16ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ
9ο ΨΤ ΨΝΑ, ΚΨΥ Αγ. Αναργύρων
Ξενώνες «Σεμέλη», «Μετάβαση», «Αμάλθεια»
Οικοτροφεία «Ιρις», «Οδύσσεια»
Διαμερίσματα Αχαρνών 1.
ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΕΞΟΣΤΡΑΚΙΣΜΟ ΤΩΝ ΚΑΘΕ ΕΙΔΟΥΣ ‘ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΩΝ’
Ν΄ΑΝΑΚΤΗΣΟΥΜΕ ΤΟ ‘ΕΜΕΙΣ’
Ηδη από την δεκαετία του 90, το Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ σηματοδοτούσε την δημιουργική και αγωνιστική συσπείρωση όλων των αντιρατσιστικών κινημάτων ενάντια σε κάθε μορφής ρατσισμό, αποκλεισμό και στοχοποίηση των κάθε είδους ‘διαφορετικών’, με αναφορά στη φυλή, στην εθνότητα και στη θρησκεία, στο φύλο, στην ψυχική υγεία, στην οριζόμενη ως παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, στην τοξικοεξάρτηση.
Ολοένα και πιο πλατειά στρώματα του πληθυσμού, μιας χώρας παραδοσιακά μεταναστών, είχαν ήδη αρχίσει ν΄ αντιμετωπίζουν τα πρώτα κύματα μεταναστών και προσφύγων, που άρχισαν να εισρέουν από την δεκαετία του 90, με κλιμακούμενα σε ένταση και έκταση ρατσιστικά αντανακλαστικά, την ίδια στιγμή που, όχι λίγες γειτονιές, σε διάφορες πόλεις, αντιδρούσαν βίαια στην εγκατάσταση στεγαστικών δομών με πρώην εγκλείστους των ψυχιατρείων στα πλαίσια αυτού που αποκλήθηκε «ψυχιατρική μεταρρύθμιση» - συχνά υπό την, σε άλλοτε άλλο βαθμό αφανή, χειραγώγηση κατεστημένων οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων.
Καθώς οι όροι που καλλιεργούν και παροξύνουν ξενοφοβία και ρατσιστικές διακρίσεις (ανεργία, επισφαλής εργασία, φτωχοποίηση, κρίση και απώλεια ταυτότητας και νοήματος) γνωρίζουν ραγδαία επιδείνωση εν μέσω οικονομικής κρίσης και μνημονίου και κάνουν το φόβο, την άγνοια, την απόγνωση και την έλλειψη προοπτικών διεξόδου των πιο φτωχών κοινωνικών στρωμάτων αντικείμενο εκμετάλλευσης, όχι απλώς από διάφορα κατεστημένα συμφέροντα, αλλά από καθαυτό ναζιστικά πολιτικά μορφώματα (όπως η ‘Χρυσή Αυγή’ και άλλα), το σκηνικό της ρατσιστικής βίας έχει προσλάβει εφιαλτικές διαστάσεις. Τα μαχαιρώματα, οι τραυματισμοί και οι δολοφονίες μεταναστών τείνουν να μετατραπούν σε καθημερινή ρουτίνα, σ΄ έναν εφιάλτη που έχει μετατραπεί σε ρουτίνα, ενώ και οι πρώτες μορφές πογκρόμ ή απόπειρες για πογκρόμ (εκδίωξη μαζικά μεταναστών από γειτονιές, από τα μαγαζιά τους κλπ) έχουν ήδη αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους.
Το σκηνικό της ζωής που έχει διαμορφωθεί (διαμόρφωση που δεν ξεκίνησε τώρα, αλλά που τώρα μπορεί να γίνει ορατή, αισθητή και να βιωθεί από τον καθένα) συνίσταται στην συγκρότηση και εγκαθίδρυση της πιο αποδοτικής, ιστορικά, και πιο ανεξέλεγκτης ‘γραμμής παραγωγής’ ανθρώπινων απορριμμάτων ή απόβλητων ανθρώπων. Ανθρώπων που ορίζονται και αντιστοίχως αντιμετωπίζονται ως ‘περιττοί’, ανθρώπων στερημένων από την ανθρώπινη ιδιότητα και από το όποιο δικαίωμα, που αντιμετωπίζονται από τους κρατούντες υπό την μορφή των προβλημάτων των (ανθρώπινων) απορριμμάτων και ταυτοχρόνως, ως συνάδει με απορρίμματα, αποκομιδής (ανθρώπινων) απορριμμάτων.
Μια κατάσταση που αναπτύσσεται εδώ και χρόνια, αρχικά μέσα από τις φαινομενικά τυχαίες και απρόβλεπτες δυνάμεις της ‘νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης’ και της καταναλωτικής κουλτούρας της εξατομίκευσης και εν συνεχεία, σήμερα, με το ξέσπασμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης και το σπάσιμο της χρηματοπιστωτικής φούσκας, με την κρατική χρεωκοπία, την επιβολή της δανειακής σύμβασης και του μνημονίου, έχει μεταβάλει και καταστήσει αγνώριστο το οικείο τοπίο του κοινωνικού ιστού, της πόλης ή της υπαίθρου, όπου παλιά αγκυροβολούσε το αίσθημα μιας σταθερής και αξιόπιστης ασφάλειας του καθενός. Η νέα κατάσταση ανακατανέμει τους ανθρώπους και διαλύει τις εγκαθιδρυμένες κοινωνικές ταυτότητες. Μετατρέπει όλους, από τη μια μέρα στην άλλη, σε ‘οικονομικούς μετανάστες’.
Είναι πολλοί που, αντιμέτωποι, στην πόλη, στην γειτονιά, με πλήθη ανθρώπων που έχουν ήδη απορριφθεί, που αναγκάστηκαν να το βάλουν στα πόδια για να σώσουν τη ζωή τους, ή να
εγκαταλείψουν τις εστίες τους για να εξοικονομήσουν πόρους για να ζήσουν, έχοντας απολέσει τις ταυτότητές τους και την αυτοεκτίμησή τους, οδηγούνται να μισούν αυτούς τους ανθρώπους γιατί αισθάνονται ότι αυτό που συμβαίνει σ΄ αυτούς ‘μπροστά στα μάτια μας’, μπορεί να αποδειχθεί και σύντομα μάλιστα, ότι δεν ήταν παρά μια ‘πρόβα για την δική μας τύχη’. Και είναι πιθανό, η μέχρι τώρα αδιαφορία, ή και επιδοκιμασία, στις βίαιες ενέργειες ν΄ απομακρυνθούν από το πεδίο της όρασής μας, να συλληφθούν, να κλειστούν σε στρατόπεδα, να εκτοπιστούν, ότι δείχνει την επιθυμία πολλών να ξορκίσουν το φάντασμά τους. Είναι αυτούς τους φόβους και αυτές τις ανασφάλειες που τροφοδοτεί και αξιοποιεί η κρατούσα βιοπολιτική της εξουσίας, αναμειγνύοντάς τους με άλλους παρόμοιους φόβους, που λειτουργούν προς (και εκφράζουν) τον αφανισμό των ανθρώπινων δεσμών και τον κατακερματισμό της κοινωνικής αλληλεγγύης.
«Σε τέτοιες συνθήκες, καμιά γραμμή που διακρίνει τα ‘χρήσιμα προϊόντα’ από τα ‘απορρίμματα’ δεν πρόκειται να μείνει αδιαμφισβήτητη. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι το ‘φάσμα της χωματερής’ έχει εκλείψει οριστικά και ότι ο κίνδυνος ν΄ απορριφθεί και να πεταχτεί ο ίδιος στα απορρίμματα έχει αποφευχθεί τελειωτικά». (Z. Bauman)
Κι΄ αν η ρατσιστική βία και τα φαινόμενα του κοινωνικού κανιβαλισμού αποτελούν την μια όψη/εκδήλωση αυτής της βαθιάς κρίσης και του αδιεξόδου, μια άλλη όψη/εκδήλωσή της είναι η ραγδαία αύξηση των αυτοκτονιών τα τελευταία δύο χρόνια, μια αύξηση σε ποσοστά από τα υψηλότερα στον κόσμο. Εκδήλωση μιας κατάστασης όπου το μέλλον φαίνεται να ‘κλείνει’ για την συντριπτική πλειονότητα και να μεταμορφώνεται σ΄ ένα αδιαπέραστο τείχος, μια κατάσταση που εξανεμίζει την ελπίδα και την ίδια την επιθυμία για ζωή.
Και είναι οι ίδιοι μηχανισμοί, οι ίδιες πολιτικές, που την ίδια στιγμή που οδηγούν την κοινωνία, τους όρους ζωής των πολλών, στην εξαθλίωση και στην αποδιάρθρωση, κατεδαφίζουν της υπηρεσίες της υγείας και της ψυχικής υγείας και το όποιο κράτος πρόνοιας υπήρχε μέχρι τώρα (δραματική μείωση του αριθμού και των αποδοχών του προσωπικού, εξίσου δραματική περικοπή των λειτουργικών, φαρμακευτικών κλπ, δαπανών, προϊούσα ιδιωτικοποίηση και αλματώδης αύξηση των ανασφάλιστων, πολιτικές που οδηγούν στην περικοπή, ή και κατάργηση των επιδομάτων), με κορυφαία στιγμή της απαξίωσης και του κοινωνικού (αλλά, όλο και περισσότερο, κυριολεκτικού) Καιάδα στον οποίο σπρώχνονται οι ψυχικά πάσχοντες, την απόφαση για παρακράτηση μεγάλου μέρους των συντάξεων όσων φιλοξενούνται σε ξενώνες και οικοτροφεία, αλλά και αυτών που νοσηλεύονται σε ιδρύματα και τμήματα χρόνιας παραμονής.
Για μιαν ακόμη φορά στην ιστορία, ο ψυχικά πάσχων, ο ‘διαφορετικός’, ο ‘παρεκκλίνων’, στη θέση της θεραπείας (όπως κι΄ αν αυτή ορίζεται, κατασταλτικά ή χειραφετητικά, αλλά, σε κάθε περίπτωση, με το πρόσημο της διασφάλισης της παραμονής του εντός της όποιας αποδεκτής κανονικότητας, μέσω της συμμόρφωσής του σ΄ αυτήν) και στο βαθμό που αυτή κρίνεται δαπανηρή και πρέπει οι διατιθέμενοι πόροι δραστικά να περικοπούν, βλέπει ν΄ αρχίζει ν΄ ανακτά έδαφος, να επανεδραιώνεται και αντίστοιχα να θεσμοθετείται, η πρακτική της εκμηδένισης (απαξίωσης και μετατροπής του προσώπου σε μιαν ύπαρξη περιττή και μόνο βάρος, εξαίρεσης από τον όποιο κανόνα προβλέπει αναγνώριση και σεβασμό δικαιωμάτων, εν τέλει, εξόντωσης). Η ‘ψυχική αρρώστια’ (οδύνη, διαταραχή κοκ) αντιμετωπίζεται ξανά ως ‘κατωτερότητα’, η ‘διαφορετικότητα’ ως κάτι αρνητικό, ο ψυχικά πάσχων ως μετέχων όλο και λιγότερο στο ‘ανθρώπινο’.
Και είναι, κατ΄ αντιστοιχίαν προς το φαινόμενο του ρατσισμού, όπου η ταυτότητα του θεωρούμενου ως «υγιή», αυτού που αποκλείει (θεωρεί ‘κατώτερο’, εξοστρακίζει κλπ), είναι μια «επισφαλής» ταυτότητα (της αποδεκτής «υγείας», όπως, αντίστοιχα, της θρησκείας, του έθνους, της φυλής, του σεξουαλικού προσανατολισμού κλπ), η οποία κάνει ν΄ αναδυθεί η επιθυμία της απομάκρυνσης εκείνης της πλευράς του εαυτού που προκαλεί φόβο, που δεν ξέρουμε πώς να την ελέγξουμε και που μας οδηγεί να την προβάλλουμε στον «άλλο». Όπως το στρατόπεδο συγκέντρωσης (αυτό της Αμυγδαλέζας και άλλα), τα διάφορα γκέτο κλπ, έτσι και τα ψυχιατρεία (ιδιαίτερα η αποδοχή τους ως ιδρυμάτων ‘κατάλληλων για θεραπεία’, χωρίς κουλτούρα και πρακτικές για την υπέρβασή τους) είναι χώροι όπου υλοποιείται ο αποκλεισμός του «άλλου».
Το άνοιγμα του δρόμου για να οικοδομηθεί μια αποτελεσματική (και προοπτικά νικηφόρα) αντίσταση απέναντι στον οδοστρωτήρα της κρίσης και του μνημονίου, απέναντι στον ρατσισμό, στον κοινωνικό κανιβαλισμό και στην εξόντωση αυτών που ορίζονται και αντιμετωπίζονται ως ‘περιττοί’ (βαθμιαία, το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας), απαιτεί ν΄ ανακτηθεί το ‘εμείς’.
Απέναντι στην αποξένωση της εξατομίκευσης, απέναντι στον θρυμματισμό των ομάδων και των συλλογικοτήτων, απέναντι στην απόρριψη του ‘διαφορετικού’ και του ‘άλλου’, χρειάζεται να δούμε τον κάθε είδους ‘διαφορετικό’ ως εμπλουτισμό και όχι ως απειλή για την ζωή και την ασφάλειά μας. Να δούμε τον μετανάστη σαν σύμμαχο στον αγώνα απέναντι στις συνθήκες που τον έκαναν μετανάστη και που ο ίδιος, ερχόμενος εδώ, δεν μετέφερε μαζί του αυτές τις συνθήκες παρά μόνο τις συνέπειές τους (την περιπλάνησή του διαμέσου των συνόρων σε αναζήτηση, κάπου, μια ‘θέσης’), αλλά που, ο ίδιος, στην ολότητα του προσώπου και της εμπειρίας του, μπορεί να είναι πολύτιμη πηγή μαθημάτων για το τι προκαλούν σε κάθε χώρα οι πολιτικές που, εδώ, εξυπηρετεί και επιβάλλει το μνημόνιο.
Να δούμε την αρρώστια όχι ως κάτι ‘αρνητικό’, απέναντι στο ‘θετικό’ της υγείας, αλλά την σχετικότητα και των δυο απέναντι στη ζωή, που περιέχει και τα δύο ως πλευρές της, ως καταστάσεις της, ως ανθρώπινες εμπειρίες και βιώματα με ισοδύναμη αξία.
Να παλέψουμε όλοι, άτομα με ψυχιατρική εμπειρία (χρήστες των υπηρεσιών), λειτουργοί, κοινωνικές συλλογικότητες, έλληνες και ‘ξένοι’, ασυμβίβαστα και χωρίς εκπτώσεις από την αξιοπρέπεια και τις ανάγκες μας, για την υπεράσπιση των κεκτημένων, χωρίς καμιά προσαρμογή στις όποιες επικλήσεις των ‘από πάνω’ για τον δήθεν ‘μονόδρομο’ των μέτρων που επιβάλει το μνημόνιο και ότι, δήθεν, ‘δεν υπάρχει άλλη λύση’.
Να ανακτήσουμε και/ή να κατακτήσουμε, τη στιγμή ακριβώς που απειλούνται τα πάντα, τη δυνατότητα να βρεθούμε όλοι μαζί, όχι μόνο γιατί κανείς δεν πρέπει να είναι και να νοιώθει μόνος μέσα σ΄ αυτές τις συνθήκες, αλλά και για να επεξεργαστούμε, από κοινού, τρόπους και δρόμους για να ξεπεράσουμε λογικές, πρακτικές, σχέσεις και κοινωνικές δομές που μας έφεραν σ΄ αυτή την κατάσταση.
6/7/2012