατάστασή τους (λόγω ισχύος του κανόνα ‘1πρόσληψη προς 5 ή 10 αποχωρήσεις’), αναμένεται ότι οι εργαζόμενοι στον τομέα της Υγείας (συμπεριλαμβανομένης της Ψυχικής Υγείας) θα μειωθούν συνολικά κατά περίπου 13.000.
Η χώρα ολόκληρη μετατρέπεται σε Ειδική Οικονομική Ζώνη, με πλήρως ελαστικοποιημένες εργασιακές σχέσεις, με την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, με επαναφορά της εβδομάδας των 6 εργάσιμων ημερών και των 13 ωρών ημερήσιας εργασίας και με διαρκή πίεση ο κατώτατος μισθός να πέσει περαιτέρω από τα 586 ευρώ (από 750 πριν δυο χρόνια), σε επίπεδα κάτω από τα 300 ευρώ, προκειμένου να υπάρξουν κερδοφόρες επενδύσεις - πάνω στο πτώμα ενός ολόκληρου λαού.
Θα πρέπει να υπογραμμίσω σ΄ αυτό το σημείο κάτι που θεωρώ ως μια πολύ σοβαρή και συνάμα απειλητική συνέπεια της απότομης διάρρηξης και κατάρρευσης του κοινωνικού ιστού στην Ελλάδα, σε όλα του τα επίπεδα και τις διαστάσεις, όπως τουλάχιστον αυτός υπήρχε μέχρι πριν δυο-τρία χρόνια : κατάρρευση ενός κοινωνικού ιστού που εμφανίστηκε μεν απότομα, αλλά του οποίου τα θεμέλια έτριζαν και οι ρωγμές του είχαν αρχίσει να εμφανίζονται εδώ και αρκετά χρόνια – για όποιον, τουλάχιστον, «ήθελε» να τις δει. Η εκτεταμένη πτωχοποίηση, η κυριολεκτική κονιορτοποίηση των μικροαστικών στρωμάτων και η καταστροφή της εργατικής τάξης, η απόγνωση και η έλλειψη προοπτικής για ένα ορατό μέλλον, ιδιαίτερα για τους νέους, μαζί με την έλλειψη, προς το παρόν, μιας δημιουργικής, ελπιδοφόρας και πραγματικά εναλλακτικής πολιτικής λύσης, δημιούργησαν το έδαφος για την εμφάνιση και την ισχυροποίηση ενός Ναζιστικού κόμματος (της «Χρυσής Αυγής»), βαθύτατα ρατσιστικού και δολοφονικού, το οποίο, από ποσοστά μικρότερα του 1% στα οποία κυμαινόταν η εκλογική του δύναμη τα προηγούμενα χρόνια, γνώρισε μιαν αλματώδη άνοδο στις φετινές εκλογές, φτάνοντας κοντά στο 7% και υπολογίζεται τώρα, στις διάφορες σφυγμομετρήσεις, σε πάνω από 12%. Αυτό το κόμμα, όπως οι πρόγονοί του στη ναζιστική Γερμανία της δεκαετίας του 30, είναι, μεταξύ άλλων, και υπέρ της στείρωσης και της ευθανασίας των ψυχικά πασχόντων, των πασχόντων από διάφορες μορφές αναπηρίας κλπ. Μια από τις πιο πρόσφατες πρωτοβουλίες τους (εκτός από τα καθημερινά μαχαιρώματα μεταναστών) ήταν η προσπάθειά τους να διώξουν από τους βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς τα παιδιά των μεταναστών, καθώς, σύμφωνα με το ναζιστικό τους μυαλό, και οι σταθμοί αυτοί (όπως κάθε τι στην Ελλάδα) θα πρέπει να είναι μόνο γα καθαρόαιμους «Ελληνες»…!!! Το ίδιο επιχείρησαν και για τους φοιτητές στα Πανεπιστήμια.
Επανερχόμενος στο κύριο θέμα, ύστερα από αυτή την κρίσιμη, όπως την θεωρώ, παρένθεση, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι, οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν, μετά την είσοδο της χώρας σε καθεστώς επιτήρησης από ΔΝΤ/ΕΕ/ΕΚΤ, έχουν οδηγήσει αυτό που ήταν ως τώρα, στην Ψυχική Υγεία, μια κατάσταση ‘στασιμότητας’ και ‘τέλματος’, σε μια διαδικασία πραγματικής κατεδάφισης του όλου συστήματος – όχι πια η συντήρηση του εξωραϊσμένου νεο-ιδρυματισμού, αλλά, κυριολεκτικά, η κατεδάφιση. Όχι μόνο η δημιουργία κοινοτικών υπηρεσιών, που είναι το ζητούμενο στην Ελλάδα, τίθεται, πλέον, εκτός ουσιαστικής συζήτησης, αλλά και οι νεο-ιδρυματικές δομές, ξενώνες, οικοτροφεία κοκ, με την δημιουργία των οποίων ταυτίστηκε η ελληνική ‘ψυχιατρική μεταρρύθμιση’, μπαίνουν σε άμεσο κίνδυνο να κλείσουν (ήδη μερικά έκλεισαν), να συγχωνευθούν κοκ, για πλείστους λόγους (έλλειψης προσωπικού, περικοπών κλπ). Το γεγονός ότι, πολύ πριν ξεσπάσει η τωρινή κρίση, οι δομές του ιδιωτικού, ‘μη κερδοσκοπικού’ τομέα δεν έπαιρναν παρά δραστικά μειωμένη και με μεγάλες ασυνέχειες την επιχορήγηση που τους όφειλε το κράτος (και το προσωπικό έμενε απλήρωτο για μήνες, ενώ το επίπεδο φροντίδας των ενοίκων ανάλογα υποβαθμιζόταν), δεν ήταν παρά το προοίμιο της σημερινής κατάστασης.
Είναι, άλλωστε, γι΄ αυτό το λόγο που, ήδη, από τα μέσα της δεκαετίας που πέρασε, και πολύ πριν ξεσπάσει η σημερινή κρίση, η τότε κυβέρνηση και οι επιτελείς της επί θεμάτων ψυχικής υγείας είχαν αρχίσει να καταστρώνουν σχέδια αντιμετώπισης της κρίσης στο όλο σύστημα, αφενός, με την ακύρωση της δημιουργίας κοινοτικών υπηρεσιών ψυχικής υγείας (ιδιαίτερα ΚΨΥ), χρησιμοποιώντας ως άλλοθι την ‘διασύνδεση’ (στην πραγματικότητα, συγχώνευση, που ισοδυναμούσε με σύνθλιψη) των όποιων κοινοτικών δραστηριοτήτων στην γενική Υγεία (στα Κέντρα Υγείας, όπου υπάρχουν), υπό μορφήν εξωτερικών ιατρείων (για μιαν ακόμη φορά, η ακύρωση μέσω της μυστικοποίησης - και χρησιμοποίησής της για διαμετρικά αντίθετους στόχους – μιας, κατά τα άλλα, σωστής ιδέας) και, αφετέρου, με τη στροφή στις «ειδικές», δηλαδή, κλειστές, κατασταλτικού χαρακτήρα δομές, ακόμα και μέσα στην κοινότητα, για τον έλεγχο των λεγόμενων «δύσκολων περιστατικών», σε μια λογική διαχείρισης και ελέγχου της «επικινδυνότητας».
Αυτά τα σχέδια, με τον ακατέργαστο, πρωτόγονο χαρακτήρα της συγκρότησης και διατύπωσής τους, έμειναν, για ποικίλους λόγους, στα χαρτιά – περιμένοντας, κατά κάποιον τρόπο, το ξέσπασμα, που από τότε εγκυμονούνταν, αυτής της κατακλυσμιαίας κρίσης, για να πάρουν μια πιο ραφινάτη μορφή, με φράσεις και σχήματα δανεισμένα από τα πάλαι ποτέ θέσφατα της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, στο κείμενο μιας ‘επιτροπής σοφών’ του Υπουργείου Υγείας (που λειτούργησε από τις αρχές του 2011 μέχρι τον Απρίλιο του 2012, λίγο πριν τις φετινές εκλογές) για την «αναθεώρηση» του προγράμματος «Ψυχαργώς». Διαμέσου αυτής της «αναθεώρησης» επιχειρείται μια ριζική παλινδρόμηση, στην κατεύθυνση της περαιτέρω ιδιωτικοποίησης των υπηρεσιών και, ταυτόχρονα, της κατασταλτικής διαχείρισης αυτού που κατασκευάζεται, για μιαν ακόμη φορά, ως ‘κοινωνική επικινδυνότητα’ του ψυχικά πάσχοντος και της ψυχικής αρρώστιας.
Τα άμεσα «μεταρρυθμιστικά» μέτρα που προτείνονται μπαίνουν κάτω από τον τίτλο «σχέδιο εκτάκτου ανάγκης» (στην πραγματικότητα, περικοπών και προσαρμογής στο μνημόνιο). Ανάμεσα στις βασικές προτάσεις είναι η αλλαγή του νόμου που προβλέπει ότι τα Κέντρα Ψυχικής Υγείας μπορούν να είναι μόνο δημόσια, έτσι ώστε να μπορούν να ιδρύονται και από ΜΚΟ. Προτείνεται, επίσης, η ίδρυση μονάδων ψυχιατρικής νοσηλείας με το ‘μίνιμουμ του προσωπικού’ (χωρίς να καταλαβαίνει κανείς τι εννοείται μ΄ αυτό το ‘μίνιμουμ’), καθώς και η ίδρυση δημόσιων ΚΨΥ και ψυχιατρικών κλινικών στα γενικά νοσοκομεία μέσω της απλής, διαχειριστικής μεταφοράς προσωπικού από τα ψυχιατρεία, στη λογική της αποδόμησής τους, αντί της Αποϊδρυματοποίησής τους (άγνωστης λέξης για τους συντάκτες του κειμένου).
Την ίδια στιγμή που επαναφέρεται, για πολλοστή φορά, η συζήτηση για την υποτιθέμενη «κατάργηση των ψυχιατρείων», προτείνεται, σε άλλο σημείο του κειμένου, η διατήρηση «ενός ή δυο» από αυτά, για την μετατροπή τους σε «ψυχιατροδικαστικά ψυχιατρεία», με την μεταφορά του Βρετανικού μοντέλου των High, Medium και Low Security ψυχιατρείων για τον εγκλεισμό των «ακαταλογίστων», αλλά και των υπηρεσιών για «ειδικούς πληθυσμούς», μεταξύ των οποίων και αυτοί οι οποίοι ταξινομούνται με την διάγνωση της «Επικίνδυνης Σοβαρής Διαταραχής Προσωπικότητας» (DSPD). Προτείνεται, μάλιστα, να υπάρχει η δυνατότητα τέτοιες υπηρεσίες και «ειδικές δομές» να μπορούν ν΄ αναπτύσσουν και ιδιώτες.
Η ιδέα που διαπερνά αυτή τη νέα προτεινόμενη πολιτική για την ψυχική υγεία, ως η εξ αποκαλύψεως αλήθεια που εξηγεί τα μέχρι τώρα δεινά της «μεταρρύθμισης», αλλά που, στην πραγματικότητα, της εκσυγχρονίζει τον χαρακτήρα σε αντιστοιχία με τις ανάγκες της νέας βιο-πολιτικής, της εποχής του μνημονίου, συνοψίζεται στην ακόλουθη παράγραφο:
«Η ψυχιατρική μεταρρύθμιση και αποασυλοποίηση στην Ελλάδα δεν θα μπορέσει ποτέ να εφαρμοστεί με επιτυχία χωρίς την ύπαρξη ενός πλέγματος ασφάλειας (υπογρ. δική μας) για την έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση της παραβατικότητας που σχετίζεται με την ψυχική διαταραχή. Τέτοιες υπηρεσίες θα ενισχύσουν το αίσθημα ασφάλειας (υπογρ. δική μας) της κοινωνίας και δρουν αποφασιστικά στην μείωση του κοινωνικού αποκλεισμού και του στιγματισμού της ψυχικής διαταραχής».
Αυτή η «οικοδόμηση» ενός συστήματος υπηρεσιών στην λογική της ασφάλειας (ως παρακλάδι ενός, απλώς επιτελικού, ‘κράτους ασφάλειας’ –security state – όπως το προορίζουν) και όχι της θεραπείας, της φροντίδας και των δικαιωμάτων, είναι και η πεμπτουσία της ψυχιατρικής του ‘μνημονίου’.
Η αναφορά στο «κλείσιμο των ψυχιατρείων» στην Ελλάδα (όπως και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες), ήταν, συνήθως, μια, λίγο ως πολύ, ασαφής και αόριστη, ή και απλώς φραστική, αναφορά, περισσότερο ως έκφραση ενός ευσεβούς πόθου, παρά ως ενός συγκεκριμένου μετασχηματισμού της επικρατούσας ψυχιατρικής κουλτούρας και πρακτικής και του αντίστοιχου σχεδιασμού των συγκεκριμένων βημάτων μια βαθμιαίας μετάβασης που οδηγεί από το ψυχιατρικό ίδρυμα σε ένα εναλλακτικό, ολοκληρωμένο και κοινοτικά εδραιωμένο σύστημα υπηρεσιών ψυχικής υγείας.
Υπήρχαν πάντα οι απόψεις, πλειοψηφούσες στην Ελλάδα (και γερά ριζωμένες στις πανεπιστημιακές σχολές), που έβλεπαν με μεγάλο σκεπτικισμό ακόμα και την απλή αναφορά στο «κλείσιμο των ψυχιατρείων» και προτιμούσαν την «εξανθρωπισμένη» διατήρησή τους, συμπληρωματικά προς έναν, άλλοτε άλλο, αστερισμό κοινοτικών υπηρεσιών. Ολες οι επίσημες «σχολές» της ψυχιατρικής (βιολογικής κατεύθυνσης, ψυχαναλυτικής όλων των αποχρώσεων, συστημικής κλπ) δεν έπαψαν ούτε στιγμή να έχουν ως σημείο αναφοράς το ψυχιατρείο, άλλοτε ως ένα «αναγκαίο κακό» για «κάποια περιστατικά» και άλλοτε ως το χώρο όπου «η ψύχωση μπορεί να βρει το χώρο της» - ένα χώρο που, ωστόσο, διαμορφώνει και δομεί, μέσα από τους δικούς του κώδικες (της επικινδυνότητας, σε συνάρτηση με την περίκλειστη, απροσωποποιημένη, μαζική και προγραμματισμένη από μιαν ‘άνωθεν αυθεντία’ ζωή των νοσηλευομένων), την ίδια την κλινική σκέψη. Στην κάθοδο από τις θεωρητικές αφηγήσεις της αυτοεπιβεβαίωσης του «ειδικού» στην συγκεκριμένη πραγματικότητα των πολύπλοκων αναγκών του πάσχοντος υποκειμένου, όλες αυτές οι ‘διαφορετικές προσεγγίσεις’ λειτουργούν, εν τέλει, μονοδιάστατα και απλοποιητικά, ανάγοντας αυτή την πολυπλοκότητα (ιδιαίτερα, μάλιστα, σε καταστάσεις κρίσης) σε σημεία και συμπτώματα και συνυφαίνονται, πανομοιότυπα, με τις πάγιες ιδρυματικές πρακτικές, του φαρμάκου (ως, συνήθως, μονόδρομου), της κλειδωμένης πόρτας, της μηχανικής καθήλωσης και της απομόνωσης, αλλά, όλο και πιο συχνά, και του ηλεκτροσόκ.
Ο δρόμος προς ένα ριζικά και ολοκληρωμένα μετασχηματισμένο σύστημα ψυχικής υγείας, πέρα, δηλαδή, από τις λογικές, τις πρακτικές και τις δομές του εγκλεισμού, της απλής διαχείρισης και της θεραπευτικής εγκατάλειψης, φαίνεται ότι, στην πραγματικότητα είναι, όχι απλώς πολύ μακρύς, αλλά μάλλον ασύμβατος με τις ανάγκες του συγκεκριμένου κοινωνικοοικονομικού συστήματος, ιδιαίτερα σ΄ αυτή την περίοδο της πιο βαθιάς και καταστροφικής κρίσης στην ιστορία του.
Σήμερα, όχι μόνο φαίνεται ως αδιανόητο το να προσδοκά κανείς πολιτικές «από τα πάνω» και πρακτικές για το «κλείσιμο του ψυχιατρείου» με την ως άνω έννοια της υπέρβασής του, αλλά και η ίδια η αναφορά της λέξης «κλείσιμο», αφενός, σηματοδοτεί εκείνη την παράδοση του «κλεισίματος» που είναι γνωστή ως Απονοσοκομειοποίηση και αφετέρου, συνδέεται με τις πολιτικές των περικοπών και της αποδόμησης του δημόσιου συστήματος της Υγείας, αποκτώντας ακόμα πιο απειλητικά και επικίνδυνα χαρακτηριστικά.
Μέχρι πριν από λίγο καιρό ήταν οι γνωστές ως «ιδρυματικές αντιστάσεις» και «ακαμψίες» (η ιδρυματική κουλτούρα και πρακτική), που, σε όλα τα επίπεδα, αντιστρατεύονταν τις όποιες διαδικασίες Αποιδρυματοποίησης - αντιστάσεις των οποίων η υπέρβαση (και όχι η απλή εξάλειψη) ήταν τρόπος ύπαρξης και νοήματος των πρακτικών μιας πραγματικής διαδικασίας Αποιδρυματοποίησης. Σ΄ αυτές τις παραδοσιακές αντιστάσεις έρχονται σήμερα να προστεθούν:
-Πρώτον, το γεγονός ότι, το σώμα των ψυχιάτρων (στην συντριπτική του πλειονότητα), μπροστά στον πολλαπλασιασμό και στην αύξηση της πολυπλοκότητας των αναγκών του ψυχικά πάσχοντος, και με όλο και λιγότερους πόρους και μέσα στην διάθεσή του, στο βαθμό που παραμένει προσκολλημένο στην παραδοσιακή κουλτούρα και στα θέσφατα του κυρίαρχου «ψυχιατρικού παραδείγματος», θα τείνει όλο και περισσότερο να ταυτίζεται και να ενεργεί σύμφωνα με πιο ιδρυματικές, ελεγκτικές, κατασταλτικές και απορριπτικές πλευρές αυτού του «παραδείγματος» (για να θυμηθούμε και πάλι τον Basaglia, ξανά πίσω «από την ανοχή στην βία»).
-Δεύτερον, η βαθιά εργασιακή ανασφάλεια, εν μέσω καθημερινών πολιτικών δηλώσεων και μέτρων προς άμεση εφαρμογή για δραστική συρρίκνωση του δημόσιου τομέα. Κάθε νοσηλευτής, κάθε εργαζόμενος του νοσοκομείου, τρέμει ότι αυτός θα είναι ο «επόμενος». Ετσι, χρησιμοποιούν το νοσοκομείο σαν ένα μέσο «άμυνας», το ίδρυμα ως ένα φαντασιακό «οχυρό», από το οποίο θα είναι πιο δύσκολο να τους διώξουν απ΄ ό,τι από μια κοινοτική μονάδα, στεγαστική ή άλλη. Κάθε αλλαγή, κάθε κίνηση πέρα από την «παρούσα κατάσταση των πραγμάτων» (όσο κι΄ αν αυτή η κατάσταση γίνεται όλο και πιο ανυπόφορη) εγείρει αμέσως υποψίες. Σύνθημα των περισσότερων συνδικαλιστών τείνει να γίνει το «μέσα είμαστε πιο ασφαλείς».
-Τρίτον, η νεοφιλελεύθερη πολιτική των εντολοδόχων της τρόικας, οι οποίοι έχουν ανάγει την όποια πολιτική, στην ψυχική υγεία όπως παντού, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για παραδοσιακά συντηρητικής, ή ψευδεπίγραφα «καινοτόμου» και «εκσυγχρονιστικής» κατεύθυνσης, σε μια στυγνή λογιστική των περικοπών.
Σήμερα, στην εποχή του μνημονίου, έννοιες και λογικές της λεγόμενης Οικονομίας της Υγείας, όπως του «κόστους - αποτελέσματος», της «επάρκειας», της «αποτελεσματικότητας», της «εξοικονόμησης πόρων» κοκ, γίνονται εύκολα το όχημα της χωρίς φραγμούς εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησης ενός κατ΄ εξοχήν «δημόσιου αγαθού», που είναι η Υγεία.
Ακόμα και το επιχείρημα, που χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν και στην Ελλάδα, ότι ένα σύστημα βασισμένο στην κοινότητα κοστίζει πολύ λιγότερο απ΄ ό,τι ένα νοσοκομειοκεντρικό σύστημα (το οποίο είναι σωστό και τεκμηριωμένο από την διεθνή εμπειρία, στο βαθμό που το κοινοτικό σύστημα εφαρμόζεται σωστά και οργανώνεται την λογική μιας πραγματικά εναλλακτικής και ολοκληρωμένης απάντησης στην ολότητα των αναγκών του προσώπου), τώρα χρησιμοποιείται ανοιχτά ως ένα άλλοθι για περικοπές. Αν αρχίσεις μια συζήτηση σχετικά, πχ, με την «μετατροπή των πόρων», αμέσως μεταφράζεται και εφαρμόζεται ως περικοπές.
Είναι πιθανόν, μάλιστα, μέσα σ΄ αυτές τις συνθήκες και καθώς καταρρέει το όλο σαθρό και στρεβλό οικοδόμημα του πάλαι ποτέ «Ψυχαργώς», τόσο στον ιδιωτικό «μη κερδοσκοπικό» τομέα, όσο και στον δημόσιο (οι στεγαστικές δομές του οποίου, από πολλές πλευρές, εκτιμώνται ως «πολλές», «ακριβές», «αναποτελεσματικές» και «έχουσες ανάγκη αξιολόγησης» – με την έννοια που εννοούν την «αξιολόγηση» οι εντεταλμένοι των δραστικών οικονομικών περικοπών), ότι αυτοί που μετά χαράς θα έκλειναν τα ψυχιατρεία, με τη ρηγκανική λογική, πετώντας τους ασθενείς στο δρόμο, ίσως τώρα τα χρειαστούν για να ξαναβάλουν μέσα αυτούς που τα προηγούμενα χρόνια είχαν μεταστεγάσει σε στεγαστικές δομές και όχι μόνο (αν συνυπολογίσουμε και κάποιες από τις δομές της Πρόνοιας).
Είναι χαρακτηριστικό το συμβάν με το κλείσιμο, πέρσι, δυο οικοτροφείων ενός παλιού ΝΠΙΔ (ΕΚΕΨΥΕ). Τα οικοτροφεία είχαν ενοίκους από την Λέρο (μαζί με άλλους που προστέθηκαν εν συνεχεία). Τους περισσότερους από τους ενοίκους τους, τους διέσπειραν σε άλλα οικοτροφεία άλλων ΜΚΟ, ενώ 4 από αυτούς, ηλικιωμένοι, γύρισαν πίσω στο Δαφνί, στο γηροψυχιατρικό τμήμα (ένα υπερσυνωστισμένο τμήμα με πάνω από 80 υπέργηρους τροφίμους). Δυο από αυτούς, ένας άνδρας και μια γυναίκα, και οι δυο πάνω από 80 ετών, ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 70 στο Δαφνί, απ΄ όπου στάλθηκαν, με τις μαζικές, τότε, μεταφορές στην Λέρο. Από εκεί έφυγαν το 1991, όταν μεταφέρθηκαν σε οικοτροφείο της εν λόγω ΜΚΟ στην Αθήνα (Αιγάλεω), μέσω του προγράμματος μεταρρύθμισης του ΚΘΛ, μέρος του οποίου ήταν η μεταφορά επιλεγμένων τροφίμων από την Λέρο σε οικοτροφεία ΜΚΟ στην ηπειρωτική Ελλάδα. Από πέρσι, λοιπόν, έχουν επανέλθει στο ψυχιατρείο απ΄ όπου ξεκίνησε η περιπέτεια τους - σ΄ ένα τμήμα αντίστοιχης αθλιότητας με το Δαφνί της εποχής που έγινε η μεταφορά τους στη Λέρο πριν 40 χρόνια. Συμβολικό της περιπέτειας της ελληνικής ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, που γυρίζει σε προ της Λέρου καταστάσεις, αυτές
που κυοφορούν και κατασκευάζουν τη «Λέρο» της κάθε εποχής.
Το συμπέρασμα είναι ότι, κάθε συμβιβασμός με την αμυντική ατμόσφαιρα που καλεί για «το κλείσιμό μας μέσα στο νοσοκομείο», κάθε ιδέα να βγει εκτός συζήτησης και εκτός των προτεραιοτήτων μας το «πρόβλημα του ψυχιατρείου» (δηλαδή, το κλείσιμό του με την έννοια της Αποϊδρυματοποίησης), σημαίνει, ειδικά σ΄ αυτή την εποχή, συμβιβασμό με την λογική και τις πρακτικές μιας Ψυχιατρικής ολοένα και πιο κατασταλτικής - σημαίνει εγκλωβισμό στις συνθήκες και τους όρους που καθιστούν αυτή την διαδικασία «αναπόφευκτη» και «φυσιολογική». Γιατί, το να πάμε «πέρα από» το ψυχιατρείο δεν είναι το να βγούμε έξω από ένα κτίριο, από ένα νοσοκομείο, αλλά ένας μετασχηματισμός των σχέσεων (που είναι σχέσεις εξουσίας) στην κατεύθυνση της ισοτιμίας, στη βάση και μόνο του οποίου μπορεί να υπάρξει μια πραγματικά θεραπευτική σχέση μεταξύ θεραπευτών και θεραπευομένων. Η στιγμή που είναι πραγματικά θεραπευτική μέσα στο ψυχιατρείο είναι αυτή η στιγμή που αμφισβητεί την λογική της λειτουργίας του, τις εξουσίες και τις ιεραρχίες που το διέπουν, την επικινδυνότητα και ό,τι αυτή συνεπάγεται από οργανωτικής πλευράς και από πλευράς δήθεν «πρόληψής» της κοκ.
Θεωρώ ότι σήμερα, περισσότερο από ποτέ, η συνδυασμένη κινητοποίηση χρηστών, οικογενειών και λειτουργών πάνω σε μιαν ευρύτερη κοινωνική βάση, έτσι ώστε η Ψυχική Υγεία να γίνει επιδίωξη και διεκδίκηση ενός κοινωνικού κινήματος, έχει μια κρίσιμη σημασία. Γνωρίζουμε ότι, πολύ πριν ξεσπάσει αυτή η κρίση, ήδη από την περίοδο της λεγόμενης ‘οικονομικής άνθησης’ του καπιταλισμού, οποιαδήποτε πραγματική και βαθιά μεταρρύθμιση στην Ψυχική Υγεία, όπως αυτή, για παράδειγμα, που ήλθε ως αποτέλεσμα του κινήματος που ενέπνευσε και στο οποίο ηγήθηκε ο Franco Basaglia στην Ιταλία (με τον νόμο 180/78 κλπ), ήταν στενά συνδεδεμένη με κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες και κινήματα, εν προκειμένω, τα ριζοσπαστικά κινήματα της δεκαετίας του 60 και 70. Τα μαθήματα από αυτή την περίοδο, αν και είναι ριζικά διαφορετική από την σημερινή, είναι, ωστόσο, τελείως επίκαιρα.
Κλείνοντας, δυο παραθέσεις από τον Fr. Basaglia.
«Αν η αμοιβαιότητα της σχέσης ανάμεσα στο χώρο της θεραπείας και την εξωτερική κοινωνία δεν είναι δεδομένη, δεν θα είμαστε ποτέ σίγουροι ότι οι τοίχοι, τα κάγκελα, η βία, δεν θα επιστρέψουν προκειμένου να επαναπροταθούν, ακόμα και κάτω από διαφορετικές μορφές, επιβεβαιώνοντας την αδυναμία μιας πραγματικής αποκατάστασης». (Εισαγωγή στο “Morire di classe”).
Κι΄ ακόμα: «Η κατάσταση του ψυχιάτρου είναι στην κοινωνία μας πιο φανερή απ΄ό,τι σε άλλες, με την έννοια ότι η άμεση επαφή με την ορατή συνθήκη της βίας, των καταχρήσεων και των αυθαιρεσιών, απαιτεί τη βία ενάντια στο σύστημα που τις παράγει και τις επιτρέπει: ή γινόμαστε συνένοχοι ή αντιδρούμε και το καταστρέφουμε».(Εισαγωγή στο “L’ istituzione negata”).
27/10/2012
Θ. Μεγαλοοικονόμου